ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 101/2018)

 

 

 23 Απριλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

  

                        

 

                      1. TSENTAS DEVELOPERS LTD

      2. ΘΕΟΦΑΝΗ ΦΑΝΟΥ

                                            3. ΗΒΗΣ ΦΑΝΟΥ
                              4.
ΜΑΡΩ ΦΑΝΟΥ διά του πληρεξουσίου αυτών
                                  αντιπροσώπου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΕΝΤΑ

Εφεσειόντων / Αιτητών

και

 ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Εφεσίβλητου / Καθ' ου η Αίτηση

 

---------------------------

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Β. Παντελή (κα) για Στυλιανός Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 ------------------------------

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Την 1.2.2017 φάνηκε ότι η αντιδικία των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας έφτανε σε αίσιο τέλος, αφού την ημέρα εκείνη, στην παρουσία των συνηγόρων τους, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση. Η εκ συμφώνου απόφαση προέβλεπε την από μέρους του καθ’ ου η αίτηση (εφεσίβλητου) εκκένωση και παράδοση στους αιτητές (εφεσείοντες) κενή και ελευθέρα την κατοχή του ακινήτου τους που βρίσκεται στην οδό Βασιλέως Παύλου αρ. 7Γ και 7Δ στη Λευκωσία, με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 31.7.2017 (περιλαμβανομένης). «Μήλο της Έριδος» αποτέλεσε το σημείο (γ) της εν λόγω απόφασης, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Όπως οι Αιτητές αλληλέγγυα και κεχωρισμένα καταβάλουν υπέρ του Καθ΄ ου η Αίτηση το ποσό των €18.000, το οποίο αντιπροσωπεύει αποζημιώσεις δυνάμει των άρθρων 12 και 13 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.  Το ποσό θα πληρωθεί ταυτόχρονα με την παράδοση της κατοχής και, νοουμένου ότι αυτή θα λάβει χώραν την ή μέχρι την 31.7.2017. Το ποσό αυτό δε φέρει τόκο.»

 

(η υπογράμμιση είναι δίκη μας).

 

          Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το ακίνητο δεν παραδόθηκε μέχρι τις 31.7.2017. Παραδόθηκε μερικές ημέρες αργότερα, στις 7.8.2017, δια της παράδοσης των κλειδιών στον δικηγόρο των εφεσειόντων. Οι διάδικοι διαφωνούν στο κατά πόσο ο εφεσίβλητος ήταν ή όχι νομικά υπόχρεος να παραδώσει το ακίνητο μέχρι τις 31.7.2017, αλλά και για τους επιμέρους, πραγματικούς λόγους που δεν το έπραξε. Εν πάση περιπτώσει, οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι η παράδοση ήταν εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου δεν υφίστατο εξ αποφάσεως υποχρέωση καταβολής στον εφεσίβλητο, ποσού €18.000. Ο εφεσίβλητος θεώρησε το αντίθετο και ενόψει της μη καταβολής του ποσού, με την άδεια του Δικαστηρίου, προχώρησε στις 12.9.2017 στην έκδοση εντάλματος κατασχέσεως και εκποίησης κινητής περιουσίας με αριθμό 1137/17, το οποίο κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες στις 13.9.2017. 

 

Οι εφεσείοντες ενοχλημένοι και θορυβημένοι από την πιο πάνω εξέλιξη, καταχώρησαν στις 10.10.2017 αίτηση (εφεξής η Αίτηση) με την οποία ζητούσαν ως κύριες θεραπείες, την έκδοση (α) διατάγματος που να διάτασσε την ακύρωση του προαναφερθέντος εντάλματος κατασχέσεως κινητών και (β) αναγνωριστικού διατάγματος ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο στη διεκδίκηση του ποσού των €18.000 λόγω μη συμμόρφωσης του με τον όρο της απόφασης για παράδοση του ακινήτου μέχρι 31.7.2017. Ο εφεσίβλητος, ως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε, καταχωρώντας στις 17.11.2017 σχετική Ειδοποίηση περί προθέσεως ένστασης. Η Αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και τελικώς απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ.18.12.2017.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα στις 11.10.2017, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν μονομερώς την έκδοση προσωρινού διατάγματος που απαγόρευε την εκτέλεση του προαναφερθέντος εντάλματος κατασχέσεως κινητών όπως και τη λήψη άλλων μέτρων εκτέλεσης μέχρι την πλήρη εκδίκαση της κυρίως Αίτησης. Το προσωρινό αυτό διάταγμα, εκ συμφώνου, κατέστη απόλυτο στις 18.10.2017.

 

Οι εφεσείοντες θεωρούν την πρωτόδικη απόφαση ημερ.18.12.2017 εσφαλμένη και την προσβάλλουν με πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να ασχοληθεί και να αποφασίσει το αντικείμενο της Αίτησης, ασχολήθηκε με άλλο θέμα, ήτοι την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερ.1.2.2017, θέμα το οποίο δεν ήταν καν επίδικο. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την ένορκη δήλωση του δικηγόρου των εφεσειόντων ημερ.10.10.2017, η οποία υποστήριζε την Αίτηση ως παράτυπη και παράλληλα αγνόησε ή παράβλεψε τη δεύτερη ένορκη δήλωση του Πανίκου Τσέντα, διευθυντή των εφεσειόντων ημερ.10.10.2017, η οποία ήταν επισυνημμένη και επίσης υποστήριζε την Αίτηση. Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε (στη σελίδα 17 τελευταία παράγραφος και σελίδα 18 παράγραφος 3 της απόφασης), ότι δεν είχε δικαιοδοσία ακύρωσης του εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας. Ομοίως – πάντα κατά τους εφεσείοντες - είναι λανθασμένη και αντινομική η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εν λόγω ένταλμα εκδόθηκε κανονικά. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση/διάταγμα ημερ.1.2.2017, δεν ήταν δεκτικό εκτέλεσης λόγω του ότι δεν επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο. Ούτε αυτό το θέμα, κατά τους εφεσείοντες, ήταν επίδικο. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα – κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (σελίδα 11, τελευταία παράγραφος της απόφασης) ότι η υποχρέωση παράδοσης της κατοχής του επίδικου ακινήτου άρχιζε την επόμενη μέρα της λήξης της αναστολής και όχι την ίδια μέρα, δηλαδή την 1.8.2017. Τούτο, αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της απόφασης/διατάγματος ημερ.1.2.2017 και είναι αντίθετο με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατοχή παραδόθηκε λίγες μέρες μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής (σελίδα 18, τελευταία παράγραφος της απόφασης).

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους, ενώ αγόρευσαν και προφορικά εστιάζοντας στα κύρια σημεία της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας τους. Διεξήλθαμε με προσοχή τα ομολογουμένως εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης και  αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, εκεί όπου κριθεί αναγκαίο.  

 

            Ξεκινούμε από τους λόγους έφεσης 1, 3 και 5, οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας και αλληλουχίας.

 

            Οι εφεσείοντες (αιτητές τότε) με την πρωτόδικη Αίτηση ζητούσαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο δύο μόνιμες θεραπείες. Παρατίθενται στις παραγράφους (Α) και (Β) του αιτητικού της Αίτησης και έχουν ως ακολούθως:  

 

A.   Απόφαση και/ή διάταγμα με την οποία να αναγνωρίζεται ή/και διατάσσεται η ακύρωση του εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης της κινητής περιουσίας των Αιτητών, το οποίο ένταλμα εκδόθηκε την 12.9.2017 με Αίτηση του Καθ΄ ου η Αίτηση με αρ. Εντάλματος 1137/17 Α/Α Μητρώο επιδότη 118/17, αναφορικά με την υπό τον άνω τίτλο και αριθμό Αίτηση, λόγω του ότι αυτό εκδόθηκε κατά ρητή παράβαση του όρου/προϋποθέσεις της απόφασης ημερ. 1.2.2017 με την οποία διετάττετο ότι για την πληρωμή του ποσού των €18.000.- από τους Αιτητές προ τον Καθ΄ ου η Αίτηση, αυτός θα έπρεπε όπως παραδώσει το επίδικο ακίνητο στους Αιτητές την ή μέχρι την 31.7.2017 πράγμα που αυτός απέτυχε να κάνει.  Ο Καθ΄ ου παρέδωσε το ακίνητο στους Αιτητές την 8.08.2017.

 

B.   Απόφαση και/ή διάταγμα και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου με την οποία να αποφασίζεται/αναγνωρίζεται ότι επειδή ο Καθ΄ου η Αίτηση απέτυχε να εκπληρώσει τον όρο/προϋπόθεση η οποία ετέθη με την απόφαση την εκδοθείσα στην υπό τον άνω τίτλο και αριθμό Αίτηση την 1.2.2017 για την παράδοση του επίδικου αντικειμένου στους Αιτητές, την ή μέχρι την 31.7.2017, αυτός θεωρείται ότι απέσυρε ή εγκατέλειψε ή δεν νομιμοποιείται στην διεκδίκηση της πληρωμής σε αυτόν του επιδικασθέντος με την ίδια απόφαση ποσού των €18.000.- και ότι αυτός δεν δικαιούται στην διεκδίκηση ή είσπραξη του ποσού αυτού από τους Αιτητές

 

(η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

            Σε κανένα σημείο του προαναφερθέντος αιτητικού δεν αναφύεται αίτημα των εφεσειόντων για αναστολή εκτέλεσης της εκ συμφώνου απόφασης ημερ.1.2.2017. Συνεπώς, είναι ορθή η θέση που διατυπώνεται δια του λόγου έφεσης 1, ότι δεν ήταν επίδικο το θέμα της αναστολής [ή περαιτέρω αναστολής] της απόφασης. Παρόλα ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αφετηρία τη Διαταγή 40, θεσμός 7, παράγραφος (β) των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προβαίνει σε ανάλυση των εφαρμοστέων αρχών και στην εξαγωγή συμπερασμάτων, στηριζόμενο στο συνειρμό ότι η εν λόγω παράγραφος τύγχανε εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Βέβαια, στην κατάληξη αυτή, μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι εφεσείοντες που συμπεριέλαβαν στη νομική βάση της Αίτησης την εν λόγω διάταξη.

 

            Η θέση των εφεσειόντων πρωτόδικα, ήταν ότι ο εφεσίβλητος δεν παρέδωσε την κατοχή του επίδικου ακινήτου μέχρι την ταχθείσα ημερομηνία (31.7.2017) και άρα οι ίδιοι δεν είχαν υποχρέωση να του καταβάλουν ως αποζημιώσεις το ποσό των €18.000. Η εμπρόθεσμη παράδοση δηλαδή, ήταν προϋπόθεση για «κρυσταλλοποίηση» της υποχρέωσης καταβολής των χρημάτων.  Παρόλα ταύτα, πάντα κατά τους εφεσείοντες, ο εφεσίβλητος παράτυπα και αντίθετα με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, κατάφερε, με την άδεια του Δικαστηρίου (αποκρύβοντας το εκπρόθεσμό της παράδοσης), να εκδώσει ένταλμα κατασχέσεως κινητών προς είσπραξη του ποσού των €18.000. 

 

            Η ερμηνεία της πρωτόδικής απόφασης φρονούμε δεν χωρεί καμία αμφιβολία. Η υποχρέωση καταβολής του ποσού των €18.000 ήταν συνυφασμένη και απολύτως συναρτώμενη με την παράδοση του ακινήτου μέχρι τις 31.7.2017 και όχι οποιασδήποτε άλλης, μεταγενέστερης ημερομηνίας. Εξ αυτού καταδεικνύεται και το βάσιμο του λόγου έφεσης 5. Η εμπρόθεσμη παράδοση, ήταν απαρέγκλιτη προϋπόθεση για γένεση της υποχρέωσης καταβολής της αποζημίωσης. Χωρίς την πρώτη, δεν υπήρχε η δεύτερη. Τούτο το αναγνώρισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επισημαίνοντας στη σελ.11 της απόφασης του τα ακόλουθα:      

           

«Είναι η κρίση μου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 1.2.2017 είναι ξεκάθαρη. Στο βαθμό που καλούμαι να την ερμηνεύσω προς το σκοπό εξέτασης του ενώπιον μου αιτήματος και αποδίδοντας στις λέξεις τη φυσική, γραμματική τους ερμηνεία και καμία άλλη (βλέπετε σχετικά σύγγραμμα Halsburys Law of England, 3η έκδοση, Τόμος 22, σελίδα 781, παράγραφος 1660: «When a judgment is clear as to its terms, not even the pleadings nor the history of the action may be utilised to construe the judgment contrary to its clear meaning» με παραπομπή στην Αγγλική αυθεντία Gordon v. Gonda (1955) 2 All E.R. 762), καθίσταται σαφές και ξεκάθαρο, ότι:

 

·         Το Δικαστήριο διέταξε όπως η παράδοση κενής και ελευθέρας κατοχής του επίδικου αφενός μεν γίνει, αφετέρου όπως επιτευχθεί την ή μέχρι την 31.7.2017.

·         Το Δικαστήριο, σε άλλη παράγραφο, διέταξε την απόδοση αποζημιώσεων στον Καθ' ου η Αίτηση, ταυτόχρονα με την παράδοση ελεύθερης κατοχής.

·         Το Δικαστήριο είπε ότι η καταβολή του ποσού των αποζημιώσεων τελεί υπό την αίρεση της παράδοσης της κατοχής την ή μέχρι την 31.7.2017 (βλέπετε σχετικά Δ.40 θθ.2 και 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).

·         Το Δικαστήριο σύνδεσε την απόφαση για το ποσό των αποζημιώσεων με την παράδοση της κατοχής μέχρι την 31.7.2017…»

 

 

Ομοίως, αναγνωρίστηκε και από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προς το οποίο οι εφεσείοντες απευθύνθηκαν με αίτηση τους για έκδοση άδειας καταχώρησης αιτήσεως εντάλματος της φύσης Certiorari με σκοπό την ακύρωση της άδειας που δόθηκε για έκδοση του επίδικου εντάλματος κατασχέσεως κινητών (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της TSENTAS DEVELOPERS κ.α., Πολ. Αίτηση 142/17, ημερ.6.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:D339). Στη σελ. 7 της εν λόγω απόφασης αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«Το γεγονός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.1.2.17 προϋπόθετε – για την καταβολή από τους αιτητές της αποζημίωσης των €18.000, την παράδοση του ακινήτου από τον πιστωτή μέχρι 31.7.17 είναι δεδομένο.» 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση τύγχανε η τότε Διαταγή 40, θεσμοί 2 και 3 που προέβλεπε ότι, [σε ελεύθερη μετάφραση]

 

2.   Όπου οιονδήποτε πρόσωπο που πέτυχε οιανδήποτε απόφαση ή διάταγμα υπό όρους δεν τηρεί ή συμμορφούται με τους όρους θα θεωρείται ότι απέσυρε ή εγκατέλειψε την τοιαύτη απόφαση ή διάταγμα καθ΄ όλο το μέρος που είναι αυτή υπέρ του και οιονδήποτε άλλο πρόσωπο ενδιαφερόμενο στο ζήτημα μπορεί κατόπιν διαρρήξεως ή μη τήρησης των όρων να διεξάγει τέτοια διαδικασία που η απόφαση ή το διάταγμα θα προνοεί ή τέτοια διαδικασία ωσάν να μη υπήρχε τέτοια απόφαση ή διάταγμα, εκτός αν το Δικαστήριο ή Δικαστής δώσει άλλες οδηγίες.

 

3.    Όπου μια απόφαση ή διάταγμα είναι προς τον σκοπόν όπως, οιοσδήποτε διάδικος δικαιούται οιανδήποτε θεραπεία υποκείμενη στην εκπλήρωση οιοδήποτε όρου ή ενδεχομένου, το δικαιούχο μέρος δύναται, αφού εκπληρώσει τον όρο ή το ενδεχόμενο, αφού το απαιτήσει από το διάδικο που δικαιούται, αποτείνεται στο Δικαστήριο ή Δικαστή για άδεια εκδόσεως εκτελέσεως εναντίον τέτοιου διαδίκου και το Δικαστήριο ή Δικαστής μπορεί, αν ικανοποιηθεί ότι το δικαίωμα θεραπείας προήλθε σύμφωνα με τους όρους της απόφασης ή διατάγματος, διατάσσει την έκδοση σχετικής εκτέλεσης ή δικαιούται να δώσει οδηγίες ότι οιονδήποτε θέμα ή ερώτημα αναγκαίο για την αποπεράτωση των δικαιωμάτων των διαδίκων εκδικαστεί με οιονδήποτε από τους τρόπους που εκδικάζονται θέματα ή ερωτήματα σε οιανδήποτε αγωγή.

 

            Ενόψει της αμφιβολίας και στη βάση του θεσμού 3 ανωτέρω, το Δικαστήριο όφειλε να απαιτήσει (demand) από τον εφεσίβλητο να καταχωρήσει [δια κλήσεως] αίτηση προς έκδοση εντάλματος, ώστε να δοθεί και η δυνατότητα στους εφεσείοντες να ακουστούν επί του ζητήματος. Έχουμε βέβαια επίγνωση του γεγονότος, ότι συμφώνως της τότε Διαταγής 41, θεσμός 1 τα εντάλματα κατασχέσεως κινητών, εκδίδονταν κατόπιν γραπτής παράκλησης προς τον Πρωτοκολλητή/Γραμματέα του Δικαστηρίου, συνοδευόμενα από ένορκη δήλωση που εξειδίκευε το ποσό που παρέμενε προς πληρωμή. Το ένταλμα δεν τίθετο ενώπιον δικαστή, ούτε καν στις περιπτώσεις όπου ενδεχομένως να απαιτείτο εξέταση και αιτιολογημένη δικαστική κρίση. Αυτή η θεσμική πρακτική προφανώς ακολουθήθηκε και στην προκειμένη περίπτωση, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.9 σημειώνει τα εξής:

 

«Το Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε οποιουδήποτε διαβήματος μετά την έκδοση της απόφασης και μέχρι την καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης. Για το λόγο αυτό δεν είναι ευκόλως αντιληπτά τα όσα αναφέρονται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, ότι το Δικαστήριο έπραξε ή επέτρεψε, εφόσον το Δικαστήριο δεν έλαβε οποιοδήποτε διάβημα, δεν έδωσε οποιαδήποτε οδηγία και ο φάκελος δεν τέθηκε ενώπιον του.»

 

           Αυτή ακριβώς η αλληλουχία γεγονότων προσέδιδε πρωτογενή εξουσία και δικαιοδοσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο να επιληφθεί της Αίτησης στη βάση της Διαταγής 40, θεσμός 2.  Σχετική είναι και η Διαταγή 48, θεσμοί 1 και 8 (4) που μαζί με τη Διαταγή 40, θεσμοί 2 και 3 περιλαμβάνονται στη νομική βάση της Αίτησης. Συνεπώς, είναι βάσιμος και ο λόγος έφεσης 3, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία ακύρωσης του εντάλματος κατασχέσεως κινητών (σελ.18 της πρωτόδικης απόφασης).

 

          Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 5 γίνονται δεκτοί.

 

          Ο λόγος έφεσης 2 στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση ημερ.10.10.2017 του δικηγόρου των εφεσειόντων που συνόδευε την Αίτηση ήταν παράτυπη (σελ.10-11 της απόφασης). Οι αρχές επί του θέματος αυτού είναι  αποκρυσταλλωμένες. Να τις επαναλάβουμε εν τάχει.

 

Δεν νοείται δικηγόρος να δίνει μαρτυρία (προφορική ή γραπτή) και παράλληλα να αναλαμβάνει το νομικό χειρισμό της υπόθεσης. Όταν τα κρίσιμα γεγονότα τα γνωρίζει ο δικηγόρος ένεκα της προσωπικής του εμπλοκής κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, μπορεί βέβαια να προβεί ο ίδιος στην ένορκη δήλωση, αλλά τον χειρισμό της υπόθεσης θα πρέπει να τον αναλάβει άλλος δικηγόρος (βλ. Μιχαήλ v. Σκορδή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1108). Σε τέτοιες περιπτώσεις, ορθό είναι το Δικαστήριο να ενεργεί αποτρεπτικά, εφιστώντας την προσοχή του δικηγόρου και δίδοντας την ευκαιρία για τη λήψη διορθωτικών ενεργειών.

 

Απ’ εκεί και πέρα θα πρέπει να αποθαρρύνεται γενικά η πρακτική, δικηγόροι να προβαίνουν σε ένορκες δηλώσεις. Μπορεί ωστόσο να ληφθεί υπόψη η ένορκη δήλωση δικηγόρου, όταν δοθεί ή συνάγεται, λογική εξήγηση για το γεγονός τούτο, όπως για παράδειγμα όταν ο πελάτης βρίσκεται στο εξωτερικό (βλ. Investylia Public Company Ltd v. Γαβριηλίδου, (2013) 1 Α.Α.Δ. 82). Στη σελ.1202 της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται τα εξής:

 

«Όσον αφορά την όμνυση της υποστηρικτικής δήλωσης από δικηγόρο χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο δεν ορκίστηκε διοικητικός σύμβουλος ή γραμματέας της ίδιας της εφεσείουσας, αναμφίβολα η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, αλλά δεν έχει φθάσει στο σημείο της απαγόρευσης ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη δήλωση, (Dmitry Rybolovlev v.Elena Rybolovleva (2010) 1Α.Α.Δ. 82). Η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης, (In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319 και Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι «το σημείο που εγείρεται» και «οι λόγοι για τους οποίους υποβάλλεται το αίτημα» δεν είναι «καθαρά νομικοί» και αφού «δεν δόθηκε εξήγηση», θεώρησε την εν λόγω ένορκη δήλωση «παράτυπη».  Με άλλα λόγια, η παρατυπία στην οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αφορούσε στον [δυνητικό] διπλό ρόλο του δικηγόρου, ήτοι μάρτυρα γεγονότων και νομικού χειριστή της υπόθεσης, αλλά στο ίδιο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία όμως, παρά το ανεπιθύμητο και την εν γένει αποθάρρυνση, την οποία επαναλαμβάνουμε και εμείς, ένορκη δήλωση δεν αγνοείται, ούτε απορρίπτεται για τον λόγο και μόνον ότι έγινε από δικηγόρο. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό φαίνεται να έπραξε ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Εν πάση περιπτώσει στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου, πέραν των νομικών ζητημάτων, γίνεται αναφορά σε γεγονότα που γνώριζε άμεσα και από «πρώτο χέρι», ως εκ της προσωπικής του εμπλοκής - πλείστα εκ των οποίων ήταν ουσιώδη για το αίτημα των εφεσειόντων. Συνεπώς, μπορούσε να προβεί [και] ο δικηγόρος σε ένορκη δήλωση.

 

Τέλος, σε ό,τι αφορά το θέμα της ένορκης δήλωσης του διευθυντή της εφεσείουσας 1, διεξήλθαμε με προσοχή τον πρωτόδικο φάκελο, για να διαπιστώσουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Από την έρευνα μας προκύπτει, ότι η ένορκη δήλωση του διευθυντή, όπως και η  ένορκη δήλωση του δικηγόρου, αμφότερες πλαισιωμένες με τα διάφορα έγγραφα/τεκμήρια είναι συνδεδεμένες (attached) στη  μονομερή αίτηση ημερ.10.10.2017 για προσωρινή αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος κατασχέσεως κινητών και όχι στην κυρίως Αίτηση, ίδιας ημερομηνίας. Στην κυρίως Αίτηση είναι συνδεδεμένη (attached) μόνο η πανομοιότυπη ένορκη δήλωση του δικηγόρου και μάλιστα χωρίς τα έγγραφα/τεκμήρια. Γι’ αυτόν προφανώς τον λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση του διευθυντή της εφεσείουσας 1.

 

 Ωστόσο, είναι πρόδηλο ότι κάπου υπήρξε μπέρδεμα στη σύνδεση (attachment) των ένορκων δηλώσεων και ότι πρόθεση των εφεσειόντων ήταν όπως οι δύο ένορκες δηλώσεις, μαζί με τα σχετικά έγγραφα/τεκμήρια συνδεθούν [και] στην κυρίως Αίτηση. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στο προοίμιο της Αίτησης, όπου περιγράφεται το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται, γίνεται ρητή αναφορά σε αμφότερες τις ένορκες δηλώσεις, διευθυντή και δικηγόρου.

 

Εν πάση περιπτώσει, το ταυτόχρονο της καταχώρισης των δύο αιτήσεων, η σχεδόν ταύτιση του επίδικου θέματος, αλλά και η αλληλουχία και συνάφεια μεταξύ τους, επέβαλλε, υπό τις περιστάσεις, όπως ληφθεί υπόψη και η ένορκη δήλωση του διευθυντή, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, εμπεριείχε ουσιώδεις ισχυρισμούς σε ό,τι αφορά το αίτημα των εφεσειόντων. 

 

Επί του προκειμένου, σημειώνουμε ότι και η πλευρά του εφεσίβλητου είχε την αντίληψη ότι η ένορκη δήλωση του διευθυντή της εφεσείουσας 1, συναποτελούσε μέρος της Αίτησης. Ενδεικτικά  παραπέμπουμε στην παράγραφο 35 του περιγράμματος αγόρευσης των συνηγόρων τους, όπου αναφέρεται «πέραν τούτου, είναι η θέση του Εφεσίβλητου ότι δεν φαίνεται να αγνοήθηκε η ένορκη δήλωση του Πανίκου Τσέντα διευθυντή των Αιτητών…» , αλλά και στην παράγραφο 36 όπου αναφέρεται «είναι γεγονός ότι σε κανένα σημείο των ενόρκων δηλώσεων» και σε άλλο σημείο «η μόνη αναφορά για την παράδοση του ακινήτου βρίσκεται στις παραγράφους 5 των δύο ενόρκων δηλώσεων…»

 

Εν πάση περιπτώσει, σε σχέση με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δόθηκε κάποια εξήγηση [από τον εφεσίβλητο] γι’ αυτό [την καθυστερημένη παράδοση] η οποία δεν αντικρούστηκε με μαρτυρία, θεωρούμε ότι δεν υφίστατο τέτοια αποδεικτική αναγκαιότητα. Βάσει της εκ συμφώνου απόφασης ημερ.1.2.2017, η υποχρέωση παράδοσης μέχρι την ταχθείσα ημερομηνία - 31.7.2017, κατά συναινετική και ρητά εκφρασθείσα επιλογή των διαδίκων, ήταν επιτακτική και απόλυτη. Δεν χωρούσε ούτε εξήγηση, ούτε δικαιολογία για την καθυστερημένη παράδοση.

 

Γίνεται δεκτός ο λόγος έφεσης 2.   

 

Τέλος, θεωρούμε ότι και ο λόγος έφεσης 4 είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη Διαταγή 42 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που τιτλοφορείται «execution by sale of immovable property - εκτέλεση δια πώλησης ακινήτου περιουσίας», υπέδειξε ότι οπισθογραφημένα διατάγματα θα πρέπει να επιδίδονται προσωπικά στο άτομο που διατάσσεται να συμμορφωθεί με το διάταγμα και ότι διατάγματα που δεν έχουν επιδοθεί έγκαιρα και προσωπικά δεν είναι δεκτικά εκτέλεσης. Φρονούμε ότι αυτή δεν ήταν η περίπτωση. Εδώ, εκδόθηκε στην παρουσία των συνηγόρων των μερών, μια εκ συμφώνου απόφαση/διάταγμα. Οι εφεσείοντες, δεν έλαβαν οποιοδήποτε μέτρο εκτέλεσης/ανάκτησης κατοχής του ακινήτου δυνάμει της εν λόγω απόφασης/διατάγματος, ώστε να τίθετο θέμα «έγκαιρης και προσωπικής επίδοσης». Τουναντίον, οι εφεσίβλητοι, παρά τη μη εκπλήρωση του ρητού, απόλυτου και επιτακτικού όρου της απόφασης που προέβλεπε παράδοση μέχρι τις 31.7.2017 για να δικαιούντο σε αποζημίωση, προχώρησαν παράτυπα και σε αντίθεση με τους Θεσμούς στην έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητών για ποσό €18.000. Οι εφεσείοντες, το μόνο που έπραξαν στη συνέχεια, ήταν να καταχωρήσουν την Αίτηση για αναχαίτιση του διαβήματος του εφεσίβλητου. Αυτό, δεν προαπαιτούσε την προσωπική επίδοση της απόφασης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση ημερ.18.12.2017 παραμερίζεται.

 

 

   Υπάρχουν όλα τα στοιχεία και δεδομένα ενώπιον μας για να παράσχουμε εμείς την αιτούμενη θεραπεία. Εκδίδεται συνεπώς (α) διάταγμα ακύρωσης του εντάλματος κατάσχεσης και εκποίησης της κινητής περιουσίας των εφεσειόντων που εκδόθηκε στις 12.9.2017 με αρ. εντάλματος 1137/17, Α/Α μητρώο επιδότη 118/17 και (β) διάταγμα διακήρυξης ότι, επειδή ο εφεσίβλητος απέτυχε να εκπληρώσει τον ρητό όρο της εκ συμφώνου απόφασης ημερ.1.2.2017 για την παράδοση του επίδικου ακινήτου στους εφεσείοντες μέχρι την 31.7.2017, αυτός εγκατέλειψε την τοιαύτη απόφαση σε ό,τι αφορά την επιδίκαση σ΄ αυτόν του ποσού των €18.000 και αυτός δεν δικαιούται στη διεκδίκηση ή είσπραξη του ποσού αυτού από τους εφεσείοντες. 

 

          Επιδικάζονται €2.000 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο