ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 200/2018)

 

 

25 Απριλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΥ

                                                                         Εφεσείοντας / Ενάγοντας
και

1. REMEDICA HOLDINGS PUBLIC COMPANY LTD

2. REMEDICA LTD

Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι

-----------------------------

 

Σταυρίνα Καρακατσάνη (κα) για Αργεντούλα Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Χαράλαμπος Χ" Γιάγκου μαζί με τον ασκούμενο δικηγόρο Χρίστο Κουππή για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

-----------------------------

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

      δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2‑εναγομένων, διεκδικώντας γενικές αποζημιώσεις, ειδικές ζημιές, τόκους και έξοδα λόγω των τραυμάτων που ισχυρίστηκε ότι υπέστη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στις 26.2.2009 όταν, πάντα σύμφωνα με τη θέση του, ως εργοδοτούμενος των εφεσίβλητων 1 και 2 ασχολείτο με τον καθαρισμό μηχανής παρασκευής φαρμακευτικών χαπιών όταν τραυματίστηκε σοβαρά στο δάκτυλο του χεριού του, αποδίδοντας την ευθύνη για την πρόκληση του τραυματισμού του στους εφεσίβλητους.

 

            Ειδικότερα, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ο εφεσείοντας ήγειρε ισχυρισμούς εναντίον των εφεσίβλητων αναφορικά με ευθύνη εργοδότη (employer's liability) και αμέλεια κατόχου γης και/ή υποστατικών (occupiers liability) και προσπάθησε να αποδείξει ότι ο τραυματισμός του ήταν αποτέλεσμα των πιο πάνω.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά που προέβηκε σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση της ενώπιόν του μαρτυρίας και επιχειρηματολογίας, αποφάσισε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2 και απέρριψε την αγωγή επιδικάζοντας υπέρ των εφεσίβλητων 1 και 2 τα έξοδα της διαδικασίας.

 

            Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά του ότι όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης προχώρησε και εξέτασε το θέμα των αποζημιώσεων που θα επιδικάζονταν υπέρ του εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής σε ποσοστό πλήρους ευθύνης.

 

            Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το θέμα των ειδικών αποζημιώσεων αποφάσισε ότι δεν θα επιδίκαζε οιονδήποτε ποσό λόγω της αποτυχίας του εφεσείοντα να αποδείξει με την απαιτούμενη αυστηρότητα τις αξιούμενες ειδικές αποζημιώσεις, ενώ αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις καθόρισε το ποσό των €4.000 ως λογικό και εύλογο υπό τις περιστάσεις επί πλήρους ευθύνης. Αποφάσισε επίσης ότι λόγω της καθυστέρησης στην προώθηση της αγωγής εκ πλευράς του εφεσείοντα, 22 περίπου μήνες από την ημέρα του ατυχήματος χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αιτιολογία, αποφάσισε ότι θα επιδίκαζε νόμιμο τόκο στο ποσό των €4.000 ως αυτός καθορίζεται εκάστοτε από τη νομοθεσία από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.

 

            Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση προβάλλοντας 18 λόγους έφεσης.

            Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων έτυχε εκπαίδευσης τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο σε θέματα ασφάλειας και λειτουργίας της μηχανής στην οποία εργαζόταν και ότι εκπαιδεύτηκε δεόντως και επαρκώς από τους εφεσίβλητους υπό την επίβλεψη της προϊσταμένης του, η οποία ήταν παλαιά υπάλληλος με εμπειρία στη θέση αυτή. Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 έναντι αυτής του M.E.4, και οι δύο γιατροί, αποδεχόμενο ότι ο εφεσείων υπέστη απώλεια μέρους της περιοχής της ράγας του αριστερού δείκτη με αποτέλεσμα να απουσιάζει από την τελική φάλαγγα του δείκτη το 1/4 αυτής και κατέληξε ότι δεν υπήρξε οστική απώλεια από το δάκτυλο του. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τον Μ.Υ.3 ως αξιόπιστο μάρτυρα, ενώ με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναξιοπιστία και/ή υπερβολή του εφεσείοντα κατά τη μαρτυρία του ενώπιόν του Δικαστηρίου. Οι πέμπτος και έκτος λόγοι έφεσης στρέφονται κατά του μέρους της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 ήταν αξιόπιστοι και/ή μάρτυρες της αλήθειας και αποδέχτηκε τη μαρτυρία τους στο σύνολο της, ενώ ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 ‑o οποίος ήταν επιθεωρητής εργασίας‑ αναφορικά με τη μη κανονική λειτουργία της μηχανής στην οποία εργαζόταν ο εφεσείοντας και την επικινδυνότητα αυτής. Οι λόγοι έφεσης 8, 9, 11, 12, 13 και 14 αφορούν τον τρόπο εργασίας του εφεσείοντα και τον τρόπο με τον οποίο έγινε το ατύχημα και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 2 παρείχε σε αυτόν ένα ασφαλές σύστημα εργασίας. Αντικείμενο του δέκατου λόγου έφεσης είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναγκαία περίοδος απουσίας του εφεσείοντα από την εργασία του για σκοπούς αποθεραπείας ήταν 2 μήνες από την ημερομηνία του ατυχήματος. Ο δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης αφορά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν έχει οστική απώλεια αλλά απώλεια μαλακών μορίων. Ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης πραγματεύεται την απόφαση του Δικαστηρίου ότι υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής χωρίς να δοθεί οποιοσδήποτε ικανοποιητικός λόγος για το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει, ενώ οι δέκατος έβδομος και ο δέκατος όγδοος λόγοι έφεσης έχουν ως αντικείμενο το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής δεν θα επιδίκαζε στον εφεσείων κανένα ποσό ως ειδικές αποζημιώσεις, αλλά και για το ύψος του ποσού, €4.000, που θα επιδίκαζε υπέρ του ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης, σε περίπτωση που πετύχαινε η αγωγή του.


            Όπως δηλαδή καθίσταται σαφές από τα ανωτέρω, το μεγαλύτερο μέρος της έφεσης αφορά την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των ευρημάτων και θέσεων στις οποίες έχει καταλήξει με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν του. Αναφέρουμε για ακόμα μία φορά την πάγια νομολογημένη θέση ότι
«Η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Σχετική είναι η απόφαση Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1992) 1Α.Α.Δ. 353. Όπως έχει σαφέστατα αποφασιστεί σε πληθώρα υποθέσεων, η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καταλήγει στα συμπεράσματα του και επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση μας στην Πολιτική Έφεση 366/18 AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ ημερ.31.1.2024, όπου έχουμε αναφέρει τα ακολούθα:

 

«Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων.
(Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

            Είναι φανερό από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση τόσο της μαρτυρίας, όσο και της επιχειρηματολογίας ενώπιον του στην οποία έχει ουσιαστικά στηρίξει τα ευρήματα του. Στην απόφαση του περιέχονται συγκεκριμένες και εκτενείς αναφορές στη μαρτυρία κάθε μάρτυρα την οποίο αξιολογεί και αποφασίζει περί της βαρύτητας που θα αποδοθεί, έχοντας κατά νου και τις αρχές που η νομολογία έχει καθιερώσει και επεξηγεί με λεπτομέρεια τους λόγους που προτιμά τη μαρτυρία συγκεκριμένων μαρτύρων και δη εμπειρογνωμόνων έναντι άλλων της ίδιας ειδικότητας. Είναι δε σημαντικό να αναφερθεί από τώρα ο προβληματισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ο σκεπτικισμός με τον οποίο προσέγγισε τη μαρτυρία του, αλλά και οι πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους αποφάσισε τελικά να μην αποδεχτεί τη μαρτυρία του. Είναι χαρακτηριστική η εξής αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως φαίνεται στη σελίδα 29 της πρωτόδικης απόφασης:

 

«Ο Μ.Ε.2‑ενάγοντας, αναφέρω εξ' αρχής ότι προβλημάτισε σε πολύ μεγάλο βαθμό το Δικαστήριο αναφορικά με την αξιοπιστία και αλήθεια των λεγομένων του. Ενώ φάνηκε ότι ήταν σε θέση να θυμάται και εξιστορεί τις συνθήκες του ατυχήματος με κάθε λεπτομέρεια, χωρίς να αναφέρει ότι δεν θυμόταν κάποια πράγματα ή ότι δυσκολευόταν να τα φέρει στη μνήμη του, σε άλλα σημεία εξίσου σημαντικά, παραπέμπει στην πάροδο αυτών των χρόνων για να δικαιολογήσει σημεία στα οποία παρέλειψε να δώσει εξηγήσεις και σαφείς απαντήσεις...».

 

            Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα στις σελίδες 29‑34 της πρωτόδικης απόφασης και τελικά καταλήγει ως ακολούθως:

 

«Επομένως καταλήγω ότι ο ενάγοντας δεν αποκάλυψε πλήρως την αλήθεια στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του για τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση γίνεται μερικώς αποδεκτή όπως αναλύεται πιο πάνω και με ιδιαίτερη αναφορά στα μη αμφισβητούμενα γεγονότα. Καταλήγω ότι ο ενάγων επέλεξε να προωθήσει θέσεις ακραίες και έντονες με μοναδικό σκοπό να αποποιηθεί οποιασδήποτε δικής του ευθύνης και προωθώντας αποκλειστική ευθύνη στην εταιρεία που τον εργοδοτούσε. Η όλη του μαρτυρία δόθηκε σε ένα κλίμα ασάφειας και σε πολλές περιπτώσεις δεν είχε συνοχή.»

 

            Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης μας στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Η θέση του καταγράφεται με καθαρότητα και σαφήνεια και όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπέμπει και εμπεριστατωμένα σε μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα για κάθε πτυχή την οποία αξιολογεί. Είναι η θέση μας ότι η προσέγγιση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης είναι πλήρως δικαιολογημένη και ορθή, γι' αυτό και οι λόγοι έφεσης 1 και 4 που αναφέρονται στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα γενικά, αλλά και ειδικά για την εκπαίδευση που έτυχε, απορρίπτονται.

 

            Οι λόγοι έφεσης 2, 3, 10, 15 επίσης μπορούν να τύχουν ομαδικής εξέτασης αφού ουσιαστικά αφορούν την αξιοπιστία του γιατρού Μ.Υ.3, τόσο σε σχέση με τους τραυματισμούς του εφεσείοντα και τα κατάλοιπα του, όσο και σε σχέση με τη διάρκεια αποθεραπείας των τραυματισμών του.

            Πρέπει να αναφερθεί ότι ο άλλος γιατρός o οποίος παρουσιάστηκε και έδωσε μαρτυρία στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν ο Μ.Ε.4 Δρ Φ. Σ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 37 της απόφασης του αξιολογεί τον M.E.4 αναφέροντας τα ακολούθα:

 

«Ο M.E.4 ως γιατρός προβλημάτισε ιδιαίτερα το Δικαστήριο... ο M.E.4 δεν αμφισβήτησε ότι δεν ήταν ο θεράπων γιατρός του ενάγοντα και ούτε ότι είδε για πρώτη φορά αυτόν όταν τον εξέτασε στις 4.3.2010, ήτοι 1 και πλέον χρόνο μετά το ατύχημα... επί του σημαντικότερου ζητήματος της απώλειας ενός εκατοστού από το δάκτυλο, οφείλω να αναφέρω ότι ο M.E.4 απέτυχε να παρουσιάσει τα απαραίτητα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη θέση του. Επιπλέον ο M.E.4 ενώ ανάφερε ότι δεν έδωσε οδηγίες να ληφθούν ακτινογραφίες και ενώ δεν είδε τέτοιες απεικονίσεις και η θέση του προκύπτει από εξέταση του ενάγοντα και μέτρηση κατά την εξέταση και ενώ αμφισβητείται η απώλεια αυτή, παραπέμπει σε έκδοση ακτινογραφιών ως μέθοδο επιβεβαίωσης της θέσης του... για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι πέραν των μη αμφισβητούμενων και κοινά αποδεκτών γεγονότων, δεν μπορώ να δεχτώ τη μαρτυρία του M.E.4 καθ' ότι καταλήγω ότι ο ίδιος απέτυχε ως εμπειρογνώμονας να αποτελέσει έναν ανεξάρτητο μάρτυρα o οποίος θα εφοδίαζε το Δικαστήριο με τα απαραίτητα εφόδια βοηθώντας το να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα... ευρήματα απώλειας οστού και συγκεκριμένα ενός εκατοστού δεν μπορούν να προκύψουν με ασφάλεια από τη μαρτυρία του και απορρίπτονται.»

 

            Σε αντίθεση με τον M.E.4, ο Μ.Υ.3, αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι:

 

«Γενικά δημιούργησε καλή εικόνα στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, λεπτομέρεια και συνοχή. Κατάφερε σαν εμπειρογνώμονας και αξιολογούμενος με τις ίδιες αρχές ως και ο M.E.4, να δώσει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα εφόδια επί των οποίων να δύναται να βασιστούν ασφαλή συμπεράσματα. Εξήγησε πλήρως την ιατρική πτυχή του τραύματος του ενάγοντα και επέμεινε στα ευρήματα και θέσεις του με ιδιαίτερη σταθερότητα και σαφήνεια. Καταλήγω ότι παρά το ότι κλήθηκε να εξετάσει τον ενάγοντα με οδηγίες των συνηγόρων των εναγομένων, ήταν ανεξάρτητος και αντικειμενικός μάρτυρας και η μαρτυρία του στόχευε όχι στο να δημιουργήσει εντυπώσεις, αλλά να αποδώσει την πραγματική κατάσταση του ενάγοντα σε σχέση με τον τραυματισμό του».

 

            Αναφέρουμε ότι ο θεράπων γιατρός του εφεσείοντα που ήταν και ο γιατρός o οποίος τον υπέβαλε σε χειρουργική επέμβαση, δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου να δώσει μαρτυρία.

 

            Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο θεράπων γιατρός του εφεσείοντα στα πιστοποιητικά του αναφέρει ότι ελλείπουν από το δάκτυλο του εφεσείοντα 2 χιλιοστά και ότι δεν υπάρχει λειτουργικό πρόβλημα στο χέρι του, ενώ ο M.E.4 βρήκε ότι λείπουν από το χέρι του 10 χιλιοστά, χωρίς να δει ή να διατάξει τη διενέργεια ακτινογραφιών και σε αντίθεση με τον θεράπων ιατρό του, αναφέρει ότι υπάρχει λειτουργικό πρόβλημα.

 

            Θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσεγγίζοντας τη μαρτυρία και των δύο αυτών μαρτύρων με τις σωστές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, προτίμησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 έναντι αυτής του M.E.4 και κατέληξε στα ορθά υπό τις περιστάσεις και τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, συμπεράσματα.

 

            Επομένως, οι λόγοι έφεσης 2, 3, 10 και 15 απορρίπτονται.

 

            Οι λόγοι έφεσης 5 και 9 αφορούν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.1, Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού στο Τμήμα Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού της εφεσίβλητης 2, ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, ειλικρινής, χωρίς να προσπαθήσει να πείσει ή να υπερβάλει με τις θέσεις του με σκοπό να βοηθήσει τους εργοδότες του. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εν λόγω μάρτυρας παρά τη μακρά αντεξέταση του, παρέμεινε σταθερός στη θέση του και το σύνολο της μαρτυρίας του, αλλά και οι θέσεις του σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, πρόσωπα και γεγονότα, συνάδουν και με τα διάφορα Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου. Πολύ σημαντικό δε είναι και το εξής απόσπασμα από την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως φαίνεται στη σελίδα 41 της απόφασης του:

 

«Ο μάρτυρας αυτός ως εργοδοτούμενος και o ίδιος στην εναγόμενη 2 θα μπορούσε κάλλιστα να παρουσιαστεί και να προσπαθήσει να προστατέψει την εργοδότη του (εναγόμενη 2). Αντίθετα όμως, απάντησε ειλικρινά σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν αναφέροντας ειλικρινά ότι δεν είναι γνώστης της εν λόγω μηχανής και θέτοντας ό,τι o ίδιος άκουσε και ενημερώθηκε, αλλά σημειώνοντας ότι δεν είχε προσωπική γνώση πέραν των όσων ανάφερε ότι γνώριζε λόγω της ιδιότητας του.».

 

            Σωστά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο και σωστά αξιολόγησε τον Μ.Υ.1. Έκθετοι λοιπόν σε απόρριψη και οι λόγοι έφεσης 5 και 9.

 

            Οι λόγοι έφεσης 6, 7, 8 και 14 επίσης μπορούν να εξεταστούν μαζί. Αντικείμενο τους είναι η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 ως αξιόπιστη και επίσης ότι λανθασμένα δεν αποδέχτηκε και απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ο οποίος ήταν ο εξεταστής του ατυχήματος. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, παρά το ότι ο Μ.Ε.3 προσπάθησε να στηρίξει την αρχική του δήλωση που φαίνεται στο Τεκμήριο 8Β, το οποίο συνέταξε o ίδιος, αντεξεταζόμενος τροποποίησε τη θέση του αυτή συμφωνώντας με σημαντικά σημεία που του υποβλήθηκαν από τον συνήγορο Υπεράσπισης. Τη βασική του θέση αναφορικά με την ενδασφάλεια της θυρίδας και ότι αυτή δεν λειτουργούσε κανονικά, αφού ανοίγοντας μερικώς τη θυρίδα η μηχανή συνέχιζε τη λειτουργία της με άνοιγμα που επέτρεπε την είσοδο ενός χεριού, ανέτρεψε κατά την ακρόαση και αναθεώρησε αναφέροντας ότι πρόκειται ουσιαστικά για κακή διατύπωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ο Μ.Ε.3 προσπάθησε μεν να στηρίξει την αρχική του θέση, αλλά την ανέτρεψε στην πορεία κατά τρόπο που, πάντα σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν επαρκής και επεξηγηματικός ως προς τον ακριβή τρόπο λειτουργίας της μηχανής, αλλά και της ασφάλειας αυτής. Η όλη συμπεριφορά του Μ.Ε.3 έδειξε ότι το Τεκμήριο 8Β συντάχθηκε με προχειρότητα και τελικά συμφώνησε ότι το όλο ατύχημα χαρακτηρίστηκε ως μη διερευνητέο και γι' αυτό τον λόγο δεν έγινε έκθεση διερεύνησης. Ως ερευνών λειτουργός και εξεταστής του ατυχήματος προερχόμενος από το αρμόδιο Τμήμα, θα ανέμενε κάποιος να είχε εξετάσει και το σύνολο των γεγονότων, κάτι που φαίνεται ότι παρέλειψε να πράξει. Δεν εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείοντας εκπαιδεύτηκε για να χειρίζεται την επίδικη μηχανή και, αν ναι, πώς ή ποιες συγκεκριμένες οδηγίες είχε. Ενώ συνάντησε τους αρμόδιους λειτουργούς και υπαλλήλους της εφεσίβλητης 2, έθεσε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο τις θέσεις του εφεσείοντα όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, αναφέροντας μάλιστα ότι αυτά του είχε αναφέρει ο εφεσείοντας, χωρίς να λάβει το σύνολο των θέσεων τόσο του εφεσείοντα όσο και των εργοδοτών του, και αν υιοθετούσε μία εκ των δύο θέσεων, να στήριζε αυτή με στοιχεία, κάτι που απέτυχε να πράξει. Δεν προσήλθε ενώπιόν του Δικαστηρίου με τον φάκελο του Τμήματος του, ζήτημα για το οποίο χρειάστηκε να του δοθεί αργότερα χρόνος για να πράξει. Ενώ αναγνώρισε συγκεκριμένα Tεκμήρια ενώπιόν του Δικαστηρίου, ανάφερε ότι αυτά δεν υπήρχαν στον φάκελο του, γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί την εκδοχή που έθεσε ο Μ.Ε.3 ενώπιόν του Δικαστηρίου αναφορικά με τη λειτουργία της μηχανής. Αξιοσημείωτη είναι και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρά την αναφορά του Μ.Ε.3 ότι το Τεκμήριο 8Β δεν αποτελεί έκθεση διερεύνησης, αλλά σημείωμα εφόσον το υπό διερεύνηση ατύχημα κρίθηκε ως μη διερευνητέο, εντούτοις ο Μ.Ε.3, o οποίος παρ' όλη τη μη διερεύνηση, επέλεξε να προωθήσει θέσεις περί επικινδυνότητας, χωρίς αυτές να στηρίζονται από την απαραίτητη μαρτυρία και στοιχεία.

 

            Επομένως απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 6, 7, 8 και 14.

            Οι λόγοι έφεσης 11, 12 και 13 πραγματεύονται ουσιαστικά το κατά πόσο οι εφεσίβλητες παρείχαν ένα ασφαλές περιβάλλον εργασίας και αν θα μπορούσε ο κίνδυνος όπως εκδηλώθηκε κατά την εργασία του εφεσείοντα να είχε προβλεφθεί.

 

            Η υποχρέωση ενός εργοδότη για επιμέλεια προς εργοδοτουμένους του βρίσκεται στις πρόνοιες του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 και ουσιαστικά βασίζεται στις αρχές του Κοινοδικαίου τις οποίες το εν λόγω άρθρο κωδικοποιεί.

 

            Για να αποδειχθεί ευθύνη για το αστικό αδίκημα της αμέλειας, θα πρέπει να αποδεικνύεται αμέλεια ή παράβαση νομικού καθήκοντος, καθώς επίσης και ότι η παράβαση αυτή επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Το βάρος απόδειξης των δύο αυτών στοιχείων βαρύνει τον ενάγοντα και δεν μετατοπίζεται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις υποθέσεις ΑΗΚ v. Χριστοφόρου, Πολιτικές Εφέσεις 82/2010 και 82Α/2010 ημερ.5.2.2015, Κυμίσης v. Χρυσοστόμου κ.α., Πολιτική Έφεση 361/2011 ημερ.24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A110 και στην υπόθεση Andreas V. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολιτική Έφεση αρ. 189/2011 ημερ.15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, όπου λέχθηκαν από το Εφετείο τα ακολούθα:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία που ερμηνεύει στην ουσία το κοινοδίκαιο, το οποίο εμπεριέχεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, η υποχρέωση του εργοδότη συναρτάται από τη φύση της εργασίας και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.  Η φροντίδα που ο εργοδότης οφείλει προς τον εργοδοτούμενο του κινείται στο πλαίσιο της λογικής και αποτελεί πραγματικό ζήτημα ώστε πέραν των τεθέντων γενικών νομολογιακών αρχών, ότι ο εργοδότης υπέχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους τους υπαλλήλους του, (Χριστοφή ν. Θεοδούλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 512), η κάθε υπόθεση  πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, (Γιαννάκης Λάμπης ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ανδρέα Λάμπη ν. Shiptrans Shipping and Trading Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370 και L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304).

 

 Tο καθήκον δεν είναι μεταβιβάσιμο όντας προσωπικό, αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί εν πάση περιπτώσει ευθύνη και υπαιτιότητα για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι έχει επιδειχθεί αμέλεια.  Στη Latimer v. AEC Ltd (1953) A.C. 643 στη σελ. 658, ο Lord Tucker τόνισε την αναγκαιότητα της μη επέκτασης ή διεύρυνσης του καθήκοντος του εργοδότη σε βαθμό που να είναι αδιόρατα διακριτό από τις απόλυτες νομοθετικές υποχρεώσεις του.  Το καθήκον του εργοδότη παραμένει να ασκήσει εύλογη φροντίδα για την περιφρούρηση των εργοδοτουμένων του ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι εργοδοτούμενοι αποστέλλονται σε χώρο εργασίας άλλο από το συνήθη χώρο εργασίας του εργοδότη.  Η άσκηση εύλογης φροντίδας για την ασφάλεια  και ο βαθμός του καθήκοντος όταν η εργασία ασκείται σε άλλο χώρο ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες του χώρου εκείνου.  Το καθήκον του εργοδότη είναι να περιφρουρήσει τους εργοδοτούμενους του από τους κινδύνους που μπορεί να προβλέψει και τους οποίους είναι στην εξουσία του να χειρισθεί και να αποτρέψει. 

 

 Η παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Speed v. Thomas Swift & Co Ltd (1943) KB 557.  Όπως έχει αναφέρει ο Lord Greene MR, διάκριση μπορεί να γίνει μεταξύ του γενικού και του ειδικού συστήματος εργασίας, δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, της μεθοδολογίας και της πρακτικής που υιοθετείται στην εφαρμογή της εργασίας του εργοδότη τις οποίες ο εργοδότης τεκμαίρεται ότι γνωρίζει και κατ΄ επέκταση μπορεί να λάβει μέτρα για τυχόν ανεπάρκεια στα συστήματα αυτά και τις μεμονωμένες ημερήσιες πράξεις του εργοδοτουμένου, τις οποίες ο εργοδότης δεν τεκμαίρεται να γνωρίζει και δεν μπορεί να λάβει μέτρα αποτροπής. 

 

 Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη μέτρων για ασφαλές σύστημα εργοδότησης όχι αόριστα και καθ' υπερβολήν, αλλά στο πλαίσιο του εύλογου πάντοτε υπό το φως εγγενών κινδύνων στο όλο εγχείρημα, (General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas (1953) A.C. 180). Ελλιπές σύστημα εργασίας ώστε να μην παρέχεται ασφαλές σύστημα με υποβολή του εργοδοτούμενου σε περιττό κίνδυνο διαρρηγνύει το καθήκον που έχει ο εργοδότης, (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 423, Πουμπουρής ν. Ιωάννου και Παρασκευαΐδης (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 503 και Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325).

 

 

 Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη  βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης.  Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος.  (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629).  Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος.  Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147,  παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).»

 

 

            Το πότε το σύστημα εργασίας είναι ασφαλές και γενικά το πότε ο εργοδότης έχει εκπληρώσει ή όχι το γενικό του καθήκον για εύλογη μέριμνα για την ασφάλεια των υπαλλήλων του, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Η νομολογία έχει καταδείξει ότι σε σχέση με το καθήκον του εργοδότη για τη διατήρηση ασφαλούς συστήματος εργασίας, ο όρος αυτός περιγράφει και περικλείει (α) την οργάνωση της εργασίας, (β) τον τρόπο που θα εκτελεστεί η εργασία, (γ) τη σειρά παροχής οδηγιών, (δ) τη σειρά των ενεργειών, (ε) τη λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και τα στάδια που αυτή πρέπει να γίνει, (στ) τον αριθμό των προσώπων που απαιτούνται για την εκτέλεση της εργασίας, (ζ) τον ρόλο που θα αναλάβει ο κάθε ένας και (η) τον χρόνο κατά τον οποίο θα εκτελεστεί η εργασία. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 453, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1661, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 219, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd ν. Μιχαήλ (2009) 1 Α.Α.Δ. 113 και Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 206.

 

            Ένας εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλλει κάθε εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια των υπαλλήλων του. Στα πλαίσια του γενικού του καθήκοντος οφείλει μεταξύ άλλων να διατηρεί ασφαλές σύστημα και τόπο εργασίας και να παρέχει κατάλληλα μέσα για την εκτέλεση της εργασίας. Το καθήκον του εργοδότη δεν επεκτείνεται σε βαθμό που να δημιουργεί υποχρέωση για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης όλων των κινδύνων. Η υποχρέωση του είναι να μην εκθέτει τους εργοδοτουμένους του σε αχρείαστους κινδύνους. Δηλαδή κινδύνους οι οποίοι να είναι προβλεπτοί και να μπορούν να αποφευχθούν με τη λήψη κατάλληλων προφυλακτικών μέτρων.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 45 και 46 της απόφασης του, όπου καταγράφει τα ευρήματα γεγονότων μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, σημειώνει τα ακολούθα:

 

«Κατά τις 26.2.2009 και περί τις 12:00 ο ενάγων στα πλαίσια της εργασίας που του ανατέθηκε, βρισκόταν στον χώρο του εργοστασίου και μπροστά από τη μηχανή παραγωγής χαπιών όταν διαπίστωσε ότι χάπια που δημιουργούνταν είχαν ακαθαρσίες από λάδια. Χωρίς να ειδοποιήσει την προϊσταμένη του που βρισκόταν στον ευρύτερο χώρο του εργοστασίου ή άλλο υπεύθυνο ή ανώτερο του, και χωρίς να διακόψει τη λειτουργία της μηχανής είτε μέσω του κομβίου απενεργοποίησης είτε μέσω της παροχής ρεύματος από τη πρίζα, σήκωσε το παράθυρο (πέτασμα από Plexiglass) και τοποθέτησε το χέρι του πλησίον των κινούμενων μερών της μηχανής με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του δείκτη του αριστερού του χεριού. Κατά τον χρόνο εκείνο του ανοίγματος του παράθυρου, η ενδασφάλεια ενεργοποιήθηκε και ρεύμα έπαυσε να παρέχεται στη μηχανή, αλλά τα κινούμενα μέρη αυτής συνέχισαν να κινούνται για κάποια δευτερόλεπτα μέχρι τη σταδιακή ακινητοποίηση τους. Εντός αυτού του χρόνου και πριν την οριστική παύση κίνησης των εμβόλων, ο ενάγοντας τοποθέτησε το χέρι του με σκοπό να καθαρίσει τη μηχανή. Κατά τον χρόνο εκείνο ο ενάγοντας φορούσε γάντια.»

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ορθά, κατά την κρίση μας, ότι δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η μηχανή από τη φύση της λειτουργίας της και μόνο, κινούμενα έμβολα τα οποία ενόψει και του θορύβου που παράγουν προκύπτει να κινούνται με δύναμη και ένταση, παρουσιάζει επικινδυνότητα. Όμως όπως ορθά αναφέρει περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, η νομολογία δεν αποκλείει την ύπαρξη μηχανημάτων με επικινδυνότητα και χρήση αυτών, αλλά ούτε και υποχρέωση εργοδότη να αποκλείσει κάθε κίνδυνο. Αυτό που επιβαρύνει τον εργοδότη είναι η υποχρέωση του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενο του σε αχρείαστο και περιττό κίνδυνο. Η εφεσίβλητη 2 με βάση τα όσα προκύπτουν από τα ευρήματα με αναφορά στη λειτουργία της μηχανής αυτής, προέβλεψε τον κίνδυνο που υπήρχε ενόψει της επικινδυνότητας της μηχανής και προς τούτο ενήργησε τοποθετώντας παράθυρα‑πετάσματα, που κάλυπταν τα κινούμενα της μέρη. Επιπλέον, επί των πετασμάτων αυτών τοποθέτησε και έθεσε σε λειτουργία σύστημα ενδασφάλειας το οποίο άμεσα και με το άνοιγμα των παραθύρων αυτών διέκοπτε την παροχή ρεύματος στη μηχανή. Τα κινούμενα μέρη από τη διακοπή της λειτουργίας συνέχιζαν να κινούνται για περίοδο μερικών δευτερολέπτων μέχρι την τελική τους στάση. Εντός αυτού του χρονικού διαστήματος των κάποιων δευτερολέπτων, ο  εφεσείοντας, πάντοτε σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τοποθέτησε το χέρι του εντός της μηχανής και πλησίον των κινούμενων μερών και καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτή η πράξη του εφεσείοντα δεν αποτελούσε έναν ορατό και προβλεπτό κίνδυνο με δεδομένη και τη θέση ότι η απότομη διακοπή της κίνησης των εμβόλων, ακόμα και αν επιτυγχανόταν, θα προκαλούσε βλάβη στη μηχανή.

           
            Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά τη νομολογία και παραπέμποντας σχετικά στην απόφαση Αλέξανδρου
v. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1Α.Α.Δ. 506, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας, κατέληξε ορθά στη σελίδα 54 της απόφασης του ότι η εφεσίβλητη 2 παρείχε στον εφεσείοντα ένα ασφαλές σύστημα εργασίας, αφού τον είχε εκπαιδεύσει τόσο σε θεωρητικό όσο και πρακτικό επίπεδο στη χρήση της συγκεκριμένης μηχανής, ενώ του παρείχε σαφείς γραπτές οδηγίες για την εκτέλεση της εργασίας του και ορθά καταλήγει ότι η ενέργεια του εφεσείοντα να τοποθετήσει το χέρι του εντός των δευτερολέπτων που η μηχανή ακόμα λειτουργούσε πλησίον των κινούμενων μερών της μηχανής, δεν συνάδει με τη λογική και αποτελεί ενέργεια πέραν των οδηγιών του, και ορθά κατέληξε ότι ο εφεσείων ενήργησε εκτός της απλής λογικής να αναμένει να ακινητοποιηθούν πλήρως τα κινούμενα μέρη της μηχανής, γεγονός που θα επερχόταν εντός μερικών δευτερολέπτων.

 

            Επομένως είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί αμέλεια ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος από πλευράς της εφεσίβλητης 2.

 

            Όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη 2 είχε υποχρέωση να τον επιτηρεί συνεχώς, και πάλι συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο εξέτασε ενδελεχώς το ζήτημα και αποφάσισε στη σελίδα 57 της απόφασης του «Κρίνω ότι η κατάληξη σε ένα συμπέρασμα υποχρέωσης της εναγόμενης 2 σε αδιάλειπτη παρακολούθηση και επίβλεψη του ενάγοντα καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, θα ήταν υπερβολική και χωρίς έρεισμα στη λογική με βάση τα ευρήματα και τα συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης». Υπάρχει δε εύρημα του Δικαστηρίου ότι στον χώρο που εργαζόταν o εφεσείων υπήρχαν οι ανώτεροι αλλά και οι προϊστάμενοι του εφεσείοντα. Η προϊστάμενη του δε ήταν διαθέσιμη ανά πάσα στιγμή και κινείτο εντός των χώρων εργασίας. Ο εφεσείων όφειλε με βάση τις οδηγίες που είχε να ενημερώσει την προϊσταμένη του, αλλά και τους ανώτερους του για οποιοδήποτε πρόβλημα, όπως η παρουσία λαδιών στα χάπια. Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας αποφασίσει ότι ο εφεσείων είχε εκπαιδευτεί δεόντως στον καθαρισμό της εν λόγω μηχανής παρασκευής χαπιών και αυτό αποτελούσε και το κύριο καθήκον του, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη 2 δεν είχε υποχρέωση σε αδιάλειπτη παρακολούθηση και επίβλεψη του εφεσείοντα καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, εφαρμόζοντας την υπόθεση Perentis v. General Constructions (1981) 1 C.L.R. 1.

            Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι την αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο ατύχημα έχει ο εφεσείων, o οποίος γνωρίζοντας τους συνήθεις κινδύνους που υπήρχαν, εάν τοποθετούσε το χέρι του πλησίον των κινούμενων μερών της μηχανής ενόσω αυτή συνέχιζε να κινείται, έστω και επιβραδυντικά, επέλεξε βεβιασμένα να τοποθετήσει το χέρι του και να ξεκινήσει το καθάρισμα της μηχανής εντός μερικών δευτερολέπτων. Τόσο οι οδηγίες που είχε όσο και η εκπαίδευση του, δεν προέβλεπαν κάτι τέτοιο και o ίδιος απέτυχε να πείσει περί των αντίθετων οδηγιών που κατ' ισχυρισμό του δόθηκαν. Η ενέργεια του αυτή δεικνύει ότι ανέλαβε και επέλεξε πλέον μόνος του το ρίσκο εκτέλεσης της εργασίας του κατ' αυτό τον τρόπο.

 

            Ενόψει των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 11, 12 και 13 απορρίπτονται.

 

            Οι τρεις τελευταίοι λόγοι έφεσης 16, 17 και 18, αναφέρονται στα ποσά των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων και των τόκων αυτών, και τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι σε περίπτωση που η αγωγή του εφεσείοντα πετύχαινε και εκδιδόταν απόφαση υπέρ του, θα δικαιούτο το ποσό των €4.000 ως γενικές αποζημιώσεις επί της βάσης πλήρους ευθύνης, πλέον νόμιμους τόκους από την καταχώριση της αγωγής και κανένα ποσό ως ειδικές αποζημιώσεις.

 

            Το αντικείμενο των λόγων έφεσης αυτών έχει καταστεί καθαρά ακαδημαϊκό ζήτημα εφόσον έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι έφεσης που αφορούν την αμέλεια των εφεσιβλήτων, και συνεπώς παρέλκει η εξέταση τους.

 

            Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.200 πλέον ΦΠΑ.

 

 

                       ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο