ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E214/2019)

 

15 Μαρτίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

         

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι

                                                ΚΑΙ  

 

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ Γ. ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

 

Εφεσίβλητοι - Ενάγοντες

 

-------------------------

 

Γ. Κωνσταντινίδης για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Κ. Λιασίδου (κα) για Ανδρέας Κονναρής ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

          Με πέντε λόγους έφεσης οι Εφεσείοντες - Εναγόμενοι προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία εξεδόθη συνοπτική απόφαση εναντίον τους για ποσό €280.343,70 ως καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια.

 

          Η αγωγή περιλάμβανε και άλλα αιτητικά πέραν των ενοικίων, ήτοι αξιώσεις για αποζημιώσεις αναφορικά με ζημιά που ήθελαν υποστεί οι Εφεσίβλητοι – Ενάγοντες λόγω παράλειψης των Εφεσειόντων να καταβάλουν προς την Δημοκρατία εισφορά για την άμυνα, αποζημιώσεις για ζημιές στο ακίνητο που προξένησαν οι Εφεσείοντες καθώς και αξίωση για ποσό €669,97 που κατ’ ισχυρισμό οφείλετο από τους Εφεσείοντες – Εναγόμενους προς τους Εφεσίβλητους – Ενάγοντες ως ποσό που οι τελευταίοι κατέβαλαν για λογαριασμό τους σε τρίτο πρόσωπο. Με την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης ζητείτο η έκδοση απόφασης μόνο σε σχέση με το ποσό των €218.514,00 ως καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια και το ποσό των €669,97 ως ανωτέρω, και οι Εφεσίβλητοι επιφύλαξαν το δικαίωμα τους να προωθήσουν τις λοιπές απαιτήσεις στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας. Σημειώνουμε ότι το δικαίωμα έκδοσης συνοπτικής απόφασης για μέρος της αξίωσης προβλέπεται από την Δ.18 Θ.4[1].

 

          (βλ. επίσης Αγάπιος Καμένος κ.α. ν. Τραπέζης Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 1812).

 

          Η νομολογία για τέτοιας φύσης αιτήσεις είναι πλούσια. Στην πρόσφατη απόφαση Σ. Πασιουρτίδης ν Bank of Cyprus Public Company Ltd, Πολ. Εφ. Ε95/2021 ημερ. 8.2.2024 είχαμε την ευκαιρία να σημειώσουμε τα πιο κάτω σε σχέση με αιτήσεις που υποβάλλονταν βάσει της Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:

 

«Όπως προκύπτει από το λεκτικό της πιο πάνω Διαταγής, και έχει καθιερωθεί από τη Νομολογία, για την έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι η αγωγή να έχει καταχωριστεί σε κλητήριο ειδικά οπισθογραφημένο, να έχει καταχωριστεί Εμφάνιση από τον εναγόμενο και η αίτηση να υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι, καθώς πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Η τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η δε μη ικανοποίηση τους στερεί το Δικαστήριο από τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αφού ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις αυτές, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση  επί της ουσίας της αγωγής ή να αποκαλύψει γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί (βλ. μεταξύ άλλων Χριστόδουλος Μεττή κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου, (2002) 1 Α.Α.Δ. 417 Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, Christodoulou v. Erotocritou XXI C.L.R. 175)».

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, μόνο σε καθαρές περιπτώσεις μπορεί Δικαστήριο να αποστερήσει από διάδικο το να προβάλει την υπεράσπιση του. Πρόκειται για κατ’ εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών, αποκλείοντας στις κατάλληλες περιπτώσεις τον εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση. (βλ. Ιουλία Μαγγλή ν. C.B.C.I Cyprus - Balkan Consulting and Investment Ltd, (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 896, Zervos v Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 A.A.Δ. 1968).  Ως αποτέλεσμα η όλη δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αφαιρεί από διάδικο το δικαίωμα να εγείρει υπεράσπιση, ακόμα και όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. (βλ. Trans Middle East (Trading) (TMET) Ltd v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 339).

 

Με τον Λόγο Έφεσης 1 οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των δικονομικών και νομολογιακών αρχών που ρυθμίζουν το ζήτημα της έκδοσης συνοπτικής απόφασης. Στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης αυτού καταγράφονται εισηγήσεις που αφορούν στην εξέταση από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου του ζητήματος της δικαιοδοσίας, στην αξιολόγηση της θέσης των Εφεσειόντων – Εναγομένων ως προς την εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας και της σύναψης αυτής υπό συνθήκες δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων, αλλά και σε εξαγωγή ευρημάτων από περιεχόμενο επιστολής. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα ίδια ζητήματα στον βαθμό που αφορά στην αξιολόγηση μαρτυρίας και εξαγωγή ευρημάτων εγείρονται και στην αιτιολογία των Λόγων Έφεσης 2, 3 και 4, με τρόπο που δυσχεραίνει τον διαχωρισμό των Λόγων Έφεσης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε καθηκόντως το ζήτημα της δικαιοδοσίας, αφού είχε προβληθεί ως λόγος ένστασης από τους Εφεσείοντες – Εναγόμενους ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αναρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής ένεκα του ότι η ενέργεια των Εφεσιβλήτων – Εναγόντων για την καταβολή του μειωμένου ενοικίου αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Την θέση αυτή απέρριψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο με το πιο κάτω σκεπτικό, με το οποίο συμφωνούμε:

 

«Η Νομολογία μας καθορίζει ότι στην περίπτωση όπου ο διακανονισμός των δικαιωμάτων μεταξύ ιδιώτη και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή του κράτους διέπεται από μεταξύ τους σύμβαση, οποιαδήποτε απόφαση του δημοσίου οργάνου σε σχέση με την σύμβαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου».

 

Στην απόφαση Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 404, λέχθηκαν τα εξής: 

 

«Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη της διοίκησης εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης. Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας και υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υπόσταση του Οργάνου το οποίο έλαβε την απόφαση καθώς και οι περιστάσεις λήψης της. Είναι δυνατό για το ίδιο ΄Οργανο να ενεργεί είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου ή εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της πράξης του. Αυτό που αποτελεί τον σημαντικό και αποφασιστικό παράγοντα είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας, αντικείμενο της προσφυγής. ΄Οπου η λειτουργία του διοικητικού οργάνου έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημοσίου σκοπού αυτός ο σκοπός έχει θεωρηθεί σαν χαρακτηριστικό πράξης ή απόφασης εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου (Βλ. Greek Registrar of the Co-Operative Societies etc. v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, 170, 171 και Vakana v. Republic, 3 R.S.C.C. 91).

 

Το ότι μια πράξη η οποία πρωτίστως επηρεάζει ιδιωτικά δικαιώματα μπορεί να ενταχθεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου λόγω κάποιου ιδιαίτερου συμφέροντος του κοινού στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης έχει τονιστεί στην Republic v. M.D.M. Estate Development Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655 (απόφαση Ολομέλειας).

 

Αυτό που είναι σχετικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι κατά πόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη λειτουργία οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν με την ιδιότητα "οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν", εντός της έννοιας του άρ. 146.1 του Συντάγματος (Bλ. Stamatiou v. The Electricity Authority of Cyprus, 3 R.S.C.C. 44, 45-46)».

 

Όπως τέθηκε στην απόφαση στην Προσφυγή Petropan Ltd v Κ.Δ. Αρ. Υπ. 1193/12 ημερ. 25.5.2015 στην οποία παρέπεμψε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Ως βασικό κριτήριο ορίζεται ο χαρακτήρας της πράξης, αν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ως εκ της φύσης της, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο πεδίο λειτουργίας της δημόσιας Αρχής (Ζέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 442).

 

Αναζητείται κατά πάντα χρόνο ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης της αρχής, εάν προωθεί δηλαδή δημόσιο ή ιδιωτικό σκοπό, για να τεθεί το ερώτημα σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η απόφαση της αρχής υπόκειτο σε αναθεωρητικό έλεγχο, αναπόφευκτα θα καταλήγαμε στην εξέταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση, εξέταση που εξίσου αναπόφευκτα θα κατέληγε σε απόφαση του Δικαστηρίου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου πηγαζόντων δικαιωμάτων τους, έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (Freeshops Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2081, 2085).  Παράδειγμα, η διαδικασία κατακύρωσης των προσφορών που επανειλημμένα κρίθηκε, ότι ως πράξη κανονιστικού περιεχομένου, εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ενώ μέτρα που λαμβάνονται μετά την κατακύρωση, εμπίπτουν εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου και δεν υπόκεινται στην δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

 ………………….

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση άρνησης καταβολής των αξιούμενων ποσών, δεν σκοπεί πρωταρχικώς στην προώθηση δημόσιου σκοπού, ούτε επηρεάζει οποιοδήποτε μέρος του κοινού, αλλά τον διακανονισμό δικαιωμάτων μεταξύ της αιτήτριας εταιρείας και των καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια της μεταξύ τους σύμβασης, σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.  Ο σκοπός δεν ήταν δημόσιος γιατί ούτε το κοινό, ούτε τμήμα του είχε συμφέρον στην ευόδωση του (Ναυτικός Όμιλος Πάφου (ανωτέρω),  Δρ. Γεωργίου ν. Α.H.K. (1995) 3 A.A.Δ. 424 και Republic v. ΜDM Estate Development Ltd (ανωτέρω)).  Το κριτήριο δεν είναι κατά πόσο το νομοθετικό πλαίσιο δυνάμει του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό που όντως εδώ εξυπηρετεί, αλλά κατά πόσο ο σκοπός ορίζεται ότι εξυπηρετείται εκ της συγκεκριμένης απόφασης (Hellenic Bank Ltd v. R. (1986) 3 C.L.R. 481).  Επί του τελευταίου η απάντηση είναι αρνητική.  Επομένως η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά πράξη ή απόφαση εντός της εννοίας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος και δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του». 

 

          Έτσι και στην υπό κρίση περίπτωση οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων διέπονταν από τις μεταξύ τους συμβάσεις, σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Συναφώς, ο Λόγος Έφεσης 1 στον βαθμό που αφορά στα πιο πάνω, δεν μπορεί να πετύχει.

 

Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 4 προσβάλλεται βασικά ο τρόπος με τον οποίον το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι Εφεσείοντες – Εναγόμενοι για να καταδείξουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης και ανταπαίτησης.

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι ενιστάμενος σε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δεν πρέπει μεν να προβάλλει απλώς γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, αλλά η ένσταση πρέπει να περιέχει λεπτομερώς τις θέσεις του (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Νέστωρα Χ’Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204). Ταυτόχρονα, όμως, τονίζουμε ότι σε τέτοιες αιτήσεις, η συζήτηση του κατά πόσο υπάρχει ή όχι υπεράσπιση γίνεται σε επίπεδο ισχυρισμών μόνο, και το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

Μελέτη της Πρωτόδικης Απόφασης οδηγεί όντως στο ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του με τις ένορκες δηλώσεις, σε βαθμό που υπερβαίνει τον επιτρεπτό σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Αυτό παρά την επισήμανση από το ίδιο το Δικαστήριο ότι «…δεν ενδείκνυται, σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση, να γίνεται στάθμιση αντικρουόμενων ισχυρισμών των δύο πλευρών και να καταλήγει το δικαστήριο σε συμπεράσματα ότι η μια πλευρά πρόβαλε πιο πειστικούς και πιο αξιόπιστους ισχυρισμούς από την άλλη».

 

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντίθεση με την Νομολογία, προβαίνει σε κατάληξη περί ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων θέσεων από μέρους των Εφεσιβλήτων, προχωρώντας μάλιστα και σε καταγραφή αυτών. Προβαίνει ακολούθως σε εξαγωγή συμπερασμάτων για να καταλήξει ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων είναι ‘αστήρικτοι, αβάσιμοι και αντικρουόμενοι’. Πρόκειται για προφανή αξιολόγηση, με παραπομπή σε αντιφάσεις στην συμπεριφορά των Εφεσειόντων, καταγράφοντας μέχρι και το τι διαβήματα θα ήταν λογικό να είχαν λάβει οι Εφεσείοντες «…εάν οι ισχυρισμοί (τους) ήταν ουσιώδεις και βάσιμοι». Διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση αυτή από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έπεται πως ο Λόγος Έφεσης 4 ευσταθεί. Έστω και αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων – Εναγομένων δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας, αυτοί αρκούσαν για να αποσείσουν το βάρος που οι Εφεσείοντες έφεραν να τεκμηριώσουν καλόπιστη και συζητήσιμη υπεράσπιση.

 

          Εν όψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των λοιπών Λόγων Έφεσης παρέλκει.

 

          Η Έφεση επιτυγχάνει. Η Πρωτόδικη Απόφαση ακυρώνεται και η απόφαση ημερομηνίας 13.11.2019 παραμερίζεται.

 

          Η αγωγή να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για εκδίκαση.

 

          Επιδικάζονται έξοδα €2.700 υπέρ των Εφεσειόντων - Εναγομένων και εναντίον των Εφεσιβλήτων – Εναγόντων.

 

 

 

                                                                   Αλ. Παναγιώτου, Δ

 

 

                                                                   Μ. Παπαδοπούλου, Δ

 

 

                                                                   Ι. Στυλιανίδου, Δ



[1] «4. If it appears that the defence set up by the defendant applies only to a part of the plaintiff's claim, or that any part of his claim is admitted, the plaintiff shall have judgment forthwith for such part of his claim as the defence does not apply to or as is admitted, subject to such terms (if any) as to suspending execution, or the payment of the amount levied or any part thereof, into Court by the sheriff, the taxation of costs, or otherwise, as the Court may think fit. And the defendant may be allowed to defend as to the residue of the plaintiff's claim».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο