ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020)

(σχ. με  Ε145/2020)

 

29 Μαρτίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

SERGIY MARFUT,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

-και-

 

ZAFORPO VENTURES LTD,

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου Αρ. 3.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε145/2020)

(σχ. με Ε144/2020)

 

SERGIY MARFUT,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

-και-

 

1.  NEIL CHRISTOPHER JAMES SMITH,

2.  EBC EASTERN BEVERAGE COMPANY LTD,

3.  ZAFORPO VENTURES LTD,

4.  LLC “SPS HETMAN”,

5.  FLORIN ADVISERS LIMITED,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων Αρ. 1, 2, 3, 7 & 8.

 

Για Πολιτική Εφεση Αρ. Ε144/2020

Χρ. Νικολάου με Σ. Σταύρου (κα) για κ.κ. Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα/Ενάγοντα.

Μ. Καμπέρης για κ.κ. Ιεροθέου, Καμπέρης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο/Εναγόμενο αρ. 3.

Για Πολιτική Έφεση Αρ. Ε145/2020

Χρ. Νικολάου με Σ. Σταύρου (κα) για κ.κ. Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα/Ενάγοντα.

Χρ. Κληρίδης για Χρ. Κληρίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους 1 και 5.

Στ. Παπαϊωάννου (κα) για κ.κ. Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Προσωρινό Εκκαθαριστή της περιουσίας της Εφεσίβλητης 2.

Σπ. Ιερόθεου για κ.κ. Ιεροθέου, Καμπέρης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους 3 και 4

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της αγωγής 3560/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας,  στις 10.01.2019, εξέδωσε μονομερώς, στην ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 21.12.2018, προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύετο στην εφεσίβλητη 2 – εναγομένη 2 (στο εξής εφεσίβλητη 2) να αποξενώσει αριθμό ουκρανικών εμπορικών σημάτων (trademarks) τα οποία σχετίζοντο με την εκμετάλλευση αλκοολούχων ποτών στην Ουκρανία, και στην εφεσίβλητη 3 - εναγομένη 3 (στο εξής εφεσίβλητη 3), να εκχωρεί το δικαίωμα χρήσης των εν λόγω εμπορικών σημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακρόαση, με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 27.10.2020, απεφάνθη ότι δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), δηλαδή η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η ορατή πιθανότητα επιτυχίας και ακύρωσε τα πιο πάνω προσωρινά διατάγματα.

 

Η υπό κρίση Πολιτική Έφεση Αρ. Ε145/2020, στρέφεται εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 27.10.2020.

 

Η υπό κρίση Πολιτική Έφεση Αρ. Ε144/2020, στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, επίσης στις 27.10.2020, αλλά μετά την έκδοση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, και με την οποία απερρίφθη η αίτηση δια κλήσεως του εφεσείοντα – ενάγοντα (στο εξής εφεσείοντα) ημερομηνίας 15.2.2019 που αφορούσε το διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη των περιουσιακών στοιχείων της εφεσίβλητης 3.

 

Έχουμε μελετήσει όλα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους, έθεσαν ενώπιον μας.  Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, εναντίον των δύο πιο πάνω ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις αξιώσεις του εφεσείοντα, όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσείοντας είναι ουκρανός επιχειρηματίας και ο τελικός δικαιούχος εταιρικού ομίλου επιχειρήσεων βότκας, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε υπό την ομπρέλα της εναγομένης 4, συσταθείσας στο Λιχτενστάιν, η οποία είναι η μοναδική μέτοχος της εφεσίβλητης 2, συσταθείσας στην Κύπρο. Η εφεσίβλητη 2, μέχρι και το 2018 ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτης διαφόρων διεθνών ρωσικών και ουκρανικών εμπορικών σημάτων που αφορούσαν στην παραγωγή και διάθεση αλκοολούχων ποτών.

 

Η βάση της αγωγής του εφεσείοντα στηρίζεται σε ισχυριζόμενο δόλο και συνομωσία όλων των  εναγομένων.  Συγκεκριμένα, ο δόλος συνίστατο στη δημιουργία και/η κατασκευή ψευδών και πλασματικών υποχρεώσεων της εφεσίβλητης 2 έναντι της εφεσίβλητης 3, στον καταρτισμό, την 17.10.2018, συμφωνίας διευθέτησης εικονικής υποχρέωσης με την οποία η εφεσίβλητη 2 παραχώρησε στην εφεσίβλητη 3 τα δικαιώματα χρήσης, εκμετάλλευσης και διαχείρισης διαφόρων εμπορικών σημάτων που σχετίζονταν με τη διανομή και εκμετάλλευση αλκοολούχων ποτών στην Ουκρανία, μέχρι την 31.12.2030, και στον καταρτισμό συμφωνίας, στις 18.10.2018, της εφεσίβλητης 3 με την εφεσίβλητη 4 – εναγομένη 7 (στο εξής εφεσίβλητη 4) για αποκλειστική άδεια χρήσης, από την τελευταία, των ουκρανικών εμπορικών σημάτων, παρά το ότι γνώριζαν ότι ο τελικός δικαιούχος ήταν ο εφεσείοντας.  Ο εφεσείοντας ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος 1 – εναγόμενος 1 (στο εξής εφεσίβλητος 1), ο οποίος ήτο εμπιστευματοδόχος του και μοναδικός μέτοχος της εναγομένης 4,  πέραν της συνομωσίας του με τους υπόλοιπους εναγόμενους για εξαπάτηση του, παραβίασε τα εμπιστευτικά του καθήκοντα έναντι του.  Ο εφεσείοντας αξιώνει αριθμό θεραπειών εναντίον των εναγομένων υπό τη μορφή δηλώσεων ή διαταγμάτων, ως επίσης και την καταβολή αποζημιώσεων.  

 

Θεωρούμε ότι είναι ορθό να ξεκινήσουμε με την εξέταση της Πολιτικής Έφεσης Αρ. Ε145/2020, η οποία στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 27.10.2020, με την οποία ακυρώθηκαν τα προσωρινά διατάγματα, η οποία και απαγγέλθηκε πρώτη, λόγω του ότι αυτήν θεώρησε ως βάση το πρωτόδικο Δικαστήριο για την απόφαση του αναφορικά με το διορισμό παραλήπτη, η οποία απαγγέλθηκε αργότερα την ίδια μέρα.

 

Η μονομερής αίτηση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 21.12.2018, με την οποία ζητούσε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, υποστηριζόταν από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Dvorak, νομικού συμβούλου του εφεσείοντα, την οποία ο εφεσείοντας υιοθέτησε με δική του ένορκο δήλωση. Καταχωρήθηκαν, επίσης, συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τότε τον εφεσείοντα.

 

Σύμφωνα με τον Dvorak, τον Μάρτιο του 2011, τόσο ο ίδιος όσο και ο Okhlopkov, ο αρχικός ιδρυτής του ομίλου SVG, ενεργούντες ως αντιπρόσωποι του εφεσείοντα, συναντήθηκαν με τον εφεσίβλητο 1 στη Μόσχα και συνήψαν προφορική συμφωνία, η οποία  προνοούσε ότι ο εφεσίβλητος 1 θα ενεργούσε ως αντιπροσωπευτικός (nominee) αγοραστής για 3-5 χρόνια, για την απόκτηση του ομίλου SVG, για τον εφεσείοντα. Ο όμιλος SVG ασχολείτο με την παραγωγή και διανομή αλκοολούχων ποτών και κατείχε διάφορα εμπορικά σήματα. Για τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου 1, ο εφεσείοντας θα τον πλήρωνε 150,000 περίπου δολάρια ΗΠΑ, ετησίως.  Τόσο ο ίδιος (ο Dvorak) όσο και ο Okhlopkov, δεν έκριναν αναγκαίο η συμφωνία να διατυπωθεί  γραπτώς, αφού η πληρωμή των ετήσιων αμοιβών από τον εφεσείοντα στον εφεσίβλητο 1 θα ήταν αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό στοιχείο για την πιο πάνω συμφωνία και την ιδιότητα του εφεσίβλητου 1.

 

Μετά τη σύναψη της συμφωνίας αντιπροσώπευσης, τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2011 έγινε συνάντηση στη Μόσχα και ο ίδιος (ο Dvorak) σύστησε τον εφεσίβλητο 1, ως τον αγοραστή του ομίλου, στον Meibatov, ο οποίος ήτο εκ των πιστωτών και πωλητής της SVG και συζήτησαν τους όρους της αγοράς. Τον Απρίλιο-Μάιο του 2011 τα μέρη συμφώνησαν στην απόκτηση του ομίλου του Meibatov, αντί του ποσού των 20 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.

 

Σύμφωνα με τον Dvorak, ο οποίος κατέθεσε σωρεία τεκμηρίων, πίσω από την απόκτηση του ομίλου του Meibatov, ήταν ο εφεσείοντας και παρόλο που δεν έγινε γραπτή συμφωνία για τις υπηρεσίες αντιπροσώπευσης του εφεσίβλητου 1, υπήρχε μαρτυρία που αποδείκνυε ότι ο εφεσίβλητος 1 ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος του εφεσείοντα.  Ήτο η θέση του Dvorak ότι όλες οι λεπτομέρειες και οι συμφωνίες ήταν σε γνώση περιορισμένων προσώπων, π.χ. στους αντιπροσώπους του εφεσείοντα, και στους εκπροσώπους του εφεσίβλητου 1, εναγόμενους 5 και 6.  Η χρηματοδότηση για την απόκτηση του ομίλου προήλθε από τον εφεσείοντα, μέσω των εταιρειών του Kitana και Namibor, ενώ ο εφεσίβλητος 1 ή η εταιρεία του, εφεσίβλητη 5 –εναγόμενη 8 (στο εξής εφεσίβλητη 5), ουδέποτε προέβησαν σε οποιαδήποτε πληρωμή.  Οι Κύπριοι διαχειριστές του ομίλου εταιρειών αποδέχονταν μόνο οδηγίες του εφεσείοντα ή των αντιπροσώπων του σε σχέση με τις εταιρείες.  Οποιαδήποτε οδηγία προερχόταν από τον εφεσίβλητο 1 ή τον εναγόμενο 5, θα έπρεπε να εγκριθεί προηγουμένως από τον εφεσείοντα ή τους αντιπροσώπους του.  Στις 2.9.2011, η εφεσίβλητη 5 εξέδωσε τιμολόγιο για το ποσό των 150,000 δολαρίων ΗΠΑ το οποίο αντιστοιχούσε με την συμφωνηθείσα ετήσια αμοιβή του εφεσίβλητου 1, για τις υπηρεσίες αντιπροσώπευσης του για την περίοδο 1.7.11-1.7.12.  Η αμοιβή του διευθετήθηκε από εταιρείες συνδεδεμένες με τον εφεσείοντα.  Ο εφεσίβλητος 1 ζήτησε αύξηση της αμοιβής του αρχικά σε 330,000 και στη συνέχεια σε 660,000 δολάρια ΗΠΑ, η οποία συμφωνήθηκε και επιβεβαιώθηκε από τον εφεσείοντα.    

 

Ο ομνύων ανέφερε επίσης ότι τον Ιούλιο του 2018 ο ίδιος και ο εναγόμενος  5 είχαν διάφορες συναντήσεις για τους όρους απόκτησης των ουκρανικών εμπορικών σημάτων. Τελικά συμφώνησαν ότι ο εφεσίβλητος 1 θα μετέφερε το 100% της ιδιοκτησίας του από την εναγόμενη 4 στον ίδιο (τον Dvorak), ή σε εταιρεία του και αυτός θα διευθετούσε κάποιο χρέος της εναγομένης 4 προς την εφεσίβλητη 5. Για την υλοποίηση της μεταβίβασης των μετοχών, την 1.8.2018 μαζί με τον εναγόμενο 5 ήλθαν στην Κύπρο και συναντήθηκαν με τους δικηγόρους της εφεσίβλητης 2, όπου τους συστήθηκε επίσημα ως ο δικηγόρος και ο αντιπρόσωπος του εφεσείοντα και ως ο νέος ιδιοκτήτης της εναγομένης 4 και επομένως, ο νέος τελικός ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης 2. Συμπλήρωσε σχετικά έγγραφα και τα απέστειλε στους δικηγόρους. Με τον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσίβλητου 1 και παρά την υπόσχεση του για μεταβίβαση των μετοχών της εναγόμενης 4 προς τον εφεσείοντα ή πρόσωπο που θα υποδείκνυε αυτός, ο εφεσίβλητος 1 δεν μεταβίβασε τις μετοχές και ενορχήστρωσε σχέδιο εξαπάτησης του εφεσείοντα για την απογύμνωση του ομίλου εταιρειών με διάφορες δόλιες και παράνομες πράξεις των εναγομένων, προκαλώντας συνεπώς βλάβη στον εφεσείοντα. Ο Dvorak αναφέρθηκε στις ισχυριζόμενες πράξεις εξαπάτησης, όπως, μεταξύ άλλων, η συμφωνία διευθέτησης εικονικής υποχρέωσης, ημερομηνίας 17.10.2018, μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2 και η συμφωνία παραχώρησης άδειας χρήσης των ουκρανικών εμπορικών σημάτων μεταξύ της εφεσίβλητης 3 και της εφεσίβλητης 4, που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

Οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι αυτός είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης του εν λόγω  ομίλου εταιρειών ή ότι υπήρξε εκ μέρους τους οποιοσδήποτε δόλος.  Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος 1, στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση του, αρνήθηκε ότι συμφώνησε να ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος (nominee) οποιουδήποτε,  είτε με τον Okhlopkov, είτε με τον Dvorak, αλλά ούτε και με τον εφεσείοντα και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι έπαιρνε αμοιβή για τις ισχυριζόμενες υπηρεσίες και ότι το Τεκμήριο 27 αποτελεί πληρωμή για τις  υπηρεσίες του.  Αρνήθηκε επίσης την ύπαρξη δόλιου σχεδίου εξαπάτησης του εφεσείοντα. Ανέφερε ότι ποτέ δεν συνάντησε ή είχε οποιεσδήποτε επικοινωνίες με τον εφεσείοντα, παρά μόνο με τον Okhlopkov, που για κάποια χρόνια ήταν σύμβουλος στις εταιρείες του,  αλλά και με τον Dvorak, που για μια περίοδο ήταν ο προϊστάμενος του νομικού τμήματος της SVG. Επεξήγησε την απόκτηση, εκ μέρους του, του ομίλου εταιρειών βότκας και απέρριψε τους ισχυρισμούς του Dvorak ότι η απόκτηση του ομίλου έγινε μέσω εταιρειών του εφεσείοντα. 

 

Η ένσταση του εφεσίβλητου 1 υποστηρίχθηκε και από ένορκη δήλωση εκ μέρους δικηγόρου ο οποίος εργάζετο στο δικηγορικό γραφείο των τότε δικηγόρων των εφεσιβλήτων 1 και 2, και υπεύθυνου του εταιρικού τμήματος των κύπριων διαχειριστών του ομίλου εταιρειών, ο οποίος ανέφερε ότι ο τελικός ιδιοκτήτης  της εφεσίβλητης 2 ήταν πάντοτε ο εφεσίβλητος 1. Ποτέ δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη, ή παρουσιάστηκε υποψία ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν ήταν ο τελικός ιδιοκτήτης.  Ο εφεσείοντας, ή οι αντιπρόσωποι του, καμιά εμπλοκή είχαν στη διαχείριση της εταιρείας, και καμιά επικοινωνία είχαν με το δικηγορικό τους γραφείο.  Στις 31.7.2018 συναντήθηκαν μαζί του στο δικηγορικό τους γραφείο, ο Dvorak μαζί με τον εναγόμενο 5 και με ακόμα ένα δικηγόρο. Ο Dvorak ουδέποτε παρουσιάστηκε ή συστήθηκε στη συνάντηση ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα και το όνομα του εφεσείοντα ουδέποτε αναφέρθηκε στη συνάντηση. Ο Dvorak παρουσιάστηκε ως πιθανός αγοραστής της εταιρείας, αλλά και της όλης επιχείρησης του εφεσίβλητου 1, στην Ουκρανία. Ως αποτέλεσμα της συνάντησης, του απέστειλε όλα τα αναγκαία έγγραφα για να υπογράψει, σε περίπτωση που θα αγόραζε και θα καθίστατο ιδιοκτήτης της εταιρείας.

 

Η ένσταση της εφεσίβλητης 2 και της εφεσίβλητης 5 υποστηρίζετο από ένορκη δήλωση δικηγόρου και διευθύντριας της εφεσίβλητης 2, η οποία επίσης ανέφερε ότι ο εφεσείοντας ουδέποτε προσέγγισε την δικηγορική τους εταιρεία ή είχε οποιεσδήποτε επαφές μαζί τους και ουδέποτε παρουσιάστηκε, ή υπήρξε υπόνοια ότι αυτός, ή και οποιοσδήποτε άλλος ήταν ο αληθινός τελικός δικαιούχος και όχι ο εφεσίβλητος 1.  Ο Dvorak σε κάποιο χρονικό σημείο εμφανίστηκε ως πιθανός αγοραστής της εναγομένης 4, της μητρικής δηλαδή εταιρείας της εφεσίβλητης 2, γι' αυτό του ζητήθηκε η συμπλήρωση σχετικών εγγράφων.

 

Οι εφεσίβλητοι 3 και 4 δια των ενστάσεων τους και των ενόρκων δηλώσεων που τις υποστηρίζουν, επίσης αμφισβήτησαν την ιδιότητα του εφεσείοντα, ως του τελικού ιδιοκτήτη του ομίλου εταιρειών βότκας.  Σύμφωνα με τα όσα γνώριζαν, ιδιοκτήτης του ομίλου ήταν ο εφεσίβλητος 1.  Με τον εφεσείοντα, δεν είχαν ποτέ οποιαδήποτε σχέση.

 

Στην Πολιτική Έφεση Ε145/2020, ο εφεσείοντας με τρεις λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. 

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι απέτυχε να ικανοποιήσει την πρώτη προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60.  Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρθηκε ότι αντί να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο ο εφεσείων αποκάλυψε, μέσω των δικογράφων, κάποια γνωστή από το νόμο αιτία αγωγής και συνακόλουθα να καταλήξει κατά πόσο υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, εσφαλμένα συνέδεσε την εξέταση της εν λόγω προϋπόθεσης με την εκ μέρους του εφεσείοντα προσκομισθείσα μαρτυρία, ωσάν να εξέταζε τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει τη 2η προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60, ότι δηλαδή το εκ μέρους του εφεσείοντα μαρτυρικό υλικό δεν ικανοποιούσε, στον βαθμό που απαιτείται κατά το στάδιο εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας του στην αγωγή. Στη δε αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παρέκκλιση από τη νομολογία, έκανε ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας και των τεκμηρίων που προσκομίστηκαν, εκ μέρους του εφεσείοντα.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα και αδικαιολόγητα, αγνόησε παντελώς το ζήτημα που ήγειρε κατά την ακρόαση και αφορούσε τον ισχυρισμό ότι η ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 1 ήταν αντικανονική και/ή παράτυπη και/ή ότι παραβίαζε την Δ.39 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με βάση το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 είναι οι ακόλουθες:

(i)        η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,

(ii)      η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και

(iii)     ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του απαιτούμενου διατάγματος

(βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β)  Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη v. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201).

 

Το Δικαστήριο, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο δεν αποφασίζει επί της ουσίας της αγωγής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263). 

 

Για σκοπούς της πρώτης προϋπόθεσης, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται, με βάση τα δικόγραφα, συζητήσιμη υπόθεση (βλ. Odysseos v. A. Pieris Estates (ανωτέρω), Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε51/2022, ημερομηνίας 3.2.2023). 

 

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στην πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία.  Στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. v. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερομηνίας 23.03.2017, ECLI:CY:AD:2017:A102, ECLI:CY:AD:2017:A102, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

“Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του.  Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.  Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».”

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην ενδιάμεση απόφαση του, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι εναγόμενοι, στις ένορκες δηλώσεις, προέβαλαν διάφορα γεγονότα με τα οποία αρνούντο τις θέσεις του εφεσείοντα, και τα οποία παρέμειναν αναπάντητα από τον εφεσείοντα.  Στη συνέχεια, κατέγραψε τα ακόλουθα, ως προς τον τρόπο που θα προσέγγιζε την υπόθεση:

 

«Παρά ταύτα δεν παραγνωρίζεται ότι στην υπόθεση Δήμος Λάρνακας Royal Ris Restaurant Ltd, Πολ. Έφεση Ε187/17, ημερ. 25.1.19, αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας επί ακρόασης ενδιαμέσων διαταγμάτων, αναφέρθησαν τα ακόλουθα:

 

«Όπου η αξιολόγηση είναι αναγκαία, αυτή πρέπει να γίνεται, για τους περιορισμένους και καθορισμένους σκοπούς, της παρούσας διαδικασίας και βεβαίως όχι για οριστική κατάληξη σε συμπεράσματα. Τούτο θα πρέπει να γίνεται μόνο για εξέταση, εκ πρώτης όψεως, των εκατέρωθεν θέσεων με έμφαση στην εκδοχή του αιτητή, που θα πρέπει να στοιχειοθετήσει ότι υπάρχει, στη βάση δοσμένου μαρτυρικού υλικού, καλή βάση αγωγής και κατά δεύτερο, πιθανότητα επιτυχίας».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού προχωρήσει στην κρίση ότι δεν πληρούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, έκανε μια κατ’ αρχήν αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας που προσκόμισε ο εφεσείοντας, μέσω της ένορκης δήλωσης Dvorak. Παραθέτουμε απόσπασμα:

 

«Ο Dvorak, παράγραφος 4 ενόρκου δηλώσεως, αναφέρει ότι ο ενάγων το 2011 διόρισε τον εναγόμενο 1 ως αντιπροσωπευτικό μέτοχο (nominee shareholder) ολόκληρου του ομίλου επιχειρήσεων βότκας για να ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος του (trustee).

 

……………………………………………………………………….

 

Ανεξάρτητα από όσα αναφέρει ο εναγόμενος 1, το τεκμ.27, που επικαλείται ο ενάγων προς απόδειξη της καταβολής της ετήσιας αμοιβής του εναγόμενου 1, όχι μόνο δεν συνηγορεί, αλλά ούτε καν υποστηρίζει τέτοιο ισχυρισμό. Το τιμολόγιο εκδόθηκε από την εναγόμενη 8, ως δε αναφέρει είναι για «services for advice on the establishment of a new private equity and associated introductions». Απευθύνεται δε, σε κάποιον Ivan lvanenko και το όνομα του πελάτη είναι η εταιρεία Diagono Ltd. Είναι δύσκολο αν όχι και τελείως αδύνατο να διασυνδεθεί το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού, με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και του Dvorak περί απόδειξης καταβολής αμοιβής προς τον εναγόμενο 1 στα πλαίσια της ισχυριζόμενης συμφωνίας αντιπροσώπευσης, για την περίοδο 1.7.11 - 1.7.12, ως ο σχετικός ισχυρισμός του ομνύοντος (παράγραφος 48(ε) ενόρκου δηλώσεως). Και αυτό, ανεξάρτητα ως προς το ποιος διόρισε τον εναγόμενο 1, ήτοι ο ενάγων, ή ο Dvorak και ο Okhlopkov. Ούτε και έχει καταδειχθεί κάποια σχέση του ενάγοντα με την πιο πάνω εταιρεία. Η αναφορά του Dvorak, ότι πρόκειται για κάποια εταιρεία συνδεόμενη με τον ενάγοντα, χωρίς κάποιο υποστηρικτικό στοιχείο, είναι προφανώς αόριστη και γενική.

 

Τοσούτο μάλλον, όταν ο ισχυρισμός του ενάγοντος και του Dvorak είναι ότι η συμφωνία αντιπροσώπευσης με τον εναγόμενο 1 έγινε τον Μάρτιο του 2011, ενώ το φερόμενο ως τιμολόγιο καταβολής αμοιβής του εναγομένου 1 φέρει ημερομηνία 2.9.2011. Και αυτό, γιατί ο ισχυρισμός του Dvorak είναι ότι η πληρωμή του ποσού των 150.000 δολαρίων Αμερικής ως αμοιβή του εναγομένου 1, το 2011, συμφωνήθηκε να καταβάλλεται επί εξαμηνιαίας βάσης.  Διαπιστώνεται όμως, ότι το τεκμ.27 αφορά το ποσό των 150.000 δολαρίων Αμερικής και όχι το ποσό των 75.000 δολαρίων Αμερικής, ώστε αν μη τι άλλο να συνάδει με τον ισχυρισμό του Dvorak περί εξαμηνιαίας καταβολής του μισθού. Και αυτό στη βάση πάντα του ισχυρισμού του Dvorak ότι, το 2011 η αμοιβή του εναγόμενου 1 συμφωνήθηκε σε 150.000 δολάρια Αμερικής (παράγ. 25 ενόρκου δηλώσεως Dvorak). Ομοίως, δεν συνάδει με τον άλλο ισχυρισμό του, ότι το τεκμ.27 αποτελεί την αμοιβή του εναγομένου 1 για την περίοδο 1.7.11-1.7.12 (παράγ.47.ε ενόρκου δηλώσεως Dvorak), αφού αυτή θα καταβαλλόταν κάθε 6 μήνες. Ούτε και δίνονται εξηγήσεις γιατί αφορά, έστω, την αμοιβή για την πιο πάνω περίοδο, αφού αλλού αναφέρει ότι η συμφωνία αντιπροσώπευσης έγινε τον Μάρτιο του 2011. Στην όψη τους συνεπώς κρινόμενα τα πράγματα, οι ισχυρισμοί του Dvorak δεν υποστηρίζονται από το τεκμ.27 και παρουσιάζουν σοβαρές αστάθειες σε σχέση με αυτό. Επί τούτου, πλην της επισύναψης του τεκμηρίου 27, καμία άλλη διευκρίνιση δίνει o ενάγων ή και ο Dvorak για τους όρους της ισχυριζόμενης μεταξύ τους συμφωνίας. Το τεκμ. 27, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί δεν υποστηρίζουν την εκδοχή και τους ισχυρισμούς του Dvorak.

 

Επιπρόσθετα, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι ολόκληρο το πλέγμα των σχέσεων και των εμπορικών δοσοληψιών, όπως τουλάχιστον αυτές παρουσιάζονται από τον ενάγοντα και τον Dvorak, αφορούν ιδιαίτερα δαιδαλώδεις και περίπλοκες εμπορικές συμφωνίες και διαφόρων ειδών πολύπλοκες σχέσεις εταιρειών και προσώπων, με την ανάμειξη τραπεζών , όπως αυτές διεξοδικά περιγράφονται στην ένορκη δήλωση του Dvorak, και σχετίζονται ή αφορούν και εμπλέκονται πολύ μεγάλα ποσά, πέραν των 20εκ. δολαρίων ΗΠΑ, και παρά ταύτα, η μεταξύ τους συμφωνία ήταν προφορική και δεν ένοιωσαν την ανάγκη, ως ο ισχυρισμός του Dvorak, να την διατυπώσουν γραπτώς.

…………………………………………………………………………….

 

Δεδομένου του ισχυρισμού ότι η καταβολή της αμοιβής προς τον εναγόμενο 1. αποτελεί επαρκή απόδειξη του γεγονότος αυτού, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το επικληθέν τιμολόγιο τεκμ.27 ουδόλως υποστηρίζει, αλλά και με κανένα τρόπο δεν υποστυλώνει τέτοιο ισχυρισμό. Αντίθετα, και ως προκύπτει εκ του περιεχομένου του, αναφέρεται για υπηρεσίες που αφορούν την σύσταση νέας εταιρείας, χωρίς αναφορά στον εναγόμενο 1 ή τον ενάγοντα, ή έστω στον Dvorak, αλλά ούτε και συνάδει με τους λοιπούς προς τούτο ισχυρισμούς του Dvorak. Ούτε και έχει απαντηθεί ο ισχυρισμός του εναγόμενου 1, υποστηριζόμενος από τους εναγόμενους 3, ότι αν ήταν εμπιστευματοδόχος επ' αμοιβή δεν θα παρείχε προσωπικές χρηματοδοτήσεις και εγγυήσεις και άλλες ασφάλειες στις τράπεζες. Σχετικό προς τούτο είναι το τεκμ.9 που επισυνάπτει ο εναγόμενος 1. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, αν ο εναγόμενος 1 ήταν επ' αμοιβή εμπιστευματοδόχος ή αντιπρόσωπος του ενάγοντα, θα έπρεπε να υπάρχει μια περιεκτική προς τούτο συμφωνία, ή τουλάχιστον μια σαφής και ξεκάθαρη απόδειξη προσδιορίζουσα ευκρινώς την καταβολή του μισθού, ή της αμοιβής του εναγόμενου 1, την ιδιότητα του ενάγοντα ή του Dvorak, και τη σχέση του εναγομένου 1 ως εμπιστευματοδόχου του ενάγοντα. Και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Δεδομένου μάλιστα του ισχυρισμού, ότι ο εναγόμενος 1 φέρεται, για μια σειρά ετών, να είναι επ’ αμοιβή εμπιστευματοδόχος ή αντιπρόσωπος του ενάγοντα, θα έπρεπε να υπάρχει μια τέτοια απόδειξη, όπως και σειρά αποδείξεων, ή έστω ένα σαφές και ξεκάθαρο στοιχείο, ή έγγραφο καταβολής της αμοιβής.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, προχώρησε στον σχολιασμό της μαρτυρίας σε σχέση και με άλλα κατατεθέντα τεκμήρια από τον Dvorak, και προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

«Εκείνο που εξάγεται από τα πιο πάνω έγγραφα, είναι ότι, στην όψη τους, δεν μπορούν να συναχθούν εκείνα τα συμπεράσματα, όπως o Dvorak τα αναφέρει, και ως έχει εκτεθεί, αφού ως διαπιστώνεται, ούτε και ο ίδιος παραθέτει περισσότερες, πιο αναλυτικές και επεξηγηματικές λεπτομέρειες, πέραν αορίστων και γενικόλογων αναφορών δια της επισύναψης των τεκμηρίων αυτών, τα οποία δεν υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του. Αντίθετα, κατά την κρίση του δικαστηρίου τους αποδυναμώνουν εντελώς. Προκύπτει ακόμα, εκ του περιεχομένου των εγγράφων αυτών, ότι αυτά είναι αποσπασματικά, ελλιπή, και ότι αποτελούν μέρος άλλης ευρύτερης αλληλογραφίας μεταξύ διαφόρων προσώπων που δεν κατονομάζονται, ή δεν επεξηγείται η σχέση και η εμπλοκή τους με τους διάφορους ισχυρισμούς του ενάγοντα και του Dvorak. Ουδόλως δε βοηθούν τις θέσεις του ενάγονται ή έστω απομακρυσμένα υποστηρίζουν με κάποιο τρόπο την εκδοχή και τους ισχυρισμούς του, ότι είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης των εναγομένων 2 και 4 και του ομίλου εταιρειών βότκας και κυρίως, ότι ο εναγόμενος 1 ήταν επ' αμοιβή εμπιστευματοδόχος του ενάγοντα (nominee).»

 

Στη συνέχεια, κατέληξε στα ακόλουθα:

«Κατά συνέπεια, συνεκτιμούμενα τα πιο πάνω, υπό το πρίσμα των δυο προϋποθέσεων που τάσσει η νομολογία, της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και της ορατής πιθανότητας επιτυχίας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ουδόλως ικανοποιούνται τα δυο αυτά κριτήρια, ήτοι της ιδιότητας του ενάγοντα ως του απόλυτου και τελικού δικαιούχου του ομίλου εταιρειών/ και ότι ο εναγόμενος 1 ήταν αντιπρόσωπος του. Εκ της κατάληξης αυτής, εκ των πραγμάτων παρέλκει η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά και διαφόρων άλλων ζητημάτων που εγείρουν οι καθ' ων η αίτηση.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία και χωρίς να καταλήγει σε ευρήματα, ορθώς προέβη σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης του εφεσείοντα, ο οποίος ήτο ο διάδικος ο οποίος ζητούσε ενδιάμεση θεραπεία και οι θέσεις του αντικρούονταν από τους εναγομένους.  Εύλογη κρίνουμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει, εκ πρώτης όψεως, ότι ο εφεσείοντας ήταν ο απόλυτος ιδιοκτήτης της εφεσίβλητης 2 και ότι ο εφεσίβλητος 1 ήτο επ’ αμοιβή εμπιστευματοδόχος του εφεσείοντα. Ορθά κατά την κρίση μας έκρινε, με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ότι στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος δεν είχε  καταδειχθεί ότι υπήρχε ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Το απόσπασμα στην απόφαση Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253, είναι απόλυτα σχετικό αναφορικά με την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60:

«Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας, που αποτελεί προϋπόθεση, γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας: βλ Odysseos ν. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557. Διευκρινίζουμε ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας. Το Εφετείο στην υπόθεση Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585, παρέθεσε επιδοκιμαστικά το εξής απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Slade J., στην Re Lord Cable (deceased) Garatt and Others v. Waters and Others [1976] 3 All E.R. 417 (σελ. 430) στην οποία εξηγείται ότι, ακόμα και μετά την απόφαση στην American Cyanamid v. Ethicon [1975] 1 All E.R. 504, η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας:-

"Nevertheless, in my judgment it is still necessary for any plaintiff who is seeking interlocutory relief to adduce sufficiently precise factual evidence to satisfy the Court that he has a real prospect of succeeding in his claim for a permanent injunction at the trial. If the facts adduced by him in support of his motion do not by themselves suffice to satisfy the Court as to this, he cannot in my judgment expect it to assist him by inventing hypotheses of fact on which he might have a real prospect of success. For example, if he wishes the Court to grant him relief on the basis that another person has at all material times held certain assets as nominee for a third party, he must adduce sufficient factual evidence to show both the grounds on which such claim is made and that he has a real prospect of establishing that such assets are so held. Likewise, if he wishes the Court to grant him relief on the basis that certain trustees have in the past been acting in breach of trust, he must adduce factual evidence sufficient to show not only what acts or omissions are relied on but also that he has a real prospect of establishing that they constituted a breach of trust under the relevant system of law."»

 

Εφόσον μία από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, δεν πληρείτο, εν προκειμένω η δεύτερη προϋπόθεση, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, συνεπώς δεν είναι αναγκαία η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης που αφορά την πρώτη προϋπόθεση (βλ. Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd (ανωτέρω), Ελευθεριάδου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε23/2016, ημερομηνίας 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A216, ECLI:CY:AD:2023:A216).

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ηγέρθη εκ μέρους του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη θέση του ότι η ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου 1 έπασχε, ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη και ότι κατ’ επέκταση η ένσταση του εφεσίβλητου 1 ήτο ανυποστήρικτη.

 

Η ένσταση του εφεσίβλητου 1 συνοδεύεται από την «ένορκο δήλωση του» και την ένορκο δήλωση δικηγόρου, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.  Η «ένορκος δήλωση» του εφεσίβλητου 1 έγινε στην Πρεσβεία της Κύπρου στο Λονδίνο και φέρει στο τέλος τη φράση: «The above document has been signed in my presence today by….», καταγράφοντας το όνομα του εφεσίβλητου 1 και τον αριθμό διαβατηρίου του.  Φέρει επίσης την υπογραφή Λειτουργού της Πρεσβείας, για τον Πρέσβη, και τη σφραγίδα της Πρεσβείας.  Είναι η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η ένορκος δήλωση του εφεσίβλητου 1 είναι αντικανονική και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη εφόσον δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της Δ.39, θ.10, αναφορικά με τη διαβεβαίωση (jurat) του Πρωτοκολλητή και δεν συνάδει με το πρότυπο του σχετικού Εντύπου 35 λόγω του ότι δεν αναγράφεται η λέξη «ορκίστηκε», ως το σχετικό πρότυπο. Το έγγραφο που καταχώρησε ο εφεσείοντας και που έχει τίτλο «ένορκος δήλωση», όπως αναφέρεται πιο πάνω, έγινε στην Πρεσβεία της Κύπρου στο Λονδίνο, συνεπώς εφαρμογή έχει η Δ.39 θ.17 των τότε ισχυόντων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αναφέρεται σε ένορκο δήλωση, δήλωση ή βεβαίωση, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο Έντυπο 35 που αφορά το jurat.

 

Είναι γεγονός ότι δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο θέμα αντικανονικότητας της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου 1.  Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν θεωρούμε ότι δημιουργείται αντικανονικότητα με την μη αναγραφή της λέξης ορκίστηκε, εφόσον υπογράφηκε σε Πρεσβεία στο εξωτερικό, και ο Λειτουργός εκ μέρους του Πρέσβη βεβαίωσε το γεγονός της υπογραφής της ένορκης δήλωσης – βεβαίωσης του εφεσίβλητου (βλ. Μοναχή Μαρκέλα (κατά κόσμο χχχ Ιωάννου) κ.ά. v. Αρχιμανδρίτη Σεβαστιανού κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 9/16, ημερομηνίας 29.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:A28, ECLI:CY:AD:2021:Α28).  Η υπόθεση Ανδρέας Θεμιστοκλέους και Υιοί Λτδ v. Arizona Trading Co Ltd (1997) 1 Α.Α.Δ. 1354, στην οποία σημειώνεται ότι απουσίαζε παντελώς η βεβαίωση πρωτοκολλητή, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.  Εν πάση περιπτώσει, και να αγνοείτο παντελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ένορκος δήλωση του εφεσίβλητου 1, η ένσταση του υποστηριζόταν και από την ένορκη δήλωση του δικηγόρου του, ο οποίος επίσης αμφισβήτησε την ιδιότητα του εφεσείοντα ως ιδιοκτήτη του ομίλου εταιρειών βότκας. Συνεπώς, η ένσταση του εφεσίβλητου 1, δεν ήταν ανυποστήρικτη.

 

Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η Πολιτική Έφεση Ε144/2020 στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 27.10.2020, η οποία εκδόθηκε αμέσως μετά την ενδιάμεση απόφαση της ίδιας ημερομηνίας, με την οποία ακυρώθηκε το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα μη αποξένωσης. 

 

Με την ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 15.02.2019 επιδιώκετο η έκδοση διαφόρων διαταγμάτων εναντίον της εφεσίβλητης 3, μεταξύ άλλων, ο διορισμός ενδιάμεσου παραλήπτη των περιουσιακών της στοιχείων.  Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκο δήλωση και συμπληρωματική ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τότε τον εφεσείοντα.  Ο ομνύων αναφέρθηκε στην αίτηση ημερομηνίας 10.01.2019 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων μη αποξένωσης  των ουκρανικών εμπορικών σημάτων και  στις ένορκες δηλώσεις Dvorak, του εφεσείοντα και του ιδίου, καθώς και στα τεκμήρια που τις συνόδευαν και στο ότι όπου χρειάζετο, θα προέβαινε σε σχετικές παραπομπές, προς αποφυγή επαναλήψεων.  Έκανε επίσης περίληψη των γεγονότων υλοποίησης της ισχυριζόμενης συνομωσίας των εναγομένων προς εξαπάτηση του εφεσείοντα.  Σύμφωνα με τη θέση του, στην αίτηση ημερομηνίας 10.01.2019 δεν περιλαμβανόταν αιτητικό αναφορικά με τον διορισμό παραλήπτη για την εφεσίβλητη 3, γιατί ο εφεσείων δεν γνώριζε την αποξένωση 2 εμπορικών σημάτων, όπως και την αποξένωση άλλων 36 εκ των ουκρανικών εμπορικών σημάτων, που έγινε την 29.12.2018.  Ως ανέφερε ο ομνύων, το εκδοθέν στις 10.1.2019 προσωρινό διάταγμα στην ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 21.12.2018, δεν δύνατο να αποτελέσει επαρκή εξασφάλιση του εφεσείοντα. Ο διορισμός παραλήπτη ήτο αναγκαίος γιατί το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 10.1.2019 δεν μπορούσε να εμποδίσει τον κίνδυνο ο εφεσείοντας να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Και αυτό, γιατί επρόκειτο για εμπορικά σήματα και όχι για χρήματα.

 

Η αίτηση για διορισμό παραλήπτη προκάλεσε την ένσταση της εφεσίβλητης 3, δι' ενόρκου δηλώσεως του εναγομένου 6. 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι προφανές ότι ο εφεσείοντας επιζητούσε διάταγμα για διορισμό παραλήπτη ως συναφές και συμπληρωματικό προς το προηγηθέν προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 10.01.2019.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη βάση της αγωγής και στην ενδιάμεση απόφαση της ίδιας μέρας (27.10.2020) με την οποία ακυρώθηκαν τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα μη αποξένωσης των εμπορικών σημάτων, απέρριψε την αίτηση ημερομηνίας 15.02.2019, με το ακόλουθο σκεπτικό: 

 

«Το παρόν διάβημα, στηρίζεται επί των ίδιων πραγματικών γεγονότων που τέθηκαν στο δικαστήριο δια της αιτήσεως ημερ. 21.12.18, αφού ως αναφέρει ο ομνύον – παράγραφος 4 ενόρκου δηλώσεως – τα γεγονότα τέθηκαν στο δικαστήριο με την πιο πάνω αίτηση.

…………………………………………………………………………..

 

Από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο, ή παρέχεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο σε σχέση με όσα γεγονότα τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με την ιδιότητα του ενάγοντα στην αίτηση ημερ.21.12.18, στα οποία παραπέμπει ο ομνύον. Αυτοτελώς δε εξεταζόμενη η ένορκη δήλωση, δεν παρέχει κανένα υποστηρικτικό στοιχείο σε σχέση με την ιδιότητα του ενάγοντα.

 

Όσα συνεπώς καταγράφονται στη σημερινή, ημερ. 27.10.20, ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου, υιοθετούνται πλήρως και επαναλαμβάνονται. Προς αποφυγή δε επαναλήψεως, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. Η απόρριψη της πιο πάνω αιτήσεως, δεν αφήνει κανένα άλλο περιθώριο, παρά την απόρριψη και της παρούσης αιτήσεως, αφού η ενασχόληση με οποιοδήποτε άλλο θέμα, είναι άνευ αντικειμένου.

 

Κατά συνέπεια η τύχη της παρούσας αίτησης, ακολουθεί την τύχη της αιτήσεως ημερ. 21.12.18. Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται.»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε την απόφαση του στην αίτηση για παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα ημερομηνίας 21.12.2018 και την αποτυχία της, με την απόφαση του στην αίτηση για διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη στην εταιρεία της εφεσίβλητης 3, αφενός χωρίς να εξετάσει καθόλου το μοναδικό κριτήριο που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60 για τον διορισμό παραλήπτη, ήτοι το κριτήριο του «δίκαιου ή πρόσφορου», και αφετέρου καταδικάζοντας την τύχη της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2019 βασιζόμενο στην αποτυχία της αίτησης ημερομηνίας 21.12.2018 η οποία οφείλετο, κατά την εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην μη ικανοποίηση των πρώτων δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60, προϋποθέσεις οι οποίες δεν εξετάζονται στα πλαίσια αιτήματος για τον διορισμό παραλήπτη.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως μη δεόντως αιτιολογημένη αφού δεν έγινε αναφορά και/ή δεν εξετάστηκε, σύμφωνα με τη θέση του, το ένα και μοναδικό κριτήριο που αφορούσε το αίτημα της αίτησης ημερομηνίας 15.02.2019, δηλαδή το κριτήριο του «δίκαιου και πρόσφορου» για τον διορισμό παραλήπτη, αλλά εσφαλμένα βάσισε την απόφαση του στην κατάληξη του στην πρώτη αίτηση ημερομηνίας 21.12.2018.

 

Θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης μαζί, εφόσον ουσιαστικά είναι ταυτόσημοι.   

 

Η εξουσία για διορισμό παραλήπτη προβλέπεται στο Άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 σύμφωνα με το οποίο, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει απαγορευτικό, ενδιάμεσο, διηνεκές, ή προστακτικό διάταγμα ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις.

 

Σκοπός του διορισμού ενδιάμεσου παραλήπτη είναι η προστασία των επίδικων περιουσιακών στοιχείων, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Starport Nominees Ltd και Άλλη (Αρ. 2) (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1370 λέχθηκαν τα ακόλουθα, αναφορικά με τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη:

«Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του David Bean: Injunctions, 8η έκδ. σελ. 112, παρ. 7.20, η εξουσία για το διορισμό παραλήπτη είναι συναφής και συνδεδεμένη με τα διατάγματα παγοποίησης τα λεγόμενα «freezing injunctions» ή ακόμη και υποκατάστατα τους, εκεί όπου χρειάζεται ο έλεγχος από ένα τρίτο πρόσωπο προς διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων. Δεν αποτελεί βεβαίως η εξουσία αυτή διορισμού παραλήπτη, σύνηθες φαινόμενο.

……………………………………………………………………………...

 

Περαιτέρω, όσον αφορά το Αρθρο 32(1) του Νόμου 14/60, ναι μεν μπορεί να είναι ασύνηθες και σπανιότατο ή να μην έχει εκδοθεί προηγουμένως τέτοιο διάταγμα, αλλά είναι σαφές ότι το άρθρο δίνει δικαίωμα για διορισμό παραλήπτη, σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που το Δικαστήριο το κρίνει δίκαιο και πρόσφορο, ακόμη και αν δεν αξιούται ή χορηγείται μετ' αυτού αποζημίωση ή άλλη θεραπεία. Στη δε απόφαση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Ανδρέα Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, έγινε από τον Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, ανάλυση του ιστορικού των απαγορευτικών διαταγμάτων στην Αγγλία και στην Κύπρο, σημειώνοντας ότι στην Κύπρο δεν έγινε οποιαδήποτε παρέμβαση νομοθετική, αλλά αφέθηκαν τα Δικαστήρια να λειτουργούν με την ευρύτατη εξουσία που έλκουν από το Αρθρο 32. Και ότι βάσει αυτής της ευρύτατης εξουσίας, το Δικαστήριο είναι δυνατό να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα που να περιλαμβάνει και τον διορισμό παραλήπτη, όπως εδώ, εάν αυτό κρίνεται πρόσφορο, ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.»

 

 

Με βάση την αγγλική νομολογία, το Δικαστήριο, στην εξέταση διορισμού ενδιάμεσου παραλήπτη, αξιολογεί, μεταξύ άλλων, κατά πόσο ο αιτών τον διορισμό έχει συζητήσιμη υπόθεση, ορατή πιθανότητα επιτυχίας και κατά πόσο θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.  Πρόσθετα, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να διοριστεί παραλήπτης. Σχετική είναι η απόφαση BAT Industries Plc v. Windward Prospects Ltd (2013) EWHR 2013, όπου το Δικαστήριο εξέτασε τους πιο πάνω παράγοντες ως ακολούθως:

«54.  Having carefully considered both parties’ evidence and submissions I have concluded that justice and convenience does require the appointment of a receiver and that this is an appropriate case for the court to exercise its discretion to do so for the reasons given by BAT and in particular:

 

(1)  BAT has a good arguable claim for an indemnity.

(2)  Windward’s Dividend Claims have real prospect of success.

……………………………………………………………………………..

(4)  There is a risk that the right to pursue those claims will be lost if no protective proceedings are issued and no tolling agreement reached.»

 

 

 

Στην εκκαλούμενη απόφαση, παρά το συνοπτικό της αιτιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εντοπίζεται λάθος ώστε η πρωτόδικη απόφαση να πρέπει να ανατραπεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προαναφέρθηκε, στην ενδιάμεση απόφαση του για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, έκανε αναφορά στις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60 και στη σχετική νομολογία και κατέληξε ότι δεν πληρούντο οι δύο πρώτες προϋποθέσεις.  Την απόφαση αυτή την υιοθέτησε, προς αποφυγή επαναλήψεων, όπως ανέφερε και στην υπό κρίση απόφαση του για το διορισμό παραλήπτη και κατέληξε ότι αυτή κατέστη πλέον άνευ αντικειμένου. 

 

Εύλογη κρίνουμε ότι ήτο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο προσέγγισε το θέμα του διορισμού παραλήπτη μέσα στο σωστό νομικό πλαίσιο.  Δεν απαιτείτο η εξέταση του κατά πόσο ήτο δίκαιο ή πρόσφορο να διοριστεί παραλήπτης, εφόσον έκρινε ότι δεν τηρούντο οι άλλες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60.

 

Με βάση τα ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται. 

 

Συνακόλουθα, οι Πολιτικές Εφέσεις Ε144/2020 και Ε145/2020 απορρίπτονται.  Οι πρωτόδικες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

Στην Πολιτική Έφεση Ε144/2020 επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης 3 και εναντίον του εφεσείοντα €6.800,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, έξοδα.

 

Στην Πολιτική Έφεση Ε145/2020 επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα €6.800,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, πλην της εφεσίβλητης 2 για την οποία, λόγω της  εμπλοκής του παραλήπτη κατά την πορεία της έφεσης, τα έξοδα καθορίζονται στα €3.800,00. Νοείται ότι ένα κονδύλι να καταβληθεί για τους  εφεσίβλητους εκπροσωπούμενους από κοινό δικηγόρο.

 

                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο