ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                              

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 227/23)

 

20 Μαρτίου 2024

 

[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ., Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ

                                        Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                            Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Αλεξάνδρου, για Εφεσείοντα

Ε. Μανώλη (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

        ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε δώδεκα κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα διάρρηξης κατοικίας (1η κατηγορία), κλοπής από κατοικία (2η κατηγορία), κατοχή εκρηκτικών υλών (3η και 8η κατηγορία), παράνομη κατοχή περιουσίας (4η και 11η κατηγορία), κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας (5η κατηγορία), κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της νύχτας (9η κατηγορία), απαγόρευση μεταφοράς μαχαιριών εκτός κατοικίας (10η κατηγορία) και παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α (12η κατηγορία). Του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης με μεγαλύτερη την ποινή φυλάκισης για δεκαπέντε μήνες και το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως οι ποινές συντρέχουν.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του για την επιβολή της ποινής, αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στη σοβαρότητα κάθε αδικήματος που διέπραξε ο Εφεσείων όπως και στις συνθήκες διάπραξης τους. Έλαβε επίσης υπόψη του ως μετριαστικούς παράγοντες για τον Εφεσείοντα την παραδοχή του, την απολογία του, το λευκό του ποινικό μητρώο σε συνδυασμό με την ηλικία του, (ο Εφεσείων είναι ηλικίας 40 ετών), τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, όπως και το γεγονός ότι κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο Εφεσείων τελούσε υπό την εξάρτηση και επήρεια ναρκωτικών. Έλαβε επίσης υπόψη του τη δήλωση του Εφεσείοντος ότι είχε απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά, όπως και ότι μέρος των αντικειμένων που κλάπηκαν έχουν επιστραφεί στον ιδιοκτήτη τους.

 

        Με την παρούσα έφεση ο Εφεσείων δεν προσβάλλει το ύψος της ποινής αλλά την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει τις ποινές φυλάκισης που του επέβαλε.

 

        Ισχυρίζεται ο Εφεσείων με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα και ή αντινομικά και ή κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου τη διακριτική εξουσία που του παρέχει ο νόμος και αρνήθηκε να αναστείλει τις ποινές φυλάκισης που του επέβαλε, με μεγαλύτερη την ποινή φυλάκισης των δεκαπέντε μηνών, καθ΄ ότι το σύνολο των γεγονότων που είχε ενώπιόν του ήταν τέτοια που συνηγορούσαν και ή επιβαλλόταν η αναστολή των ποινών φυλάκισης.

 

        Οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος επικεντρώνονται στη θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνοντας σε λανθασμένη προσέγγιση, η οποία ανάγεται σε σφάλμα αρχής, χρησιμοποίησε για να εξετάσει το θέμα της αναστολής της φυλάκισης τα ίδια θέματα που εξέτασε κατά το στάδιο επιλογής του είδους και του ύψους της ποινής που επέβαλε.

 

        Όπως ανέφερε ο κ. Αλεξάνδρου στην αγόρευσή του, η έξαρση των αδικημάτων και η ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης τους στα οποία αναφέρθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι θέματα που αφορούν το είδος και το ύψος της ποινής και όχι λόγους για αναστολή της ποινής.

 

        Αντίθετη ήταν η θέση της κας Μανώλη, η οποία στη δική της αγόρευση ανέφερε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα αρχής. Επανέλαβε την αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με παραπομπή στην απόφαση Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/2017, ημερ. 21.9.17, ECLI:CY:AD:2017:D311, ότι σύμφωνα με τη νομολογία οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορούμενου επανεξετάζονται.

 

         Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) του Νόμου 95/72 όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.186 (1)/2003 η αναστολή ποινής φυλάκισης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορούμενου.

 

        Στην υπόθεση Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449 αναφέρθηκε ότι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Θέλησε ο Νομοθέτης να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης.

 

        Αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καραολή, Ποιν. Έφ. 230/19, ημερ. 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B177 ότι:

 

«Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Κατά την εξέταση του ζητήματος σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

        Στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης:

 

«Εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων των κατηγορούμενων και την απόδοση «διπλής βαρύτητας»  σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες -είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς- οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής».

 

          Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 197/16, ημερ. 16.1.18, ECLI:CY:AD:2018:B24 αναφέρθηκαν επίσης τα ακόλουθα:

 

        «Εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπ’ όψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση τόσο του αδικήματος όσο και των περιστάσεων του δράστη και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» στους παράγοντες -επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς- ώστε να κριθεί ο τρόπος άσκησης της ευχέρειας του Δικαστηρίου».

 

        Όπως υποδεικνύεται στην Ιωσήφ (ανωτέρω) κατά την εξέταση του ζητήματος αναστολής της ποινής, σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

         Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης που επέβαλε στον Εφεσείοντα, σημείωσε το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος και κατέληξε στα ακόλουθα:

 

        «…αδικήματα αυτής της φύσης πέραν του ότι είναι ιδιαίτερα σοβαρά ευρίσκονται σε έξαρση κάτι το οποίο επιτάσσει την αυστηρή αντιμετώπιση. Είμαι σε θέση να έχω δικαστική γνώση για τις εκρηκτικές διαστάσεις που έχουν λάβει αυτά τα αδικήματα ιδίως εντός της Επαρχίας Πάφου από τον όγκο και την καθημερινή θα έλεγα συχνότητα διεκπεραίωσης τέτοιων υποθέσεων. Δεν διαβλέπω κάποιο λόγο για τον οποίο θα πρέπει να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στο κατηγορούμενο αφού τέτοια απόφαση απεναντίας θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα στην κοινωνία αλλά και στους επίδοξους παραβάτες. Το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων του κατηγορούμενου για τους οποίους έγινε εκτενής αναφορά από τον κ. Αλεξάνδρου λήφθηκαν υπ’ όψη και επηρέασαν ουσιωδώς όχι το είδος αλλά το ύψος των επιβληθέντων ποινών».

        Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την υπόθεση στις σωστές διαστάσεις της και ορθά ενέταξε τον αποτρεπτικό παράγοντα της ποινής σε αδικήματα που παρουσιάζουν έξαρση και την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης τους για αποτροπή παρόμοιων πράξεων ως λόγο για τον οποίο δεν θα έπρεπε να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που επεβλήθηκαν στον Εφεσείοντα.

 

        Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                           Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.

 

 

                                                                             X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο