ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε135/2018)

 

29 Μαρτίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

A.  COSTA KOKKINOS DEVELOPMENTS LTD,

Εφεσείοντες

v.

 

LERPIRA LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Γ. Λεοντίου με Στ. Χριστοδούλου για Γ. Λεοντίου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Γ. Τσαρδελής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ με Γ. Βρυώνη (κα) για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία εκδόθηκε προσωρινό, ενδιάμεσο, διάταγμα στην Αγωγή Αρ. 174/2018. Με το εν λόγω διάταγμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέσμευσε χρήματα και περιουσιακά στοιχεία των εφεσειόντων, εναγομένων στην ως άνω αγωγή, μέχρι του ποσού των €468.045.- και απαγόρευσε σ’ αυτούς και στους αξιωματούχους, διευθυντές, αντιπροσώπους και άλλα εξουσιοδοτημένα άτομα που ενεργούν για λογαριασμό τους, να αποξενώσουν, επιβαρύνουν, μεταφέρουν και διαθέσουν χρήματα και οποιανδήποτε άλλη περιουσία των εφεσειόντων ώστε η διάθεση αυτή να οδηγεί σε μείωση της περιουσίας αυτής κάτω από το ποσό των €468.045.-, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν υπό τον όρο υπογραφής εγγύησης €200.000.- για τυχόν ζημιές που ενδεχομένως να προκληθούν  από αδικαιολόγητη έκδοσή τους, ενώ ζητούμενα επικουρικά διατάγματα αποκάλυψης απορρίφθηκαν. Τα ως άνω διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί από το Δικαστήριο όταν είχαν ζητηθεί μονομερώς από τους εφεσίβλητους, με το Δικαστήριο να δίνει οδηγίες επίδοσης της αίτησης στους εφεσείοντες, οι οποίοι καταχώρησαν ένσταση στην έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων.

 

          Είναι χρήσιμο, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης, να τεθεί πρώτα το ουσιαστικό πραγματικό υπόβαθρο που αφορά η παρούσα υπόθεση, επί του οποίου δεν φαίνεται να υφίστανται ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των διαδίκων πλευρών.

 

          Στις 17.11.2017, οι διάδικες εταιρείες υπέγραψαν συμφωνία πώλησης η οποία αφορούσε συγκεκριμένο ακίνητο επί του οποίου βρισκόταν συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Με βάση τη συμφωνία, οι εφεσίβλητοι είχαν αποκλειστικό δικαίωμα εξεύρεσης αγοραστή της εν λόγω ακίνητης περιουσίας ή αποκλειστικό δικαίωμα αγοράς, οι ίδιοι, της εν λόγω περιουσίας. Το προβλεπόμενο τίμημα τέτοιας αγοράς ορίστηκε στο ποσό των €2.100.000.-. Το δικαίωμα αγοράς προνοείτο να είναι για περίοδο τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, με δικαίωμα των εφεσιβλήτων να παρατείνουν την εν λόγω περίοδο για περαιτέρω τέσσερεις μήνες. Οι εφεσίβλητοι θα κατέβαλλαν – και κατέβαλαν – ποσό €5.000.- με την υπογραφή της συμφωνίας, ενώ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου των τεσσάρων μηνών, όφειλαν να καταβάλουν ποσό €8.000.-. Προβλεπόταν, επίσης, στη συμφωνία ότι, σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αγοράς από τους εφεσίβλητους, θα υπογραφόταν συμφωνία πώλησης του ακινήτου με συγκεκριμένους όρους.

 

          Προκύψαν  ενδεχόμενο αγοράς του ακινήτου από ανεξάρτητο τρίτο αγοραστή (εκτός του πλαισίου της ως άνω συμφωνίας) οδήγησε τους εφεσίβλητους, στις 5.12.2017, να αποστείλουν, μέσω δικηγόρων, επιστολή προς αποτροπή ενεργειών από μέρους των εφεσειόντων κατά παράβαση της συμφωνίας. Απαντητική επιστολή, εκ μέρους των εφεσειόντων, ημερομηνίας 13.12.2017, προέβαλλε τη θέση τους περί ακυρότητας της συμφωνίας, λόγω παράβασης των νομοθεσιών περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών και Κτηματομεσιτών καλώντας τους εφεσίβλητους να παραλάβουν το καταβληθέν ποσό των €5.000.-.

 

          Στις 15.12.2017, οι εφεσίβλητοι, με επιστολή των δικηγόρων τους προς τους δικηγόρους των εφεσειόντων, απέρριψαν το περιεχόμενο της ως άνω επιστολής των τελευταίων, ενώ, παράλληλα, εξάσκησαν το αποκλειστικό δικαίωμα αγοράς του ακινήτου, οι ίδιοι.

 

Με αυτά τα δεδομένα, οι εφεσίβλητοι, στις 18.12.2017, προχώρησαν με την καταχώρηση της Αγωγής Αρ. 1718/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, αναγνωριστικές αποφάσεις ότι διατηρούν και διατηρούσαν το δικαίωμα να αγοράσουν το εν λόγω ακίνητο και ότι ο ως άνω τερματισμός της συμφωνίας από μέρους των εφεσειόντων ήταν άκυρος. Στο πλαίσιο της ως άνω αγωγής, εξασφάλισαν, μονομερώς, προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να αποξενώσουν το εν λόγω ακίνητο.

 

          Παρά τη διατήρηση της θέσης περί ακυρότητας, οι εφεσείοντες, την ίδια ως άνω μέρα της καταχώρησης της πιο πάνω αγωγής και εξασφάλισης προσωρινού διατάγματος, και πριν την επίδοσή του σ’ αυτούς, κάλεσαν τους εφεσίβλητους να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο Λάρνακας, στις 22.12.2017, προς ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας του ακινήτου στην τιμή των €2.100.000.-.

 

          Για διάφορους λόγους, που η κάθε πλευρά προβάλλει, δεν ευοδώθηκε η ολοκλήρωση της πώλησης του ακινήτου, ούτε κατά την εν λόγω ημερομηνία, ούτε κατά την 8.1.2018, ημερομηνία κατά την οποία και πάλι οι εφεσείοντες καλούσαν τους εφεσίβλητους να ενεργήσουν.

 

          Στις 8.1.2018, διεξήχθη η ακρόαση του ως άνω εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος, με το Δικαστήριο, στις 22.1.2018, να ακυρώνει αυτό.

 

          Στις 26.1.2018, οι εφεσίβλητοι, μέσω επιστολής τους, κάλεσαν τους εφεσείοντες όπως, στις 8.2.2018, προσέλθουν στο Κτηματολόγιο προς ολοκλήρωση της μεταβίβασης, ενώ, στις 5.2.2018, μέσω έρευνας, διαφάνηκε ότι οι εφεσείοντες, στις 24.1.2018, προχώρησαν σε πώληση του ακινήτου για ποσό €2.400.000.- σε τρίτη εταιρεία. Αυτό το γεγονός και η μη εμφάνιση οποιουδήποτε εκ μέρους των εφεσειόντων στο Κτηματολόγιο στις 8.2.2018, οι εφεσίβλητοι θεώρησαν ως παραβιάσεις της συμφωνίας αγοράς του ακινήτου, ημερομηνίας 15.12.2017 (γενομένης ως αποτέλεσμα της άσκησης από μέρους τους του αποκλειστικού δικαιώματος αγοράς). Λόγω δε, αυτών, με επιστολή τους ημερομηνίας 8.2.2018, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία ημερομηνίας 15.12.2017.

 

          Στις 16.2.2018, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, άλλη αγωγή, την 174/2018, με την οποία αξιώνουν, από τους εφεσείοντες, αποζημιώσεις για τη ζημιά που υπέστηκαν συνεπεία των ως άνω παραβάσεων από μέρους των εφεσειόντων. Μεταξύ άλλων, αξιώνουν τη διαφορά της καθορισθείσας τιμής πώλησης του ακινήτου (€2.100.000) και της αγοραίας αξίας του ακινήτου κατά την 8.2.2018, η οποία, κατά τον ισχυρισμό τους, σύμφωνα με σχετική εκτίμηση, ανερχόταν σε €2.549.000.-. Πριν την καταχώρηση της ως άνω αγωγής, οι εφεσίβλητοι διέκοψαν τις αξιώσεις τους στην Αγωγή Αρ. 1718/2017 πλην την αναζήτησης αναγνωριστικής απόφασης ότι διατηρούσαν δικαίωμα αγοράς του ακινήτου.

 

          Στο πλαίσιο της ως άνω δεύτερης αγωγής τους, οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν το υπό κρίση προσωρινό διάταγμα με την εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση, την οποία οι εφεσείοντες προσβάλλουν με εννέα λόγους έφεσης.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων. Προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, ομαδοποιώντας συγκεκριμένους εξ αυτών, όπου κρίνεται πρόσφορο, λόγω συνάφειάς τους.

 

Τέτοια συνάφεια υφίσταται σε σχέση με τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5 τους οποίους κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα.

Προβάλλεται, με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι με την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου στην πρώτη αγωγή, το Δικαστήριο δε μόρφωσε, ούτε εξέφρασε τελική γνώμη, με τρόπο καθοριστικό επί πραγματικού ή νομικού αιτήματος. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία εξετάστηκαν, κρίθηκαν και αποφασίστηκαν από το Δικαστήριο στην πρώτη απόφαση, καθότι η αξίωση στην Αγωγή Αρ. 174/18 (δεύτερη αγωγή) εδράζεται σε γεγονότα μεταγενέστερα της πρώτης αγωγής και πρώτης απόφασης. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο να αποφασίσει ότι οι εφεσίβλητοι, με τα διαφορετικά ένδικα μέσα που χρησιμοποίησαν, δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, καθότι το αγώγιμο δικαίωμα τους εδράζεται και σε γεγονότα τα οποία επακολούθησαν την πρώτη απόφαση και τα αιτητικά (Β) έως (Ε) της πρώτης αγωγής διακόπηκαν.

 

Δε συμμεριζόμαστε τις θέσεις των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με επάρκεια ανέλυσε τη νομική πτυχή των ζητημάτων του δεδικασμένου και της κατάχρησης των διαδικασιών. Ως προς το πρώτο, ορθά υπέδειξε την αναγκαιότητα συνύπαρξης τελεσίδικης απόφασης, ταύτισης διαδίκων, ταύτισης της ιδιότητας των διαδίκων και ταύτισης των επιδίκων θεμάτων, ενώ, επίσης ορθά, εξήγησε ότι η σχετική αρχή δεν περιορίζεται σε ζητήματα τα οποία έχουν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην πρώτη διαδικασία (Ανδρέας Νικολάου Μιχαήλ ν. Μιχαήλ Σκουτέλλα (2008) 1 ΑΑΔ 1125, Χρύσω Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές, ECLI:CY:AD:2017:D442, Πολιτική Έφεση 225/2012, ημερομηνίας 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:D442, Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1CLR 296).

 

Ως προς την κατάχρηση των διαδικασιών, ορθά εξηγήθηκε, μέσω ανάλυσης της νομολογίας, ότι επίκληση διαφορετικών ενδίκων μέσων για επιδίωξη ιδίου σκοπού συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η οποία πρέπει να αποτραπεί και να παρεμποδιστεί (Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 ΑΑΔ 217, Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348, Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1993) 1 CLR 248, Beogradska D.D. (1996) 1 ΑΑΔ 911).

 

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με την εξέταση της ενώπιον του κατάστασης πραγμάτων, με αναφορά, επίσης, στην προηγούμενη απόφαση του ομόβαθμου Δικαστηρίου στην Αγωγή Αρ. 1718/2017. Αξίζει η παράθεση αυτούσιου του σχετικού αποσπάσματος:

 

«5.5 Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση έχουν σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια πιο πάνω. Συνοπτικά έχουν ως ακολούθως. Στις 17.11.17 συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία η οποία διελάμβανε, μεταξύ άλλων,  ότι η αιτήτρια θα είχε αποκλειστικό δικαίωμα αγοράς του ακινήτου της καθ΄ ης η αίτηση για το ποσό των €2.100.000.-. Η δε αρχική διάρκεια του πιο πάνω δικαιώματος καθορίστηκε σε τέσσερεις μήνες και σε αντάλλαγμα η αιτήτρια κατέβαλε το ποσό των €5.000.-. Εντός της πιο πάνω περιόδου, η καθ΄ ης η αίτηση με επιστολή της ημερ. 13.12.17 τερμάτισε την πιο πάνω συμφωνία καθότι, ως προβάλλει, ήταν άκυρη αφού καταστρατηγεί τόσο τις πρόνοιες του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου όσο και τις πρόνοιες του περί Κτηματομεσιτών Νόμου. Ακολούθως η αιτήτρια την 18.12.17 καταχώρισε εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή με αρ. 1718/17, στα πλαίσια της οποίας την ίδια ημέρα εκδόθηκε, κατόπιν μονομερούς αίτησης, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο απαγορεύτηκε στην καθ΄ ης η αίτηση να αποξενώσει το πιο πάνω ακίνητο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με άλλη σύνθεση, εξέδωσε την 22.1.18 απόφαση με την οποία ακύρωσε το πιο πάνω προσωρινό διάταγμα, αναφέροντας μεταξύ άλλων, 

«Η μόνη θεραπεία στην οποία οι Ενάγοντες δικαιούνται είναι οι αποζημιώσεις οι οποίες θα αποδοθούν σ΄ αυτούς για όση ζημιά αποδείξουν κατά τη δίκη ότι έχουν υποστεί μέχρι το χρόνο της ισχυριζόμενης διάρρηξης της συμφωνίας από τους Εναγόμενους – Καθ΄ ων η Αίτηση που είναι μερικές μέρες μετά την υπογραφή της. Επίδικο θέμα της αγωγής δεν είναι το ξενοδοχείο, η αξία του οποίου είναι πέραν των €2.000.000 για να εγερθεί η αγωγή στην κλίμακα αυτή, αλλά οι αποζημιώσεις τις οποίες θα αποδείξουν οι Ενάγοντες και τις οποίες δικαιούνται για την ισχυριζόμενη διάρρηξη της συμφωνίας από τους Εναγόμενους – Καθ΄ ων η αίτηση οι οποίες μπορούν να ικανοποιηθούν σε περίπτωση επιτυχίας των Εναγόντων κατά τη δίκη. Το ίδιο το ξενοδοχείο έχει προσφερθεί στους Ενάγοντες δύο φορές προς αγορά από τους Εναγόμενους κάτι που φανερώνει ότι οι ίδιοι που εξάσκησαν το δικαίωμα αγοράς του δεν επιθυμούν να υλοποιήσουν την πρόθεση τους να το αγοράσουν, αλλά εμμένουν να θεωρούν την συμφωνία έγκυρη και ισχυρή με αποτέλεσμα δια της καταχωρηθείσας αγωγής να μη στοχεύουν στην εκτέλεση της ήδη εκτελεσθείσας από τους ίδιους συμφωνίας αλλά στην παράταση του χρόνου του option agreement για την πώληση του ξενοδοχείου με τη δική τους διαμεσολάβηση, η οποία προφανώς θα τους αποδώσει μεγαλύτερα οφέλη.

Οι γενικές και αόριστες αναφορές των παρ. 28-33 ανωτέρω στην ένορκη δήλωση Λειβαδιώτη, ότι δήθεν οι Ενάγοντες θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά από τη μη διατήρηση σε ισχύ του εκδοθέντως μονομερώς διατάγματος και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφώς υπέρ τους, δεν βρίσκουν έρεισμα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ουσιαστικά οι Ενάγοντες δεν συγκεκριμενοποιούν την ανεπανόρθωτη ζημιά που θα υποστούν. Οι αποζημιώσεις στις οποίες οι Ενάγοντες πιθανόν να δικαιούνται είναι περιορισμένης κλίμακας εφ΄ όσον η συμφωνία (option agreement) είχε κατά τους ισχυρισμούς τους διαρρηχθεί μερικές μέρες μετά την υπογραφή της υπαιτιότητι των Εναγομένων οι οποίοι φαίνονται πρόθυμοι να υποστούν το κόστος αυτής της διάρρηξης χωρίς να αποδέχονται υπαιτιότητα τους αλλά την ακυρότητα της λόγω παρανομίας. Ακόμα και στην περίπτωση όμως που οι Εναγόμενοι κριθούν υπαίτιοι από το Δικαστήριο οι Ενάγοντες θα δικαιούνται σε αποζημιώσεις και όχι στην εγκυρότητα της συμφωνίας (option agreement) και την με αυτό τον τρόπο επιμήκυνση του χρόνου της περιόδου των 8 μηνών δέσμευσης και/ή απαγόρευσης της μη πώλησης του ξενοδοχείου σε αγοραστές της επιλογής των Εναγομένων – Καθ΄ ων η Αίτηση (για όσο χρόνο θα παραμείνει σε ισχύ το διάταγμα μέχρι τη δίκη).  Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 δεν συντρέχει σωρευτικά με τις άλλες δύο προϋποθέσεις στην προκειμένη περίπτωση και αυτό επιβεβαιώνεται αν εξεταστεί το ισοζύγιο της ευχέρειας.»

 

Με την αγωγή αρ. 1718/17 (κλητήριο γενικώς οπισθογραφημένο) η αιτήτρια αξίωνε από την καθ΄ ης η αίτηση:

(α) Αναγνωριστική απόφαση ότι η ενάγουσα διατηρεί και διατηρούσε το δικαίωμα να αγοράσει το πιο πάνω ακίνητο.

(β) Αναγνωριστική απόφαση ότι η εναγομένη διέρρηξε τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της και ότι ο από μέρους της τερματισμός ημερ. 13.12.17 είναι άκυρος.

(γ) Διάταγμα για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας.

(δ) Αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας και διαζευκτικά,

(ε)  Γενικές αποζημιώσεις.

Η αιτήτρια, μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου και ειδικότερα στις 16.2.18 προέβηκε δυνάμει της Δ.15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διακοπή των αιτητικών υπό Β μέχρι και Ε ανωτέρω, γεγονός το οποίο αποδέχεται η άλλη πλευρά.

Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η καθ΄ ης η αίτηση σε δύο περιπτώσεις στις 18.12.17 και 5.1.18 κάλεσε την αιτήτρια να αγοράσει το ακίνητο, χωρίς αποτέλεσμα. Τονίζεται ότι η συμφωνία διελάμβανε ότι η αιτήτρια είχε το δικαίωμα αγοράς του ακινήτου για το πιο πάνω ποσό και η αρχική διάρκεια του πιο πάνω αποκλειστικού δικαιώματος της ήταν τέσσερεις μήνες από την υπογραφή της συμφωνίας (17.11.17). Η συμφωνία δεν προνοεί ρητά ότι ο αιτητής είναι υπόχρεος να αγοράσει το ακίνητο πριν την πάροδο των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που του προσφερθεί από την καθ΄ ης η αίτηση.

Ακολούθως μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης και εντός της περιόδου των τεσσάρων μηνών, η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 26.1.18 καλούσε την καθ΄ ης η αίτηση όπως προσέλθει στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας την 8.2.18 για ολοκλήρωση της μεταβίβασης του ακινήτου, πλην όμως η τελευταία δεν εμφανίστηκε. Μετά από έρευνα που διενεργήθηκε στο Κτηματολόγιο στις 5.2.18 διαπιστώθηκε ότι κατατέθηκε ως εμπράγματη επιβάρυνση πωλητήριο έγγραφο από την εταιρεία Jiatong Investments Ltd σε σχέση με το πιο πάνω ακίνητο για το ποσό των €2.400.000.-. Τότε η αιτήτρια την 9.2.18 απέστειλε επιστολή στην καθ΄ ης η αίτηση με την οποία τερμάτισε την επίδικη συμφωνία.

Όπως έχει νομολογηθεί οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει την μεταγενέστερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει, ελλείψει νέων στοιχείων. Εξαρτάται πάντοτε από το κατά πόσο η απορριπτική απόφαση επεκτάθηκε σε ζητήματα επί της ουσίας. (βλ. Recnex Trading Limited κ.ά. ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λιμιτεδ, Πολ.Έφ. 71/11, ημερ. 16.4.14)

Στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται ταύτιση διαδίκων μεταξύ των δύο υποθέσεων και τα γεγονότα που τις περιβάλλουν μέχρι και την έκδοση της απόφασης, στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, είναι τα ίδια. Δεν υφίσταται όμως τελεσίδικη απόφαση στα πλαίσια της αγωγής αρ. 1718/17. Άλλο ήταν το αντικείμενο της και ειδικότερα κατά πόσο θα έπρεπε να οριστικοποιηθεί το διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στην καθ΄ ης η αίτηση να πωλήσει το ακίνητο. Το Δικαστήριο δεν μόρφωσε και ούτε εξέφρασε τελική γνώμη με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος. Και κάτι άλλο. Με την παρούσα αγωγή επιζητούνται μεταξύ άλλων ειδικές αποζημιώσεις που υπέστη η αιτήτρια συνεπεία της κατ΄ ισχυρισμό παράβασης της συμφωνίας από μέρους της καθ΄ ης η αίτηση. Η αιτήτρια προβάλλει ότι η καθ΄ ης η αίτηση δεν νομιμοποιείτο να τερματίσει την επίδικη συμφωνία. Η δε αξίωση της, ως αναφέρει, εδράζεται και σε γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου και ειδικότερα ότι ενώ η συμφωνία βρισκόταν σε ισχύ, η καθ΄ ης η αίτηση στις 26.1.18 κλήθηκε να μεταβιβάσει το ακίνητο, χωρίς να το πράξει. Το είχε ήδη πωλήσει σε άλλη εταιρεία. Έτσι η αιτήτρια με επιστολή ημερ. 9.2.18 τερμάτισε τη συμφωνία και αξιώνει μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη. Έτσι για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, δεν υφίσταται τελεσίδικη απόφαση και πλήρης ταύτιση των επιδίκων θεμάτων. Συνεπώς δεν καταδεικνύεται καθοιονδήποτε τρόπο ότι υφίσταται δεδικασμένο.

Περαιτέρω δε με τα διαφορετικά ένδικα μέσα που χρησιμοποίησε η αιτήτρια δεν επιδιώκει τον ίδιο σκοπό. Όπως έχει ήδη επισημανθεί το αγώγιμο δικαίωμα της αιτήτριας εδράζεται και σε γεγονότα τα οποία επακολούθησαν την απόφαση του Δικαστηρίου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η αιτήτρια έχει ήδη διακόψει τα αιτητικά υπό Β έως και Ε ανωτέρω της αγωγής αρ. 1718/17. Έτσι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται οποιασδήποτε μορφής κατάχρησης της διαδικασίας από μέρους της αιτήτριας. Συνακόλουθα οι σχετικές περί τούτου εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση απορρίπτονται.»

 

          Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ούτε στην προσέγγιση, ούτε στην ουσία της ανάλυσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Άλλωστε, το ότι οι ως άνω ή όποιες άλλες αναφορές του ομόβαθμου Δικαστηρίου, κατά την εξέταση άλλου προσωρινού διατάγματος, δεν θα μπορούσαν να είναι δεσμευτικές, προκύπτει και από αυτήν τη φύση της διαδικασίας ενός προσωρινού διατάγματος. Είναι καλώς γνωστό ότι ένα Δικαστήριο, σε μια τέτοια διαδικασία, αποφεύγει την κατάληξη σε τελικά συμπεράσματα. Διαφορετική θεώρηση, θα καθιστούσε, άλλωστε, αντιφατική και παράδοξη την εκκρεμότητα της Αγωγής 1718/2017, στην οποία επίδικο θέμα παραμένει το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν και διατηρούν το δικαίωμα να αγοράσουν το ακίνητο.

 

          Περαιτέρω, εντοπίζεται ότι διαφορετικό είναι και το αντικείμενο της Αγωγής 174/2018 η οποία αφορά την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση από τους εφεσείοντες της συμφωνίας αγοράς του ακινήτου από τους εφεσίβλητους, κάτι το οποίο οδήγησε στον τερματισμό της συμφωνίας από τους εφεσίβλητους και την αναζήτηση θεραπείας σε ξεχωριστή διαδικασία. Αναφορά μπορεί να γίνει και στο ότι τα όσα ακολούθησαν της πρώτης απόφασης και αφορούν τη δεύτερη αγωγή, δεν αποτελούν ζητήματα που θα μπορούσαν να εγερθούν στην πρώτη αγωγή. Η όλη εξέλιξη των γεγονότων, ως αποτυπώνεται ανωτέρω και ως τέθηκε και στην πρωτόδικη απόφαση, φανερώνει τη μη ύπαρξη είτε δεδικασμένου είτε κατάχρησης της διαδικασίας από μέρους των εφεσιβλήτων, έστω και αν, μέχρι ενός σημείου, οι δύο αγωγές έχουν κοινά γεγονότα.

 

          Κρίνουμε, συναφώς αβάσιμους τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5 και απορρίπτουμε αυτούς.

 

          Ανάλογη είναι η θεώρηση μας σε σχέση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης, με τους οποίους προβάλλεται σφάλμα στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την επιστολή των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 26.1.2018, με την οποία καλούσαν τους εφεσείοντες να προσέλθουν στο Κτηματολόγιο προς ολοκλήρωση της συμφωνίας πώλησης και σε σχέση με την περίοδο των τεσσάρων μηνών σε συνάρτηση με το δικαίωμα των εφεσιβλήτων για αγορά του υπό κρίση ακινήτου.

 

          Από την πρωτόδικη απόφαση, εντοπίζουμε ότι όλα τα σχετικά γεγονότα έχουν παρατεθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως μέρος της εξέτασης του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων. Από το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε  σφάλμα στην κρίση του επί των ενώπιον του γεγονότων, ικανό να ανατρέψει την ορθή κατάληξη του. Δεν θα ήταν ορθή η αποσπασματική απομόνωση αναφορών και απόδοση σ’ αυτές διάστασης που δεν βρίσκει έρεισμα στην τελική κρίση του Δικαστηρίου.

 

          Επομένως, απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 1 και 2.

 

          Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδήγησε τον εαυτό του ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αξίωση των εφεσιβλήτων. Το σφάλμα συσχετίζεται, κατά τους εφεσείοντες, με το τελεσίδικο της πρώτης απόφασης. Συσχέτιση που υφίσταται και σε σχέση με τον όγδοο λόγο έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται σφάλμα στην αποδοχή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι εφεσίβλητοι θα εδικαιούντο σε έξοδα για αρχιτέκτονα και για μελέτη βιωσιμότητας. Εις δε τον έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι κατέδειξαν πιθανότητα αποζημιώσεων στη βάση χαμένης ευκαιρίας πώλησης του ακινήτου για το ποσό των €2.549.000.-, χωρίς μαρτυρία για ύπαρξη αγοραστή.

 

          Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση σχετικά:

 

«7.4 Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω με λεπτομέρεια και δεν χρήζουν επανάληψης. Στην προκείμενη περίπτωση προβάλλεται από μέρους της αιτήτριας ότι η καθ΄ ης η αίτηση παρέβηκε την μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 17.11.17 και ειδικότερα ενώ αυτή βρισκόταν σε ισχύ και κλήθηκε η καθ΄ ης η αίτηση να υλοποιήσει την πώληση του ακινήτου αυτή αρνήθηκε και πώλησε το ακίνητο σε άλλη εταιρεία. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιές και απώλειες από την παράβαση της συμφωνίας η οποία ανερχόταν στο συνολικό ποσό των €468.045.-. Ειδικότερα αξιώνει το ποσό των €449.000.- το οποίο αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του ακινήτου με βάση τη συμφωνία η οποία ανερχόταν στο ποσό των €2.100.000  και την αγοραία αξία του ακινήτου η οποία κατά την 8.2.18 ανερχόταν σύμφωνα με εκτίμηση που παρουσίασε στο ποσό των €2.549.000.-. Περαιτέρω δε αξιώνει και το συνολικό ποσό των €19.045.- το οποίο αντιπροσωπεύει τα έξοδα του αρχιτέκτονα, της μελέτης βιωσιμότητας, του φωτογράφου και του εκτιμητή. Η αιτήτρια παρουσίασε στο Δικαστήριο εκτίμηση και σχετικές αποδείξεις. Δεν πρόκειται για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς όπως προέβαλε ο συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση. Στην προκείμενη περίπτωση από τα δικόγραφα και από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι υφίσταται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και πιθανότητα επιτυχίας, αντίστοιχα.»

 

          Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, άλλωστε, πραγματεύεται τα εγειρόμενα, ενώπιον του, ζητήματα κατά το στάδιο και στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας κατά την οποία ηγέρθησαν και όχι ως τελική κρίση στην αγωγή. Διαπιστώνεται η ορθή διάσταση που αποδόθηκε από το Δικαστήριο στα ενώπιον του γεγονότα και στοιχεία. Συνακόλουθα, αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8.

 

          Τέλος, με τον έννατο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, η πρωτόδικη κρίση επί του ισοζυγίου της ευχέρειας, υπέρ της έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων. Και πάλι, συσχέτιση προβάλλεται με την πρώτη απόφαση. Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ικανοποιηθεί για την ύπαρξη της τρίτης προϋπόθεσης στη βάση του ότι οι εφεσείοντες δεν ασκούν, πλέον, οποιανδήποτε εμπορική δραστηριότητα και του ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε τη μόνη τους περιουσία, ανέφερε τα εξής:

 

«10. Το επόμενο ερώτημα αφορά το κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί ή να συνεχίσει την ισχύ του ένα διάταγμα (Odysseos, ανωτέρω, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη (1999)1 Α.Α.Δ.152).  Θα πρέπει το Δικαστήριο να ζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας που θα προκληθεί στον εναγόμενο από το διάταγμα, εάν τελικά φανεί ότι δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί και τον κίνδυνο ο ενάγοντας να απομείνει τελικά χωρίς θεραπεία εάν δεν συνεχίσει το διάταγμα. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου είναι να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας (Baccardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996)1 A.A.Δ.788, NWL Ltd v. Woods [1989] 3 All E.R.614, 625 (H.L). Στην προκείμενη περίπτωση η έκδοση του αιτούμενου απαγορευτικού διατάγματος ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας και συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης του σχετικού διατάγματος.»

 

          Μας βρίσκει καθ’ όλα σύμφωνους η εν λόγω θεώρηση, με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνεται, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης, ως η ενδεικνυόμενη. Ως αβάσιμος, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 9.

 

Η έφεση, συνακόλουθα, απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €4.000.- πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

 

 

 

                                                          Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο