ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε11/21)

 

29 Μαρτίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

1.     TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES LTD

2.     ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

3.     ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

4.     TOUCHSTONE SNAIL LTD

5.     TOUCHSTONE SNAIL PROCESSING

6.     TOUCHSTONE SNAIL EDUCATION

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

 

v.

 

1.     K. INVEST CONSULTING S.A.L. OFFSHORE

2.     ELLIE KHALIL MATTA

3.     JEAN GERGI ANDESSATER

4.     GHADA KHALIL MATTA

5.     NAJWA KHALIL MATTA

6.     JEAN FAWZI HACHEM

7.     PIERRE PAUL CALAND

Εφεσίβλητων/Εναγόντων

 

---------------------------

 

Χάρης Γεωργίου με Καλλισθένη Κίτσιου (κα) και Κατερίνα Θεοδούλου (κα), για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Μιχελλής Φιλίππου με Εύη Αντωνίου (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση προσβάλλει απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων καθώς και διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal. Τα διατάγματα δεν εκδόθηκαν μονομερώς, αλλά δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης. Ακολούθως οι Εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση, και έτσι τα διατάγματα εκδόθηκαν μετά που ακούστηκαν και οι δύο πλευρές.

 

          Με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οι Εφεσίβλητοι αιτούνται την επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον των Εφεσειόντων για ποσό πέραν των €6.000.000,00 δυνάμει δόλου και/ή συνωμοσίας και/ή παράβασης σύμβασης καθώς και για άλλες βάσεις αγωγής στις οποίες όμως δεν αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της ως άνω αίτησης τους. Αιτούνται επίσης την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης των περιουσιακών στοιχείων των Εφεσειόντων.

 

          Πέραν των όσων προκύπτουν από το ως άνω κλητήριο ένταλμα, οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί των διαδίκων στο πλαίσιο της αίτησης των Εφεσιβλήτων προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση αντιστοίχως, εφόσον δεν είχαν καταχωριστεί η έκθεση απαίτησης και η υπεράσπιση.

 

          Ως η εκδοχή των Εφεσιβλήτων, η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία σύνηψε συμφωνία με την Εφεσείουσα 1 σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη 1 θα εύρισκε επενδυτές οι οποίοι θα σύναπταν με την σειρά τους συμφωνίες με την Εφεσείουσα 1 για επένδυση σε φάρμες εκτροφής σαλιγκαριών στο χωριό Τρούλλοι της Επαρχίας Λάρνακας και θα λάμβανε αμοιβή σε σχέση με κάθε συμφωνία της Εφεσείουσας 1 με έκαστο επενδυτή. Οι Εφεσίβλητοι 2-7 σύναψαν τέτοιες συμφωνίες επένδυσης με την Εφεσείουσα 1 τα έτη 2016 και 2017 σύμφωνα με τις οποίες θα λάμβαναν ετησίως συγκεκριμένα ποσά ως απόδοση της επένδυσης τους για περίοδο 10 ετών, υπό τους όρους των εν λόγω συμφωνιών, μεταξύ των οποίων παρεχόταν και δικαίωμα στην Εφεσίβλητη 1 να τερματίσει τις συμφωνίες σε 5 έτη, με την καταβολή προς έκαστο επενδυτή κάποιου σχετικού συγκεκριμένου ποσού.

 

          Τον Ιούλιο του 2018 η Εφεσείουσα 1 τερμάτισε τις εν λόγω συμφωνίες επικαλούμενη τη διακοπή παροχής νερού στις επίδικες φάρμες από την αρμόδια αρχή λόγω λειψυδρίας. Οι μεν Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι με διάφορες ενέργειες και παραλείψεις  αλλά και με τον εν λόγω τερματισμό, η Εφεσείουσα 1 παρέβηκε τις συμφωνίες, η δε Εφεσείουσα 1 ισχυρίζεται ότι δεν προέβη σε καμία παράβαση  αλλά ο τερματισμός ήταν αποτέλεσμα ανωτέρας βίας.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία πληρούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 στη βάση της ισχυριζόμενης παράβασης συμφωνιών μεταξύ της Εφεσείουσας1 και των Εφεσιβλήτων.  Επίσης σε σχέση με τους Εφεσείοντες 1, καθώς και τους Εφεσείοντες 2, 3, 4, 5 και 6, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πληρούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, στη βάση «των αστικών αδικημάτων του δόλου, της συνομωσίας και της απάτης.» Σημειώνεται ότι η Εφεσείουσα 2 είναι η μοναδική μέτοχος και διοικητικός σύμβουλος της Εφεσείουσας 1 και ο Εφεσείοντας 3 είναι ο γενικός διευθυντής της. Η Εφεσείουσα 4 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα στη Λάρνακα.

 

          Με τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ουσιαστικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την κρίση του ότι πληρούνταν οι τρείς προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, ειδικότερα εφόσον η σχετική αιτιολογία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρίσκει έρεισμα στην ενώπιον του μαρτυρία.

 

          Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 σε σχέση με τους Εφεσείοντες 5 και 6. Υπενθυμίζεται ότι όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, έχει νομολογηθεί ότι δεν απαιτείται οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι Εφεσείοντες 5 και 6 είναι εμπορικές επωνυμίες δεόντως εγγεγραμμένες στην Κυπριακή Δημοκρατία. Φαίνεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και τα τεκμήρια αυτής ότι η πρώτη ενεγράφη από την Εφεσείουσα 4 και η δεύτερη από τον Εφεσείοντα 3.

 

          Οι εμπορικές επωνυμίες εγγράφονται βάσει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ. 116 από φυσικό πρόσωπο που έχει τόπο εργασίας στην Κύπρο και διεξάγει εργασία με εμπορική επωνυμία η οποία δεν αποτελείται από το πραγματικό επώνυμο του, καθώς και από εταιρεία όπως ορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο που διεξάγει εργασία με εμπορική επωνυμία η οποία δεν αποτελείται από την επωνυμία της εταιρείας (βλ. Άρθρο 50 του Κεφ.116).

 

          Στην απόφαση ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1242/2011, 28/6/2013, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Συμφώνως του Κυπριακού Δικαίου που ακολουθεί στο ζήτημα το Αγγλικό Δίκαιο, η εμπορική επωνυμία δεν υπέχει ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα από τα άτομα που την αποτελούν.»

 

    H Δ.7 θ.11 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει:

 

«Any person carrying on business in Cyprus in a name or style other than his own name may be sued in such name or style as if it were a firm name; and, so far as the nature of the case will permit, all Rules relating to proceedings against firms shall apply.»

 

Από τη δικονομική διαταγή διαφαίνεται ότι παρέχεται δυνατότητα όπως τα πρόσωπα τα οποία ενέγραψαν εμπορικές επωνυμίες εναχθούν με το όνομα αυτών. Στην παρούσα όμως υπόθεση τα πρόσωπα που ενέγραψαν τις επωνυμίες ήταν ήδη διάδικοι, συνεπώς, η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εναντίον των πιο πάνω εμπορικών επωνυμιών δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο και όλα τα σε σχέση με αυτές διατάγματα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων (Διάταγμα εκδοθέν σε σχέση με το αιτητικό Α) και αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων (Διατάγματα εκδοθέντα σε σχέση με τα αιτητικά Β και Δ) παραμερίζονται. Εν όψει της κατάληξης μας αυτής δεν χρήζει εξέτασης ο όγδοος λόγος έφεσης ο οποίος προσβάλλει ως αυθαίρετα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον χρόνο εγγραφής των εν λόγω εμπορικών επωνυμιών.

 

         Προς διάγνωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 σε σχέση με τους υπόλοιπους  Εφεσείοντες 1, 2, 3 και 4 για τα πιο πάνω αστικά αδικήματα είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στα συστατικά στοιχεία εκάστου εξ αυτών.

 

          Στο σύγγραμμα Bullen & Leake & Jacobs Precedents of Pleadings, Volume 2, 19th Ed. σελ. 43, επεξηγείται ότι στο κοινοδίκαιο, η αγωγή για δόλο (action in fraud) συνήθως παίρνει την μορφή μίας ή περισσοτέρων ξεχωριστών βάσεων αγωγής οι οποίες είναι διακριτές και εκάστη έχει τα δικά της απαραίτητα συστατικά στοιχεία, εκ των οποίων είναι και ο δόλος με την έννοια της δόλιας συμπεριφοράς ή δόλιας νοητικής κατάστασης του αδικοπραγούντος . Δεν  αναγνωρίζεται επομένως στο κοινοδίκαιο ο δόλος ως αυτοτελές αστικό αδίκημα. Η συνομωσία και η απάτη απαριθμούνται στο εν λόγω σύγγραμμα ως τέτοιες διακριτές βάσεις «αγωγής για δόλο» και εκάστη αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα με διαφορετικά συστατικά στοιχεία.

 

          Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, εκδόσεις Sweet & Maxwell,  24η έκδοση του 2023, σελ. 1297 αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) αποκαλείται στο κοινοδίκαιο μερικές φορές ως «fraud» (δόλος). Προκύπτει ξεκάθαρα από το εν λόγω σύγγραμμα ότι όταν στο κοινοδίκαιο γίνεται αναφορά στο αστικό αδίκημα του δόλου εννοείται το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) όπως αυτό αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο από το 1789 (βλ. Pasley v. Freeman (1789) 3 T.R. 51 και μετέπειτα Derry v. Peak (1889) 14 App. Cas. 337) και όπως έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.

 

          Στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, Τόμος Δεύτερος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη του Π. Πολυβίου, σελ. 697, αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης αποκαλείται στο κοινοδίκαιο deceit ή fraud, και ξεκαθαρίζεται επομένως και στο εν λόγω σύγγραμμα ότι ο δόλος (fraud) δεν αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα άλλο από την απάτη.  Στην Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. ο όρος «fraud» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα εκ των συστατικών στοιχείων της απάτης, ήτοι ότι η ψευδής παράσταση γεγονότος, γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής.

 

          Συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι αναγνωρίζεται στο κυπριακό δίκαιο ο δόλος ως αστικό αδίκημα διαφορετικό από το αστικό αδίκημα της απάτης και εσφαλμένα θεώρησε ότι ικανοποιείτο η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 σε σχέση με αυτό.

 

          Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της απάτης (deceit). Το Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 προβλέπει:

 

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, µε σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει µε βάση αυτή:

 

Νοείται ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε µε σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγµατι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε µε βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζηµιά:

 

Νοείται περαιτέρω ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση για το χαρακτήρα, τη συµπεριφορά, την πίστη, την ικανότητα, το επιτήδευµα ή τις συναλλαγές οποιουδήποτε προσώπου, η οποία έγινε µε σκοπό εξασφάλισης πίστωσης, χρηµάτων ή αγαθών στο πρόσωπο αυτό, εκτός αν η παράσταση αυτή έγινε γραπτώς και υπογράφτηκε από τον ίδιο τον εναγόµενο.»

 

 

Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που εξήγαγε από την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και παρέθεσε θεωρώντας ότι αποτελούν τη νομική θεμελίωση του αστικού αδικήματος της απάτης δεν συναρτώνται με τα συστατικά στοιχεία της απάτης ως προκύπτουν από τον Νόμο και τη νομολογία. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νοητική κατάσταση που απαιτείται από το Άρθρο 36 ανωτέρω να έχει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε ψευδή παράσταση, αναφέρεται μερικές φορές στη νομολογία ως δόλος (fraud). Ο «δόλος» απαντάται δε μερικές φορές στη νομολογία ως συστατικό του αστικού αδικήματος της απάτης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε καμία κατ’ ισχυρισμό ψευδή παράσταση γεγονότος η οποία έγινε κατ’ ισχυρισμό με τη νοητική κατάσταση του προβαίνοντος σε αυτή ως προβλέπεται από τον Νόμο και τη νομολογία, στην βάση της οποίας κατ’ ισχυρισμό να ενήργησαν οι Εφεσίβλητοι και να υπέστησαν εξαιτίας του γεγονότος αυτού ζημιά.

     

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων υποστήριξαν ενώπιον μας με τη γραπτή τους αγόρευση ότι η δόλια και απατηλή συμπεριφορά των Εφεσειόντων προκύπτει εφόσον μετά από τις εσκεμμένες ακυρώσεις των συμφωνιών λόγω έλλειψης υδροδότησης, όχι μόνο δεν σταμάτησαν και/ή ανέστειλαν τις εργασίες τους αλλά προσέλκυαν καινούργιους επενδυτές, ίδρυαν νέες οντότητες μέσω των χρημάτων που έλαβαν από τους Εφεσίβλητους και/ή λοιπούς επενδυτές και εκμεταλλεύτηκαν ή προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τεμάχια τα οποία καλύπτονταν υπό το πρίσμα των Συμφωνιών Επένδυσης που είχαν συναφθεί με τους Εφεσίβλητους.

 

          Παρά το ότι όπως φαίνεται από την πιο πάνω επιχειρηματολογία των Εφεσιβλήτων δεν στήριξαν ούτε πρωτοδίκως ούτε ενώπιον μας τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με το αστικό αδίκημα της απάτης σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας που προσκόμισαν με τις ένορκες δηλώσεις τους για πράξεις ή παραλείψεις των Εφεσειόντων  που να συναρτώνται με τα ως άνω συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της απάτης, μελετήσαμε με προσοχή την μαρτυρία που προσκόμισαν οι Εφεσίβλητοι και διαπιστώσαμε ότι ενώ γίνεται ισχυρισμός για ορισμένες ψευδείς παραστάσεις των Εφεσειόντων, εντούτοις σε σχέση με εκάστη παράσταση, ελλείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση βάσης αγωγής για απάτη. Ελλείπει συγκεκριμένα ο ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν στη βάση των πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό ψευδών παραστάσεων και ότι εξ αιτίας της ενέργειας τους αυτής υπέστησαν ζημιά, ή ότι οι ψευδείς παραστάσεις έγιναν με τη νοητική κατάσταση που απαιτείται από το Άρθρο 36.

 

          Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της συνομωσίας στο οποίο επίσης βασίζεται η αγωγή των Εφεσιβλήτων. Από την  Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1(A) A.Α.Δ.25 προκύπτει ότι εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989)1 C.L.R.50, ισχύει και στην Κύπρο. Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

«Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

 

"697. Essential ingredients of conspiracy. In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish: (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant."

 

Σε μετάφραση:

 

"697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων· (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα."».

 

          Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία. Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως «economic torts».

 

         Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).

 

          Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σχετικά με τη συνομωσία ότι, όπως ισχυρίσθηκαν οι Εφεσίβλητοι, η Εφεσείουσα 1 επιχείρησε να συνάψει συμφωνίες με επενδυτές για την περιοχή που κάλυπτε το πρόγραμμα εγγυημένης επένδυσης χωρίς προηγουμένως να πληροφορήσει την Εφεσίβλητη 1. Επίσης αναφέρθηκε στο ότι οι Εφεσείοντες εξακολούθησαν την προσπάθεια ανεύρεσης επενδυτών και δημιούργησαν την Εφεσείουσα 4 η οποία θα έκανε την ίδια επιχείρηση με την Εφεσείουσα 1. 

 

          Επίσης, από μελέτη της μαρτυρίας των Εφεσιβλήτων προκύπτει ισχυρισμός ότι οι Εφεσείοντες 1-3 μετά τον τερματισμό των συμφωνιών χρησιμοποιούσαν την Εφεσείουσα 4 με σκοπό να προωθήσουν την επιχείρηση τους χωρίς να ενημερώσουν τους Εφεσίβλητους. Ειδικότερα υπάρχει ισχυρισμός ότι η Εφεσίβλητη 4 χρησιμοποιείται από τους Εφεσείοντες 1-3 ως όχημα ώστε να αποξενώσουν τα περιουσιακά στοιχεία της Εφεσείουσας 1, τα οποία περιλαμβάνουν και ποσά τα οποία πληρώθηκαν από τους Εφεσίβλητους.  Περαιτέρω υπάρχει ισχυρισμός ότι η Εφεσείουσα 4 χρησιμοποιείται από τους Εφεσείοντες 1-3 στο πλαίσιο των δόλιων ενεργειών τους ώστε να αποστερήσει από τους Εφεσίβλητους τα δικαιώματα τους βάσει των συμφωνιών.

 

          Επισημαίνουμε ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων με τη γραπτή τους αγόρευση δεν επιχειρηματολόγησαν σχετικά με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας. Όμως λαμβάνουμε υπόψη τη θέση τους όπως την αναφέραμε ανωτέρω σε σχέση με την κατά τους ίδιους δόλια και απατηλή συμπεριφορά των Εφεσειόντων και σε σχέση με το υπό εξέταση στο σημείο αυτό αστικό αδίκημα της συνομωσίας.

 

          Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, παρότι θα μπορούσε από τους πιο πάνω ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων να εξαχθεί ο ισχυρισμός ότι οι ενέργειες των Εφεσειόντων 1-4 προκάλεσαν με νόμιμα μέσα (αφού δεν γίνεται ισχυρισμός χρήσης παράνομων μέσων) ζημιά στους Εφεσίβλητους, εντούτοις δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός ότι οι Εφεσείοντες 1-4 ενήργησαν με πρωταρχικό σκοπό να προκαλέσουν ζημιά στους Εφεσίβλητους.

 

          Όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, στη σελίδα 696, οι ενέργειες προσώπων σκοπός των οποίων δεν είναι η πρόκληση ζημιάς σε τρίτα πρόσωπα, αλλά η προώθηση των δικών τους συμφερόντων, δεν συνιστούν το αστικό αδίκημα της συνομωσίας.

 

          Εν όψει των πιο πάνω και για σκοπούς της ενώπιον μας αίτησης για προσωρινά διατάγματα μόνο κρίνουμε ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από μέρους των Εφεσειόντων επαρκή στοιχεία στο μαρτυρικό υλικό που να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αστικού αδικήματος της απάτης ή της συνομωσίας σε σχέση με τους Εφεσείοντες 1-4.  Ως εκ τούτου τα διατάγματα παγοποίησης εναντίον των Εφεσειόντων 2-4 τα οποία εκδόθηκαν ως το Διάταγμα Α παραμερίζονται. Επίσης παραμερίζονται τα Διατάγματα Β σε σχέση με την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων της  Εφεσείουσας 4 και το Διάταγμα Γ σε σχέση με την αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων των Εφεσειουσών 2 και 3. Παραμερίζεται επίσης το Διάταγμα Δ σε σχέση με τους Εφεσείοντες 2-4.

 

      Εν όψει της κατάληξης μας δεν χρήζει εξέτασης ο έβδομος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα 4 φαίνεται ότι δημιουργήθηκε κατά ή μετά τη διάρρηξη των συμφωνιών με σκοπό την ανάπτυξη ιδίας επιχειρηματικής δραστηριότητας με αυτή της Εφεσείουσας 1.

 

          Τονίζουμε ότι με την κρίση μας όσον αφορά τη μη πλήρωση των πρώτων δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 32, στηριζόμενοι αποκλειστικά στις ένορκες δηλώσεις των Εφεσιβλήτων (εφόσον δεν είχε καταχωριστεί  έκθεση απαίτησης), δεν αποφασίζουμε την ουσία της αγωγής. Συνεπώς, η περαιτέρω έκβαση της διαδικασίας εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την έκθεση απαίτησης και την ακροαματική διαδικασία στην αγωγή.

 

          Όπως αναφέραμε ήδη πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σε σχέση με την Εφεσείουσα 1, πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων στη βάση των ισχυρισμών των Εφεσιβλήτων για παράβαση συμφωνίας. Είμαστε της άποψης ότι προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως έλαβε υπόψη τις θέσεις των Εφεσειόντων  όπως προέκυπταν από την ένσταση τους και την ένορκη δήλωση που την συνόδευε,  ότι δηλαδή η Εφεσείουσα 1 δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις εν λόγω συμφωνίες λόγω ανωτέρας βίας, ήτοι προβλήματος με την παροχή νερού. Συναφής με το ζήτημα αυτό είναι και ο ενδέκατος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι λανθασμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσείοντες ανέστειλαν, διέκοψαν και τερμάτισαν τις συμφωνίες μεταξύ των μερών, προφασιζόμενοι την μη παροχή νερού και/ή ότι αδράνησαν σχετικά με το ζήτημα αυτό και/ή ότι οι Εφεσίβλητοι δεν ήταν ενήμεροι για το ζήτημα αυτό.  Ορθά, κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε σε αξιολόγηση της αντίθετης μαρτυρίας που προώθησε η κάθε πλευρά σε σχέση με το κατά πόσο υπήρξαν παραβάσεις συμφωνίας από την Εφεσείουσα 1 ή κατά πόσο οι συμφωνίες δεν εκτελέστηκαν μερικώς λόγω ανωτέρω βίας ως υποστήριξαν οι Εφεσείοντες (βλ. Κούππας ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.α. (2014) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1665 )

 

          Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων όπως προκύπταν από το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του, ορθά κατέληξε ότι πληρούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32  αναφορικά με τη βάση αγωγής για παράβαση συμφωνίας σε σχέση με την Εφεσείουσα 1 και ότι  αιτιολόγησε επαρκώς το συμπέρασμα του αυτό.

 

          Η θέση των Εφεσειόντων ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 βασίστηκε στην ύπαρξη και μόνο των συμφωνιών μεταξύ των μερών, δεν ευσταθεί.

 

          Όσον αφορά στο διάταγμα παγοποίησης που εξεδόθη σε σχέση με την Εφεσείουσα 1, κρίνουμε  ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Στην Shishkarev v. Lanuria, Πολ. Εφ. Ε385/16 ημερ. 7.6.2018, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέτασε τις απαιτήσεις για ικανοποίηση της πιο πάνω τρίτης προϋπόθεσης στην περίπτωση διατάγματος παγοποίησης.  Με αναφορά στη σχετική νομολογία, ορθώς διαπίστωσε πως, βασικά, η λογική της έκδοσης προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, γνωστού και ως διάταγμα Mareva, είναι προς το σκοπό διασφάλισης της ικανοποίησης τελικής απόφασης εναντίον εναγομένου, όταν, εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι η εκτέλεσή της πιθανόν να καταστεί δύσκολη ή αδύνατη, λόγω επαπειλούμενης εξαφάνισης, από τον ίδιο, περιουσιακών του στοιχείων, επί των οποίων η απόφαση να μπορεί να εκτελεστεί, (βλ. Sunoil Bunkering v. Jaouhar Maritime (1987) 1 C.L.R. 627 και Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2111).  Η λογική αυτή συμπίπτει, ακριβώς, με την προαναφερθείσα Τρίτη προϋπόθεση.  Για την ικανοποίησή της, όπως έχει λεχθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, στις σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.  Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.».  Ως προς το βαθμό ικανοποίησής της, είναι αρκετό να διαπιστωθεί ότι υπάρχει «πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος.», (βλ. Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, απόφαση Πική, Δ., ως ήταν τότε, στη σελίδα 785).»

 

 

          Θεωρούμε ότι υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία που να δεικνύει κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση εναντίον της Εφεσείουσας 1.

 

 

          Επομένως όσον αφορά την έκδοση διαταγμάτων στη βάση αγωγής για παράβαση σύμβασης από την Εφεσείουσα 1, ο πρώτος και πέμπτος λόγος έφεσης,  με τους οποίους υποστηρίζεται ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται στο βαθμό που αφορούν τη βάση αγωγής για παράβαση συμφωνίας. Δεν ευσταθεί και απορρίπτεται και ο ενδέκατος λόγος έφεσης.

 

          Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα παγοποίησης μέχρι του ποσού των €6.184,683 χωρίς να επεξηγεί γιατί.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο ζήτημα των αξιούμενων με την αγωγή αποζημιώσεων ως σχετικό παράγοντα κατά την εξέταση του κατά πόσον είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Κατέληξε ότι είχε διαφανεί πως οι Εφεσείοντες δεν κατέχουν περιουσία ή έχουν την οικονομική ευχέρεια σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής να καταβάλουν όλο το αξιούμενο ποσόν.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, δεν προέβη σε καμία εκτίμηση σε σχέση με το κατά πόσον από την ενώπιον του μαρτυρία προέκυπτε πως ήταν εύλογο και δίκαιο όπως τα διατάγματα παγοποίησης ανέλθουν στο εν λόγω ποσό. Από μελέτη του μαρτυρικού υλικού διαπιστώνουμε ότι με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, επισυνάφθηκε ως τεκμήριο κατάσταση λογαριασμού που σύμφωνα με τον ομνύοντα δείχνει τα ακριβή ποσά στα οποία δικαιούνται οι Εφεσίβλητοι με βάση τους όρους των επίδικων συμφωνιών.

 

          Είμαστε της άποψης ότι δεν επεξηγείται στην ένορκη δήλωση σε συνάρτηση με τις πρόνοιες των συμφωνιών που ήταν τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου το πώς προκύπτουν τα ποσά που αναγράφονται στην εν λόγω κατάσταση. Αντίθετα η ασάφεια είναι τέτοιας έκτασης που είμαστε της άποψης ότι δεν δικαιολογείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι είναι δίκαιο και εύλογο όπως το διάταγμα παγοποίησης καλύψει το αιτούμενο ποσό. Επίσης λαμβάνουμε υπόψη ότι παρά το ότι οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν ως εξωπραγματικά και μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα τα αξιούμενα ποσά, εντούτοις οι Εφεσίβλητοι δεν προέβησαν σε καμία περαιτέρω υποστήριξη των υπολογισμών τους στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που κατέθεσαν μετά την ένσταση των Εφεσειόντων. 

 

          Προβάλλεται συναφώς από τους Εφεσείοντες ότι αγνοήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μαρτυρία των Εφεσειόντων σύμφωνα με την οποία τα ποσά που θα έπρεπε να καταβληθούν ως αποζημιώσεις δυνάμει των συμφωνιών σε περίπτωση που καταδειχθεί η παράβαση εξ υπαιτιότητας τους ανέρχονται σε €391.900 ανά έτος, (θέση η οποία έγινε δεκτή και με δήλωση του δικηγόρου των Εφεσειόντων). Λαμβάνουμε υπόψη επίσης τη θέση των Εφεσειόντων ότι σύμφωνα με τις επίδικες συμφωνίες είχαν δικαίωμα να τις τερματίσουν νόμιμα σε πέντε έτη, και επομένως οι πιο πάνω αποζημιώσεις θα μπορούσε να οφείλονταν  για ακόμη δύο έτη. Από τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι το ποσό του διατάγματος παγοποίησης, σύμφωνα και με την θέση των ιδίων των Εφεσειόντων, θα ήταν δίκαιο και εύλογο να περιοριστεί σε €1,172,700. Επομένως, ο δέκατος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις αρχές αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας εφόσον το ισοζύγιο έκλινε σαφώς υπέρ της άρνησης έκδοσης διατάγματος, ειδικότερα εφόσον συνεπεία αυτού έχουν παραλύσει πλήρως και/ή σε μεγάλο βαθμό οι επιχειρηματικές δραστηριότητες τους και έχουν υποστεί ανυπολόγιστη οικονομική ζημιά. Συναφώς υποστηρίζεται ότι η Εφεσείουσα 1 εμποδίζεται από το να εκπληρώνει τις συνεχείς υποχρεώσεις της συναρτώμενες προς τα λειτουργικά της έξοδα ενώ δεν μπορεί ούτε να τιμήσει δεσμεύσεις της έναντι τρίτων για έργα που ανέλαβε και δεν μπορεί ούτε να καλύψει επιταγές. Είμαστε της άποψης ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, καθότι περιλαμβάνεται πρόνοια στο διάταγμα παγοποίησης αναφορικά με τα λειτουργικά έξοδα της Εφεσείουσας 1.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εκδώσει διαταγή για καταβολή ποσού εγγύησης από τους Εφεσίβλητους. Όπως προκύπτει από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 σε αιτήσεις δια κλήσεως το Δικαστήριο δύναται αλλά δεν υποχρεούται να εκδώσει τέτοια διαταγή. Στην Ε.Ε. ν. Μ.Ε., Έφεση Αρ. 34/2016, 11/4/2019 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Συνεπώς, τέτοια απαίτηση, για υπογραφή εγγύησης, περιορίζεται σε εξ πάρτε εκδοθέντα διατάγματα. Στην παρούσα περίπτωση επρόκειτο για αίτηση διά κλήσεως. Το πιο πάνω θέμα εξετάστηκε στην Πολ. Έφ. 354/2013,  Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ημερ. 4 Δεκεμβρίου 2015, όπου ενώ επρόκειτο για εξ πάρτε αίτηση, η οποία στην πορεία επιδόθηκε και μετατράπηκε σε αίτηση διά κλήσεως, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν απαιτείτο ανάληψη προσωπικής εγγύησης και ότι μια εξ πάρτε αίτηση χάνει την τέτοια αρχική της υπόσταση, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν εφαρμογή οι πρόνοιες που αφορούν τις εξ πάρτε αιτήσεις.»

 

          Οπότε ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

      Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε θεραπείες ταυτόσημες με την αγωγή. Με την αγωγή αξιούνται αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και για τα ως άνω αναφερόμενα αστικά αδικήματα. Είναι εμφανές ότι τα διατάγματα τύπου Mareva εκ φύσεως δεν παρέχουν ταυτόσημη θεραπεία. Το γεγονός ότι ζητούνται διατάγματα αποκάλυψης και με την αγωγή δεν αποτελεί λόγο απόρριψης των αιτητικών αποκάλυψης που περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα οποία επιζητούνται στο πλαίσιο αστυνόμευσης των διαταγμάτων παγοποίησης. Ο έκτος λόγος έφεσης συνεπώς απορρίπτεται.

 

      Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη γεγονότα και τεκμήρια  που συμπεριλαμβάνονταν στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση των Εφεσιβλήτων. Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα με την ενδιάμεση του απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε στους Εφεσείοντες να αντικρούσουν τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης τους με αποτέλεσμα να παραβιαστούν οι αρχές της δίκαιης δίκης. Δεδομένης της κατάληξης μας για παραμερισμό και τροποποίηση των διαταγμάτων και εν όψει του ότι τα ζητήματα που αναφέρονται στις εν λόγω συμπληρωματικές δηλώσεις δεν σχετίζονται με την κατάληξη μας, αυτοί οι λόγοι έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου και δεν χρήζουν εξέτασης.

 

      Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι Εφεσίβλητοι δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή απέτυχαν να συμμορφωθούν με το καθήκον για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ως αιτιολογία παρατίθεται ότι τα πιο πάνω προκύπτουν από την ανάγκη των Εφεσιβλήτων να προβούν σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

      Στην πρόσφατη απόφαση μας INVESTAR SPC LTD v. INVESTAR INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. E50/21, 15/2/2024 λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

 

«Σημειώνουμε την ανάγκη διασφάλισης της σοβαρότητας του καθήκοντος των αιτούντων μονομερώς την εξασφάλιση διαταγμάτων για πλήρη αποκάλυψη, όμως είμαστε της άποψης ότι η εφαρμογή της αρχής σαρωτικά, ελλείψει υπαιτιότητας για την μη αποκάλυψη, δεν μπορεί να επενεργήσει ως αυτοτελής λόγος τιμωρίας για απόρριψη αίτησης η οποία εκδικάστηκε κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών. Σε αυτήν την περίπτωση αυτοτελής λόγος απόρριψης της αίτησης αποτελεί μόνο η παράβαση του αξιώματος της επιείκειας όπως αιτητής προσέλθει με καθαρά χέρια».

 

      Εν όψει των πιο πάνω, η θέση των Εφεσειόντων ότι τα επιχειρήματα τους περί παραβίασης των πιο πάνω αρχών προκύπτουν, άνευ ετέρου, από την ανάγκη των Εφεσιβλήτων να προβούν σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

       Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η έκδοση των διαταγμάτων «ιχνηλάτησης τύπου Norwich Pharmacal».

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα υπό την παράγραφο Δ. το οποίο περιέγραψε ως διάταγμα βασισμένο στις αρχές τις αρχές της επιείκειας και/ή τις αρχές που καθορίστηκαν στην υπόθεση Norwich Pharmacal και/ή προς υποβοήθηση διαταγμάτων παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων που να διατάζει τους Εφεσείοντες όπως αποκαλύψουν έγγραφα, πληροφορίες και στοιχεία.  

 

      Όπως φαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, αν και το διάταγμα περιγράφεται ως διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, ουσιαστικά αποτελεί διάταγμα  αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης. 

 

  Στην Seamark Consultancy Services Ltd και Άλλοι ν. Joseph P Lasala και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 162 επισημάνθηκε ότι τέτοια διατάγματα μπορούν να εκδοθούν με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου Mareva

 

  Στην Aldi Marine Ltd και Άλλος ν. Rual Trade Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 70 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως είναι γνωστό, διατάγματα αποκάλυψης μπορούν να εκδοθούν ως επικουρικά στις περιπτώσεις που οι πραγματικοί αδικοπραγούντες δεν είναι γνωστοί στον ενάγοντα ή για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης, ώστε να γνωρίζει ο ενάγων ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος τη δεδομένη στιγμή, για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης.» 

 

           Εν όψει της πιο πάνω νομολογίας και του ότι κρίναμε ότι δικαιολογείται η έκδοση με τις πιο πάνω τροποποιήσεις των  διαταγμάτων τύπου Μareva σε σχέση με την Εφεσείουσα 1, δικαιολογείται επιπλέον και η έκδοση του εν λόγω διατάγματος σε σχέση με την Εφεσείουσα 1 ώστε να εντοπισθούν τα περιουσιακά της στοιχεία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Επομένως τα εκδοθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάγματα τροποποιούνται ή παραμερίζονται ως εξής:

 

          Το Διάταγμα ως το Αιτητικό Α, τροποποιείται ώστε να αφορά μόνο την Εφεσείουσα 1 προσωπικά και όπως άλλως πως προβλέπεται στο διάταγμα αυτό, και όλες οι αναφορές στο Αιτητικό Α στο ποσό €6.184.683 αντικαθίστανται με το ποσό €1.172.700.

 

          Το Διάταγμα ως το Αιτητικό Β, τροποποιείται ώστε να αφορά μόνο την Εφεσείουσα 1 προσωπικά και όπως άλλως πως προβλέπεται στο διάταγμα αυτό.

 

          Το Διάταγμα ως το Αιτητικό Γ, παραμερίζεται.

 

          Το Διάταγμα ως το Αιτητικό Δ, τροποποιείται ώστε να διατάζει ως προβλέπεται σε αυτό μόνο την Εφεσείουσα 1 και τα άλλα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτή όπως προβλέπεται στο διάταγμα αυτό.

 

          Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

                                                  Αλ. Παναγιώτου, Π.

                                                             Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

                                                             Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο