ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

         (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 132/2019)

 

30 Απριλίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                      BRAXIMHΣ I. XATZHXANNAΣ

 

                                                                                                                       Εφεσείων,

   v.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Μ. Κοτσώνη (κα),για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

  

 

 

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφασή του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.9.2016 στην Προσφυγή Αρ. 6274/2013, την οποία άσκησε ο Εφεσείων, ακυρώθηκε η απόφαση της Εφεσίβλητης, με την οποία αρνήθηκε όπως εξετάσει αίτημα του Εφεσείοντα, το οποίο υποβλήθηκε στις 17.7.2013, για αποκατάστασή του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Στην επανεξέταση, η οποία ακολούθησε την εν λόγω δικαστική απόφαση και, συγκεκριμένα, κατά τη συνεδρίαση της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 11.10.2016, αποφασίστηκε ότι, το προαναφερόμενο αίτημα του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Ο Εφεσείων ενημερώθηκε για την εν λόγω απόφαση της Εφεσίβλητης, με σχετική επιστολή του Προέδρου της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 19.10.2016.

 

Περαιτέρω, ο Εφεσείων, με επιστολή του ημερομηνίας 19.10.2016, ζήτησε την αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του σε άλλες θέσεις του Δημοσίου, τις οποίες και εκθέτει στην εν λόγω επιστολή. Με επιστολή του Προέδρου της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 1.11.2016 προς τον Εφεσείοντα, του αναφέρθηκε ότι, αναφορικά με το συγκεκριμένο αίτημα του για αποκατάσταση σε άλλες θέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ή διαδικασία επανεξέτασης, έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.5.2016 στην Προσφυγή του με Αρ. 727/12.

 

Στις 21.12. 2016 καταχωρήθηκε από τον Εφεσείοντα η Προσφυγή Αρ. 1494/2016, με τα εξής αιτητικά:

 

«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση:

 

α) που περιέχεται στην επιστολή της, με ημερ.19.10.2016 προς τον αιτητή, (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) όπου τον πληροφορεί ότι δεν μπορεί να προχωρήσει σε αποκατάστασή του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΠΛΔΔΠ), παρά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσ. Αρ. 6274/2013, ημερ. 29.9.16 με την αιτιολογία ότι κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης (ΠΛΔΔΠ) δεν κατείχε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και προσωπικού και

 

β) που περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 1/11/16 προς τον αιτητή (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2) όπου τον πληροφορεί ότι για την αποκατάσταση σε άλλες θέσεις, για τις οποίες δεν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία ή διαδικασία επανεξέτασης, έχει εκδοθεί απορριπτική απόφαση,

 

είναι άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και παράλληλα αφού οι πιο πάνω απαντήσεις αποτελούν παραβίαση αποκατάστασης νομιμότητας κατά ενεργό, με βάση το Άρθρο 146(5) του Συντάγματος, ως οφειλόμενη ενέργεια σε ακυρωτικό δεσμευτικό αποτέλεσμα, το παραληφθέν και οφειλόμενο θα πρέπει να εκτελεσθεί/πραγματοποιηθεί.

 

  Β.    Έξοδα και ΦΠΑ.»

 

Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.6.2019 (εφεξής «η πρωτόδικη απόφαση»), η Προσφυγή Αρ. 1494/2016 απορρίφθηκε, καταρχάς, όσον αφορά στην ανωτέρω υπό Α.β) αιτούμενη θεραπεία, ως απαράδεκτη, με το ακόλουθο, μεταξύ άλλων σχετικών αναφορών, σκεπτικό:

 

«Κρίνω δε ότι η πρώτη, προβαλλόμενη δια του δικογράφου της ενστάσεως, προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Πράγματι, ήδη με την επιστολή της προς τον αιτητή, ημερομηνίας 13.3.2012, η Ε.Δ.Υ. είχε πληροφορήσει αυτόν, απορρίπτοντας σχετικό αίτημα και/ή διάβημά του, ότι «αναφορικά με τις υποθέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, η Επιτροπή δεν πρόκειται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια». Αυτή μάλιστα η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αποτέλεσε το αντικείμενο της υπό του αιτητή καταχωρηθείσας προσφυγής αρ. 727/2012, η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο στις 30.5.2016. Συναφώς, όπως επεσήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του, η υπό της καθ' ης η αίτηση εκεί προβληθείσα προδικαστική ένσταση ότι δεν υφίστατο καμία παράλειψη εκ μέρους της Διοίκησης που θα μπορούσε να προσβληθεί, ευσταθούσε, «δεδομένου ότι δεν υφίσταται οιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση στην οποία να είχε υποχρέωση η διοίκηση να συμμορφωθεί». Εντούτοις, το ίδιο αίτημα (περί αποκατάστασης του σε άλλες θέσεις που δεν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία) φαίνεται να υπέβαλε εκ νέου ο αιτητής, με την μεταγενέστερη επιστολή του ημερομηνίας 19.10.2016 (παράρτημα 4 στην ένσταση της καθ' ης η αίτηση), επί του οποίου η απάντηση της καθ' ης η αίτηση, ως περιέχεται στην επίδικη επιστολή της προς τον αιτητή ημερομηνίας 1.11.2016 ήταν ότι έχει εκδοθεί η απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 727/2012. Παρέπεμπε δηλαδή η Ε.Δ.Υ. στην εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο, ως ήδη ελέχθη, κάνοντας δεκτή τη σχετική προδικαστική ένσταση, έκρινε ότι δεν υφίστατο οιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση στην οποία να είχε υποχρέωση η Διοίκηση να συμμορφωθεί και αποδέχτηκε επί της ουσίας την θέση που είχε ήδη προηγουμένως γνωστοποιήσει προς τον αιτητή η Επιτροπή, ότι δηλαδή «αναφορικά με τις υποθέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, η Επιτροπή δεν πρόκειται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια».

 

Από τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι, με την περιεχόμενη στην επιστολή της καθ' ης η αίτηση προς τον αιτητή, ημερομηνίας 1.11.2016, απόφασή της, η Διοίκηση βεβαίωσε και/ή επανέλαβε το περιεχόμενο της πράξης και/ή απόφασής της που είχε περιληφθεί στην επιστολή της προς τον αιτητή ημερομηνίας 13.3.2012, ότι δηλαδή, αναφορικά με τις υποθέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, η Επιτροπή δεν πρόκειται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, ακριβώς για το λόγο, ως επεσήμανε και το Δικαστήριο, ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση στην οποία να είχε υποχρέωση η Διοίκηση να συμμορφωθεί. Πρόκειται σαφώς για βεβαιωτική, μη εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν περιέχει οποιαδήποτε επιταγή «αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν"» (βλ. ενδεικτικά απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αρχιμήδης Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394) και η οποία, ως τέτοια, δεν μπορεί να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474). Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν φαίνεται να ακολούθησε νέα έρευνα μετά την επιστολή της Ε.Δ.Υ. προς τον αιτητή ημερομηνίας 13.3.2012 και την εκεί διατυπωθείσα θέση της Επιτροπής ως προς το αίτημα του αιτητή, αλλά η καθ' ης η αίτηση, με αναφορά στην προαναφερθείσα δικαστική απόφαση, ενέμεινε στην αρχική της απόφαση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη δια της παραγράφου Α.β) του αιτητικού της προσφυγής απόφαση αποτελεί βεβαιωτική πράξη, στερούμενη ωσαύτως εκτελεστότητας..»

 

Το πιο πάνω σκέλος της πρωτόδικης απόφασης, ως προς τη διαπίστωση ότι, η υπό την αιτούμενη θεραπεία Α.β) προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή, αλλά βεβαιωτική, αμφισβητείται με τους λόγους Έφεσης 1 και 2. Διευκρινίζεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε και διαζευκτική αιτιολογία προς υποστήριξη της θέσεως του ότι, η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, εκτελεστής φύσεως (αλλά -και- πληροφοριακής), η οποία, όμως, για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, δεν χρειάζεται να απασχολήσει το Δικαστήριο.

 

Όσον αφορά στην τύχη της ανωτέρω υπό Α.α) αιτούμενης θεραπείας, αυτή απορρίφθηκε στην ουσία της.

 

Λέχθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο συναφώς τα ακόλουθα:

 

«Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, με τίτλο «Προσφυγή αρ.: 6274/2013»

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή σας με ημερομηνία 17.7.2013 και να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε συμμόρφωση με την Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην εν θέματι Προσφυγή, εξέτασε το αίτημα που υποβάλατε με την πιο πάνω επιστολή σας, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του τότε ουσιώδους χρόνου και διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να προχωρήσει σε αποκατάσταση σας σε θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αφού κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο (30.5.2003) πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ως θέση Προαγωγής) δεν κατείχατε τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, που θα σας καθιστούσε προάξιμο για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αλλά τη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, στην οποία έχετε διοριστεί αναδρομικά από 15.1.2003 και μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης σας από τη Δημόσια Υπηρεσία, ήτοι την 1.1.2008.».

 

 

Εν πρώτοις, από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, κρίνω ότι δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ο ισχυρισμός του αιτητή περί αναιτιολόγητης και/ή μη δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης: αντίθετα, προκύπτει με σαφήνεια και επάρκεια μέσα από το λεκτικό της εν λόγω επιστολής και της εκεί περιεχόμενης απόφασης, το σκεπτικό της καθ' ης η αίτηση και οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, ούτως ώστε και ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ευχερής, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Μάλιστα, το σκεπτικό της Επιτροπής και οι λόγοι που οδήγησαν στην απορριπτική της απόφαση εκτίθενται λεπτομερέστερα και με επάρκεια στο πρακτικό της συνεδρίας της, ημερομηνίας 11.10.2016 (παράρτημα 3 στην ένσταση). Οτιδήποτε δε πρόσθετο λεχθεί επί του υπό συζήτηση θέματος, θα αποτελούσε περιττολογία.

 

Περαιτέρω, από το ίδιο πρακτικό και γενικότερα από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας. Όλα τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή ήσαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου, εν προκειμένω της Ε.Δ.Υ., η οποία προχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Από το πρακτικό δε της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 11.10.2016, προκύπτει ότι η επανεξέταση της περίπτωσης του αιτητή διενεργήθηκε αφού λήφθηκε υπόψη και σχετική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα επί του θέματος, αλλά και υπό το φώς της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 6274/2013.

 

Επιπρόσθετα, και στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν εντοπίζω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Η τελευταία, ως έχω προαναφέρει, αποτελεί προϊόν επανεξέτασης, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 29.9.2016, στην προσφυγή αρ. 6274/2013. Με τη εν λόγω προσφυγή, ο αιτητής ζητούσε την ακύρωση της, περιεχόμενης σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 17.9.2013, απόφασης της καθ' ης η αίτηση, με την οποία του γνωστοποίησε, απορρίπτοντας σχετικό διάβημα και/ή αίτημα του αιτητή, ότι η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε, μέχρι τη λήξη ισχύος του περί της Απαγόρευσης Πλήρωσης Κενών Θέσεων στο Δημόσιο και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου (Ν.21(Ι)/2013), να επιληφθεί του αιτήματός του για αποκατάσταση στην επίδικη θέση. Μάλιστα, ως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, με την επιστολή του, ημερομηνίας 17.7.2013, ο αιτητής είχε υποβάλει αίτημα για αποκατάστασή του στην επίδικη θέση, η δε απόφαση της καθ' ης η αίτηση λήφθηκε στη συνεδρία της ημερομηνίας 16.9.2013, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσε η Επιτροπή να επιληφθεί του αιτήματος του αιτητή μέχρι τη λήξη του Νόμου 21(Ι)/2013. Το Δικαστήριο έκρινε ως παράνομη την άρνηση της καθ' ης η αίτηση να εξετάσει το προαναφερθέν αίτημα του αιτητή. Ωστόσο, ανέφερε επίσης και τα εξής:

 

«Η πιο πάνω κατάληξη δεν ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος του αιτητή. Ούτε μπορεί το παρόν δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης να εξετάσει την ορθότητα του αιτήματος του και κατά πόσο αυτό θα πρέπει να ικανοποιηθεί.».

 

Στο πλαίσιο της επανεξέτασης, όφειλε η καθ' ης η αίτηση να συμμορφωθεί με τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου. Όπερ και έπραξε, εφόσον πράγματι η Ε.Δ.Υ. προχώρησε και εξέτασε το αίτημα του αιτητή για αποκατάστασή του στην επίδικη θέση και, τελικά, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, το αίτημα αυτό απερρίφθη. Υποχρέωση της Διοίκησης, σύμφωνα πάντα με την υπό αναφορά ακυρωτική δικαστική απόφαση, ήταν η εξέταση του εν λόγω αιτήματος του αιτητή και το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν αξιολόγησε την ορθότητα και βασιμότητα του αιτήματος αυτού, ούτε και έκρινε ότι θα έπρεπε αυτό να γίνει αποδεκτό, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή.

 

Κατά συνέπεια, υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αιτητή περί παραβίασης του δεδικασμένου στην πιο πάνω απόφαση, ο οποίος και θα πρέπει να απορριφθεί. Αντίθετα, κρίνω ότι καθόλα ορθά και σύννομα διενεργήθηκε η επανεξέταση, υπό το φως των ευρημάτων του ακυρωτικού Δικαστή, η οποία και απέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Η κατά την επανεξέταση απορρέουσα εκ της εν λόγω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης υποχρέωση της Διοίκησης εξαντλήθηκε στην εξέταση του υποβληθέντος αιτήματος του αιτητή για αποκατάστασή του στην επίδικη θέση. Το δε αίτημα αυτό, για τους λόγους που εξέθεσε στην απόφασή της η καθ' ης η αίτηση, δεν μπορούσε να τελεσφορήσει.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν μπορεί να ευσταθεί ούτε και ο ισχυρισμός περί παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της καθ' ης η αίτηση, εφόσον δεν εντοπίζω οποιαδήποτε υποχρέωση της καθ' ης η αίτηση, την οποία αυτή παρέλειψε να εκπληρώσει. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ως αβάσιμος απορρίπτεται.

 

Τέλος, υπό το φως των πιο πάνω, καθίστανται απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των Άρθρων 28, 29 και 35 του Συντάγματος, αλλά και των συναφών διατάξεων του Νόμου 158(Ι)/1999. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε που θα μπορούσε να τεκμηριώσει, έστω στοιχειωδώς, την παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι ουδείς εκ των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης στοιχειοθετείται και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1800 υπέρ της καθ' ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.»

 

Οι πιο πάνω αναφορές και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητήθηκαν με τους λόγους έφεσης 3 (αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ότι η επιστολή της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 19.10.2016 δεν ήταν αναιτιολόγητη), 4 (αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα και οι λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη διοικητική απόφαση εκτίθενται με επάρκεια στο πρακτικό της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 11.10.2016), 5 (αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης) και 6 (αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ότι δεν υπήρξε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης και ότι είναι απορριπτέοι και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των Άρθρων 28,29 και 35 του Συντάγματος, αλλά και των συναφών διατάξεων του Νόμου 158(Ι)/1999).

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα επιχειρήματα του Εφεσείοντα, ως αυτά αναπτύχθηκαν και στο περίγραμμα αγόρευσης του. Σημειώνεται ότι, στην Εφεσίβλητη, η οποία δεν είχε καταχωρήσει εμπρόθεσμα περίγραμμα αγόρευσης, δεν επιτράπηκε η μεταγενέστερη καταχώρηση περιγράμματος Εφεσιβλήτου, κατόπιν αίτησης της, με ex tempore απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 27.3.2024.  Ούτε η περαιτέρω ενεργή συμμετοχή της στη δικαστική διαδικασία (ακρόασης).

 

Όσον αφορά, καταρχάς, στον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, βρίσκουμε ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Αυτό διότι, τα αναφερόμενα από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η σχετική κατάληξη του είναι, βρίσκουμε, ορθά. Όντως, το ίδιο αίτημα (περί αποκατάστασης του Εφεσείοντα σε άλλες θέσεις που δεν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία) υπέβαλε ο Εφεσείων προς την Εφεσίβλητη, το οποίο απαντήθηκε με την επιστολή της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 13.3.2012 προς τον Εφεσείοντα, με την οποία τον πληροφόρησε,  απορρίπτοντας το προαναφερθέν αίτημα του, ότι, «αναφορικά με τις υποθέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, η Επιτροπή δεν πρόκειται να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια». Αυτή η απόφαση της Εφεσίβλητης αποτέλεσε, όντως, το αντικείμενο της υπό του Εφεσείοντα καταχωρηθείσας Προσφυγής Αρ. 727/2012, η οποία απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο στις 30.5.2016. Είναι γεγονός ότι, η απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.5.2016 στην Προσφυγή Αρ. 727/2012, ως ορθά υπέδειξε και ο Εφεσείων, ανατράπηκε μεταγενέστερα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.7.2022 στην Έφεση Αρ. 3/2016 κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 33/2016 ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ  v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. Η απόφαση στην εν λόγω έφεση, ωστόσο, δικαίωσε τον Εφεσείοντα επί της ουσίας για το ίδιο ζήτημα που αιτήθηκε και με την επιστολή του ημερομηνίας 19.10.2016, ήτοι μ’ αυτή κρίθηκε ότι, «Η έφεση επιτυγχάνει και η απάντηση της Ε.Δ.Υ., με επιστολή της ημερ.13.3.2012, στην έκταση που αναφερόταν στις υποθέσεις για τις οποίες δεν εκκρεμούσε οιαδήποτε δικαστική διαδικασία, ότι δεν επρόκειτο να προχωρήσει σε οιαδήποτε ενέργεια ακυρώνεται.». Η εν λόγω δευτεροβάθμια δικαστική κρίση επί του βασίμου της Προσφυγής Αρ. 727/2012, προϋποθέτει, αναγκαστικά, ότι η εν λόγω προσφυγή κρίνεται παραδεκτή και, στο εν λόγω πλαίσιο, ότι, η εκεί προσβληθείσα απόφαση ήταν εκτελεστή. Με αυτό ως δεδομένο, σε συνδυασμό με το ότι, όντως το εκεί αίτημα του Εφεσείοντα δεν διαφέρει, κατ’ ουσία, με αυτό το οποίο ο Εφεσείων υπέβαλε εκ νέου με την επιστολή του ημερομηνίας 19.10.2016 (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα), χωρίς την παράθεση νέων ουσιωδών στοιχείων που να επέβαλλαν την επανεξέταση του ζητήματος και το οποίο δεν εξετάστηκε από την Εφεσίβλητη στην ουσία του, αλλά απλά αυτή επέμενε στην άρνηση της, η οποία τελικά κατέληξε να προσβληθεί με την Προσφυγή Αρ. 727/2012 (και να έχει επιτυχή κατάληξη με την Α.Ε. 33/2016, supra), ορθώς κρίθηκε ότι, η υπό  την Α.α) αιτούμενη θεραπεία στρέφεται εναντίον πράξης, η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά βεβαιωτικής και όχι εκτελεστής, εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (ενδεικτικά για τις προϋποθέσεις ταξινόμησης μίας πράξης ως βεβαιωτικής, βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.2.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/2018 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΦΙΛΙΑ ΒΟΝΤΑ). Όσον αφορά στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 6274/2013 (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα), την οποία ο Εφεσείων επικαλείται προς υποστήριξη των λόγων έφεσης 1 και 2, αυτή σχέση έχει και συνδέεται με την απόφαση, κατόπιν επανεξέτασης (λόγω της δικαστικώς ακυρωτικής απόφασης Προσφυγή Αρ. 6274/2013, η οποία λήφθηκε σε σχέση με άρνηση της Εφεσίβλητης να εξετάσει αίτημα αποκατάστασής του Εφεσείοντα στη συγκεκριμένη θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, μέχρι τη λήξη του Νόμου που προβλέπει την απαγόρευση πλήρωσης κενών θέσεων στο δημόσιο τομέα, Ν.21(Ι)/2013) και η οποία είναι το αντικείμενο της αιτούμενης θεραπείας Α.α) της προσφυγής, στην οποία αφορούν οι λόγοι εφέσεως 3, 4 και 5 και όχι οι 1 και 2.

 

Όσον αφορά στον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης, οι οποίοι άπτονται της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την υπό Α.α) αιτούμενη θεραπεία (βλ. ανωτέρω), ούτε αυτοί, βρίσκουμε, είναι βάσιμοι.

 

Καταρχάς, όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, επισημαίνουμε ότι, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης προκύπτει με επάρκεια τόσο από την επιστολή του Προέδρου της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 19.10.2016 προς τον Εφεσείοντα, όσο και από τα πρακτικά λήψης της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 11.10.2016. Η αιτιολογία της απόφασης συνίστατο στο ότι, «κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο (30.5.2003) πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ως θέση Προαγωγής) δεν κατείχατε (σημ. Δικαστηρίου: ο Εφεσείων) τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, που θα σας καθιστούσε προάξιμο για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αλλά τη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, στην οποία έχετε διοριστεί αναδρομικά από 15.1.2003 και μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησης σας από τη Δημόσια Υπηρεσία, ήτοι την 1.1.2008. Η αιτιολογία, συνεπώς, είναι, κρίνουμε, αυτόδηλη και επαρκής.

 

Όσον αφορά στον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης, πάλι δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις του Εφεσείοντα. Θα συμφωνήσουμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω σχετικό απόσπασμα) ότι, η έρευνα, η οποία είχε διεξαχθεί ήταν πλήρης, ενώ δεν εντοπίζουμε ούτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα. Ο Εφεσείων, επιχειρηματολογώντας στο περίγραμμα εφέσεως του, ισχυρίζεται ότι, σκόπιμα αγνοήθηκε η αναδρομική προαγωγή του στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Δεν αληθεύει αυτός ο ισχυρισμός. Αντιθέτως, αυτό το γεγονός έτυχε ρητής αναφοράς από την Εφεσίβλητη στην επίδικη συνεδρίαση της ημερομηνίας 11.10.2016. Όπως, όμως, σε αντιδιαστολή, έγινε στην ίδια συνεδρίαση ρητή αναφορά και στο γεγονός ότι, ο Εφεσείων αποδέχθηκε (δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ο Εφεσείων να έπραξε τούτο υπό επιφύλαξη, ούτε ισχυρίσθηκε ενώπιον μας κάτι τέτοιο), μεταγενέστερα, τον διορισμό του, από τις 15.1.2003, στη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων, και Περιβάλλοντος, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, θέση την οποία κατείχε μέχρι και την αφυπηρέτηση του, την 1.1.2008. Έχοντας αυτά τα δεδομένα υπόψη, η Εφεσίβλητη κατέληξε, ορθά κρίνουμε, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ήτοι στις 30.5.2003, ο Εφεσείων δεν κατείχε (πλέον) τη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Το οικείο, ωστόσο, Σχέδιο Υπηρεσίας (Σ.Υ. 1/2003, δημοσιευθέν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 31.1.2003), ορίζει την θέση Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού μόνο ως θέση προαγωγής και, συνεπώς, η κατοχή, κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη της θέσης Πρώτου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, εύλογα κρίθηκε ως απαιτούμενη. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, δεν υπήρξε οποιαδήποτε έλλειψη δέουσας έρευνας, η πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, κατά τη λήψη της εξεταζόμενης επίδικης απόφασης. Συνεπώς, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Τέλος, ούτε ο έκτος λόγος έφεσης ευσταθεί. Καταρχάς, ο Εφεσείων βάλλει κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, ενώ σαφώς δεν στράφηκε εναντίον τέτοιας παράλειψης με το αιτητικό Α. α) της προσφυγής του (βλ. ανωτέρω), αλλά απόφασης άρνησης προαγωγής του σε συγκεκριμένη θέση, η οποία, για τους λόγους που επεξηγήσαμε, ήταν αιτιολογημένη, ελήφθη μετά από δέουσα έρευνα και δεν ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πραγματικά γεγονότα. Ούτε βλέπουμε να πάσχει ως συγκρουόμενη με γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και δη, του Ν. 158(Ι)/1999. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν βλέπουμε και πως παραβιάστηκαν οποιεσδήποτε συνταγματικές πρόνοιες στην παρούσα περίπτωση, τονίζοντας και ότι, ο Εφεσείων ουδόλως ανέπτυξε, έστω ελλιπώς, τους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας στους λόγους έφεσης του ή στο περίγραμμα αγόρευσης του, ισχυρισμοί οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να δικογραφούνται πλήρως και αναλυτικώς, ως επιτάσσει η πάγια νομολογία επί του θέματος. Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της αποκατάστασης του Εφεσείοντα, το οποίο ο ίδιος προτάσσει ως δικαίωμα του, σχολιάζουμε ότι, ούτε στην  Προσφυγή Αρ. 6274/2013, ούτε στην Α.Ε. 33/2016 αναγνωρίστηκε τέτοιο δικαίωμα του Εφεσείοντα στην ουσία του. Αυτό που αναγνωρίστηκε ήταν η υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει τέτοιο αίτημα, εντός των παραμέτρων που δικαστικώς κρίθηκαν (και που εντός των οποίων κινείται η επίδικη απόφαση), χωρίς οποιαδήποτε δικαστική κρίση επί του αποτελέσματος τέτοιας. Για του λόγου το αληθές, παραπέμπουμε στα σχετικά αποσπάσματα:

 

          Προσφυγή Αρ. 6274/2013:

 

«Η πιο πάνω κατάληξη δεν ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος του αιτητή. Ούτε μπορεί το παρόν δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης να εξετάσει την ορθότητα του αιτήματος του και κατά πόσο αυτό θα πρέπει να ικανοποιηθεί. Εντούτοις, για τους λόγους που εξηγώ πιο πάνω θεωρώ ότι ελλείπει το νομικό έρεισμα και υπόβαθρο για την άρνηση της καθ' ης η αίτηση να εξετάσει το αίτημα του αιτητή.»

         

Α.Ε. 33/2016:

 

«Καταλήγουμε ότι η υποχρέωση που το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος εναπόθεσε με την ακυρωτική απόφαση στη διοίκηση ήταν, κατά πρώτο λόγο να επανεξετάσει κατά πόσο θα διόριζε τον Εφεσείοντα στη θέση Α.Λ.Δ.Δ.Π., αναδρομικά από 15.12.1990. Και, εφόσον έτσι τον διόριζε, κατά δεύτερο λόγο, να επανεξετάσει όλες τις διαδικασίες διορισμού και προαγωγής ή προαγωγής στις οποίες ήταν υποψήφιος, όπως ο ίδιος είχε θέσει το ζήτημα και να αποκαταστήσει τη νομιμότητα.  Η σχέση μεταξύ της ακυρωτικής απόφασης και των διαδικασιών αυτών, ήταν ότι ο αναδρομικός διορισμός του Εφεσείοντα διαφοροποίησε τα γεγονότα που αφορούσαν τον Εφεσείοντα ως υποψήφιο στις διαδικασίες αυτές που ακολούθησαν χρονικά τη 15.12.1990. Ότι προσφυγές που είχε ασκήσει ο Εφεσείων κατά ανώτερων θέσεων της θέσης Α.Λ.Δ.Δ.Π. αποσύρθηκαν, ενώ είχε στη συνέχεια καταλάβει θέση ανώτερη της θέσης Α.Λ.Δ.Δ.Π., συνιστούν μέρος των γεγονότων που θα ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσει και όχι λόγο ώστε αυτή να μην πραγματοποιηθεί.

 

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η Έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Ενόψει της μη καταχώρισης του περιγράμματος αγόρευσης εκ μέρους της Εφεσίβλητης και της, ως εκ τούτου, μη συμμετοχής της, πέραν της απλής παρουσίας της, στην περαιτέρω διαδικασία ενώπιον μας, κρίνουμε ορθό, όπως μην εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο