ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 20/2022)

 

30 Απριλίου 2024

 

[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ., Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

A.R.R.

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------------------------------------------------

 

Σ. Μάτσας, για Εφεσείοντα

Αδάμος Δημοσθένους, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.: H απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε δυο κατηγορίες (1η και 5η) αφορώσες αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του Άρθρου 6(4)(α) του περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (91(Ι)/2014), και άλλες δυο κατηγορίες (2η και 6η) για αδικήματα άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και του Άρθρου 4(1)(2)(α) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(I)/2000). Σημειωτέον ότι οι κατηγορίες 3 και 4 για σεξουαλική κακοποίηση και άσεμνη επίθεση κρίθηκαν από το Δικαστήριο ότι ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία λόγω των λεπτομερειών αδικημάτων επί του κατηγορητηρίου και αντικαταστάθηκαν με τις κατηγορίες 5 και 6 αντίστοιχα, με προσθήκη νέων λεπτομερειών βάσει του Άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στις οποίες επίσης υπήρξε καταδίκη. H αντικατάσταση των εν λόγω κατηγοριών δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.

 

        Τα αδικήματα για τα οποία ο Εφεσείων καταδικάστηκε διαπράχθηκαν κατά των δυο ανηλίκων παιδιών της συζύγου του από προηγούμενο γάμο, ήτοι της Ι.Κ. και Κ.Κ., γεννηθείσες περί τον Οκτώβριο του 2006 και Φεβρουάριο του 2005, αντίστοιχα. Κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο Εφεσείων ήταν παντρεμένος με τη μητέρα των ανηλίκων με την οποία απέκτησαν ένα παιδί. Συζούσαν όλοι μαζί στην οικογενειακή κατοικία από το 2016.

 

        Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα αδικήματα κατά της Ι.Κ. διαπράχθηκαν στις 17.11.2020, όταν το  θύμα βρισκόταν σε ηλικία 14 ετών. Ο Εφεσείων εισήλθε αργά το βράδυ περί τις 11μ.μ., στο δωμάτιο της ανήλικης φορώντας μόνο το εσώρουχο του και της ζήτησε να του κάνει μασάζ, το οποίο η ανήλικη έπραξε για λίγο. Ακολούθως ο Εφεσείων της είπε να ξαπλώσει μπρούμυτα και «αφού κάθισε στα οπίσθια της, της έβγαλε τη φανέλα και το στηθόδεσμο και της έγλειψε την πλάτη». Η ανήλικη του είπε ότι δεν ήθελε άλλο και τότε ο Εφεσείων έφυγε από το δωμάτιο, λέγοντας της να μην αποκαλύψει τι έγινε στη μητέρα της. Τα δε αδικήματα κατά της Κ.Κ. διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 1.1.2018 και 31.7.2020, σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις στις οποίες ο Εφεσείων «την αγκάλιαζε σφικτά αγγίζοντας την παράλληλα σε διάφορα μέρη του σώματος της κυρίως πάνω από τον κόκκυγα και στα πλαϊνά της κοιλιάς της».

 

        Για τη σεξουαλική κακοποίηση και άσεμνη επίθεση κατά της Ι.Κ. επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα ποινές φυλάκισης 3,5 ετών και 18 μηνών αντίστοιχα, ενώ για τα αδικήματα κατά της Κ.Κ. του επιβλήθηκαν ποινές 2 ετών και 18 μηνών αντίστοιχα.

 

        Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και ποινής. Οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης αφορούν (α) εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δυο ανηλίκων (Μ.Κ.2, Μ.Κ.3), της μητέρας (Μ.Κ.4) και πατέρα τους (Μ.Υ.1) (λόγοι 2 και 3), και της κλινικής ψυχολόγου Έλενας Χατζηθωμά (Μ.Κ.6) (λόγος 3), (γ) εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να μην επανακαλέσει τις παραπονούμενες (λόγος 4), (δ) μη απόσειση του αποδεικτικού βάρους για την απόδειξη των συστατικών στοιχείων των υπό κατηγορία αδικημάτων (λόγος 5). (ε) εσφαλμένη καταδίκη στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας (λόγος 6), (στ) ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης (λόγος 7).

 

        Με τρείς λόγους έφεσης οι επιβληθείσες ποινές προσβάλλονται ως έκδηλα υπερβολικές. Με ξεχωριστό λόγο έφεσης  προσβάλλεται το ότι η ποινή φυλάκισης δεν μειώθηκε (α) για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός για το οποίο τελούσε υπό κράτηση και (β) των τεσσάρων μηνών που ήταν ελεύθερος υπό όρους με κατ’ οίκον ηλεκτρονική παρακολούθηση.

 

Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

 

        Για σκοπούς κατανόησης των λόγων έφεσης οι οποίοι εξετάζονται στη συνέχεια, ακολουθεί σύνοψη των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και σύντομη σκιαγράφηση ουσιωδών πτυχών της δικαστικής απόφασης, οι οποίες άπτονται των λόγων έφεσης.

 

        Στις 11.2.2020 οι δυο ανήλικες έδωσαν οπτικογραφημένες καταθέσεις στο Σπίτι του Παιδιού βάσει της διαδικασίας που προνοεί το Άρθρο 43 του Ν.91(Ι)/2014 (οι οποίες αποτέλεσαν την κυρίως τους εξέταση κατά τη δίκη). Προηγήθηκε κατάθεση της μητέρας τους δυο μέρες προηγουμένως, με την οποία κατήγγειλε τον Εφεσείοντα για το περιστατικό κατά της Ι.Κ. Για τα όσα η Κ.Κ. καταλόγισε στον Εφεσείοντα στην οπτικογραφημένη κατάθεση, η μητέρα δεν γνώριζε οτιδήποτε κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Γνωστοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην οπτικογραφημένη κατάθεση της Κ.Κ., στην οποία επίσης ανέφερε τα όσα της λέχθηκαν από την αδελφή της (Ι.Κ.) για το εν λόγω περιστατικό με τον Εφεσείοντα.

 

        Μετά τη λήψη των οπτικογραφημένων καταθέσεων ακολούθησε ψυχολογική αξιολόγηση των ανηλίκων σε αριθμό συνεδριάσεων. Κατά την ψυχολογική αξιολόγηση της Ι.Κ. από την Μ.Κ.6, διαπιστώθηκαν σοβαρά μαθησιακά ελλείμματα, δυσκολία στην ανάκληση λέξεων και προτάσεων, μικρή διάσπαση προσοχής, δυσκολία στην κατανόηση ερωτήσεων και περιγραφής, καθώς και συναισθηματικές δυσκολίες οι οποίες την καθιστούν συναισθηματικά ευάλωτη, με σοβαρές συμπεριφορικές δυσκολίες προσαρμογής και κοινωνικοποίησης. Οι νοητικές της λειτουργίες φαίνεται να εμπίπτουν σε κατώτερο του φυσιολογικού πλαισίου με άλλα παιδιά της ηλικίας της. Είναι αποδεκτό ότι πάσχει από  Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (Δ.Ε.Π.Υ.). Από το 2015 φοιτά στην ειδική εκπαίδευση του σχολείου. Πάσχει επίσης από νυχτερινή ενούρηση το οποίο της δημιουργεί έντονο συναίσθημα ντροπής. Για το επίδικο περιστατικό φάνηκε να παρουσιάζει μερική συμπτωματολογία διαταραχής μετατραυματικού στρες βάσει των διαγνωστικών κριτηρίων DSM-5, όμως δεν πληρούνταν όλα τα κριτήρια για να μπορεί να τεθεί η συγκεκριμένη διάγνωση. Το τελευταίο ισχύει και για την ψυχολογική αξιολόγηση της Κ.Κ.

 

        Η μητέρα των ανήλικων στην κατάθεση της στην αστυνομία (9.12.2020) ανέφερε ότι είχε ιδία γνώση του επίδικου συμβάντος που αφορά την Ι.Κ., το οποίο παρακολούθησε κρυφοκοιτάζοντας από την πόρτα του υπνοδωματίου της θυγατέρας της χωρίς όμως να γίνει αντιληπτή. Την επόμενη ημέρα όταν η θυγατέρα της επέστρεψε από το σχολείο, τής εκμυστηρεύτηκε τα διαδραματισθέντα, με δυσκολία έκφρασης και εμφανή αναστάτωση. Στο τέλος της κατάθεσης, η μητέρα αναφέρει ότι αν δεν έβλεπε το περιστατικό με τα μάτια της δεν θα το πίστευε. Κατά τη δίκη δεν υιοθέτησε ενόρκως το περιεχόμενο της κατάθεσης, αποκαλύπτοντας ότι δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του επίδικου περιστατικού και τα όσα περί τούτου ανέφερε στην κατάθεση της είναι ψεύδη, τα οποία είπε φοβούμενη ότι η μαρτυρία της θυγατέρας της ίσως να μην γινόταν πιστευτή επειδή πάσχει από Δ.Ε.Π.Υ. Η περιγραφή του περιστατικού στην κατάθεση της προκύπτει από τα όσα της εκμυστηρεύτηκε η Ι.Κ. την επομένη ημέρα, τα οποία η μητέρα επανέλαβε λεπτομερώς στην ένορκη της μαρτυρία.

 

        Κατά την αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η μητέρα δημιούργησε πολύ κακή εντύπωση ένεκα της ψευδούς κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία, η οποία «πλήττει σφόδρα την αξιοπιστία της». Η δε «επιλογή της να το πράξει καταδεικνύει ανωριμότητα και επιπολαιότητα από μέρους της, στοιχεία που ήταν έκδηλα και στο εδώλιο του μάρτυρα». Παρά ταύτα εκρίθη ότι μέρος της ένορκης της μαρτυρίας διασώζεται, αφορώσα την εξιστόρηση του συμβάντος από την Ι.Κ. με την πρώτη ευκαιρία, όταν επέστρεψε από το σχολείο την επόμενη μέρα.

 

        Η μητέρα υπεβλήθη σε έντονη αντεξέταση. Η βασική θέση της υπεράσπισης ήταν ότι η όλη καταγγελία κατά του Εφεσείοντος ήταν ψευδής, επιστρατεύοντας προς τούτο τη θυγατέρα της Ι.Κ., με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση του Εφεσείοντος από τη συζυγική κατοικία, λόγω εξωσυζυγικής σχέσης την οποία συνήψε κατά τον χρόνο εκείνο. Η εισήγηση αυτή απερρίφθη από το Δικαστήριο ως καθόλα εξωπραγματική και αβάσιμη.

 

        Η Ι.Κ. εκρίθη αξιόπιστη κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της καθότι πάσχει από Δ.Ε.Π.Υ. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο (σελ. 18):

 

«… Είναι αξιοσημείωτο, έχοντας υπ’ όψην τις σοβαρές δυσκολίες που εντόπισε η ΜΚ.6 στην ανήλικη, που σε κάθε περίπτωση ήταν εμφανέστατες και ενώ έδινε μαρτυρία, ότι το έντονο κλίμα της αντεξέτασης ουδόλως παρέσυρε την ανήλικη σε ότι αφορούσε την εξιστόρηση των γεγονότων. Είναι ενδεικτικό της αληθούς αναφοράς της στο εδώλιο του μάρτυρα ότι η ανήλικη περιέγραψε τα όσα συνέβησαν με σταθερότητα και πειστικότητα παρά την εμφανή αδυναμία έκφρασης της. Αυτή όμως η δυσκολία στην έκφραση και η ευχέρεια ανάλυσης που σε διάφορα σημεία της αντεξέτασης απαιτήθηκε από αυτήν ενώ έδινε μαρτυρία μπορούσε εύκολα να διαπιστωθεί, δεν οδηγεί δίχως άλλο σε απόρριψη ή αναξιοπιστία. Παρατηρώ ότι αναφορικά με τη σειρά των συμβάντων η μαρτυρία της ήταν σταθερή παρά την προσπάθεια της αντεξέτασης να την πλήξει που ήταν πολλάκις έντονη (βλ. Γ.Π.Β. ν Αστυνομίας, Π.Ε.  5/2000, 30/7/2021).

 

Εστιάζοντας στο επίμαχο περιστατικό που η ανήλικη κατάγγειλε και αποτελεί αντικείμενο του κατηγορητηρίου δεν διαπίστωσα πρόβλημα με τη μαρτυρία της. Παρατηρώ ότι σε σχέση με τις αναφορές της για τα αγγίγματα του κατηγορούμενου και παρά την εκτεταμένη αντεξέταση που της έγινε για το θέμα αυτή δεν περιέπεσε σε καμιά ασάφεια ούτε απέκλινε από την αρχική της θέση για το πως εξελίχθηκε το περιστατικό στο κρεβάτι της. Σημειώνω ότι οι πράξεις που καταλογίζονται στον Κ είναι πολύ συγκεκριμένες. Η μαρτυρία της είχε τις αναμενόμενες και απαραίτητες συνέπειες, που σχετίζονται με τις πράξεις που του καταλογίζει και παρέμεινε σταθερή στην θέση της από την αρχή της καταγγελίας της μέχρι την μαρτυρία της στο Δικαστήριο …».

 

        Σχετικά με τη θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της ήταν κατασκευασμένη, υποκινούμενη από τη μητέρα της, με σκοπό την εκδίωξη του Εφεσείοντος από τη συζυγική κατοικία, αναφέρεται στη σελ. 20 της απόφασης:

 

«… Η ανήλικη δεν γνώριζε καθόλου ότι η μητέρα της είχε αναφέρει στην Αστυνομία ότι η ίδια ήταν αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού. Το άκουσε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο και συνεπώς δεν διαπιστώνεται η ενορχηστρωμένη προσπάθεια που η Υπεράσπιση εισηγείται για την «εξόντωση» του Κ. Είναι η κατάληξη μου ότι δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση το απονήρευτο και ντροπαλό παιδί που αντίκρισα στο εδώλιο του μάρτυρα να παραμένει σταθερή και αμετάκλητη σε ένα ψεύδος, μια φανταστική ιστορία που της είχε υποδειχθεί και δε βίωσε». 

 

        Αξιόπιστη εκρίθη και η Κ.Κ., η οποία στη μαρτυρία της αναφέρθηκε σε τρία διαφορετικά περιστατικά. Το πρώτο, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο του κατηγορητηρίου, έλαβε χώρα τον Σεπτέμβρη του 2016, κατά το πρώτο έτος που ο Εφεσείων συγκατοίκησε μαζί τους, όταν της ανέφερε «ο πωπός (sic) σου εν πολλά ωραίος, εν μεγάλος». Σε άλλες δυο περιπτώσεις, μεταξύ 1.1.2018 και 31.7.2018, «ενώ ήταν ντυμένη, αγκάλιασε την ΚΚ[..] και την άγγιζε παράλληλα σε διάφορα μέρη του σώματος της κυρίως πάνω από τον κόκκυγα, στα πλαϊνά της κοιλιάς της και ενίοτε στη γάμπα». Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «ήταν ξεκάθαρη και καθόλα πειστική η αναφορά της ότι τα αγγίγματα και συγκεκριμένα οι αγκαλιές του Κ δεν ήταν καθόλου πατρικές αλλά την έκαναν να αισθάνεται άβολα και δεν ήταν επιθυμητές. Άλλωστε πρέπει να υπάρχουν σαφή όρια σε ένα πατριό που ο ρόλος του είναι πολύ περιορισμένος». Το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της Κ.Κ. ήταν μέρος σχεδίου το οποίο εξυφάνθηκε από τη μητέρα τους, με σκοπό την απομάκρυνση του Εφεσείοντος από τη συζυγική κατοικία.

 

        Κληθείς σε απολογία ο Εφεσείων άσκησε το δικαίωμα σιωπής. Ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης ο οποίος εκλήθη ήταν ο πατέρας των ανηλίκων ο οποίος κατέθεσε επιστολή (τεκμήριο 23) ημερομηνίας 26.3.2021, συνταγμένη κατ’ ισχυρισμό από τον ίδιο, απευθυνόμενη στη Νομική Υπηρεσία, όπου αναφέρεται ότι στις 24.3.2021, η θυγατέρα του η Ι.Κ., τού ομολόγησε πως τα όσα κατέθεσαν η ίδια και η Κ.Κ. εναντίον του Εφεσείοντος δεν είναι αληθή. Ερωτηθείσα από τον πατέρα της γιατί είπαν τέτοιο ψέμα, η Ι.Κ. του εξήγησε ότι αυτό έγινε εν αγνοία της μητέρας τους στην προσπάθεια τους να την αναγκάσουν να διώξει τον Εφεσείοντα από το σπίτι, καθότι «κουράστηκαν να ακούν καθημερινώς διαφωνίες φωνές και καβγάδες. Πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα ήταν τόσο στεναχωρημένη και καθημερινά αναστατωμένη η μητέρα τους αλλά και οι ίδιες». Ακολούθως ο πατέρας μίλησε με την Κ.Κ., η οποία επιβεβαίωσε το αληθές των όσων του ομολόγησε η Ι.Κ.

 

        Στο τέλος της επιστολής αναφέρεται ότι ως πατέρας θεώρησε καθήκον του να ενημερώσει για τα πιο πάνω, διότι «θα ήτο άδικο να κινδυνεύει ένας αθώος άνθρωπος να καταδικαστεί για ένα τόσο σοβαρό ποινικό αδίκημα». Στην εισαγωγική παράγραφο της εν λόγω επιστολής, αναφέρεται ότι ο Εφεσείων κατηγορείται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Παραλιμνίου για σεξουαλική παρενόχληση των Ι.Κ. και Κ.Κ., μαζί με τα στοιχεία της ποινικής υπόθεσης.

 

        Σύμφωνα με τη μαρτυρία του πατέρα, έδωσε την επιστολή στη μητέρα των θυγατέρων του λέγοντας της να τη δώσει στον συνήγορο υπεράσπισης για να «δούμε αν μπορεί να γίνει κάτι».

 

        Η πρώτη φορά που έγινε αναφορά στην εν λόγω επιστολή κατά τη δίκη ήταν όταν κατέθετε η κλινική ψυχολόγος Μ.Κ.6. Έγινε τεκμήριο προς αναγνώριση για σκοπούς αντεξέτασης της μάρτυρος. Μετά το πέρας της μαρτυρίας του τελευταίου μάρτυρα κατηγορίας (Μ.Κ.7), βασιζόμενος στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε αίτημα επανάκλησης των παραπονούμενων βάσει του Άρθρου 54 της Ποινικής Δικονομίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με το σκεπτικό ότι ο υπογράφων την επιστολή δεν υιοθέτησε ακόμη το περιεχόμενο της επιστολής ενόρκως (δεν υπήρχε δηλαδή το αναγκαίο μαρτυρικό υπόβαθρο) και επομένως δεν ηγέρθη ζήτημα εξ απροόπτου ούτως ώστε να τίθεται θέμα ενεργοποίησης των προνοιών του Άρθρου 54 της Ποινικής Δικονομίας. Σημειωτέον ότι η εν λόγω ενδιάμεση απόφαση δεν προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης. Ακολούθως ο συνήγορος υπεράσπισης δήλωσε ότι δεν θα υποβάλει εισήγηση για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, αλλά θα προχωρήσει με την κλήση του πατέρα ως μάρτυρα υπεράσπισης, όπως και έγινε. Μετά τη μαρτυρία του πατέρα, η υπεράσπιση δεν υπέβαλε εκ νέου αίτημα για επανάκληση των παραπονούμενων. Ο Εφεσείων δεν κατέθεσε ενόρκως, ασκώντας το δικαίωμα της σιωπής.  Δεν κλήθηκαν άλλοι μάρτυρες υπεράσπισης.

 

        Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο πατέρας κρίθηκε πλήρως αναξιόπιστος. Πέραν της εμφανούς νευρικότητας και αναστάτωσης που τον διακατείχε κατά την αντεξέταση, η οποία δημιούργησε στο Δικαστήριο αρνητική εντύπωση, αντεξεταζόμενος ανέφερε πως δεν γνώριζε ότι η θυγατέρα του η Κ.Κ. ήταν επίσης παραπονούμενη στην ποινική υπόθεση, δεχόμενος ότι για πρώτη φορά το ακούει στο Δικαστήριο, ενώ το ακριβώς αντίθετο προκύπτει από την επιστολή όπου ο πατέρας φαίνεται να είναι γνώστης των κατηγοριών τις οποίες και οι δυο του θυγατέρες διατύπωσαν κατά του Εφεσείοντος. Τούτο προκύπτει τόσο από την εισαγωγική παράγραφο της επιστολής, όπου αναφέρεται ρητά ότι ο Εφεσείων κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση της Κ.Κ., όσο και από το υπόλοιπο κείμενο της επιστολής, το οποίο αναφέρεται στις αναληθείς κατηγορίες που κατέθεσαν και οι δυο του θυγατέρες κατά του Εφεσείοντος συμφώνως των όσων του ομολόγησαν.

 

        Εξ αυτών το Δικαστήριο συμπέρανε ότι ο πατέρας δεν ήταν ο συντάκτης της επιστολής και τα όσα σχετικώς ανέφερε στη μαρτυρία του είναι ψεύδη. Στη δε ερώτηση του κατηγόρου (στο τέλος της αντεξέτασης) ότι ο όλος τρόπος που χειρίστηκε το θέμα ήταν μεμπτός, διότι η αντίδραση του δεν ήταν η αναμενόμενη αντίδραση πατέρα που αντιμετωπίζει τέτοιο θέμα με τις θυγατέρες του, σε συνέχεια προηγούμενων υποβολών ότι δεν διερεύνησε αν αυτά που κατ΄ισχυρισμό του λέχθηκαν ήταν προϊόν ενδεχόμενης πίεσης από τρίτο πρόσωπο, ο μάρτυς είπε: «Θα προτιμούσα να μην απαντήσω».

 

(Ι) Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

        Οι λόγοι έφεσης 1, 2, και 3 άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος παραπονείται ότι το Δικαστήριο προέβη σε παράλογα, αυθαίρετα και συγκρουόμενα μεταξύ τους συμπεράσματα τα οποία δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία. Εν συντομία προβάλλει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

 

        (Α) Σχετικά με την αξιολόγηση της Ι.Κ.: (α) το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι ο Εφεσείων της έβγαλε το στηθόδεσμο, ενώ η ίδια στην κατάθεση της αναφέρει ότι της ξεκούμπωσε το στηθόδεσμο, (β) εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων της έγλυψε την πλάτη, επειδή ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε για πρώτη φορά στην κατάθεση της μητέρας της, ότι το είδε με τα μάτια της, ενώ στη δίκη η μητέρα αναίρεσε ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, (γ) εσφαλμένα θεώρησε ως ασήμαντη την αναφορά της Ι.Κ. στην κατάθεση της, ότι το επίδικο περιστατικό συνέβη πριν 1-2 βδομάδες, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη πριν 3,5 βδομάδες, (δ) ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι «στην οικογένεια της είναι μια χαρά και γενικά στο σπίτι ούλα καλά» η κλινική ψυχολόγος Μ.Κ.5, αναφέρεται σε συγκρουσιακή σχέση της μητέρας με τον Εφεσείοντα, αφότου πέρασε λίγος καιρός από το γάμο τους (2016), (ε) άλλη αντίφαση είναι ότι ενώ μεν η Ι.Κ. ανέφερε στην κατάθεση της ότι εξιστόρησε το περιστατικό με τον Εφεσείοντα στην Κ.Κ. καθ’ υπόδειξη της μητέρας τους, η δε Κ.Κ. ανέφερε στην κατάθεση της πως αυτά τα οποία της εξιστόρησε η Ι.Κ., πρώτα τα άκουσε από τη μητέρα τους, (στ) εσφαλμένα δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ότι η Ι.Κ. είχε βαρύ ύπνο και δεν θυμάται τι έγινε το προηγούμενο βράδυ όταν την ξυπνούν την επομένη, το οποίο επιβεβαίωσε η μητέρα της ότι συμβαίνει όταν την ξυπνούν για να πάει τουαλέτα λόγω του προβλήματος νυχτερινής ενούρησης που αντιμετωπίζει, (ζ) εσφαλμένη εκτίμηση των θέσεων της υπεράσπισης.

 

        (Β) Σχετικά με την αξιολόγηση της Κ.Κ.: (α) δεν έλαβε υπόψη τη μεγάλη αντίφαση στη μαρτυρία της αναφορικά με το σημείο στο οποίο την άγγιξε ο Εφεσείων, ήτοι ενώ στην κατάθεση της αναφέρει ότι την άγγιξε προς την ράχη και πιο κάτω, «όι στον ποπό λίο πιο πάνω που εν η ράχη μου», το Δικαστήριο εντελώς λανθασμένα αναφέρει στη σελ. 21, ότι σε δυο περιπτώσεις ενώ ήταν ντυμένη την άγγιξε σε διάφορα σημεία του σώματος της και κυρίως πάνω από τον κόκκυγα, στα πλαϊνά της κοιλιάς και ενίοτε στη γάμπα παρότι κατά την αντεξέταση η Κ.Κ. ανέφερε ότι την άγγιξε μόνο πάνω από τη μέση και ενώ φορούσε ρούχα, (β) δεν έλαβε υπόψη τη μεγάλη αντίφαση στη μαρτυρία της σχετικά με το χρονικό σημείο που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό, ήτοι ενώ στην κατάθεση αναφέρει ότι τα αγγίγματα γίνονταν από τις πρώτες μέρες που ο Εφεσείων πήγε σπίτι τους (δηλαδή όταν ήταν στην Στ’ Τάξη του Δημοτικού) ενώ στη συνέχεια της κατάθεσης, αναφέρει ότι τα αγγίγματα γίνονταν όταν πήγε Γυμνάσιο, (γ) δεν έλαβε υπόψη τον αντιφατικό της ισχυρισμό ότι φοβόταν τον Εφεσείοντα ενώ αντεξεταζόμενη παραδέχτηκε ότι πήγαινε μόνη της μαζί του στο γυμναστήριο, (δ) γενικά στην αξιολόγηση παραγνωρίζεται το περιεχόμενο, ποιότητα και πειστικότητα της μαρτυρίας της.

 

        Στο διάγραμμα αγόρευσης ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι η παρέλευση 22 ημερών καταγγελίας του περιστατικού στην αστυνομία από τη μητέρα, σε συνάρτηση με το ότι οι παραπονούμενες έδωσαν κατάθεση δυο μέρες αργότερα, δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την αλήθεια των ισχυρισμών που προέβαλαν στις καταθέσεις τους. 

 

        (Γ) Σχετικά με την αξιολόγηση της κλινικής ψυχολόγου Μ.Κ.6, ότι εσφαλμένα εκρίθη πως η μάρτυς ήταν αντικειμενική και προσεχτική στις τοποθετήσεις της σχετικά με την κλινική εικόνα της Ι.Κ., ενώ ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση σχετικά με τα όσα είχε ομολογήσει στον πατέρα της (βάσει του τεκμηρίου 23 το οποίο τότε ήταν τεκμήριο προς αναγνώριση), απάντησε «ίσως το παιδί να μην έπαιρνε την απαραίτητη στήριξη που χρειαζόταν και ένιωθε πίεση να πει κάτι άλλο», εξηγώντας πως αυτό δεν ανταποκρινόταν στο παιδί το οποίο είχε ενώπιον της.

 

        (Δ) Μαρτυρία πατέρα (ΜΥ1): εσφαλμένα εκρίθη αναξιόπιστος καθότι από το περιεχόμενο του τεκμηρίου 23 δεν προκύπτει το συμπέρασμα ότι γνώριζε πως η ΚΚ ήταν παραπονούμενη στην ποινική υπόθεση.

 

        Με βάση τις πάγιες νομολογιακές αρχές, η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έχει δεχτεί ως αξιόπιστη. Εάν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτά, δεν δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά συνολικά βάσει ενιαίας προσέγγισης. Εκεί όπου υπάρχουν αντιφάσεις στη μαρτυρία, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον όταν είναι ουσιαστικής μορφής δημιουργώντας ρήγμα στην υπόθεση, τουτέστιν πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι είναι εσφαλμένα, με παράθεση ιδιαίτερα πειστικών λόγων (βλ. μεταξύ άλλων, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(A) A.A.Δ. 300, Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/19, ημερ. 18.9.2020, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B95, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Έφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021 και P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.α., ημερ. 12.9.2023).

 

        Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά τους λόγους έφεσης ως αναπτύσσονται στα διαγράμματα αγόρευσης, καθώς και τα πρακτικά της δίκης, τα οποία έχουμε διεξέλθει περιλαμβανομένων των τεκμηρίων της υπόθεσης. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου, πλην συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας της ΚΚ, για λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, απαντώντας συνάμα στις ανωτέρω θέσεις του Εφεσείοντος.   

 

(Α) Σχετικά με την Ι.Κ.:

 

        (α) Το εάν ο Εφεσείων της έβγαλε ή ξεκούμπωσε το στηθόδεσμο της (σύμφωνα με τη μαρτυρία ορθό είναι το δεύτερο) είναι θέμα ήσσονος σημασίας ζήτημα, το οποίο ουδεμία επίπτωση έχει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά η αποσπασματικά, αλλά βάσει ενιαίας προσέγγισης. Τούτο επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση.

 

        (β) Το ότι η μητέρα ανέφερε ψευδώς ότι είδε τον Εφεσείοντα να γλείφει την πλάτη της Ι.Κ., ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία της Ι.Κ., η οποία δεν γνώριζε για την ψευδή κατάθεση της μητέρας της, ως ορθώς επισημαίνεται στην απόφαση (σελ. 20). Τόσο στην οπτικογραφημένη της κατάθεση όσον και στην αντεξέταση της, η Ι.Κ. επέμενε σταθερά ότι ο Εφεσείων της έγλειψε την πλάτη, υποδεικνύοντας μάλιστα το σημείο στο οποίο την έγλειψε. Το χρονικό διάστημα των 22 ημερών που μεσολάβησε για την καταγγελία της υπόθεσης από τη μητέρα, δεν έχει οποιοδήποτε αρνητικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία της.

 

        Η δε μαρτυρία της μητέρας, ότι την επομένη του  συμβάντος η Ι.Κ. της εκμυστηρεύτηκε όλα όσα της έκανε ο Εφεσείων συνάδει με τη μαρτυρία της Ι.Κ. Παρά την πολύ κακή εντύπωση που προκάλεσε η  μητέρα λόγω της ψευδούς της κατάθεσης, το εν λόγω μέρος της μαρτυρίας της έγινε πιστευτό από το Δικαστήριο. Επομένως η μητέρα δεν εξιστόρησε ένα φανταστικό συμβάν το οποίο στη συνέχεια επανέλαβε η θυγατέρα της στην οπτικογραφημένη της κατάθεση. Η προηγούμενη αντιφατική κατάθεση δεν καθιστούσε την ένορκη μαρτυρία της μητέρας εκ προοιμίου αναξιόπιστη. Η αποδοχή της εξαρτάτο από την εξάλειψη των λόγων οι οποίοι αρχικώς οδήγησαν στο ψεύδος και η προσήλωση της στην αλήθεια (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, Pal Tekinder κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

        (γ) Η αναφορά της Ι.Κ. ότι νομίζει πως το επίδικο συμβάν συνέβη 1-2 δυο βδομάδες πριν τη λήψη της οπτικογραφημένης κατάθεσης (δεν ήταν δηλαδή σίγουρη για τον χρονικό προσδιορισμό), ενώ στην πραγματικότητα συνέβη πριν 3,5 βδομάδες, δεν αποτελεί ουσιώδη αντίφαση, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για παιδί το οποίο πάσχει από Δ.Ε.Π.Υ. Σημασία έχει η σταθερότητα και συνέπεια στην περιγραφή του επίδικου περιστατικού, η οποία ορθώς αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο.

 

        (δ) Τα όσα αναφέρονται σχετικά με τις περιγραφές που έδωσαν οι Ι.Κ. και Κ.Κ. για τις σχέσεις των μελών της οικογενείας δεν συνιστούν καν αντίφαση. Πρόκειται για απαντήσεις σε διαφορετικές ερωτήσεις. Η Ι.Κ. απαντά σε ερώτηση της ανακρίτριας να πει λίγα πράγματα για τον εαυτό της, το οποίο συνάδει με τη μαρτυρία της Κ.Κ. στην κλινική ψυχολόγο Μ.Κ.5, ότι οι σχέσεις της με τα μέλη της οικογένειας είναι πολύ καλές. Η δε αναφορά της Κ.Κ. στη συγκρουσιακή σχέση της μητέρας της με τον Εφεσείοντα, ουδόλως αντιφάσκει με την εν λόγω τοποθέτηση της Ι.Κ.

 

        (ε) Ουδεμία αντίφαση υπάρχει στη χρονική αλληλουχία με την οποία η μητέρα και η Κ.Κ. ενημερώθηκαν για το περιστατικό από την Ι.Κ., τουτέστιν πρώτα η Ι.Κ. εκμυστηρεύτηκε το περιστατικό στη μητέρα της, η οποία ενημέρωσε σχετικώς την Κ.Κ., και ακολούθως η μητέρα προέτρεψε την Ι.Κ. να εξιστορήσει το συμβάν στην Κ.Κ., όπερ και εγένετο.

 

        (στ) Τα όσα αναφέρονται για το βαθύ ύπνο της Ι.Κ. δεν συσχετίζονται με το επίδικο συμβάν, καθότι αντεξεταζόμενη η Ι.Κ. δήλωσε ότι άκουσε την πόρτα να ανοίγει (όταν ο Εφεσείων εισήλθε εντός του δωματίου της) επειδή δεν κοιμόταν βαθιά εκείνη την ώρα. Οι δε σταθερές και λεπτομερείς περιγραφές του συμβάντος από την Ι.Κ. δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τη σαφή αντίληψη των διαδραματισθέντων.

 

        (ζ) Τα σχόλια του Δικαστηρίου επί των θέσεων της υπεράσπισης οι οποίες ορθώς καταγράφονται, δεν επηρέασαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των παραπονούμενων, ούτε καθιστούν την καταδίκη ακροσφαλή. Αντιθέτως, το Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς και απέκλεισε τη θέση της υπεράσπισης περί ψευδών και κατασκευασμένων καταθέσεων των παραπονούμενων υποκινούμενες από τη μητέρα τους, με σκοπό την απομάκρυνση του Εφεσείοντος από τη συζυγική κατοικία.

 

        (η) Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε για την καταγγελία της υπόθεσης από τη μητέρα δεν έχει οποιοδήποτε αρνητικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία των θυγατέρων της.

 

        Επί της θέσεως ότι η πάροδος 22 ημερών από την καταγγελία του περιστατικού στην αστυνομία από τη μητέρα των παραπονούμενων δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για την αλήθεια των ισχυρισμών τους, υπενθυμίζεται ότι συμφώνως της πάγιας νομολογίας δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός μεταξύ της κρίσης του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και της αρχής του αποδεικτικού βάρους. Πρόκειται για δυο αυτοτελή και ανεξάρτητα θέματα τα οποία δεν συμπλέκονται μεταξύ τους (βλ. μεταξύ άλλων, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614). Ο χρόνος υποβολής της καταγγελίας από τη μητέρα, ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία των παραπονούμενων.

 

Σχετικά με την Κ.Κ.:

 

        (α) Η αναφορά σε άγγιγμα στη «γάμπα» στην οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση, όντως δεν προκύπτει από το σύνολο της οπτικογραφημένης κατάθεσης και μαρτυρία της Κ.Κ. Τα αγγίγματα ήταν πάνω από τον κόκκυγα στο κάτω μέρος της πλάτης και στα πλαϊνά της κοιλιάς πάνω από τα ρούχα, ως είναι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών 5 και 6 στις οποίες καταδικάστηκε. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λεπτομέρειες των κατηγοριών 3 και 4 («την άγγιξε στη γάμπα και στην πλάτη») δεν ανταποκρίνονταν στην ενώπιον του μαρτυρία και γι’ αυτό προχώρησε σε προσθήκη των κατηγοριών 5 και 6 με νέες λεπτομέρειες. Επομένως η αναφορά σε άγγιγμα στη γάμπα δεν αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων επί των οποίων στηρίχτηκε η καταδικαστική απόφαση.

 

        (β) Δεν υπάρχει αντίφαση ως προς το χρονικό σημείο των δυο περιστατικών αγγίγματος της Κ.Κ. από τον Εφεσείοντα. Στην οπτικογραφημένη κατάθεση δεν τοποθετεί τα αγγίγματα στις πρώτες μέρες που πήγε ο Εφεσείων στο σπίτι τους, αλλά όταν ήταν Γυμνάσιο, ήτοι μια φορά στη Δευτέρα Τάξη Γυμνασίου και ακόμη μια φορά το καλοκαίρι που τελείωσε την τρίτη Τάξη Γυμνασίου.

 

        (γ) Το ότι πήγε μόνη μαζί του στο γυμναστήριο το καλοκαίρι πριν την οπτικογραφημένη κατάθεση ενώ τον φοβόταν, δεν πλήττει την αξιοπιστία της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί αυτή την πτυχή της μαρτυρίας στην απόφαση (σελ. 21), αναφέροντας ότι η ανήλικη είχε βρει τρόπους διαχείρισης των συναισθημάτων της χωρίς να τα αφήνει να εξωτερικεύονται ή να την επηρεάζουν, ως επιβεβαίωσε η κλινική ψυχολόγος Μ.Κ.5.

 

        (δ) Εκείνο το οποίο κρίνουμε ως σφάλμα αξιολόγησης είναι η ακόλουθη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (σελ. 22):

 

«Ερχόμενη σε ουσιαστικό στοιχείο της μαρτυρίας της ανήλικης ΚΚ[..] διαπιστώνω ότι ήταν ξεκάθαρη και καθόλα πειστική η αναφορά της ότι τα αγγίγματα και αγκαλιές του Κ δεν ήταν καθόλου πατρικές αλλά την έκαναν να αισθάνεται άβολα και δεν ήταν επιθυμητές. Άλλωστε πρέπει να υπάρχουν σαφή όρια σε ένα πατριό που ο ρόλος του είναι πολύ περιορισμένος, συνεπώς η αναφορά του συνηγόρου Υπεράσπισης τόσο κατά την αντεξέταση όσο και κατά τις καταληκτικές του αγορεύσεις «δεν θα μπορεί πλέον ένας πατέρας να αγκαλιάζει τα παιδιά του;» δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα».

 

        Έχουμε διεξέλθει με μεγάλη προσοχή την οπτικογραφημένη κατάθεση και πρακτικά της δίκης. Με κάθε σεβασμό δεν δικαιολογείται η διαπίστωση περί ξεκάθαρης και πειστικής μαρτυρίας της Κ.Κ., ότι «τα αγγίγματα και αγκαλιές του Εφεσείοντος δεν ήταν καθόλου πατρικές». Αντιθέτως, η μαρτυρία της Κ.Κ. επί τούτου ήταν αόριστη και ασαφής. Το διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ της αγκαλιάς του πατέρα της και του Εφεσείοντος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ήταν ότι επειδή αντί απλά να την αγκαλιάσει την άγγιζε με τον τρόπο που περιέγραψε, δηλαδή πάνω από το κόκκυγά και στη μέση. Ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασης, ερωτηθείσα να προσδιορίσει τη διαφορά του αγκαλιάσματος του Εφεσείοντος με οποιοδήποτε άλλο αγκάλιασμα, αναφέρει απλά ότι ο τρόπος που την αγκάλιασε «ήταν άλλως πως, δεν ήταν το ίδιο». Το Δικαστήριο φαίνεται να στηρίχτηκε στην υποκειμενική αντίληψη της παραπονούμενης η οποία ένιωσε άβολα από τις εν λόγω αγκαλιές και αγγίγματα, για την εξαγωγή συμπεράσματος ως προς τη φύση της επίδικης συμπεριφοράς.

 

        Έτι σημαντικότερο, είναι ότι κατά την εν λόγω αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη τη σχέση του Εφεσείοντος με τις παραπονούμενες. Η Κ.Κ. αντεξεταζόμενη δέχτηκε ότι ο Εφεσείων ήταν φιλικός, ενώ η Ι.Κ. δέχτηκε ότι ήταν γενναιόδωρος, ανοιχτόκαρδος, εκδηλωτικός, φιλικός, τις αγαπούσε, τις συμβούλευε και τις προστάτευε. Και οι δυο κρίθηκαν αξιόπιστες. Οι αγκαλιές και αγγίγματα του Εφεσείοντος ιδωμένες στο πλαίσιο αυτής της σχέσης δεν υποστηρίζουν το προαναφερθέν συμπέρασμα. Η δε αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «πρέπει να υπάρχουν σαφή όρια σε ένα πατριό που ο ρόλος του είναι πολύ περιορισμένος», δεν συνάδει με την ενώπιον του μαρτυρία. Πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα. Ούτε υπάρχουν τέτοια στερεότυπα για τον ρόλο του πατριού.

 

        Εν κατακλείδι, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Κ.Κ. ότι ο Εφεσείων σε δυο περιπτώσεις την αγκάλιασε σφικτά και την άγγιξε στα σημεία που ανέφερε, αλλά εσφαλμένα προέβη στην εξαγωγή των εν λόγω συμπερασμάτων.

 

Σχετικά με την Μ.Κ.6

 

        Δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της Μ.Κ.6. Η απάντηση την οποία έδωσε αντεξεταζόμενη κατόπιν επιμονής της υπεράσπισης να τοποθετηθεί επί του ότι η Ι.Κ. ομολόγησε στον πατέρα της ότι το παράπονο κατά του Εφεσείοντος ήταν κατασκεύασμα της ιδίας και της αδελφής της, βάσει των όσων καταγράφονται στην επιστολή του πατέρα (τότε τεκμήριο «Β» προς αναγνώριση), ουδόλως πλήττει την αξιοπιστία της. Πρόκειται για την επιστημονική της άποψη συμφώνως της οποίας, εάν υπάρχουν αντιδράσεις από την οικογένεια ή το περιβάλλον δεν είναι υποστηρικτικό, ενδεχομένως τα παιδιά να ανακαλέσουν το παράπονο, κάτι το οποίο «έχει φανεί εμπειρικά και βιβλιογραφικά» (σελ. 259 πρακτικών, γραμμές 25-26). Ήταν δε προφανής η έκπληξη της κλινικής ψυχολόγου για τα όσα καταγράφονται στην επιστολή, καθότι κατά την αφήγηση του περιστατικού η ανήλικη ήταν «ένα παιδί που εξέφραζε το αρνητικό του συναίσθημα» (σελ. 259 πρακτικών, γραμμή). Στη δε ψυχολογική αξιολόγηση (τεκμήριο 21) η Μ.Κ.6 αναφέρει (στη σελ. 6, 1η παρ.) ότι: «Κατά την περιγραφή της στο περιστατικό, ήταν έκδηλη η αηδία που ένιωσε τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά». Σημειωτέον ότι στην επικοινωνία που είχε με τον πατέρα των παραπονούμενων, ενάμιση με δυο βδομάδες πριν τη μαρτυρία της Μ.Κ.6 στη δίκη, τον ρώτησε πως είναι τα κορίτσια και αυτός δεν ανέφερε οτιδήποτε εκ των όσων καταγράφονται στην επιστολή. Η μάρτυς δεν μπορούσε να προσδιορίσει κατά πόσο η επικοινωνία αυτή ήταν πριν ή μετά την ημερομηνία της επιστολής (24.3.2021).

 

Σχετικά με τον πατέρα (ΜΥ.1)

 

        Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης στο εύρημα αναξιοπιστίας του πατέρα των παραπονούμενων βάσει των όσων αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση για την αξιολόγηση του μάρτυρα. Ευλόγως εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν ήταν ο συντάκτης της επιστολής τεκμήριο 23, ένεκα της άγνοιας στην οποία τελούσε περί του ότι και η θυγατέρα του η Κ.Κ. ήταν επίσης παραπονούμενη στην υπό εκδίκαση ποινική υπόθεση, σε αντίθεση με τα όσα σχετικώς καταγράφονται στην επιστολή.

 

(ΙΙ) Η ΜΗ ΕΠΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΩΝ

 

        Με τον 4ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης επειδή στη σελ. 30 της απόφασης αναφέρεται ότι μετά την μαρτυρία του Μ.Υ.1 «Με την εισαγωγή της θέσης ότι οι ίδιες οι ανήλικες επινόησαν αυτό το σχέδιο, αναμενόταν ότι η Υπεράσπιση να αδράξει την ευκαιρία που ως κόρη οφθαλμού διαφύλαξε και να επανακλητεύσει τις δυο ανήλικες». Προς συμπλήρωση της δικαστικής προσέγγισης επί του θέματος παρατίθεται και η συνέχεια της παραγράφου: «Όχι μόνο δεν το έπραξε η Υπεράσπιση αλλά κατηγορεί στα πλαίσια των καταληκτικών της αγορεύσεων ότι η κατηγορούσα αρχή όφειλε να το πράξει και δεν το έπραξε. Δεν υπάρχει ευχέρεια για αποδοχή μιας τέτοιας εισήγησης. Το δικαίωμα ήταν στην Υπεράσπιση να το πράξει και αμέλεια της να το πράξει δεν δημιουργεί υποχρέωση στην Κατηγορούσα αρχή».

 

        Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης στην οποία αναφέρεται ο Εφεσείων αφορά την εφαρμογή του Άρθρου 54 της Ποινικής Δικονομίας. Με άλλα λόγια ήταν υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να επανακαλέσει τις παραπονούμενες, εν όψει της μαρτυρίας του πατέρα τους. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής ο συνήγορος του Εφεσείοντος αναφέρει ότι αποτελεί υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάζει στοιχεία ακόμη και αν αυτά είναι υπερ του κατηγορούμενου, και ότι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να καλέσει μάρτυρα κατηγορίας (δηλαδή τις παραπονούμενες) ως μάρτυρα υπεράσπισης. Πρόσθετα, προβάλλει τη θέση ότι η μαρτυρία του πατέρα των παραπονούμενων ήταν «ουσιώδης για τη δίκαιη κρίση της υπόθεσης», και επομένως το Δικαστήριο όφειλε να επανακαλέσει αυτεπαγγέλτως τις παραπονούμενες, βάσει του Άρθρου 54 της Ποινικής Δικονομίας.

 

        Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε πλήρως με τις πιο πάνω εισηγήσεις. Κατ’ αρχάς τονίζεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του πατέρα και αμφισβήτησε πλήρως τα όσα αναφέρονται στην επίμαχη επιστολή. Η υποβολή αιτήματος επανάκλησης των παραπονούμενων εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του κατηγόρου, σε περίπτωση που θεωρούσε ότι αυτό καθίστατο αναγκαίο προς αντίκρουση της μαρτυρίας του πατέρα. Ο κατήγορος δεν είχε καμία υποχρέωση υποβολής αιτήματος επανάκλησης των παραπονούμενων για σκοπούς προώθησης της εκδοχής γεγονότων του πατέρα τον οποίο θεωρούσε αναξιόπιστο. Όπως και δεν είχε υποχρέωση κλήσης του πατέρα ως μάρτυρα κατηγορίας, όταν πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της επιστολής πριν το κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής. Εξαρχής ο κατήγορος δήλωσε ότι δεν αποδέχεται το περιεχόμενο της επιστολής και αν επιθυμεί η υπεράσπιση να τον καλέσει ως μάρτυρα.

 

        Εναπόκειτο στην υπεράσπιση να υποβάλει αίτημα επανάκλησης των παραπονούμενων μετά το πέρας της μαρτυρίας του πατέρα τους, εάν θεωρούσε ότι θα υποστήριζαν τα όσα ανέφερε, το οποίο δεν έπραξε (βλ. Κ.Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294). Όπως και επιχείρησε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, στηριζόμενη στην ίδια επιστολή (τότε τεκμήριο «Β» προς αναγνώριση) αμέσως μετά τον τελευταίο μάρτυρα κατηγορίας (Μ.Κ.7). Το δε κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής, δεν εμπόδιζε την επανάκληση μάρτυρα κατηγορίας βάσει του Άρθρου 54 της Ποινικής Δικονομίας, για θέμα το οποίο ηγέρθη εξ απροόπτου. Δεν επρόκειτο για κλήση καταθέσαντος μάρτυρα κατηγορίας ως μάρτυρα υπεράσπισης, το οποίο είναι δικονομικά ανεπίτρεπτό, αλλά για επανάκληση μάρτυρα κατηγορίας. Το καθεστώς του μάρτυρα παραμένει αμετάβλητο κατά την επανάκληση. Όπως η κατηγορούσα αρχή δύναται με την άδεια του Δικαστηρίου να καλέσει μάρτυρα προς αντίκρουση μαρτυρίας η οποία παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση, νοουμένου ότι το θέμα ηγέρθη εξ απροόπτου (βλ. Blackstones Criminal Practice 2019, D18.7), έτσι και η υπεράσπιση δύναται να υποβάλει αίτημα επανάκλησης μάρτυρα κατηγορίας μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής. Άλλωστε, ως ρητά αναφέρεται στο Άρθρο 54, η κλήση ή επανάκληση μάρτυρα μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, του Γ.Μ. Πική, 2η Αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 212: «Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, δικαστής μπορεί δικαιολογημένα να επανακαλέσει μάρτυρα όπου κρίνεται αναγκαίο μέτρο προς θεώρηση θέματος εγερθέντος εξ απροόπτου».

 

        Η εξουσία που παρέχει στο Δικαστήριο το Άρθρο 54, για την κλήση ή επανάκληση μάρτυρα χωρίς την υποβολή αιτήματος από την κατηγορούσα αρχή ή την υπεράσπιση, σπανίως ασκείται και μόνο εάν είναι επάναγκες για το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. R v. Clerghorn (1967) 1 All E.R. 996, Roberts (1984) 80 Cr. App. R. 153). Στο εν λόγω σύγγραμμα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται, σελ. 211: «Κατά κανόνα, ο δικαστής δεν θα αναλάβει την πρωτοβουλία να καλέσει μάρτυρα, εκτός εάν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που επιβάλλουν αυτό το μέτρο». Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από το σύγγραμμα Archbold 2021, παρ. 8-351:

 

“The judge has a discretionary power to recall or allow the recall of, witnesses at any stage of the trial prior to the conclusion of the summing up and of putting such questions to them as the exigencies of justice require, and the Court of Appeal will not interfere with the exercise of that discretion, unless it appears that an injustice has thereby resulted: R v. Sullivan, 16 Cr. App. R. 16, CCA, R v. McKenna, 40 Cr. App. R. 65, CCA”. 

 

        Στην προκείμενη περίπτωση εφόσον η υπεράσπιση δεν υπέβαλε αίτημα επανάκλησης των παραπονούμενων προς ενίσχυση της μαρτυρίας του πατέρα για λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει, το οποίο ήταν αναμενόμενο λαμβανομένου υπόψη του προηγηθέντος αιτήματος επανάκλησης το οποίο απερρίφθη λόγω έλλειψης μαρτυρικού υπόβαθρου (το οποίο αργότερα ετέθη με το τεκμήριο 23), λογικώς προκύπτει πλήρης μεταστροφή της στάσης της υπεράσπισης επί του ζητήματος μετά την αντεξέταση του πατέρα. Εν όψει τούτου ο Εφεσείων δεν μπορεί κατ΄έφεση να μέμφεται το Δικαστήριο για τη μη επανάκληση των παραπονούμενων. Ούτε η καταδίκη καθίσταται ακροσφαλής επειδή το Δικαστήριο δεν προέβη σε αυτόβουλη επανάκληση των παραπονούμενων βάσει μαρτυρίας η οποία εκρίθη καταφανώς αναξιόπιστη (βλ. Archbold 2021, παρ. 7-101).

 

(ΙΙΙ) Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

 

        Με τον 5ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων βάσει της μαρτυρίας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ορθώς κρίθηκε εναντίον του Εφεσείοντος πέραν λογικής αμφιβολίας, η απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων που αφορούν την Ι.Κ. ήτοι (α) για συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί καταχρώμενος θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας, ή επιρροής [Άρθρο 6.4(α) του Ν.91(Ι)/2014], και (β) άσεμνης επίθεσης (Άρθρο 151 του Κεφ. 154). Ορθώς το Δικαστήριο αναφέρει ότι ο Εφεσείων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πατριός των ανηλίκων συζώντας μαζί τους στην οικογενειακή κατοικία, ήταν πρόσωπο σε θέση εμπιστοσύνης προς τις ανήλικες (βλ. Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποιν. Έφ. 51/20, ημερ. 3.12.2020). Η δε πράξη στην οποία προέβη ευλόγως θεωρείται ως εκ της φύσεως της σεξουαλική, ανεξαρτήτως του σκοπού του προσώπου που προβαίνει σε αυτή και ικανοποιεί το καθαρά αντικειμενικό κριτήριο της σεξουαλικής πράξης που τίθεται στο στοιχείο (α) του Άρθρου 2, του Ν.91(1)/2014.

 

        Διευκρινίζεται ότι το διαζευκτικό κριτήριο που τίθεται στο στοιχείο (β) του ορισμού της σεξουαλικής πράξης, συμφώνως του οποίου «η πράξη δυνατό να είναι εκ της φύσεως της σεξουαλική και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διενεργείται την καθιστούν σεξουαλική», αφορά πράξη η οποία δεν ικανοποιεί το καθαρά αντικειμενικό κριτήριο του στοιχείου (α), αλλά οι συνθήκες υπό τις οποίες διενεργείται, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του δράστη, καθιστούν την πράξη σεξουαλική. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η απόφαση στην υπόθεση R v. H [2005] EWCA Crim 732, η οποία ερμηνεύει τον σχεδόν πανομοιότυπο ορισμό της σεξουαλικής πράξης, στο Άρθρο 78 του Sexual Offences Act 2003, αναφέροντας μάλιστα ότι η βαθμιαία προσέγγιση (staged approach) του Εφετείου (παρ. 9, 10) στην ανάλυση του Άρθρου 78(b) [το οποίο αντιστοιχεί στον ορισμό που περιέχεται στο στοιχείο (β) ανωτέρω], αντανακλάται στην απόφαση του Λόρδου Ackner στην R v. Court [1989] A.C.28 (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2003, B3.58, Rook and Ward on Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση, παρ. 2.62 -2.72). Συμφώνως της R v. H (ανωτέρω, παρ.13) η εξέταση του στοιχείου (β) καθίσταται αναγκαία μόνο σε περίπτωση που η απάντηση επί του στοιχείου (α) είναι αρνητική.

 

        Όσον για την άσεμνη επίθεση, ικανοποιούνται και τα τρία κριτήρια τα οποία τίθενται στην υπόθεση R v. Court (ανωτέρω), η οποία είναι η κύρια Αγγλική αυθεντία για το συγκεκριμένο αδίκημα, τουτέστιν (α) ότι ο κατηγορούμενος σκοπίμως επιτέθηκε στο θύμα, (β) η επίθεση, ή η επίθεση και οι συνθήκες οι οποίες την περιβάλλουν, είναι ικανή να θεωρηθεί από ορθά σκεπτόμενα πρόσωπα ως άσεμνη, (γ) ο κατηγορούμενος εκ προθέσεως διέπραξε τέτοια επίθεση ως αναφέρεται στο (β) ανωτέρω (βλ. Archbold 2021, παρ. 20-364 και σχετικό απόσπασμα κατωτέρω).

 

        Σχετικά με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων που αφορούν την Κ.Κ., στην πρωτόδικη απόφαση, αναφέρεται ότι, σελ. 39:

 

H ενέργεια του K να αγκαλιάσει έντονα την ΚΚ[..] ενώ παράλληλα να την αγγίζει πάνω από τον κόκκυγα στο κάτω μέρος της πλάτης και στα πλαϊνά της κοιλιάς της εμπίπτει στην κατηγορία των υποθέσεων, στις οποίες η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού συνίσταται στην επαφή δια του αγγίγματος στο σώμα του με διάφορους τρόπους (βλ. Sexual Offences Definitive Guideline) και ως εκ τούτου στοιχειοθετούνται τα αδικήματα των κατηγοριών 5 και 6 δηλαδή της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και άσεμνης επίθεσης αντίστοιχα»

 

 

        Με κάθε σεβασμό η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Ενώ σε προηγούμενο μέρος της απόφασης του αναφέρεται στην απόφαση Court (ανωτέρω) και στον ορισμό της σεξουαλικής πράξης στο Άρθρο 2 του Ν.91(Ι)/2014, εντούτοις δεν εφαρμόζει το ορθό κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση των υπό εξέταση αδικημάτων. Το Sexual Offences Definitive Guideline δεν σχετίζεται με την απόδειξη των συστατικών στοιχείων σεξουαλικής φύσης αδικημάτων, αλλά με τον καθορισμό του μέτρου της ποινής αναλόγως των περιστάσεων διάπραξης του αδικήματος.

 

        Το κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης τίθεται στην ακόλουθη περικοπή από το σύγγραμμα Archbold 2021, η οποία βασίζεται στην απόφαση του Λόρδου Ackner στην Court (ανωτέρω), παρ. 20-364:

 

«(a) Most indecent assaults will be clearly of sexual nature. Some may have sexual undertones. The jury must decide whether “right-minded persons would consider the conduct indecent or not”. The test is whether what occurred was so offensive to contemporary standards of modesty and privacy as to be indecent.

 

(b) If the circumstances of the assault are incapable of being regarded as indecent, then the undisclosed intention of the accused could not make the assault an indecent one: see George [1956] Crim.L.R. 52, Assizes (Streatfeild J).

 

(c) The victim need not be aware of the circumstances of indecency or apprehend indecency.

 

(d) Cases which ordinarily present no problem are those in which the facts, devoid of explanation will give rise to the irresistible inference that the defendant intended to assault his victim in a manner in which right-minded persons would clearly think was indecent. Where the circumstances are such as only to be capable of constituting an indecent assault, in order to determine whether or not right-minded persons might think that the assault was indecent the following factors are relevant:

 

(i) the relationship of the defendant to the victim (relative, friend, stranger)

(ii) how the defendant had come to embark on this conduct and why he was so behaving.

 

Such information helps the jury helps the jury to answer the vital question: are we sure that the defendant not only intended to commit an assault but an assault which was indecent? Any evidence which tends to explain the reason for the defendant’s conduct is irrelevant to establish whether or not he intended to commit not only an assault but an indecent one.

 

(e) The prosecution must prove (i) that the accused intentionally assaulted the victim; (ii) that the assault, or the assault and the circumstances surrounding it, are capable of being considered, by right minded persons as indecent; and (iii) that the accused intended to commit such an assault as is referred to in (ii) above”.

 

 

        Στην προκείμενη περίπτωση οι επίδικες πράξεις για τις οποίες ο Εφεσείων καταδικάστηκε, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άσεμνες στα μάτια του λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης την οποία διατηρούσε με τις ανήλικες, η οποία εξηγεί την υπό κρίση συμπεριφορά του. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους οι επίδικες πράξεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως σεξουαλικές. Δεν είναι εκ της φύσεως του σεξουαλικές, ούτε οι δύνανται να καταστούν τέτοιες υπό το φως των περιστάσεων οι οποίες τις περιβάλλουν.

 

        Ως εκ των ανωτέρω ο 5ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς στα αδικήματα που αφορούν οι κατηγορίες 5 και 6, στις οποίες ο Εφεσείων εσφαλμένα καταδικάστηκε.

 

(IV) ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΊΑ

 

        Με τον 6ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για την καταδίκη του Εφεσείοντος στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Δεν θα εξετάσουμε τα όσα αφορούν την καταδίκη του Εφεσείοντος στις κατηγορίες 5 και 6, την οποία κρίναμε εσφαλμένη λόγω μη στοιχειοθέτησης των συστατικών των αδικημάτων. Για σκοπούς   απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπει ο Ν.91(Ι)/2014, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία (Άρθρο 21). Το ίδιο ισχύει για την απόδειξη αδικήματος βάσει ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού (Άρθρο 9 του Κεφ. 9). Ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας παραμένει για αδικήματα τα οποία προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, ή ο Ν.119(Ι)/2000 (Άρθρο 16).  Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Οικονόμου Δ., στη Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 147/16 κ.α., ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477, όπου συνοψίζεται το αποτέλεσμα των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων:

 

«Έχει καταργηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση για ενίσχυση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης ένορκης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα με βάση το Ν. 87(Ι)/2007 και ακολούθως με βάση το Ν.91(Ι)/2014, αλλά παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονούμενων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα και ο ίδιος κανόνας έχει υιοθετηθεί ως νομοθετική πρόνοια στο N.119(Ι)/2000. Παραμένει επίσης σε ισχύ και ο κανόνας αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργών ή μαρτύρων που έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν».  

 

        Εκεί όπου δεν εφαρμόζεται πλέον ο κανόνας πρακτικής, το Δικαστήριο δύναται να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας, βάσει των αποφασισθέντων στη Makanjuola (1995) 2 Cr. App. R. 469, η οποία ακολουθείται από την Κυπριακή νομολογία (βλ. Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), και Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Αρχιδικαστή Taylor, στη Makanjuola:

 

"The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case, if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints, or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness's evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all, of the factors which the judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury".

(Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2023, F5.8, Archbold 2021, παρ. 4-474).

 

        Στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ως παράδειγμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας μετά την κατάργηση του κανόνα πρακτικής, αναφέρεται η περίπτωση υποβολής καθυστερημένου παραπόνου σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις, ή προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων. 

 

        Εν προκειμένω για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού το οποίο στηρίζεται στο Άρθρο 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014 (κατηγορία 1), δεν απαιτείτο η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, σε αντίθεση με το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης το οποίο στηρίζεται στο Άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και στο Άρθρο 4(1)(2)(α) του Ν.119(Ι)/2000 (κατηγορία 2). Εν σχέσει με το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης της Ι.Κ., το Δικαστήριο ορθώς σημειώνει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, κρίνοντας ότι ήταν διατεθειμένο να στηριχτεί στη μαρτυρία της Ι.Κ. χωρίς ενίσχυση. Παρότι δεν υπήρχε υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη «την παράμετρο αυτή του ζητήματος και τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν το Δικαστήριο στηρίζεται σε μια και μοναδική μαρτυρία ακόμα και όταν κρίνει όταν είναι αξιόπιστη». Ανάλογη προσέγγιση στην αξιολόγηση της ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού επιδοκιμάστηκε στην Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113.

 

        Το Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το μη φυσιολογικό στη συμπεριφορά της ανήλικης, αποκλείοντας μετά βεβαιότητας την ύπαρξη εκδικητικού κίνητρου ή μοχθηρότητας κατά του Εφεσείοντος, ή την επιστράτευση από τη μητέρα της για να δώσει ψευδή κατάθεση εναντίον του. Μπορούσε επομένως να στηριχτεί στη μαρτυρία της Ι.Κ. χωρίς ενίσχυση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτοπροειδοποιήθηκε για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο να στηριχτεί στη μαρτυρία της Ι.Κ. χωρίς ενίσχυση για την απόδειξη των σεξουαλικών αδικημάτων κατά του Εφεσείοντος. Επί τούτου παρατηρούμε ότι η εν λόγω αυτοπροειδοποίηση σε σχέση με το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης το οποίο στηρίζεται στο Άρθρο 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, δεν καθίστατο αναγκαία λόγω κατάργησης του εν λόγω κανόνα πρακτικής και των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου για την καλή ποιότητα της μαρτυρίας της Ι.Κ. Με κάθε σεβασμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έστρεψε την προσοχή του στο ότι η ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας και αυτοπροειδοποίησης για το συγκεκριμένο αδίκημα, προέκυπτε μόνο σε περίπτωση που τούτο καθίστατο αναγκαίο βάσει του λόγου της Makanjuola (ανωτέρω). Εν προκειμένω δεν συνέτρεχε λόγος για αυτοπροειδοποίηση. Τούτο όμως δεν δημιουργεί υποβόσκουσα αμφιβολία για την ασφάλεια της καταδικαστικής απόφασης (βλ. Cooper (1969) 53 Cr. App. R. 82, Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, Archbold 2021, παρ. 7-48, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, του Γ.Μ. Πική, 2η Αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 319).

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο 6ος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

(V) ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

        Με τον 7ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. Προς υποστήριξη επικαλείται όλα όσα αναφέρει στους προηγούμενους λόγους έφεσης. Η εξουσία του Εφετείου να επιτρέψει έφεση για τον λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης (substantial miscarriage of justice) πηγάζει από το Άρθρο 145(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας. Τι συνιστά ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης εξηγείται στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, του Γ.Μ. Πική, 2η Αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 321-2. Αφορά περιπτώσεις στις οποίες υπήρξε εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου η οποία ιδωμένη υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο η απόφαση να ήταν διαφορετική, ή όπου το Δικαστήριο παραλείπει να καθοδηγηθεί αναφορικά με ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης π.χ. ως προς τη θέση των συνεργών (βλ. William Cyril Davies 22 Cr. App. R. 33), ή την ανάγκη ενισχυτικής μαρτυρίας (βλ. Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Καϊλη ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251). Επίσης σοβαρές παρατυπίες στη διεξαγωγή της διαδικασίας μπορεί να οδηγήσουν σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Isaias v. The Police (1966) 2 C.L.R. 43), καθώς και η διεξαγωγή της δίκης κατά τρόπο άδικο για τον κατηγορούμενο. Ο Εφεσείων έχει το βάρος να καταδείξει ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.

 

        Εν προκειμένω δεν τέθηκε τίποτε ενώπιον μας με τους λόγους έφεσης το οποίο να δικαιολογεί τέτοιο συμπέρασμα, πέραν των όσων αφορούν την ακύρωση της καταδίκης για τις κατηγορίες 5 και 6, τα οποία έχουμε ήδη εξετάσει. Ούτε υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να μας δημιουργεί υποβόσκουσα αμφιβολία για την ασφάλεια της καταδίκης στις κατηγορίες 1 και 2 βάσει του κριτηρίου που καθιερώθηκε στην υπόθεση Cooper (ανωτέρω), η οποία ακολουθείται από την Κυπριακή νομολογία (βλ. Koutras v. The Republic (ανωτέρω), Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (ανωτέρω)).

 

Β. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

        Η ποινή κατά του Εφεσείοντος για τα δυο αδικήματα κατά της Ι.Κ. προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και ασυμβίβαστη με τις καθιερωμένες αρχές επιμέτρησης της ποινής (σφάλμα αρχής). Λόγω της επιτυχίας της έφεσης κατά της καταδίκης στις κατηγορίες 5 και 6, θα εξετάσουμε μόνο την έφεση κατά της ποινής που αφορά τις κατηγορίες 1 και 2. Υπενθυμίζεται ότι στον Εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης (1η κατηγορία) και 18 μηνών για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης (2η κατηγορία).

 

        Προτού όμως ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης που αφορούν την υπερβολικότητα της ποινής, θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τον 2ο λόγος έφεσης στον οποίον προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μείωσε την ποινή για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός κατά το οποίο τελούσε υπό κράτηση και, πρόσθετα, δεν μείωσε την έκτιση της ποινής φυλάκισης για το χρονικό διάστημα των 4 μηνών που ως υπόδικος αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους με ηλεκτρονική παρακολούθηση. Το πρώτο σκέλος του παραπόνου είναι εσφαλμένο καθότι στην απόφαση ποινής ρητώς αναφέρεται ότι οι ποινές φυλάκισης μειώνονται από τον ημέρα που ο Εφεσείων τελούσε υπό κράτηση ήτοι από τις 29.11.2021. Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος, στην Αστυνομία ν. Βουρκά, Ποιν. Έφ. 43/21, ημερ. 17.6.2021, αποφασίστηκε ότι η εξουσία απόλυσης κατηγορούμενου υπό όρους δεν περιλαμβάνει την ηλεκτρονική παρακολούθηση, για την οποία χρειάζεται ειδική νομοθετική ρύθμιση. Κατά λογική προέκταση εφόσον το Άρθρο 48 δεν παρέχει τέτοια εξουσία, η «προφυλάκιση» στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 117(1) του Κεφ. 155, ως περίοδος η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη στην έκτιση της ποινής φυλάκισης του καταδικασθέντος, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως περιλαμβάνουσα περίοδο κατά την οποία τελούσε υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική προσέγγιση θα οδηγούσε σε παράδοξα αποτελέσματα.

 

        Πρόσθετα, κατά την ενώπιον μας ακρόαση διευκρινίστηκε ότι βάσει των όρων της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, ο Εφεσείων μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά να βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό από 7:00 μ.μ. – 7:00 π.μ. Συμφώνως της νομολογίας του ΕΔΑΔ τέτοιας φύσης κατ’ οίκον περιορισμός (curfew) δεν συνιστά μέτρο στερητικό της ελευθερίας για σκοπούς του Άρθρου 5.1 της ΕΣΔΑ (βλ. Guzardi v. Italy, Αίτηση Αρ. 7367/76, ημερ. 6.11.1980, De Tommaso v. Italy, Αίτηση Αρ. 43395/09, ημερ. 23.2.2017 (GC)), σε αντίθεση με 24ωρο κατ’ οίκον περιορισμό (house arrest) (βλ. Buzardi v. Republic of Moldova, Αίτηση 23755/07, ημερ. 5.7.2016 (GC), Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O’Boyle and Warbrick, 5η έκδοση (2023), σελ. 297 – 299). Συνακόλουθα δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τη μείωση έκτισης της ποινής φυλάκισης, ακόμη και αν το Άρθρο 117(1) παρείχε εξουσία στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη την περίοδο κατά την οποία ο καταδικασθείς τελούσε υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση.

 

        Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν την υπερβολικότητα της ποινής. Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή, αποκρυσταλλώνονται στο κάτωθι απόσπασμά από την υπόθεση Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017:

 

        «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013 ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».

 

        (βλ. και Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/13 κ.α. Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/17, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 192/16, ημερ. 26.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:B395. 

 

        Συμφώνως της νομολογίας, σεξουαλικής φύσης αδικήματα τα οποία στρέφονται εναντίον παιδιών αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερα αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22/11/2016, Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 69/16, ημερ. 23.3.2017). Τούτο επιβάλλεται και λόγω της έξαρσης που παρατηρείται σε αυτής της φύσης τα αδικήματα τα οποία έχουν καταντήσει κοινωνική μάστιγα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτήρη Σάββα, Ποιν. Έφ. 202/2021, ECLI:CY:AD:2022:D116, ημερ. 17/2/2022, Clarson v. Αστυνομία, Ποιν. Έφ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B409).

 

        Ένεκα της ανάγκης για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών οι προσωπικές περιστάσεις σε τέτοιας φύσης αδικήματα είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 178/2017, ECLI:CY:AD:2018:B457, ημερ. 24/10/2018). Η δε συνοπτική εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων δεν καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρότερα. Η σοβαρότητα του αδικήματος καθορίζεται από το μέγιστο ύψος της δια νόμου προβλεπόμενης ποινής και όχι τη μέγιστη ποινή την οποία το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιβάλει (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μυλωνάς, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537).

 

        Η αρχή του δικαστικού προηγούμενου δεν εφαρμόζεται στην επιβολή ποινών. Οι αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως ενδεικτικές στον καθορισμό του μέτρου της τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής, χάριν ομοιομορφίας στη μεταχείριση των αδικοπραγούντων (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1, Valdez κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16 (Σχ. 145/16) ημερ. 21.2.2017, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 (Σχ. 130/19) ημερ. 10.3.2021).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Για τον καθορισμό του ύψους της ποινής για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης επισημαίνεται στην απόφαση ότι για σεξουαλικής φύσης αδικήματα καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το Sexual Offences Definitive Guideline Ηνωμένου Βασιλείου, έχοντας όμως κατά νουν ότι στο εν λόγω δικαιϊκό σύστημα η ανώτερη προβλεπόμενη ποινή για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης βάσει του Άρθρου 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων, είναι κατά πολύ χαμηλότερη, καθοριζόμενη στα 14 έτη, ενώ η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή που καθορίζεται στο Άρθρο 6(4)(α) είναι η φυλάκιση δια βίου (βλ. Αστυνομία ν. Πατούρη, Ποιν. Έφ. 51/2020, ημερ. 3.12.2020).

 

        Στην Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/2016, ημερ. 23.3.2017, ποινή φυλάκισης 2,5 ετών επιβληθείσα κατόπιν παραδοχής του Εφεσείοντος (ηλικίας 24 ετών), για αδίκημα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού ηλικίας 13 ετών βάσει του Άρθρου 6(3) του Ν.91(Ι)/2014, το οποίο αφορούσε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική. 

 

        Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ν.Ν., Ποιν. Έφ. 69/17, ημερ. 5.12.2017, ποινή 18 μηνών κατόπιν παραδοχής για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ηλικίας 6½ ετών, συνιστάμενη σε τρίψιμο των γεννητικών του οργάνων ενώ βρισκόταν στην κούνια, αυξήθηκε σε 3 έτη τονίζοντας την ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών για σκοπούς προστασίας των ανήλικων θυμάτων από επίδοξους παραβάτες, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για παιδιά κάτω των 13 ετών. Σημειώνοντας ότι με βάση το εν λόγω Definitive Guideline η υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία 2 αφορώσα «Touching of naked genitalia, Sexual assault of a child under 13», όπου η αφετηρία για την επιβολή ποινής καθορίζεται στα δυο έτη.  

 

        Στη Ν.Σ. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/15, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72, μετά από ακροαματική διαδικασία, ποινή 3 ετών για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης 13 ετών βάσει του Άρθρου 6(3) Ν.91(Ι)/2014, αφορώσα περιστατικό κατά το οποίο η ανήλικη και ο Εφεσείων (ηλικίας 63 ετών) φιλιούνταν, γλείφονταν στον λαιμό, αγκαλιάζονταν και τής έπιανε τα οπίσθια και άλλα μέρη του σώματος, αυξήθηκε σε 5 έτη. Αναφορά γίνεται και στο Sexual Offences Definitive Guideline (σελ. 45-47) συμφώνως του οποίου, τα γεγονότα της υπόθεσης εμπίπτουν στην Κατηγορία 3. Διακρίνοντας την Ειρηναίος (ανωτέρω) τονίστηκε η πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ δράστη και θύματος (50 έτη) καθώς και η απουσία άμεσης παραδοχής και μεταμέλειας η οποία ενέχει ιδιαίτερη σημασία σε σεξουαλικής φύσης αδικήματα.

 

        Στην Αστυνομία ν. Πατούρη (ανωτέρω) συντρέχουσες ποινές 10 μηνών για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ηλικίας 13½ ετών, βάσει των Άρθρων 6(3) και 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014, κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν σε 3 έτη. Τα γεγονότα αφορούσαν δυο ξεχωριστά περιστατικά κατά τα οποία ο Εφεσείων ηλικίας 51 ετών, όντας σύντροφος και συμβίος της διαζευγμένης μητέρας της ανήλικης, (α) της τράβηξε την φανέλα που φορούσε προς τα πάνω πιάνοντας την από το στήθος και σφίγγοντας την συγχρόνως, το οποίο συνέχισε παρότι του ζήτησε να σταματήσει, (β) την επομένη ημέρα επανέλαβε την ίδια συμπεριφορά και πρόσθετα την έγλειψε στο στήθος και την φίλησε στο στόμα. Αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο συμβίος της μητέρας της βρισκόταν σε θέση εμπιστοσύνης προς την ανήλικη, το οποίο αποτέλεσε επιβαρυντικό παράγοντα, καθώς και η μεγάλη διαφορά ηλικίας. Αναφορά γίνεται και στο Sexual Offences Definitive Guideline (σελ. 45-47), όπου για παρόμοια περιστατικά επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης μεταξύ 2 και 6 ετών. Για άλλη μια φορά επισημαίνεται η σημασία της παραδοχής σε σεξουαλικής φύσης αδικήματα, καθότι το θύμα δεν υπόκειται εκ νέου στην ψυχολογική δοκιμασία αναβίωσης της τραυματικής εμπειρίας (βλ. Σ.Κ. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 304, Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

        Κατά την επιμέτρηση της ποινής για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην πιο πάνω νομολογία. Επισήμανε δε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Ειρηναίος διακρίνονται από την παρούσα, καθότι το αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε ποινή δεν αφορούσε κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης. Ως επιβαρυντικούς παράγοντες έλαβε υπόψη τη μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του Εφεσείοντος και της Ι.Κ. (29 έτη), την κατάχρηση  θέσης εμπιστοσύνης, και το γεγονός ότι η Ι.Κ. ήταν ευάλωτο παιδί το οποίο πάσχει από Δ.Ε.Π.Υ. Προς μετριασμό της ποινής λήφθηκε υπόψη το λευκό του ποινικό μητρώο και το ότι είναι πατέρα μιας θυγατέρας την οποία απέκτησε με τη μητέρα του θύματος, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι οι προσωπικές περιστάσεις σε αυτής της φύσης τα αδικήματα είναι δευτερεύουσας σημασίας λόγω της ανάγκης επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Τα δε περιθώρια επιείκειας ήταν πολύ στενά λόγω της καταδίκης μετά από ακροαματική διαδικασία. Εξέλιπε δηλαδή ο σημαντικός μετριαστικός παράγοντας της παραδοχής

 

        Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλην της προσμέτρησης της κατάχρησης θέσης εμπιστοσύνης ως επιβαρυντικού παράγοντα. Τούτο αποτελεί σφάλμα αρχής. Η κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος για το οποίο ο Εφεσείων καταδικάστηκε (Άρθρο 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014). Στην R v. Joseph (Cornwall) [2012] EWCA Crim 1227 (παρ.19), αποφασίστηκε ότι η κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης, η οποία καθιστά την πράξη παράνομη με βάση το Άρθρο 17(1) του Sexual Offences Act 2003 causing or inciting a child to engage in sexual activity by a person in a position of trust»), δεν μπορεί να προσμετρά και ως επιβαρυντικός παράγοντας στην επιβολή ποινής (βλ. Rook and Ward on Sexual Offences Law & Practice 6η έκδοση, παρ. 5.16).

 

        Εν όψει του πιο πάνω σφάλματος αρχής κρίνουμε ότι η επιβληθείσα ποινή των 3,5 ετών θα πρέπει να μειωθεί κατά 6 μήνες.  

 

        Ως εκ τούτου η ποινή φυλάκισης των 3,5 ετών στην 1η κατηγορία παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

        Το εν λόγω σφάλμα αρχής δεν εκτείνεται στην επιβληθείσα ποινή των 18 μηνών στο αδίκημα της άσεμνης επίθεσης καθότι ο εν λόγω επιβαρυντικός παράγοντας δεν εμπεριέχεται στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Η εν λόγω ποινή βρίσκεται εντός του ορθού νομικού πλαισίου και δεν συντρέχει λόγος επέμβασης.

 

        Η έφεση κατά της καταδίκης του Εφεσείοντος στις κατηγορίες 1 και 2 απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτυγχάνει μερικώς και η ποινή αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

        Η έφεση κατά της καταδίκης στις κατηγορίες 5 και 6 επιτυγχάνει και η καταδίκη και επιβληθείσες ποινές ακυρώνονται.

 

 

     Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΟΥ, Πρ.

 

 

     Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

     Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο