ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                     

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 69/24)

 

19 Μαρτίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΕΤΤΙΔΗΣ

Εφεσείων

 v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Ν. Δημητρίου, για Εφεσείοντα
Α. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατηγορούμενος 2, προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης την απόφαση του Κακουργοδικείου Λάρνακας ημερ. 7.3.24, με την οποία διέταξε την κράτηση του μέχρι εμφανίσεως ενώπιον του στις 20.3.24 για απάντηση στις κατηγορίες της κατοχής 3kg κάνναβης επί σκοπώ προμήθειας σε άλλον (κατηγορία 1) και της μεταφοράς συσκευής εκτόξευσης επιβλαβούς αερίου (κατηγορία 3). Την προαναφερθείσα πρώτη κατηγορία αντιμετωπίζει από κοινού με τον κατηγορούμενο 1, ο οποίος αντιμετωπίζει μόνος και τη δεύτερη κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση αυτοκινήτου. Το αίτημα κράτησης είχε στηριχθεί στον κίνδυνο φυγοδικίας και για τους δύο. Ο συγκατηγορούμενος του δεν είχε φέρει ένσταση στην κράτηση του.

 

        Τις αρχές, στη βάση των οποίων εξετάζονται παρόμοιας φύσης αιτήματα, είχαμε την ευκαιρία να τις παραθέσουμε αναλυτικά στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους λεπτομερώς. Αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε, σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας, ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορούμενων κατά τη δίκη τους, νοουμένου όμως ότι αυτός ο κίνδυνος δεν διαπιστώνεται αυτομάτως κάθε φορά που συντρέχουν τα προαναφερθέντα τρία στοιχεία αλλά καθηκόντως συνυπολογίζονται και άλλα σχετικά δεδομένα, τα αποκαλούμενα «υποκειμενικά» (Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).

 

        Στην εξεταζόμενη εδώ υπόθεση τόσον η σοβαρότητα όσον και η αυστηρότητα της τυχόν επιβληθησομένης ποινής σε περίπτωση καταδίκης, είναι αυταπόδεικτες. Συνάγονται αντιστοίχως, αφενός από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας φυλάκισης εν σχέσει με την πρώτη κατηγορία και αφετέρου από τις πολυετείς ποινές φυλάκισης που κατά καιρούς έχουν επικυρωθεί για το εν λόγω αδίκημα. Άλλωστε με αυτό είχε συμφωνήσει πρωτοδίκως και ο συνήγορος του Εφεσείοντος, θέτοντας με σχετική δήλωση του τα δύο αυτά ζητήματα εκτός κάθε συζήτησης.

 

        Όσον αφορά την πιθανότητα καταδίκης, το παρουσιασθέν ενώπιον του Κακουργοδικείου μαρτυρικό υλικό αναφερόταν στο: (i) ότι κατόπιν πληροφορίας για διακίνηση κάνναβης μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. Αρχηγείου έθεσαν υπό παρακολούθηση το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου 1, στο οποίο συνοδηγός ήταν ο Εφεσείων, (ii) ότι στις διάφορες διαδρομές μεταξύ των ωρών 14:42΄ μέχρι 16:35΄ τους είδαν να εναλλάσσονται δύο φορές στις θέσεις οδηγού και συνοδηγού, (iii) ότι λίγο μετά είδαν τη συνάντηση με άλλο αυτοκίνητο, το άνοιγμα των χώρων αποσκευών των δύο οχημάτων και τη διακίνηση ατόμου μεταξύ των αυτοκινήτων στην παρουσία του Εφεσείοντος που είχε αποβιβαστεί προσωρινά, (iv) ότι λίγο μετά με την εμπλοκή τριών υπηρεσιακών οχημάτων της Υ.ΚΑ.Ν. επετεύχθη ανακοπή του παρακολουθούμενου αυτοκινήτου, αφού όμως προηγήθηκε προσπάθεια του για διαφυγή με σύγκρουση σε άλλα οχήματα, (v) ότι ο Εφεσείων και ο κατηγορούμενος 1 κλειδώθηκαν στο αυτοκίνητο και αρνούντο να εξέλθουν, μέχρι που χρησιμοποιήθηκε ανάλογη βία, (vi) ότι αμέσως μετά εντοπίστηκε στον χώρο αποσκευών του παρακολουθούμενου αυτοκινήτου μια χάρτινη σακούλα εντός της οποίας υπήρχαν δυο νάιλον διαφανείς συσκευασίες κλειστές αεροστεγώς που περιείχαν φυτική ύλη κάνναβης, για την οποία υπήρξε επίστηση και στους δύο χωρίς να ληφθεί απάντηση και (vii) ότι μετά το πέρας της σωματικής έρευνας ο Εφεσείων είχε πει «εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τα ναρκωτικά» και σε νέα επίστηση ότι «εν τρία κιλά τζιαι έδωκεν τα ο Αντρικκής στον Σιακαλλή» (δηλ. στον κατηγορούμενο 1).

 

        Σε άλλο μέρος της μαρτυρίας αναφερόταν ότι αργότερα το ίδιο βράδυ ο Εφεσείων δήλωσε πως, ενόσω διακινούντο πριν την ανακοπή, είχε ακούσει τηλεφωνική συνομιλία του κατηγορούμενου 1 σχετικά με το αν το άλλο πρόσωπο θα έδινε στον κατηγορούμενο 1 «τρία ή πέντε κιλά» και πως λίγο μετά όταν έφθασαν στα Λειβάδια ο κατηγορούμενος 1 υπέδειξε στον ίδιο (τον Εφεσείοντα) να κατεβεί να ανοίξει «… το καπό για να βάλει ο άλλος μέσα το πράγμα», όπερ και έγινε, οπότε, όπως προσέθεσε, έφυγαν από το σημείο συνάντησης.

 

        Σε μεταγενέστερη γραπτή κατάθεση του ο Εφεσείων είπε (i) ότι η τσάντα την οποία ο άλλος έβαλε στο καπό του δικού τους αυτοκινήτου ήταν «μια τσάντα υπεραγοράς και ήταν δεμένη», (ii) ότι ο ίδιος δεν την άγγιξε, δεν υποψιάστηκε και ούτε ρώτησε τι είχε μέσα (η τσάντα), (iii) ότι όσα είχε πει στη σκηνή τα άκουσε μετά, εννοώντας ότι δεν ήταν προγενέστερη γνώση του και (iv) ότι τα πράγματα έγιναν όπως τα έλεγε τώρα στην κατάθεση του. Πρόκειται για την κατάθεση ημερ. 4.2.24 (Κυανούν 39), στην οποίαν ο κ. Δημητρίου πρωτοδίκως έδωσε ιδιαίτερο βάρος, παραπέμποντας στην υπόθεση Ιακωβίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 185/20, ημερ. 25.11.20, ECLI:CY:AD:2020:B405 εν σχέσει με την ανάγκη να παρατίθενται όλα τα σημαντικά στοιχεία της μαρτυρίας για τη διατύπωση πλήρους και αντικειμενικής αιτιολογίας αναφορικά με την εκτίμηση περί ύπαρξης ή όχι πιθανότητας καταδίκης. Είχε υποστηρίξει δε τη θέση πως τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης δεν έχουν οποιαδήποτε διαφορά με αυτά της παρούσας, προσθέτοντας μάλιστα ότι δεν θα αμφισβητηθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής αλλά και πάλι οι πιθανότητες αθώωσης είναι πιο πολλές από τις πιθανότητες καταδίκης. Παρόμοιες εισηγήσεις υπήρξαν και κατά τις αγορεύσεις ενώπιον μας.

 

        Αυτό το οποίο προβάλλει ο Εφεσείων με την έφεση του είναι ότι το Κακουργοδικείο διέπραξε σφάλματα αρχής επειδή: (1) Προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας και εξήγαγε εύρημα γνώσης περί του ότι ο Εφεσείων είδε τι περιείχε η επίμαχη τσάντα, (2) Δεν παρέθεσε ουσιώδεις πτυχές του συνόλου της μαρτυρίας και ειδικότερα του Εφεσείοντος αλλά μόνο αποσπασματικά και (3) Δεν ασχολήθηκε με τους όρους τους οποίους ο Εφεσείων πρότεινε για να παραμείνει ελεύθερος.

 

        Όπως είναι εμφανές οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης διασυνδέονται, αφού αναφέρονται σε κατ΄ ισχυρισμόν ενέργειες ή παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του. Κρίνουμε ότι αρμόζει και εξυπηρετεί η συνεξέταση των λόγων αυτών.

 

        Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης θα πρέπει να πούμε ότι εισερχόμενο να εξετάσει την πιθανότητα καταδίκης το Κακουργοδικείο εξαρχής είχε τονίσει πως τα όσα κατέγραφε δεν συνιστούσαν συμπεράσματα, ότι αυτά θα εξετάζοντο όταν θα ετίθετο η μαρτυρία και ότι σε αυτό το στάδιο εξέτασε το μαρτυρικό υλικό στην όψη του και μόνο, με σκοπό τον έλεγχο ύπαρξης ή όχι πιθανότητας καταδίκης. Κατά τη γνώμη μας αυτό το οποίο αναδύεται από το απόσπασμα που ακολούθησε είναι ότι το Κακουργοδικείο απλά παρέθεσε το μαρτυρικό υλικό το οποίο υπήρχε ενώπιον του και μάλιστα με αναφορά σε συγκεκριμένους μάρτυρες ή καταθέσεις, καθώς και φράσεις από το μαρτυρικό υλικό, τις οποίες επισημάναμε πιο πριν στην παρούσα. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε στο σημείο αυτό.

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση ότι το Κακουργοδικείο έχει προβεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας. Ενδεχομένως κάποιοι χρησιμοποιηθέντες λεκτικοί όροι να είναι όντως αδόκιμοι (π.χ. τα ρήματα «προκύπτει» ή «καταδειχθεί») πλην όμως σε καμμιά περίπτωση δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε αξιολόγηση πρωτογενών γεγονότων υπό την έννοια εξαγωγής ευρημάτων ή συμπερασμάτων επ΄ αυτών. Κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι απαράδεκτο σε ένα τέτοιο ενδιάμεσο στάδιο, δηλαδή εάν γινόταν, εκτός του πλαισίου της ακροαματικής διαδικασίας και του τελικού σταδίου αξιολόγησης.

 

        Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, παραπονείται ο Εφεσείων πως το Κακουργοδικείο «αξιολογώντας το έγγραφο Β προέβη σε εύρημα ότι ο Εφεσείων είδε εκ των προτέρων τι περιείχε η τσάντα». Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι μετά την παράθεση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, (την οποία συνοψίσαμε πιο πριν), το Κακουργοδικείο κατέγραψε τη διαπίστωση του ότι «από αυτά και μόνο τα στοιχεία … υπάρχει πιθανότητα καταδίκης…» και μόνο τότε προχώρησε λέγοντας:

 

        «Ο κύριος Δημητρίου προέβαλε ότι υπάρχει και πιθανότητα αθώωσης αν εξεταστεί το μαρτυρικό υλικό και τα όσα είχε αναφέρει ο κατηγορούμενος 2. Να πούμε εδώ ότι ο κύριος Αντωνίου έχει καταθέσει και δέσμη φωτογραφιών Έγγραφο Β, στο οποίο φαίνεται πώς ήταν τοποθετημένα τα ναρκωτικά, όταν σταμάτησαν οι ανακριτικές αρχές το όχημα των κατηγορουμένων και άνοιξαν το χώρο αποσκευών. Αυτό έγινε έτσι ώστε να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος 2, όταν άνοιξε την πόρτα του χώρου αποσκευών του οχήματος στο οποίο επέβαιναν για να τοποθετηθούν τα ναρκωτικά στο όχημά τους, είδε το τι περιέχει η τσάντα. Στην πιο πάνω αναφερόμενη κατάθεση του ο κατηγορούμενος 2 είχε πει ότι η τσάντα ήταν δεμένη και δεν υποψιάστηκε αλλά ούτε και ρώτησε τι είχε μέσα.

 

        Αυτό που κρίνεται στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσο από την όψη του μαρτυρικού υλικού και μόνο προκύπτει η πιθανότητα καταδίκης χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η πιθανότητα αθώωσης. Από τα στοιχεία, όμως, που έχουμε αναφέρει πιο πάνω, η κρίση μας είναι ότι το στοιχείο της πιθανότητας καταδίκης έχει καταδειχθεί από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής».

 

        Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του Εφεσείοντος δεν συμφωνούμε ότι στο πιο πάνω απόσπασμα εντοπίζεται αξιολόγηση μαρτυρίας και πολύ περισσότερο, ότι υπήρξε εύρημα περί γνώσης του Εφεσείοντος για το περιεχόμενο της τσάντας. Το Έγγραφο Β, το οποίο έχουμε ενώπιον μας, περιγράφεται ως τρεις από τις φωτογραφίες τις οποίες είχε λάβει ο χειριστής τεκμηρίων μόλις είχε φτάσει στη σκηνή, ήτοι περί τα 15 έως 20 λεπτά μετά την ανακοπή (Κυανούν 62). Κατά την παρουσίαση τους πρωτοδίκως το επιχείρημα του Κατηγόρου ήταν ότι όπως ήταν η τσάντα δεν μπορεί ο Εφεσείων να μην είδε το περιεχόμενο. Εκ μέρους του Εφεσείοντος στην αιτιολογία του πρώτου λόγου τονίζεται πως μια εκ των φωτογραφιών απεικονίζει την τσάντα κλειστή σε αντίθεση με τις άλλες δυο. Στην όψη του πράγματος ενδεχομένως να δημιουργείται διαφορετική εντύπωση από την προαναφερθείσα εκ μέρους του κ. Δημητρίου πλην όμως δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ δική μας τοποθέτηση. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι πως, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται, το Κακουργοδικείο (ορθώς) δεν κατέληξε σε κάποια οριστική διαπίστωση για το θέμα. Ούτε φαίνεται να έλαβε υπόψιν τον συλλογισμό του Κατηγόρου στη δική του δικαστική κατάληξη. Δεν συμφωνούμε συνεπώς ότι υπήρξε «εύρημα γνώσης». Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι και εδώ το Κακουργοδικείο κατέγραψε την παρουσιασθείσα ενώπιον του μαρτυρία και τα επιχειρήματα, συπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, ως είχε υποχρέωση, στα πλαίσια συνεκτίμησης του συνόλου της μαρτυρίας και δη μιας ουσιώδους θέσης του.

 

        Η τελευταία ως άνω διαπίστωση μας απαντά κατά τη γνώμη μας και στα προβαλλόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Στα πλαίσια αυτού του λόγου ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργοδικείο δεν παρέθεσε ουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας και δη της δικής του, την οποία παρέθεσε αποσπασματικά. Με επίκληση της υπόθεσης Ιακωβίδης (ανωτέρω) προβάλλει ο Εφεσείων ότι το Κακουργοδικείο παρέθεσε επιλεκτικά στοιχεία μαρτυρίας από πλευράς της Εφεσίβλητης και αγνόησε πλήρως τα στοιχεία της δικής του μαρτυρίας τα οποία δημιουργούσαν πιθανότητες αθώωσης.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι αγνόησε οποιαδήποτε στοιχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως είχε υπόψιν τις θέσεις του Εφεσείοντος. Εξ ου και κατέγραψε ειδικά τις προφορικές δηλώσεις του προς τον αστυφύλακα Αντρέου. Αυτό είναι και το βασικό στοιχείο το οποίο διακρίνει την παρούσα από την υπόθεση Ιακωβίδης (ανωτέρω), στην οποία, ως έχει δεχθεί ενώπιον μας και ο κ. Δημητρίου, δεν υπήρχαν τέτοιες αναφορές του εκεί κατηγορούμενου, δηλαδή δηλώσεις που θα έτειναν να δείξουν γνώση, ενδυναμώνοντας έτσι την πιθανότητα καταδίκης. Στην παρούσα όμως υπήρχαν και θεωρούμε ότι το Κακουργοδικείο τις στάθμισε ορθά έναντι της μεταγενέστερης δήλωσης του Εφεσείοντος ότι η τσάντα ήταν δεμένη και δεν υποψιάστηκε τι είχε μέσα. Θα λέγαμε κατ΄ αναλογίαν προς την υπόθεση Καλλής Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 942, ότι και εδώ το μαρτυρικό υλικό δεν ήταν εκτενές αλλά περιορισμένο και εύλογα καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο το αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν εντοπίζουμε συνεπώς οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό.

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο δεν συζήτησε τους όρους τους οποίους είχε προτείνει ο Εφεσείων και τούτο επειδή ανέφερε ότι «[Η] επιβολή οποιωνδήποτε όρων δεν εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας». Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε μόνον το λεχθέν στην υπόθεση Νικήτα κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54 ότι οι λόγοι, για τους οποίους διατάχθηκε η κράτηση του Εφεσείοντος, η οποία σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης, ουσιαστικά συνιστούν και την αιτιολογία της μη απόλυσης του επί εγγυήσει ή με άλλους όρους.

 

        Παραμένει μόνο να υπενθυμίσουμε πως η εξουσία ρύθμισης της εμφάνισης ενός υποδίκου κατά τη δίκη του (κράτηση ή όροι) εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι παρεισέφρησαν εξωγενή στοιχεία είτε επειδή παραγνωρίστηκαν προαπαιτούμενα νομολογιακά κριτήρια (Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.α., Ποιν. Έφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21). Δεν διαπιστώνουμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας στην παρούσα περίπτωση.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.    

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο