ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E215/2021)

 

13 Μαρτίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Όπως τροποποιήθηκε δυνάμει Διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 21.9.2022.

 

1.   ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ

2.   ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ

Εφεσειόντων - Αιτητών

                                                v.

 

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΘΩΜΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

Εφεσίβλητου – Καθ’ ου η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ. 8.12.2021 για Παραπομπή Προδικαστικών Ερωτημάτων στο ΔΕΕ

 

Μάριος Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες – Αιτητές.

Δημήτρης Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο – Καθ’ ου η Αίτηση.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση οι Εφεσείοντες προσβάλλουν Ενδιάμεση Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ακύρωση ή παραμερισμό διατάγματος που παρείχε άδεια για επίδοση αίτησης παρακοής εκτός δικαιοδοσίας αλλά και της ίδιας της επίδοσης που διενεργήθηκε κατόπιν τούτου. Στο πλαίσιο της Έφεσης καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση με την οποία οι Εφεσείοντες εξαιτούνται την παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων προς το ΔΕΕ που αφορούν στο κατά πόσο τυγχάνουν εφαρμογής οι ΕΚ1393/2007 και ΕΚ44/2001 σε διαδικασίες όπου αξιώνεται η καταδίκη για ανυπακοή σε διάταγμα πολιτικού Δικαστηρίου, και εάν τέτοια διαδικασία εμπίπτει ή όχι στην έννοια «enforcement of judgments» του Άρθρου 22(5) του ΕΚ 44/2001. Τα ερωτήματα των οποίων ζητείται η παραπομπή εκτίθενται ως Παράρτημα στην παρούσα Απόφαση. Ως καταγράφεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, οι Εφεσείοντες είναι Έλληνες υπήκοοι που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα. Με την εφεσιβαλλόμενη Πρωτόδικη Απόφαση απορρίφθηκε αίτημα των Εφεσειόντων για παραμερισμό των διαταγμάτων με τα οποία παραχωρήθηκε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της αίτησης παρακοής ημερ. 15.1.2015 (η «Αίτηση Παρακοής»), αλλά και της ίδιας της επίδοσης που διενεργήθηκε κατόπιν παροχής της προαναφερθείσας άδειας. Οι Εφεσείοντες επισημαίνουν ότι τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση, ενώ τα νομικά σημεία που εγείρονται είναι ουσιώδη και αναγκαία για την έκδοση της απόφασης στην Έφεση. Θέση τους είναι ότι τα επίμαχα θέματα δεν έχουν τύχει εξέτασης από το ΔΕΕ, με αποτέλεσμα το παρόν Δικαστήριο κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας του δικαιοδοσίας να υποχρεούται να παραπέμψει αυτά στο ΔΕΕ.

 

          Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Εφεσίβλητου, ο οποίος εισηγείται ότι απόφαση του ΔΕΕ επί των ερωτημάτων δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην παρούσα Έφεση, για τη φύση των οποίων, όπως καταγράφεται στον λόγο ένστασης (ii),  «μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μπορεί να αποφασίσει, όπως αποφάσισε ήδη και για την δικαιοδοσία του επί των Αιτητών…».

 

          Μελέτη της εφεσιβαλλόμενης απόφασης καταδεικνύει ότι, μεταξύ άλλων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως, δεδομένου ότι επρόκειτο για αστική καταφρόνηση διατάγματος Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο αγωγής που ενέπιπτε εντός του ορισμού «civil and commercial matters» («αστικών και εμπορικών θεμάτων»), η αίτηση για παρακοή του συγκεκριμένου διατάγματος ενέπιπτε εντός του ΕΚ1393/2007.  Έκρινε ότι «η ομπρέλα της αστικής υπόθεσης… καλύπτει και όλες τις διαδικασίες που μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο της, ανεξαρτήτως του ότι κάποιες από αυτές, στην παρούσα περίπτωση η αίτηση παρακοής, έχει οιονεί ποινικό χαρακτήρα».

 

Στην Έφεση προβάλλονται 11 Λόγοι Έφεσης. Στον βαθμό που αφορά η υπό εκδίκαση Αίτηση, σημειώνουμε ότι με τους Λόγους Έφεσης αρ. 1, 2, 10 και 11 προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αίτηση παρακοής περιλαμβάνεται στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» ή ότι αφορά σε αστικό ή εμπορικό ζήτημα, ενώ με τον Λόγο Έφεσης 5 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεμελίωσε την απόφαση του στο Άρθρο 22(5) του ΕΚ44/2001 το οποίο αφορά σε μέτρα εκτέλεσης.

         Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ΔΕΕ αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας των Συνθηκών και επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει και η δυνατότητα Δικαστηρίου Κράτους Μέλους να παραπέμψει προς απόφαση ζήτημα στο ΔΕΕ, νοουμένου ότι κρίνει ότι απόφαση επί του συγκεκριμένου ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης. Όπως λέχθηκε στην Cypra Ltd v Κ.Δ. (2013) 3 Α.Α.Δ. 305:

 

«Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90)». 

 

          Όπως προκύπτει και από το Ενημερωτικό Σημείωμα για τις αιτήσεις των Εθνικών Δικαστηρίων προς έκδοση Προδικαστικής Αποφάσεως 2005/C 143/01, το σύστημα της προδικαστικής παραπομπής συνιστά ουσιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αντικείμενο την παροχή στα Εθνικά Δικαστήριο μέσου για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας του Ευρωπαϊκού δικαίου σε όλα τα Κράτη – Μέλη.

 

Μελετώντας το λεκτικό του Άρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60 προκύπτει διαφοροποίηση στον χειρισμό αιτήματος για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ ανάλογα με το εάν αυτό υποβληθεί σε πρωτόδικο Δικαστήριο ή στο Εφετείο.

 

«Προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφορικά με πράξεις που προβλέπονται στο Άρθρο 35(1) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση

 

34Α(1)        Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ’ αυτού.

(2)     ……………..

(3)     Σε περίπτωση κατά την οποία προβλεπόμενο από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ζήτημα ανακύψει ενώπιον του Εφετείου, εφόσον τούτο κρίνει ότι η απόφαση επί του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της υπό του ιδίου απόφασης, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

 

          Προκύπτει ότι το Εφετείο, εάν διαπιστώσει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, δεν έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το αν θα παραπέμψει το ερώτημα στο ΔΕΕ, σε αντίθεση με την περίπτωση πρωτόδικων Δικαστηρίων όπου περιλαμβάνεται η λέξη «δύναται». (βλ. Περικλέους v Ellinas Finance Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ.513).

 

Έπεται πως το μοναδικό ζήτημα προς απόφαση εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο απόφαση του ΔΕΕ επί των ερωτημάτων που καταγράφονται στην αίτηση, είναι απαραίτητη για έκδοση απόφασης στην παρούσα Έφεση. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Bulmer v. Bollinger «´necessary´ meant that the outcome of the case must be dependent on the decision’». Αποκλειστικά αρμόδια να κρίνουν κατά πόσο η έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης είναι τα Εθνικά Δικαστήρια (Duringello v. INPS Υπόθεση αρ. C-186/90 ημερ. 28.11.1991).

 

          Σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής όπου το ζήτημα έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή όπου η εφαρμογή του Κοινοτικού δικαίου είναι τόσο προφανής που να μην αφήνει περιθώριο για εύλογη αμφιβολία (βλ. Srl CILFIT and Lanificio di Gavardo SpA v Ministry of Health, Υπ. Αρ. 283/81 ημερ. 6.10.1982[1]). Στην καθοριστική επί του θέματος απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 5) (2017) 3 Α.Α.Δ. 327 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο…».

 

          Κύριος άξονας των προτεινόμενων ερωτημάτων είναι το κατά πόσο η Αίτηση Παρακοής εμπίπτει ή όχι στα αστικά και εμπορικά ζητήματα στο πλαίσιο των ΕΚ1393/2007 και ΕΚ44/2001. Όπως έχει ερμηνευθεί στη Νομολογία του ΔΕΕ η έννοια «αστική υπόθεση» είναι αυτοτελής και πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεως αλλά και με τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών συστημάτων δικαίου.

 

          Είναι ξεκάθαρο από την Κυπριακή Νομολογία ότι η διαδικασία της παρακοής διατάγματος εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας. Το Άρθρο 42Α του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60, ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων για παρακοή Δικαστικών Διαταγμάτων. Στην Παπαχρυσοστόμου ν Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 λέχθηκε:

 

«Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».

 

Το ΔΕΕ έχει ήδη καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο κρίνεται το κατά πόσο διαδικασία εντάσσεται στις αστικές υποθέσεις. Στην Υπόθεση αρ. C-172/91 Volker Sonntag v Hans Waidmann κ.α., ημερ. 21.4.1993 λέχθηκαν τα εξής:

«19. Επισημαίνεται σχετικώς ότι η πολιτική αγωγή, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προκληθείσας σε ιδιώτη ζημίας συνεπεία ποινικής παραβάσεως, έχει αστικό χαρακτήρα, μολονότι προσαρτάται στην ποινική δίκη. Πράγματι, στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων κρατών, η αξίωση προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας συνεπεία συμπεριφοράς που κρίνεται κολάσιμη κατά το ποινικό δίκαιο αναγνωρίζεται γενικώς ως αξίωση αστικού χαρακτήρα. Αυτή είναι άλλωστε η αντίληψη που διαπνέει το άρθρο 5, σημείο 4, της Συμβάσεως.

20. Από τις προαναφερθείσες αποφάσεις LTU και Rueffer προκύπτει ότι η εν λόγω αγωγή ευρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως μόνο στην περίπτωση που ο υπεύθυνος κατά του οποίου στρέφεται πρέπει να θεωρηθεί ως δημόσια αρχή ενεργούσα κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας».

 

Εις απάντηση του προδικαστικού ερωτήματος που είχε εκεί υποβληθεί, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι η έννοια «αστική υπόθεση» όπως χρησιμοποιείται στο Άρθρο 1 της Σύμβασης καλύπτει και αγωγή αποζημίωσης που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά διδάσκοντος σε δημόσιο σχολείο, ο οποίος κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής είχε προκαλέσει βλάβη σε μαθητή συνεπεία παράβασης του καθήκοντος επιτήρησης που υπείχε.

 

Η υπό κρίση Έφεση αφορά σε αγωγή μεταξύ ιδιωτών και ιδιωτικής εταιρείας με την οποία αξιώνονται γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη παράβαση από την Εφεσίβλητη τράπεζα και τους διοικητικούς της συμβούλους και αξιωματούχους λόγω παράλειψης επίδειξης της δέουσας επιμέλειας, της τραπεζικής πρακτικής, της σχέσης εμπιστοσύνης  και άλλων υποχρεώσεων τους. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για περίπτωση όπου η Εφεσίβλητη τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια αρχή ενεργούσα κατά την              άσκηση δημόσιας εξουσίας. Όπως λέχθηκε στην LTU Lufttransportunternehmen GmbH & Co KG v Eurocontrol, Υπόθεση 29/76 ημερ. 14.10.1976, από το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης εξαιρούνται «οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ δημοσίων αρχών και ιδιωτών, στις οποίες η δημόσια αρχή ενεργεί σε συνάρτηση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας». Αυτή δεν είναι η περίπτωση εν προκειμένω.

 

Όπως δε ρητά αναφέρθηκε στην Ελισάβετ Θεοφάνους ν CCC Laundries (Paphos) Ltd (2009) 2 Α.Α.Δ. 634 «τα τιμωρητικά μέσα στη διάθεση του πολιτικού δικαστηρίου για πειθαναγκασμό σε υπακοή σε διατάγματα του, δεν μεταβάλλουν τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας ή τον στόχο στον οποίο σκοπεί, την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τη διαταγή του δικαστηρίου». Η Αίτηση Παρακοής αφορά σε ισχυριζόμενη μη συμμόρφωση των Εφεσειόντων με διάταγμα που εξεδόθη στο πλαίσιο αγωγής. Διαφοροποιείται από το ποινικό αδίκημα της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές που προβλέπεται από το Άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Το ζήτημα έχει περαιτέρω αποσαφηνιστεί από το ΔΕΕ στο πλαίσιο εξέτασης προδικαστικών ερωτημάτων που ηγέρθηκαν κατ’ εφαρμογή του ΕΚ 44/2001 και αφορούσαν στην ίδια αναφορά σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η Νομολογία αυτή καλύπτει τα ζητήματα που εγείρονται και με τα τρία προτεινόμενα στην παρούσα υπόθεση προδικαστικά ερωτήματα. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την Υπόθεση αρ. C-406/2009 Realchemie Nederland BV v Bayer CropScience AG, ημερ. 18.10.2011, όπου είχε υποβληθεί, μεταξύ άλλων, προδικαστικό ερώτημα κατά πόσο δικαστική απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η καταβολή προστίμου, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ΕΚ 44/2001:

        

«39      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 περιορίζεται, όπως εκείνο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Το εν λόγω πεδίο εφαρμογής καθορίζεται, στην ουσία, από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων ή το αντικείμενο της διαφοράς (βλ., μεταξύ άλλων, στο ίδιο πνεύμα απόφαση της 28ης Απριλίου 2009, C‑420/07, Apostolides, Συλλογή 2009, σ. I‑3571, σκέψεις 42, 45 και 46 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

40      Ειδικότερα, όσον αφορά τα ασφαλιστικά μέτρα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπαγωγή τους στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών καθορίζεται όχι από την ίδια τους τη φύση, αλλά από τη φύση των δικαιωμάτων τη διαφύλαξη των οποίων διασφαλίζουν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1979, 143/78, de Cavel, Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 597, σκέψη 8, και της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-391/95, Van Uden, Συλλογή 1998, σ. I-7091, σκέψη 33).

 

41      Εν προκειμένω, καίτοι, κατά το άρθρο 890 του ZPO, το επίμαχο στην κύρια δίκη πρόστιμο έχει χαρακτήρα τιμωρίας και το σκεπτικό της αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκε, ρητώς αναφέρει τον ποινικό χαρακτήρα του προστίμου αυτού, παρά ταύτα, στην υπόθεση αυτή, πρόκειται για διαφορά μεταξύ δύο ιδιωτών της οποίας το αντικείμενο είναι να επιτραπεί η εκτέλεση στις Κάτω Χώρες έξι αποφάσεων του Landgericht Düsseldorf, με τις οποίες το τελευταίο, μετά την άσκηση ενδίκου βοηθήματος από τη Bayer στηριζομένου σε ισχυρισμό περί προσβολής δικαιωμάτων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, απαγόρευσε στη Realchemie να εισάγει, να κατέχει και να εμπορεύεται ορισμένα παρασιτοκτόνα στη Γερμανία. Το ανωτέρω ένδικο βοήθημα έχει ως σκοπό να διαφυλαχθούν δικαιώματα ιδιωτικού δικαίου και δεν αποτελεί έκφανση προνομίων δημοσίας εξουσίας ενός των διαδίκων. Με άλλα λόγια, η έννομη σχέση μεταξύ της Bayer και της Realchemie πρέπει να χαρακτηριστεί ως «έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου» και επομένως υπάγεται στην έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» κατά τον κανονισμό 44/2001.

 

42      Ασφαλώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Realchemie, βάσει του άρθρου 890 του ZPO, με την απόφαση του Landgericht Düsseldorf πρέπει να καταβληθεί, σε περίπτωση εκτελέσεως, όχι σε ιδιώτη διάδικο, αλλά στο Γερμανικό Δημόσιο, ότι το πρόστιμο θα εισπραχθεί όχι από τον ιδιώτη διάδικο ή εξ ονόματός του, αλλά αυτεπαγγέλτως, και ότι η πραγματική είσπραξη θα γίνει από τις αρχές του γερμανικού δικαστηρίου. Παρά ταύτα, οι ιδιαίτερες αυτές πτυχές της γερμανικής διαδικασίας εκτελέσεως δεν δύνανται να θεωρηθούν καθοριστικές όσον αφορά τη φύση του δικαιώματος εκτελέσεως. Συγκεκριμένα, η φύση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από τη φύση του δικαιώματος λόγω της προσβολής του οποίου διατάχθηκε η εκτέλεση, δηλαδή, εν προκειμένω του δικαιώματος της Bayer να έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφευρέσεως που κατοχυρώνεται με το δίπλωμά της ευρεσιτεχνίας, δικαιώματος το οποίο χωρίς αμφιβολία υπάγεται στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 44/2001».

 

Στο προδικαστικό ερώτημα δόθηκε η απάντηση ότι η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε ο ΕΚ 44/2001 να έχει εφαρμογή για την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικής απόφασης η οποία επιβάλλει την καταβολή προστίμου, προκειμένου να τηρηθεί δικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε αστική και εμπορική υπόθεση.

         

          Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ δεν είναι αναγκαία για σκοπούς έκδοσης απόφασης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση.

 

          Η Αίτηση ακολούθως απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου – Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον των Εφεσειόντων – Αιτητών.

 

                                                                   Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                                   Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                   Ι. Στυλιανίδου, Δ.


 

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

 

«1. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 («ΕΚ 1393/2007») του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερ. 13.11.2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) έχει ή όχι εφαρμογή σε (επίδοση πράξεων που αφορούν σε) διαδικασία με την οποία αξιώνεται η καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος πολιτικού Δικαστηρίου (η οποία έχει κατά νόμον το χαρακτήρα οιονεί ποινικής κατηγορίας, της οποίας η απόδειξη υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος και στο πλαίσιο της οποίας απειλείται κατά του καθ’ου η αίτηση η επιβολή χρηματικής ποινής ή στερητικής της ελευθερίας ποινής), δηλαδή εμπίπτει ή όχι η εν λόγω διαδικασία στην έννοια «civil and commercial matters» (αστικά ή εμπορικά ζητήματα) κατ’ άρθρον 1 του ΕΚ 1393/2007;

 

2.  Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 («ΕΚ 44/2001») του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Ευρώπης ημερ. 22.12.2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχει ή όχι εφαρμογή (για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται) σε διαδικασία με την οποία αξιώνεται η  καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος πολιτικού Δικαστηρίου (η οποία έχει κατά νόμον το χαρακτήρα οιονεί ποινικής κατηγορίας, της οποίας η απόδειξη υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος και στο πλαίσιο της οποίας απειλείται κατά του καθ’ ου η αίτηση η επιβολή χρηματικής ποινής ή στερητικής της ελευθερίας ποινής), δηλαδή εμπίπτει ή όχι η εν λόγω διαδικασία στην έννοια «civil and commercial matters» (αστικά ή εμπορικά ζητήματα) κατ’ άρθρον 1 του Κανονισμού ΕΚ44/2001;

 

3.  Εάν η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι καταφατική η εν λόγω διαδικασία με την οποία αξιώνεται η καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος Δικαστηρίου εμπίπτει ή όχι στην έννοια «enforcement of judgments» (μέτρα εκτέλεσης» κατ’ άρθρον 22 (5) του Κανονισμού 44/2001;».

 



[1] «THE COURT, in answer to the question submitted to it by the Corte Suprema di Cassazione by order of 27 March 1981, hereby rules: The third paragraph of Article 177 of the EEC Treaty must be interpreted as meaning that a court or tribunal against whose decisions there is no judicial remedy under national law is required, where a question of Community law is raised before it, to comply with its obligation to bring the matter before the Court of Justice, unless it has established that the question raised is irrelevant or that the Community  provision in question has already been interpreted by the Court of Justice or that the correct application of Community law is so obvious as to leave no scope for any reasonable doubt».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο