ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 365/2018)

 

 

29 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΛΗΣ 

Εφεσείοντας / Εναγόμενος

και

   1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ
        2. ΚΑΤΕΡΙΝΑ Α. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 

Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες

-----------------------------

 

Αντώνης Γλυκής μαζί με κα Λουΐζα Πέτρου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.

Λάρης Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

-----------------------------

          ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

          δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το τι απασχόλησε το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν η αγωγή των εφεσίβλητων έναντι του εφεσείοντα o οποίος είναι δικηγόρος, για επαγγελματική αμέλεια. Συγκεκριμένα ήταν η θέση των εφεσίβλητων, οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοχοι εξωτερικού, κατοικούν στην Αγγλία, ότι στις αρχές του 2008 ανέθεσαν στον εφεσείοντα την καταχώριση αγωγής εναντίον κάποιας εταιρείας με το όνομα CostTakis Constructions and Developers Ltd, αναφορικά με απαίτηση τους για κακοτεχνίες. Ο εφεσείων καταχώρισε μέσω της δικηγορικής εταιρείας Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. εκ μέρους τους την αγωγή 282/2008 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

 

            Το ουσιαστικό παράπονο των εφεσίβλητων έναντι του εφεσείοντα στρεφόταν γύρω από δύο άξονες. Τον συμβιβασμό της αγωγής για το ποσό των €8.000 πλέον τόκους και έξοδα, σχετική απόφαση δηλώθηκε εκ συμφώνου και εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής 282/2008, κατά παράβαση των οδηγιών του εφεσίβλητου 1. Άλλο παράπονο τους ήταν ότι σε προηγούμενες ημερομηνίες πριν την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης και συγκεκριμένα στις 26.5.2010 και 29.11.2010, ημερομηνίες που ήταν ορισμένη η εν λόγω αγωγή για ακρόαση και που ο ίδιος και η εφεσίβλητη 2‑ενάγουσα 2 ήταν στην Κύπρο με σκοπό να παρευρεθούν στην ακρόαση της υπόθεσης και να δώσουν μαρτυρία, πληρώνοντας και το ποσό των €1.178,61 για την έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων, ο εφεσείοντας‑εναγόμενος είχε ζητήσει αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας επικαλούμενος την απουσία των ίδιων από την Κύπρο, ενώ γνώριζε καλά ότι αυτοί ήταν στην Κύπρο και έχοντας μάλιστα γνώση για την επιθυμία τους και την αγωνία τους για γρήγορη εκδίκαση της υπόθεσης.

 

            Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον συμβιβασμό και την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης στις 23.2.2012, ήταν η θέση των εφεσιβλήτων‑εναγόντων ότι ενώ αρχικά ο εφεσείων‑εναγόμενος διαβεβαίωνε ότι η υπόθεση πήγαινε πολύ καλά και ενώ είχε αρχίσει η ακρόαση της αγωγής και όλα έβαιναν καλώς, ήρθε ξαφνικά η επιστολή του εφεσείοντα με την οποία ζητούσε την έγκριση τους για να προχωρήσει σε διευθέτηση και/ή συμβιβασμό της αγωγής με έκδοση απόφασης για το μισό περίπου ποσό που αρχικά ζητούσαν οι εφεσίβλητοι‑ενάγοντες σε εκείνη τη διαδικασία, δηλαδή αντί για €17.255,51, για ποσό €8.000 μέχρι €10.000.

 

            Ήταν ειδικότερα η θέση του εφεσίβλητου 1‑ενάγοντα 1, ότι ο ίδιος εκπροσωπώντας και τη σύζυγο του εφεσίβλητη 2‑ενάγουσα 2, έδωσε γραπτές οδηγίες στον εφεσείοντα‑εναγόμενο, όπως «παραλάβει από τους αντιδίκους στην ως άνω αγωγή ποσό €8.000 μέχρι €10.000 για την απαίτηση του και ποσό που αφορούσε τα μέχρι τότε δικηγορικά του έξοδα τοις μετρητοίς αμφότερα και μετά να αποσύρει και/ή να διευθετήσει την εν λόγω υπόθεση.». Είναι ισχυρισμός των εφεσιβλήτων‑εναγόντων ότι ο εφεσείοντας‑εναγόμενος κατά παράβαση των πιο πάνω οδηγιών τους, προχώρησε και διευθέτησε και/ή συμβίβασε την αγωγή με διαφορετικό τρόπο και συγκεκριμένα με την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων‑εναγόντων για ποσό €8.000 πλέον τόκους και έξοδα.

 

            Οι εφεσίβλητοι‑ενάγοντες με την αγωγή τους προέβαλαν τη θέση ότι η όλη συμπεριφορά που κατά τους ίδιους επέδειξε ο εφεσείων‑εναγόμενος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «κατά παράβαση σύμβασης και/ή αμελώς και/ή κατά παράβαση καθήκοντος ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει τη δέουσα επιμέλεια, δεξιότητα, προσοχή και ικανότητα που αναμένεται από τον λογικό ικανό δικηγόρο και/ή νομικό σύμβουλο... » και αξίωναν από αυτόν το ποσό των €9.255,51 που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο ποσό της αξίωσης των εφεσιβλήτων‑εναγόντων κατά της εταιρείας CostTakis Constructions and Developers Ltd, που αμελώς τους στέρησε ο εφεσείοντας‑εναγόμενος ενεργώντας κατά παράβαση των οδηγιών που του είχαν δώσει, ποσό €3.151,00 που κατέβαλαν υπό μορφή δικηγορικής αμοιβής στον εφεσείοντα‑εναγόμενο, ποσό €1.178,61 που αντιπροσωπεύει την αξία των αεροπορικών εισιτηρίων για μετάβαση τους από την Αγγλία στην Κύπρο και επιστροφή κατά τις ημερομηνίες 26.5.2010 και 29.11.2010, πλέον γενικές αποζημιώσεις.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακρόαση της υπόθεσης, κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση του σύμφωνα με την οποία αποδέχθηκε την αγωγή των εφεσίβλητων‑εναγόντων μερικώς και ειδικότερα επιδίκασε υπέρ τους και εναντίον του εφεσείοντα‑εναγόμενου το ποσό των €1.178,61, ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει τα έξοδα των εναγόντων για σκοπούς αεροπορικής μεταφοράς τους στην Κύπρο με σκοπό την παρουσία τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατά τις ημερομηνίες ακρόασης της αγωγής 282/2008, 26.5.2010 και 29.11.2010, ακροαματικές δικασίμους που παρά το ότι οι ενάγοντες βρίσκονταν στην Κύπρο και αντίθετα με τη γνωστή προς τον εναγόμενο επιθυμία τους για σύντομη εκδίκαση της υπόθεσης τους, ο εφεσείοντας‑εναγόμενος επικαλούμενος απουσία τους από την Κύπρο, αδικαιολόγητα επιδίωξε και πέτυχε την αναβολή της.

 

            Απέρριψε όμως την αξίωση τους και το κύριο ουσιαστικά παράπονο τους έναντι του εφεσείοντα‑εναγόμενου, ότι δηλαδή προχώρησε στην έκδοση εκ συμφώνου απόφασης στις 23.2.2010 στα πλαίσια της αγωγής 282/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, παρά το ότι υπήρχαν από αυτούς διαφορετικές οδηγίες προς τον ίδιο και ειδικότερα ότι αυτοί ζήτησαν να πληρωθούν το ποσό του συμβιβασμού και ακολούθως να αποσυρθεί η αγωγή και όχι την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης.

 

 

            Σημειώνεται εδώ ότι το παράπονο των εφεσίβλητων‑εναγόντων φαίνεται, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, να προέκυψε όταν προσπάθησαν να εισπράξουν το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ τους στα πλαίσια της εκ συμφώνου απόφασης και δεν μπόρεσαν να πράξουν τούτο, λόγω των οικονομικών δυσκολίων και τη μη ύπαρξη περιουσίας στο όνομα της εταιρείας CostTakis Constructions and Developers Ltd.

 

            Ο  εφεσείοντας‑εναγόμενος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση επικαλούμενος 4 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κατά τον ισχυρισμό του παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει ως σύνολο την ενώπιόν του μαρτυρία και να καταλήξει σε ευρήματα αποδοχής μιας εκ των δύο εκδοχών μαρτυριών που είχε ενώπιόν του, αναφορικά με την αναβολή της ακρόασης στις δύο επίδικες ημερομηνίες. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν συνάδει με το ότι αναμένεται από τον μέσο δικηγόρο να πράξει ως επαγγελματίας για σκοπούς προώθησης της αξίωσης των πελατών του και ότι προκάλεσε στους εφεσίβλητους 1 και 2 ζημιά ύψους €1.178,61. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση και προς όφελος της εφεσίβλητης 2‑ενάγουσας 2, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, παρουσιαζόταν αυτοπροσώπως και δεν παρουσίασε την υπόθεση της ενώπιόν του Δικαστηρίου, ούτε καν μαρτυρία δεν έδωσε για την κατ’ ισχυρισμό ζημιά που υπέστη. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης εφεσιβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της αγωγής προς όφελος των εφεσίβλητων 1 και 2, παραβλέποντας στην ουσία το γεγονός ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της απαίτησης τους είχε απορριφθεί.

 

            Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αντέφεση στην οποία προβάλλονται δύο λόγοι αντέφεσης, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους. Ο πρώτος λόγος αντέφεσης αφορά τον ισχυρισμό των εφεσίβλητων, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι η υπόθεση τους έτυχε κακού χειρισμού από τον εφεσείοντα στα πλαίσια της αγωγής 282/2008 και ισχυρίζονται ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων τους κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης εξ υπαιτιότητας και/ή λόγω συμπεριφοράς και/ή χωρίς τις οδηγίες τους, αυθαίρετης πρωτοβουλίας του εφεσείοντα να συμβιβάσει την αγωγή. Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε στους εφεσίβλητους το ποσό των €8.000 που αντιπροσωπεύει το ποσό που οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν και θα εισέπρατταν στα πλαίσια της αγωγής 282/2008 αν ο εφεσείοντας δεν διευθετούσε και/ή συμβίβαζε την αγωγή με τρόπο που ήταν αντίθετος προς τις γραπτές οδηγίες που του είχαν δώσει και αντίθετος με τα συμφέροντα τους.

 

            Στα πλαίσια της διαδικασίας της έφεσης και αντέφεσης καταχωρήθηκαν δύο περιγράμματα αγόρευσης από τον εφεσείοντα, ένα αναφορικά με τους λόγους έφεσης και δεύτερο σε σχέση με τους λόγους αντέφεσης, όπως και από τους εφεσίβλητους, στο οποίο πραγματεύονται μαζί λόγους έφεσης και αντέφεσης.

 

            Κατά την ακρόαση της έφεσης και της αντέφεσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών ανέπτυξαν προφορικά τις θέσεις τους ενώπιόν του Δικαστηρίου, υιοθετώντας συνάμα και τα περιγράμματα αγόρευσης τους. Σημειώνουμε ότι την ημέρα που ήταν ορισμένες η έφεση και η αντέφεση για ακρόαση, οι εφεσίβλητοι ήταν παρόντες στο Δικαστήριο.

 

            Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, ο πρωταρχικός λόγος της απόρριψης της κυρίως απαίτησης των εφεσίβλητων‑εναγόντων, αφορούσε την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε, με το πρωτόδικο Δικαστήριο να αξιολογεί θετικά τον εναγόμενο και τους δύο μάρτυρες τεχνικούς σε θέματα μηχανημάτων τύπου Fax, ενώ απέρριψε και αξιολόγησε αρνητικά τον ενάγοντα 1, καταλήγοντας ότι όχι μόνο δεν διαβίβασε στον εναγόμενο τις οδηγίες του για συμβιβασμό και απόσυρση της αγωγής μόνο μετά που θα εισπραχθεί το ποσό που δικαιούνται οι ενάγοντες και τα έξοδα του δικηγόρου τους, αλλά και διότι email που στάληκε από τους εφεσίβλητους προς τον εφεσείοντα μετά την πληροφόρηση που τους έγινε για την έκδοση της απόφασης εκ συμφώνου, κάθε άλλο παρά αντίδραση αρνητική δεικνύει, αφού τόσο το ύφος του μηνύματος όσο και το περιεχόμενο του δεν εκδηλώνουν παράπονο για την έκδοση της απόφασης εκ συμφώνου. Μάλιστα αναφέρεται ότι δεν υπάρχει καμία διαφωνία ως προς τα δικηγορικά έξοδα του δικηγόρου και μάλιστα υπενθυμίζεται ο δικηγόρος ότι του οφείλεται άλλο ένα ποσό για άλλο ζήτημα, το οποίο διεκπεραίωσε εκ πλευράς του ο δικηγόρος.

 

            Όπως έχει πλειστάκις αναφερθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου που μπορεί να συναχθούν από αυτή, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχει την ευκαιρία να παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ δίδουν την ένορκη μαρτυρία τους δια ζώσης.

 

            Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

    Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

 

            Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως τους λόγους για τους οποίους δέχτηκε ως θετική τη μαρτυρία των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3, και οι δύο τεχνικοί συσκευών Fax CanonJX‑210P και απέρριψε έτσι τόσο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1‑ενάγοντα 1 και κατ' επέκταση την εκδοχή των εφεσίβλητων‑εναγόντων περί μη συγκατάθεσης στην έκδοση απόφασης στις 23.2.2012 και διαφορετικών οδηγιών προς τον εναγόμενο για τον χειρισμό της αγωγής 282/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Μάλιστα ανάφερε ότι η εκδοχή την οποία αποδέχεται είναι την εκδοχή του εφεσείοντα‑εναγόμενου η οποία και έχει επιβεβαιωθεί από τα ενώπιόν του Τεκμήρια, γι' αυτό και την αποδέχτηκε και προέβηκε σε ανάλογα ευρήματα.

 

            Η υπόθεση άπτεται εν γένει όπως έχει ήδη αναφερθεί, ισχυρισμών για αμέλεια εκ πλευράς του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τους ενάγοντες στην αγωγή 282/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

          Καθοδήγηση επί του θέματος το Δικαστήριο μπορεί να λάβει από τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Beaumont κ.α. v Παπακλεοβούλου (2010) 1 Α Α.Α.Δ. 525, όπως επίσης από την αγγλική νομολογία και τα διάφορα έγκυρα συγγράμματα που πραγματεύονται του θέματος. 

 

          Στην υπόθεση Beaumont (πιο πάνω), η οποία αφορούσε εξωδικαστική εργασία σε συνάρτηση με την ετοιμασία συμφωνίας για αγορά γης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα όσον αφορά το γενικό καθήκον επιμέλειας ενός δικηγόρου ως επαγγελματία, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια: 

 

«Το καθήκον επιμέλειας ενός δικηγόρου στο κοινοδίκαιο, όπου επαγγελματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής, ταυτόχρονα περιλαμβάνει συμβατικό καθήκον επιμέλειας. Η ύπαρξη αυτού του καθήκοντος, το οποίο απορρέει από τη μεταξύ του επαγγελματία και του πελάτη του συμβατικής σχέσης, δεν αποκλείει την ταυτόχρονη και ανεξάρτητη ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας και της δυνατότητας καταλογισμού παράλληλης ευθύνης, δυνάμει του αστικού αδικήματος της αμέλειας.

 

Η υποχρέωση επιμέλειας επαγγελματιών, καλύπτεται από το Άρθρο 51(2) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«51 (1) … … … … … … … … … … … … … … … … … ....

(2) Υποχρέωση, να μην επιδεικνύεται αμέλεια υφίσταται στις πιο κάτω περιπτώσεις, δηλαδή-

 … … … … … … … … … … … … … … … … … ....

(ε) Πρόσωπο που ασκεί με αμοιβή ή άλλως πως επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχολία ή παρέχει υπηρεσίες σε άλλο πρόσωπο υπέχει τέτοια υποχρέωση έναντι κάθε προσώπου, επί του οποίου ή επί της ιδιοκτησίας του οποίου ασκεί το επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχολία ή προς στον οποίο παρέχει την υπηρεσία».

 

Οι δικηγόροι, δεν έχουν οποιαδήποτε ασυλία, αλλά συμπεριλαμβάνονται στην πιο πάνω γενική κατηγορία επαγγελματιών. Το επίπεδο επιμέλειας τους καθορίζεται από το άρθρο 51(1):-

 

«51(1) Αμέλεια συνίσταται-

(α) … … … … … … … … … … … … … … … … … .... ή

(β) στην παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις,

και στην πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτής:

… … … … … … … … … … … … … … … … … ....».

 

Είναι φανερό από τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 51 του Κεφ. 148 ότι ένας δικηγόρος, όπως και κάθε άλλος επαγγελματίας, κρίνεται με βάση το βαθμό επιμέλειας και δεξιότητας που αναμένεται από το μέσο επαγγελματία της τάξης στην οποία ανήκει. Το επίπεδο αυτό είναι του συνήθους, επιμελούς και ικανού επαγγελματία. Δεν είναι ούτε εκείνο του πολύ προσοντούχου, ούτε εκείνο ενός επαγγελματία που κατέχει τα ελάχιστα προσόντα. Συμμόρφωση με τη γενική πρακτική του επαγγέλματος μπορεί να παρέχει κάποια κάλυψη αλλά όχι πάντα και ιδιαίτερα όταν η συγκεκριμένη πρακτική δεν έτυχε να δοκιμαστεί δικαστικά.

 

Το καθήκον επιμέλειας στην προκειμένη περίπτωση

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι στην Κύπρο, σε αντίθεση με την Αγγλία, υπάρχει ένας και όχι δύο κλάδοι επαγγελματιών δικηγόρων.

 

………………………………………………………………………………………

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ενασχόληση μας με τα καθήκοντα του  δικηγόρου, αφορά σε εξωδικαστική εργασία, με αποτέλεσμα να είναι πιο εύκολο να εξευρεθεί το επίπεδο επιμέλειας, αφού δεν υπάρχουν τα διλήμματα της ζωντανής δίκης που περιέγραψε ο Δικαστής Bingham στην υπόθεση Ridehalgh v. Horsefield and Another [1994] 3 All E.R. 848 (CA).

 

Σε περιπτώσεις εξωδικαστικών υποθέσεων, τα καθήκοντα ενός δικηγόρου* δεν είναι δυνατό να απαριθμηθούν, εκτός και αν περιορίζονται ρητά μέσα από τις οδηγίες που του δίδονται. Μεταξύ των κύριων καθηκόντων του, είναι με επιμέλεια να συμβουλεύει τον πελάτη του, να φέρει σε γνώση του τυχόν προβλήματα, τυχόν εγγενείς κινδύνους, να τον προειδοποιεί γι’ αυτούς και να προστατεύει τα συμφέροντά του. Για αποφυγή παρεξηγήσεων με τον πελάτη του, ο συνετός δικηγόρος, αν και δεν έχει νομική υποχρέωση, φροντίζει να πάρει γραπτώς τις οδηγίες του πελάτη του, ιδιαίτερα όταν αυτές περιοριστούν σε συγκεκριμένα θέματα ή όταν ο πελάτης του επιλέξει, παρά τις συμβουλές του, να ενεργήσει διαφορετικά.»

 

 

          Στην παρούσα υπόθεση, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, το θέμα που έχουμε αφορά δικαστηριακή εργασία που προσομοιάζει με αυτή που στην Αγγλία θα έκανε ένας Barrister, κατόπιν υπογραφής και διοριστήριου όσον αφορά τα θέματα, μεταξύ άλλων, συμβουλής και  διευθέτησης μιας υπόθεσης. Οπότε παρόλο που όπως έχει ήδη αναφερθεί, διαχωρισμός δικηγόρων δεν υπάρχει στην Κύπρο, για σκοπούς άντλησης καθοδήγησης σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται και στα συγγράμματα Professional Negligence, Jackson & Powell, 1982, Κεφ.4, Negligence: Buckley The Law of Negligence and Nuisance (Common Law Series),  6η έκδοση, Κεφ. 8 Lawyers, Clerk & Lindsell on Torts, 22η έκδοση, Κεφ. 10, Professional Liability – Μέρος 3 «Law», παρ. 10-108 και επόμενες.

 

          Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ύπαρξη του καθήκοντος του δικηγόρου μπορεί να απορρέει από τη μεταξύ τους συμβατική σχέση, η οποία δεν αποκλείει την ταυτόχρονη και ανεξάρτητη ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας και της δυνατότητας καταλογισμού παράλληλης ευθύνης, δυνάμει και του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Η θέση αυτή, η οποία είχε αρχικά τεθεί στην Midland Bank Trust Co Ltd and another v Hett, Stubbs & Kemp (a firm) [1979] Ch 384, υιοθετήθηκε ομόφωνα και στην Henderson ν Merrett Syndicates Ltd (1995) 2 AC 145. Στο σύγγραμμα Professional Negligence (πιο πάνω), στη σελίδα 154 και επόμενες αναλύεται η ευθύνη δικηγόρου για παράβαση καθήκοντος, η οποία χωρίζεται σε 5 κατηγορίες, για τις 4 εκ των οποίων χρειάζεται η απόδειξη παράβασης του ίδιου επιπέδου επιμέλειας και φροντίδας, δηλαδή αμέλειας. Αυτές είναι (1) breach of a specific contractual duty, (2) breach of implied contractual duty to exercise reasonable skill and care, (3) breach of the duty of care owned by the solicitor to the client independently of his contractual duties, (4) breach of the duty of care owed by the solicitor to some third parry who is not a client και (5) breach of fiduciary duty. Ακολούθως στην ίδια ενότητα δίδονται παραδείγματα περιπτώσεων, όχι εξαντλητικά, όπου κάποιος δικηγόρος μπορεί να κριθεί υπεύθυνος για παράβαση των καθηκόντων του. Μεταξύ άλλων, είναι η περίπτωση όπου δίδει λάθος συμβουλή, όπου παραλείπει να συμβουλεύσει τον πελάτη του για θέματα τα οποία όφειλε και/ή μπορεί να περιήλθαν στην γνώση του άμεσα και/ή έμμεσα σχετικά με την υπόθεση του ή για θέματα τα οποία όφειλε να διερευνήσει και/ή να συμβουλεύσει τον πελάτη του και δεν το έπραξε και/ή για τυχόν κινδύνους που προκύπτουν και/ή ενυπάρχουν στην υπόθεση του, παρατυπίες κατά την καταχώρηση αγωγής και/ή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, όπως επίσης και όταν διευθετεί μια υπόθεση. Φυσικά κάθε περίπτωση αποφασίζεται με τα δικά της συγκεκριμένα γεγονότα.

 

          Σημαντικό είναι επίσης να προσθέσουμε εδώ ότι ο δικηγόρος δεν απαιτείται να είναι γνώστης όλων των νομοθετημάτων. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts (πιο πάνω) στη σελ. 730 κάτω από τον τίτλο «What amounts to breach of duty» «A lawyer is not "bound to know all the law". His duty is, like that of every other professional person, to exercise that reasonable degree of skill and care to be expected of a competent and reasonably experienced solicitor».

 

          Δηλαδή σε γενικότερο πλαίσιο σημειώνεται ότι κάθε επαγγελματίας στη διαγωγή του κρίνεται με βάση το βαθμό επιμέλειας και δεξιότητας που αναμένεται από τον μέσο επαγγελματία της τάξης στην οποία ανήκει. Το επίπεδο αυτό είναι του συνήθους επιμελούς και ικανού επαγγελματία και όχι εκείνο του πολύ προσοντούχου, αλλά ούτε και εκείνου που κατέχει τα ελάχιστα προσόντα.

 

          Όπως επίσης καταγράφεται στο σύγγραμμα Δικηγορία στην Κύπρο, Θεσμικό πλαίσιο  και άσκηση επαγγέλματος του Δρος Χρ. Κληρίδη, Έκδοση 2017, Κεφ. IV Επαγγελματική Αμέλεια Δικηγόρων, σελ. 103 και επόμενες, το καθήκον του δικηγόρου να ασκεί λογική επιμέλεια και φροντίδα συμπεριλαμβάνει τα ακόλουθα: (α) Να είναι επιμελής και προσεκτικός. (β) Να συμβουλεύει τον πελάτη για όλα τα θέματα σχετικά με διορισμό και που είναι λογικά απαραίτητο. (γ) Να προστατεύει τα συμφέροντα του πελάτη, (δ) Να ακολουθεί τις οδηγίες του. (ε) Να συμβουλεύεται τον πελάτη του για θέματα για τα οποία έχει αμφιβολία και τα οποία δεν εμπίπτουν εντός της διακριτικής ευχέρειας που του δόθηκε. (στ) Να τηρεί τον πελάτη του ενήμερο. (ζ) Να γνωρίζει πού και πώς θα εντοπίσει το Νόμο. Δεν αναμένεται πάντως από το δικηγόρο να είναι αλάνθαστος και να έχει εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του Νόμου.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως έχει διαφανεί, απέρριψε μεν την κυρίως απαίτηση των εφεσίβλητων‑εναγόντων, τους δικαίωσε όμως σε σχέση με το άλλο μέρος του παραπόνου τους που αφορούσε το ποσό των €1.178,61 που αντιπροσωπεύει το ποσό των αεροπορικών εισιτηρίων με τα οποία επιβαρύνθηκαν για να είναι παρόντες στην Κύπρο σε δύο συγκεκριμένες ημερομηνίες, και ειδικότερα 26.5.2010 και 29.11.2010, ημερομηνίες που ήταν ορισμένη η αγωγή για ακρόαση, ενώ διαφάνηκε μέσω ενημέρωσης που έτυχαν από τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, o οποίος τους απηύθυνε σχετική επιστολή την 1.10.2012, ότι εκείνες τις δύο ημερομηνίες ο εφεσείων‑εναγόμενος είχε ζητήσει αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας επικαλούμενος την απουσία τους από την Κύπρο.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο επιστολές του εφεσείοντα‑εναγόμενου προς τον εφεσίβλητο 1‑ενάγοντα 1 που αφορούσαν την επικοινωνία που είχε μαζί του ως όφειλε, ενημερώνοντας τον για τις ημερομηνίες 26.5.2010 και 29.11.2010 όπου είχε οριστεί η υπόθεση για ακρόαση και έθετε υπόψη του ότι τόσο η δική του παρουσία, όσο και της εφεσίβλητης 2‑ενάγουσας 2 ήταν αναγκαία. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι‑ενάγοντες κατ' ακολουθία των πιο πάνω επιστολών του εφεσείοντα‑εναγόμενου είχαν προχωρήσει στην έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων για τις εν λόγω ημερομηνίες και ότι ταξίδεψαν από την Αγγλία και βρίσκονταν κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες ακρόασης στην Κύπρο, αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όπως επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός αποτελούσε η επιθυμία των εφεσίβλητων‑εναγόντων για προώθηση και διεκπεραίωση της αγωγής 282/2008 το συντομότερο δυνατό.

 

            Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι:

 

«Με την επιθυμία συνεπώς των εναγόντων για σύντομη εκδίκασης της υπόθεσης τους να είναι αδιαμφισβήτητη και γνωστή στον εναγόμενο, η ενέργεια του να αιτηθεί αναβολής επικαλούμενος την απουσία τους, ενώ αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο, πράγμα το οποίο γνώριζε και σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει προτού τοποθετηθεί ενώπιόν Δικαστηρίου, αποκαλύπτει κατά την κρίση μου χειρισμό της αγωγής 282/2008 κατά τρόπο αντίθετο της επιθυμίας των εναγόντων‑πελατών του. Συμπεριφορά η οποία κατά την κρίση μου δεν συνάδει με το ότι αναμένεται από τον μέσο δικηγόρο να πράξει σε μία τέτοια περίπτωση και o οποίος μάλιστα αμείβεται ως επαγγελματίας για σκοπούς προώθησης της αξίωσης των πελατών του.»

 

            Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθ' όλα σωστή. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη δικαιολογία που προέβαλε ο εφεσείων‑εναγόμενος, ότι είχε ρωτήσει από πριν το Δικαστήριο αν η υπόθεση είχε σειρά να ακουστεί κατά τις εν λόγω ημερομηνίες και μετά που πληροφορήθηκε ότι προηγούντο άλλες, έκανε διευθετήσεις με το πρόγραμμα του να παρευρεθεί σε άλλα δικαστήρια για άλλες υποθέσεις. Όταν δε τελικά η υπόθεση είχε σειρά να ακουστεί και στις δύο ημερομηνίες, προέβαλε ως λόγο για αναβολή τους, αναληθές γεγονός, που γνώριζε ότι ήταν αναληθές, ότι δηλαδή απουσίαζαν οι πελάτες του από την Κύπρο, ενώ γνώριζε καλώς ότι αυτοί είχαν ταξιδέψει στην Κύπρο για σκοπούς της υπόθεσης μετά από δική του επικοινωνία προς εκείνους ότι η παρουσία τους στο Δικαστήριο εκείνη την ημέρα ήταν αναγκαία. Η συμπεριφορά του αυτή, λαμβάνοντας υπόψη και τις αρχές της νομολογίας ανωτέρω, σίγουρα δεν συνάδει με την ορθή συμπεριφορά δικηγόρου προς τους πελάτες του, γι' αυτό και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο να επιδικάσει υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα το ποσό που πλήρωσαν για τα αεροπορικά τους εισιτήρια και για τις δύο ημερομηνίες.    

 

            Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

 

            Σε ό,τι αφορά τους τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, που, λόγω συνάφειας μπορούν να τύχουν εξέτασης μαζί, πραγματεύονται ουσιαστικά την επιδίκαση των εξόδων πρωτόδικα υπέρ των εφεσίβλητων 1 και 2‑εναγόντων. Οι λόγοι αυτοί στρέφονται γύρο από δύο παραμέτρους, αφ' ενός το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων 1 και 2 παρά το ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της απαίτησης τους είχε απορριφθεί, αλλά και για το γεγονός ότι δόθηκε διαταγή για έξοδα πρωτόδικα και υπέρ της εφεσίβλητης 2, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, αναφέρουμε ότι ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν τα δικόγραφα που είχαν καταχωρηθεί από δικηγόρο εκ μέρους και των δύο εναγόντων, ο ενάγοντας 1 είχε κοινή αξίωση μαζί με την ενάγουσα 2 και όλα τα έγγραφα και Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούσαν την αξίωση τους από κοινού. Η μαρτυρία που δόθηκε αναφορικά με το μέρος της απαίτησης των εναγόντων, η οποία πέτυχε, αφορούσε και τους δύο ενάγοντες και μάλιστα ως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, ο εφεσείοντας‑εναγόμενος δεν αμφισβήτησε το κόστος των αεροπορικών εισιτηρίων για τη μετάβαση των δύο εφεσιβλήτων‑εναγόντων στην Κύπρο στις συγκεκριμένες δύο ημερομηνίες και ουδέποτε αρνήθηκε ότι ήταν παρόντες και οι δύο κατά τις δύο ημερομηνίες. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και έκδωσε απόφαση και υπέρ της ενάγουσας 2.

 

 

            Ορθή επίσης είναι και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των εξόδων που επιδικάστηκε υπέρ των εναγόντων 1 και 2, δηλαδή αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο, σε αναλογία με το ποσό για το οποίο έχει εκδοθεί η απόφαση, κλίμακα, λαμβάνοντας υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησης των εναγόντων- εφεσιβλήτων είχε απορριφθεί.

 

            Επομένως, και οι λόγοι έφεσης τρία και τέσσερα είναι έκθετοι σε απόρριψη και απορρίπτονται.

 

            Σε ό,τι αφορά την αντέφεση, ο πρώτος λόγος αντέφεσης που προβάλλουν οι εφεσίβλητοι αφορά τη θέση τους ότι υπήρξε κακός χειρισμός της αγωγής τους από τον εφεσείοντα και ότι υπήρξε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων τους κατά παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης εξ υπαιτιότητας ή/και λόγω συμπεριφοράς και/ή την χωρίς οδηγίες τους αυθαίρετη πρωτοβουλία του εφεσείοντα όταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν δικηγόρος τους.

 

            Σε ό,τι αφορά το μέρος του παραπόνου τους που αφορά την εκ συμφώνου έκδοση απόφασης με συμβιβασμό στην αγωγή 282/2008, έχει ήδη διαφανεί από τα πιο πάνω ότι επικυρώνεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα ευρήματα του και τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την αξίωση των εναγόντων που αφορούσαν εκείνο το θέμα. Δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο εφεσείοντας δεν ακολούθησε τις γραπτές τους οδηγίες και/ή ότι δεν έλαβε τη σύμφωνο γνώμη τους για να προχωρήσει στη διευθέτηση και/ή τον συμβιβασμό της αγωγής με αυτό τον τρόπο. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, μετά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης υπήρξε ενημέρωση εκ νέου από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο 1 για την έκδοση της απόφασης και ο εφεσίβλητος 1 όχι μόνο δεν εξέφρασε οποιαδήποτε αντίθετη άποψη ή να ξαφνιαστεί για το γεγονός αυτό ή να ζητά εξηγήσεις, παρά μόνο αναφέρει και στον εφεσείοντα εκκρεμότητα που έχουν για άλλη υπόθεση. Είναι μόνο μετά που δεν μπόρεσε να εισπράξει το ποσό της απόφασης που αποφάσισε ότι έχει παράπονο. Επομένως, το θέμα του συμβιβασμού της αγωγής 282/2008 χωρίς να υπάρχουν οδηγίες, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

            Σε ό,τι αφορά το δεύτερο κομμάτι, της ενδεχόμενης αμέλειας, του γεγονότος δηλαδή ότι ο εφεσείοντας ζήτησε αναβολή δύο φορές για την ακρόαση της αγωγής 282/2008 προβάλλοντας ως λόγο την απουσία των εναγόντων στο εξωτερικό, ενώ γνώριζε καλά ότι αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο, δεν θεωρούμε ότι άπτεται ισχυρισμών για μη δίκαιη δίκη. Επομένως ο πρώτος λόγος αντέφεσης, απορρίπτεται.

 

            Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης, αφορά ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  εσφαλμένα δεν επιδίκασε στους εφεσίβλητους το ποσό των €8.000 που αντιπροσωπεύει το ποσό που οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν και θα εισέπρατταν στην αγωγή 282/2008 αν ο εφεσείοντας δεν διευθετούσε και/ή συμβίβαζε την αγωγή με τρόπο που ήταν προφανώς αντίθετος προς τις γραπτές οδηγίες που του είχαν δώσει και αντίθετος με τα συμφέροντα τους.

            Όπως έχει καταστεί φανερό από πριν, ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο εφεσείοντας διευθέτησε την αγωγή με τρόπο που ήταν προφανώς αντίθετος προς τις γραπτές οδηγίες που του είχαν δώσει, δεν ευσταθεί με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχουν επικυρωθεί με την απόφαση μας, ούτε και έχει αποδειχθεί ότι ο τρόπος συμβιβασμού ήταν αντίθετος με τα συμφέροντα των εφεσίβλητων‑εναγόντων. Επαναλαμβάνουμε ότι όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αναφέρει, μετά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης, ο εφεσείοντας ενημέρωσε τον εφεσίβλητο 1 για την έκδοση της, και ο εφεσίβλητος 1 όχι μόνο δεν έδειξε οποιαδήποτε δυσαρέσκεια, αλλά αντίθετα ευχαρίστησε τον εφεσείοντα για την ενημέρωση και προχώρησε και συζήτησε μαζί του θέμα που αφορούσε άλλη υπόθεση που είχαν. Το θέμα «διαφωνίας» με την απόφαση που είχε εκδοθεί, φαίνεται να προέκυψε μετά που η απόφαση δεν μπόρεσε να εκτελεστεί, κάτι που δεν αφορά την έκδοση της.

 

            Επομένως και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία.

 

 

            Συνεπακόλουθα τόσο η έφεση, όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολο της.

            Με το δεδομένο ότι η έφεση και αντέφεση εκδικάστηκαν μαζί, θεωρούμε ορθό όπως μην προβούμε σε διαταγή για έξοδα.

 

 


          
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.


  Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.


                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο