ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                   (Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 2/24)

  (i‑justice)

 

26 Μαρτίου 2024

 

(Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

TOMASZ BOGDAN BIENIOSZEK

Εφεσείοντας

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

κ. Γ. Πολυχρόνης με Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γ. Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε και κ. Tarik Kadri, για τον Εφεσείοντα

κ. M. Κουτσόφτας με Α. Τιμοθέου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο

Εφεσείοντας παρών

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας – στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - διατάχθηκε, στις 27.02.2024, η κράτηση και παράδοση του εφεσείοντα στις Πολωνικές Αρχές, σύμφωνα με το Άρθρο 29(1) του Ν.133(Ι)/2004.  Στις 04.02.2019 είχε εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης – στο εξής Ε.Ε.Σ. – από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Κατοβίτσε (Katowice) της Πολωνίας. Το εν λόγω Ε.Ε.Σ. αποσκοπεί στην εκτέλεση εθνικού, Πολωνικού εντάλματος σύλληψης, για σκοπούς άσκησης ποινικής δίωξης του εκζητούμενου – εφεσείοντα -, το οποίο είχε εκδοθεί από το προαναφερόμενο, πολωνικό, Δικαστήριο στις 03.10.2018. Αναφερόμενα επί του Ε.Ε.Σ. αδικήματα αφορούν σε (i) κατοχή πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών χωρίς άδεια, (ii) φορολογική απάτη και άλλα συναφή αδικήματα ενεργώντας στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, (iii) πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, (iv) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, (v) διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και (vi) κατοχή ναρκωτικών ουσιών.

 

Η προειρημένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  αμφισβητείται με δώδεκα (12) λόγους έφεσης. Οι θέσεις του εφεσείοντα συνίστανται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένα ευρήματα και συμπεράσματα. Συνοπτικά και συγκεκριμένα, ότι λανθασμένα αποφάσισε την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., παρ’ ότι δεν το επέτρεπε η προσαχθείσα μαρτυρία (1ος λόγος έφεσης), ότι παραβίασε τη δίκαιη δίκη, λόγω του ότι δεν αποδέχθηκε μαρτυρία που προέρχεται από τις Αρχές της Γερμανίας και/ή δεν εκτίμησε ορθά τη μαρτυρία του ΜΥ4, σε σχέση με τη συνέχιση της διερεύνησης της υπόθεσης και/ή δίωξη του εφεσείοντα από τις Γερμανικές Αρχές, καθώς και ότι δεν αποδέχθηκε αίτημα του εφεσείοντα για αποστολή ερωτήματος, προς τις Γερμανικές Αρχές, αναφορικά με τη συνέχιση της δίωξης του από τις εισαγγελικές αρχές της Γερμανίας, καθ’ ότι έκρινε ότι τέτοια εξουσία δεν έχει το κράτος μέλος εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ., αλλά μόνο το κράτος μέλος έκδοσης του (2ος και 3ος λόγος έφεσης), ότι έκρινε λανθασμένα πως δεν εφαρμόζεται αντίστροφα η Αρχή της Αμοιβαίας Αναγνώρισης (Reverse Mutual Trust) όταν ένα κράτος μέλος, όπως η Γερμανία, αποφάσισε ότι θα διερευνήσει τα ίδια αδικήματα, (4ος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα πως συνέτρεχε κατάχρηση διαδικασίας, από τις Πολωνικές Αρχές, όσο και από τη Δημοκρατία, λόγω του παράνομου και αντισυνταγματικού τρόπου που ο εφεσείοντας οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου (5ος και 8ος λόγος έφεσης), ότι, εσφαλμένα, δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα πως υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, αν παραδοθεί στις Πολωνικές Αρχές (6ος λόγος έφεσης), ότι, εσφαλμένα, απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα πως η Αρχή της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης επιτάσσει ότι οι πληροφορίες και/ή διασφαλίσεις, ως προς το ότι ο εφεσείοντας θα έχει δίκαιη δίκη, πρέπει να δίδονται αποκλειστικά από Δικαστική Αρχή, και όχι από Εισαγγελική Αρχή (7ος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα έκρινε πως δεν έχει εφαρμογή η Αρχή της Αναλογικότητας στη διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. (9ος λόγος έφεσης), ότι έκρινε, εσφαλμένα, πως δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, αφού οι Πολωνικές Αρχές αρνήθηκαν να προβούν σε προδικαστική αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού, προς τους συνηγόρους του εφεσείοντα, κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης (10ος λόγος έφεσης), ότι, εσφαλμένα, δεν προέβη σε αιτιολόγηση ή εύρημα ως προς την προδικαστική κράτηση του εφεσείοντα, και τη διάρκεια της, από τις Πολωνικές Αρχές (11ος λόγος έφεσης) και τέλος, ότι εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο μάρτυρα και/ή δεν προσέδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του (12ος λόγος έφεσης).

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα, προώθησαν, κατά την λεπτομερή αγόρευση τους, τη θέση πως προέχει να εξετασθεί ο λόγος έφεσης 8, ο οποίος είναι ικανός, ως εισηγούνται, αν κριθεί βάσιμος, να οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης και να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση.  Δεδομένων των στοιχείων που περιβάλλουν τον προαναφερόμενο λόγο έφεσης, αλλά και των θέσεων των δύο πλευρών, συμφωνούμε με την προειρημμένη θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα, πως η προτεραιότητα στην εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης είναι επιβεβλημένη. Σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα αυτός συνελήφθηκε, στις 16.01.2024, παράνομα, από την αστυνομία της Δημοκρατίας, αφού παραδόθηκε σ’ αυτήν, μέσω των Ηνωμένων Εθνών, από τις κατοχικές αρχές, καθ’ ότι βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές για έκτιση ποινής φυλάκισης, και είχε, στη βάση της παράνομης σύλληψης, οδηγηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.  Εκεί συνελήφθηκε για σκοπούς εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ.. Παρ’ ότι ηγέρθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο το θέμα της απουσίας σύλληψης στη βάση του Ε.Ε.Σ., και είναι τότε που συνελήφθηκε, στις 17.01.2024,  ωστόσο το Δικαστήριο αποφάνθηκε, λανθασμένα, στην απόφαση του, ότι «Το τι προηγήθηκε της έναρξης της παρούσας διαδικασίας, δεν θεωρώ ότι την επιμόλυνε, σε σημείο μάλιστα που, όπως ισχυρίζεται ο Δικηγόρος του Αιτητή, να απαιτείται ο παραμερισμός της.».

 

Από την πλευρά του εφεσίβλητου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εισηγείται ότι καμιά επιμόλυνση προέκυψε στη δίκη για την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., και την παράδοση του εφεσείοντα, ως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, την κρίση του οποίου υιοθέτησε ενώπιον μας.

 

Προκειμένου να αξιολογήσουμε τις προαναφερόμενες θέσεις των συνηγόρων των διαδίκων, και τα συναφή με αυτές επιχειρήματα, κρίνουμε πως είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στα σχετικά γεγονότα, όπως αυτά προέκυψαν στην πρωτόδικη διαδικασία, και επιβεβαιώνονται από τα πρακτικά και τη σχετική μαρτυρία.  Ακολούθως, θα αναφερθούμε στη νομική προέκταση και σημασία που αυτά ενέχουν στην υπόθεση.

 

Στις 03.10.2018 εκδόθηκε, από πολωνικό Δικαστήριο, Ε.Ε.Σ. εναντίον του εφεσείοντα, ο οποίος είναι κάτοχος πολωνικού και γερμανικού διαβατηρίου.  Συνελήφθηκε στο ελεγχόμενο, από την Κυπριακή Δημοκρατία, έδαφος για σκοπούς εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. και παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στην υπόθεση Ε.Ε.Σ. 12/2023, για τη διαδικασία παράδοσης του, αφέθηκε όμως ελεύθερος υπό όρους. Στις 06.11.2023 παρέλειψε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, λόγω παράβασης όρων που είχαν τεθεί από το Δικαστήριο για την εξασφάλιση της παρουσίας του.  Σε μεταγενέστερη εμφάνιση, ήτοι στις 21.11.2023, ως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, αποσύρθηκε ο τότε δικηγόρος του, καθώς επίσης, επειδή ο εφεσείοντας δεν εντοπιζόταν για να συλληφθεί και να παρουσιασθεί στο Δικαστήριο, η συνήγορος, που εκπροσωπούσε την Κεντρική Αρχή στην προαναφερόμενη υπόθεση 12/2023, ζήτησε την απόσυρση της διαδικασίας εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ..  Το Δικαστήριο, αφού ενέκρινε το αίτημα απέρριψε τη σχετική διαδικασία. Ταυτόχρονα, ακύρωσε το ένταλμα σύλληψης, ημερομηνίας 06.11.2023, που είχε εκδοθεί εναντίον του εφεσείοντα.  Ακολούθως στις 16.01.2024, και εφόσον ο εφεσείοντας βρισκόταν, τους τελευταίους δύο μήνες, σε φυλακές των κατεχόμενων εδαφών, με τον ισχυρισμό ότι εισήλθε σε περιοχές του παράνομου καθεστώτος χωρίς άδεια εισόδου, συνελήφθηκε από την κυπριακή αστυνομία, σε ελεγχόμενο από τη Δημοκρατία έδαφος, στη βάση του εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 06.11.2023, που είχε εκδοθεί για παράβαση όρων που είχαν τεθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Ε.Ε.Σ. 12/2023.  Πρόκειται για το ένταλμα το οποίο είχε ακυρωθεί από τις 21.11.2023.  Στη συνέχεια, την επόμενη ημέρα, 17.01.2024, ο εφεσείοντας, και αφού βρισκόταν υπό κράτηση από την προηγούμενη μέρα, οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστή ο οποίος εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής διαπίστωσε, στο πλαίσιο της νέας διαδικασίας για παράδοση του εφεσείοντα, που έφερε αριθμό Ε.Ε.Σ. 1/2024, ότι ο εφεσείοντας οδηγήθηκε ενώπιον του χωρίς τη σύλληψη του στη βάση του Ε.Ε.Σ., αλλά κάποιου άλλου εντάλματος, το οποίο, ως διαφαίνεται, είναι το ένταλμα σύλληψης που αφορούσε την παραβίαση όρων εμφάνισης του στο Δικαστήριο, για τη διαδικασία που αποσύρθηκε, και το οποίο είχε ακυρωθεί στις 21.11.2023.  Υποδείχθηκε το κενό που υπήρχε.  Μετά από διάλειμμα, διακοπή της διαδικασίας, επανήλθαν οι συνήγοροι των δύο πλευρών και δηλώθηκε ότι ο εφεσείοντας όντως επανασυνελήφθη στη βάση του Ε.Ε.Σ..  Κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 17 του Ν.133(Ι)/2004, αφού ο πρωτόδικος Δικαστής ικανοποιήθηκε για την ταυτότητα του εφεσείοντα, τον ενημέρωσε για την ύπαρξη του Ε.Ε.Σ. το οποίο κατόπιν οδηγιών μεταφράστηκε σ’ αυτόν, μέσω διερμηνέα, και δεδομένου ότι αυτός είχε ήδη δικηγόρο που τον εκπροσωπούσε, και διερμηνέα στη διαδικασία, ορίστηκε ημερομηνία ακρόασης, καθ’ ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα, μετά που ο τελευταίος ενημερώθηκε, από το Δικαστήριο, για τη δυνατότητα του να παραδοθεί στις Πολωνικές Αρχές, δήλωσε ότι θα υπήρχε ένσταση.  Διεξάχθηκε ακρόαση και στις 27.02.2024 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Αναμφίβολα τα πιο πάνω γεγονότα αναδεικνύουν μια ξεκάθαρη περίπτωση όπου ο εφεσείοντας στη βάση παράνομης σύλληψης του, αφού το ένταλμα στο οποίο στηρίχθηκε η αστυνομία είχε ακυρωθεί, στις 21.11.2023, οδηγήθηκε για να αρχίσει διαδικασία παράδοσης του ενώπιον Δικαστηρίου με λανθασμένο ένταλμα. 

 

Το πιο πάνω γεγονός, σύμφωνα με τη θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, δεν έτυχε ορθής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο όφειλε να παραμερίσει τη διαδικασία.

 

Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα, με αναφορά και σε νομολογία αλλά και νομικούς συλλογισμούς.

 

Κρίνουμε πως παρά το γεγονός ότι η διαδικασία της προσαγωγής του εφεσείοντα, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για να παραδοθεί στις Πολωνικές Αρχές, διήλθε μέσα από παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του, ήτοι της παράνομης στέρησης της προσωπικής του ελευθερίας, για τους λόγους που επεξηγούνται στη συνέχεια, το εν λόγω γεγονός δεν είναι ικανό να οδηγήσει από μόνο του σε παραμερισμό της συγκεκριμένης διαδικασίας και, κατ’ επέκταση, σε άρνηση της παράδοσης του εφεσείοντα.  Το γεγονός έχει αξιολογηθεί και  εκτιμηθεί, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως τέτοιας σημασίας το οποίο δεν είχε επιμολύνει τη συγκεκριμένη διαδικασία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε πως «το ουσιώδες είναι ότι η παρούσα διαδικασία άρχισε κατόπιν επανασύλληψης του εκζητούμενου στη βάση του παρόντος Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, στις 17.01.2024.  Το τι προηγήθηκε της έναρξης της παρούσας διαδικασίας, δεν θεωρώ ότι την επιμόλυνε, σε σημείο μάλιστα, που όπως ισχυρίζεται ο Δικηγόρος του Αιτητή, να απαιτείται ο παραμερισμός της.» .  Παρέπεμψε δε προς υποστήριξη της κρίσης του στην υπόθεση Αναφορικά με τον Α.Κ. v. Κατ’ έφεση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, Ε.Ε.Ε.Σ. Αρ. 2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A175, ημερομηνίας 16.05.2023, στην οποία είχαν εγερθεί ζητήματα παραβίασης δικαιωμάτων του εκζητούμενου, πριν τη δικαστική διαδικασία, και τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν, ως προκύπτει από τα πιο κάτω αποσπάσματα, ως ακολούθως:

 

«Πρώτα θα εξετάσουμε τη θέση ότι επιμολύνθηκε η διαδικασία.

……………………………………………………………………………

… Στο χρόνο δε που είχε μεσολαβήσει από την ανακοπή του μέχρι και τη σύλληψη του, όπως περαιτέρω διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε γίνει οτιδήποτε που επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα του Εφεσείοντα σε σχέση με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. 

 

Στην ενώπιον μας αγόρευση τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα υποστήριξαν ότι το τεκμήριο 2 δεν αφορούσε στα δικαιώματα του, αλλά «αίτηση για νομική αρωγή», και ότι για τα δικαιώματα του πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα, με την παράδοση σε αυτόν άλλου εντύπου.

 

Αντιπαρερχόμαστε το γεγονός ότι το επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 2 αφορούσε στα δικαιώματα του στη μητρική του γλώσσα, δεν προσβάλλεται ευθέως με την έφεση, για να αντιπαραβάλουμε την περίπτωση εκζητούμενου προσώπου στη βάση Ε.Ε.Σ. με την περίπτωση υπόπτου προσώπου που ανακόπτεται και περιορίζεται ή συλλαμβάνεται, για να υποδείξουμε ότι και εκεί, πράξεις ή παραλείψεις που μπορεί να παραβιάζουν τα συνταγματικά δικαιώματα του υπόπτου δεν επιμολύνουν την ποινική δίκη που μπορεί να ακολουθήσει, παρά μόνο την αποδεχτότητα τυχόν μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε από τον ύποπτο ή με τη βοήθεια ή με τη συνεργασία του.

……………………………………………………………………………

 

Και απόλυτα συναφές το ακόλουθο απόσπασμα από την Garibyan (Αρ. 2) (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222, ECLI:CY:AD:2016:D442, 2229, ότι:

 

«Το κατά πόσον ο αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση κατά τρόπο παράνομο δυνάμει του αρχικού εντάλματος, δεν συσχετίζεται, υπό τις περιστάσεις, με τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις για έκδοση του μεταγενέστερου εντάλματος, όπως καθορίζονται από το Νόμο.  Εφόσον δεν διαπιστώνεται καταχρηστική συμπεριφορά, εάν υπήρξε παράνομη κράτηση είναι ζήτημα που θα μπορούσε να εξεταστεί σε τυχόν σχετική αξίωση, χωρίς να αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή του περί Φυγοδίκων Νόμου εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις».

 

………………………………………………………………………….

Το ουσιώδες ήταν ότι τίποτε από τα όσα επισυνέβησαν από την ανακοπή του Εφεσείοντα και τη σύλληψη του που ακολούθησε, δεν επηρέασε το ζήτημα το οποίο είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει.  Ούτε και επηρεάστηκε σε αυτή τη βάση,  η ευχέρεια του Εφεσείοντα να παρουσιάσει την υπόθεση του κατά τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε.  Ούτε καν προβλήθηκε τέτοια εισήγηση.»

 

Επισημαίνουμε πως παρ’ ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Garibyan (ανωτέρω), αφορούσαν αίτηση για έκδοση φυγόδικου, κρίθηκε, από το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι η εν λόγω υπόθεση συνιστά καθοδήγηση και στην περίπτωση της εκτέλεσης Ε.Ε.Σ..

 

Δεδομένων των πιο πάνω νομολογηθέντων, παρατηρούμε κατ’ αρχήν πως ουδεμία μαρτυρία προσάχθηκε στη δίκη ως προϊόν παράνομης εξασφάλισης, και κυρίως κατά το χρόνο που ο εφεσείοντας ήταν υπό σύλληψη με βάση το λανθασμένο και ακυρωμένο ένταλμα.  Ούτε και υπήρξε τέτοια εισήγηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Επομένως, ορθά κρίθηκε, πρωτόδικα, ότι δεν υπήρξε επιμόλυνση στην πρωτόδικη διαδικασία, δεδομένου και του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι η ακροαματική διαδικασία άρχισε στη βάση του Ε.Ε.Σ. με την τήρηση των προνοιών του Άρθρου 17 του Ν.133(Ι)/2004. Συνακόλουθα, ούτε λανθασμένη διαδικασία ηγέρθηκε, ούτε κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Κατά δεύτερο λόγο οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως, παρά την αντίθετη εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα, συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση της διαδικασίας. Παρ’ ότι, ως είναι νομολογημένο, είναι δυνατό η κατάχρηση της διαδικασίας να προσλάβει διάφορες μορφές, πυρήνας στοιχειοθέτησης της παραμένει η απόδειξη, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ένα συγκεκριμένο διάβημα, είτε γίνεται προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού (βλέπε υπόθεση Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217),  είτε αποσκοπεί σε καταπίεση (βλέπε υπόθεση Beogradska (1996) 1 Α.Α.Δ. 911).  Φρονούμε πως καμία σχετική μαρτυρία από την προσαχθείσα, πρωτόδικα, είναι ικανή να υποστηρίξει κατάχρηση διαδικασίας.  Σημειώνουμε, σ’ αυτό το στάδιο, επιγραμματικά, πως τα όσα προώθησαν και ανέπτυξαν ενώπιον μας οι συνήγοροι του εφεσείοντα, επικαλούμενοι νομολογία (υποθέσεις (1) Regina v. Bow Street Magistrates Court (Ex Parte Mackeson) 75 Crim. App. 24 (1982), (2) In Re Bennett 24 June 1993, All E.R. (1993) 3, (3) R v. Hartley [1978] NZLR 199, (4) S. Ebrahim [1991] 2 SA 533, (5) Ex Parte Elliot 1 All E.R. 373), για τη στοιχειοθέτηση της θέσης περί κατάχρησης της διαδικασίας, λόγω του τρόπου που ο εφεσείοντας οδηγήθηκε στο Δικαστήριο, δεν γίνονται αποδεκτά ως ικανά να στοιχειοθετήσουν κατάχρηση της διαδικασίας, καθ’ ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν προέβη σε οποιαδήποτε απαγωγή του εφεσείοντα, σε συνεννόηση με τις κατοχικές αρχές, ούτε και υπήρξε ρητή ή σιωπηρή αποδοχή σε παραβίαση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του εφεσείοντα.  Αντίθετα, με τη διαπίστωση του λάθους στη σύλληψη του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη και ως αποτέλεσμα η διαδικασία άρχισε με τον νομότυπο τρόπο.  Η σύλληψη του έγινε σε ελεγχόμενο από τη Δημοκρατία έδαφος, με τη συνδρομή ή την παρουσία μελών των Ηνωμένων Εθνών.  Συνεπώς αυτά τα γεγονότα πόρρω απέχουν από τα γεγονότα των υποθέσεων που επικαλέστηκαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα, ως καθοδηγητικές, για το θέμα της κατάχρησης.   

 

Συνακόλουθα, εφ’ όσον δεν υπήρξε επιμόλυνση, στη δικαστική διαδικασία εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. εναντίον του εφεσείοντα, ό,τι απομένει είναι η διεκδίκηση αποζημιώσεων για παραβίαση των δικαιωμάτων του προ της έναρξης της διαδικασίας παράδοσης του,  και δεν είναι επιτρεπτό το γεγονός αυτό να επιδράσει επί της ουσίας των ζητημάτων που αφορούν στην εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., και για τα οποία εγείρονται ξεχωριστοί λόγοι έφεσης οι οποίοι θα εξεταστούν στη συνέχεια.

 

Δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθά ότι (α) η ακροαματική διαδικασία δεν επιμολύνθηκε, αφού δεν προσκομίστηκε στη δίκη μαρτυρία προερχόμενη από το καθεστώς της παράνομης σύλληψης του και (β) ότι δεν υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβανομένης υπόψη και της φύσης της διαδικασίας εκτέλεσης και παράδοσης εκζητούμενου δυνάμει Ε.Ε.Σ., απέρριψε την εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα για παραμερισμό της διαδικασίας που είχε ενώπιον του.

 

Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης 8, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, είναι αβάσιμος και μη ικανός να οδηγήσει στην επιτυχία της έφεσης, από μόνος του, ως είναι η εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα.

 

  

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δε δέχθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του, μαρτυρία που αυτός ζήτησε να παρουσιάσει (πρόκειται για  ηλεκτρονικό μήνυμα του Γερμανού Εισαγγελέα), προς απόδειξη της θέσης του ότι οι Αρχές της Γερμανίας συνέχιζαν ακόμη να διερευνούν τα ίδια αδικήματα εναντίον του, και τούτο σε συνυφασμό με το γεγονός ότι η σχετική προς τούτο μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα, κρίθηκε ως μη πειστική.

 

Έχουμε αξιολογήσει τα επιχειρήματα των συνηγόρων του εφεσείοντα.  Κρίνουμε πως δεν έχουν τη δυναμική που τους αποδίδεται.  Κατ’ αρχήν θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση, να μην γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα πως οι Γερμανικές Αρχές διερευνούν ακόμη τα ίδια αδικήματα εναντίον του, είναι εύλογη, καθ’ ότι ως εξήγησε, δεν ήταν λογικό τέσσερα (4) χρόνια μετά που η Γερμανία αρνήθηκε την παράδοση, του εφεσείοντα, αυτή να συνέχιζε ακόμη να διερευνά αδικήματα εναντίον του.  Σημειώνουμε δε και την απουσία έκδοσης ΕΕΣ, εναντίον του εφεσείοντα, από τη Γερμανία. Το γεγονός να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή να διερευνάται ακόμη υπόθεση εναντίον του στη Γερμανία, ως ήταν η θέση και ως ήθελε ο εφεσείοντας να αποδείξει, ακόμη και αν αποδεικνυόταν το εν λόγω γεγονός, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη κατάληξη δεν θα έπρεπε να ήταν διαφορετική, καθ’ ότι, η διερεύνηση από άλλο κράτος μέλος δεν είναι λόγος άρνησης.  Μόνο αν εξέδιδε η Γερμανία Ε.Ε.Σ., που δεν είναι η περίπτωση, τότε το πρωτόδικο Δικαστήριο θα είχε υποχρέωση να επιλέξει ποιο από τα δύο ΕΕΣ θα εκτελούσε, στη βάση απόφασης που θα έδιδε, κατόπιν συνεκτίμησης των περιστάσεων και των κριτηρίων που προβλέπονται στο Άρθρο 22 του Ν.133 (I)/2004. Συνακόλουθα δεν προκύπτει ότι επηρεάστηκε ή παραβιάστηκε οποιοδήποτε σχετικό δικαίωμα του εφεσείοντα, αλλά ούτε και πως είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί κατάχρηση διαδικασίας, δεδομένου ότι το αίτημα της Πολωνίας είναι καθόλα επιτρεπτό. Η άσκηση δικαιώματος, διά της προσφυγής στο Δικαστήριο, ανεξάρτητα αν επί της ουσίας αποτύχει, δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Κατ’ ´επέκταση και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Παρά την αντίθετη εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα, κρίνουμε πως ορθό ήταν και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο, εκ μέρους του κράτους μέλους εκτέλεσης, δεν είχε εξουσία να ζητήσει, με βάση το Άρθρο 15 της Απόφασης – Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, και με βάση το Άρθρο 21 του Ν.133 (I)/2004,  από τρίτο κράτος μέλος, πληροφορίες σχετικά με τη συνέχιση ή μη της διερεύνησης της υπόθεσης από τις Γερμανικές Αρχές, αφού κάτι τέτοιο δεν βρίσκει νομικό έρεισμα, ούτε στην εν λόγω Απόφαση – Πλαίσιο, αλλά ούτε και στο Ν.133(Ι)/2004.  Καμιά, άλλωστε, νομολογία υποδείχθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ή ενώπιον μας, η οποία να έχει ερμηνεύσει τις πιο πάνω διατάξεις, και η οποία να υπαγορεύει τέτοια υποχρέωση στο κράτος μέλος εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. Και οι δύο πιο πάνω πρόνοιες αφορούν στη δυνατότητα να ζητηθούν συμπληρωματικές πληροφορίες από το κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ, και όχι από οποιαδήποτε άλλο κράτος μέλος.  Συνεπώς, κρίνεται αβάσιμος και ο τρίτος (3) λόγος έφεσης.

 

Σε συνέχεια με ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, και δεν αξιολόγησε ορθά, και τούτο κατά παράβαση της Αρχής της Αμοιβαίας Αναγνώρισης των αποφάσεων των χωρών κρατών μελών,  την απόφαση του Γερμανικού Δικαστηρίου με την οποία αποφασίστηκε ότι οι Γερμανικές Εισαγγελικές Αρχές είναι αρμόδιες να διερευνήσουν την παρούσα υπόθεση, οπότε υπήρξε άρνηση στην παράδοση του εφεσείοντα στις Πολωνικές Αρχές, στη βάση του Ε.Ε.Σ..  Η εν λόγω γερμανική απόφαση έχει αναφερθεί,  στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου και στο γεγονός ότι υπάρχει συστημική πλημμέλεια στο Δικαστικό σύστημα της Πολωνίας.  Το γεγονός δε ότι η εν λόγω απόφαση αγνοήθηκε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, προκύπτει και κατάχρηση της διαδικασίας.  Συναφής είναι και ο έκτος λόγος έφεσης, με τον οποίο βάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα, με το οποίο κρίθηκε ότι η παράδοση του εφεσείοντα δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο ώστε αυτός να μην τύχει δίκαιης δίκης.

 

Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις του εφεσείοντα, ως αναπτύχθηκαν από τους συνηγόρους του, ωστόσο δεν έχουμε ικανοποιηθεί για τη βασιμότητα τους.

 

Επιβεβαιώνουμε κατ’ αρχήν την πρωτόδικη κρίση, με την οποία αποφασίστηκε ότι ένα τέτοιο γεγονός, της άρνησης παράδοσης, δεν αποτελεί κώλυμα για προώθηση του Ε.Ε.Σ. σε άλλο κράτος μέλος.  Ως πολύ ορθά εξηγείται, στην πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την Απόφαση - Πλαίσιο δεν καθίσταται αναγκαία η ανάκληση ενός Ε.Ε.Σ. από το κράτος έκδοσης του, επειδή ένα άλλο κράτος μέλος της Ένωσης αρνήθηκε να το εκτελέσει, οι δε αρχές που εξετάζονται από το κράτος εκτέλεσης δεν διαφοροποιούνται εξ αιτίας της άρνησης από ένα άλλο κράτος.  Παρέπεμψε συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αποσπάσματα από την πολύ πρόσφατη υπόθεση C-71/21, KT v. Sofiyska gradska prokuratura, ECLI:EU:C:2023:668, ημερομηνίας 14.09.2023 τα οποία έχουν ως ακολούθως:

«51  Αντιθέτως, καμία διάταξη της Συμφωνίας για τη διαδικασία παράδοσης δεν προβλέπει τη δυνατότητα άρνησης εκτελέσεως εντάλματος σύλληψης όταν συμβαλλόμενο στην εν λόγω Συμφωνία κράτος αρνήθηκε να εκτελέσει το πρώτο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του ίδιου προσώπου και για τις ίδιες πράξεις.

52    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της αρχής εκτελέσεως να αρνηθεί την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «[αμετάκλητη] απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, της εν λόγω Συμφωνίας, η οποία αποτελεί τον μόνο λόγο που μπορεί να εμποδίσει την ποινική δίωξη του εν λόγω προσώπου για τις ίδιες πράξεις στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ή την έναρξη ποινικής δίωξης σε βάρος του σε οποιοδήποτε άλλο κράτος.

53    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ο εκζητούμενος θεωρείται ότι έχει δικαστεί αμετάκλητα για τις ίδιες πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της απόφασης‑πλαισίου 2002/584, το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 4, σημείο 2, της Συμφωνίας, όταν, κατόπιν ποινικής διαδικασίας, έχει εξαλειφθεί οριστικά η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης ή όταν οι δικαστικές αρχές κράτους μέλους έχουν εκδώσει απόφαση με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται αμετάκλητα από τις κατηγορίες (πρβλ., απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello, C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 45).

54    Πλην όμως, η εξέταση μιας αίτησης παράδοσης δεν συνεπάγεται την εκ μέρους του κράτους εκτέλεσης ποινική δίωξη του εκζητουμένου και δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της υποθέσεως επί της ουσίας.

55    Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι η ύπαρξη απόφασης της αρχής εκτελέσεως κράτους μέλους να αρνηθεί να εκτελέσει ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας ή το Βασίλειο της Νορβηγίας βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της Συμφωνίας για τη διαδικασία παράδοσης πρέπει, ασφαλώς, να ωθήσει την αρχή εκτελέσεως άλλου κράτους μέλους προς την οποία απευθύνεται νέο ένταλμα σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί από το εν λόγω κράτος κατά του ίδιου προσώπου για τις ίδιες πράξεις να επιδείξει προσοχή, το γεγονός αυτό δεν μπορεί ωστόσο να απαλλάξει την αρχή εκτελέσεως του δεύτερου κράτους μέλους από την υποχρέωσή της να εξετάσει την αίτηση παράδοσης και να εκδώσει απόφαση όσον αφορά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης.

(….)

61    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η Συμφωνία για τη διαδικασία παράδοσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη μη εκτέλεση από κράτος μέλος εντάλματος σύλληψης για τον λόγο και μόνον ότι άλλο κράτος μέλος αρνήθηκε την εκτέλεση του πρώτου εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας ή από το Βασίλειο της Νορβηγίας κατά του ίδιου προσώπου και για τις ίδιες πράξεις.»

 

Ό,τι καθίσταται αντιληπτό, από τα πιο πάνω νομολογηθέντα, είναι πως ένα τέτοιο γεγονός, και δη της άρνησης παράδοσης από άλλο κράτος μέλος, κατά τη διαδικασία εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., το κράτος εκτέλεσης πρέπει να επιδείξει προσοχή στο γεγονός της ύπαρξης απόφασης της αρχής εκτέλεσης ενός άλλου κράτους μέλους, με την οποία υπήρξε άρνηση στην εκτέλεση του Ε.Ε.Σ.  Είναι χρήσιμο και σημαντικό, σ’ αυτό το στάδιο, να σημειώσουμε πως, το γερμανικό Δικαστήριο, το οποίο αρνήθηκε να παραδώσει τον εφεσείοντα στις Πολωνικές Αρχές, δεν απεφάνθη κατά οριστικό τρόπο επί του κατά πόσο ο εφεσείοντας θα στερείτο της δίκαιης δίκης σε περίπτωση παράδοσης του.  Αποφάσισε την άρνηση παράδοσης, συνεκτιμώντας τα προβλήματα που σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία, σε συνάρτηση με τη διερεύνηση των ίδιων αδικημάτων από τις Γερμανικές Αρχές.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα ως όφειλε στη βάση της νομολογιακής καθοδήγησης, αν και αποδέχθηκε, στη βάση έγκυρων πηγών, όπως είναι οι αποφάσεις του ΔΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι υπάρχει συστημικό πρόβλημα στην Πολωνία, σχετιζόμενο με την ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας, προχώρησε, και έκρινε πως από τα δεδομένα που βρίσκονταν ενώπιον του, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος, του εφεσείοντα, για δίκαιη δίκη.  Ως έκρινε, η πληροφορία, που τέθηκε ενώπιον του, ότι 6 από τους 21 Δικαστές, που ενδέχεται να δικάσουν τον εφεσείοντα, διορίστηκαν κατόπιν πρότασης του νεοσυσταθέντος Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής επειδή σ´ αυτό περιλαμβάνονται πρόσωπα τα οποία διορίστηκαν από τη νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία,   δεν ήταν επαρκές στοιχείο, από μόνο του, ώστε να καταδεικνύεται πραγματικός κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη. Παρέπεμψε συναφώς στις υποθέσεις C-562/21 PPU και C-563/2021 PPU Openbaar Ministerie, ECLI:EU:C:2022:100, ημερομηνίας 22.02.2022, με αναφορά στις σκέψεις 87, 88, 96 -99. Παραθέτουμε στη συνέχεια τις σκέψεις 98, 99-102, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

«98   Συναφώς, πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί, σε συνέχεια των εκτεθέντων στη σκέψη 87 της παρούσας απόφασης, ότι η πληροφορία η οποία αφορά τον διορισμό ενός ή περισσότερων δικαστών του αρμόδιου δικαστηρίου ή του οικείου δικαστικού σχηματισμού, εφόσον είναι γνωστός, κατόπιν προτάσεως οργάνου απαρτιζόμενου ως επί το πλείστον από μέλη εκπροσωπούντα τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία ή επιλεγέντα από τη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία -όπως συμβαίνει στην περίπτωση του KRS από ενάρξεως ισχύος του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017- δεν μπορεί να αρκεί για τη διαπίστωση ότι το εκζητούμενο πρόσωπο διατρέχει, σε περίπτωση παράδοσής του, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Μια τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, εκτίμηση της διαδικασίας διορισμού του οικείου ή των οικείων δικαστών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

99    Ομοίως, μολονότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς άσκηση ποινικής δίωξης να διατρέξει, σε περίπτωση παράδοσής του, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος επί τη βάσει μόνον του σκεπτικού ότι στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος το εν λόγω πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την εξαίρεση ενός ή περισσότερων μελών του δικαστικού σχηματισμού ο οποίος θα κληθεί να επιληφθεί της ποινικής υπόθεσής του, η ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας μπορεί, εντούτοις, να ληφθεί υπόψη από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης ως στοιχείο κρίσιμο για την αξιολόγηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου [βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Generalstaatsanwaltschaft (Συνθήκες κρατήσεως στην Ουγγαρία), C-220/18 PPU, EU:C:2018:589, σκέψη 117].

100  Συναφώς, το γεγονός ότι μια τέτοια εξαίρεση μπορεί ενδεχομένως να ζητηθεί, στο πλαίσιο έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, μόνο μετά την παράδοση του εκζητούμενου προσώπου και αφότου το πρόσωπο αυτό έχει λάβει γνώση της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού ο οποίος θα κληθεί να αποφανθεί επί της κινηθείσας εις βάρος του ποινικής δίωξης δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου, σε περίπτωση παράδοσής του, προσβολής του ως άνω θεμελιώδους δικαιώματος.

101  Εάν, μετά από μια συνολική εκτίμηση, η δικαστική αρχή εκτέλεσης διαπιστώσει ότι συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο, σε περίπτωση παράδοσής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του για δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, η εν λόγω αρχή πρέπει, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, να μην εκτελέσει το οικείο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Σε αντίθετη περίπτωση, οφείλει να προβεί στην εκτέλεσή του, σύμφωνα με την κατ' αρχήν υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Openbaar Ministerie (Ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος), C-354/20 PPU και C-412/20 PPU, EU:C:2020:1033, σκέψη 61].

102  Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε περίπτωση που έχει στη διάθεσή της στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, ιδίως όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των δικαστικών λειτουργών, μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εν λόγω προσώπου μόνον εφόσον:

-       στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από το πρόσωπο αυτό στοιχείων που αφορούν τη σύνθεση του δικάσαντος την ποινική υπόθεση δικαστικού σχηματισμού ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του εν λόγω σχηματισμού, έχει προσβληθεί το θεμελιώδες δικαίωμα αυτού του προσώπου σε δίκαιη δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, και

-       στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, διαπιστώσει ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των προσκομισθέντων από τον ενδιαφερόμενο στοιχείων όσον αφορά την προσωπική κατάστασή του, τη φύση της αξιόποινης πράξης για την οποία διώκεται, το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση η οποία θεωρείται κρίσιμη για την εκτίμηση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να δικάσει την υπόθεσή του, το πρόσωπο αυτό διατρέχει, σε περίπτωση παράδοσης, πραγματικό κίνδυνο προσβολής του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος.»

 

 Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο,  συνυπολόγισε το γεγονός πως παρ’ ότι δεν είχε επιτραπεί πρόσβαση στο σύνολο του ανακριτικού φακέλλου της υπόθεσης, κατά το αρχικό στάδιο, ήταν, όμως, αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο εφεσείοντας θα είχε δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης του, μετά την παράδοση του, όταν και αν η υπόθεση προχωρούσε με καταχώριση κατηγορητηρίου εναντίον του.  Άλλωστε, εν τέλει, του είχε δοθεί μερική πρόσβαση, στις 07.06.2023, στο μαρτυρικό υλικό, κατόπιν άσκησης συγκεκριμένου ένδικου μέσου.  Το γεγονός αυτό ορθά αξιολογήθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως στοιχείο που ενισχύει, κατά λογική συνέπεια, την εμπιστοσύνη προς τις δικαστικές αρχές της Πολωνίας, και πως αποδεικνύει ότι ο εφεσείοντας δύναται  να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του. Επρόκειτο άλλωστε για στοιχεία που όφειλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αξιολογήσει και να μην αγνοήσει.  Συνεπώς, κρίνουμε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, περί του κινδύνου να μην έχει δίκαιη δίκη, ήταν γενικός, βασιζόμενος μόνο στο γεγονός ότι υπάρχει, όντως, πρόβλημα στο δικαστικό σύστημα της Πολωνίας, αναφορικά με την ανεξαρτησία των Δικαστών, λόγω του τρόπου διορισμού τους.  Η θέση του αυτή όφειλε να συσχετιστεί και με συγκεκριμένα δεδομένα για την περίπτωση του εφεσείοντα.  Δεν έπεισε το Δικαστήριο για τη θέση του, το οποίο ορθά δεν αρκέστηκε σε αυτό και μόνο το στοιχείο.  Παρεμβάλλουμε εδώ πως και η ΜΥ4, πολωνή δικηγόρος, μαρτύρησε πως ο νυν Γενικός Εισαγγελέας της Πολωνίας βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί ότι θα τηρούνται οι αρχές που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα.  Επιπρόσθετα, σημειώνουμε πως δεν πρόκειται για καθολική διαπίστωση παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ειδικότερα της δίκαιης δίκης, για όλους όσους έχουν δικασθεί ή θα δικασθούν στην Πολωνία.

 

Κατ’ επέκταση, θεωρούμε ότι ο εφεσείοντας όφειλε να παρουσιάσει, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία να εξειδικεύουν την πιθανή παραβίαση της δικής του, δίκαιης, δίκης.  Δεν εντοπίζουμε τέτοια προώθηση. Καμία δε αναφορά υπήρξε, εκ μέρους του, ή συσχετισμός ότι, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων του ή άλλων συναφών ενεργειών του, θα μπορούσε να ήταν αντικείμενο μη δίκαιης δίκης, προκειμένου να εξυπηρετηθεί αλλότριος σκοπός εκ μέρους του νεοσύστατου Δικαστικού Συμβουλίου που διόρισε κάποιους εκ των Δικαστών, που ενδέχεται να εκδικάσουν την υπόθεση του, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αφορά αδικήματα που συνδέονται ή έχουν πολιτική χροιά, ώστε να δικαιολογείται ότι υπάρχει σχετικό υπόβαθρο για δημιουργία κινδύνου να μην τύχει δίκαιης δίκης, εξ αιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων, ή άλλων λόγων ως προνοείται στη σχετική νομοθεσία.

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων, αλλά και όλων των στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό, προβαίνοντας σε σφαιρική εκτίμηση, ορθά έκρινε ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.  Ως εκ τούτου ο τέταρτος (4) και ο έκτος (6) λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Όσον αφορά στον πέμπτο λόγο (5) έφεσης ο οποίος σχετίζεται με το  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα πως υπήρξαν πολλαπλές μορφές κατάχρησης της διαδικασίας,  τόσο από τις Πολωνικές Αρχές όσο και από την Κυπριακή Δημοκρατία, κρίνουμε πως τα παράπονα του δεν είναι δικαιολογημένα.  Κατ’ αρχήν φρονούμε πως μέρος των εν λόγω παραπόνων του εφεσείοντα έχει απαντηθεί με την απόφανση μας επί του λόγου έφεσης αρ. 4, και δη ότι η απόφανση του Γερμανικού Δικαστηρίου δεν δεσμεύει, ως έχει εξηγηθεί, το Δικαστήριο του κράτους μέλους εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ..  Ως προς το παράπονο ότι δεν επιτράπηκε στον εφεσείοντα να προσκομίσει έγγραφο από τον Εισαγγελέα της Γερμανίας, αντίθετα, δέχθηκε το Τεκμήριο 8Γ που παρουσίασε ο πολωνός εισαγγελέας, στο οποίο αναφέρεται σε απόφαση των Γερμανικών Αρχών να διακόψουν – αναστείλουν την ποινική δίωξη του εφεσείοντα, επίσης έχει αναλυθεί πιο πάνω η σημασία που θα είχε, έστω ότι αποδεικνυόταν, ένα τέτοιο γεγονός που ο εφεσείοντας ήθελε να αποδείξει.  Το τελευταίο ζήτημα θεωρούμε ότι έχει καλυφθεί με το λόγο έφεσης αρ. 2.  Ομοίως το ζήτημα της παραβίασης της δίκαιης δίκης, λόγω του ισχυρισμού ότι υπήρξε άρνηση από τις Πολωνικές Αρχές σε πρόσβαση, των δικηγόρων του εφεσείοντα, στο μαρτυρικό υλικό, στην ολότητα του, έχει αποτιμηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και εμπεριέχεται στον λόγο έφεσης αρ. 6, για τον οποίο έχει ήδη διατυπωθεί η ετυμηγορία μας.  Ενόψει των προλεγόμενων, κρίνεται αβάσιμος και ο λόγος έφεσης αρ. 5. 

 

Ο έβδομος (7ος) λόγος έφεσης σχετίζεται με τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τις διαβεβαιώσεις που στάλθηκαν από την εισαγγελική αρχή της Πολωνίας, όργανο στενά συνδεδεμένο με την εκτελεστική εξουσία και όχι αποκλειστικά από δικαστική αρχή, κατά εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ως προνοείται στο Άρθρο 15 της Απόφασης – Πλαίσιο 2002/584.  Συνεχίζοντας την προώθηση της εν λόγω θέσης, οι συνήγοροι του εφεσείοντα προωθούν ακόμη ένα στοιχείο, ήτοι, πως ο εισαγγελέας που απέστειλε τις απαντήσεις και/ή διευκρινήσεις που ζητήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει τοποθετηθεί στα καθήκοντα του από τον πρώην υπουργό δικαιοσύνης και από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

Προκύπτει ότι το παράπονο του εφεσείοντα, ως εξειδικεύεται στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του, σχετίζεται με το ότι οι διαβεβαιώσεις που αφορούν στο ερώτημα 2 που απέστειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δη ως προς το κατά πόσο ο εφεσείοντας έχει τη δυνατότητα εξαίρεσης των Πολωνών Δικαστών, που έχουν διοριστεί από το νεοσύστατο Δικαστικό Συμβούλιο, οι οποίοι, κατά τη θέση του, δεν παρέχουν τα εχέγγυα ανεξαρτησίας. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα, σύμφωνα με τη θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα, από την απόφαση του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, τεκμήριο 33, και τη νομική γνωμάτευση της Πολωνικής ομάδας υπεράσπισης του εφεσείοντα, τεκμήριο 32.  Η θέση, κατά τους συνηγόρους του εφεσείοντα, επιβεβαιώνεται και μέσα από τις συνεκδικαζόμενες αποφάσεις, του ΔΕΕ, C-562/21 και C-563/21 (παράγραφος 19).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, παραγνωρίστηκε ότι οι εισαγγελικές αρχές της Πολωνίας δεν επέτρεψαν και/ή αρνήθηκαν την πρόσβαση, των δικηγόρων του εφεσείοντα, στην ολότητα του φακέλου της απόφασης και το γεγονός δεν έχει αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο, και/ή αφήνεται να νοηθεί ότι υφίσταται τέτοιο δικαίωμα. Πρόκειται για δικαίωμα που διασφαλίζεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/2013, Άρθρο 7(2).  Επιπρόσθετα, ότι μέσα από τις απαντήσεις του, ο Πολωνός εισαγγελέας δεν εγγυάται οτιδήποτε, και, εν πάση περιπτώσει, οι απαντήσεις του δεν αποτελούν διαβεβαίωση, ως αυτή απαιτείται από τις υποθέσεις ML & DOROBANTU. Αντίθετα προβαίνει, ο εν λόγω εισαγγελέας, σε προσωπικές εκτιμήσεις και τίποτα περισσότερο. Παραγνωρίστηκε δε και το περιεχόμενο των τεκμηρίων 13 και 35 το οποίο αποτελεί γνωμάτευση και σχόλια της ομάδας υπεράσπισης του εφεσείοντα στην Πολωνία, μέσα από τα οποία προκύπτει συνοπτικά, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο και στο μαρτυρικό υλικό είναι αμφίβολο. Επίσης, το θέμα της επαφής του εφεσείοντα με συγγενείς του απαντάται πολύ γενικά. Δεν απαντάται δε καθόλου, το πρόβλημα που ηγέρθηκε, της μακράς προσωρινής κράτησης του εφεσείοντα, του οποίου η οικογένεια διαμένει σε άλλη χώρα, και αντί αυτού απαντάται άλλο θέμα που δεν τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι της επαφής με το συνήγορο προσωρινά συλληφθέντος προσώπου. Ακόμη δόθηκε απάντηση χωρίς σχετικό ερώτημα, αναφορικά με οδηγίες που σχετίζονται με τη διαδικασία ή τη θανατική ποινή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, πέραν των όσων ήδη έχουμε αναφέρει, κατά την εξέταση του 6ου λόγου έφεσης, προσέγγισε τα πιο πάνω ζητήματα, περιοριζόμενο σε ουσιώδη για τη διαδικασία ζητήματα, ως ακολούθως:

 

«Α) Ο εκζητούμενος ζήτησε μέσω των δικηγόρων του να καταβάλει ως εγγύηση στις Αρχές της Πολωνίας το ποσό των €100,000 προκειμένου να παραμείνει ελεύθερος κατά το προδικαστικό στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης του.  Οι Πολωνικές Αρχές όμως αρνήθηκαν το αίτημα του. (Μαρτυρία Μ.Υ 3 και Μ.Υ 4)

 

Β) Ο εκζητούμενος ζήτησε, επανειλημμένως, μέσω των δικηγόρων του, πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης του, κατά το προδικαστικό στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης του. Ενώ αρχικά το αίτημα του προσέκρουσε σε άρνηση των εισαγγελικών αρχών τελικά, μετά από προσφυγή στο Δικαστήριο, δόθηκε στους δικηγόρους του εκζητούμενου περιορισμένη πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης του. (βλέπε τεκμήριο 13)

 

Γ) Οι 6 εκ των 21 Δικαστών των 2 ποινικών τμημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Κατοβίτσε, διορίστηκαν από το νεοσυσταθέν Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Πολωνίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Κατοβίτσε είναι αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα εκδικάσει την υπόθεση του εκζητοόυμενου σε περίπτωση που εκδοθεί στο Κράτος της Πολωνίας.

 

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω δεδομένα υπόψη σε συνδυασμό με μία σφαιρική εκτίμηση της φύσης και της σοβαρότητας των ποινικών κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εκζητούμενος, όπως επίσης και των προσωπικών του περιστάσεων, δεν θεωρώ ότι υπάρχει ο οποιοσδήποτε πραγματικός κίνδυνος προσβολή του δικαιώματος του σε Δίκαιη Δίκη εάν εκτελεστεί το παρόν ένταλμα.

 

Επισημαίνεται ότι το γεγονός και μόνο ότι τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μία απλή πληροφορία ότι οι 6 εκ των 21 Δικαστών, που ενδεχομένως να επιληφθούν της ποινικής διαδικασίας που θα κινηθεί εναντίον του εκζητούμενου, διορίστηκαν κατόπιν πρότασης του νεοσυσταθέντος Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δεν επαρκεί ώστε να καταδείξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του δικαιώματος του σε Δίκαια Δίκη (βλέπε σκέψη 98 C-562/21 PPU και C-563/21 PPU Openbaar Ministerie ημερομηνίας 22/02/2022 ECLI:EU:C:2022:100

 

Η επισκόπηση του σκεπτικού του Δικαστηρίου και της αιτιολογίας που διατύπωσε, αποδεικνύει πως αυτό ενέσκηψε με προσοχή και επιμέλεια στα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του, ως προς το θέμα της δίκαιης δίκης και κατέληξε σε εύλογα και απαραίτητα συμπεράσματα τα οποία επιβεβαιώνουμε ως ορθά.

 

Κρίνουμε δε χρήσιμο να παραπέμψουμε στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης αρ. 3/2023, ημερομηνίας 03.11.2023 και να παραθέσουμε σχετικό απόσπασμα, το οποίο περιλαμβάνει και τις σκέψεις 111-114 από την υπόθεση ML Generalstaatsanwaltschaft (Conditions of detention in Hungary) C-220/18, ημερομηνίας 25.7.2018, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

“Στο σημείο αυτό τονίζουμε τη διαφοροποίηση στον τρόπο προσέγγισης ανάλογα με την πηγή των διαβεβαιώσεων που παρέχονται από το κράτος έκδοσης. Όπως αναφέρεται στην ML (πιο πάνω) στις σκέψεις 111-114:

 

«111.

Η παρεχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος διαβεβαίωση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συγκεκριμένων και ακριβών συνθηκών κρατήσεώς του, ανεξαρτήτως του σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο θα κρατηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν επιτρέπεται να μην λάβει υπόψη η δικαστική αρχή εκτελέσεως...

 

 

112.

Εφόσον η διαβεβαίωση αυτή έχει παρασχεθεί ή, τουλάχιστον, εγκριθεί από τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, εν ανάγκη, κατόπιν της ζητηθείσας συνδρομής της κεντρικής αρχής ή μιας εκ των κεντρικών αρχών του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, κατά την έννοια του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως, με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών και επί της οποίας εδράζεται το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, πρέπει να μπορεί να στηριχθεί στη διαβεβαίωση αυτή, τουλάχιστον όταν δεν υφίσταται οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι υφιστάμενες συνθήκες κρατήσεως εντός ορισμένου καταστήματος κρατήσεως είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 του Χάρτη.

 

 

113.

Εν προκειμένω, όμως, η διαβεβαίωση που παρέσχε το ουγγρικό Υπουργείο Δικαιοσύνης στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, και την οποία επανέλαβε στις 27 Μαρτίου 2018, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν θα υποστεί καμία απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συνθηκών κρατήσεώς του στην Ουγγαρία, ούτε παρασχέθηκε ούτε εγκρίθηκε από τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε ρητώς η Ουγγρική Κυβέρνηση κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

 

 

114.

Δεδομένου ότι δεν προέρχεται από μια δικαστική αρχή, η εγγύηση που μπορεί να απορρέει από μια τέτοια διαβεβαίωση πρέπει να προσδιορίζεται μέσω της σφαιρικής εκτιμήσεως του συνόλου των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η δικαστική αρχή εκτελέσεως

 

(Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου).

 

Υπάρχει δηλαδή διάκριση μεταξύ της διαβεβαίωσης που παρέχεται ή τουλάχιστον εγκρίνεται από τη δικαστική αρχή του κράτους έκδοσης του ΕΕΣ και της διαβεβαίωσης που παρέχεται από άλλη αρχή του εν λόγω κράτους.”

 

Τα πιο πάνω δικαιολογούν δύο επισημάνσεις. Πρώτο, παρ’ ότι η υπόθεση αφορούσε σε ζητήματα κράτησης του εκζητούμενου, ο τρόπος διαβεβαίωσης και οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς τις διαβεβαιώσεις είναι ο ίδιος. Δεύτερο, δεδομένου ότι οι διαβεβαιώσεις δεν προέρχονται από τη Δικαστική Αρχή της Πολωνίας, παρά την αντίθετη θέση του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το ζήτημα στη βάση σφαιρικής εκτίμησης του συνόλου των στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον του, ως η σχετική νομολογία υπαγορεύει. Αποδέχθηκε, για τους λόγους που εξηγεί, ότι οι πληροφορίες που τέθηκαν ενώπιον του, από το κράτος έκδοσης του Ε.Ε.Σ., μέσω της θεσμικά ορθής οδού, σχετικά με την παύση της διερεύνησης της ίδιας υπόθεσης εναντίον του εκζητούμενου από τις Γερμανικές Αρχές, είναι πειστικές και λογικές, τις οποίες αφού συνεκτίμησε με την υπόλοιπη μαρτυρία κρίθηκαν ικανοποιητικές, παρ’ ότι δεν υπογράφονται από τη Δικαστική Αρχή αλλά από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.  Έκρινε κατ’ επέκταση ότι δεν έχει αποδειχθεί πραγματικός κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη.

 

Στην υπόθεση Reinwald v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2019:A159, Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2019, ημερομηνίας 23.04.2019, ECLI:CY:AD:2019:A159, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως, μέσα από νομολογία, την οποία ανασκόπησε, «… διαπιστώνεται ότι αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ η διαφορετικότητα των διαφόρων νομικών συστημάτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ως εκ τούτου, δίδεται διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη να επιλέξουν τον τρόπο και το μέσο έκδοσης ενός ΕΕΣ».  Θεωρούμε ότι στη βάση της ίδιας λογικής δίδεται η ευχέρεια, από τα κράτη μέλη, να δίδουν πληροφορίες ή απαντήσεις, προς την αρχή εκτέλεσης Ε.Ε.Σ..  Ορθά, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι απαντήσεις και πληροφορίες που του δόθηκαν από Εισαγγελική Αρχή, προέρχονταν μέσω μίας θεσμικά ορθής οδού και γι’ αυτό τις έλαβε υπόψη, δίδοντας ταυτόχρονα εξηγήσεις που δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα.

 

Συνακόλουθα, ούτε ο λόγος έφεσης αρ. 7 δύναται να ευσταθήσει.

 

Ο έννατος (9ος) λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.  Παραπονείται ο εφεσείοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, λανθασμένα, τη θέση του ότι έχει εφαρμογή η αρχή της αναλογικότητας στη διαδικασία εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. στα γεγονότα της υπόθεσης του.  Διασυνδέει το παράπονο του με το δικαίωμα του για σεβασμό στην ιδιωτική του ζωή.  Αδυνατούμε να αντιληφθούμε τη διασύνδεση.  Εν πάση περιπτώσει η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αναλογικός χαρακτήρας της νομοθεσίας, του κράτους μέλους έκδοσης, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους αυτού, παραπέμποντας στην υπόθεση C-625/19 PPU Openbaar Ministerie, ημερομηνίας 12.12.2019, είναι ορθή.  Δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω. Ο έννατος (9ος) λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Ο δέκατος (10ος) λόγος έφεσης εγείρει ίδια ζητήματα που αφορούν στη δίκαιη δίκη, και ειδικότερα, ότι υπήρξε άρνηση των Πολωνικών Αρχών να προβούν σε προδικαστική αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού στους συνηγόρους του εφεσείοντα.  Το ζήτημα αυτό, κρίνουμε πως έχει τύχει ανάλυσης και αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Για τους λόγους που το Δικαστήριο εξήγησε δεν κρίθηκε ικανό, από μόνο του, ως τέτοιο στοιχείο για να στοιχειοθετήσει τη θέση ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης ο εφεσείοντας, αφού στο τέλος θα έχει δικαίωμα πρόσβασης σε όλο το μαρτυρικό υλικό, αν καταχωριστεί εναντίον του κατηγορητήριο. Επικροτούμε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και  θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό το έχουμε καλύψει στο πλαίσιο εξέτασης του έκτου λόγου έφεσης.  Αν υπάρχει κάτι που θα μας ήταν επιτρεπτό να προσθέσουμε είναι πως, το ζήτημα της δίκαιης δίκης είναι άμεσα συνυφασμένο και με τις εξουσίες που έχουν τα Δικαστήρια, αλλά και την υποχρέωση που έχουν για να διαφυλάξουν τη δίκη μέχρι το τέλος.  Δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία τέτοια τα οποία να αφορούν στην περίπτωση του εφεσείοντα και να δεικνύουν πραγματικό  κίνδυνο για τη δίκαιη δίκη του στην Πολωνία.

 

Κατ’ επέκταση απορρίπτεται και ο δέκατος λόγος έφεσης.

 

Ο ενδέκατος (11ος) λόγος έφεσης αφορά στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολόγηση, ως προς το θέμα της προδικαστικής κράτησης του εφεσείοντα, αν παραδοθεί στις Πολωνικές Αρχές.  Το θέμα αυτό προωθήθηκε, όντως, ως διαπιστώνουμε, μέσα από τη μαρτυρία της πολωνής δικηγόρου, ΜΥ4. Η ουσία της μαρτυρίας της ήταν πως είναι σχεδόν βέβαιο ότι, με την παράδοση του, ο εφεσείοντας θα παραμείνει υπό  κράτηση μέχρι να δικασθεί.  Ως γίνεται αντιληπτό, ένα τέτοιο ζήτημα δεν αποκαλύπτει αυτομάτως πραγματικό κίνδυνο σε δίκαιη δίκη.  Προφανώς, υπάρχει ο σχετικός πολωνικός νόμος ο οποίος αφορά στην εξασφάλιση της παρουσίας κάποιου εκζητούμενου.  Συνεπώς θα τύχει ερμηνείας και εφαρμογής από αρμόδιο Δικαστήριο.  Πρόκειται για άσκηση εξουσίας του Δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση.  Δεν ήταν εφικτό να αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως ικανό, για να αποτελέσει επαρκή λόγο ώστε να μην παραδώσει τον εφεσείοντα.  Άλλωστε η σχετική μαρτυρία δεν ήταν πως το ενδεχόμενο να κρατηθεί θα είναι προϊόν εκδίκησης. 

 

Συνακόλουθα, ούτε ο λόγος έφεσης αρ. 11 δύναται να κριθεί βάσιμος.

 

Με τον δωδέκατο (12ο) λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα και δεν προσέδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του.  Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιελάμβανε, στην αιτιολογία της απόρριψης της μαρτυρίας του, το γεγονός ότι ο ίδιος ανέφερε πως ο σκοπός της φυγοδικίας του ήταν η αποφυγή των συνεπειών μίας ενδεχόμενης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ.. Το γεγονός κρίθηκε ότι δεν παρείχε εχέγγυα αξιοπιστίας. Παρατηρούμε πως αυτό δεν ήταν το μόνο στοιχείο που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο για να απορρίψει γενικότερα την εκδοχή του. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν μπορώ να κάνω αποδεκτή τη θέση του εκζητούμενου ότι συνεχίζεται η διερεύνηση των αδικημάτων εναντίον του από τις Αρχές της Γερμανίας, 4 έτη μετά την άρνηση εκτέλεσης του παρόντος ΕΕΣ.  Η θέση του εκζητούμενου δεν είναι πειστική. Η μαρτυρία που προσκόμισε προς απόδειξη του ισχυρισμού του αποτελεί απομακρυσμένου βαθμού εξ’ ακοής μαρτυρία και συγκεκριμένα επιστολή του κ. Sackreuther (τεκ. 18 και 18α) επισυνημμένη σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδομείου που αντηλλάγη μεταξύ των συνηγόρων του εκζητούμενου (τεκ. 17 και 17α).  Το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατατέθηκε από την Μ.Υ 4, η οποία δεν ήταν καν ανάμεσα στους παραλήπτες του.  Κατατέθηκε επίσης μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο η Δικηγόρος του εκζητούμενου στη Γερμανία αναφέρει τι της ειπώθηκε σε κατ’ ισχυρισμό τηλεφωνική επικοινωνία της ίδιας με το συγκεκριμένο εισαγγελέα.  Η φερόμενη αλληλογραφία του Εισαγγελέα κ. Sackreuther με τους Δικηγόρους του εκζητούμενου, φαίνεται να γίνεται εκτός του λογικού και θεσμικού πλαισίου και προκαλεί ερωτήματα αναφορικά με την αξιοπιστία της.  Μάλιστα παρουσιάζει και εσωτερική αμφιταλάντευση καθώς ενώ στο Τεκμήριο 18 και 18(α) ο ίδιος, ο κατ’ ισχυρισμό, Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι οι Γερμανικές Αρχές θα προχωρήσουν με την έκδοση ΕΕΣ εναντίον του εκζητούμενου, με το Τεκμήριο 28 αναφέρεται ότι δεν θα προχωρήσουν τελικώς με την έκδοση ΕΕΣ, για λόγο που ξενίζει, και συγκεκριμένα γιατί ο εκζητούμενος «υποσχέθηκε» στον Γερμανό Εισαγγελέα ότι θα επιστρέψει στη Γερμανία για να δικαστεί.  Από την άλλη, οι πληροφορίες που τέθηκαν ενώπιον μου, από το κράτος έκδοσης του ΕΕΣ, μέσω της θεσμικά ορθής οδού, σχετικά με την παύση της διερεύνησης του εκζητούμενου από τις Γερμανικές Αρχές, είναι πειστικές και λογικές και συνεκτιμώντας αυτές με την υπόλοιπη μαρτυρία, γίνονται στο σύνολο τους πιστευτές παρά το γεγονός ότι δεν υπογράφονται από τη Δικαστική Αρχή αλλά από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.»

 

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής, ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εκζητούμενου, μέσα από το πιο πάνω αιτιολογικό και σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η κρίση του ήταν εύλογη, υπό τις περιστάσεις, και τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του.

 

Ως εκ τούτου απορρίπτουμε ως αβάσιμο και τον λόγο έφεσης αρ. 12. 

 

Τέλος, αβάσιμος κρίνεται και ο πρώτος (1) λόγος έφεσης, ο οποίος, ως είναι διατυπωμένος, εκφράζει τη διαφωνία του εφεσείοντα με την ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά τρόπο που καλύπτει όλες τις επί μέρους θέσεις του, όπως αυτές εκφράζονται δια των υπόλοιπων λόγων έφεσης, οι οποίοι έχουν κριθεί αβάσιμοι. Συνεπώς δεν απομένει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα προς εξέταση.

 

Ως εκ τούτου, και ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν δύναται να ευσταθεί.

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Καμία διαταγή για έξοδα.

 

Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Ν.133(Ι)/2004, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.

 

Ο εφεσείοντας εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση.  Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Πολωνίας.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο