ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε101/2022)

 

5 Μαρτίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

------------------------

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

Εφεσείοντα/Εναγόμενου 2

και

 

GORDIAN HOLDINGS LTD

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

------------------------

 

Μ. Θεράποντος (κα) μαζί με Α. Ττοφαρίδη (κα) για Ηλίας Χρίστου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Π. Μακρίδης για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα 

       δοθεί από τον κ. Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΟΝΗΣ, Δ.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με ενδιάμεση απόφαση του («η εκκαλούμενη απόφαση») κατόπιν ακρόασης δια κλήσεως αίτησης («η Αίτηση») που καταχωρήθηκε υπό των εναγόντων (εφεσιβλήτων) προχώρησε στην έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο απαγορεύει και/ή εμποδίζει τον εναγόμενο 2/εφεσείοντα και/ή τους αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους και/ή υπηρέτες του να αποξενώσουν και/ή διαθέσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή ενοικιάσουν για περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους και/ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο επιβαρύνουν τρία ακίνητα ιδιοκτησίας του εφεσείοντα στη Λευκωσία.  Περαιτέρω επιδίκασε τα έξοδα της διαδικασίας σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείοντας προσβάλλει την εκκαλούμενη απόφαση με εννέα λόγους έφεσης.

 

Κατά την ακρόαση της έφεσης ενώπιον μας οι δύο πλευρές υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους.  Διευκρινίζουμε ότι το προδικαστικό ζήτημα που εγείρεται μέσω του περιγράμματος του εφεσείοντα δεν προωθήθηκε κατόπιν ρητής δήλωσης της κ. Θεράποντος και επομένως δεν θα εξεταστεί.

 

Aπό την πλευρά τους οι δικηγόροι της εφεσίβλητης, οι οποίοι υποστηρίζουν την εκκαλούμενη απόφαση, εισηγούνται ότι ο 1ος, 2ος, 6ος, 7ος και 8ος λόγος έφεσης δεν θα πρέπει να εξεταστούν λόγω του ότι δεν εγέρθηκαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο κατά την πρωτόδικη διαδικασία.  Το ζήτημα αυτό θα τύχει εξέτασης, αν χρειαστεί, όταν θα εξετάσουμε τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αποφάσισε και έκδωσε το παρεμπίπτον διάταγμα αναφέροντας ότι πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου N.14/60 καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6.

 

Ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι δεν πληρείται:

(α) η πρώτη προϋπόθεση καθώς δεν διαφαίνεται μέσα από την ένορκη δήλωση του Π. Δημητρίου που υποστηρίζει την Αίτηση να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση,

(β)  η δεύτερη προϋπόθεση καθώς δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η εφεσίβλητη να δικαιούται σε θεραπεία από τη στιγμή που τα όσα έχουν αναφερθεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση δεν ευσταθούν.

(γ)  η τρίτη προϋπόθεση καθώς δεν έχει καταδείξει μέσα από την ως άνω ένορκη δήλωση ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η εφεσίβλητη δεν έχει καταδείξει επαρκώς ποια θα είναι η ανεπανόρθωτη ζημιά, την οποία θα υποστεί σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος αφού ουδεμία αναφορά γίνεται στην ένορκη δήλωση του Π. Δημητρίου και αν υπάρχει, αυτή είναι γενική και αόριστη.  Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, αυτός που θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος είναι ο ίδιος καθώς δεν θα μπορεί να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σ΄ αυτόν σε μεταγενέστερο στάδιο ενώ ούτε οι αποζημιώσεις θα είναι αρκετές για να καλύψουν την ζημιά που θα υποστεί στο μέλλον.

 

Οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 είναι νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες και δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε εδώ σε έκταση.  Να υπενθυμίσουμε μόνον ότι για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.  Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.

 

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται η κατάδειξη μιας ορατής πιθανότητας, μιας προοπτικής επιτυχίας της αγωγής. Το βάρος απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό και εν πάση περιπτώσει υπολείπεται ακόμα και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Hellenic Bank Public Company Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1235). Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο (βλ. Λόρδος κ.α. v. Σιακόλα κ.α. Πολ. Έφεση Ε143/15, ημερ. 23.3.2017 και την πρόσφατη απόφαση μας Boris Mints κ.α. v. Pavel Shishkin, Πολ. Έφεση Ε69/2020 σχ. με την Ε70/2020 και Ε71/2020, ημερ.10/1/2024).

 

          Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 το οποίο προβλέπει για δέσμευση ακίνητης περιουσίας του εναγομένου σε περίπτωση που εκκρεμεί εναντίον του αγωγή για χρέος ή αποζημίωση είναι: α) ο ενάγων να έχει καλή βάση αγωγής και β) με την πώληση ή μεταβίβαση της περιουσίας είναι  πιθανόν να παρεμποδιστεί o ενάγοντας «στο να πετύχει ικανοποιητική μελλοντική απόφαση που ενδεχομένως να εκδοθεί υπέρ του» (βλ. Σύγγραμμα των Γιώργου Ερωτοκρίτου & Πέτρου Αρτέμη «Διατάγματα Injuctions» σελ. 40, 212). 

 

          Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.α. ν. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1(Α) ΑΑΔ 162 το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ποιοτικό κριτήριο της «καλής βάσης αγωγής» στο άρθρο 5 είναι παρόμοιο σε έννοια με τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 ενώ το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 5 ότι δηλαδή είναι πιθανόν να παρεμποδιστεί ο ενάγων από το να ικανοποιήσει μεταγενέστερη στην απόφαση υπέρ του, προσομοιάζει με το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32

 

Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι δεν πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 αφού τα στοιχεία που παρέθεσε η εφεσίβλητη ήταν λανθασμένα όσον αφορά κυρίως την εκτίμηση και την αξία του επίδικου ακινήτου η οποία σύμφωνα με την θέση του εφεσείοντα υπερβαίνει κατά πολύ την κατ΄ ισχυρισμό αξία του ακίνητου όπως την παρουσίασε η εφεσίβλητη ενώπιον του Δικαστηρίου.  Περαιτέρω ούτε η δεύτερη προϋπόθεση  του άρθρου 32 του Ν.14/60 πληρείται, αφού από την στιγμή που δεν υπάρχει καλή βάση αγωγής, δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας.  Για τους λόγους αυτούς δεν πληρείται ούτε η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 5 του Κεφ.6.

 

          Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 και την δεύτερη του άρθρου 5, η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη δεν έχει αποδείξει μέσα από την ένορκη δήλωση του Π. Δημητρίου ότι σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού δεν υπάρχει αναφορά περί ανεπανόρθωτης ζημιάς ή ακόμα και αν υπάρχει, αυτή είναι γενική και αόριστη.  Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι είναι αυτός που θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την έκδοση του διατάγματος καθώς δεν θα μπορεί να υπάρξει πλήρης απονομή της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο σε αυτόν αφού οι αποζημιώσεις δεν θα είναι αρκετές για να καλύψουν τη ζημιά που θα υποστεί στο μέλλον.

 

Ομοίως με την έκδοση του διατάγματος αποστερείται του συνταγματικού δικαιώματος να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχει, απολαμβάνει ή διαθέτει κινητή ή ακίνητη περιουσία (Άρθρο 23 του Συντάγματος).

 

          Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να σημειωθεί ότι η θέση της εφεσίβλητης ότι ο λόγος έφεσης αυτός δεν τέθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν γίνεται δεκτή αφού ο 2ος λόγος ένστασης του εναγομένου 2/εφεσείοντα στην Αίτηση ήταν ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και υπήρχε ανάλογος ισχυρισμός στη παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης του που την συνόδευε (Υπήρχε μόνο κάποιος ισχυρισμός εκ μέρους του εφεσείοντα που δεν τέθηκε πρωτόδικα για τον οποίο θα γίνει αναφορά στη συνέχεια).

 

          Όσον αφορά όμως τα όσα προβάλλονται μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, αυτά δεν ευσταθούν.

 

          Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο η ενάγουσα/εφεσίβλητη με την αγωγή της αιτείται διάφορα ποσά δυνάμει συμβάσεων που η εναγομένη 1 σύναψε με την Τράπεζα Κύπρου ως επίσης την πώληση με πλειστηριασμό ακίνητης περιουσίας που ο εναγόμενος 2/εφεσείων υποθήκευσε προς εξασφάλιση των εν λόγω δανείων.  Πρόκειται για τρεις συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων διαφόρων ημερομηνιών οι οποίες δόθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου προς την εναγόμενη 1 εταιρεία με εγγυήσεις, υποθήκες και άλλες εξασφαλίσεις του εναγομένου 2 / εφεσείοντα.

 

          Αναφέρει περαιτέρω ότι, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εναγομένη 1 παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις συμβατικές της υποχρεώσεις και να καταβάλει τις συμφωνηθείσες δόσεις σε σχέση με τις τρεις πιο πάνω δανειακές συμβάσεις και έτσι η Τράπεζα Κύπρου τερμάτισε τις εν λόγω συμφωνίες και καταχώρησε την αγωγή αξιώνοντας τα ποσά των €186.000,19, €49.535,73 και €1.510.352,04 αντίστοιχα πλέον τόκων.

 

          Αναφέρει επίσης ότι οι απαιτήσεις για τα εν λόγω δάνεια μαζί με τις εξασφαλίσεις τους έχουν μεταβιβαστεί από την Τράπεζα Κύπρου προς την εφεσίβλητη η οποία αποτελεί εταιρεία εξαγοράς πιστωτικών διευκολύνσεων.  Αναφέρει ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσίβλητη προσκόμισε μαρτυρικό υλικό για τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις ως επίσης για το υπόλοιπο που διεκδικεί.

 

          Τα πιο πάνω, όπως ορθά εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αρκετά για την ικανοποίηση των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60 και την πρώτη του άρθρου 5 του Κεφ.6. 

 

          Επομένως η θέση του εφεσείοντα περί μη απόδειξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δεν γίνεται δεκτή αφού η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 καταδεικνύεται με βάση τα δικόγραφα και όχι την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση.  Δεν γίνεται επίσης δεκτή η θέση του εφεσείοντα ότι από τη στιγμή που δεν ικανοποιήθηκε η πρώτη προϋπόθεση περί ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (θέση που δεν έγινε δεκτή), δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 περί ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Τα πιο πάνω ισχύουν και για την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 5 του Κεφ.6.

 

Απομένει η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60 και της δεύτερης του άρθρου 5 του Κεφ.6.

 

          Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι δια της Αίτησης η εφεσίβλητη αιτήθηκε προσωρινό διάταγμα για δέσμευση περαιτέρω ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντα που βρίσκεται στη Λευκωσία ήτοι επιζητούσε την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος σε σχέση με τέσσερα ακίνητα στη Λευκωσία.  Κατά την ακρόαση της Αίτησης η πλευρά της εφεσίβλητης απέσυρε το αίτημα για το ένα ακίνητο και περιόρισε το αίτημα παγοποίησης στην απαγόρευση αποξένωσης, διάθεσης και επιβάρυνσης των υπόλοιπων ακινήτων και δεν επέμεινε στη γενική απαγόρευση ενοικίασης, νοουμένου ότι αυτή δεν θα υπερβαίνει το ένα έτος ούτως ώστε να μην είναι μακροχρόνια και να είναι αναγκαίο να εγγραφεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό, εμπράγματο βάρος επί των ακινήτων.

 

          Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων ανερχόταν σε ποσό ύψους €1.900.000,00 ενώ το ενυπόθηκο χρέος ανερχόταν για τα ακίνητα αυτά σε €3.284.506,85.  Με βάση τα δεδομένα αυτά, προέκυπτε κατά τον ομνύοντα ότι, ακόμη και αν η ενυπόθηκη περιουσία εκποιηθεί μέσω διαδικασίας πλειστηριασμού, πάλι θα υπήρχε υπόλοιπο χρέους το οποίο θα παρέμεινε ανεξασφάλιστο και επομένως ήταν αναγκαία η δέσμευση των ως άνω ακινήτων, η συνολική αξία των οποίων (σε τιμές του 2018 σύμφωνα με έρευνα στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο) ήταν αρκετή ώστε να εξασφαλίσει τυχόν απόφαση στην αγωγή.

 

          Η πλευρά του εφεσείοντα στην ένσταση της υποστήριξε μέσω της ένορκης δήλωσης που τη συνόδευε ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων ήτο πέραν των €4.170.000 και ως εκ τούτου μπορούσαν να καλύψουν την απαίτηση ενώ σύμφωνα με εκτίμηση που επισυνάπτετο, τα ως άνω τέσσερα ακίνητα ήτο αξίας €5.000.000,00 και όχι €2.383.100,00 όπως ισχυρίζετο η εφεσίβλητη.

 

          Με συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε μετά από άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ μέρους της εφεσίβλητης (λόγω του ότι η αρχική εκτίμηση που έγινε για λογαριασμό της εφεσίβλητης διέφερε σημαντικά από την εκτίμηση που επισυνάπτετο στην ένσταση του εναγομένου 2/εφεσείοντα), επισυνάφθηκε εκτίμηση από ανεξάρτητο εκτιμητή του ΕΤΕΚ ως προς την αξία των ενυπόθηκων ακινήτων σύμφωνα με την  οποία, η αξία τους κατά τον χρόνο εκδίκασης της αίτησης ανέρχετο στο ποσό των €1.760.000.  Περαιτέρω σύμφωνα με την εν λόγω εκτίμηση τα τρία εναπομείναντα ακίνητα των οποίων επιδιώκετο η δέσμευση ήταν ελεύθερα παντός βάρους και η αξία τους ανέρχετο γύρω στα €2.000.000,00.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού μελέτησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του και ειδικότερα τις εν λόγω εκτιμήσεις, κατέληξε ότι η εκτίμηση του ανεξάρτητου εκτιμητή του ΕΤΕΚ ήταν η πιο ορθή λόγω του ότι έγινε από ανεξάρτητο εκτιμητή αλλά και επειδή έκρινε ότι ως εργασία ήταν πλήρως επαγγελματική και τα ευρήματα σ΄αυτήν τεκμηριωμένα με επιστημονικά αιτιολογημένο τρόπο.

 

          Ως εκ των ανωτέρω κατέληξε ότι τα ενυπόθηκα ακίνητα δεν επαρκούσαν για εξασφάλιση της απαίτησης της εφεσίβλητης η οποία κατά το χρόνο εκδίκασης της Αίτησης ήταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, πέραν των €3.000.000,00 και ότι σε περίπτωση που η ενάγουσα/εφεσίβλητη πετύχει την έκδοση απόφασης για τα πιο πάνω ποσά που διεκδικεί με την αγωγή θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και είναι πιθανόν να παρεμποδιστεί να ικανοποιήσει την απόφαση που ενδεχομένως να εκδοθεί υπέρ της αν τα πιο πάνω ακίνητα αποξενωθούν.

 

          Έτσι κατέληξε ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Κεφ.6 και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 5 του Κεφ.6.

 

          Κρίνουμε ότι η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

 

          Είναι σαφές ότι η εφεσίβλητη με τον ισχυρισμό της ότι η αξία των ενυπόθηκων ακινήτων δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τα διεκδικούμενα με την αγωγή ποσά και ήταν αναγκαία η δέσμευση επιπρόσθετων ακινήτων την οποία υποστήριξε μέσω μαρτυρίας και την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, ικανοποιείτο το κριτήριο αυτό.

 

          Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στις σελίδες 7 και 8 της εκκαλούμενης απόφασης για την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 5 του Κεφ.6 δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί πρόθεση αποξένωσης της περιουσίας και ότι εκείνο που λαμβάνεται υπόψη είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί, ότι δηλαδή εκείνο που απαιτείται είναι η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί πραγματική προσπάθεια αποξένωσης (βλ. Larticon Co. v. Detergentα Developments Ltd (2004) 1(B) AAΔ 1121, C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd v. Σκυρ. “ΛεωνίκΛτδ (2001) 1(B) ΑΑΔ 785, Τσιολάκκης κ.α. ν. Στύλιανίδη (1992) 1 ΑΑΔ 782, Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.α. ν. Benfleet Enterp. Ltd κ.α. (2006) 1(Α) ΑΑΔ 280, Rapp v. Sinden κ.α. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020).  Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη (ανωτέρω) στη σελίδα 212 για να δεσμευτεί ολόκληρη η ακίνητη περιουσία του εναγόμενου, οπουδήποτε και αν αυτή βρίσκεται, θα πρέπει να επεξηγηθεί στο Δικαστήριο η αναγκαιότητα για μια τέτοια δέσμευση και θα πρέπει να παρατίθενται λεπτομέρειες της ακίνητης περιουσίας καθώς και υπολογισμός της αξίας της (βλ. Seamark Consultantcy Services Ltd κ.α. (ανωτέρω).  Η εφεσίβλητη με τη μαρτυρία που προσκόμισε ικανοποίησε τα πιο πάνω.

 

          Τα πιο πάνω απαντούν τη θέση του εφεσείοντα ότι μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση η εφεσίβλητη δεν έχει καταδείξει ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού αποτελούσε κεντρικό ισχυρισμό του ενόρκως δηλούντα στην Αίτηση, ότι σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης η εξασφάλιση που  υπήρχε μέσω των ενυπόθηκων ακινήτων δεν ήταν αρκετή και ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντα, υπήρχε ορατός κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση που ήθελε εκδοθεί υπέρ της και συνακόλουθα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.  Επομένως (αντίθετα με τα όσα εισηγείται ο εφεσείων) υπήρχε συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστρο στάδιο.  Περαιτέρω απαντά στον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ουδένας κίνδυνος υπήρχε για αποξένωση των εν λόγω ακινήτων και ότι αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν αποξένωσε τα ακίνητα πριν την καταχώρηση της αίτησης ενώ θα μπορούσε να το πράξει (ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε πρωτόδικα μέσω της ένστασης ή της ένορκης δήλωσης που τη συνόδευε).  Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για τις τυχόν επιπτώσεις σ΄ αυτόν από την έκδοση του διατάγματος, αυτοί θα εξεταστούν στα πλαίσια του δεύτερου λόγους έφεσης. 

 

          Σε σχέση με το γεγονός ότι το Δικαστήριο προτίμησε την εκτίμηση του εκτιμητή του ΕΤΕΚ από την εκτίμηση που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση, υποδεικνύουμε ότι η διαμόρφωση γνώμης επί του πιο πάνω ζητήματος με την αντιπαραβολή των πιο πάνω εκτιμήσεων δεν αποτελεί στοιχείο που αφορά την ουσία της αγωγής, κάτι που ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 10 της εκκαλούμενης απόφασης.  Επομένως, δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Περαιτέρω τα πιο πάνω ικανοποιούν τόσο τη τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 όσο και τη δεύτερη του άρθρου 5

 

Συνεπεία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αποφάσισε να εκδώσει το παρεμπίπτον διάταγμα αναφέροντας ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της εφεσίβλητης χωρίς να λάβει υπόψη τη ζημιά που θα υποστεί ο εφεσείοντας σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.  Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσμέτρησε τη ζημιά και την ταλαιπωρία την οποία θα υποστεί ο ίδιος από την έκδοση του διατάγματος και αναφέρθηκε μόνο στην ταλαιπωρία που πιθανόν θα υποστεί η εφεσίβλητη από τη μη έκδοση του διατάγματος την οποία λανθασμένα χαρακτηρίζει ως μεγαλύτερη από αυτή του ιδίου.  Περαιτέρω επικαλείται την εκτίμηση των ακινήτων που παρουσίασε η πλευρά του.

 

          Υποδεικνύουμε αρχικά ότι όσα αφορούν τις τρεις εκτιμήσεις που παρουσιάστηκαν μέσω των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Αίτηση και την ένσταση, έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω και δεν χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε περισσότερο.

 

          Η μελέτη της ένστασης στην Αίτηση και της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ένστασης που να αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας ως επίσης δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα/ εναγομένου 2 / εφεσείοντα σχετικά με το ζήτημα αυτό.  Ούτε υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός του ενόρκως δηλούντα σε σχέση με οποιαδήποτε ζημιά ή ταλαιπωρία θα υφίστατο από τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.  Κάποια γενική αναφορά στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα, κατά την ανάλυση της νομικής πτυχής, ότι το Δικαστήριο αφού διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 εξετάζει κατά πόσον είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, δεν μπορεί να αντικρούσει τη θέση των δικηγόρων της εφεσίβλητης ότι το πιο πάνω ζήτημα δεν τέθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία.  Επομένως οι πιο πάνω θέσεις της πλευράς του εφεσείοντα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (βλ. Ορουντιώτης κ.α. ν. Loukas Georghiou Management Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 71/2017, ημερ. 14/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A453).

 

          Συνεπεία των πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση του εφεσείοντα για αντεξέταση του Π. Δημητρίου ενόρκως δηλούντα στην Αίτηση.  Σύμφωνα με τον εφεσείοντα ήταν σημαντικό να δοθεί το δικαίωμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο για αντεξέταση του ως άνω προσώπου, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία της ένορκης δήλωσής του καθώς υπήρχε διάσταση απόψεων γεγονότων στις ένορκες δηλώσεις και η αντεξέταση θα διαλεύκανε τα επίδικα ζητήματα.

 

          Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

          Tο πρωτόδικο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 2/11/2021 αφού κάνει αναφορά στη Δ.39 θ1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (που ήταν σε ισχύ κατά τον ως άνω χρόνο) η οποία καθόριζε την εξουσία του Δικαστηρίου για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα, ορθώς υποδεικνύει ότι η έγκριση αιτήματος αντεξέτασης υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά μεταξύ άλλων στην υπόθεση Μήλου κ.α. (2008) 1(Α) ΑΑΔ 280 και παραθέτει το κάτωθι απόσπασμα:

«Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση παρά τη σύμφωνη προς τούτο γνώμη και του ιδίου του καθ΄ου η αίτηση στην αίτηση (…), με δεδομένο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.39, θ.1 η οποία και παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της.»

 

          Περαιτέρω ορθά επεσημαίνει, ότι βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται οι οποίοι πρέπει να σχετίζονται με τις ανάγκες της διαδικασίας, δηλαδή να σχετίζονται με τις προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος στην κυρίως ενδιάμεση αίτηση.

 

          Στη Rana (Αρ. 1) (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1660, στην οποία επίσης κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποδείχθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για άδεια αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα δίδεται πολύ σπάνια όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και ότι αίτηση για αντεξέταση ομνύοντα, η οποία υποβάλλεται εγγράφως, πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων. 

 

          Περαιτέρω στην Κούππα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.α. (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1665 που και αυτή μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση και αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, λέχθηκε ότι σε τέτοιες διαδικασίες σπάνια δίδεται σχετική άδεια για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα αφού το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων και κρίση αξιοπιστίας μαρτύρων.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα αναφορικά με παραγράφους στην ένορκη δήλωση του που αφορούν ισχυρισμούς ως προς την ακυρωθείσα διαδικασία πλειστηριασμού ενυπόθηκων ακινήτων, τη διαδικασία εκχώρησης των επίδικων δανειακών συμβάσεων από την Τράπεζα Κύπρου στην εφεσίβλητη, το ύψος του οφειλόμενου ποσού και κατά πόσο αυτό δημιουργήθηκε κατόπιν παράνομων και αντισυμβατικών χρεώσεων, για πρόταση του εφεσείοντα για συνολική διευθέτηση της υπόθεσης, ήταν άσχετα με τα επίδικα θέματα της Αίτησης.  Σε σχέση με τους ισχυρισμούς για κίνδυνο αποξένωσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Larticon Co, Phasarias (Aut. Centre) Ltd, Τσιολάκκης κ.α., Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.α. (ανωτέρω)) στην εξέταση της προϋπόθεσης για αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης που πιθανόν να εκδοθεί, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί πραγματική πρόθεση αποξένωσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας του εναγόμενου, ότι αυτό που λαμβάνεται υπόψη είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί, η πιθανότητα δηλαδή παρεμβολής εμποδίου στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα.

 

          Τέλος, αναφορικά με τις παραγράφους που αφορούν στην αξία των ενυπόθηκων ακινήτων και αυτών των οποίων επιζητείται η δέσμευση, έκρινε ότι και αυτές συνδέονται με την προϋπόθεση για δυνατότητα εκτέλεσης απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί ενώ τόνισε ότι ο ενόρκως δηλών δεν ήταν εκτιμητής και ότι οι αναφορές του παρέπεμπαν σε εκτίμηση τρίτου προσώπου.  Ανέφερε επίσης ότι το Δικαστήριο μπορούσε να διαμορφώσει γνώμη επί της αξίας των ακινήτων μελετώντας και αντιπαραβάλλοντας τις πιο πάνω εκτιμήσεις χωρίς να χρειάζεται η αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα που ούτως ή άλλως δεν ετοίμασε τις εκτιμήσεις και δεν μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο στο θέμα αυτό.  Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν καταδείχθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες απαιτούνται για έγκριση του αιτήματος.  Έτσι, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση μη επιτρέποντας την αντεξέταση του εν λόγω προσώπου.

 

          Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αιτιολογημένα και κινήθηκε εντός των ορίων που ορίζει η νομολογία και δεν βρίσκει έρεισμα η θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι παρέμειναν αναπάντητοι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης και δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η αλήθεια αλλά η ψευδής ή παραπλανητική εικόνα που παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη.

 

          Όπως άλλωστε έχει λεχθεί στην     Χαραλάμπους ν. K&T Andreou Ltd κ.α. (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1296:

«Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται.  Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962)."

Το Ανώτατο Δικατήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου.  Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).»

 

(βλ. επίσης Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 323, Κολάνη ν. Ταμπούρα (2009) 1(B) ΑΑΔ 1285).

 

          Συνεπεία των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας και ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αποφάσισε να εγκρίνει την αίτηση της εφεσίβλητης για άδεια καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης χωρίς να υπάρχει «καλός λόγος» καθώς ούτε και στοιχεία/πληροφορίες οι οποίες δεν θα μπορούσαν να τεθούν εξ΄ αρχής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

          Ο εφεσείων υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι τα όσα επιζητούσε η εφεσίβλητη να καταθέσει στο Δικαστήριο συμπληρωματικά ήταν η εκτίμηση των επίδικων ακινήτων από ανεξάρτητο εκτιμητή του ΕΤΕΚ.  Παρόλο που η εν λόγω εκτίμηση φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της Αίτησης, θα μπορούσε κάλλιστα να προσκομιστεί εξ αρχής και όχι μεταγενέστερα (δύο χρόνια) από την καταχώρηση της Αίτησης και να παρουσιάζεται ως νέο στοιχείο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) ορθά υπέδειξε ότι η δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων προβλέπεται στην Δ.48 θ.4(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (που ίσχυαν τότε) η οποία προνοούσε ως ακολούθως:

«Το Δικαστήριο ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση Συμπληρωματικών Ενόρκων Δηλώσεων.  Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.»

         

          Πρόσθεσε ότι στόχος της καταχώρησης συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση είτε της αίτησης είτε της ένστασης, ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση στη βάση της ολοκληρωμένης εικόνας της διαφοράς.  Ανέφερε επίσης ότι:

«Στην παρούσα υπόθεση οι Αιτητές αυτό που ζητούν είναι να καταχωρήσουν έκθεση εκτίμησης των επίδικων ακινήτων η οποία εξασφαλίστηκε μετά την καταχώρηση της αίτησης και θεωρούν ζωτικής σημασίας το να τεθούν όλες οι εκτιμήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου εφόσον το θέμα της αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων είναι ουσιώδες σε σχέση με τις αιτούμενες θεραπείες».

 

          Υπέδειξε ακόμα ότι η εξασφάλιση της εν λόγω εκτίμησης έγινε σε συνέχεια της λήψης της έκθεσης εκτίμησης ημερομηνίας 13/1/2021 που έγινε από τον εκτιμητή που διόρισαν οι καθ΄ων η αίτηση και ιδιαίτερα λόγω της μεγάλης απόκλισης μεταξύ των ποσών της εκτιμημένης αξίας των ακινήτων.  Ανέφερε ακόμα ότι η έκθεση εκτίμησης επιδόθηκε στην αιτήτρια (εφεσίβλητη) την 8/2/2021, η έκθεση του ΕΤΕΚ λήφθηκε την 16/3/2021 και η ένσταση καταχωρήθηκε την 26/3/2021.  Συνεπώς η έκθεση εκτίμησης του ΕΤΕΚ δεν ζητήθηκε με σκοπό να απαντηθούν οι ισχυρισμοί του ενόρκως δηλούντα στην ένσταση αλλά για να τεθούν όλες οι εκτιμήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα της αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων που ήταν ουσιώδες σε σχέση με τις αιτούμενες θεραπείες.

 

          Η νομολογία που επικαλείται η πλευρά του εφεσειόντα δεν είναι υποβοηθητική των θέσεων της.  Η υπόθεση Stav. Geor. & Son (Scrap Metals) Ltd v. Πλοίου Lipa (2000) 1(Γ) AAΔ 1976 αφορούσε αίτηση για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή διαζευκτικά άδεια για προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας προς υποστήριξη της ένστασης που καταχωρήθηκε σε αίτηση για ακύρωση εντάλματος σύλληψης πλοίου και για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος σε αγωγή ναυτοδικείου.  Όμως στην περίπτωση αυτή το ένταλμα σύλληψης του πλοίου εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση και όχι δια κλήσεως αίτηση όπως είναι η περίπτωση μας.  Η Louis Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453 επίσης αφορούσε προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης όπως και η Κόκκινου ν. Κόκκινου (2016) 1 ΑΑΔ 2523.  Πάντως στην τελευταία υπόθεση τονίστηκε ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας και ότι «καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση από την Ματθαίου κ.α. (2008) 1(Α) ΑΑΔ 510 όπου λέχθηκε ότι το κατά πόσο θα επιτραπεί σε ένα διάδικο να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε μια αίτηση ενδιάμεσης φύσεως, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει καλός λόγος ώστε να δοθεί άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ανάλογα με την περίπτωση.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της αιτήτριας (εφεσίβλητης) ότι η εν λόγω εκτίμηση περιείχε ουσιώδη νέα                                                                                                                                                                                                                                                              στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου και θα εξυπηρετούσαν τη συνέχιση της διαδικασίας και αποφαινόμενο ότι ο «καλός λόγος» είναι συνυφασμένος με την σημασία που έχει η προτεινόμενη επιπρόσθετη και/ή συμπληρωματική μαρτυρία για την εκδίκαση μιας αίτησης, θεώρησε ότι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε η πλευρά της αιτήτριας για να της επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποτελούσαν «καλό λόγο» για έγκριση του αιτήματος και προχώρησε στην έκδοση σχετικού διατάγματος.

 

          Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία βρίσκουμε ότι ασκήθηκε αιτιολογημένα και εντός των ορίων που έθεταν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και η νομολογία και επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Συνεπεία των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία η οποία παρατίθεται αναλυτικά μέσα από την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα η οποία συνοδεύει την ένσταση του.

 

Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αρχικά αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση ότι θα αποφασιστεί στο τέλος της διαδικασίας το κατά πόσο η εφεσίβλητη δικαιούται σε θεραπεία για τα ποσά που διεκδικεί ή αν αυτά είναι προϊόν δόλου ή και παράνομου τοκισμού ως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα, εντούτοις φαίνεται να αποδέχεται τη θέση της εφεσίβλητης όσον αφορά το ποσό της απαίτησης της το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €3.284.506,85 παραγνωρίζοντας τη διάσταση των μερών όσον αφορά το οφειλόμενο ποσό.  Τα πιο πάνω αποτελούν ουσιαστικά και τον ένατο λόγο έφεσης όπου ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε σε εύρημα επί της ουσίας της υπόθεσης αφού φαίνεται να αποδέχεται ότι το ποσό της απαίτησης της εφεσίβλητης ανέρχεται σε €3.284.506,85.

 

Υποστηρίζεται περαιτέρω στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης, ότι είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της εκτίμησης από το ΕΤΕΚ, ότι ο εν λόγω εκτιμητής σε καμία περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητος αφού έλαβε τις πληροφορίες για την ετοιμασία της εκτίμησης από την πλευρά της εφεσίβλητης μόνο και όχι από τις δύο πλευρές.  Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αιτιολογήσει τον λόγο για τον οποίο δεν δέχθηκε και απορρίπτει την εκτίμηση που προσκόμισε ο εφεσείοντας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ένστασης ευσταθεί. 

 

Όπως αναφέρουμε πιο πάνω σ΄ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και ευρήματα επί της ουσίας πέραν του ότι είναι αναγκαίο για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Ν.14/60 (και το άρθρο 5 του Κεφ.6) και οι σχετικές αρχές της νομολογίας.

 

Καταρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 3 της εκκαλούμενης απόφασης ότι σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση το ενυπόθηκο χρέος ανέρχεται σε €3.284.506,85 ενώ στη σελίδα 4 αναφέρει ότι σύμφωνα με την ένσταση το ποσόν του ενυπόθηκου χρέους ύψους €3.284.506,85 που απαιτεί η εφεσίβλητη είναι προϊόν δόλου αλλά και παράνομων και καταχρηστικών ρητρών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 11 της εκκαλούμενης απόφασης, έχοντας αποδεχθεί την εκτίμηση του εκτιμητή που διορίστηκε από το ΕΤΕΚ ως την πιο ορθή, κατέληξε, ότι η σημερινή αξία της ενυπόθηκης ακίνητης περιουσίας ανέρχεται σε €1.760.000 και η αξία των τριών ακινήτων των οποίων επιδιώκεται η δέσμευση σε ένα ποσόν γύρω στα €2.000.000.  Αναφέρει στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο στη 3ην παράγραφο της σελίδας 11 της εκκαλούμενης απόφασης:

«Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι σε περίπτωση που η ενάγουσα πετύχει την έκδοση απόφασης για τα πιο πάνω ποσά που διεκδικεί στην παρούσα αγωγή, τότε θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και η ενάγουσα πιθανόν να παρεμποδιστεί να ικανοποιήσει την απόφαση που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ της, αν τα υπό κρίση ακίνητα αποξενωθούν.»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας.)

 

Προκύπτει αβίαστα από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε, όπου ισχυρίζεται ο εφεσείων, ότι το οφειλόμενο ποσό στην παρούσα αγωγή ανέρχεται σε €3.284.506,85 αλλά αναφέρθηκε στην περίπτωση που η εφεσίβλητη κατορθώσει να αποδείξει την απαίτησή της στο σύνολο της.

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο ανέφερε, ορθά κατά την άποψη μας, ότι η διαμόρφωση γνώμης σε σχέση με την αξία των ως άνω ακινήτων δεν άπτεται της ουσίας της αγωγής και έτσι προχώρησε σε αξιολόγηση των τριών εκτιμήσεων. 

 

Στη σχετικά πρόσφατη απόφασή μας Μάρκου Κουζαλή (αποβιώσαντα, δια του διαχειριστή της περιουσίας του, Τζιοβάνη Κουζαλή) ν. Gordian Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Ε4/18 ημερ. 28/9/23, αναφέρουμε τα ακόλουθα:

«Επισημαίνουμε επίσης ότι αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων ανάγεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και/ή δεν δικαιολογούνται  από τη δοθείσα μαρτυρία ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο (Χ' Μάρκου v. Widehorizon   (Capital Market) Ltd (2010) A.A.Δ. 108Αυξεντίου v. Δίγκλη  (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367,  T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ  (2005) 1 Α.Α.Δ.108).»

 

          Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «ανεξάρτητος εκτιμητής» έχει την έννοια (όπως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο) ότι διορίστηκε από το ΕΤΕΚ και όχι απευθείας από τους εφεσίβλητους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 10-11 της εκκαλούμενης απόφασης αναφέρει σχετικά:

«Έχω μελετήσει με πολύ προσοχή και τις τρεις πιο πάνω εκτιμήσεις. Κρίνω ότι αυτή του ανεξάρτητου εκτιμητή του ΕΤΕΚ είναι η πιο ορθή. Όχι μόνο γιατί είναι ανεξάρτητος με την έννοια ότι διορίσθηκε από το Ε.Τ.Ε.Κ αλλά και γιατί η εργασία του κρίνεται ως πλήρως επαγγελματική και τα ευρήματα του είναι τεκμηριωμένα με επιστημονικά αιτιολογημένο τρόπο.»

 

          Είναι φανεροί από τα πιο πάνω οι λόγοι που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκτίμηση του εν λόγω εκτιμητή και όχι την εκτίμηση του εκτιμητή του εφεσείοντα.  Από την αναφορά των λόγων γιατί η πιο πάνω εκτίμηση είναι η πιο ορθή εξάγονται αβίαστα και οι λόγοι που δεν έγινε δεκτή η εκτίμηση που ετοίμασε ο εκτιμητής του εφεσείοντα. Δηλαδή απουσιάζει σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο από την εκτίμηση του το στοιχείο της ανεξαρτησίας, του επαγγελματισμού και του επιστημονικά αιτιολογημένου τρόπου.

 

          Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω στοιχείο και τους άλλους παράγοντες τους οποίους έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο ήταν εύλογα αναμενόμενο να δεχθεί την πιο πάνω εκτίμηση για τους λόγους που εξηγεί στις σελίδες 10-11 της εκκαλούμενης απόφασης.

 

          Ως εκ των ανωτέρω τόσο ο πέμπτος λόγος έφεσης όσο και ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

          Η αποτυχία του πέμπτου λόγου έφεσης συμπαρασύρει και τον έβδομο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα δέχθηκε ως τη μόνη ορθή εκτίμηση εκείνη που ετοίμασε ο ανεξάρτητος εκτιμητής του ΕΤΕΚ παραγνωρίζοντας την εκτίμηση που προσκόμισε ο εφεσείοντας χωρίς να αιτιολογήσει τον λόγο που έχει απορριφθεί.

 

          Ο έβδομος λόγος έφεσης επομένως απορρίπτεται.

 

          Με τον έκτο λόγο έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα ή και καταχρηστικά αποφάσισε να συνεχίσει και να εκδικάσει την Αίτηση ενώ θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί λόγω υποκειμενικής ή και αντικειμενικής αμεροληψίας παραβιάζοντας το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρθρο 30§2 του Συντάγματος και το άρθρο 47 του χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

          Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης γιατί η σύζυγος του είναι δικηγόρος, συνέταιρος σε δικηγορική εταιρεία που αναλαμβάνει χειρισμούς υποθέσεων της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ η οποία σχετίζεται άμεσα με την εφεσίβλητη, αφού η τελευταία είναι θυγατρική της.  Επομένως ο πρωτόδικος Δικαστής όφειλε να εξαιρεθεί από την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, πράγμα που δεν έκανε δίδοντας την εντύπωση ότι ο εφεσείων δεν δικάζεται από αμερόληπτο Δικαστήριο ή και παραβιάζεται το δικαίωμα του να τύχει δίκαιης δίκης ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου.  Περαιτέρω είναι η θέση του εφεσείοντα ότι υπάρχει ενδεχόμενο ο αντικειμενικός παρατηρητής να πιστέψει ή και θεωρήσει ή και αντιληφθεί ότι ο εφεσείοντας δεν θα τύχει δίκαιης δίκης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο.  Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αγωγή καταχωρηθείσα από τον ίδιο εναντίον της εφεσίβλητης όπου αξιώνει ποσό πέραν των €3.000.000 ένεκα αμελών πράξεων της εφεσίβλητης εις βάρος του, γεγονός που αγνόησε παντελώς το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Υποδεικνύουμε καταρχάς ότι τα όσα αναφέρονται πιο πάνω σε σχέση με τη σύζυγο του πρωτόδικου Δικαστή, δεν τέθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

          Περαιτέρω παραπέμπουμε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Β. Πολιτική Αίτηση 174/2023 ημερομηνίας 20/12/2023 όπου ο αιτητής αιτήθηκε ενώπιον δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου την έκδοση εντάλματος Certiorari και Mandamus για ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε αίτηση πτώχευσης και επανεκδίκασης του από άλλο Δικαστή.  Ο αιτητής υποστήριξε ότι μετά την ολοκλήρωση ακρόασης αίτησης πτώχευσης όπου Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε την 8/11/2023 διάταγμα πτώχευσης του, διαπίστωσε μετά από έρευνα στο διαδίκτυο ότι: Η εν λόγω πρόεδρος που ανέλαβε την εκδίκαση και εξέδωσε την απόφαση, υπήρξε συνέταιρος στο δικηγορικό οίκο που καταχώρησε την αίτηση πτώχευσης και την χειρίστηκε εκ μέρους των πιστωτών-αιτητών μέχρι και την έκδοση απόφασης, από το 2006 μέχρι και το διορισμό της στην δικαστική υπηρεσία.  Υποστήριξε ακόμη ότι μέχρι την 8/11/2023 η εν λόγω Πρόεδρος παρουσιάζετο στο διαδίκτυο να εργάζεται στο εν λόγω δικηγορικό οίκο.  Υποστήριξε περαιτέρω ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας διαισθάνθηκε ότι η συγκεκριμένη Δικαστής δεν αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο τα επιχειρήματα του δικηγόρου του όπως τα επιχειρήματα του αιτητή.

 

          Απορρίπτοντας την αίτηση ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε ανάμεσα σε άλλα ότι:

«Εκ του νόμου τα μέλη του Δικαστικού σώματος, πριν την κλήση τους για ανάληψη του υψηλού λειτουργήματος του Δικαστή, ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου, διατηρώντας δικηγορικά γραφεία ή συνεργαζόμενοι με άλλους δικηγόρους. Η πραγματικότητα αυτή, εκ του νόμου προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη,  δεν αναδεικνύει, από μόνη της, εκ πρώτης όψεως  έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας ως το ζήτημα επιχειρήθηκε να αναδειχθεί στην υπο συζήτηση περίπτωση από τον αιτητή.  Ούτε βεβαίως η επίκληση, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αναφορών σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ως επιχειρήθηκε τούτο στην υπό συζήτηση περίπτωση,  θα μπορούσε να ενισχύσει το αίτημα.» 

 

          Στην παρούσα περίπτωση υποδεικνύουμε καταρχάς ότι δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε κατά πόσον οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι αληθείς, ειδικότερα ο ισχυρισμός ότι η δικηγορική εταιρεία που εργάζεται η σύζυγος του πρωτόδικου Δικαστή ως δικηγόρος, χειριζόταν υποθέσεις της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.  Ούτε το κατά πόσον η σύζυγος του είναι συνέταιρος στην εν λόγω δικηγορική εταιρεία.  Και αυτό γιατί το ζήτημα δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή για να γνωρίζουμε τη θέση του επί του ζητήματος αυτού.  Παρατηρούμε επίσης ότι ο εφεσείων δεν αναφέρει πότε διαπίστωσε ότι η σύζυγος του Δικαστή εργαζόταν στην εν λόγω δικηγορική εταιρεία και αν το γνώριζε από την αρχή, δηλαδή πριν από την ακρόαση της Αίτησης.  Αν το γνώριζε από την αρχή, όφειλε να το εγείρει ευθύς αμέσως και όχι μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης μέσω της παρούσας έφεσης. (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Β. (ανωτέρω)).

 

Πέραν των πιο πάνω όμως και στην υποθετική περίπτωση όπου οι πιο πάνω ισχυρισμοί ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αυτοί από μόνοι τους, έχοντας υπόψη τον Οδηγό Δικαστικής Συμπεριφοράς, δεν αναδεικνύουν εκ πρώτης όψεως έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας από τη στιγμή που απουσιάζει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για οποιαδήποτε εμπλοκή του εν λόγω Δικαστή ή της συζύγου του σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ή ότι είχαν οποιοδήποτε οικονομικό συμφέρον από το αποτέλεσμα της.  Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντα διέπονται από γενικότητα και αοριστία και δεν μπορούν να στηρίξουν τις θέσεις του.

 

Όσον αφορά την αγωγή όπου ο εφεσείων είναι ενάγων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της εφεσίβλητης, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς σχετίζεται με τον λόγο αυτό έφεσης και πώς μπορεί να τον υποστηρίζει.

 

Συνεπεία των πιο πάνω, ο πιο πάνω λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα αποφάσισε και έκδωσε το παρεμπίπτον διάταγμα χωρίς να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της Αίτησης. 

 

Έχουμε μελετήσει τους λόγους ένστασης ως επίσης την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και διαπιστώνουμε ότι η θέση αυτή δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (βλ. Ορουντιώτης (ανωτέρω)).

 

Επομένως και ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με €5100 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.  

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.     

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο