ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 124/21)

 

18 Απριλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΛΕΞΕΗ ΝΤΙΜΙΤΡΕΝΚΟ

                               Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                               Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Ν. Μιχαηλίδου (κα) με Ζαχαριάδη (κα) και Α. Κληρίδη, για Εφεσείοντα

Χ. Κυθραιώτου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη    

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από την Κυριακίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Στις 28.11.19 περί ώρα 00:38 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού λίγο πριν την έξοδο του χωριού Μουτταγιάκα επεσυνέβη θανατηφόρο δυστύχημα με θύμα τον Παναγιώτη Χριστοφόρου, ηλικίας 27 ετών, πατέρα ενός ανηλίκου παιδιού. Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του μάρκας BMW και συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του προπορευόμενου αυτοκινήτου μάρκας SUZUKI που οδηγούσε το θύμα. Κατά τη σύγκρουση και τα δύο οχήματα βρίσκονταν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας.

 

        Ο Εφεσείων πρωτοδίκως αντιμετώπισε τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Κεφ. 154 (1η κατηγορία), της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Κεφ. 154 (2η κατηγορία), της οδήγησης σε χρόνο που η αναλογία αλκοόλης στο αίμα υπερέβαινε το ανώτατο καθορισθέν όριο (3η κατηγορία), της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών (4η κατηγορία), της οδήγησης με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή (5η κατηγορία) και της μη συμμόρφωσης σε φωτεινό σηματοδότη τροχαίας (6η κατηγορία). Ο Εφεσείων αρχικά παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 μέχρι 6 ενώ δήλωσε μη παραδοχή στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Το Κακουργοδικείο κατά τις τελικές αγορεύσεις καταχώρισε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες λόγω της εγερθείσας υπεράσπισης του αυτοματισμού. Σημειώνεται ότι δεν αμφισβητήθηκαν τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν τις συγκεκριμένες κατηγορίες από την υπεράσπιση αλλά μόνο η ποινική ευθύνη του Εφεσείοντος προτάσσοντας ως υπεράσπιση ότι οδηγούσε χωρίς συνείδηση και αντίληψη.

 

        Το Κακουργοδικείο μετά από ακροαματική διαδικασία έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες 1, 3, 4, 5 και 6 επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 9 ετών στην πρώτη κατηγορία και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες. Λόγω του ότι έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας, δεν εξέτασε τη διαζευκτική κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης πράξης ή συμπεριφοράς (2η κατηγορία) κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Π.Κ..

 

        Η Κατηγορούσα Αρχή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στηρίχθηκε στη μαρτυρία 20 μαρτύρων κατηγορίας που αφορούσαν (α) γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν το δυστύχημα ήτοι των Petr (Μ.Κ.4), Tudor (Μ.Κ.2) και Αστ. Χατζηγεωργίου (Μ.Κ.19), (β) εξετάσεις που διενήργησαν μέλη της αστυνομικής δύναμης στη σκηνή του δυστυχήματος, αλλά και ενέργειες στις οποίες προέβησαν σε μεταγενέστερο στάδιο και ειδικότερα, μεταξύ άλλων, για να διαπιστώσουν την ταχύτητα που οδηγούσαν ο κατηγορούμενος και το θύμα, κατά τον επίδικο χρόνο και μαρτυρία έδωσαν οι Αστ. Ματθαίου (Μ.Κ.1), Αν. Λοχ. Χριστοφή (Μ.Κ.7), Αστ. Χριστοδούλου (Μ.Κ.9), Α/Αστ. Κυριάκου (Μ.Κ.15), Α/Αστ. Πέτρου (Μ.Κ.13), Αστ. Γεωργίου (Μ.Κ.14), Αστ. Κλεάνθους (Μ.Κ.11) και Λοχ. Θεμιστοκλέους (Μ.Κ.20), (γ) ενέργειες και εξετάσεις που διενήργησαν άλλα πρόσωπα και μαρτυρία έδωσαν οι Αυγουστή (Μ.Κ.8), εκτελεστικός μηχανικός στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, Αφάμης (Μ.Κ.17), επαρχιακός μηχανικός στο πιο πάνω Τμήμα, Παπαδόπουλος (Μ.Κ.10) μηχανικός στην Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία, Παρασκευά (Μ.Κ.16), ο οποίος εργάζεται στην Krypto Security που εγκατέστησε τις κάμερες που βρίσκονται στο κέντρο αποκατάστασης βόρεια του αυτοκινητόδρομου, Νικολάου (Μ.Κ.18), ιδιοκτήτης του πιο πάνω κέντρου, Διογένους (Μ.Κ.6), νοσηλεύτρια η οποία μετέβηκε στη σκηνή του δυστυχήματος και Πολυκάρπου (Μ.Κ.5), ψυχίατρος που εξέτασε τον Εφεσείοντα και (δ) επιπτώσεις του αλκοόλ και της διαζεπάμης ως επίσης και τον χρόνο που η τελευταία βρίσκεται στον οργανισμό ενός ατόμου μετά τη λήψη της και μαρτυρία έδωσαν οι Κκολός (Μ.Κ.3) και Αυξεντίου (Μ.Κ.12). Σε σχέση δε με τις επιπτώσεις του αλκοόλ έκανε σχετική αναφορά και η ψυχίατρος Πολυκάρπου (Μ.Κ.5).

 

        Ο Εφεσείων μετά που κλήθηκε σε απολογία στηρίχθηκε στη δική του ένορκη μαρτυρία, καθώς και σε αυτή του Alexey (Μ.Υ.1), Κουβά (Μ.Υ.2), Αγαθαγγέλου (Μ.Υ.3), δρος Petrovich (Μ.Υ.4) και δρος Διέτη (Μ.Υ.5).

 

        Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση επί της καταδίκης με εκτεταμένους λόγους έφεσης (λόγοι Έφεσης 1‑21 Παραρτήματος Α, σελ. 1 έως 69 του εφετηρίου), καθώς και την ποινή (λόγοι Έφεσης 1‑9 Παραρτήματος Β, σελ. 70 έως 80 του εφετηρίου). Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το Κακουργοδικείο συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:

 

        Ο Εφεσείων είναι κάτοχος κυπριακής άδειας οδήγησης από 23.5.2000, μετά από μετατροπή της προϋπάρχουσας ρωσικής άδειας οδήγησης που κατείχε. Στις 27.11.2019 ευρίσκετο στην κατοικία του Petr (Μ.Κ.4) και  κατά την εκεί παραμονή του, κατανάλωσε ποσότητα αλκοόλης, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση μέθης και να μην έχει ικανότητα για ασφαλή οδήγηση. Έτρεμαν τα χέρια του, δυσκολευόταν να σταθεί στα πόδια του και δεν μιλούσε καθαρά. Ενόψει της κατάστασής του, ο Μ.Κ.4 του πρότεινε να κοιμηθεί εκεί στην οικία του, πλην όμως αυτός αρνήθηκε και επιθυμούσε να επιστρέψει στη δική του οικία, με το δικό του αυτοκίνητο, το οποίο είχε σταθμευμένο έξω από την οικία του Μ.Κ.4. Ο τελευταίος και ο Alexey (Μ.Υ.1) δεν του επέτρεψαν να οδηγήσει, τον έπιασαν από τα χέρια, καθότι δυσκολευόταν να σταθεί στα πόδια του, του αφαίρεσαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, τα οποία κρατούσε, τον έβαλαν στο αυτοκίνητο του Μ.Υ.1 και τον μετέφεραν στο σπίτι του γύρω στα μεσάνυκτα της 27.11.2019, αφήνοντάς τον στην είσοδο του συγκροτήματος που διαμένει. Λίγο αργότερα, ο Εφεσείων οδήγησε το πιο πάνω όχημα τελώντας σε κατάσταση μέθης. Η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του ήταν 246 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, ενώ το ανώτατο καθορισθέν όριο ανέρχεται στα 50 χιλιοστά, αναλογία η οποία θεωρείται πολύ ψηλή και έχει κατασταλτική δράση. Εκείνο που αναμένεται συχνά να παρουσιάσει ένας οδηγός μετά από τέτοια ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του είναι ότι δεν θα είναι σε θέση να οδηγήσει σε ευθεία γραμμή, θα κινείται ζικ‑ζακ, θα έχει προβλήματα με την όραση, δεν θα υπάρχει συντονισμός χεριών με τα μάτια, θα ελαττωθούν τα αντανακλαστικά του, θα παρουσιάζει μειωμένη μνήμη, θα έχει τάση υπνηλίας και γενικότερα θα μειωθούν όλες οι ικανότητές του. Στο αίμα του εντοπίστηκε επιπρόσθετα και 0,4mg/l διαζεπάμη, 0,98mg/l νορδιαζεπάμη, οξαζεπάμη και παρακεταμόλη. Σε σχέση με τη διαζεπάμη, ο γιατρός Petrovich (Μ.Υ.4), συνταγογράφησε στον κατηγορούμενο, σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, εκ των οποίων οι δύο πριν το δυστύχημα (βλ. Τεκμήριο 49), ποσότητα του φαρμάκου Kratium 5mg, το οποίο περιέχει την ουσία διαζεπάμη. Ο εν λόγω γιατρός επεξήγησε στον Εφεσείοντα πριν το δυστύχημα όταν λαμβάνει το συγκεκριμένο φάρμακο να αποφεύγει την κατανάλωση αλκοόλ και την οδήγηση. Την ίδια κατασταλτική δράση η οποία περιεγράφηκε για την εντοπισθείσα στο αίμα του αλκοόλη και τις ίδιες στην ουσία επιπτώσεις από αυτή προκαλεί και η λήψη διαζεπάμης. Στην περίπτωση που πρόσωπο λάβει παράλληλα και τις δύο πιο πάνω ουσίες, η κατασταλτική δράση τους επενεργεί προσθετικά ως προς το αποτέλεσμα.

 

        Ο Εφεσείων οδήγησε το όχημά του στη λεωφόρο Αμαθούντος και ακολούθως, κατευθύνθηκε δεξιά, στην οδό Αγ. Σαράντα. Όπως διαπιστώθηκε από τον Tudor (Μ.Κ.2) ο οποίος ακολουθούσε το όχημα του Εφεσείοντος κατά την είσοδό του Εφεσείοντος στη συμβολή με σκοπό να εισέλθει στην εν λόγω οδό, παραβίασε φωτεινό σηματοδότη ο οποίος είχε ένδειξη κόκκινο και όταν εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο, με δυτική κατεύθυνση, προς Λεμεσό κινείτο ζικ‑ζακ, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας. Ο Μ.Κ.2 του αναβόσβησε τα φώτα πορείας, υψηλής τάσης, του οχήματος του, για να του υποδείξει το επικίνδυνο της οδήγησης του αλλά ο Εφεσείων ανέπτυξε ταχύτητα. Ο Tudor (Μ.Κ.2) προσπάθησε να τον φτάσει, αναπτύσσοντας ταχύτητα περί τα 140 χ.α.ω., πλην όμως το όχημα του Εφεσείοντος κινήθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα, με αποτέλεσμα ο Μ.Κ.2 να χάσει οπτική επαφή μαζί του, στο σημείο περίπου όπου βρίσκεται η έξοδος του Αγ. Τύχωνα.

 

        Την ίδια χρονική περίοδο το θύμα οδηγούσε το SUZUKI, στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, με δυτική κατεύθυνση, πορεία την οποία ακολουθούσε και ο Εφεσείων. Ο τελευταίος οδηγούσε με ταχύτητα γύρω στα 180 χ.α.ω., τη στιγμή που το θύμα κινείτο με ταχύτητα γύρω στα 95 χ.α.ω. Ο Εφεσείων, χωρίς προηγουμένως να λάβει οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής, συγκρούστηκε σφόδρα‑βίαια, νοτιομετωπικά με το προπορευόμενο σε κίνηση SUZUKI προκαλώντας σ' αυτό εκτεταμένες ζημιές στο πίσω μέρος. Στη σκηνή δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη που να συνάδουν με ενέργεια αποφυγής της σύγκρουσης. Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και ειδικότερα σε απόσταση 2,4μ. από το νότιο άκρο του δρόμου.

 

        Τα δύο οχήματα, εγκλωβισμένα λόγω της σύγκρουσης, συμπορεύτηκαν για απόσταση 44μ. (από το σημείο σύγκρουσης). Ακολούθως, τα οχήματα απεγκλωβίστηκαν και έκαστο ακολούθησε διαφορετική πορεία και ειδικότερα το SUZUKI κατευθύνθηκε δεξιά ενώ το BMW αριστερά. Το τελευταίο προσέκρουσε στα νότια κιγκλιδώματα του δρόμου (59,5μ. από το σημείο σύγκρουσης) με αποτέλεσμα να καταστρέψει 35,5μ. αυτών. Ακολούθως, ήλθε σε επαφή με το οδόστρωμα, 18,5μ. μετά το τελευταίο καταστραμμένο σημείο των κιγκλιδωμάτων, δηλαδή 113,5μ. από το σημείο σύγκρουσης. Η τελική θέση του BMW βρισκόταν στην αριστερή λωρίδα, σε απόσταση 137,4μ. από το σημείο σύγκρουσης. Το δε SUZUKI ακινητοποιήθηκε στη λωρίδα επιβράδυνσης της εξόδου της Μουτταγιάκας σε απόσταση 194μ. από το σημείο σύγκρουσης.

 

        Το θύμα ήταν δεμένο με τη ζώνη ασφαλείας του και ήταν σφηνωμένο μεταξύ της καρέκλας του οδηγού και του τιμονιού. Συνεπεία του πιο πάνω δυστυχήματος, έχασε τη ζωή του. Ο θάνατός του ήταν σχεδόν ακαριαίος και οφειλόταν σε διατομή θωρακικής αορτής, σε έδαφος κατάγματος σπονδυλικής στήλης. Ο Εφεσείων, αρχικά, βρισκόταν εγκλωβισμένος στο κάθισμα του οδηγού του BMW, δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας, έτρεχαν αίματα στο πρόσωπο του και μύριζε έντονα οινόπνευμα. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. Λεμεσού, όπου και παρέμεινε για νοσηλεία. Αμφότερα τα οχήματα υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Το BMW υπέστη ζημιά σε ολόκληρο το μπροστινό μέρος, στους μπροστινούς τροχούς, ο πίσω δεξιός τροχός αποκόπηκε, ως επίσης καταστράφηκε και η οροφή του. Το πίσω μέρος του SUZUKI συνθλίβηκε. Ο σκελετός του οχήματος μετακινήθηκε έμπροσθεν. Οι πίσω τροχοί και ο πίσω άξονας μετακινήθηκαν μέχρι το ύψος των καρέκλων του οδηγού και του συνοδηγού.

 

        Καθώς ο Tudor (Μ.Κ.2) συνέχισε να οδηγεί, μετά την έξοδο του Αγίου Τύχωνα αντιλήφθηκε σε αρκετή απόσταση, τις λάμψεις και τη σκόνη που προκλήθηκαν από το επίδικο δυστύχημα, το οποίο επεσυνέβη γύρω στις 00:38 της 28.11.2019. Όταν έφτασε στη σκηνή του δυστυχήματος, αντιλήφθηκε το BMW να βρίσκεται ακινητοποιημένο ανάποδα στον δρόμο και το SUZUKI, επίσης ακινητοποιημένο, σε δυτικότερο σημείο, εντός του αυτοκινητόδρομου. Εντός αυτών βρίσκονταν οι οδηγοί τους. Όταν πλησίασε τον Εφεσείοντα και τον ρώτησε αν αισθάνεται καλά, ο τελευταίος απάντησε καταφατικά. Ο Tudor (Μ.Κ.2), κατά την εκεί παρουσία του, κατέγραψε με το κινητό του, από διαφορετικές γωνίες λήψης, τη σκηνή του δυστυχήματος και τα εμπλεκόμενα οχήματα. Στη βάση των καταγραφών αυτών, το SUZUKI είχε τα μπροστινά φώτα πορείας αναμμένα, ενώ το πισινό μέρος του οχήματος ήταν πλήρως κατεστραμμένο.

 

        Το επίδικο δυστύχημα έγινε στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού, με κατεύθυνση τη Λεμεσό, πριν την έξοδο της Μουτταγιάκας. Πρόκειται για οδικό δίκτυο το οποίο γνώριζε ο Εφεσείων και, εξ αντικειμένου, χρησιμοποιείται ή αναμένεται να χρησιμοποιείται από άλλους οδηγούς ακόμη και κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κάθε κατεύθυνση του αυτοκινητόδρομου έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, πλάτους 3,5μ. η κάθε μία, και η δυτική του κατεύθυνση, που εδώ ενδιαφέρει, έχει στη νότια του πλευρά και 3,1μ. λωρίδα ασφαλείας και δίπλα από αυτή υπάρχουν μεταλλικά στηθαία ασφαλείας, ύψους 0,75μ. Τα τελευταία, μετά από πρόσκρουση, απορροφούν κινητική ενέργεια με αποτέλεσμα να επιβραδύνουν την ταχύτητα του οχήματος και σκοπό έχουν να το συγκρατήσουν και να το επαναφέρουν στο δρόμο. Στην κεντρική νησίδα του αυτοκινητόδρομου υπάρχουν αντιθαμβωτικά παραπετάσματα, για να μην ενοχλείται ο οδηγός από τα φώτα του εξ αντιθέτου διερχόμενου οχήματος. Το ανώτατο όριο ταχύτητας είναι 100 χ.α.ω. (γνωστό στον Εφεσείοντα) και το κατώτατο 65 χ.α.ω. Το οδόστρωμα, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, χωρίς ανωμαλίες και με εξαιρετική επιπεδότητα και 500μ. πριν το σημείο σύγκρουσης υφίσταται πολύ μικρή και ανεπαίσθητη κατωφέρεια της τάξης του ‑0,47%. Η ορατότητα ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο, σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, κατά τη διάρκεια τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας, νοουμένου ότι οι καιρικές συνθήκες είναι καλές και κατά τη νύχτα τα κινούμενα οχήματα έχουν τα φώτα πορείας τους αναμμένα. Κατά τον επίδικο χρόνο ο καιρός ήταν αίθριος και ο δρόμος στεγνός. Για τον Εφεσείοντα, μετά από εξέταση που του έγινε στις 2.12.2019, ήτοι λίγες μέρες μετά το δυστύχημα, διαπιστώθηκε ότι δεν παρουσίαζε ενεργή ψυχοπαθολογία και δεν είχε ψευδαισθήσεις. 

  

        Ο Εφεσείων με την έφεσή του προσβάλλει τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική.

 

        Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 εναντίον της καταδίκης του προσβάλλει την απόφαση του Κακουργοδικείου για τη μη αποδοχή της υπεράσπισης του αυτοματισμού και ισχυρίζεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Με τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5 προβάλλονται ζητήματα παραβίασης της αρχής της ισότητας, της δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο Εφεσείων κατηγορήθηκε για το αδίκημα του Άρθρου 205 του Κεφ. 154 (ανθρωποκτονία) ενώ σε άλλες περιπτώσεις για το αδίκημα του Άρθρου 210 του Κεφ. 154, ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε ως καταδιωκτική αρχή και όχι διωκτική καθώς και κατάχρηση διαδικασίας λόγω συνύπαρξης των αδικημάτων των Άρθρων 205 και 210 του Κεφ. 154 στο Κατηγορητήριο. Οι λόγοι έφεσης 6 μέχρι 8 αφορούν ισχυρισμό για λανθασμένη αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας της Υπεράσπισης και του Εφεσείοντα ενώ οι λόγοι έφεσης 12 μέχρι 18 λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας ως προς την αξιολόγηση, καθώς και τα ευρήματα του Κακουργοδικείου που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1, Μ.Κ.15, Μ.Υ.3 και την πραγματική μαρτυρία του κλειστού κυκλώματος (Τεκμήριο 6) και αφορούν το εύρημα σε σχέση με την ταχύτητα των δύο ενεχόμενων, στο δυστύχημα, οχημάτων. Με τους λόγους έφεσης 9, 10 και 11 προσβάλλονται τα ευρήματα που αφορούν ψεύδη του Εφεσείοντα και το συμπέρασμα ότι αποτελούν περιστατική μαρτυρία εναντίον του. Οι λόγοι έφεσης 19 έως 21 σχετίζονται με το ζήτημα της απόδειξης των επίδικων κατηγοριών.

 

        Για σκοπούς εξέτασης των υπό συζήτηση λόγων έφεσης και επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του Εφεσείοντος, εκτός από το κείμενο της απόφασης, έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης, καθώς και στα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να απαντήσουμε ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα λεπτομερώς αναφέρονται στους λόγους έφεσης και στο διάγραμμα αγόρευσης. Αρκεί να αναφέρουμε ότι έχουμε μελετήσει ενδελεχώς όλα όσα προβάλλονται.

 

Δίκαιη δίκη, αρχή της ισότητας και κατάχρηση διαδικασίας (Λόγοι Έφεσης 3, 4 και 5)

 

        Κρίνουμε σκόπιμο όπως εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 3, 4 και 5 με τους οποίους εγείρονται ζητήματα παραβίασης της δίκαιης δίκης λόγω συνύπαρξης των κατηγοριών 1 και 2 στο κατηγορητήριο που αντιμετώπισε ο Εφεσείων, δηλαδή της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Π.Κ. και της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210, του ίδιου Νόμου. Ήταν η θέση της Υπεράσπισης πρωτοδίκως ότι επιδείχθηκε υπέρμετρος ζήλος από τις αστυνομικές αρχές και την κατηγορούσα αρχή, η οποία ενήργησε ως καταδιωκτική αντί ως διωκτική αρχή με αποτέλεσμα να καθίσταται η διαδικασία και καταχρηστική. Ήταν περαιτέρω η θέση της ότι δεν επιτρέπεται στην κατηγορούσα αρχή, επιλεκτικά, να διώκει πρόσωπα, ενώπιον του Κακουργοδικείου, προσάπτοντας σ' αυτά την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, όταν πρόκειται για οδική συμπεριφορά, η οποία προκαλεί θάνατο, λόγω του ότι η συνήθης πρακτική της κατηγορούσας αρχής σε τέτοιες περιπτώσεις, με εξαίρεση μία περίπτωση, είναι να διώκει τον αδικοπραγούντα με βάση το Άρθρο 210 του Π.Κ.. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι η δίωξη του Εφεσείοντα για το αδίκημα που προβλέπεται από το Άρθρο 205 του Π.Κ. παραβιάζει και την αρχή της ισότητας, ως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.

 

        Αντίθετη ήταν η θέση της Εφεσίβλητης. Υποστηρίχθηκε ότι η συμπερίληψη στο ίδιο κατηγορητήριο, των κατηγοριών των Άρθρων 205 και 210 του Π.Κ., αποτελεί ορθή πρακτική, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας και σε καμία περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή δεν ενήργησε καταδιωκτικά ούτε η διαδικασία ήταν καταχρηστική.

 

        Το Κακουργοδικείο με αναφορά στη νομολογία (βλ. Andreou v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 81, Dunn a.o. v. Regina [2021] EWCA, Crim. 439), πολύ ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «Το γεγονός και μόνο της συνύπαρξης των κατηγοριών της ανθρωποκτονίας και της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, στο κατηγορητήριο, όχι απλά δεν είναι μεμπτό, αλλά είναι και επιθυμητό, στη βάση της διαζευκτικότητας που χαρακτηρίζει τις κατηγορίες 1 και 2, όπου, για την πρώτη είναι αναγκαία η απόδειξη από πλευράς της κατηγορούσας αρχής ότι η παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος από πλευράς του κατηγορούμενου ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, ενώ για την δεύτερη αυτό που πρέπει ν' αποδειχθεί είναι ότι η πράξη ή η συμπεριφορά (απερίσκεπτη ή επικίνδυνη ή αλόγιστη) του κατηγορούμενου δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια.  Κατ' ακολουθία, δεν προκύπτει, λόγω της συνύπαρξης των πιο πάνω κατηγοριών, ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας ή ότι η δίκη δεν είναι δίκαια. Εξάλλου, το ζήτημα της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται αφηρημένα, αλλά σε συνάρτηση με τον οποιονδήποτε δυσμενή επηρεασμό του κατηγορουμένου (βλ. Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 563).  Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω της συνύπαρξης των δύο, πιο πάνω, κατηγοριών».

 

        Πράγματι ως έχει επισημανθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ούτε κατ’ αφηρημένο τρόπο (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (βλ. Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.α., ημερ. 15.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B465, Παπανδρέας Αθανάση v. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 867). Δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντος λόγω συνύπαρξης των εν λόγω δύο κατηγοριών ούτε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής λόγω της συνύπαρξης τους στο ίδιο κατηγορητήριο. Στην παρούσα υπόθεση δεν τεκμηριώθηκε οτιδήποτε συγκεκριμένο προς την κατεύθυνση υποβοήθησης των θέσεων του Εφεσείοντος περί του ότι επηρεάστηκαν καθορισμένα δικαιώματά του κατά την εκδίκαση των εναντίον του κατηγοριών, ούτως ώστε να στοιχειοθετείται η εισήγηση περί παραβίασης των κανόνων δίκαιης δίκης (βλ. Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 318/15, ημερ. 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285).

 

        Η θέση του Εφεσείοντος ότι το Κακουργοδικείο παρέλειψε να εξετάσει ισχυρισμούς του Εφεσείοντος που αφορούσαν  καταδιωκτική συμπεριφορά από μέρους της Αστυνομίας και της Κατηγορούσας Αρχής δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ορθή είναι η παρατήρηση της κας Κυθραιώτου ότι σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ηγέρθηκε ισχυρισμός περί «μη ανίχνευσης των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης από την Αστυνομία και την Κατηγορούσα Αρχή αλλά συλλογή μαρτυρίας για να καταδικαστεί ο Εφεσείων» και ως εκ τούτου δεν παρατηρείται παράλειψη εξέτασης τέτοιου ισχυρισμού. Είναι ξεκάθαρο από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ότι δεν ηγέρθηκε ζήτημα μη ανίχνευσης ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης από την Αστυνομία. Περαιτέρω, κρίνουμε ότι η εν λόγω εισήγηση παρέμεινε γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη. Καμία μαρτυρία τέθηκε που να δικαιολογεί τη θέση της υπεράσπισης περί υπέρμετρου ζήλου ή καταδιωκτικής συμπεριφοράς, από μέρους της Αστυνομίας ή της Κατηγορούσας Αρχής. Προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε κάθε στοιχείο που είχε στην κατοχή της, ανεξάρτητα αν τούτο ήταν ή όχι υπέρ του Εφεσείοντος. Κατά συνέπεια η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

        Ούτε από τα γεγονότα δικαιολογείτο εύρημα περί παραβίασης της αρχής της ισότητας. Η θέση της υπεράσπισης ότι η παραβίαση της αρχής της ισότητας έγκειται στο ότι η συνήθης πρακτική από μέρους της κατηγορούσας αρχής είναι να διώκει αδικοπραγούντες για οδική συμπεριφορά που επιφέρει θάνατο με κατηγορία κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Π.Κ. και όχι του Άρθρου 205 του ιδίου Νόμου δεν ευσταθεί. Όπως έχει επισημανθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου», στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την εικόνα της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά αποβλέπει στη διασφάλιση και κατοχύρωση του ατόμου, μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων, χωρίς να αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσης πραγμάτων (βλ. Καλαθάς ν. Γενικός Εισαγγελέας (2002) 2 Α.Α.Δ. 38). Η εισήγηση της υπεράσπισης, για παραβίαση της αρχής της ισότητας, απογυμνωμένη από το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που να την τεκμηριώνει, παρέμεινε γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη ως ορθά επισημαίνεται από το Κακουργοδικείο. Το κατά πόσο τα γεγονότα που περιβάλλουν μια υπόθεση δικαιολογούν κρίση ενοχής στη βάση των προνοιών του Άρθρου 205 ή του Άρθρου 210, είναι ζήτημα πραγματικό και ο μόνος κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο. Ορθή είναι η θέση του Εφεσίβλητου ότι δεν δικαιολογείται εύρημα παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης με σύγκριση άλλων υποθέσεων και γεγονότων που έχουν αχθεί στο Δικαστήριο αλλά με μαρτυρία που να υποδηλοί ότι υπήρχαν τα ίδια γεγονότα με αποκλεισμό ταύτισης των ανόμοιων.

 

        Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας (Λόγοι Έφεσης 6 έως 8 και 12 έως 18)

 

        Τα επόμενα θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν αφορούν ζητήματα αξιοπιστίας και ευρημάτων του Κακουργοδικείου που εγείρονται με τους λόγους 6 έως 8 και 12 έως 18.   

 

        Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων έχουν διατυπωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Πολυδώρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 141/17, ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B202, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320‑1) και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αντιστρέφονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα είναι παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. P.G.M.S (Private Grammar & Modern Schools) Ltd, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά, ημερ. 12.9.2023). Υπό το φως των πιο πάνω αρχών και δεδομένων θα εξετάσουμε τους σχετικούς λόγους έφεσης. 

 

        Οι λόγοι έφεσης 6 έως 8 αφορούν την κρίση του Κακουργοδικείου ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Εφεσείοντος (λόγος Έφεσης 8), του Μ.Υ.1 (λόγος Έφεσης 7) και του Μ.Υ.4 (λόγος Έφεσης 6) καθώς και των διαπιστώσεων και ευρημάτων του. Σημειώνεται ότι παρόμοιοι ισχυρισμοί ως προς την αξιολόγηση των εν λόγω προσώπων σε συνάρτηση με άλλη μαρτυρία, εμπεριέχονται διάσπαρτοι και ως μέρος όλων των άλλων λόγων έφεσης. Οι ισχυρισμοί αυτοί θα εξεταστούν μαζί στα πλαίσια των υπό εξέταση λόγων έφεσης.

 

        Προβάλλεται ως λόγος έφεσης 6 αλλά και ως μέρος άλλων λόγων έφεσης ότι το Κακουργοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής προβαίνοντας σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του γιατρού Μ.Υ.4 απορρίπτοντας μέρος της μαρτυρίας του που αφορά τη δοσολογία του φαρμάκου Kratium που καθόρισε στον Εφεσείοντα. Ήταν η θέση του ότι ο Μ.Υ.4 συνταγογράφησε το φάρμακο Kratium όταν ο Εφεσείων τον επισκέφθηκε το 2006 λόγω του ότι ένιωθε έντονο άγχος και αϋπνίες και του ζήτησε να του συνταγογραφήσει το εν λόγω φάρμακο πράγμα το οποίο ο Μ.Υ.4 έπραξε αφού είχε μιλήσει με προηγούμενη γιατρό του Εφεσείοντος ονόματι Ellens. Ήταν περαιτέρω η θέση του Εφεσείοντος ότι κακώς το Κακουργοδικείο έκρινε ως εξ ακοής τα όσα ανέφερε η εν λόγω γιατρός στον Μ.Υ.4 ως προς τη δοσολογία του εν λόγω φαρμάκου και κακώς δεν δόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτήν.

 

        Εξετάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.4 κρίνουμε ότι ορθά δεν έγινε αποδεκτή η θέση του ότι είχε αναφέρει προσωπικά στον Εφεσείοντα να λαμβάνει 20mg του εν λόγω φαρμάκου και ορθά δεν δόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα στα όσα κατ’ ισχυρισμό του Μ.Υ.4 του ανέφερε η προηγούμενη γιατρός του, με δεδομένο ότι στις συνταγές του φαρμάκου που δόθηκαν στον Εφεσείοντα από τον Μ.Υ.4 (Τεκμήριο 49) δεν προσδιορίζετο η δοσολογία των 20mg αλλά μόνο για 5mg. Ορθά περαιτέρω το Κακουργοδικείο έκρινε ότι οι εξηγήσεις του Μ.Υ.4 για τη διαπιστωθείσα διαφορά της δοσολογίας που φαίνεται στις συνταγές από τα όσα ισχυρίστηκε ότι ανέφερε στον Εφεσείοντα δεν κρίθηκαν πειστικές. Επεξήγησε το Κακουργοδικείο με σαφήνεια γιατί δεν αποδέχθηκε το μέρος της διά ζώσης μαρτυρίας του Μ.Υ.4 που αφορούσε τις οδηγίες λήψης του Kratium από τον Εφεσείοντα τόσο λόγω των γραπτών συνταγών Τεκμήριο 49 που ο ίδιος υπέγραψε, όσο και τις νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν αυτού του είδους φαρμακευτική αγωγή. Ως ορθά επισημαίνεται από το Κακουργιοδικείο η συνταγογράφηση του συγκεκριμένου φαρμάκου δεν είναι τυπική αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στη γραπτή συνταγή σύμφωνα με το Άρθρο 32(1)(β) του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου Κεφ. 254. Συμφωνούμε περαιτέρω με το συμπέρασμα του Κακουργοδικείου ότι η αναφερθείσα δήλωσή της γιατρού που παρακολουθούσε προηγουμένως τον Εφεσείοντα προς τον νέο γιατρό του Μ.Υ.4 ήταν εξ ακοής μαρτυρία και ορθά αξιολογήθηκε ως τέτοια αφού δεν θα μπορούσε να ενταχθεί ως δήλωση που δικαιολογούσε περαιτέρω ενέργεια του Μ.Υ.4 (πρωτογενής μαρτυρία), ως η εισήγηση των συνηγόρων του Εφεσείοντος, γιατί αυτή επιχειρείτο να εισαχθεί για την αλήθεια του περιεχομένου της (βλ. Δημοκρατία ν. Πανή (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 124, Blackstones Criminal Practice, 2023, F16.15, Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τ. Ηλιάδη & Ν.Γ. Σάντη, σελ. 291). Στην απόφαση του να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην εξ ακοής δήλωση το Κακουργοδικείο ορθώς στάθμισε τα κριτήρια αξιολόγησης που τίθενται στο Άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο ότι δεν καταδείχθηκε οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο δεν ήταν εύλογο και εφικτό να κληθεί η συγκεκριμένη μάρτυρας. Όπως τονίστηκε από τον Ναθαναήλ Δ., όπως ήταν τότε, στην Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co. Ltd (2012) 1 A.A.Δ. 1711:

 

«Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν».

 

        Θα πρέπει εν πάση περιπτώσει να καταστεί σαφές εδώ ότι εκείνο που προωθούσε ο Εφεσείων ήταν ότι στην πραγματικότητα και ανεξαρτήτως γραπτής συνταγής είχε λάβει προφορικές οδηγίες να παίρνει μεγαλύτερη δόση (των 20mg). Αυτή τη θέση την προώθησε ούτως ή άλλως ο Μ.Υ.4 με τη δική του άμεση και πρωτογενή μαρτυρία για τις δικές του οδηγίες. Δεν ήταν εκ των ων ουκ άνευ να υπάρχει παρόμοια μαρτυρία και μάλιστα εξ ακοής από την ιατρό που τον παρακολουθούσε παλαιότερα και δη αρκετά χρόνια πριν. Η ουσία λοιπόν είναι πως είχε άμεση σχετική μαρτυρία ενώπιον του το Κακουργοδικείο την οποίαν απέρριψε, κατόπιν ορθής αξιολόγησης.

 

        Επίσης, η θέση του Εφεσείοντος ότι το Κακουργοδικείο λανθασμένα δεν προέβη σε εύρημα ως προς τη δόση που λήφθηκε από τον Εφεσείοντα σε σχέση με το εν λόγω φάρμακο η οποία προβάλλεται ως μέρος και άλλων λόγων έφεσης, δεν ευσταθεί. Προκύπτει ότι το Κακουργοδικείο για τους λόγους που επεξήγησε απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος ενώ η μαρτυρία του Μ.Υ.5 για τους λόγους που επεξηγεί δεν ήταν σαφής ούτε μπορούσε να δικαιολογήσει τον χρόνο και τη δοσολογία που λήφθηκε το εν λόγω φάρμακο. Περαιτέρω, το Κακουργοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.4, του Μ.Υ.1 και του Εφεσείοντος έχει αντιμετωπίσει ξεχωριστά τα επιμέρους θέματα τα οποία εγείρονται με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8 αλλά και διάσπαρτα στους λόγους έφεσης 1, 2, καθώς και στους λόγους έφεσης 9-11 και 19-21 τα οποία ο Εφεσείων προέβαλε στην πρωτόδικη διαδικασία τόσο κατά την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων όσο και στην επιχειρηματολογία του στην τελική αγόρευσή της. Το Κακουργοδικείο με έναν ιδιαίτερα λεπτομερή τρόπο καταγράφει την εντύπωσή του από τη μαρτυρία τόσο του Μ.Υ.4 όσο και του Μ.Υ.1 καθώς και τη μαρτυρία του Εφεσείοντος δίδοντας εξαντλητικά και επιμέρους εξηγήσεις για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν. Σε συνάρτηση δε με τα επιχειρήματα των συνηγόρων του Εφεσείοντος αναλύει και εν τέλει καταλήγει στη θεώρησή του ως προς τα μέρη της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 την οποία αποδέχεται και για ποιους λόγους απορρίπτει άλλο μέρος αυτής καθώς και τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και του Μ.Υ.1. Έχουμε επίσης λάβει υπόψη και το σύνολο της μαρτυρίας καθώς και τις αναφορές των Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.12 και Μ.Υ.2 και Μ.Υ.5 για το ζήτημα λήψης και δοσολογίας του φαρμάκου kratium. Δεν συμφωνούμε με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος. Κρίνουμε ότι τα ευρήματά του Κακουργοδικείου ήταν ευλόγως επιτρεπτά και δεν χωρεί η επέμβασή μας σε αυτά.

 

        Οι λόγοι έφεσης 12 έως 18 συμπλέκονται και αφορούν την αξιολόγηση και διαπιστώσεις του Κακουργοδικείου, καθώς και τα ευρήματά του ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, (λόγος έφεσης 12), του Μ.Κ.2, (λόγος έφεσης 13), του Μ.Κ.15, καθώς και του Μ.Κ.3 (λόγοι έφεσης 14 και 15) και το εύρημα σε σχέση με την αξιολόγηση του Τεκμηρίου 6 (λόγος έφεσης 16 ως προς τη διαπιστωθείσα σειρά που τα εμπλεκόμενα οχήματα εισήλθαν εντός του οπτικού πεδίου της κάμερας 1), τα αποτελέσματα αναπαράστασης του δυστυχήματος όπως αυτό αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 7 σε συνδυασμό με τη μαρτυρία κυρίως του Μ.Κ.15, την ταχύτητα των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων πριν από τη σύγκρουση, η οποία ταχύτητα αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα και στην αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας επί αυτού του ζητήματος (λόγοι έφεσης 17 και 18).

 

        Προτού όμως υπεισέλθουμε στην ουσία των εν λόγω ισχυρισμών έχοντας υπ’ όψιν ότι ο Εφεσείων αμφισβητεί την εμπειρογνωμοσύνη του Μ.Κ.15 σε σχέση με αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων, έχοντας μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα προσόντα του, ως αυτά αποτυπώνονται στην έκθεσή του, περιλαμβανομένων των πιστοποιητικών τα οποία σχετίζονται μεταξύ άλλων με τη διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων (βλ. Τεκμήριο 43), καθώς και την εμπειρία του από την εξέταση χιλιάδων δυστυχημάτων και την εκπόνηση δεκάδων αναπαραστάσεων σε σχέση με θανατηφόρα δυστυχήματα, διαπιστώνουμε ότι ορθά κρίθηκε από το Κακουργοδικείο ο Μ.Κ.15 ως εμπειρογνώμονας. Περαιτέρω, δεν διαπιστώνουμε ότι το Κακουργοδικείο κατέστησε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα, αλλά ότι στηρίχθηκε και αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία βάσει των νομολογιακών αρχών οι οποίες διέπουν την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Ο Μ.Κ.15 παρείχε στο Δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του.

 

           Διαπιστώνουμε περαιτέρω ότι το Κακουργοδικείο κατά την αξιολόγησή του στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στη σκηνή του δυστυχήματος όπως αποτυπώνεται στα σχέδια σκηνής Τεκμήρια 10 και 11, στις φωτογραφίες της σκηνής Τεκμήριο 1, εντοπίζοντας το σημείο σύγκρουσης και αξιολογώντας τη μαρτυρία των Μ.Κ.1, Μ.Κ.7 και Μ.Κ.15. Περαιτέρω έλαβε υπόψη και το Τεκμήριο 6, το οποίο είναι ψηφιακός δίσκος με πλάνα από κάμερες γυμναστηρίου, το οποίο βρισκόταν σε κάποια απόσταση από το σημείο σύγκρουσης και αφορούσαν τον επίδικο χρόνο του δυστυχήματος και το οποίο αποτελούσε μέρος της πραγματικής μαρτυρίας που αφορούσε το δυστύχημα. Διαπιστώνεται μετά από μελέτη της μαρτυρίας τόσο του ιδιοκτήτη του γυμναστηρίου (Μ.Κ.18) ως προς την τοποθέτηση των εξωτερικών καμερών όσο και του Μ.Κ.16 ο οποίος εγκατέστησε αυτές και επεξήγησε την καταγραφή τους, καθώς και των Αστυνομικών που ήλεγξαν αυτό (Μ.Κ.1, Μ.Κ.7 και Μ.Κ.15) ότι η κάμερα 1 του Τεκμηρίου 6 κατέγραφε τα οχήματα που κινούνταν πριν φτάσουν στο σημείο σύγκρουσης και η κάμερα 5 κατέγραφε τα οχήματα μετά από το σημείο σύγκρουσης. Είχαν δε καταγραφεί πλάνα της πορείας των εμπλεκόμενων οχημάτων αμέσως πριν και αμέσως μετά τη σύγκρουση. Περαιτέρω το Κακουργοδικείο στηρίχθηκε στη μαρτυρία των Μ.Κ.1, Μ.Κ.2, Μ.Κ.7, καθώς και του Μ.Κ.15.

 

        Είναι θέση του Εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε στη βάση της προαναφερθείσας μαρτυρίας να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη σειρά που τα εμπλεκόμενα οχήματα εισήλθαν εντός του πεδίου της κάμερας 1 και ως επακόλουθο απέτυχε να αποδείξει το κατά πόσο τόσο η σύγκρουση όσο και η σφοδρότητα αυτής οφείλεται αποκλειστικά στην οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντος. Επιπρόσθετα είναι η θέση του ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ταυτότητα και τη σειρά με την οποία τα εμπλεκόμενα οχήματα εισήλθαν εντός του πεδίου της κάμερας 1 ήταν αυθαίρετα, αόριστα, δεν στηρίζονταν από οποιονδήποτε μάρτυρα και ήταν ακροσφαλή.

 

        Παρά το ότι παραπονείται ο Εφεσείων για τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη σειρά που τα εμπλεκόμενα οχήματα εισήλθαν εντός του οπτικού πεδίου της κάμερας 1 του Τεκμηρίου 6, παρατηρούμε ότι η θέση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία που ο ίδιος ο Εφεσείων προώθησε πρωτοδίκως, μέσω του εμπειρογνώμονα του (Μ.Υ.3). Ως διαπιστώνεται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 αυτός δέχθηκε κατά την αντεξέτασή του ότι τα πλάνα που είχαν καταγραφεί μέσω της εν λόγω κάμερας, ταυτοποιούσαν τη σειρά των εμπλεκομένων οχημάτων που εισήλθαν εντός του οπτικού της πεδίου και οι μετρήσεις που ο ίδιος διενήργησε βασίστηκαν σε αυτά. Πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης προκύπτει ότι το Κακουργοδικείο στηρίχθηκε στην πραγματική μαρτυρία την οποία είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και η οποία δικαιολογούσε ευλόγως τα ευρήματά του. Όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η πραγματική μαρτυρία συνιστά σταθερό οδηγό για την ιχνηλάτηση των περιστατικών του δυστυχήματος και γνώμονα για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας των μαρτύρων όσο και της ακρίβειας του περιεχομένου της μαρτυρίας (βλ. Derek Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.24).

 

        Κρίνουμε ότι πράγματι μέσω του περιεχομένου του Τεκμηρίου 6, το οποίο παρακολουθήσαμε, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Κ.18 ως προς τις σταθερές εξωτερικές κάμερες που βρίσκονται και κατέγραψαν και του Ε. Παρασκευά (Μ.Κ.16) ο οποίος προγραμμάτισε τις κάμερες και επεξήγησε την καμπυλότητα που παρατηρείται στις γωνίες του βίντεο και τον τρόπο των καταγραφών τους αλλά και τις διαπιστώσεις των Μ.Κ.1, Μ.Κ.2, Μ.Κ.7, καθώς και τις επισημάνσεις του Μ.Κ.15, ως αναδύονται από τα τηρηθέντα πρακτικά, ορθά το Κακουργοδικείο έκρινε ότι μέσω αυτών ταυτοποιήθηκαν τα εμπλεκόμενα οχήματα. Εξάλλου και ο εμπειρογνώμονας που ο ίδιος ο Εφεσείων παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, Μ.Υ.3, αποδέχθηκε το γεγονός ότι από τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος μπορούσαν να ταυτοποιηθούν τα οχήματα, φώτα δηλαδή των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων καθώς και ότι οι δικές του μετρήσεις βασίστηκαν σ' αυτό. Ως εκ των ανωτέρω η θέση της Υπεράσπισης ότι λανθασμένα θεωρήθηκε από το Κακουργοδικείο ότι ταυτοποιήθηκαν τα  εμπλεκόμενα οχήματα μέσω του Τεκμηρίου 6 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

        Περαιτέρω και επί της ουσίας του ισχυρισμού του Εφεσείοντος  για λανθασμένη διαδικασία ελέγχου της ταχύτητας των οχημάτων που ενεπλάκησαν στο δυστύχημα και λανθασμένη αξιολόγηση της σχετικής επί του ζητήματος μαρτυρίας, έχουμε εξετάσει με μεγάλη προσοχή τη μαρτυρία του Α/Αστ. Κυριάκου (Μ.Κ.15). Προκύπτει από αυτή ότι στις 17.12.2019 στο πλαίσιο αναπαράστασης του δυστυχήματος επιλέχθηκαν να χρησιμοποιηθούν οχήματα με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα εμπλεκόμενα στο δυστύχημα. Ο Αστ. Ματθαίου (Μ.Κ.1), κατά την αναπαράσταση βρισκόταν στο γυμναστήριο και παρακολουθούσε μέσω του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης τις δοκιμές που πραγματοποιούσε ο Α/Αστ. Κυριάκου ενώ, ο Αστ. Χριστοδούλου (Μ.Κ.9), ήταν ο χειριστής του ταχυμέτρου και ήλεγχε την ταχύτητα των οχημάτων. Ενώπιον του Κακουργοδικείου κατατέθηκαν τόσο το βίντεο των αναπαραστάσεων ως καταγράφοντο από το εν λόγω κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης Τεκμήριο 7 όσο και το βίντεο Τεκμήριο 8 στο οποίο ο Μ.Κ.14 ενοποίησε τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν το βράδυ που επεσυνέβηκε το επίδικο δυστύχημα (Τεκμήριο 6) και τα οπτικά πλάνα από τις αναπαραστάσεις που έγιναν στις 17.12.2019 (Τεκμήριο 7). Από την αντιπαραβολή των δύο πιο πάνω βίντεο, δικαιολογείτο το συμπέρασμα του Μ.Κ.15 ότι η ταχύτητα του BMW, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν γύρω στα 180 χ.α.ω, ενώ η ταχύτητα του SUZUKl στα 95 χ.α.ω. Η μέθοδος που ακολούθησε, για να διαπιστώσει την ταχύτητα των δύο οχημάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι αυτή της απλής λογικής και παρατήρησης, μέθοδος η οποία δικαιολογείτο να χρησιμοποιηθεί υπό τις περιστάσεις η οποία ορθά χρησιμοποιήθηκε από τον Μ.Κ.15. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό στη μέθοδο που ακολουθήθηκε από τον Μ.Κ.15.

 

        Η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι τα εν λόγω βίντεο Τεκμήρια 6 και 7 δεν αποτυπώνουν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τη θέση των σταθερών σημείων και δεν βρίσκονται το ένα ακριβώς κάτω από το άλλο δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Παρά το ότι παρατηρείται πράγματι πως σε μερικούς από τους ελέγχους, τα σταθερά σημεία, όπως αποτυπώνονται στα δύο βίντεο, δεν βρίσκονται ακριβώς το ένα κάτω από το άλλο, οι αποστάσεις και, μεταξύ των σταθερών σημείων, δεν αλλοιώνονται, ως ορθά επεσήμανε και το Κακουργοδικείο και τούτο γιατί η μεγέθυνση που έγινε στο βίντεο Τεκμήριο 8, σε σχέση με τον έλεγχο της ταχύτητας δεν αλλοιώνει την εικόνα και τη ροή του βίντεο, παρά μόνο τη φέρνει πιο κοντά στον θεατή (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.16). Περαιτέρω, ορθή είναι και η διαπίστωση του Κακουργοδικείου ότι στα πλάνα των Τεκμηρίων 6, 7 και 8, είτε σε αυτά έγινε μεγέθυνση είτε όχι, είναι ορατά όλα τα σταθερά σημεία που είχαν υποδειχθεί από τους μάρτυρες.

 

        Η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το συμπέρασμα του Μ.Κ.15, ότι ο Εφεσείων κινείτο με ταχύτητα μεγαλύτερη των 180 χ.α.ω., δεν είναι ασφαλής, δεν ευσταθεί. Ο ισχυρισμός τους ότι δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια συμπέρασμα σε ποιο εκατοστό του δευτερολέπτου εμφανίζεται στο πλάνο της κάμερας το BMW σε συγκεκριμένο σταθερό φωτεινό σημείο και σε ποιο εκατοστό του δευτερολέπτου εμφανίζεται το όχημα που οδηγούσε ο Μ.Κ.15, όταν έκανε τους ελέγχους ταχύτητας, στο ίδιο σημείο, εξετάστηκε από το Κακουργοδικείο και ορθά επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός παραγνωρίζει ότι, για τον υπολογισμό της ταχύτητας των εμπλεκομένων οχημάτων, λήφθηκαν υπόψη κοινά σταθερά σημεία έναρξης και λήξης της κίνησης των οχημάτων, ως αυτά εμφαίνονται τόσο στα πλάνα του ουσιώδους χρόνου όσο και στα πλάνα των δοκιμών, με αποτέλεσμα το ακριβές πλαίσιο (frame) του καταγραφομένου, στο βίντεο, δευτερολέπτου, να καθίσταται αδιάφορο. Ως ορθά διαπιστώνεται από το Κακουργοδικείο ο υπολογισμός της ταχύτητας, από τον Μ.Κ.15 δεν έγινε στη βάση της καταγραφόμενης, στο βίντεο, ώρας.

 

        Περαιτέρω, ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο χειριστής του συγκεκριμένου ταχυμέτρου, (Μ.Κ.9) με το οποίο κατέγραφε τις ταχύτητες που κινείτο ο Μ.Κ.15 προέβηκε σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους του ταχυμέτρου, για να διαπιστώσει την ορθή λειτουργία του και ότι αυτό κατέγραφε τις ταχύτητες. Η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι ο Μ.Κ.9 δεν προέβηκε στους τρεις ελέγχους, στους οποίους έκανε αναφορά καθότι, αν το έπραττε, θα το κατέγραφε στην γραπτή του κατάθεσή, δεν ευσταθεί αφού όταν του ζητήθηκε να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, περί τούτου, το έπραξε κατά τρόπο σαφή και πειστικό. Οι ορθές ενδείξεις του ταχυμέτρου επιβεβαιώνονται και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.15, ο οποίος, στη βάση της εκάστοτε ένδειξης του χιλιομετροδείκτη του κάθε οχήματος, δήλωσε ότι κινήθηκε με τις ταχύτητες που κατέγραφε το ταχύμετρο που χρησιμοποίησε ο Αστ. Χριστοδούλου (Μ.Κ.9). Στη λειτουργία δε του ταχυμέτρου που χρησιμοποιήθηκε από τον Αστ. Χριστοδούλου (Μ.Κ.9) αναφέρθηκε και ο Μ.Κ.13, μαρτυρία η οποία έχει γίνει αποδεκτή από το Κακουργοδικείο.

 

        Ορθή περαιτέρω είναι και η παρατήρηση του Κακουργοδικείου ότι από την αντιπαραβολή του βίντεο που κατέγραψε τα οπτικά πλάνα, κατά τον επίδικο χρόνο, Τεκμήριο 6 λίγο πριν τη σύγκρουση, με τα πλάνα που καταγράφηκαν στις 17.12.2019, Τεκμήριο 7 όπου έγιναν οι έλεγχοι ταχύτητας, προκύπτει ότι το BMW, κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, οδηγείτο με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτήν που κινείτο το όχημα που οδηγούσε ο Α/Αστ. Κυριάκου, περιλαμβανομένης ακόμη και της δοκιμής των 180 χ.α.ω., ενώ το SUZUKI, λίγο πριν τη σύγκρουση, είχε περίπου την ίδια ταχύτητα με την ταχύτητα των 95 χ.α.ω., που οδηγούσε ο πιο πάνω αστυφύλακας. Περαιτέρω συνυπολόγισε και την απόκλιση ± 2 χιλιόμετρα που είχαν οι μετρήσεις του ελέγχου ταχύτητας που έγιναν.

 

        Σημειώνεται ότι και η μαρτυρία του Μ.Κ.2, ο οποίος ακολούθησε πριν το δυστύχημα τον Εφεσείοντα, κατά τον ουσιώδη χρόνο και τη διαπίστωση του ότι ενώ ο ίδιος οδηγούσε με ταχύτητα 145 χ.α.ω. ο Εφεσείων ο οποίος προπορευόταν ανέπτυξε μεγαλύτερη ταχύτητα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα λίγο πριν το δυστύχημα.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ορθά το Κακουργοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 δίνοντας πειστικούς λόγους προς τούτο και δεν δικαιολογείται επέμβαση μας.

 

        Ως προς τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος οι οποίοι άπτονται γενικότερα της αξιολόγησης των Μ.Κ.1 έως Μ.Κ.3, Μ.Κ.15 και Μ.Υ.3, το Κακουργοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους έχει αντιμετωπίσει ξεχωριστά τα επιμέρους θέματα τα οποία εγείρονται με τους λόγους έφεσης 12-18 τα οποία ο Εφεσείων προέβαλε στην πρωτόδικη διαδικασία τόσο κατά την εξέταση των εν λόγω μαρτύρων όσο και στην επιχειρηματολογία του στην τελική αγόρευσή του. Το Κακουργοδικείο καταγράφει την εντύπωσή του από τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων δίνοντας εξαντλητικά και επιμέρους εξηγήσεις για όλα τα θέματα που εγέρθηκαν καταλήγοντας στη θεώρησή του αποδεχόμενο τη  μαρτυρία των Μ.Κ.1 έως Μ.Κ.3 και Μ.Κ.15 και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.3. Δεν συμφωνούμε με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος. Κρίνουμε ότι η αξιολόγηση και τα ευρήματά του Κακουργοδικείου ήταν ευλόγως επιτρεπτά και δεν χωρεί η επέμβασή μας σε αυτά.

 

        Οι λόγοι έφεσης 6, 7, 8, 12, 13, 14, 15, 16, 17 και 18 απορρίπτονται.

 

Ψεύδη (Λόγοι Έφεσης 9, 10 και 11)

 

        Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αφορούν τα συμπεράσματα του Κακουργοδικείου σε σχέση με ψεύδη του Εφεσείοντος τα οποία διαπιστώθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Το Κακουργοδικείο στην απόφασή του, με αναφορά στη νομική πτυχή του ζητήματος και αφού καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία και τις αρχές που διέπουν το θέμα αυτό (βλ. Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260), καθόρισε τα ψέματα του Εφεσείοντος τα οποία μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία εναντίον του, προσδιορίζοντας την ανεξάρτητη μαρτυρία που απεδείκνυε τα ψέματα.

 

        Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι λανθασμένα το Κακουργοδικείο έκρινε ότι είπε ψέματα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του σε σύγκριση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, M.Y.5 και του Μ.Υ.4.

 

        Ως έχει επισημανθεί ανωτέρω, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, καθώς και των Μ.Κ.4, Μ.Κ.5 και Μ.Υ.4 έγιναν στα ορθά πλαίσια και δεν χωρεί η επέμβασή μας. Ορθά αξιολογήθηκαν  από το Κακουργοδικείο ως ψέματα του Εφεσείοντος.

 

        Έχοντας υπόψη ότι τα προσδιορισθέντα από το Κακουργοδικείο ψέματα του Εφεσείοντος που αφορούσαν ουσιώδη ζητήματα της δίκης και ειδικότερα: (α) το ζήτημα της γνώσης του ως προς την αναγκαιότητα αποφυγής αφενός της οδήγησης μετά την λήψη της ουσίας διαζεπάμης και αφετέρου της παράλληλης χρήσης αυτής με αλκοόλη (βλ. μαρτυρία Μ.Υ.4), (β) ότι κανείς δεν τον εμπόδισε να οδηγήσει το βράδυ πριν την οδήγηση του, κατά τον ουσιώδη χρόνο διάπραξης του θανατηφόρου δυστυχήματος, (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.4), καθώς και (γ) την απόκρυψη του γεγονότος ότι αντιμετώπιζε προβλήματα κατάχρησης αλκοόλης (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5), ορθά κρίθηκαν ότι αυτά αφορούσαν ουσιώδη ζητήματα στην υπόθεση, ήταν ηθελημένα αποδεικνύοντο με ανεξάρτητη μαρτυρία μέρος της οποίας αφορούσε εκδοχή της υπεράσπισης (βλ. μαρτυρία Μ.Υ.4) ή μη αμφισβητούμενη μαρτυρία (βλ. Μ.Κ.4) και το κίνητρο για το ψέμα ήταν η επίγνωση της ενοχής του και ο φόβος της αλήθειας.

 

        O Εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν αυτοπροειδοποιήθηκε για την αποδοχή του ψέματος ως περιστατικής μαρτυρίας βάσει των αποφασισθέντων στην R. v. Loucas (1981) 2 All E.R. 1008. Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Η αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου, ως αυτή τέθηκε στην Lucas (ανωτέρω), περιέχεται στις τέσσερεις προϋποθέσεις οι οποίες καταγράφονται στην Κωνσταντίνου, η συνύπαρξη των οποίων είναι αναγκαία για να αποτελέσει το ψέμα περιστατική μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου (βλ. Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου, Ποιν. Εφ. 20/15, ημερ. 28.9.2017, Κόλιας ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 106/15, ημερ. 17.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B236). Ως ρητώς αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση το Κακουργοδικείο ικανοποιήθηκε ότι πληρούντο και οι τέσσερεις προϋποθέσεις και επομένως υπήρξε η αναγκαία αυτοπροειδοποίηση.

 

        Οι λόγοι έφεσης 9, 10 και 11 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

 

 

Υπεράσπιση του αυτοματισμού, αντιστροφή βάρους απόδειξης (Λόγοι Έφεσης 1 και 2)

 

        Με εκτεταμένη επιχειρηματολογία η οποία διαλαμβάνει 26 σελίδες στο εφετήριο, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόρριψη της υπεράσπισης του αυτοματισμού. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι λανθασμένα το Κακουργοδικείο θεώρησε ότι η υπεράσπιση του αυτοματισμού εγέρθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων ενώ αυτή εγείρετο καθόλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

        Ο Εφεσείων από την έναρξη της υπόθεσης και καθόλη την ακροαματική διαδικασία παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες 2 έως 6 δηλαδή τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων που αφορούσαν την πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης πράξης ή συμπεριφοράς (2η κατηγορία)  την οδήγηση με αυξημένη ποσότητα αλκοόλης και υπό την επήρεια αλκοόλης (3η και 4η κατηγορίες), της οδήγησης με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή (5η κατηγορία) και παραβίαση φωτεινού σηματοδότη (6η κατηγορία). Με την παραδοχή του εξυπακούετο και η αναγκαία γνώση των γεγονότων που περιλάμβαναν τα εν λόγω αδικήματα. Διαπιστώνουμε από το γεγονός αυτό αλλά και το εκούσιο της κατανάλωσης αλκοόλης και διαζεπάμης ότι η παραδοχή στις πιο πάνω κατηγορίες δεν δικαιολογούσε στο στάδιο εκείνο και καθόλη τη διάρκεια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας έγερση της υπεράσπισης του αυτοματισμού από τον Εφεσείοντα. Όταν δε κατά το στάδιο των αγορεύσεων έγινε ξεκάθαρη επίκληση της υπεράσπισης του αυτοματισμού από την υπεράσπιση, το Κακουργοδικείο ορθά καταχώρησε μη παραδοχή και στις κατηγορίες 2-6.

 

        Επί της ουσίας του εν λόγω ισχυρισμού ήταν η θέση του Εφεσείοντος ότι καθ' όλη τη διάρκεια της οδήγησης, δεν είχε συνείδηση και αντίληψη για τις πράξεις του συνεπεία της συνεργιστικής δράσης της αλκοόλης και της διαζεπάμης. Ήταν περαιτέρω ισχυρισμός του ότι παρά το ότι εθελούσια κατανάλωσε αλκοόλη πριν το δυστύχημα, τη διαζεπάμη που βρέθηκε στο αίμα του, την κατανάλωσε δύο μέρες προηγουμένως. Τη δεδομένη στιγμή δεν γνώριζε ότι η διαζεπάμη δρούσε στον οργανισμό του με αποτέλεσμα να μην είχε συνείδηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνεπεία της συνεργιστικής δράσης των δύο πιο πάνω ουσιών. Προς τεκμηρίωση των θέσεών του παρεμβάλλονται εισηγήσεις που αφορούν λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη, καθώς και ότι παραγνωρίστηκε μαρτυρία των Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.12, Μ.Υ.2, Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5 που τεκμηρίωνε τους ισχυρισμούς του.

 

        Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσιβλήτου. Ισχυρίστηκε ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και τις ενέργειες του Εφεσείοντος δεν έχει εφαρμογή η υπεράσπιση του αυτοματισμού, στην υπό εξέταση περίπτωση, ούτε τέθηκε υπόβαθρο γεγονότων που να δικαιολογούσε μετάθεση του βάρους απόδειξης στην Κατηγορούσα Αρχή να αποκλείσει την εφαρμογή της.

 

        Το Κακουργοδικείο με αναφορά στη σχετική νομολογία και στα γεγονότα της υπόθεσης, απέρριψε την υπεράσπιση του αυτοματισμού. Ως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, η υπεράσπιση του αυτοματισμού (automatism), εγείρεται όπου ελλείπει το εθελούσιο στοιχείο από τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου και περιορίζεται σε υποθέσεις στις οποίες υφίσταται πλήρης καταστολή του εθελούσιου ελέγχου του (total destruction of voluntary control). Εξασθενημένος ή μειωμένος έλεγχος δεν είναι αρκετός να στοιχειοθετήσει την εν λόγω υπεράσπιση (βλ. Att. Gen.'s Reference (No. 2 of 1992), 97 Cr. App. R. 429, CA). Με παραπομπή στην υπόθεση Coley [2013] EWCA Crim. 223 παρ. 22, το Κακουργοδικείο, αφού ορθά ερμήνευσε την υπόθεση αυτή, επεσήμανε ότι το ερώτημα που εγείρετο στην παρούσα υπόθεση ήταν το κατά πόσο υφίστατο πλήρης καταστολή του εθελούσιου ελέγχου του Εφεσείοντος. Η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το Κακουργοδικείο ερμηνεύοντας την πιο πάνω απόφαση τελούσε υπό νομική πλάνη επειδή πρόσθεσε ως σχόλιο τη φράση, «το ερώτημα δεν είναι κατά πόσον ο Κατηγορούμενος ενεργεί ενσυνείδητα ή όχι», πραγματικά δυσκολευτήκαμε να την παρακολουθήσουμε και εν πάση περιπτώσει αυτή δεν ευσταθεί. Είναι ξεκάθαρο από το σκεπτικό του Κακουργοδικείου ότι ερμήνευσε την εν λόγω απόφαση στις ορθές της διαστάσεις και η αντίθετη εισήγηση απορρίπτεται.

 

        Το Κακουργοδικείο περαιτέρω επεσήμανε ότι ο αυτοματισμός, ως υπεράσπιση, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ενεργεί ενσυνείδητα, σπάνια εφαρμόζεται, όπως π.χ. αντανακλαστικές κινήσεις που προκαλούνται από φόβο εξαιτίας ξαφνικού δυνατού θορύβου ή επίθεσης σμήνους μελισσών (βλ. Hill v. Baxter [1958] 1 QB 277 και Burns v. Bidder [1967] 2 QB 277). Δικαιολογείται η εφαρμογή της υπεράσπισης του αυτοματισμού μόνο όταν η πράξη διενεργείται χωρίς ενσυνείδητη βούληση ή πράξη που γίνεται χωρίς οποιαδήποτε γνώση ή σε περίπτωση που η πράξη γίνεται χωρίς συνείδηση ως προς τη διενέργειά της (βλ. Reg. ν. Cottle [1958] N.Z.L.R. 999, 1011, 1020, Per Viscount Kilmuir L.C. στην Bratty v. Attorney‑General for Northern Ireland [1963] A.C. 386, 401). Για να θεωρηθεί σε μια ποινική υπόθεση ότι προκύπτει ζήτημα εξέτασης της υπεράσπισης αυτής, θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το κατάλληλο υπόβαθρο. Από τη στιγμή που τεθεί ένα τέτοιο υπόβαθρο, είναι στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής το βάρος να αποκλείσει την εφαρμογή της, αποδεικνύοντας ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου ήταν εθελούσιες (βλ. Archbold Criminal Pleadings, Evidence & Practice (2021), παρ. 17‑71 και Hill v. Baxter (ανωτέρω), R. ν. Stripp, 69 Cr. App. R. 318, CA, Broome v. Perkins, 85 Cr. App. R., 321, DC; R. ν. Burgess [1991] 2 Q.B. 92, 93 Cr. App. R. 41, CA, R. ν. Sullivan [1984] A.C. 156, HL και Bratty v. Att.‑Gen. For Northern Ireland [1963] A.C. 386, HL).

 

        Όταν η ασυνειδησία, υπό την οποία τελεί ένας κατηγορούμενος, προκλήθηκε αυτόβουλα, όπως από κατανάλωση αλκοόλης ή παρά την αντίθετη ιατρική συμβουλή που έλαβε για αποφυγή συνδυασμού της με φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει και η ασυνειδησία δύναται λογικά να προβλεφθεί ως ένα πιθανό αποτέλεσμα μιας πράξης ή μιας παράλειψης ενός κατηγορούμενου, τότε, η ασυνειδησία, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για εφαρμογή της υπεράσπισης του αυτοματισμού (R. ν. Lipman [1970] 1 Q.B. 152, 53 Cr. App. R. 600 και R. ν. Quick [1973] Q.B. 910, 57 Cr. App. R. 722, CA). Ο αυτοματισμός δεν αποτελεί υπεράσπιση σε αδίκημα οδήγησης από πρόσωπο που κατανάλωσε, πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, αλκοόλη, σε βαθμό που έθεσε τον οργανισμό του υπό την επήρεια της (intoxication), όταν αποδειχθεί ότι η ασυνειδησία του προκλήθηκε αυτόβουλα (βλ. Finegan v. Heywood, The Times, May 10, 2000). Ούτε η άρση αναστολών (disinhibition), η οποία προκαλείται από τη λήψη φαρμάκων και ή αλκοόλης, αποτελεί αυτοματισμό (βλ. Archbold, 2021, παρ. 17-100). Η υπεράσπιση του αυτοματισμού δεν είναι διαθέσιμη σε κατηγορούμενο που έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση μη ηθελημένης συμπεριφοράς λόγω δικού του λάθους. Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται από το Κακουργοδικείο, η εφαρμογή ή μη της εν λόγω υπεράσπισης, έστω και αν η ασυνειδησία προκλήθηκε αυτοβούλως, εξαρτάται και από την προνοούμενη από τον νόμο αναγκαία πρόθεση που πρέπει να διακατέχει τον αδικοπραγούντα ενός αδικήματος. Στην υπόθεση DPP v. Majewski [1977] A.C. 443, HL, κρίθηκε ότι μία αυτοπρόκλητη ασυνειδησία, λόγω εθελούσιας λήψης φαρμάκων ή αλκοόλης, δεν αποκλείει την εφαρμογή της υπεράσπισης του αυτοματισμού, αν για τη διάπραξη του υπό εξέταση αδικήματος είναι αναγκαία η απόδειξη ειδικής πρόθεσης, καθότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω πρόθεση εξαλείφεται. Όταν όμως, για τη διάπραξη ενός αδικήματος, αρκεί η απόδειξη βασικής πρόθεσης (π.χ. εκεί που αρκεί να αποδειχθεί απερισκεψία και όχι ειδική πρόθεση), τότε η πρόθεση, δεν εξαλείφεται αν η ασυνειδησία προκλήθηκε αυτόβουλα δια της λήψης αλκοόλης ή επικίνδυνων φαρμάκων. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που η αυτοπρόκλητη ασυνειδησία δεν είναι το αποτέλεσμα λήψης αλκοόλης και φαρμάκων, δυνατόν να τύχει εφαρμογής η υπεράσπιση του αυτοματισμού, ακόμα και σε αδικήματα που διαπράττονται με βασική και όχι ειδική πρόθεση και το βασικό ερώτημα, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι το κατά πόσο η κατηγορούσα αρχή απέδειξε τον αναγκαίο βαθμό της απερισκεψίας (βλ. Archbold, ανωτέρω, παρ.17‑76). Στο ίδιο σύγγραμμα, στην παρ. 17‑88, σημειώνεται ως αρχή ότι όπου η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει, ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, να αποδείξει απερισκεψία και όπου ο κατηγορούμενος περιήλθε σε κατάσταση που τελούσε σε άγνοια του κινδύνου των πράξεων του, λόγω της  αυτοπρόκλητης επήρειας του σε ουσία, κίνδυνος ο οποίος θα ήταν σε γνώση του στην περίπτωση που ήταν νηφάλιος, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει να τον αντιμετωπίσει ωσάν να είχε γνώση του κινδύνου.

 

        Ορθά το Κακουργοδικείο καθοδηγήθηκε και από την υπόθεση Att.‑Gen.'s Reference (No. 2 of 1992), ανωτέρω, στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία πρόκλησης θανάτου από απερίσκεπτη οδήγηση. Σ΄ αυτήν προβλήθηκε η υπεράσπιση του αυτοματισμού και προς υποστήριξή της, η υπεράσπιση κάλεσε ψυχολόγο εμπειρογνώμονα, στη βάση της μαρτυρίας του οποίου, εισηγήθηκε ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε χωρίς επίγνωση. Ήταν η θέση του εμπειρογνώμονα ότι δύο είναι τα βασικά στοιχεία που απαιτούνται κατά την οδήγηση και δη, η αποφυγή μιας σύγκρουσης και η οδήγηση εντός των ορίων των λωρίδων κυκλοφορίας. Όταν ένας οδηγός οδηγεί χωρίς επίγνωση, η ικανότητα του να αποφύγει τη σύγκρουση παύει να υφίσταται και τούτο λόγω του επαναλαμβανόμενου ερεθίσματος που προκαλείται στον οδηγό κατά τη διάρκεια μεγάλων ταξιδιών σε ευθείς, επίπεδους και μονότονους αυτοκινητόδρομους, οι οποίοι μεταφέρουν τον οδηγό σε μια κατάσταση κατά την οποία η προς τα εμπρός εστίαση του μειώνεται ουσιωδώς, σε βαθμό που περιορίζεται απλά μπροστά από τον υαλοθώρακα του οχήματός του. Ως αποτέλεσμα, αποτυγχάνει να δει τι πραγματικά συμβαίνει σε πιο μακρινό σημείο, εντός του πεδίου όρασής του, ενώ περιφερειακά η όρασή του τού επιτρέπει, έστω και υπό περιορισμένη συνείδηση, να συνεχίσει να οδηγεί εντός των ορίων των λωρίδων κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου. Με βάση την εν λόγω μαρτυρία κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τέθηκε το κατάλληλο υπόβαθρο της υπεράσπισης του αυτοματισμού. Εφετειακά, ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση, διότι, ως σημειώθηκε από το Εφετείο, οι σχετικές αυθεντίες καθιέρωσαν ότι η υπεράσπιση του αυτοματισμού, για να μπορεί να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει ο κατηγορούμενος να αντιμετωπίζει ολική καταστολή του εθελούσιου ελέγχου του. Εξασθενημένος ή μειωμένος έλεγχος δεν αρκούσε για να προβληθεί η εν λόγω υπεράσπιση. Με δεδομένο ότι ο ψυχολόγος αποδέχθηκε ότι ο εκεί κατηγορούμενος διατήρησε κάποιο έλεγχο κατά την οδήγηση και σε κάποια σημεία επανερχόταν και σε πλήρη επίγνωση, κρίθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση, να τεθεί το ζήτημα της υπεράσπισης του αυτοματισμού στους ενόρκους, ήταν λανθασμένο (βλ. επίσης Coley [2013] EWCA Crim 223 παρ. 22).

 

        Ως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Hill v. Baxter, ανωτέρω, όταν ένας κατηγορούμενος κατά την οδήγηση αποκοιμηθεί, το κατά πόσο είναι ένοχος ή όχι, εξαρτάται από το κατά πόσο η οδήγηση του, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ήταν απερίσκεπτη. Στην Watmore v. Jenkins [1962] 2 Q.B. 572, DC, η οποία αφορούσε ένα διαβητικό, ο οποίος κατά την οδήγηση περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, αποφασίστηκε ότι δεν θα μπορούσε, στη βάση της λογικής και μόνο, να γίνει αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος οδήγησε για πέντε μίλια σε ένα μη ευθύ δρόμο, υπό το καθεστώς του αυτοματισμού.

 

        Το Κακουργοδικείο ορθά καθοδηγούμενο από την ανωτέρω αναφερόμενη νομολογία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης σωστά απέρριψε την υπεράσπιση του αυτοματισμού, αναφέροντας τα ακόλουθα με τα οποία συμφωνούμε:  

 

«Προτού υπεισέλθουμε στην ουσία του ζητήματος, κρίνεται σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η μαρτυρία του κατηγορουμένου δεν έγινε αποδεκτή, για τους λόγους που εξηγούνται και δεν χρήζουν επανάληψης και κατά συνέπεια οι αναφορές του περί οδήγησης σε κατάσταση ασυνειδησίας δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την εξέταση ως προς τη βασιμότητα ή μη της υπεράσπισης του αυτοματισμού που εγείρει.

Επί της ουσίας, κατ' αρχήν, επισημαίνεται ότι για όλα τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος δεν απαιτείται η απόδειξη ειδικής πρόθεσης (specific intent) από μέρους της κατηγορούσας αρχής, ως συστατικό στοιχείο τους. Κατά συνέπεια, το εθελούσιο ή μη, από πλευράς του κατηγορούμενου, της λήψης της διαζεπάμης και της κατανάλωσης αλκοόλης, περιλαμβανομένου και του κατά πόσον κατά το χρόνο κατανάλωσης της τελευταίας γνώριζε ότι ο οργανισμός του τελούσε υπό την επήρεια της διαζεπάμης, καθίσταται ουσιαστικός παράγοντας. Τόσο η λήψη της διαζεπάμης όσο και η κατανάλωση της αλκοόλης, αποτελεί κοινό τόπο ότι λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο εθελούσια και ότι ο τελευταίος, πριν οδηγήσει εκείνο το βράδυ, γνώριζε ότι λόγω της επήρειας από την αλκοόλη δεν ήταν σε κατάσταση να το πράξει με ασφάλεια. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του, η θέση του ότι για τελευταία φορά κατανάλωσε διαζεπάμη, δύο μέρες πριν το δυστύχημα, καθώς επίσης ότι τελούσε χωρίς συνείδηση, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ως παράγοντας για την εξέταση της εν προκειμένω εισήγησης. Παρά ταύτα, δεδομένων, (α) της ανεύρεσης στο αίμα του 246 χιλιοστών του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, (β) της ανεύρεσης 0,4mg/l διαζεπάμης, 0,98mg/l νορδιαζεπάμης και οξαζεπάμης, (γ) των συνήθων επιπτώσεων από τη λήψη των εν λόγω ουσιών και των μεταβολιτών αυτών, (δ) ότι λίγο πριν το δυστύχημα έτρεμαν τα χέρια του, δεν μιλούσε καθαρά, παρουσίαζε πρόβλημα βάδισης, (ε) ότι αμέσως μετά το δυστύχημα παρουσίαζε ασυνάρτητο και συγκεχυμένο λόγο, και τέλος, (στ) των συνθηκών υπό τις οποίες επεσυνέβη το δυστύχημα, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε, με βάση τις πιο πάνω νομολογικές αρχές, κατά πόσο έχει εφαρμογή η υπεράσπιση του αυτοματισμού.

Εξ αρχής σημειώνουμε ότι η απάντηση στο μόλις πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική. Και εξηγούμε.

Ο κατηγορούμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο οδήγησε το BMW από την κατοικία του μέχρι το σημείο που συγκρούστηκε με το SUZUKI, διανύοντας, έτσι, σημαντική απόσταση. Στη βάση των ευρημάτων μας, φεύγοντας από την οικία του, εισήλθε και οδήγησε εντός της λεωφόρου Αμαθούντος με δυτική κατεύθυνση και εξήλθε από την ευθεία πορεία του και κατευθύνθηκε δεξιά, στην οδό Αγ. Σαράντα με βόρεια κατεύθυνση. Ακολούθως, εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού και κατευθύνθηκε, εκ νέου, δυτικά. Μετά οδήγησε εντός του αυτοκινητόδρομου από την έξοδο της Παρεκκλησιάς μέχρι και τη σύγκρουση του με το SUZUKI, που επεσυνέβηκε παρά την έξοδο Μουτταγιάκας (μεσολαβεί η έξοδος του Αγ. Τύχωνα). Ο κατηγορούμενος, όταν εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο, κινήθηκε ζικ‑ζακ στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και ακολούθως, στα πλαίσια απομάκρυνσης του από τον Tudor, που τον ακολουθούσε, ανέπτυξε ταχύτητα και κινήθηκε στη δεξιά λωρίδα. Καθ' όλη τη διάρκεια της οδήγησής του μέχρι και τη σύγκρουση, ανεξαρτήτως της αστάθειας που επέδειξε κατά την ευθεία πορεία του όταν εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο, κινείτο εντός των λωρίδων κυκλοφορίας  του αυτοκινητόδρομου. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, αλλά και των νομολογιακών αρχών που έχουν καθοριστεί ανωτέρω, κρίνουμε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση του αυτοματισμού, καθότι, η πιο πάνω οδική του συμπεριφορά δεν συμβαδίζει με πλήρη καταστολή του εθελούσιου ελέγχου (total destruction of voluntary control), συστατικό απαραίτητο, ως σημειώθηκε, για την εφαρμογή της εν λόγω υπεράσπισης. Στην καλύτερη, για τον κατηγορούμενο, περίπτωση, στη βάση της πιο πάνω οδικής του συμπεριφοράς, είχε τουλάχιστον εξασθενημένο ή μειωμένο έλεγχο οδήγησης, κάτι που δεν επαρκεί για να στοιχειοθετηθεί η υπεράσπιση του αυτοματισμού  (βλ. Watmore, ανωτέρω, Coley, ανωτέρω και A‑G's Ref (No. 2 of 1992), ανωτέρω). Για την πιο πάνω κατάληξή μας, αποδώσαμε την δέουσα βαρύτητα στην επιστημονική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μας και που σχετίζεται με την επίδραση στον οργανισμό των δύο, πιο πάνω, ουσιών. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι, η προβαλλόμενη από την υπεράσπιση εκδοχή, που δεν έγινε δεκτή, θέλει τον κατηγορούμενο να τελεί χωρίς συνείδηση από το χρόνο της δεύτερης μετάβασης του στην οικία του Petr και να συνεχίζει καθ' όλη τη διάρκεια της οδήγησης κατά το επίδικο βράδυ.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή μας ότι ο κατηγορούμενος δεν οδηγούσε υπό πλήρη καταστολή του εθελούσιου ελέγχου, κάτι που στην ουσία σφραγίζει και την τύχη του υπό εξέταση ζητήματος, η υπεράσπιση του αυτοματισμού δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε και στη βάση της μαρτυρίας του ίδιου του κατηγορούμενου και της γενικότερης εκδοχής της υπεράσπισης, η οποία, υπενθυμίζουμε, δεν έγινε δεκτή για τους λόγους που αναφέρουμε ανωτέρω».

 

        Και πιο κάτω στην απόφαση αναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

«Ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν θα εφαρμοζόταν η υπεράσπιση του αυτοματισμού, είναι και ο ακόλουθος. Με δεδομένη την κατάληξή μας ότι η κατανάλωση της αλκοόλης και η λήψη της διαζεπάμης από τον κατηγορούμενο έγιναν εθελούσια, και με δεδομένο το γεγονός ότι, για τα αδικήματα που συνδέονται με το θάνατο του θύματος, απαιτείται η απόδειξη, ως συστατικού τους στοιχείου, βασικής πρόθεσης (basic intent), στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η υπεράσπιση του αυτοματισμού (βλ. Archbold, ανωτέρω, παρ. 17‑76).

Τέλος, και πάλιν δεν θα εφαρμοζόταν η υπεράσπιση του αυτοματισμού, καθότι το εθελούσιο της λήψης της αλκοόλης και της διαζεπάμης καθιστά αναγκαία την εξέταση του κατά πόσο ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε το υπαρκτό του κινδύνου να προκαλέσει  θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό, όχι στη βάση της κατάστασης που περιήλθε ως αποτέλεσμα της συνεργιστικής δράσης των δύο ουσιών, αλλά στη βάση του αντιληπτού ή μη του εν λόγω κινδύνου, αν ο κατηγορούμενος ήταν νηφάλιος (βλ. Archbold, ανωτέρω, παρ. 17‑88).

Στη βάση των ανωτέρω, στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει εφαρμογή η υπεράσπιση του αυτοματισμού και συνακόλουθα, η σχετική εισήγηση της ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου, απορρίπτεται».

 

        Αναφορικά με τους ισχυρισμούς οι οποίοι συνδέονται με λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, καθώς και της μαρτυρίας της Υπεράσπισης που αφορούν τον χρόνο λήψης της διαζεπάμης από τον Εφεσείοντα σε συνδυασμό αυτής με αλκοόλη δεν ευσταθούν. Αυτοί έχουν ήδη εξεταστεί με μεγάλη προσοχή σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος ως προς τις διαπιστώσεις του Κακουργοδικείου κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 6-8 ανωτέρω. Εξετάσαμε κατά την ενασχόληση με τους συγκεκριμένους λόγους και τις αναφορές των Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.12, καθώς και των Μ.Υ.2, Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5 για το ζήτημα λήψης της διαζεπάμης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Κρίνουμε ότι το Κακουργοδικείο αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του Εφεσείοντος, καθώς και τις θέσεις των Μ.Κ.3, Μ.Κ.5, Μ.Κ.12, Μ.Υ.2, Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5. Δεν δικαιολογείται η θέση του Εφεσείοντος ότι από τη μαρτυρία τους μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς τον χρόνο λήψης της διαζεπάμης. Ούτε εξάγεται από αυτήν ότι εφαρμόζεται η υπεράσπιση του αυτοματισμού στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ορθά κατέληξε στα συμπεράσματά του.

 

        Περαιτέρω, οι αναφορές των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να προσφέρει μαρτυρία ως προς τον χρόνο λήψης της διαζεπάμης και ότι υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης δεν ευσταθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι ήταν η υπεράσπιση που θα έπρεπε να θέσει με αξιόπιστη μαρτυρία το κατάλληλο υπόβαθρο ως προς τον χρόνο λήψης της διαζεπάμης διότι αυτό αποτελούσε θέμα που εντάσσεται στη σφαίρα γνώσης του ίδιου του Εφεσείοντος. Ως εκ τούτου δεν διαπιστώνουμε αντιστροφή του βάρους απόδειξης στην παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω, τα όσα θεωρητικά αναφέρθηκαν από τον Μ.Κ.3, τον Μ.Κ.5, την Μ.Κ.12, τον Μ.Υ.2 το Μ.Υ.4 και τον Μ.Υ.5, ως προς τον χρόνο λήψης της εν λόγω ουσίας, καθώς και την επίδραση αυτής με αλκοόλ, αποτελούσαν γενικές θέσεις και εικασίες χωρίς στέρεο υπόβαθρο και ορθά κρίθηκε ότι δεν δικαιολογούσαν εύρημα ως προς τον χρόνο λήψης της εν λόγω ουσίας ή προσδιορισμό αλληλεπίδρασης τους με αλκοόλη.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Απόδειξη Κατηγοριών - Λόγοι Έφεσης 19 έως 21

 

        Το Κακουργοδικείο προτού εξετάσει κατά πόσο η συμπεριφορά του Εφεσείοντος εμπίπτει ή όχι στις πρόνοιες του Άρθρου 205 και 210 του Π.Κ. επισημαίνει ότι: «Με βάση τα όσα αναφέρονται στις λεπτομέρειες των σχετικών κατηγοριών 1 και 2, αφενός, αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι οδήγησε το BMW «με τέτοιο τρόπο που συνιστούσε υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος», με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το SUZUKI και να επιφέρει το θάνατο στο θύμα και αφετέρου, «λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση», επέφερε το θάνατο στο πιο πάνω πρόσωπο». 

 

        Παραθέτει περαιτέρω τη νομική πτυχή που διέπει την ένταξη της συμπεριφοράς του Εφεσείοντος είτε στο Άρθρο 205 είτε στο Άρθρο 210 του Π.Κ., προσδιορίζοντας την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των εν λόγω αδικημάτων, διαπιστώνοντας ορθά πως η διαφορά των δύο αδικημάτων είναι ότι η παράλειψη που προκαλεί τον θάνατο στην περίπτωση του Άρθρου 205(2) ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η πράξη ή συμπεριφορά που ποινικοποιείται από τις πρόνοιες του Άρθρου 210 δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια αλλά σε ελαφρύτερη αμέλεια. Επιπρόσθετα, με αναφορά στις πρόνοιες των Άρθρων 205 και 210 του Π.Κ. και τη νομολογία, προσδιορίζει τη νομική πτυχή που αφορά την ποινική ευθύνη από παράλειψη, (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 256), το καθήκον επιμέλειας, (βλ. Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562, Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 2 AC 605), παράβαση καθήκοντος, (βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Draft Criminal Code, Law Com. No. 177, H.M.S.O., 1989) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράβασης και θανάτου, η οποία θα πρέπει να αποδεικνύεται και επίσης προσδιορίζει τη νομική πτυχή και τον βαθμό ποινικής αμέλειας ως αυτές έχουν καθοριστεί νομολογιακά. Ορθά επισημαίνει με αναφορά στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ότι εκεί που ο κίνδυνος πρόκλησης θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης αποτελεί απλά μια δυνατότητα (possibility), τότε η περίπτωση εντάσσεται εντός των προνοιών του Άρθρου 210, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση όπου ο εν λόγω κίνδυνος αποτελεί μια ουσιαστική ή πραγματική πιθανότητα (probability), οπότε εντάσσεται στις πρόνοιες του Άρθρου 205. Επιπρόσθετα, ορθά διαπιστώνει ότι για να στοιχειοθετηθεί η αμέλεια του Άρθρου 205 θα πρέπει αυτή να είναι βαριά, «υπαίτια αμέλεια» ο οποίος προσομοιάζει με αλόγιστη και απερίσκεπτη συμπεριφορά.

 

        Στην υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 69 στην οποία παραπέμπει το Κακουργοδικείο αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά στη σελίδα 73:

 

        «Η ποινική, όπως ονομάζεται, αμέλεια, που απαιτείται για την απόδειξη ευθύνης με βάση το νυν Άρθρο 210 είναι μικρότερου βαθμού από την υπαίτιο αμέλεια (calpable negligence) που απαιτείται για απόδειξη της ευθύνης για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας αλλά μεγαλύτερου βαθμού από την αμέλεια που απαιτείται για να ευσταθήσει ευθύνη για το αδίκημα της οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, αμέλεια που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αστική αμέλεια (civil law negligence)».

 

        Στη δε σελίδα 74 αναφέρεται:

 

        «Το Άρθρο 205 απαιτεί τον υψηλότερο βαθμό αμελείας. Η αμέλεια του Άρθρου 205 συνίσταται σε υπαίτιο αμέλεια, όρος που εισάγει το στοιχείο της αλόγιστης πράξης recklessness».

 

        Στην απόφαση Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 2Β Α.Α.Δ. 965, στη σελ. 1082 (πλειοψηφίας), στην οποία επίσης παραπέμπει το Κακουργιοδικείο, λέχθηκαν τα ακόλουθα για το κριτήριο καθορισμού του απαιτούμενου βαθμού αμέλειας προς στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας βάσει του Άρθρου 205(2) του Ποινικού Κώδικα:

 

«Το κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις αντίκρισης αυτού του αδικήματος δηλαδή της ανθρωποκτονίας, είναι κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας ή απερίσκεπτης συμπεριφοράς. Σημειώθηκε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές του δικαίου της αμέλειας και εξετάζεται κατά πόσο ο κατηγορούμενος παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας έναντι του  θύματος. Στοιχειοθετημένης της παράβασης αυτής της υποχρέωσης, το επόμενο ζήτημα που εξετάζεται, είναι κατά πόσο η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης προκάλεσε το θάνατο του θύματος. Περαιτέρω εάν και πάλι η απάντηση είναι καταφατική, το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η τεκμηριωθείσα παράβαση καθήκοντος ή υποχρέωσης θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως βαριά αμέλεια και επομένως ως ποινικό παράπτωμα. Αυτό βεβαίως εξαρτάται από τη σοβαρότητα της παράβασης του καθήκοντος που διεπράχθη και το πλέγμα των περιστάσεων εντός των οποίων ενήργησε ο κατηγορούμενος.  Θα πρέπει συναφώς να αποφασιστεί κατά πόσο λαμβανομένου υπόψη του συνεπαγόμενου κινδύνου για θάνατο η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν τέτοια που ισοδυναμεί με ποινική πράξη ή παράλειψη. Εξετάζεται συναφώς κατά πόσο ο εφεσείων είχε καθήκον έναντι των προσώπων που έχασαν τη ζωή τους. Η έννοια του καθήκοντος μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου πρέπει, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο να εξεταστεί με ευρύτητα και όχι ιδιαιτέρως με την ύπαρξη συγκεκριμένου θεσμοθετημένου καθήκοντος ή υποχρέωσης που να προκύπτει από νόμο ή κανονισμό αλλά σε συνάρτηση με τη δυνατότητα πρόβλεψης ότι αν δεν ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, τότε υπάρχει ορατός κίνδυνος σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου. Αναφύεται κατά συνέπεια το θέμα του προβλέψιμου κάποιου συμβάντος, σε σχέση με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και το καθήκον που είχαν να προβλέψουν το ενδεχόμενο συμβάν.  Για να στοιχειοθετηθεί η αμέλεια του άρθρου 205 θα πρέπει αυτή να είναι βαριά, χρησιμοποιείται επί τούτου ο νομικός όρος «υπαίτια αμέλεια» ο οποίος προσομοιάζει με αλόγιστη και απερίσκεπτη συμπεριφορά. Στην ίδια απόφαση, στη σελ. 1139 (απόφαση πλειοψηφίας), σημειώνεται ότι: «η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ανθρωποκτονίας εκ παραλείψεως του άρθρου 205(2) και της αλόγιστης πράξης κ.τ.λ. του άρθρου 210 είναι ότι η πρώτη περίπτωση ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια ενώ η συμπεριφορά που καθίσταται αξιόποινη με βάση το άρθρο 210 δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια.  Είναι, ουσιαστικά, ελαφρύτερου βαθμού από την υπαίτια αμέλεια».

 

        Το Κακουργοδικείο εξέτασε περαιτέρω αν ενυπάρχει μέσα από τα γεγονότα παράνομη παράλειψη που συνιστά «υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος». Ορθά διαπίστωσε ότι η ποινική ευθύνη από παράλειψη υπάρχει όταν υφίσταται καθήκον ενέργειας (duty of act). Ασχολήθηκε με την υποχρέωση του Εφεσείοντος ως οδηγού έναντι του θύματος, το οποίο χρησιμοποιούσε τον δρόμο τη δεδομένη στιγμή, και ορθά έκρινε ότι ο Εφεσείων είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του θύματος, καθότι, ο τελευταίος χρησιμοποιούσε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τον ίδιο δρόμο σε κοντινή από αυτόν απόσταση, προπορευόταν αυτού με χαμηλότερη ταχύτητα (εγγύτητα) και κατά συνέπεια ήταν προβλεπτό ότι δυνατό να επηρεαζόταν από τις ενέργειες του Εφεσείοντος, που ακολουθούσε με μεγαλύτερη ταχύτητα (προβλεψιμότητα). Επίσης, ο Εφεσείων, στη βάση του οδικού δικτύου στο συγκεκριμένο σημείο, της μεγάλης ορατότητας που είχε, της χρήσης των φώτων πορείας από πλευράς του θύματος και στα πλαίσια του καθήκοντός του για παρατηρητικότητα της τροχαίας κίνησης, όφειλε να αντιληφθεί την παρουσία του θύματος στο δρόμο, καθώς επίσης και ότι κινείτο με χαμηλότερη από αυτόν ταχύτητα, στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας. Στη βάση των ανωτέρω, είχε περαιτέρω καθήκον να αντιληφθεί ότι η συνέχιση της ευθείας πορείας του, εντός της ίδιας λωρίδας κυκλοφορίας, ενείχε τον κίνδυνο σύγκρουσης των δύο οχημάτων και κατά συνέπεια είχε περαιτέρω καθήκον να λάβει μέτρα αποτροπής μιας τέτοιας ενδεχόμενης σύγκρουσης. Ως επεσήμανε:

 

        «Θύμα και Εφεσείων οδηγούσαν τα οχήματα SUZUKI και BMW, αντίστοιχα, εντός της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας‑Λεμεσού, με δυτική κατεύθυνση, με τον πρώτο, τηρώντας χαμηλότερη ταχύτητα να προπορεύεται του τελευταίου.  Το πλάτος κάθε λωρίδας κυκλοφορίας ήταν 3,5μ. Και το πλάτος της λωρίδας ασφαλείας, στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία των ενεχομένων οχημάτων, ανέρχεται στα 3,1μ. Η ορατότητα, σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, σύμφωνα πάντα με την πορεία που τηρούσαν τα δύο οχήματα, ξεπερνούσε το 1 χιλιόμετρο.  Ο δε καιρός ήταν αίθριος και ο δρόμος στεγνός, επίπεδος και χωρίς ανωμαλίες. Παρά ταύτα, ο κατηγορούμενος παράλειψε να αποφύγει τη σύγκρουση με το προπορευόμενο SUZUKI, παρά το γεγονός ότι μπορούσε, είτε να διέλθει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ή και στη λωρίδα ασφαλείας που βρίσκεται στα αριστερά, είτε, ακόμη, να ελαττώσει ταχύτητα πριν τη σύγκρουση. Ουδέν εκ των ανωτέρω έπραξε. Ούτε καν προσπάθησε να λάβει οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 399).  Στο στάδιο αυτό υπενθυμίζουμε ότι με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στη σκηνή δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη που να δεικνύουν έστω ότι λήφθηκε οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής. Ενδεχομένως, εκ του περισσού, επισημαίνουμε πως ούτε ο κατηγορούμενος πρόβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί λήψης τέτοιων μέτρων αποφυγής της σύγκρουσης.

 

        Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος παραβίασε το καθήκον επιμέλειας/ενέργειας που είχε, έναντι του θύματος, ενόψει της σύγκρουσης του, υπό τις πιο πάνω συνθήκες, με τον τελευταίο».

 

        Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, έχασε τη ζωή του το θύμα.  Ο θάνατος του ήταν σχεδόν ακαριαίος και οφειλόταν σε διατομή θωρακικής αορτής, σε έδαφος κατάγματος σπονδυλικής στήλης. Συνακόλουθα, έχει αποδειχθεί η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια.

 

        Εξετάζοντας τον βαθμό αμέλειας  του Άρθρου 205 του Π.Κ., καθοδηγούμενο ορθά και αφού προσδιόρισε την οδική συμπεριφορά του Εφεσείοντος ανέφερε και τα ακόλουθα:

 

        «Ο κατηγορούμενος, ηλικίας 50 ετών, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης για αρκετά χρόνια. Οδήγησε το BMW στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού, έχοντας στον οργανισμό του 246 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου αίματος, με το ανώτατο επιτρεπόμενο καθορισθέν όριο, τα 50 χιλιοστά αλκοόλης. Οδήγησε ενώ τελούσε σε κατάσταση μέθης, σε τέτοιο βαθμό που δεν είχε ικανότητα για ασφαλή οδήγηση. Υπενθυμίζουμε ότι παραβίασε κόκκινο σηματοδότη, λίγο πριν εισέλθει στον αυτοκινητόδρομο και, με την είσοδο του, κινείτο ζικ‑ζακ στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, αναπτύσσοντας, συνάμα, ταχύτητα πέραν των 140 χ.α.ω., κατ' εκείνο το στάδιο. Εξάλλου, στη βάση της μη αμφισβητούμενης σχετικής θέσης του, το συγκεκριμένο βράδυ δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει λόγω της κατανάλωσης αλκοόλης και είχε επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευε μια τέτοια ενέργεια. Είχε επίσης στον οργανισμό του 0,4mg/l διαζεπάμη, 0,98mg/l νορδιαζεπάμη και οξαζεπάμη, ουσίες οι οποίες δρουν προσθετικά στην αλκοόλη, ως προς την κατασταλτική δράση. Στο στάδιο τούτο υπενθυμίζουμε ότι, τόσο η αλκοόλη όσο και η διαζεπάμη και οι μεταβολίτες αυτής, λήφθηκαν εθελούσια από τον κατηγορούμενο. Το οδικό δίκτυο που χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο βράδυ, το οποίο γνώριζε, εξ αντικειμένου, χρησιμοποιείται ή αναμένεται να χρησιμοποιείται από άλλους οδηγούς, ακόμη και κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξάλλου, αυτή ήταν και η αδιαμφησβήτητη, επί του προκειμένου, θέση του κατηγορουμένου. Λίγο πριν την σύγκρουση, οδήγησε με ταχύτητα γύρω στα 180 χ.α.ω., ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στο συγκεκριμένο δρόμο είναι 100 χ.α.ω.. Ο κατηγορούμενος, ως και ο ίδιος ανάφερε, ήταν γνώστης του πιο πάνω ορίου. Για μεγάλη απόσταση προσέγγιζε το SUZUKI, καθ' ον χρόνο ήταν εντός της εμβέλειας της ορατότητάς του, το οποίο (Suzuki), κινείτο με χαμηλότερη ταχύτητα (γύρω στα 95 χ.α.ω.). Κινούμενος, ως ανωτέρω, με την πιο πάνω ταχύτητα, προσέκρουσε σφοδρά και βίαια, νοτιομετωπικά, με το προπορευόμενο όχημα του θύματος, το οποίο κινείτο στην ίδια λωρίδα κυκλοφορίας. Δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση, παρά τη δυνατότητα που είχε, είτε να ελαττώσει ταχύτητα είτε να διέλθει από δεξιά ή αριστερά του SUZUKI». Έκρινε «Στη βάση των πιο πάνω, αφενός κρίνουμε ότι η συμπεριφορά που επέδειξε ο κατηγορούμενος είναι ποινικά κολάσιμη και αφετέρου ότι αυτή εμπίπτει εντός των προνοιών του Άρθρου 205, καθότι επέδειξε βαριά αμέλεια, ισοδυναμούσα με υπαίτια αμέλεια, ως οι εν προκειμένω πρόνοιες επιτάσσουν. Ο Εφεσείων, επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την τροχαία κίνηση και ειδικότερα για το θύμα. Ενήργησε ως αν, καθήκον επιμέλειας είχαν μόνον οι άλλοι οδηγοί προς αυτόν και όχι αυτός προς τρίτους. Αδιαφόρησε πλήρως για τους εξ αντικειμένου, ουσιαστικούς ή πραγματικούς πιθανούς κινδύνους που ελλόχευαν από την όλη οδική του συμπεριφορά, δηλαδή κίνδυνο πρόκλησης θανάτου ή τουλάχιστον σοβαρής σωματικής βλάβης. Επέδειξε αλαζονεία. Η όλη συμπεριφορά του, ως ανωτέρω, εκφράζεται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο από την αρχαία φράση «γαία πυρί μιχθήτω»

 

        Συμφωνούμε με το τελικό συμπέρασμα του Κακουργοδικείου ως προς την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας με βάση το Άρθρο 205 του Π.Κ. και ορθά δεν εξετάστηκε για τους λόγους που επεξήγησε η διαζευκτική 2η κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Π.Κ.. Το Κακουργοδικείο με αναφορά τόσο σε Αγγλική νομολογία (βλ. R. ν. Seymour, ανωτέρω και Archbold, Criminal Pleadings, Evidence and Practice, 39th ed., para. 337a) όσο και σε αποφάσεις Δικαστηρίων Καναδά (βλ. R. ν. Cox (2011) ONCA 58 και R. ν. Kienapple (1974) CanLII 14 (SCC)) ορθά επεσήμανε ότι όταν το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με διαζευκτικές κατηγορίες και κρίνει τον κατηγορούμενο ένοχο στη σοβαρότερη εξ αυτών, θα πρέπει να μην αποφαίνεται σε σχέση με την άλλη, ώστε να αφήνεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατ' έφεση, η ευχέρεια, εκεί που τούτο κρίνεται ορθό, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 145 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, να παραμερίσει την πρωτόδικη κρίση περί ενοχής του κατηγορουμένου και να την αντικαταστήσει με κρίση ενοχής του στην ελαφρύτερη, διαζευκτική, κατηγορία. Δεν διακρίνουμε σφάλμα αρχής ούτε μη αιτιολόγηση της απόφασης του και η αντίθετη θέση που προωθήθηκε από τον Εφεσείοντα δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι το Κακουργοδικείο δεν ξεκαθαρίζει στην απόφαση του γιατί οι ενέργειες του Εφεσείοντος αποτελούν υπαίτια αμέλεια, δεν ευσταθεί.

 

        Η θέση του Εφεσείοντος ότι λανθασμένα κρίθηκε από το Κακουργοδικείο ότι υπήρξε έλλειψη παρατηρητικότητας εκ μέρους του Εφεσείοντος γιατί δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή που υποστήριζε ότι τα πισινά φώτα του οχήματος του θύματος ήταν ενεργά δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης δεν τέθηκε μέσω της μαρτυρίας του Εφεσείοντος ουσιαστική αμφισβήτηση για το ζήτημα αυτό. Η μόνη αναφορά έγινε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.10 με την εξής υποβολή «Σας υποβάλλω ότι μπορεί και να μην λειτουργούσαν τα φώτα». Ως ορθά επισημαίνεται από τη συνήγορο του Εφεσίβλητου η εν λόγω θέση προωθήθηκε στη βάση πιθανοτήτων χωρίς υπόβαθρο γεγονότων. Ως επισημαίνεται στην υπόθεση Guruli v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 263/17, ημερ. 22.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B160:

 

        «Είναι το κατάλληλο στάδιο να υπομνήσουμε ότι ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με θεωρίες που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου (Αρ.1) 2010 2 ΑΑΔ 525). Όπως και η νομολογία μας επιτάσσει (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706), ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητά της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής, ανθρώπινης, εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Οι όποιες διαζευκτικές πιθανότητες θα πρέπει να είναι τέτοιες, που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου».

 

        Ούτε η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι ο Εφεσείοντας μπορούσε είτε να διέλθει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας ή και στη λωρίδα ασφαλείας που βρίσκεται στα αριστερά είτε ακόμη να ελαττώσει ταχύτητα πριν τη σύγκρουση ευσταθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε ορατότητα που ξεπερνούσε το ένα χιλιόμετρο και από την μαρτυρία αλλά και τη σκηνή του δυστυχήματος δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη που να δικαιολογούν εύρημα ότι λήφθηκε οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής. Περαιτέρω, κρίνουμε ότι καμία αντιστροφή του βάρους απόδειξης δεν έχει γίνει και οι διάφορες θέσεις της υπεράσπισης που προωθήθηκαν μέσω υποβολών κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας δεν υποστηρίζονται με μαρτυρία από την υπεράσπιση ή από το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας. Ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Rabiul Hossain v. Αστυνομίας (2015), 2 Α.Α.Δ. 895:

 

        «Η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου τίθεται με αποδεχτή μαρτυρία και όχι με υποβολές κατά την αντεξέταση. Οι υποβολές είναι αναγκαίες ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο μάρτυρα να απαντήσει και, περαιτέρω, να τεθεί η υπόθεση της άλλης πλευράς. Όμως χωρίς να ακολουθήσει αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει του λόγου το αληθές, οι υποβολές μένουν μετέωρες, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση».

 

        Οι λόγοι έφεσης 19-21 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Έφεση κατά της ποινής (Λόγοι Έφεσης 1-9 του Παραρτήματος Β)

 

        Ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή των 9 ετών στην 1η κατηγορία ως υπερβολική.

 

        Το Κακουργοδικείο στην απόφαση του, λόγω μη εντοπισμού Κυπριακής νομολογίας που αφορά το αδίκημα ανθρωποκτονίας από βαριά αμέλεια λόγω οδικής συμπεριφοράς, έστρεψε την προσοχή του στις κατευθυντήριες οδηγίες, που ακολουθούντο κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Αγγλία και αφορούν την ποινικολογική μεταχείριση του αδικοπραγούντος (sentencing guidelines), τόσο για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου από επικίνδυνη οδήγηση, κατά παράβαση του Road Trafflc Act του 1988 (Section 1) (το οποίο προσομοιάζει με το αδίκημα του Άρθρου 210 του δικού μας Π.Κ.) στο οποίο προβλέπετο ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια (η οποία διαφοροποιήθηκε από 28.6.2022 σε ισόβια) όσο και για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από βαριά αμέλεια (gross negligence manslaughter), όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου, καθώς και τις σχετικές με αυτό το αδίκημα κατευθυντήριες γραμμές, αναφορικά με την ποινικολογική μεταχείριση του αδικοπραγήσαντος, αναλόγως του επιπέδου υπαιτιότητας στο οποίο εμπίπτει η συμπεριφορά του χωρίς όμως να καθορίζει το επίπεδο στο οποίο εμπίπτει η παρούσα περίπτωση. Καθοδηγήθηκε με αναφορά στη νομολογία ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν ανάγονται ούτε συνθέτουν κανόνα δικαίου και δεν προδεσμεύουν τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την ενώπιόν του υπόθεση και να επιβάλει εκείνη την ποινή που κρίνει δίκαιη και εύλογη, υπό τις ενώπιόν του περιστάσεις (βλ. Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 34/2017, ημερ. 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:B377 και Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 242/2018, ημερ. 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B205).

 

        Τόνισε επίσης πως το γεγονός ότι ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία δεν επιβαρύνει τη θέση του αλλά του στερεί το δικαίωμα σε περαιτέρω επιείκεια που θα είχε ένεκα παραδοχής (βλ. Yusuf ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 140). Λήφθηκε επίσης υπόψη η συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές και ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό το θλιβερό συμβάν, για το αποτέλεσμα του οποίου έχει τύψεις συνείδησης, ως επίσης ότι κατανάλωσε αλκοόλη, καθότι ήταν έντονα ψυχολογικά επηρεασμένος, είχε έντονο άγχος, έκλαιγε, ήταν συντετριμμένος από τον θάνατο οικείου προσώπου και αποφάσισε να οδηγήσει υπό την επήρεια της αλκοόλης που κατανάλωσε εκείνο το βράδυ.

 

        Έλαβε περαιτέρω υπόψη ότι ο κατηγορούμενος δεν αμφισβήτησε ένα μεγάλο μέρος της μαρτυρίας που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή με αποτέλεσμα να εξοικονομηθεί πολύτιμος χρόνος του Δικαστηρίου και να περιοριστούν τα έξοδα. Συνυπολογίζοντας περαιτέρω ότι δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός η οδήγηση του Εφεσείοντος καθ' όν χρόνο η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του υπερέβαινε το καθορισθέν όριο και ότι αυτός δεν είχε συμμορφωθεί με φωτεινό σηματοδότη τροχαίας.

 

        Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος σε συνδυασμό με την ηλικία του και γενικότερα, τη διαγωγή που επέδειξε μέχρι σήμερα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά (1992), 2 Α.Α.Δ. 241, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 A.A.Δ. 22), ότι συνεπεία της διάπραξης του αδικήματος ο Εφεσείων έχει απωλέσει την εργασία του και ότι έχει επηρεαστεί η επαγγελματική του σταδιοδρομία. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη, ότι στην περίπτωση που του επιβληθεί ποινή φυλάκισης, πέντε ή περισσοτέρων ετών, για σοβαρό αδίκημα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 113(1)(3)(δ) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(1)/2002), υφίσταται πιθανότητα, ο ίδιος και κατ' επέκταση, η οικογένειά του, να απωλέσουν την κυπριακή υπηκοότητά τους, μετά από σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, επισημαίνοντας ότι συνυπολόγισε τη σχετική πιθανότητα, πλην όμως όπως ορθά τόνισε η διάπραξη του αδικήματος δεν επιφέρει άνευ ετέρου, άμεσα, στον Εφεσείοντα, την απώλεια της υπηκοότητάς τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του. Περαιτέρω, ορθά επεσήμανε αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μεταμέλειας του Εφεσείοντος, ενόψει της αμφισβήτησης των αποδιδόμενων σε αυτόν κατηγοριών, προβάλλοντας την  υπεράσπιση του αυτοματισμού, η οποία απερρίφθη μετά από ακροαματική διαδικασία, η μεταμέλεια δεν μπορεί να είναι μόνο λεκτική αλλά πρέπει να είναι και έμπρακτη.

 

        Με τους λόγους έφεσης 1-9 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή είναι υπερβολική διότι: (α) δεν ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης, ενέχει εξαντλητικό χαρακτήρα, δεν αποτελεί προϊόν ορθής εξισορρόπησης όλων των παραμέτρων της υπόθεσης αποκλίνοντας από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία, (β) δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, (γ) κατέληξε σε λανθασμένη απόφαση ως προς το υπόστρωμα γεγονότων ως προς τον χρόνο κατανάλωσης της διαζεπάμης, (δ) δεν λήφθηκε υπόψη η εξωδικαστηριακή τιμωρία του, (ε) λήφθηκε υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας η μη παραδοχή του, (στ) η επιβληθείσα ποινή είναι αντίθετη με το Άρθρο 28(1) του Συντάγματος και υπερβολικά αντίθετη με τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές επιμέτρησης της ποινής. 

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017:

 

        «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013 ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».

 

        Σφάλμα αρχής υπάρχει όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς τον νόμο ή τα γεγονότα ή τους νομολογιακά αναγνωρισμένους παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην επιβολή ποινής ή όπου το πρωτόδικο δικαστήριο επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες (βλ. Philippou v. The Police (1983) 2 C.L.R. 245, Archbold 2021, παρ. 7-141).

 

        Στην υπόθεση Νίκος Ιορδάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/2014 ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B175 η οποία αφορούσε το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, τονίστηκε η σοβαρότητα του συγκεκριμένου εγκλήματος, εφόσον συνεπεία της διάπραξης του αφαιρείται το ύψιστο αγαθό που είναι η ανθρώπινη ζωή. Η σοβαρότητα του αντικατοπτρίζεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη από τον νομοθέτη ποινή που είναι η διά βίου φυλάκιση (βλ. Στέλιος Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 30). Η ανώτατη ποινή που προβλέπεται είναι ενδεικτική και εναπόκειται στο Δικαστήριο, ανάλογα με τα περιστατικά που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση και τον αδικοπραγούντα, να καθορίσει το ύψος της ποινής που αρμόζει (βλ. Alan v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 149/20, ημερ. 26.11.2021).

 

        Ως προς τις συνθήκες διάπραξης στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι τα θανατηφόρα δυστυχήματα αποτελούν κοινωνική μάστιγα γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιβολή ποινής (βλ. Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 49/21, ημερ. 21.12.2021, Παπαεπιφανίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 16/21, ημερ. 19.10.2021). Η θέση του Εφεσείοντος πως δεν λήφθηκε υπόψη στην πρωτόδικη απόφαση το ότι δεν παρουσιάζονται υποθέσεις ανθρωποκτονίας από θανατηφόρα δυστυχήματα, δεν ευσταθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι το Κακουργοδικείο ορθά έλαβε υπόψη τη συχνότητα των θανατηφόρων δυστυχημάτων και αυτό ανεξάρτητα του βαθμού αμέλειας που επιδεικνύεται και ορθά λήφθηκε υπόψη η αιτία πρόκλησης αυτών.

 

        Προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και τις συνθήκες διάπραξης του εκάστοτε αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Ως προκύπτει από τη νομολογία το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς με ανάλογες διακυμάνσεις στην τιμωρία των δραστών (βλ. BO κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 293). Η έρευνα μας καταδεικνύει ότι στις περιπτώσεις που η αφαίρεση ζωής ήταν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξης ή στο μεταίχμιο φόνου εκ προμελέτης, επιβλήθηκαν αυστηρότερες πολυετείς ποινές φυλάκισης οι οποίες υπερέβαιναν τα 12 έτη (βλ. Γ.Ε. ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 613) σε αντίθεση με περιπτώσεις ακούσιων ανθρωποκτονιών. Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα του Γεώργιου Πική, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 110, η σοβαρότητα του αδικήματος της ανθρωποκτονίας είναι ανάλογη και της πρόθεσης του δράστη να επιφέρει τον θάνατο όσο πιο «απομακρυσμένη» είναι η πρόθεση αυτή, ανάλογα μειώνεται και η σοβαρότητα του αδικήματος, στις δε περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης δεν είχε σκοπό να επιφέρει το θάνατο του θύματος, η ποινή φυλάκισης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα δέκα έτη.

 

        Στις περιπτώσεις των ακούσιων ανθρωποκτονιών εντοπίζεται στη νομολογία διακύμανση στην επιβολή ποινών και εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στην υπόθεση Λοϊζίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 965, που αφορούσε την έκρηξη στη Ναυτική Βάση Ευάγγελος Φλωράκης στο Μαρί, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 13 προσώπων, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών, αφού διαπιστώθηκε ότι υπήρξε απαράδεκτη δυσλειτουργία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος και δεν είχαν προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι υπαίτιοι της τραγωδίας εκτός από τον Εφεσείοντα κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Στην υπόθεση Νικολάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. η οποία αφορούσε πυροβολισμούς από θηροφύλακες στον αέρα που έπληξαν το θύμα, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 ετών. Στην υπόθεση Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών σε έφηβους οι οποίοι από κτυπήματα επέφεραν το θάνατο σε συνομήλικο τους. Επίσης στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 256 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών με αναστολή σε έφηβο με νοητική υστέρηση που έθεσε φωτιά σε καναπέ στον οποίο κοιμόταν το θύμα. Σημειώνεται ότι τα γεγονότα των υπό αναφορά υποθέσεων δεν παρουσιάζουν τέτοιες ομοιότητες με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που να δικαιολογούν ασφαλή καθοδήγηση. Ούτε βεβαίως οι ποινές που έχουν επιβληθεί στα πλαίσια θανατηφόρων δυστυχημάτων κάτω από το Άρθρο 210 του Π.Κ. μπορούν να ακολουθηθούν. Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του Δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123).

 

        Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθώς και τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας ως έχουν περιγραφεί στην απόφαση μας για την καταδίκη, κρίνουμε ότι οι συνθήκες αυτές εντάσσονται στα πλαίσια και το εύρος των ποινών που η νομολογία έχει θέσει ως συνθήκες ακούσιας ανθρωποκτονίας. Με δεδομένο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά ακούσια ανθρωποκτονία και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων που αφορούν το πρόσωπο του Εφεσείοντος αντικειμενικά κρινόμενα αυτά δεν αντανακλούν στην επιβληθείσα ποινή. Ως εκ των ανωτέρω, η ποινή των 9 ετών κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 7 ετών.

 

        Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση ως προς την ποινή επιτυγχάνει. Η επιβληθείσα ποινή των 9 ετών αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 7 ετών.

 

 

 

 

          X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο