ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 181/2018)

11 Απριλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

                  

Liubisa Golubovic

Εφεσείων

v.

Manipro Construction Ltd

Για εφεσείοντα: κος Θεόδωρος Ποσνακίδης για Κύπρος Ανδρέου Δ.Ε.Π.Ε

Για εφεσίβλητη: κος Αναστάσιος Ζ. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο εφεσείων καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας μετά από ατύχημα στο οποίο τραυματίστηκε κατά την διάρκεια της εργασίας του, σε εργοτάξιο ανεγειρόμενης οικοδομής. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο εφεσείων εργαζόταν ως υπάλληλος της εναγομένης 1 - εφεσίβλητης εταιρείας, η οποία ήταν εργολάβος του έργου με υπεργολάβο τον εναγόμενο 2. Η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 αποσύρθηκε στην συνέχεια και έτσι η ακρόαση προχώρησε μόνο ως προς την απαίτηση εναντίον της εναγομένης 1 - εφεσίβλητης εταιρείας.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι ενώ εκτελούσε τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν από την εφεσίβλητη ως εργάτης σιδεροσυνδέσεων και σιδεροκατασκευών, κτυπήθηκε από σιδεροκολώνα την οποία προσπαθούσε να μετακινήσει με άλλο συνάδελφο του, όταν αυτή ξέφυγε από τα χέρια του συναδέλφου του. Ισχυριζόμενος ότι η εφεσίβλητη δεν του παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας, αξίωσε με την αγωγή του αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία λόγω κατάγματος στον αντίχειρα και ακινητοποίηση με τοποθέτηση γύψου καθώς και για ειδικές ζημιές που υπέστη από το ατύχημα.

Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της, αρνήθηκε ότι επεσυνέβη οποιοδήποτε εργατικό ατύχημα την συγκεκριμένη μέρα στο εργοτάξιο. Ουδέποτε ειδοποιήθηκε η ίδια, η ασφαλιστική της εταιρεία αλλά και το γραφείο εργασίας για το ατύχημα που επικαλείται ο εφεσείων. Ισχυρίστηκε ότι ακόμα και αν αυτό συνέβη, υπεύθυνος να καλύψει οποιεσδήποτε ζημιές είναι ο εναγόμενος 2 που ανέλαβε τις σιδηροκατασκευές του έργου ως ανεξάρτητος υπεργολάβος της εφεσίβλητης, η  οποία ήταν με τη σειρά της υπεργολάβος άλλης εταιρείας που ήταν η κύρια εργολάβος του έργου. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τον έλεγχο ή την επίβλεψη των εργασιών των  υπαλλήλων του εναγομένου 2 μεταξύ των οποίων ήταν και ο εφεσείοντας. Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε εργοδότησε τον εφεσείοντα και εν πάση περιπτώσει, η ίδια τηρούσε όλα τα δέοντα μέτρα ασφαλείας για τους δικούς της υπαλλήλους αλλά και τους υπεργολάβους του έργου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, έκρινε  ότι η εφεσίβλητη ήταν η εργολάβος του έργου και είχε στην κατοχή της, το επίδικο εργοτάξιο. Παρότι ο εφεσείων αξιολογήθηκε γενικά ως αξιόπιστος μάρτυρας, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης εταιρείας. Η θέση αυτή κρίθηκε ότι ήταν προϊόν πιθανολόγησης παρά βεβαιότητας ή θετικής γνώσης του εφεσείοντα. Φάνηκε ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε για ποιόν εργαζόταν, την εφεσίβλητη ή τον εναγόμενο 2. Ούτε επεξήγησε γιατί ενώ διαπίστωσε μέσω των κοινωνικών ασφαλίσεων ότι ο εναγόμενος 2 παρουσιαζόταν ως εργοδότης του, εντούτοις στο Δικαστήριο ανέφερε ότι εργαζόταν για την εφεσίβλητη. Η μαρτυρία του Μ.Ε.4 και του εναγομένου 2  (Μ.Ε.6) που ισχυρίστηκαν επίσης ότι εργοδότης του εφεσείοντα ήταν η εφεσίβλητη εταιρεία, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη για λόγους που εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του.   

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως εκ τούτου την απαίτηση του εφεσείοντα που στηριζόταν σε ευθύνη εργοδότη, με γνώμονα ότι αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει, ποιο πρόσωπο ήταν ο εργοδότης του.   

Παρά την πιο πάνω κατάληξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς πληρότητας, ανέφερε ότι ακόμα και αν αποδεικνύετο ότι η εφεσίβλητη ήταν εργοδότης του εφεσείοντα και πάλι δεν θα μπορούσε να της αποδοθεί ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, όχι γιατί οι συνθήκες εργασίας που παρείχε ήταν επαρκώς ασφαλείς, αντιθέτως δεν ήταν βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αλλά διότι απουσιάζει η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατ’ ισχυρισμό παράβασης καθήκοντος επιμέλειας της εφεσίβλητης και της επενέργειας του ατυχήματος, αλλά και της έλευσης της ζημιάς στον εφεσείοντα. Δηλαδή, ο εφεσείων δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι εάν η εφεσίβλητη εξασφάλιζε ασφαλές σύστημα εργασίας, εάν δηλαδή παρείχε στον εφεσείοντα γάντια, κράνος, συγκεκριμένες οδηγίες και εποπτευόμενο σύστημα εργασίας, το ατύχημα υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες δεν θα συνέβαινε.

Κρίθηκε συναφώς ότι δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι το ατύχημα προκλήθηκε, ή δεν απετράπη, λόγω της μη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας, εφόσον ο παράγοντας του απλού ανθρώπινου λάθους στη πτώση της σιδεροκολώνας δεν μπορεί, βάσει της αξιόπιστης μαρτυρίας που δόθηκε, να αποκλειστεί επαρκώς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσον θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στην εφεσίβλητη όχι ως εργοδότρια του εφεσείοντα αλλά ως κατόχου του υποστατικού στο οποίο επεσυνέβη το ατύχημα αφού κρίθηκε ότι ήταν η εργολάβος του έργου και κάτοχος του εργοταξίου κατά τον επίδικο χρόνο.

Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στην εφεσίβλητη ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας αφού το ατύχημα βάσει των πρωτόδικων ευρημάτων, δεν επεσυνέβη λόγω κάποιας επικινδυνότητας ή έλλειψης ασφάλειας σε αυτό τούτο το υποστατικό, των χώρων ή εγκαταστάσεων του, τις οποίες κατείχε η εφεσίβλητη ως εργολάβος και για την οποία θα ήταν νομικά ορθό να της αποδοθεί ευθύνη κατόχου ιδιοκτησίας. Δεν ήταν δηλαδή η περίπτωση όπου μία έλλειψη, ελαττωματικότητα ή εμπόδιο στο επίδικο υποστατικό, για την οποίο ο κάτοχος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, αποτελεί την γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος.

Τέλος το πρωτόδικο Δικαστήριο πάλι για σκοπούς πληρότητας, αναφέρει ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιαδήποτε ειδική ζημιά αξιώνει με την αγωγή του. 

Για τους πιο πάνω λόγους, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων με 4 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τους 2 πρώτους λόγους έφεσης, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά τους επίδικους χρόνους, ήταν εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης εταιρείας και ότι αυτή δεν υπέχει ευθύνη έναντι του ως εργοδότρια για το επίδικο ατύχημα.   

Με τον 3ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων τη συνάφεια του ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού του, με την αμέλεια και την έλλειψη συνθηκών ασφάλειας και άλλων παραλείψεων της εφεσίβλητης, στο χώρο του εργοταξίου. Αναφέρει επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τις ειδικές ζημιές που υπέστη από το ατύχημα.

Τέλος με τον 4ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν υπέχει ευθύνη για το ατύχημα ως κάτοχος του εργοταξίου και του χώρου που αυτό επεσυνέβη.

Η εφεσίβλητη υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ισχυρίζεται ότι όλοι οι λόγοι έφεσης εδράζονται στην αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα. Με παραπομπή σε νομολογία, σημείωσε ότι δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου  στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην εξαγωγή ευρημάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση σε συνδυασμό με την δοθείσα μαρτυρία, έχοντας υπόψη μας την πάγια νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας παρά μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα τα οποία προέβηκε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. μεταξύ άλλων Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 26/21 ημ. 28.2.2024).

Έχοντας εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές, κρίνουμε ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ότι υπάρχουν στοιχεία που δικαιολογούν την παρέμβαση μας, σχετικά με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι η εφεσίβλητη ήταν ο εργοδότης του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος.

Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον εφεσείοντα. Ανέφερε μάλιστα ότι αυτός έκανε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και ότι απλά και με παραστατικότητα παρέθεσε ξεκάθαρα την εκδοχή του, η οποία ταυτιζόταν και με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία. Ως  αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σε θέση να βασιστεί στην μαρτυρία του εφεσείοντα, προκειμένου να εξαγάγει ασφαλή συμπεράσματα για τα γεγονότα της υπόθεσης.

Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι δεν πείστηκε από τον εφεσείοντα ότι αυτός γνώριζε θετικά ότι εργοδότης του ήταν η εφεσίβλητη εταιρεία, σημειώνοντας ότι αυτή η τοποθέτηση του «φαίνεται» να ήταν προϊόν πιθανολόγησης παρά βεβαιότητας ή θετικής του γνώσης.

Είναι βέβαια επιτρεπτό για το εκδικάζον Δικαστήριο να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός αξιόπιστου μάρτυρα και να απορρίψει ένα άλλο, εφόσον δοθεί η κατάλληλη αιτιολογία για αυτό. Στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 633, έχει επιβεβαιωθεί η πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο, έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί την εκδοχή ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο μάρτυρας κρίνεται γενικά ως αξιόπιστος. Εντούτοις, στην ίδια απόφαση λέχθηκε ότι η ευχέρεια αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και απόλυτη. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης, της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης, να μην αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας αξιόπιστου μάρτυρα. Απουσία τέτοιας αιτιολόγησης, αναπόφευκτα οδηγεί σε απόρριψη της αξιολόγησης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης.

Στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» στην σελίδα 141, αναφέρεται ότι η εξουσία αποδοχής μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, δεν είναι ούτε ανεξέλεγκτη ούτε απόλυτη. Απεναντίας πρέπει να ασκείται από το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ προσεκτικά και αιτιολογημένα και όχι κατά το δοκούν. Η έλλειψη αιτιολογίας μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της σχετικής αξιολόγησης από το Εφετείο, λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (βλ. Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κα (2013) 1 Α.Α.Δ 832).

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη κατά την κρίση μας όπως επιβάλλεται από την προαναφερθείσα νομολογία, σε επαρκή αιτιολόγηση γιατί δεν έχει αποδεχθεί το μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα ως προς την θέση του ότι εργοδότης του, ήταν η εφεσίβλητη εταιρεία.

Σημειώνουμε ότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ήταν σταθερή η θέση του εφεσείοντα σε όλη την διάρκεια της μαρτυρίας του ότι εργοδότης του, ήταν η εφεσίβλητη. Ανέφερε ότι αποτάθηκε τον Ιανουάριο του 2010 για εργασία στα γραφεία της εφεσίβλητης και συγκεκριμένα στον διευθυντή της  Μ.Υ.1, και εργάστηκε σε αυτήν από την 1.1.2010 μέχρι 16.4.2010, οπότε και συνέβη το επίδικο ατύχημα. Όταν τραυματίστηκε τον μετέφεραν στο γραφείο του Μ.Υ. 1, ο οποίος τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Επιπλέον, για όλο αυτό το διάστημα, πληρωνόταν τον μισθό του από τον Μ.Υ.1 με επιταγές της εφεσίβλητης που σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ήταν η εργολάβος του επίδικου έργου και κάτοχος του εργοταξίου. Ο εφεσείων κατέθεσε επίσης ότι ο εναγόμενος 2 ήταν υπεργολάβος της εφεσίβλητης και αποχώρησε από το εργοτάξιο περίπου ένα μήνα πριν το ατύχημα, οπόταν δεν θα μπορούσε να εργοδοτείτο από αυτόν. Ήταν σταθερή η θέση του ότι ποτέ δεν υπήρξε υπάλληλος του εναγομένου 2 και ότι απόλυτη ευθύνη για την εργασία του είχε, και οδηγίες λάμβανε, από τον διευθυντή της εφεσίβλητης (Μ.Υ.1).

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την θέση του εφεσείοντα ότι εργαζόταν για την εφεσίβλητη «φαίνεται να ήταν προϊόν πιθανολόγησης» δεν συνάδει με την πιο πάνω μαρτυρία. Πέραν τούτου, η ίδια η εν λόγω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εμπεριέχει το στοιχείο της πιθανολόγησης αφού αναφέρεται όχι σε βεβαιότητα αλλά σε ενδεχόμενο, ο εφεσείων να μην αντιλήφθηκε για ποιόν εργαζόταν.

Όμως, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» στην σελίδα 584, το αξιόπιστο μιας μαρτυρίας δεν κρίνεται στην βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ή με βάση οποιοδήποτε άλλο επίπεδο απόδειξης. Γίνεται επί του προκειμένου παραπομπή στην υπόθεση Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ 614, όπου αναφέρθηκε ότι θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστούν αμιγή ζητήματα γεγονότων και δεν μπορούν να συσχετίζονται ούτε με το βάρος απόδειξης ούτε με πιθανολογήσεις. Λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

« Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.»

Σχετική είναι και η απόφαση R.C.K. Sports ν. Persona Advertising Ltd, (1996) 1Β Α.Α.Δ 1074,1084 όπου λέχθηκε ότι η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως του επιπέδου απόδειξης. Συνεπώς, θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όπου υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια εκ των δύο.

Είναι παραδεκτό ότι ο εφεσείων βρισκόταν στον χώρο του εργοταξίου ως εργοδοτούμενος και όχι ως επισκέπτης. Ως εκ τούτου, το πρώτο κρίσιμο επίδικο γεγονός  που έπρεπε να διερευνηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην βάση της ενώπιον του αξιόπιστης μαρτυρίας, ήταν το ποιος ήταν ο εργοδότης του εφεσείοντος κατά τον επίδικο χρόνο και όχι ποιον θεωρούσε ή πιθανολογούσε ο ίδιος ως εργοδότη του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εκδοχές, αυτήν του εφεσείοντα ότι τον εργοδοτούσε η εφεσίβλητη και αυτήν της εφεσίβλητης ότι εργόδοτης, ήταν ο εναγόμενος 2. Το σύνολο της αξιόπιστης μαρτυρίας όπως την αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδεικνύει ότι εργοδότης ήταν η εφεσίβλητη, η οποία ήταν και ο εργολάβος και κάτοχος του εργοταξίου στο οποίο εργαζόταν ο εφεσείων και η οποία πλήρωνε τον μισθό του. Καμία πιθανολόγηση δεν προκύπτει από την μαρτυρία του εφεσείοντα ως προς το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ο εργοδότης να ήταν ο διευθυντής της εφεσίβλητης (Μ.Υ.1) ή άλλη εταιρεία συνδεδεμένη με την εφεσίβλητη στην οποία ήταν εγγεγραμμένος στις κοινωνικές ασφαλίσεις ως εργοδοτούμενος ο εναγόμενος 2, δεν μπορεί να έχουν βάση αφού τέτοια μαρτυρία ως προς την εργοδότηση του εφεσείοντα δεν τέθηκε προς αξιολόγηση ενώπιον του.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η αιτιολογία που το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι φαίνεται ο εφεσείων να μην αντιλήφθηκε με βεβαιότητα ότι εργαζόταν για την εφεσίβλητη δεν είναι ικανοποιητική. Διαφωνούμε με την θέση που εκφράζεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι πέραν της σταθερής προφορικής κατάθεσης του εφεσείοντα ότι εργαζόταν και πληρωνόταν από την εφεσίβλητη, θα έπρεπε να προσκομίσει και γραπτή μαρτυρία που να καταδεικνύει αυτούς τους ισχυρισμούς του όπως πχ τις επιταγές με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι τον πλήρωνε η εφεσίβλητη.

Η παρουσίαση γραπτής μαρτυρίας που ενισχύει την προφορική κατάθεση ενός μάρτυρα για τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι βέβαια σημαντική. Αλλά η απουσία τέτοιας γραπτής μαρτυρίας δεν δικαιολογεί χωρίς άλλο την απόρριψη της προφορικής μαρτυρίας, ενός κατά τα άλλα αξιόπιστου μάρτυρα. Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» όπου στην σελίδα 140 στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Απουσία Έγγραφης Μαρτυρίας Και Αξιοπιστία» αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Το γεγονός της ανυπαρξίας έγγραφης μαρτυρίας που να υποστηρίζει την προφορική μαρτυρία του μάρτυρα – όπως και άλλης ενισχυτικής μαρτυρίας (Becket v. Ramsdale (1881-1885) All E.R Rep. 831) - δεν εξυπακούει και αναξιοπιστία του.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε επίσης αναφορά στο γεγονός ότι όπως προκύπτει από έγγραφο των κοινωνικών ασφαλίσεων, ο εναγόμενος 2 παρουσιαζόταν ως εργοδότης του εφεσείοντα από 1.1.2010, με αίτηση που υποβλήθηκε όμως στις 21.2.2011, ήτοι αρκετούς μήνες μετά το ατύχημα. Ο εναγόμενος 2 ισχυρίστηκε επί του προκειμένου ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του από υπάλληλο της εφεσίβλητης και ότι ουδέποτε ο ίδιος προέβηκε σε τέτοια εγγραφή στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για εγγραφή έγινε στις 21.2.2011, ήτοι μετά που ο εναγόμενος 2 εγκατέλειψε το εργοτάξιο και την κατ’ ισχυρισμό εργοδότηση του στην εφεσίβλητη και επιπλέον πολύ μετά το επίδικο ατύχημα.

Παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως σταλούν τα πρακτικά στον Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης της πιθανότητας διάπραξης του ποινικού αδικήματος της πλαστογραφίας, εντούτοις οι ισχυρισμοί αυτοί δεν φαίνεται να το προβλημάτισαν ως προς την αξιολόγηση, του ποιος εργοδοτούσε τον εφεσείοντα. Είναι σαφές ότι δεν θα ήταν λογικό ο εναγόμενος 2, αρκετούς μήνες μετά το ατύχημα να εγγράψει τον εφεσείοντα ως εργοδοτούμενο του στις κοινωνικές ασφαλίσεις, την στιγμή μάλιστα που ο εφεσείων επιζητούσε αποζημιώσεις για τα τραύματα του από τον εργοδότη του. Και αυτό δεδομένου ότι ο εναγόμενος 2, ισχυριζόταν ότι δεν ήταν ο εργοδότης του εφεσείοντα αλλά ότι και ο ίδιος εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη και ότι εγκατέλειψε το εργοτάξιο, ένα μήνα πριν το ατύχημα.

Ούτε το γεγονός ότι ο εφεσείων στην υπόθεση που καταχώρισε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, την οποία αργότερα απέσυρε, συμπεριέλαβε εκτός της εφεσίβλητης ως εργοδότριας του και τον εναγόμενο 2, καταδεικνύει χωρίς άλλο ότι δεν θεωρούσε ότι εργαζόταν για την εφεσίβλητη. Αντιθέτως και ανεξαρτήτως του λόγου που επικαλέστηκε για την απόσυρση της εν λόγω υπόθεσης, σταθερή ήταν η θέση του εφεσείοντα και με την καταχώριση αυτής της υπόθεσης, ότι εργοδοτείτο στην εφεσίβλητη κατά τον επίδικο χρόνο του ατυχήματος.

Αναφορικά με την απόδειξη της σχέσης εργοδότη - εργοδοτούμενου σχετική είναι η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ 1718 που επίσης αφορούσε εργατικό ατύχημα, στην οποία λέχθηκε ότι:

«Η απόφαση κατά πόσο υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση εξαρτάται από τον τρόπο που το δικαστήριο θα δει στο σύνολο της την σχέση μεταξύ των μερών.».

Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε και στην μεταγενέστερη υπόθεση Γεωργίου ν. P. Pitsillides Trading Co Limited (2015) 1 Α.Α.Δ 1059. Στην εν λόγω υπόθεση το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε ότι αποδείχθηκε η εργοδότηση του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της σχέσης των μερών. Σε αυτή συμπεριλαμβανόταν μεταξύ άλλων  το γεγονός ότι ο εφεσείων έπαιρνε οδηγίες από την εφεσίβλητη που ήταν ο κάτοχος του χώρου και είχε τον έλεγχο της εργασίας και επίσης πληρωνόταν από την εφεσίβλητη. Λήφθηκε επίσης υπόψη και το γεγονός ότι ο εφεσείων, μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε σε κλινική που υπέδειξε ο Διευθυντής της εφεσίβλητης, ο οποίος ανέλαβε όλα τα έξοδα.

Στην παρούσα περίπτωση, το σύνολο της σχέσης εφεσείοντα με την εφεσίβλητη όπως προκύπτει από την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι υπήρχε σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου μεταξύ τους. Ο εφεσείων προσελήφθη και πληρωνόταν από την εφεσίβλητη, εργαζόταν στο εργοτάξιο στο οποίο εργολάβος και κάτοχος του χώρου ήταν η εφεσίβλητη και έπαιρνε οδηγίες για την διεξαγωγή της εργασίας του από τους υπευθύνους της εφεσίβλητης. Επιπλέον, μετά το ατύχημα οδηγήθηκε στο γραφείο του διευθυντή της εφεσίβλητης (Μ.Υ.1), ο οποίος ανέλαβε να τον μεταφέρει στο Νοσοκομείο.

Όλα τα πιο πάνω, καταδεικνύουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τις νομικές αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και δεν αιτιολόγησε επαρκώς όπως απαιτείται από την προαναφερθείσα νομολογία, την απόφαση του να μην δεχθεί από την αξιόπιστη κατά τα άλλα μαρτυρία του εφεσείοντα, τον ισχυρισμό του ότι εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη, κατά τον χρόνο του ατυχήματος.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

Με τον 3ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, τη συνάφεια του ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού του με την αμέλεια και την έλλειψη συνθηκών ασφάλειας και άλλων παραλείψεων της εφεσίβλητης στο χώρο του εργοταξίου. Κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο παράγοντας του απλού ανθρώπινου λάθους στη πτώση της σιδεροκολώνας δεν μπορεί, βάσει της αξιόπιστης μαρτυρίας που δόθηκε, να αποκλειστεί επαρκώς.

Με όλο τον σεβασμό δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση. Εν πρώτοις σε μια υπόθεση με βάση αγωγής την ευθύνη εργοδότη, το κυρίαρχο θέμα που πρέπει να διερευνήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσον ο εργοδότης έχει εξασφαλίσει ένα ασφαλές σύστημα εργασίας για τους εργοδοτούμενους του. Αν το σύστημα εργασίας δεν είναι ασφαλές, δεν έχει και τόση σημασία το ανθρώπινο λάθος που συνήθως ενυπάρχει σε όλα τα ατυχήματα, αλλά αν αυτό το λάθος προέκυψε στο πλαίσιο ή ήταν αποτέλεσμα ακριβώς, του ανασφαλούς συστήματος εργασίας.

Έχει νομολογηθεί ότι στο πλαίσιο του ευρύτερου καθήκοντος για την κατοχύρωση της ασφάλειας των εργοδοτουμένων στον τόπο και κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, ο κάθε εργοδότης έχει ειδική υποχρέωση να παράσχει ένα ασφαλές σύστημα διεξαγωγής της εργασίας (to provide a safe system of work). Επίσης μέρος του γενικότερου καθήκοντος του εργοδότη, είναι η υποχρέωση του να παράσχει και διατηρεί τον χώρο εργασίας ασφαλή (to provide a safe place of work) (βλ. μεταξύ άλλων Δήμος Λεμεσού ν. Χριστάκη Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ 423).

Στην υπόθεση Μανθόπουλος Πλάστικς Λτδ ν. Αντώνη Χατζηϊωσήφ (1983) 1 C.L.R 291, λέχθηκε ότι ένα ασφαλές σύστημα εργασίας περιλαμβάνει την παροχή ικανού προσωπικού, κατάλληλων μηχανημάτων και υλικού για την διεξαγωγή της εργασίας, επαρκή επίβλεψη και ασφαλών χώρων εργασίας. Το καθήκον περιλαμβάνει τόσο τη δημιουργία όσο και την επιβολή ενός τέτοιου συστήματος μέσω κατάλληλων οδηγιών και τον τρόπο λειτουργίας του, που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να αποκλείσει την έκθεση του εργοδοτούμενου σε κίνδυνο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εργοδότης, πρέπει να αποφασίζει για κάθε λεπτομέρεια του συστήματος εργασίας.

Το καθήκον του εργοδότη για ασφαλή χώρο και σύστημα εργασίας, είναι σύμφωνα με την νομολογία, απόλυτο. Σχετική είναι η υπόθεση Κυμίσης ν. Χρυσοστόμου Πολ. Έφεση 361/2011 ημ. 24.3.17, ECLI:CY:AD:2017:A110, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την παλαιότερη υπόθεση Κυριάκου ν. Caramondani Bros Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ 219:

«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων ……………………………….

………………………………………………………………………………

Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc (1993) ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»

Έγινε επίσης παραπομπή στην υπόθεση United Brickworks Ltd v.  Αντώνης Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ 123 στην οποία λέχθηκε ότι στην Κύπρο, η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο, δυνάμει του Άρθρου 9 του Συντάγματος στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε αρχικά να εξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο αν από την δοθείσα μαρτυρία, το σύστημα εργασίας για μεταφορά των σιδεροκολώνων που εφάρμοζε η εφεσίβλητη, ήτο ασφαλές για τους εργοδοτούμενους της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε αυτό το στοιχείο, προχωρώντας μόνο στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε γενικά αμέλεια της εφεσίβλητης που να έχει αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα. Δόθηκε όμως μαρτυρία την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το σύστημα εργασίας που αφορούσε τον τρόπο μεταφοράς των σιδεροκολώνων από τους εργάτες. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επρόκειτο για πολύ βαριές σιδεροκολώνες που μεταφέρονταν κατόπιν οδηγιών της εφεσίβλητης με τα χέρια, χωρίς την βοήθεια κάποιου μηχανήματος και χωρίς την παροχή ειδικών γαντιών και κράνους στους εργαζομένους.

Κρίνουμε ότι ο τρόπος διεξαγωγής της επίδικης εργασίας μεταφοράς των πολύ βαριών σιδεροκολώνων δεν ήταν υπό τις περιστάσεις ο ενδεδειγμένος. Η μεταφορά τους με τα χέρια από δύο μόνο εργάτες, ενείχε κινδύνους πτώσης τους και τραυματισμού των εργατών λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι ήταν πολύ βαριές και η μεταφορά γινόταν χωρίς την χρήση γαντιών. Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο εφεσείων και ο συνάδελφος του, ήταν ανειδίκευτοι εργάτες και δεν υπεβλήθησαν σε κάποια εκπαίδευση ή εξειδίκευση. Κουβαλούσαν βαριές σιδεροκολώνες με τα χέρια τους, χωρίς ικανή επίβλεψη ή επαρκείς οδηγίες.

Έπεται ότι από την δοθείσα μαρτυρία που έγινε πρωτοδίκως αποδεκτή, ότι η εφεσίβλητη ως εργοδότρια του εφεσείοντα δεν του παρείχε ασφαλές σύστημα εργασίας, με αποτέλεσμα να επισυμβεί το επίδικο ατύχημα που επέφερε τον τραυματισμό του. Είναι σαφές ότι από μόνη της, η μεταφορά τόσο βαριών αντικειμένων με τα χέρια και χωρίς την χρήση μηχανημάτων και γαντιών, ήταν επικίνδυνη. Όπως επίσης σαφές ήταν, ότι ο κίνδυνος τραυματισμού από πτώση των σιδεροκολώνων κατά την μεταφορά τους με τα χέρια λόγω του μεγάλου βάρους τους, ήταν εύλογα προβλεπτός.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα θεώρησε ότι το ατύχημα ήταν αποτέλεσμα «ανθρώπινου λάθους» και δεν το ενέταξε ως επακόλουθο του ανασφαλούς συστήματος εργασίας που χρησιμοποίησε η εφεσίβλητη. Είναι σαφές ότι η πτώση της σιδεροκολώνας από τα χέρια του συναδέλφου του εφεσείοντα και ο συνεπακόλουθος τραυματισμός του θα μπορούσε ευχερώς να αποφευχθεί αν η εφεσίβλητη τηρούσε ένα ασφαλές σύστημα εργασίας για την μεταφορά των πολύ βαριών σιδεροκολώνων.

Ανεξαρτήτως τούτου, ακόμη και να γινόταν αποδεκτή η θέση ότι ο τραυματισμός του εφεσείοντα οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος του συναδέλφου του και πάλι η εφεσίβλητη θα ήταν υπεύθυνη ως εργοδότης και των δύο. Στην υπόθεση Τιτώνη ν. Χαρ. Πηλακούτας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ 479, το ατύχημα αποδόθηκε σε αμέλεια άλλου εργοδοτούμενου της εργοδότριας εταιρείας. Το ατύχημα προέκυψε όταν κινητή βάση (σταντ) επί της οποίας ήταν τοποθετημένη μηχανή αυτοκινήτου, ανετράπη με αποτέλεσμα η μηχανή να επιπέσει επί του εφεσείοντος. Η ανατροπή της βάσης αποδόθηκε σε αμέλεια άλλου εργοδοτούμενου της εφεσίβλητης, ο οποίος βοηθούσε την στιγμή εκείνη τον εφεσείοντα στην εργασία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ενέργειες του συναδέλφου του εφεσείοντα, ήταν στο πλαίσιο της εργασίας του ούτως ώστε να στοιχειοθετείται ευθύνη της εφεσίβλητης εργοδότριας εταιρείας. Η πιο πάνω θέση έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

  «Παρεμβάλλουμε ότι νομικό έρεισμα της τελευταίας κατάληξης του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν η απόφαση στην Kezou v. Comarine Ltd (1978) 1 C.L.R 334 στην οποία έχει νομολογηθεί ότι ο εργοδότης ευθύνεται για την αμέλεια των υπαλλήλων του έναντι των συναδέλφων τους με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται για την αμέλεια τους έναντι τρίτων και ότι ο εργοδότης ευθύνεται με αυτό τον τρόπο αν η αμέλεια επισυμβεί στην διάρκεια της εργοδότησης τους.»

Ακόμα δηλαδή και αν θεωρηθεί ότι το ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του συναδέλφου του εφεσείοντα και πάλι η εφεσίβλητη ως εργοδότρια και των δύο, ευθύνεται για το ατύχημα.  

Ανεξαρτήτως τούτου, στην παρούσα περίπτωση δόθηκε όπως προαναφέραμε, επαρκής μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη, από την οποία προέκυπτε ότι το σύστημα εργασίας που εφάρμοσε η εφεσίβλητη στην μεταφορά των σιδεροκολώνων δεν ήταν ασφαλές και οδήγησε στο υπό κρίση ατύχημα και τον τραυματισμό του εφεσείοντα.

Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του 3ου λόγου έφεσης που αφορά την ευθύνη της εφεσίβλητης για το ατύχημα, γίνεται αποδεκτό.

Το δεύτερο σκέλος του 3ου λόγου έφεσης αναφορικά με την αποτυχία απόδειξης από τον εφεσείοντα των ειδικών ζημιών που υπέστη, δεν ευσταθεί. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν δόθηκε μαρτυρία από τον εφεσείοντα που να αποδεικνύει το ύψος του μηνιαίου μισθού του ώστε να μπορέσει να αποδοθεί η απαίτηση του για απώλεια μισθών. Ορθή είναι επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία για το κόστος αγοράς του ακουστικού βαρηκοΐας που χρειάστηκε να αγοράσει λόγω καταστροφής κατά το ατύχημα, του δικού του ακουστικού.

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία, (βλ. μεταξύ άλλων Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1157,1162 και Παπαϊωάννου v. Κωνσταντίνου (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1083). Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, ορθά αποφάσισε ότι δεν έχουν παρουσιαστεί στοιχεία ή αποδείξεις επί των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί για να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό, τόσο σε σχέση με την απώλεια μισθών, όσον και για την αγορά του ακουστικού βαρηκοΐας.

Ενόψει των πιο πάνω ο 3ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς. Γίνεται αποδεκτός αναφορικά με το πρωτόδικο συμπέρασμα ως προς την απουσία συνάφειας του ατυχήματος με την αμέλεια και την έλλειψη ασφαλούς  συστήματος εργασίας από την εφεσίβλητη, το οποίο κρίνεται λανθασμένο. Όμως το μέρος του τρίτου λόγου έφεσης ως προς το πρωτόδικο συμπέρασμα για αποτυχία απόδειξης των αιτούμενων ειδικών ζημιών, απορρίπτεται για τους λόγους που εξηγούμε πιο πάνω.

Η κατάληξη μας ότι η εφεσίβλητη υπέχει ευθύνης ως εργοδότης του εφεσείοντα, καθιστά άνευ αντικειμένου την εξέταση του 4ου λόγου έφεσης με τον οποίο, ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν υπέχει ευθύνη για το ατύχημα ως κάτοχος ακινήτου, ήτοι του εργοταξίου και του χώρου που αυτό επεσυνέβη.

Στην βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων μας θα προβούμε στην συνέχεια στα δικά μας συμπεράσματα αναφορικά με τα επίδικα θέματα της παρούσας, έχοντας υπόψη την μαρτυρία που πρωτοδίκως έγινε αποδεκτή.

Σύμφωνα με την νομολογία, τα ευρήματα γεγονότων ανάγονται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου, δικαιολογείται μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Το Εφετείο όμως, είναι στην ίδια θέση να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα από τα πρωτογενή γεγονότα, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην υπόθεση Baloise Ins. Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού τονίζει την πλεονεκτική θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, αναφέρει στην συνέχεια τα εξής χαρακτηριστικά:

«Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Μέρος 41.12(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και την δικαιοδοσία να διαφοροποιεί απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο.

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτοδίκως, προκύπτει ότι η εφεσίβλητη ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο εργοδότης του εφεσείοντα, στο επίδικο εργοτάξιο. Είχε ως εκ τούτου καθήκον επιμέλειας προς τον εφεσείοντα να του παράσχει ασφαλές σύστημα εργασίας. Η εφεσίβλητη παρέβηκε το πιο πάνω καθήκον επιμέλειας που είχε έναντι του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να επισυμβεί το επίδικο ατύχημα και ο συνεπακόλουθος τραυματισμός του εφεσείοντα. Σύμφωνα με την μαρτυρία του ιατρού Μ.Ε 3 που έγινε πρωτοδίκως αποδεκτή, υπήρξε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δεν έχει εφεσιβληθεί, ότι από το ατύχημα ο εφεσείων υπέστη κάταγμα αντίχειρα δεξιού χεριού που ακινητοποιήθηκε με γύψο για 15 ημέρες ενώ για συνολικό χρόνο δύο μηνών, έκανε φυσιοθεραπεία και κινησιοθεραπεία. Δεν υπάρχουν μόνιμα κατάλοιπα στον εφεσείοντα από το τραύμα αφού μετά από ακτινολογικό έλεγχο, διαπιστώθηκε ικανοποιητική θέση του κατάγματος και καλή πώρωση.

Δυνάμει της εξουσίας που δίνεται στο Εφετείο από το Μέρος 41.12 (1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και την προαναφερθείσα νομολογία, είμαστε σε θέση να καθορίσουμε τις γενικές αποζημιώσεις που ο εφεσείων δικαιούται από τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη λόγω των πιο πάνω τραυμάτων. Σχετική είναι κατ’ αναλογία η πρόσφατη απόφαση Zilha Ozay Oguz κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κα  Πολ. Έφεση 271/18, ημ. 15.3.2024 όπου αυξήθηκαν από το Εφετείο οι αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε ακίνητο, στην βάση μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως.

Οι γενικές αποζημιώσεις επιδικάζονται στον ενάγοντα για τα τραύματα, τον πόνο και την ταλαιπωρία που έχει υποστεί και την απώλεια της προσωπικής του άνεσης. Στις γενικές αποζημιώσεις συμπεριλαμβάνονται επίσης και η απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων και της εισοδηματικής ικανότητας του ενάγοντα στην περίπτωση που τα τραύματα του είναι τέτοιας έκτασης που να του προκαλούν μόνιμη ή μερική ανικανότητα.

 Ο ενάγων δεν αποζημιώνεται για τον τραυματισμό του, αλλά για την αδυναμία του να απολαμβάνει λόγω του τραυματισμού του, τις ανέσεις της ζωής καθώς και για την ανικανότητα του να κερδίζει όσα κέρδιζε ή μπορούσε να κερδίζει αν δεν συνέβαινε το αδίκημα (βλ. Φρίξου Νικολαΐδη ‘Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες’ σελ. 16). Η επανόρθωση (restitution in integrum) αποτελεί την θεμελιώδη αρχή παροχής αποζημιώσεων που ενσωματώνει το Κυπριακό δίκαιο, υπό την αίρεση πάντα ότι αυτή πρέπει να είναι δίκαιη μεταξύ των διαδίκων (βλ. Γιάλλουρου ν. Ευγένιου Νικολάου, (2001) 1Α Α.Α.Δ 558).

Παρά το γεγονός ότι προηγούμενη Νομολογία δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο, προγενέστερες αποφάσεις που ασχολήθηκαν με τραύματα παρόμοια με αυτά του εφεσείοντα είναι καθοδηγητικές σε σχέση με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων.

Δεν έχουμε εντοπίσει νομολογία για αποζημιώσεις μόνο για κάταγμα αντίχειρα. Στην υπόθεση Εταιρεία Αναψυκτικών ΚΕΑΝ ν. Κωνσταντίνου Ανδρέα (1994) 1 Α.Α.Δ. 553, που αφορούσε τραύματα στα δάκτυλα πολύ πιο σοβαρά από την παρούσα, η ενάγουσα ηλικίας 17 ετών υπέστη ακρωτηριασμό του αντίχειρα, του δείκτη και του μέσου δακτύλου, όλα στο ύψος της πρώτης φάλαγγας και το ποσό που επιδικάστηκε ανήλθε στις ΛΚ.10,000- τότε, ήτοι €17.086,00.

Στην παρούσα υπόθεση αφού λαμβάνουμε υπόψη τον τραυματισμό του εφεσείοντα, την ταλαιπωρία που έχει υποστεί, αλλά και το γεγονός ότι δεν έχει μόνιμα κατάλοιπα από τον τραυματισμό του και αφού σταθμίζουμε κάθε σχετικό υπό τα περιστάσεις παράγοντα, κρίνουμε ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το ποσόν των €4.000,00.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς το ζήτημα της απόρριψης της απαίτησης του εφεσείοντα για γενικές αποζημιώσεις. Το μέρος της απόφασης για μη καταβολή ειδικών αποζημιώσεων, επικυρώνεται.

Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσόν των €4.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα, τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο εφεσείων υπέστη ως αποτέλεσμα του επίδικου ατυχήματος. Το εν λόγω ποσόν να φέρει νόμιμο τόκο από τις 16.4.2010, ημερομηνία του ατυχήματος.

Η διαταγή για πληρωμή των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας από τον εφεσείοντα, ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης κατά ½, λόγω της μερικής επιτυχίας της έφεσης. Τα εν λόγω έξοδα να υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επιδικάζονται επίσης υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, €1.750,00 έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

 

                                                                     Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                                                 Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                       Ι. Στυλιανίδου, Δ.                 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο