ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2018)

 

28 Μαρτίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.   Τ&Μ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΤΔ

2.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

3.   ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Εφεσειόντων/Εναγομένων

ΚΑΙ

 

 SCY CAC LIMITED

Εφεσίβλητων/Εναγόντων

 

-----------------------------

 

Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για Εφεσείοντες.

Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον κ. Κονή.

 

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΚΟΝΗΣ, Δ.: Η Alpha Bank Cyprus Ltd («η Τράπεζα») κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων βάσει αποφάσεων/εγκρίσεων διαφόρων ημερομηνιών και έγγραφων συμφωνιών ημερομηνίας 9/11/2001 και 13/11/2001 δυνάμει των οποίων παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα 1 υπό την εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3 όριο τρεχούμενου λογαριασμού από €150.000 σε €5.000 και δάνειο ύψους €1.529.850.

 

Αποτελούσε δικογραφημένη θέση της Τράπεζας ότι παραχώρησε τις πιστωτικές  διευκολύνσεις στην εφεσείουσα 1, οι οποίες κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου εδείκνυαν  το αξιούμενο υπόλοιπο. Ακολούθως η Τράπεζα με επιστολές της ενημέρωσε την εφεσείουσα 1 για την αλλαγή του επιτοκίου, τερμάτισε τη συμφωνία και απαίτησε  την πληρωμή των οφειλόμενων ποσών ενώ κάλεσε τους εφεσείοντες 2 και 3 να εξοφλήσουν τα ποσά τα οποία εξακολουθούσαν να οφείλονται.

 

Η εφεσείουσα 1 μέσω της υπεράσπισης της παραδεχόταν την υπογραφή των συμφωνιών ημερομηνίας 9/11/2001 και 13/11/2001 αλλά αρνείτο  τους λοιπούς ισχυρισμούς της Τράπεζας σχετικά με τους επιμέρους όρους τους.

 

Οι εφεσείοντες 2 και 3 αρνούνταν την υπογραφή των συμφωνιών εγγύησης στις ημερομηνίες και με τον τρόπο που περιγραφόταν στην έκθεση απαίτησης. Παραδέχονταν την παραχώρηση υποθηκών προς όφελος της Τράπεζας (εκτός από δύο για τις οποίες αποσύρθηκε η σχετική αξίωση από πλευράς εφεσίβλητης).  Αρνούνταν ότι έλαβαν τις αναφερόμενες ειδοποιήσεις για αλλαγή επιτοκίου, τερματισμού της συμφωνίας και απαίτησης πληρωμής των οφειλόμενων ποσών ως επίσης ότι όφειλαν τα αναφερόμενα και αξιούμενα ποσά ενώ ισχυρίζονταν ότι ποσά που πλήρωναν οι εφεσείοντες ή  και οποιοσδήποτε από αυτούς έναντι του συγκεκριμένου χρέους της εφεσείουσας 1, δεν αφαιρέθηκαν από την Τράπεζα ή και χρησιμοποιήθηκαν από αυτήν αυθαίρετα ή και εκβιαστικά έναντι ή και για την εξόφληση άλλων χρεών των εφεσειόντων ή και τρίτων προσώπων.

 

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση και το Δικαστήριο («το πρωτόδικο Δικαστήριο») προχώρησε στην έκδοση απόφασης («η εκκαλούμενη απόφαση») υπέρ της Τράπεζας και εναντίον όλων των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως διά ποσόν €1.717.871,84 και €17.808,56 για το επίδικο  δάνειο και τον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό αντίστοιχα, πλέον  τόκων ως επίσης στην έκδοση διατάγματος για πώληση των ενυπόθηκων κτημάτων δυνάμει των υποθηκών που περιγράφονται στις παραγράφους 6(α)-(δ) της έκθεσης απαίτησης πλέον εξόδων.

 

Το πιο πάνω εξ αποφάσεως χρέος και εξασφαλίσεις και οι  πιστωτικές διευκολύνσεις που σχετίζονται με αυτά έχουν μεταβιβαστεί από την Τράπεζα στην εφεσίβλητη εταιρεία την 9/12/2022 με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει αντικαταστήσει την Τράπεζα στην παρούσα έφεση.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ.1, 2, 3 και 5 αφορούν ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ως επίσης ζητήματα που αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της απόφασης του.  Ο λόγος έφεσης υπ’ αρ.4 προσβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21/4/2016 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τροποποίησης  υπεράσπισης που καταχωρήθηκε την 20/11/2015  εκ μέρους των εφεσειόντων («η Αίτηση»).

 

Λόγω του ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 5 άπτεται των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειόντων, κρίνουμε ότι είναι πρόσφορο να μας απασχολήσει πρωτίστως ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 4 που αφορά την απόρριψη της Αίτησης.

 

  Με την εν λόγω αίτηση οι εφεσείοντες εξαιτούντο τη «διαγραφή ολόκληρης της Έκθεσης Υπεράσπισης και αντικατάστασης και προσθήκης ανταπαίτησης» η δε προτεινόμενη  υπεράσπιση και ανταπαίτηση καταλάμβανε 8 και πλέον πυκνογραμμένες σελίδες.

 

Με την προτεινόμενη υπεράσπιση προβάλλονταν ισχυρισμοί περί χρήσεως αθέμιτης επιρροής, ψευδών παραστάσεων, δόλου και απάτης εκ μέρους της Τράπεζας για υπογραφή των επίδικων συμφωνιών.  Προβάλλονταν επίσης ισχυρισμοί ότι η Τράπεζα ενήργησε τοκογλυφικά και καταχρηστικά ως επίσης ότι επέβαλε πολυνομισματικό δάνειο ή και επιτόκιο Libor και ότι οι όροι που περιέχονταν στις συμφωνίες περιείχαν καταχρηστικές ρήτρες και αντίκεινταν στις πρόνοιες της ΕΣΔΑ, του Συντάγματος και  Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Οι εφεσείοντες επικαλούνταν αντισυνταγματικότητα των προνοιών του περί Ελευθεροποιήσεως του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.160(1)/99) διότι κατ΄ ισχυρισμό παραβιάζουν το άρθρο 26 του Συντάγματος παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες.

 

Με την επιχειρούμενη να εισαχθεί ανταπαίτηση αξιωνόταν η ακύρωση των επίδικων συμφωνιών λόγω ψευδών παραστάσεων, αθέμιτης επιρροής κλπ και επιζητείτο επιστροφή χρημάτων λόγω υπερχρεώσεων και η επιδίκαση αποζημιώσεων.  Περαιτέρω αξιωνόταν η έκδοση απόφασης ή και διατάγματος με το οποίο να αποφασίζεται ότι η Τράπεζα ή και οι αντιπροσώποι της με τις ενέργειες της και συμπεριφορά της μαζί με τις υπόλοιπες τράπεζες οδήγησαν ή και επέφεραν την κατάρρευση της οικονομίας της Δημοκρατίας με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να απωλέσουν την εργασία ή και τα εισοδήματα τους και συνακόλουθα να μην ήταν σε θέση να αποπληρώσουν οποιοδήποτε δάνειο ή και χρέος ή και υποχρέωση τους.  Επίσης αξιωνόταν η έκδοση απόφασης ή και διατάγματος με το οποίο να αποφασίζεται ότι η  Τράπεζα ή και οι αντιπρόσωποι της με τις ενέργειες και συμπεριφορά της μαζί με άλλες τράπεζες οδήγησαν ή και χειραγώγησαν την αγορά και την διακύμανση των επιτοκίων μεταξύ αυτών και του Libor.

 

          Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσιβλήτων με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει σε ακρόαση της Αίτησης και  στην έκδοση απόφασης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το όλο θέμα εξέτασε το κατά πόσο υπήρχε καθυστέρηση στην υποβολή της Αίτησης έχοντας υπόψη ότι ως προκύπτει από την νομολογία, όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η παροχή αιτιολόγησης και ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά και ανάλογα ασκείται και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου (SABA & CO. (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 ΑΑΔ 426, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου και άλλης (1991) 1 ΑΑΔ 934, Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 ΑΑΔ 560, Astor Co.  κ.α. v. A&G Leventis  Ltd κ.α. (1993) 1 ΑΑΔ 726).

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ενόρκως δηλούντα εφεσείοντα 2 ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν έγγραφα να παραδώσουν στη δικηγόρο που διόρισαν την 3/12/2013 σε αντικατάσταση προηγούμενων δικηγόρων τους αφού ο ισχυρισμός αυτός ερχόταν σε αντίθεση με προηγούμενη ένορκη δήλωση του ίδιου δύο και πλέον χρόνια προηγουμένως.  Κατέληξε ότι οι αιτητές είχαν στη διάθεση τους από την αρχή όλα τα ουσιώδη έγγραφα εκτός από την κατάσταση λογαριασμού που αφορούσε το υπόλοιπο λογαριασμού  και τις κατ΄ ισχυρισμό υπερχρεώσεις καταλήγοντας όμως ότι και αυτό το έγγραφο τους δόθηκε τον Ιούνιο-Ιούλιο του έτους 2014.

 

          Τελικώς έκρινε ότι η καταχώρηση της Αίτησης μετά από πάροδο πέντε χρόνων από την καταχώρηση της υπεράσπισης τους και δύο χρόνων από την αλλαγή δικηγόρου, η οποία δεν συνιστούσε λόγο αιτιολογικό τροποποίησης, ήταν μεγάλη και αναιτιολόγητη. Η προσφερόμενη αιτιολογία, πρόσθεσε, ότι η μελέτη των εγγράφων ανέδειξε την ανάγκη τροποποίησης για εισαγωγή νομικών θέσεων και θεμάτων δεν ήταν ικανοποιητική ούτε ικανή για να παράσχει λόγο επαρκή ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της Αίτησης.

 

          Όσον αφορά στο ότι το αίτημα αποσκοπούσε στην αλλαγή άρδην της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέπεμψε και πάλι σε σύγγραμμα και νομολογία (Ετήσια Αγγλική Δικονομική Πρακτική του έτους 1958 σελ. 627, Χρίστου ν. Αζά (1992) 1(Α) ΑΑΔ 704, Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1(Α) ΑΑΔ 745) ανέφερε ότι εκείνο που σαφέστατα προκύπτει είναι πως η κάθε περίπτωση εξετάζεται με τα δικά της περιστατικά και ιδιαιτερότητες.

 

          Υπέδειξε ότι αν η Τράπεζα χρέωσε πέραν της συνομολόγησης και προέβηκε σε υπερχρεώσεις ή παράνομες χρεώσεις, όπως επιθυμούσαν να προβάλουν οι εφεσείοντες,  εκείνη  που είχε πάντοτε το βάρος να αποδείξει την υπόθεση της με το συνολικό νόμιμο υπόλοιπο ήταν η Τράπεζα αφού ήδη με το υφιστάμενο δικόγραφο αμφισβητείτο η ύπαρξη του αξιούμενου υπολοίπου.

 

          Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως οι εφεσείοντες όχι μόνο προσπάθησαν να διαμορφώσουν πλήρως το δικόγραφο τους με νέες θέσεις και ισχυρισμούς, αλλά δεν επέδειξαν καλή  πίστη στην προσπάθεια τους αυτή όπως επεξηγήθηκε κατά την καταγραφή της πορείας της υπόθεσης. Υπέδειξε ακόμα ότι ενώ η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση την 8/6/2015, ζητήθηκε αναβολή για σκοπούς διευθέτησης. Έτσι η υπόθεση ορίστηκε την 23/11/2015. Αντ’ αυτού καταχωρήθηκε η Αίτηση.

 

          Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και άσκησε την διακριτική του ευχέρεια κατά των αιτητών απορρίπτοντας την Αίτηση.

 

          Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ισχυριζόμενοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και δεν επέτρεψε το αίτημα για τροποποίηση παραγνωρίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης που είχε ως αποτέλεσμα να μην ληφθεί υπόψη η μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 και οι υπόλοιποι λογαριασμοί των εναγομένων 1 και 2 και ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι αντί τους επίδικους λογαριασμούς, πίστωσαν λογαριασμούς τρίτων προσώπων.  Προς υποστήριξη των θέσεων τους οι εφεσείοντες παραπέμπουν σε αποσπάσματα της ενδιάμεσης απόφασης υποστηρίζοντας ότι με το αίτημα τροποποίησης δεν επιχειρείτο να εισαχθεί νέα βάση υπεράσπισης αλλά ότι τοποθετούνταν στην ορθή βάση οι  υφιστάμενοι ισχυρισμοί των εφεσειόντων, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης διακρίνονταν από τη νομολογία που αναφέρεται στην απόφαση και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του  την καλά διαμορφωμένη αρχή της νομολογίας ότι μια τροποποίηση πρέπει να επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, έστω και αν ζητείται αργά, εάν είναι αναγκαία για να αποδοθεί δικαιοσύνη, ότι δεν υπήρχε κακοπιστία εκ μέρους των εφεσειόντων, ότι η διακριτική του ευχέρεια δεν ασκήθηκε δικαστικά και ότι ασκήθηκε λανθασμένα. Τέλος υποστηρίζουν ότι η μη έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του καταγράφει πλήρως τη νομική πτυχή που διέπει το όλο θέμα παραθέτοντας τη θέση «ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα» (σελίδα 10 της απόφασης).

 

          Περαιτέρω, παραθέτει τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όπως διατυπώθηκαν στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenman Navigation Ltd κ.α. (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 33. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε πλήρως και ορθά από τη νομολογία, εκτίμησε ορθά όλα τα σχετικά γεγονότα και κατέληξε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αιτιολογημένα και εντός των ορίων της νομολογίας.

 

          Η πλευρά των εφεσειόντων πέραν από γενικές αναφορές και τοποθετήσεις δεν έχει υποδείξει οποιαδήποτε σημείο που να καταδεικνύει βάσιμα ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του (Agini v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1(Α) ΑΑΔ 11,  Παπόρη ν. Maskinfabriken «SIO» A/S, (1996) 1(B) AAΔ 1037).

 

Προσθέτουμε ότι η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης δεν ήταν το αποτέλεσμα της απόρριψης της Αίτησης αλλά επειδή η Τράπεζα απέδειξε την υπόθεση της ενώ οι εφεσείοντες δεν κατάφεραν να πείσουν το Δικαστήριο είτε ότι δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό είτε ότι όφειλαν μικρότερο από αυτό που επιδικάστηκε, ισχυρισμοί που ήδη υπήρχαν στο δικόγραφο τους.

 

          Επομένως ο  λόγος έφεσης υπ’ αρ. 4 απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 2, 3 και 5 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον λόγο έφεσης υπ’ αρ. 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις ότι οι καταστάσεις τις οποίες κατάθεσε η Τράπεζα αποτελούν εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την ορθότητα του αξιούμενου ποσού καθώς και ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί αποδείξεως Νόμου κεφ.9 και δεν έλαβε υπόψιν του τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 για τα τυχόν οφειλόμενα υπόλοιπα των επίδικων λογαριασμών (σελίδες 17-18 της εκκαλούμενης απόφασης).  Με το λόγο έφεσης υπ’ αρ. 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία τόσο των μαρτύρων της Τράπεζας όσο και των εφεσειόντων, παραπέμποντας στις σελίδες 12, 13, και 18 της εκκαλούμενης απόφασης.  Τέλος με τον λόγο έφεσης υπ’ αρ. 5 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψιν του τις θέσεις της πλευράς της Υπεράσπισης πως ο Μ.Υ.1 αναφέρθηκε μόνο στα δύο δάνεια με την επαλήθευση χρέους χωρίς να αναφερθεί σε άλλες ενέργειες και πράξεις της Τράπεζας όπου αντί να πιστώσει τους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1, πίστωσε λογαριασμούς τρίτων προσώπων, παραπέμποντας στις σελίδες 20-22 της εκκαλούμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης  τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ΄ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ 108:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

Περαιτέρω υποδεικνύουμε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 αφού, ως αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση, η μαρτυρία τους βασιζόταν στα έγγραφα και  συμφωνίες που είχαν στην κατοχή τους, ως εκ της θέσεως που κατείχαν, απ’ όπου αντλούσαν τη γνώση τους. Επιπλέον των πιο πάνω, η Μ.Ε.2 ήταν παρούσα κατά την υπογραφή των συμφωνιών, μερικές από τις οποίες προσυπόγραψε.

 

Όσον αφορά τον Μ.Υ.1 το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι κλήθηκε και κατάθεσε ως εμπειρογνώμονας και ως τέτοιος θα αντιμετωπιζόταν, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία αναφορικά με την αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων (Ψάλτης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113, Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077).  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ο μάρτυρας αυτός αν και προέβηκε «σε μια ορθή μελέτη και έκθεση, δέχθηκε ότι δεν έλαβε υπόψη τη συμφωνία των μερών για τόκο υπερημερίας και αύξηση του επιτοκίου, επειδή θεώρησε ότι η Ενάγουσα θα υφίστατο ζημιά γιατί οι πιστοδοτήσεις ήταν εξασφαλισμένες με υποθήκες. Εν αντιθέσει με τις συμφωνίες των διαδίκων μερών στο Τεκμήριο 9 υπάρχει σαφής πρόνοια για τόκο υπερημερίας και  επιβολή τόκου υπερημερίας ύψους 2%.»

 

Ο εφεσείοντας 2 (ΜΥ2) δεν άφησε καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο αφού «παρά την εκ μέρους του αποδοχή της υπογραφής των συμφωνιών, προσπάθησε, εντούτοις, να παραπέμψει σε άλλα ζητήματα και δάνεια και να ερμηνεύσει νομικά, δοθείσα από το Δικαστήριο ενδιάμεση απόφαση.  Στην προσπάθεια του να προωθήσει τη θέση ότι δεν οφείλεται οτιδήποτε από την εναγόμενη 1 εταιρεία, «μείωσε» τη σημασία της ετοιμασθείσας από τον Μ.Υ.1 έκθεσης, αναφέροντας ότι δεν έλαβε υπόψη όσα έπρεπε να λάβει. Επέμενε ότι υπέγραψε εν λευκώ κατόπιν πίεσης  διευθυντή τράπεζας, για να το αναιρέσει κατά την αντεξέταση, δηλώνοντας ότι όλα ήταν συμπληρωμένα προτού υπογράψει». Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε αντίφαση μεταξύ της θέσης που προωθήθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1 και της θέσης που παρουσίασε ο  εφεσείοντας 2 (ΜΥ2) σχετικά με τις οικονομικές δυνατότητες και ενασχολήσεις της εφεσείουσας 1.  Συγκεκριμένα  υποβλήθηκε ότι δεν έπρεπε να εγκριθεί δάνειο, του ύψους που δόθηκε, διότι η εφεσίβλητη 1 ασχολείται με αγροτικές επιχειρήσεις ενώ ο εφεσείοντας 2 (ΜΥ2) τόνισε ότι η εφεσείουσα 1 θα προβεί σε μια μεγάλη ανάπτυξη η οποία θα περιλαμβάνει νοσοκομεία, ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε  επίσης ότι ο εφεσείοντας (ΜΥ2) κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι δεν ασχολήθηκε με τα επίδικα δάνεια και τους λογαριασμούς και ότι ανέθεσε την εργασία αυτή στον Μ.Υ.1 λόγω του ότι ο ίδιος ασχολείται με μεγάλα ποσά υπονοώντας ότι οι επίδικοι λογαριασμοί αφορούν μικρά ποσά.

 

Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε η πλευρά της Τράπεζας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι ο Μ.Ε.1 κατέθεσε ως τεκμήρια 22, 22(α), και 22(β) τις καταστάσεις λογαριασμού δανείου και τρεχουμένου και ότι ανέφερε σχετικά με την τήρηση, παραγωγή και εκτύπωση τους ότι:

«Οι ενάγοντες τηρούν τραπεζικά βιβλία και σε ηλεκτρονική μορφή.  Στο σύστημα που τηρείται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές φυλάσσονται όλες οι πληροφορίες και οι πράξεις που αφορούν όλους τους λογαριασμούς των πελατών των εναγόντων συμπεριλαμβανομένων και του λογαριασμού των εναγομένων που ανέφερα πιο πάνω.

 

Το τραπεζικό βιβλίο που τηρείται από τους ενάγοντες σε ηλεκτρονική μορφή είναι και ήταν καθόλο τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από το άνοιγμα του πιο πάνω λογαριασμού μέχρι και σήμερα, ένα από τα συνήθη τραπεζικά βιβλία των εναγόντων.

 

Κατά τον χρόνο καταχώρησης στο τραπεζικό βιβλίο όλων των πράξεων που αφορούσαν το λογαριασμό των εναγομένων που ανέφερα πιο πάνω, το τραπεζικό βιβλίο ήταν ένα από τα συνήθη βιβλία των εναγόντων.   Όλες οι καταχωρήσεις στο εν λόγω τραπεζικό βιβλίο συμπεριλαμβανομένων και των καταχωρήσεων για το λογαριασμό που ανέφερα πιο πάνω έγιναν κατά τα συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών των εναγόντων.

 

Το τραπεζικό βιβλίο καθόλο τον ουσιώδη χρόνο ευρίσκετο και εξακολουθεί να βρίσκεται φυλαγμένο στις κτιριακές εγκαταστάσεις των εναγόντων, υπό τον έλεγχο των εναγόντων και έχουν σε αυτό πρόσβαση οι τραπεζικοί λειτουργοί, μεταξύ των οποίων και εγώ.

 

Αναφέρει περαιτέρω πως μετά από εντολή του παρήχθησαν και εκτυπώθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και αφού συγκρίθηκαν από τον ίδιο με την αρχική καταχώρηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, διαπίστωσε την ορθότητα τους.»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις εκτύπωσης και τήρησης των καταστάσεων λογαριασμού της Τράπεζας, αποτελούν εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την ορθότητα του αξιούμενου ποσού (Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ v. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, Ιωαννίδης κ.α. v. Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491).  Έκρινε πως εν όψει της πιο πάνω μαρτυρίας τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.

 

Το άρθρο 22(1) του Κεφ.9 έχει ως ακολούθως:

«22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.»   

 

Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στη διεργασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο η οποία συνάδει με την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ως επίσης με τη νομοθεσία και νομολογία. Περαιτέρω  αιτιολόγησε επαρκώς  γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1.  Επομένως ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 2 δεν έχει έρεισμα.

 

Το ίδιο ισχύει και για τον  λόγο έφεσης υπ’ αρ. 3 που προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του τόσο από μέρους των μαρτύρων της Τράπεζας όσο και από μέρους των εφεσειόντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ικανοποιητικά τα ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα και τους αξιολόγησε επαρκώς, έχοντας πάντοτε υπόψιν του τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τις δηλώσεις τους ενώπιον του.

 

Υποδεικνύουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες έκαναν αποδεκτές τις συμφωνίες τρεχούμενου και δανείου, όμως αμφισβητούσαν τις συμφωνίες εγγύησης στις ημερομηνίες και με τον τρόπο που αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης.  Ο εφεσείοντας 2 (Μ.Υ.2) παραδέχθηκε κατά τη μαρτυρία του την υπογραφή του ως διευθυντή της εφεσείουσας 1 επί όλων των τεκμηρίων/συμφωνιών και ότι δεν αμφισβητήθηκαν και δεν αντεξετάστηκαν για τα ζητήματα αυτά οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2.  Ότι αμφισβητήθηκε, ήταν το ύψος του οφειλόμενου ποσού, το δικαίωμα χρέωσης τόκων υπερημερίας και αύξησης επιτοκίου και ότι παρά το γεγονός πως στην υπεράσπιση γινόταν λόγος για υπερχρεώσεις εντούτοις δεν δόθηκε καμιά λεπτομέρεια για τέτοιες. Επομένως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όλες οι συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων, υποθηκών και εγγυήσεων ήσαν έγκυρες και δεσμευτικές ήταν εύλογο και αναμενόμενο.  Εύλογο και αναμενόμενο ήταν  και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχαν αποσταλεί οι επιστολές τερματισμού των συμφωνιών καθώς και οι υπόλοιπες κατατεθείσες επιστολές, αφού ο Μ.Ε.1 δεν αμφισβητήθηκε κατά τη μαρτυρία του όταν ανέφερε ότι δεν επιστράφηκε οποιαδήποτε επιστολή ενώ ο Μ.Υ.2 κατά τη μαρτυρία του αποδέχθηκε ως ορθή τη δοθείσα διεύθυνση που έφεραν οι επιστολές και ότι παρέλαβε διάφορες επιστολές, απλά δεν θυμόταν ποιες επιστολές ακριβώς παρέλαβε.  Η πλευρά των εφεσειόντων δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι τα ευρήματα αυτά του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. μεταξύ άλλων Χ' Μάρκου (ανωτέρω),  T.J.S.  Enterprises  Ltd  v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ  (2005) 1 Α.Α.Δ.108, Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

Δεν διέλαθε επίσης την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε αποδοχή εκ μέρους των εφεσειόντων οφειλόμενων υπολοίπων στις 30/6/2017, όταν η δικηγόρος των εφεσειόντων υπέβαλε προς τον Μ.Ε.1 ότι για το δάνειο ανερχόταν στο ποσό των €1.955.692,55 περιλαμβανομένων τόκων και για τον τρεχούμενο στο ποσό των €23.035,69 παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά. Αυτό επιβεβαιώθηκε και επαναλήφθηκε μέσω της έκθεσης του Μ.Υ.1 ο οποίος δήλωσε ότι δεν αμφισβητείτο το χρέος αλλά το υπόλοιπο του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν δέχθηκε την εισήγηση της δικηγόρου των εφεσειόντων να μην ληφθούν  υπόψη τα πιο πάνω λόγω του ότι ο εφεσείοντας 2 (Μ.Υ.2) κατά τη μαρτυρία του επέμενε ότι δεν όφειλε οτιδήποτε αφού οι πιο πάνω υποβολές ήσαν ρητές, ξεκάθαρες και χωρίς όρους. Περαιτέρω ορθά έκρινε ότι ο εφεσείοντας 2 (Μ.Υ.2) δεν ήταν καθόλου πειστικός στην προώθηση της θέσης του  ότι δεν όφειλε οτιδήποτε στην Τράπεζα αφού αφενός μεν οι ισχυρισμοί του ότι υπήρχε δέσμευση του προσωπικού του λογαριασμού ή ότι πωλήθηκαν μετοχές δεν αποτελούσαν δικογραφημένες θέσεις, αφετέρου δε δεν εξήγησε πως εξοφλήθηκε το παραδεκτό οφειλόμενο υπόλοιπο των €2.000.000 περίπου. Ορθά επίσης παρέπεμψε στη γνωστή νομολογιακή αρχή ότι δήλωση δικηγόρου εκφράζει τη θέση του διαδίκου που εκπροσωπεί και ότι η θέση δικηγόρου κατά την αντεξέταση αντιδίκου ταυτίζεται με τη θέση του πελάτη του δεσμεύει αυτόν (Μιχαηλίδης v. Μαυρόπουλου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1143 και Μιχαήλ κ.α. v. Φίλιου Γ. Συκοπετρίτη (2000) 1(Β)  Α.Α.Δ. 1049  αντίστοιχα).

 

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο  απασχόλησε και το γεγονός ότι ο Μ.Ε.1 κατά την κύρια εξέταση του αναφέρθηκε στη σύναψη των υποθηκών, περιλαμβανομένων και αυτών που αναφέρονται στις παραγράφους 6(ε) και 6(στ) της έκθεσης απαίτησης  και ότι επιζητείτο η εκποίηση τους, οι οποίες όμως όπως διαφάνηκε είχαν εκποιηθεί. Κατά την αντεξέταση του όμως ο Μ.Ε.1 εξέφρασε άγνοια και παρουσιάστηκε μη ενημερωμένος για τα γεγονότα που περιέβαλλαν την εκποίηση των δύο αυτών υποθηκών. Δέχθηκε όμως ότι από την ενημέρωση του φακέλου που κατείχε, είχε διαπιστώσει ότι η Τράπεζα είχε δώσει τη συγκατάθεση της για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων αλλά δεν ήταν βέβαιος ότι οι συγκεκριμένες υποθήκες είχαν εξαλειφθεί και ανέφερε ότι αυτό το θέμα θα το ξεκαθάριζε ο επόμενος μάρτυρας, πράγμα που έγινε μέσω της μαρτυρίας της Μ.Ε.2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το στοιχείο δεν επηρέαζε την γενικότερη αξιοπιστία του Μ.Ε.1 και δέχθηκε τη μαρτυρία του για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν είναι βάσιμη η θέση της πλευράς των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 και του εφεσείοντα 2 (Μ.Υ.2) ως επίσης εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Τράπεζας (Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Τράπεζας αλλά και γιατί δεν δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων, γιατί δεν έλαβε υπόψη του μαρτυρία που ήταν εκτός δικογράφων και γιατί δεν επέτρεψε την αντεξέταση μάρτυρα για τον ίδιο λόγο.

 

Συνεπεία των πιο πάνω ο λόγος έφεσης υπ’ αρ.3 επίσης απορρίπτεται.

 

Την ίδια τύχη έχει και ο λόγος έφεσης υπ’ αρ. 5, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις θέσεις της πλευράς της Υπεράσπισης πως ο Μ.Υ.1 αναφέρθηκε μόνο στα δύο δάνεια με την επαλήθευση χρέους χωρίς να αναφερθεί σε άλλες ενέργειες και πράξεις της Τράπεζας όπου αντί να πιστώσουν τους λογαριασμούς της εφεσείουσας 1, πίστωναν λογαριασμούς άλλων προσώπων.  Έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω οι λόγοι για τους οποίους δεν έγινε δεκτή η μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 / εφεσείοντα 2 αλλά και οι δηλώσεις των δικηγόρων τους κατά την αντεξέταση της Μ.Ε.2.  Επομένως το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 22 της εκκαλούμενης απόφασης ότι ακόμη και αν το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε το δικαίωμα χρέωσης των επιτοκίων, θα εξέδιδε απόφαση για τα δηλωθέντα αποδεκτά οφειλόμενα ποσά (€1.955.692,55 και €23.035,69) είναι ορθό.

 

Μετά το πέρας του λόγου έφεσης υπ’ αρ. 5 οι εφεσείοντες προβάλλουν ως επιπρόσθετο λόγο έφεσης  ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και για τον λόγο ότι η εγγύηση του εφεσείοντα 2 ήταν για τον περιορισμένο ποσό των Λ.Κ.400.000 πλέον τόκους και όχι για ολόκληρο το ποσό της απόφασης παραπέμποντας στα Τεκμήρια 10 και 11.  Η θέση αυτή είναι αβάσιμη  και απορριπτέα  γιατί δεν ήταν δικογραφημένη,  αλλά και γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση (σελίδα 6) στις  συμφωνίες εγγύησης που υπέγραψε ο εφεσείοντας 2 ημερομηνίας 27/1/1992 (Τεκμήριο 14) με τις οποίες εγγυάτο όλες τις υποχρεώσεις της εφεσείουσας 1 και στη συμφωνία εγγύησης που υπέγραψαν οι εφεσείοντες 2 και 3 την 24/11/1995 με την οποία επίσης εγγυούντο όλες τις υποχρεώσεις της εφεσείουσας 1 (Τεκμήριο 15).  Τα συγκεκριμένα τεκμήρια  δεν δικαιώνουν τη θέση των εφεσειόντων. Ως εκ των ανωτέρω και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Απομένει ο  λόγος έφεσης υπ’ αρ.1 όπου οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του το Σύνταγμα, τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ.149, τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/1999, τη Νομολογία που υπαγορεύει ότι οποιαδήποτε ειδική ζημιά πρέπει να αποδεικνύεται αυστηρά.

 

Σύμφωνα επίσης με τους εφεσείοντες η Τράπεζα δεν δικαιούτο υπερχρεώσεις και τόκους υπερημερίας που είναι ειδική ζημιά που έπρεπε να αποδείξει, αλλά απέτυχε να πράξει.

 

Η πλευρά των εφεσειόντων, προς υποστήριξη των θέσεων της, παραπέμπει σε διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, του Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/1999 ως αυτός τροποποιήθηκε και ειδικότερα από τον Νόμο 141(Ι)/2014, στο άρθρο 26 του Συντάγματος  καθώς και σε ευρωπαϊκές οδηγίες. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Τράπεζα ενήργησε με κακή πίστη, καταχρηστικότητα και κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών ενώ κάνει λόγο για καταχρηστικές ρήτρες όπως είναι ο τόκος υπερημερίας και η μονομερής αύξηση του περιθωρίου της Τράπεζας.

 

Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ μέρους της πλευράς των εφεσειόντων είναι εκτός δικογραφίας. Όπως έχει νομολογηθεί τα επίδικα θέματα  περιορίζονται σ΄ εκείνα τα οποία προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις ως επίσης ότι η δίκη διεξάγεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Εταιρεία Bulk Oil AG v. Α.Η.Κ. κ.α. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1277, Καθητζιώτης v. Μέλιος & Παφίτης (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 252, Καζάκου v. Αβρααμίδου κ.α. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1626, Πιττάλης κ.α. v. Ianira Enter.Ltd κ.α. (1997) 1(B) A.A.Δ. 814 και Τσαγγάρη v. Γαβριηλίδου κ.α. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ.472).

 

            Στη συγκεκριμένη περίπτωση στην υπεράσπιση των εφεσειόντων δεν γίνεται αναφορά ούτε στο Σύνταγμα ούτε σε οποιοδήποτε νόμο, κανονισμό ή ευρωπαϊκή οδηγία.

 

            Επομένως δεν μπορεί να ισχυρίζεται η πλευρά των εφεσειόντων ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ή  ευρωπαϊκές οδηγίες και ούτε ότι το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να εξετάσει αυτεπάγγελτα ζήτημα καταχρηστικών ρητρών.

 

 

           Παρόλα αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και εξέτασε το θέμα ως εξής:   

 

«Αναφορικά με τον τόκο υπερημερίας είναι αποδεκτή η εισήγηση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι αυτή αποτελεί ειδική ζημιά η οποία πρέπει να αποδεικνύεται. Όμως έχει προσφερθεί εξήγηση και απόδειξη μέσω της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 ο οποίος κατέθεσε πως δεδομένης της μη κίνησης του λογαριασμού και μη πληρωμής του δανείου η Τράπεζα δεν μπορούσε να διαθέσει τα χρήματα αυτά στην αγορά, τα κεφάλαια της ήσαν δεσμευμένα και απασχολείτο αριθμός υπαλλήλων για να παρακολουθεί την κίνηση των λογαριασμών και να αποστέλλει καταστάσεις και ειδοποιήσεις.

 

Εν πάση περιπτώσει και ο Μ.Υ.2 συμφώνησε και δέχθηκε πως ο τόκος υπερημερίας εάν αποδειχτεί είναι αποδεκτός. Ανάφερε συγκεκριμένα πως «Οι τόκοι υπερημερίας και ο νόμος, λένε, χρεώνεται όταν μόνο η Τράπεζα αποδείξει ότι έχει υποστεί ζημιά από την καθυστέρηση αυτή, αυ το αποδείξει, τότε θα είναι αποδεκτό».

Είναι σημαντικό να λεχθεί πως με τη δοθείσα μαρτυρία ο αξιούμενος τόκος μειώθηκε από 14% στο 9% ετησίως αναφορικά με τον τρεχούμενο.

Το Δικαστήριο, έχει αναγνωρισθεί κατ' επανάληψη ότι δεν εκτελεί χρέη λογιστή για να ανευρίσκει το εκάστοτε υπόλοιπο ενός μακροχρόνιου λογαριασμού, ιδίως όταν οι καταστάσεις λογαριασμού όπως το Τεκμήριο 22(α) καταλαμβάνει εκατοντάδες σελίδες.  Δεν μπορεί να παραγνωρίσει βέβαια και το γεγονός πως ο Μ.Υ.1 δεν έλαβε υπόψη καθόλου τη συμφωνία των μερών.

Η συνήγορος των Εναγομένων εισηγήθηκε πως η επιβολή τόκων υπερημερίας   προσκρούει        στο  Σύνταγμα       και     τον     Περί Φιλελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 όπως αυτός τροποποιήθηκε».

 

Το πρωτόδικο  Δικαστήριο υπέδειξε ότι το θέμα αυτό εξετάστηκε στις υποθέσεις Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2287 και Ιωαννίδης κ.α. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (ανωτέρω) όπου τονίστηκε πως σχετική εισήγηση όπως η ανωτέρω, δεν ευσταθεί αφού η ίδια η συμφωνία των μερών προέβλεπε επιβολή πρόσθετης επιβάρυνσης. Υπέδειξε επίσης πως, μεταξύ άλλων, με τις αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Α. Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, Αντώνη Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 194 αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα της Τράπεζας, νοουμένου ότι υπήρχε σχετικός περί τούτου όρος στη συμφωνία, να διαφοροποιεί το επιτόκιο, ακόμη και με τις επιστολές τερματισμού των λογαριασμών που απέστειλε προς τον πελάτη της και ότι υπήρχε σχετικός τέτοιος όπως ο όρος 2 του Τεκμηρίου 12 και ο όρος 3 του Τεκμηρίου 13.

 

Ακολούθως το  πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το υπόλοιπο δανείου,  ότι η συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 13)   σε κάθε καθυστέρηση, έδινε το δικαίωμα στην Τράπεζα επιβολής τόκου υπερημερίας. Αντίθετα, έκρινε ότι η συμφωνία που αφορούσε τον τρεχούμενο λογαριασμό (Τεκμήριο 12) δεν προνοούσε κάτι τέτοιο, παρόλο που στην έγκριση (Τεκμήριο 9) που προηγήθηκε, συμφωνήθηκε τέτοιος τόκος.

 

Κρίνουμε, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των νομολογιακών αρχών έχοντας πάντοτε υπόψη την μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του και είχε αποδεχθεί.

 

Συνεπεία των πιο πάνω και ο λόγος αυτός έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και η έφεση απορρίπτονται με €5.100 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος των εφεσειόντων.

 

                             

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.        Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο