ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

     (Ποινική Έφεση Aρ.: 194/21)

 

24 Απριλίου 2024

 

[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ., Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

VALERII IVANOV

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

------------------------------------------------

Δ. Τσολακίδης, για Εφεσείοντα

Ε. Σάββα (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

 

ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.:  Με την παρούσα έφεση ο Εφεσείων αμφισβητεί με τους πέντε πιο κάτω λόγους, την καταδίκη του από το Μόνιμο Κακουργοδικείο Πάφου στην κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Πρώτος λόγος έφεσης:  Η απουσία του Tsipar M…., ουσιώδους μάρτυρα από τη διαδικασία και η μη κλήτευσή του από την Κατηγορούσα Αρχή, παρόλο που είχε δηλωθεί στην πρωτόδικη διαδικασία και είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά ότι θα κλητεύετο, έπληξε το δικαίωμα του Εφεσείοντα για Δίκαιη Δίκη, ενώ περαιτέρω στέρησε το Δικαστήριο από ουσιώδη μαρτυρία, γεγονός που θα έπρεπε να δημιουργήσει τουλάχιστον υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αναφορά της Μ.Κ.13 προς τον σύζυγο της Μ.Κ.12 συνιστούσε πρώτο παράπονο εν τη εννοία του Άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία της Μ.Κ.13 επί της οποίας στηρίχθηκε εν τέλει για να καταδικάσει τον Εφεσείοντα, είναι έκδηλα εσφαλμένη και εξ αντικειμένου παράλογη και ή προέκυψε μέσα από πλημμελή αξιολόγηση περιστάσεων ουσιωδών για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.13, αφού το Δικαστήριο παραγνώρισε και ή δεν αξιολόγησε ορθά το παράλογο της εκδοχής της και τις ουσιώδεις αντιφάσεις και ή τα κενά που εντοπίζονται στη μαρτυρία  της, η ορθή αξιολόγηση των οποίων θα οδηγούσε εις ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα, δηλαδή την απόρριψη της εκδοχής της ως παντελώς παράλογης και αναξιόπιστης, αντί της αποδοχής της ως αξιόπιστης.

 

 

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστη και κατασκευασμένη.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:  Συνεκτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας, η εικόνα που σαφώς παρουσιάζεται είναι ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα είναι εσφαλμένη, ακροσφαλής και σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε η ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Αναπτύσσοντας όλους τους λόγους έφεσης, ο κ. Τσολακίδης εισηγήθηκε ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα είναι ακροσφαλής και ως εκ τούτου πρέπει να παραμεριστεί.  Αναφορά στις εισηγήσεις του κ. Τσολακίδη, θα γίνει περαιτέρω κατά την εξέταση των επί μέρους θεμάτων.

 

Αντίθετα, στη δική της αγόρευση εκ μέρους της Εφεσίβλητης, η κα Σάββα ανέφερε ότι πρόκειται περί λόγων ανυπόστατων, αδικαιολόγητων, νομικά αβάσιμων και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.  Ορθά, όπως περαιτέρω αναφέρει η κα Σάββα, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολογίζοντας οτιδήποτε τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής του Εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της παραπονούμενης (Μ.Κ.13) και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Η παραπονούμενη ήρθε στην Κύπρο στις 9.6.2020 μαζί με τον σύντροφό της (Μ.Κ.12) και τα παιδιά τους από προηγούμενους γάμους και διέμεναν στην Χλώρακα στην Πάφο.  Στο ίδιο σπίτι διέμεναν και άλλα πρόσωπα, τα οποία εργάζονταν στην εταιρεία του συντρόφου της παραπονούμενης.  Στις 21.8.2020 ήρθε στο σπίτι κατόπιν πρόσκλησης, o φίλος τους Tsipar M…. μαζί με τη σύντροφό του και τον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν φίλος του Tsipar, αλλά δεν γνώριζαν η παραπονούμενη και ο σύντροφός της.  Όλοι θα φιλοξενούνταν και θα διέμεναν στο σπίτι της παραπονούμενης και του συντρόφου της.  Με την ευκαιρία της άφιξής τους η παραπονούμενη και ο σύντροφός της διοργάνωσαν πάρτι κατά τη διάρκεια του οποίου έτρωγαν, κατανάλωναν ποτά και μπαινόβγαιναν στην πισίνα.

 

Σε κάποια στιγμή γύρω στις 2.00 π.μ. η παραπονούμενη, ενώ βρισκόταν στην πισίνα, αισθάνθηκε αδιαθεσία και πήγε στο υπνοδωμάτιό της.  Ξάπλωσε φορώντας μόνο το κάτω μέρος του μαγιό της και αποκοιμήθηκε.  Ενώ η παραπονούμενη κοιμόταν, αισθάνθηκε κάποιον να της κάνει έρωτα και να έχει το πέος του μέσα στον κόλπο της.  Επειδή με τον σύντροφό της συνήθιζαν κάτι τέτοιο, νομιζόμενη ότι ήταν αυτός, ανταποκρίθηκε αγκαλιάζοντάς τον.

 

Τότε άκουσε το πρόσωπο που νόμιζε ότι ήταν ο σύντροφός της να της λέει με ουκρανική προφορά «σου αρέσει αυτό πουτάνα;».  Με το άκουσμα της φωνής του και ενώ το πέος του βρισκόταν μέσα στον κόλπο της, αντιλήφθηκε ότι δεν επρόκειτο για τον σύντροφό της και αμέσως έσπρωξε το πρόσωπο αυτό από πάνω της.  Λόγω του ότι στο υπνοδωμάτιο της υπήρχε μεγάλη παραθυρόπορτα από την οποία έμπαινε φως από τον χώρο της πισίνας, μπόρεσε να δει ότι επρόκειτο για τον κατηγορούμενο.»

 

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρούμε ορθό, για σκοπούς κατανόησης, όπως παραθέσουμε αυτούσια την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης και του εφεσείοντα.

 

Η παραπονούμενη δεν υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ικανοποιητικές τις εξηγήσεις που προέβαλε ως προς το γιατί δεν το υιοθέτησε και κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά στο ουσιαστικό μέρος των γεγονότων που η παραπονούμενη παρουσίασε ενώπιον μας διακρίναμε σταθερότητα, και αμεσότητα στο λόγο της, αλλά και διάθεση αποκάλυψης κάθε σχετικού γεγονότος χωρίς δισταγμό ή δυσκολία.  Διακρίναμε επίσης κατηγορηματικότητα στα λεγόμενα της διατυπωμένα χωρίς επιφυλάξεις ή ασάφειες.  Επρόκειτο, ως κρίνουμε, για καθαρό λόγο με αυθόρμητες απαντήσεις.  Δεν διατηρούμε αμφιβολία για την αλήθεια των λεγομένων της τα οποία έχουμε πεισθεί ότι ήταν η επανάληψη των βιωματικών στιγμών και της απρόσμενης κατάστασης στην οποία βρέθηκε, αντιδρώντας πάλι με τον ίδιο αυθορμητισμό, ως αναδύεται μέσα από την αφήγηση της για τα επίδικα γεγονότα.  Η κατηγορηματική απόρριψη εκ μέρους της κάθε ουσιαστικής υποβολής, κατά την αντεξέταση της, συνοδευόμενη από πειστικές και εν τέλει βιωματικές απαντήσεις ενδυνάμωσε τη θετική εικόνα και την αξιοπιστία της.

 

Παρατηρούμε ακόμη πως κάποια σημεία της μαρτυρίας της, στα οποία η υπεράσπιση στηρίζεται προωθώντας τη θέση ότι η παραπονούμενη προσέφυγε σε ψεύδη και εντυπώσεις, δεν έχουν τη δυναμική που η υπεράσπιση τους αποδίδει.  Αναφερόμαστε στο ότι δεν θυμόταν, η παραπονούμενη, το όνομα του ψυχολόγου από τον οποίο ζήτησε υποστήριξη μετά το συμβάν του βιασμού.  Έχοντας λάβει υπόψη ότι η επικοινωνία ήταν μέσω διαδικτύου και ότι η θεραπεία που συστάθηκε ήταν η λήψη κάποιων χαπιών τα οποία της αγόρασε ο συμβίος της, δεν θεωρούμε πως ήταν παράλογο να μην θυμάται το όνομα του ιατρού και συνεπώς δεν αποδεχόμαστε τη θέση της υπεράσπισης πως επρόκειτο για αναφορά εντυπωσιασμού και προσπάθεια να γίνει πιστευτή.  Επίσης σ’ ότι αφορά το ενδεχόμενο η παραπονούμενη να ήταν ασφαλισμένη και προφανώς η καταγγελία της να σχετίζεται με αποζημιώσεις, με εξιλαστήριο θύμα τον κατηγορούμενο, φρονούμε, επίσης, πως η παραπονούμενη είπε την αλήθεια, ότι δεν είχε κάποια ασφάλεια, λέγοντας μόνο πως πριν το ταξίδι ο συμβίος της έκανε ταξιδιωτική ασφάλεια πλην όμως αυτή δεν ασχολήθηκε με το θέμα.  Δεν εντοπίζουμε υποβολή ότι υπήρχε εν ισχύ ασφάλεια για αποζημίωση λόγω βιασμού ώστε να προβληματιστούμε προς την κατεύθυνση που ήθελε η υπεράσπιση να οδηγήσει τη σκέψη μας.  Ο συμβίος της αντεξεταζόμενος ξεκαθάρισε πως επρόκειτο για ταξιδιωτική ασφάλεια και δεν ρωτήθηκε αυτός αν υπήρχαν όροι οι οποίοι να κάλυπταν αποζημίωση για βιασμό και μάλιστα τον Αύγουστο του 2020, ήτοι 2 μήνες μετά που τελείωσε το ταξίδι τους προς Κύπρο.  Ούτε ρωτήθηκαν η παραπονούμενη και ο συμβίος της, Μ.Κ.12 και Μ.Κ.13, αν υποβλήθηκε απαίτηση σχετικά με το βιασμό της παραπονούμενης σε οποιαδήποτε ασφάλεια για διεκδίκηση αποζημίωσης.  Συνακόλουθα θεωρούμε πως δεν παρέχεται πεδίο για υποψίες, εκ μέρους του Δικαστηρίου, συναφείς με τη γνησιότητα και ειλικρίνεια του παραπόνου της παραπονούμενης.

 

Πέραν των προαναφερόμενων, εκτός από τον προφορικό λόγο της παραπονούμενης, τον οποίο αποδεχθήκαμε ως αξιόπιστο, διαπιστώνουμε την ύπαρξη υποστηρικτικής μαρτυρίας ως προς την εξέλιξη των γεγονότων που αυτή περιέγραψε.  Πρόκειται για τον εντοπισμό γενετικού υλικού (DNA) το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου ως μαρτύρησε ο δρας Καριόλου, Μ.Κ.14, το οποίο εντοπίστηκε στο σεντόνι του κρεβατιού στην πλευρά που ήταν ξαπλωμένη η παραπονούμενη.  Δεν έχει διαλάθει της προσοχής μας προς ο δρας Καριόλου μαρτύρησε πως ήταν δυνατό να εναποτεθεί το εν λόγω υλικό όταν ο κατηγορούμενος μετέβηκε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης, όταν μαζί με τον Tsipar είχαν βοηθήσει το συμβίο της να ξαπλώσει, ως έγινε και δεν αμφισβητείται, ωστόσο επισημαίνουμε πως το εν λόγω γεγονός έλαβε χώρα στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και του σεντονιού ως ο κατηγορούμενος κατέθεσε και όχι στην πλευρά που ξάπλωνε η παραπονούμενη.  Επιπλέον επισημαίνουμε πως η παραπονούμενη μετά που σηκώθηκε από το κρεβάτι της, όταν έσπρωξε τον κατηγορούμενο από πάνω της, δεν επέστρεψε πίσω σ’ αυτό επομένως είναι αδύνατο αυτή να μετέφερε γενετικό υλικό του κατηγορούμενου από το μηρό της ή από οπουδήποτε αλλού στο συγκεκριμένο σημείο όπου πάλι εντοπίστηκε γενετικό υλικό του κατηγορούμενου.  Εδώ παρεμβάλλει ακόμη μία παράμετρος, μέσα από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου ο οποίος πρόβαλε τη θέση ότι όταν βοήθησε, μαζί με τον Tsipar, το συμβίο της να ξαπλώσει δεν είδε αν κοιμόταν στο κρεβάτι η παραπονούμενη.  Δεν έχουμε πεισθεί αφενός ότι ήταν δυνατό να αγγίξει σε εκείνο το στάδιο το σεντόνι, στο σημείο όπου εντοπίστηκε το γενετικό του υλικό και όμως να μην αντιληφθεί την παρουσία της παραπονούμενης.  Προφανώς η θέση του συνιστά προσπάθεια, ανεπιτυχώς, να κλονίσει τη σημασία του εντοπισμού του γενετικού του υλικού επί του σεντονιού στην πλευρά που ξάπλωνε η παραπονούμενη.»

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορουμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Επειδή η κατάληξη μας για την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εκδοχής του κατηγορούμενου προφανώς θα αποβεί να είναι καταλυτικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης, θεωρούμε ότι οφείλουμε να εξηγήσουμε επ’ ακριβώς και με σαφήνεια την κρίση μας, και να παραθέσουμε όσο πιο λεπτομερώς γίνεται τους λόγους που μας προκάλεσαν βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος δεν είπε την αλήθεια αλλά παρουσίασε ενώπιον μας μια κατασκευασμένη εκδοχή.

 

1.         Διακρίναμε κατ’ αρχήν στο εδώλιο υποκριτικό ύφος και παραστατικές κινήσεις με αχρείαστους πλατειασμούς, προκειμένου αυτός να είναι όσο πιο δυνατό γίνεται πειστικός για την αλήθεια της εκδοχής του.  Δεν συνοδευόταν όμως η εν λόγω συμπεριφορά του από πειστικότητα, με εμφανή την αγωνία του να γίνει πιστευτός.

 

2.         Μας προξένησε αρνητική εντύπωση όταν μέσα από τη μαρτυρία του άφησε να νοηθεί ότι είναι αυτός που δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από την παραπονούμενη, θέση που υπέβαλε στην τελευταία η δικηγόρος του πλην όμως η παραπονούμενη απέρριψε, ωστόσο κάποια ανάλογη αναφορά δεν εντοπίζουμε να γίνεται προγενέστερα εκ μέρους του, και δεν εννοούμε ότι δεν αναφέρθηκε στην κατάθεση του που έδωσε στην αστυνομία απαντώντας «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο», αφού ήταν δικαίωμα του αυτό.  Όμως ήταν αναμενόμενο να κάνει σχετική καταγγελία στην αστυνομία όταν του αποδιδόταν το αντίθετο.  Πολύ δε περισσότερο αναμενόμενο ήταν να κάνει τέτοια αναφορά στον Tsipar, που ήταν κοινός φίλος, αμέσως μετά το συμβάν, και την ώρα που ο τελευταίος εμφανίστηκε εντοπίζοντας την παραπονούμενη και τον κατηγορούμενο μέσα στην τουαλέτα να συζητούν και την παραπονούμενη να φωνάζει, αλλά ακόμη και προς το σύντροφο της παραπονούμενης, ο οποίος τον ρώτησε ευθέως να του απαντήσει τι έγινε μεταξύ αυτού και της συμβίας του.  Κατά τη μαρτυρία του δε, ενώπιον μας, δεν κατέθεσε πως πρόβαλε τέτοια θέση είτε προς τον Tsipar είτε προς τον συμβίο της παραπονούμενης.  Κρίνουμε πως η εν λόγω θέση του συνιστά εκ των υστέρων σκέψεις και την απορρίπτουμε.

 

3.         Μια άλλη επίσης σχετική παράμετρος, με την αρνητική εικόνα που άφησε ενώπιον μας ο κατηγορούμενος, είναι όταν μαρτύρησε πως όταν μαζί με τον Tsipar βοήθησαν τον συμβίο της παραπονούμενης να ξαπλώσει στο υπνοδωμάτιο, αυτός δεν είδε αν η παραπονούμενη βρισκόταν εκεί ξαπλωμένη στο ίδιο κρεβάτι, δίδοντας μη πειστικές εξηγήσεις, κυρίως, λέγοντας πως θεωρεί το χώρο του υπνοδωματίου ενός ζευγαριού ιερό, ωστόσο αυτό δεν αποδεχόμαστε πως τον εμπόδιζε να δει την παραπονούμενη αφού πρόκειται για δύο ξεχωριστά θέματα.

 

4.         Διαπιστώνουμε επίσης αντιφατικότητα στα λεγόμενα του σχετικά με τον τρόπο που του μίλησε αρχικά ο συμβίος της παραπονούμενης, μετά το επίδικο συμβάν, αλλά και ως προς το φωτισμό μέσα στην τουαλέτα που ισχυρίζεται ότι του ζήτησε η παραπονούμενη να έχει σεξ μαζί της.  Όσον αφορά στο πρώτο θέμα σημειώνουμε πως έγινε υποβολή της συνηγόρου του προς την παραπονούμενη, ότι ενώ ο κατηγορούμενος καθόταν με την πλάτη προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο συμβίος της ο τελευταίος τον κτύπησε απ’ ευθείας, άρα χωρίς πρώτα κάποιο διάλογο.  Όσον αφορά στο δεύτερο θέμα αυτό σχετίζεται με την εκδοχή της παραπονούμενης ότι αφού έσπρωξε τον κατηγορούμενο μέσα στην τουαλέτα, άναψε το φως για να έχει καλύτερη ορατότητα και να βεβαιωθεί ποιος ήταν.  Ο κατηγορούμενος ωστόσο αρχικά είπε ότι ήταν σκοτεινά, ενώ αμέσως μετά έκανε λόγο για ενδεχόμενο τεχνητό φωτισμό αλλά και ότι άναψε αυτός το φως.

 

5.         Αρνητική εντύπωση μας δημιούργησε ο κατηγορούμενος και όταν προκειμένου να αφήσει εντυπώσεις ότι η παραπονούμενη του ζήτησε να κάνουν σεξ, υπονοώντας επειδή δεν είχε καλή σχέση με το συμβίο της, λέγοντας πως κατάλαβε ότι ήταν απομακρυσμένοι και τούτο επειδή η παραπονούμενη σε κάποια στιγμή ήταν χωρίς το πάνω μέρος του μαγιό της, θέση την οποία απορρίπτουμε.  Εξήγησε η παραπονούμενη πως αυτό είχε γίνει όταν βρισκόταν μέσα στην πισίνα, σε μια άκρια με το συμβίο της, ο οποίος της αφαίρεσε το πάνω μέρος του μαγιό της και όταν βγήκε από την πισίνα τυλίχτηκε με μία πετσέτα.  Επιπρόσθετα σημειώνουμε πως κατά τη μαρτυρία της παραπονούμενης δεν της υποβλήθηκε ότι αυτή ήταν χωρίς το πάνω μέρος του μαγιό της πριν εισέλθει στην πισίνα, ως κατέθεσε ο κατηγορούμενος, προκειμένου αυτή να τοποθετηθεί σε έναν τέτοιο ισχυρισμό του.

 

6. Δεν αποδεχόμαστε επίσης ότι ο κατηγορούμενος ενώ επιθυμούσε πριν εγκαταλείψει το σπίτι της παραπονούμενης και του συμβίου της, να φθάσει η αστυνομία και να λυθεί η «παρεξήγηση», ως ανέφερε, που προφανώς εμπιστευόταν την αστυνομία, στη συνέχεια όταν ρωτήθηκε γιατί, μετά που έφυγε από το σπίτι των Μ.Κ.12 και Μ.Κ.13, δεν αποτάθηκε στην αστυνομία για να ζητήσει προστασία, αφού δεν είχε πράξει κάτι παράνομο, αλλά επέλεξε να φύγει το συντομότερο για τη χώρα του, ανέφερε πως δεν γνώριζε κανένα και ήταν ξένος και προφανώς δεν εμπιστευόταν την αστυνομία, χωρίς να έχει μεσολαβήσει οτιδήποτε σε σχέση με την αστυνομία ώστε να είχε λόγο να μην την εμπιστεύεται.

 

7.         Ως ισχυρίστηκε η παραπονούμενη μπήκε στην πισίνα με τα εσώρουχα της, κάτι που τον σόκαρε αφού κάτι τέτοιο δεν το θεωρεί κοινωνικά αποδεκτό όταν  υπάρχουν άγνωστα πρόσωπα στην παρέα.  Σε άλλο σημείο είπε για την παραπονούμενη ότι μπήκε μέσα στην πισίνα χωρίς να φοράει το πάνω μέρος του μαγιό της.  Σε άλλο δε σημείο της αντεξέτασης είπε ότι δεν την είδε χωρίς να φοράει το πάνω μέρος του μαγιό της, ενώ δεν πρόσεξε αν το είχε βγάλει από μόνη της ή αν της το είχε αφαιρέσει ο σύντροφος της.  Για τον Mrnak είπε ότι σε κάποια στιγμή προς το τέλος της διασκέδασης έβγαλε το παντελονάκι που φορούσε και βούτηξε στην πισίνα εντελώς γυμνός αλλά και ότι του είχε αναφέρει πως διατηρούσε σχέσεις με τον υπόκοσμο και ότι με παράνομα μέσα θα μπορούσε να τον βοηθήσει για επίλυση τυχόν προβλημάτων του.  Μαρτύρησε ακόμη ότι οι δύο παραπονούμενοι ως ζεύγος ήταν μεταξύ τους απομακρυσμένοι.  Σημειώνουμε ότι έχουμε εξηγήσει το λόγο που δεν αποδεχθήκαμε τη μαρτυρία του, κυρίως ότι κατά το χρόνο της μαρτυρίας των Μ.Κ.12 και Μ.Κ.13 δεν τους υποβλήθηκαν θέσεις που σχετίζονται με την ενδυμασία τους.  Από τα πιο πάνω έχουμε αποκομίσει την εικόνα ότι προκειμένου ο κατηγορούμενος να πείσει για την ειλικρίνεια του και την αλήθεια της εκδοχής του, επιστράτευσε την εξύψωση του εαυτού του ως άμεμπτου και ηθικού ατόμου και τη μείωση των δύο παραπονούμενων.  Στην προσπάθεια του δε αυτή ισχυρίσθηκε ακόμη ότι ο λόγος που δεν πρόσεξε αν η παραπονούμενη κοιμόταν στο κρεβάτι της, όταν μαζί με τον Tsipar μετέφεραν εκεί τον συμβίο της, ήταν γιατί θεωρεί το υπνοδωμάτιο του ζεύγους μέρος ιερό.  Έχουμε όμως ήδη διατυπώσει την κρίση μας γι’ αυτή του τη μαρτυρία και ως εκ τούτου περισσεύει οποιοδήποτε περαιτέρω σχόλιο.»

 

Με βάση τις πάγιες νομολογιακές αρχές, η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.  Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Η επέμβαση του δικαιολογείται μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έχει δεκτεί ως αξιόπιστη.  Εάν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά, δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.  Η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά συνολικά και βάσει ενιαίας προσέγγισης.  Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι είναι εσφαλμένα με παράθεση ιδιαίτερα πειστικών λόγων (βλ. Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/20, ημερ. 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Έφ. 19/20, ημερ. 20.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:D68, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/21, ημερ. 16.3.2022, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(A) AAΔ 200).

 

Στην υπόθεση Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 27/17, ημερ. 21.11.2017, αναφέρθηκε ακόμη ότι το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ αρχής υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται.

 

Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απουσία του Tsipar M…. δεν άφησε οποιοδήποτε κενό ως προς τις εκατέρωθεν εκδοχές και επομένως εσφαλμένη είναι και η κατάληξη του ως προς την σημασία της απουσίας του από όλη διαδικασία. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο Εφεσείων ότι  κατά παράβαση της νομολογίας και των αρχών που διέπουν τη δίκαιη δίκη, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που ο Tsipar M…. δεν ήταν μάρτυρας επί του κατηγορητηρίου ενώπιον του, δεν όφειλε η Κατηγορούσα Αρχή να τον κλητεύσει, παραπέμποντας ο κ. Τσολακίδης στην αγόρευσή του στην υπόθεση Smache Richard Arthur v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2010) 2 ΑΑΔ 378.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω θέση του Εφεσείοντα.

 

Στην υπόθεση Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 192/16, ημερ. 26.9.19, ECLI:CY:AD:2019:B395, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα για παρόμοιο ζήτημα: «Το όνομα του πατέρα του Εφεσείοντα δεν περιλαμβάνεται στους μάρτυρες επί του Κατηγορητηρίου και η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε καμιά υποχρέωση να τον καλέσει.  Επρόκειτο για τον πατέρα του Κατηγορούμενου και η Υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να τον καλέσει εκείνη.»

 

Στην υπόθεση Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706, αναφέρθηκε ότι δεν υπάρχει κανόνας που να υποχρεώνει την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει μάρτυρα απλώς για να βοηθήσει την Υπεράσπιση να καταστρέψει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Τονίστηκαν περαιτέρω στην υπόθεση Σταυρινού (πιο πάνω) και τα ακόλουθα:

 

«Το όλο ζήτημα σχολιάζεται εκτενώς στον Archbold: Criminal Pleading Evidence and Practice, Έκδοση 2007, σελ. 468-469, παρ. 4-275 και 4-276.  Με αναφορά στην απόφαση R. v. Russel-Jones (1995) 1 Cr. App. R. 538, καταγράφεται ότι εναπόκειται στην ίδια την Κατηγορούσα Αρχή να αποφασίσει ποιος μάρτυρας μπορεί να δώσει ικανοποιητική και πειστική μαρτυρία και σ’ αυτή την παράμετρο δεν πρέπει βέβαια να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ο μάρτυρας να είναι λιγότερο βοηθητικός προς την Κατηγορούσα Αρχή και περισσότερο προς την Υπεράσπιση.  Οι επτά παράμετροι που καθόρισε η πιο πάνω υπόθεση δεν θεωρούνται ως άκαμπτοι, εναπόκειται δε στην Κατηγορούσα Αρχή να ασκήσει ορθή και προς το συμφέρον τ ης δικαιοσύνης κρίση και το Δικαστήριο θα επέμβει μόνο αν θεωρήσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε πάνω σε λανθασμένη αρχή.»

 

Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το όνομα του μάρτυρα δεν αναγράφετο στο Κατηγορητήριο, όμως η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε χρόνο από το Δικαστήριο να τον καλέσει, ενώ αυτός βρισκόταν στο εξωτερικό (σελ. 428 και 429 των πρακτικών).

 

Παρά τον χρόνο που δόθηκε στην Κατηγορούσα Αρχή, η εκπρόσωπος της δήλωσε σε επόμενη δικάσιμο ότι ο μάρτυρας για προσωπικούς λόγους δεν θα ερχόταν στο Δικαστήριο (σελ. 449 των πρακτικών).  Δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Κατηγορούσα Αρχή ότι ενήργησε πάνω σε λανθασμένη αρχή και ότι η μη εμφάνιση του μάρτυρα στο Δικαστήριο επηρέασε τα δικαιώματα του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη.  Να υπενθυμίσουμε ότι ο μάρτυρας ήταν φίλος του Εφεσείοντα, αυτός τον είχε πάρει στο σπίτι της παραπονούμενης και θα μπορούσε ο Εφεσείων να τον καλέσει στη δίκη [βλ. Σταυρινού (πιο πάνω)]. 

 

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ισχυρίζεται ο Εφεσείων στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι, κατά παράβαση της νομοθεσίας και της νομολογίας αναφορικά με το πρώτο παράπονο, το Κακουργοδικείο αποδέχθηκε ως πρώτο παράπονο την γενικόλογη αναφορά της Μ.Κ.13 προς τον σύζυγο της, τον Μ.Κ.12, ενώ κατ’ ισχυρισμό της Μ.Κ.13 δέκτης του πρώτου παραπόνου δεν ήταν ο Μ.Κ.12, αλλά ο Tsipar Μ….

 

Ούτε η θέση αυτή του Εφεσείοντα μας βρίσκει σύμφωνους και ιδιαίτερα η θέση του κ. Τσολακίδη ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα συνομιλίας της παραπονούμενης με τον Μ.Κ.12. Να τονίσουμε αρχικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία της παραπονούμενης ως αξιόπιστη και ανέφερε ότι «δεν αποτελεί σφάλμα η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, έστω και αν το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταδικάσει  και χωρίς αυτή αφού αυτή μπορεί να ενδυναμώσει έστω και εκ του περισσού το ήδη αξιόπιστο της δικαστικής κρίσης».

 

Εκ του περισσού, όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του, προχώρησε στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και έκρινε ως τέτοια την αναφορά της παραπονούμενης στον σύντροφό της, τον Μ.Κ.12 (σελ. 283 και 287 των πρακτικών).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι οι συνθήκες και ο χρόνος εντός του οποίου η παραπονούμενη ανέφερε στον Μ.Κ.12 τι έγινε αποτελούσαν πρώτο παράπονο (βλ. Κορέλλης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12) και ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ισχυρίζεται ο Εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι η εκδοχή της παραπονούμενης τόσο αυτή που προωθήθηκε για πρώτη φορά ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και η αρχική που προώθησε με την κατάθεσή της, είναι παντελώς παράλογη και αντιφατική και ως τέτοια θα έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ο Εφεσείων στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τον τρόπο προσέγγισης των αντιφάσεων που παρατηρούνται μεταξύ της εκδοχής που η Μ.Κ.13 προώθησε ενόρκως και των όσων κατέγραψε στην γραπτή κατάθεσή της στην αστυνομία.

 

Η παραπονούμενη, όταν της υποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η γραπτή κατάθεσή της στην αστυνομία (Τεκμήριο 34), αναγνώρισε ότι ήταν αυτή την οποία έδωσε στην αστυνομία, όμως σε ερώτηση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής αν συμφωνεί με το περιεχόμενό της και το υιοθετεί, απάντησε «Όχι με όλα» και σε περαιτέρω ερώτηση με τί συμφωνεί και με τί διαφωνεί, η παραπονούμενη ανέφερε ότι θα ήθελε να πει στο Δικαστήριο τι ακριβώς είχε γίνει (σελ. 231 των πρακτικών).  Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονούμενης και σε κανένα σημείο τους δεν εντοπίσαμε να υιοθέτησε η παραπονούμενη το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης. Το γεγονός αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο και εξέτασε τους λόγους τους οποίους η παραπονούμενη ανέφερε ως προς το γιατί δεν υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης και έκρινε «καθ’ όλα άμεμπτη την επιλογή της παραπονούμενης να μην υιοθετήσει την κατάθεσή της.»

 

Είναι όμως ενδεικτική, σε σχέση με το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης και τις ισχυριζόμενες από την Υπεράσπιση αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης η πιο κάτω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:

 

«Αναμενόμενο ήταν αν υπήρχαν τέτοιες αντιφάσεις ή ακόμα και προσπάθεια δημιουργίας ευχέρειας στην παραπονούμενη για να ελίσσεται και να αποφεύγει αναφορές τις οποίες έκανε στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία να της υποδεικνύονταν με συγκεκριμένες αναφορές επί της κατάθεσης της, αλλά και να υποβάλλονταν σχετικές θέσεις, ωστόσο δεν εντοπίζουμε προώθηση τέτοιων θέσεων ή ζητημάτων μέσα από την αντεξέτασή της.»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταδεικνύει ότι δεν τέθηκε ενώπιον του ζήτημα αντιφάσεων στη μαρτυρία της παραπονούμενης ώστε να εξεταστεί από το Δικαστήριο  και να υπάρχει το υπόβαθρο για τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι το Κακουργοδικείο έσφαλε ως προς τον τρόπο προσέγγισης των αντιφάσεων που παρατηρούνται μεταξύ της εκδοχής που η Μ.Κ.13 προώθησε ενόρκως και των όσων κατέγραψε στη γραπτή της κατάθεση.

 

Ούτε όμως μέσα από τους λόγους έφεσης τέθηκαν είτε οι κατ’ ισχυρισμόν αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης είτε τα σημεία που κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα κατεδείκνυαν τον παραλογισμό της εκδοχής της παραπονούμενης, παρά τη λεκτική αναφορά του κ. Τσολακίδη στη γραπτή του αγόρευση.

 

Η αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης στηρίζεται σε μια γενική τοποθέτηση χωρίς υπόβαθρο αφού, όπως φαίνεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση και δεν έχει αμφισβητηθεί, η παραπονούμενη δεν ρωτήθηκε «επί συγκεκριμένων αναφορών επί της κατάθεσής της και να τοποθετηθεί αν όντως έτσι έχει αναφέρει ή δεν γράφτηκε-μεταφράστηκε κάτι συγκεκριμένο σωστά.».  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λ.Κ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο Εφεσείων παρέλειψε να αντεξετάσει την παραπονούμενη ως προς τα συμβάντα, όπως έγινε και στην παρούσα υπόθεση.

 

Έχουμε επίσης μελετήσει πολύ προσεκτικά τα πρακτικά σε συσχετισμό με τις αναφορές του Εφεσείοντα στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα και προσοχή στο περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονούμενης και της εκδοχής της η οποία ήταν παντελώς παράλογη και αναξιόπιστη και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου. Ο Εφεσείων δεν έχει παραθέσει οποιονδήποτε πειστικό λόγο που να ικανοποιεί ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την παραπονούμενη είναι εσφαλμένα.  Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το περιεχόμενο της μαρτυρίας του και της εκδοχής του η οποία συνάδει πλήρως με την υπόλοιπη επιστημονική μαρτυρία.  Παρά τον πιο πάνω ισχυρισμό του, ο Εφεσείων δεν αναφέρει ποια σημεία της επιστημονικής μαρτυρίας συνάδουν με τη μαρτυρία του.  Αντίθετα, μέσα από μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας του Μ.Κ.14 για τον εντοπισμό γενετικού υλικού, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του Εφεσείοντα, στο σεντόνι του κρεβατιού στην πλευρά που ήταν ξαπλωμένη η παραπονούμενη, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η θέση που προέβαλε ο Εφεσείων συνιστούσε ανεπιτυχή προσπάθεια να κλονίσει τη σημασία του εντοπισμού του γενετικού του υλικού επί του σεντονιού στην πλευρά που ξάπλωνε η παραπονούμενη. 

 

Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή το απόσπασμα των πρακτικών που σχετίζεται με τη μαρτυρία του Μ.Κ.14 και τα αντίστοιχα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στον τρόπο αξιολόγησης της δικής του μαρτυρίας και ότι κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα ως προς την αξιοπιστία του.  Μέσα από τη μαρτυρία του Μ.Κ.14 η οποία κρίθηκε καθ’ όλα αξιόπιστη, προκύπτει ότι στο σεντόνι του κρεβατιού στην πλευρά που ήταν ξαπλωμένη η παραπονούμενη εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό της παραπονούμενης και του Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση του Μ.Κ.14 ότι ήταν δυνατό να εναποτεθεί το εν λόγω υλικό όταν ο Εφεσείων μετέβηκε στο υπνοδωμάτιο της παραπονούμενης μαζί με τον Tsipar για να βοηθήσουν τον σύντροφό της παραπονούμενης και να τον ξαπλώσουν στο κρεβάτι, όμως αυτό έγινε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και όχι στην πλευρά που ξάπλωνε η παραπονούμενη. Χαρακτηριστική είναι η υποβολή της δικηγόρου του Εφεσείοντα στην παραπονούμενη (σελ. 276 των πρακτικών) ότι «τον έφεραν και τον ξάπλωσαν δίπλα σου να κοιμηθεί».  Σημειώνει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι μετά που η παραπονούμενη έσπρωξε τον Εφεσείοντα και σηκώθηκε από το κρεβάτι της, δεν επέστρεψε σ’ αυτό και επομένως ήταν αδύνατο να μεταφέρει γενετικό υλικό του Εφεσείοντα από τον μηρό της ή από οπουδήποτε αλλού στο συγκεκριμένο σημείο όπου πάλι εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Εφεσείοντα.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται από την αξιόπιστη μαρτυρία, τόσο του Μ.Κ.14, όσο και της παραπονούμενης και είναι ευλόγως επιτρεπτά. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, τόσο του Μ.Κ.14 και της παραπονούμενης, όσο και του Εφεσείοντα, ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.  Ως εκ τούτου και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Στην αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων αναφέρει ότι είναι έκδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή της παραπονούμενης εκ προοιμίου και η όλη του προσπάθεια ήταν πως θα απέρριπτε ένα προς ένα τα στοιχεία που αντέτεινε η υπεράσπιση για να θεμελιώσει την αθωότητα του Εφεσείοντα.  Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα για αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης και βάσιμα έκρινε ότι δεν τέθηκε τέτοιο υπόβαθρο από τον Εφεσείοντα. 

 

Παρά την κατάληξή του για την αξιοπιστία της παραπονούμενης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη υποστηρικτικής μαρτυρίας από τον Μ.Κ.14, αλλά αναζήτησε και ενισχυτική μαρτυρία αποδεχόμενο ως τέτοια και ως πρώτο παράπονο την αναφορά της παραπονούμενης προς τον Μ.Κ.12.  Δεν εντοπίζουμε κανένα σφάλμα και ιδιαίτερα σφάλμα αρχής, ως προς τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία της παραπονούμενης και, παρά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντος ότι υπήρχαν «σημεία που καταδείκνυαν τον παραλογισμό της εκδοχής της», εντούτοις τέτοια σημεία δεν υπέδειξε με την έφεσή του.

 

Ως εκ τούτου και ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος. Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                     Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.

 

 

                                                           X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                     Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο