ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 201/18

29 Απριλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]

                  

Ηλίας Κονναρής

Εφεσείων

v.

Κυπριακή Δημοκρατία

Για εφεσείοντα: κος Στέφανος Σκορδής για Σκορδής και Στεφάνου ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητη: κα Μαριάννα Τσαγκάρη για Γενικό Εισαγγελέα.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο εφεσείων που είναι δικηγόρος, καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της Δημοκρατίας, ζητώντας αποζημιώσεις για εξευτελιστική μεταχείριση, την οποία κατ’ ισχυρισμό υπέστη από αστυνομικά όργανα κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εντάλματος σύλληψης εναντίον του, που αφορούσε μεταξύ άλλων τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η σύλληψη διενεργήθηκε στο γραφείο του όπου οι αστυνομικοί του πέρασαν χωρίς λόγο χειροπέδες και του συμπεριφέρθηκαν άκρως υποτιμητικά και εξευτελιστικά, ενώπιον πελατών του που βρίσκονταν εκείνη την στιγμή στον χώρο.

Πέραν του εντάλματος σύλληψης, ακολούθησε και εκτέλεση εντάλματος έρευνας στο γραφείο του που κράτησε περί τις 4 ώρες, καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας ο εφεσείων ήταν δεμένος με χειροπέδες, σε σημείο ώστε να γίνεται ορατός από όλους τους πελάτες του, που προσέρχονταν για προγραμματισμένες συναντήσεις, τις οποίες η αστυνομία δεν επέτρεψε να ακυρωθούν, απαγορεύοντας στο προσωπικό του γραφείου, την διενέργεια οιωνδήποτε τηλεφωνημάτων.

Σημειώνεται ότι στην συνέχεια εισήλθε στο γραφείο όπου και συνελήφθη για τα ίδια αδικήματα και ο πατέρας του εφεσείοντα που επίσης είναι δικηγόρος, χωρίς όμως οι αστυνομικοί να του περάσουν χειροπέδες. Παρόντες στον χώρο ήταν και οι 2 δικηγόροι που εργάζονται στο δικηγορικό γραφείο καθώς και 2 γραμματείς. Οι αστυνομικοί αφαίρεσαν τις χειροπέδες από τον εφεσείοντα μόνο όταν κατέβηκαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου στεγάζεται το γραφείο, ήτοι μετά από 4 περίπου ώρες.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η συμπεριφορά των μελών της αστυνομίας ήταν σκόπιμη και δόλια και συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, αποσκοπώντας στην ταπείνωση του και την πρόκληση φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας. Λόγω της πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό εξευτελιστικής συμπεριφοράς των αστυνομικών, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπέστη  ψυχικές και συναισθηματικές βλάβες για τις οποίες αιτήθηκε πρωτοδίκως αποζημιώσεις.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι για 7-8 μήνες λάμβανε ηρεμιστικά και αντιμετώπιζε δυσκολίες τόσον στον ύπνο όσον και στην εργασία του, απέκτησε εμμονές και δεν μπορούσε να ξεχάσει τον εξευτελισμό, την ταπείνωση και την προσβολή που υπέστη, νιώθοντας αισθήματα κατωτερότητας και υποτίμησης, εξαιτίας της αυταρχικής άσκησης εξουσίας από τους αστυνομικούς εναντίον του.

Η Δημοκρατία αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση καθώς και για τις βλάβες που υπέστη. Προέβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την θέση ότι οι αστυνομικοί λειτούργησαν νόμιμα και στα πλαίσια των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους με κάθε δυνατή υπό τις περιστάσεις φροντίδα και σεβασμό τόσο στο πρόσωπο του εφεσείοντα, όσο και στα δικαιώματα του ως κρατούμενου.

Η θέση της εφεσίβλητης πρωτοδίκως ήταν ότι η σύλληψη έγινε στην βάση εντάλματος που εκδόθηκε νόμιμα από το Δικαστήριο. Στον εφεσείοντα περάστηκαν χειροπέδες σύμφωνα με τις οδηγίες της Αστυνομικής Διάταξης 5/39. Οι χειροπέδες τοποθετήθηκαν στα χέρια, στο μπροστινό μέρος του κορμιού του εφεσείοντα και όχι στο πίσω μέρος όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, λόγω σεβασμού προς την  ιδιότητα του. Μάλιστα μετά το τέλος της έρευνας, στο ισόγειο της πολυκατοικίας πριν εισέλθει στο υπηρεσιακό όχημα, του αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες. Ο λόγος που δεν τέθηκαν χειροπέδες στον πατέρα του, ήταν κατ’ εφαρμογή της ίδιας Αστυνομικής Διάταξης 5/39, σύμφωνα με την οποία δεν χρησιμοποιούνται χειροπέδες σε ηλικιωμένους και πρόσωπα ανίκανα ή που είναι απίθανο να δραπετεύσουν.

Στο πλαίσιο σειράς παραδεκτών γεγονότων που κατατέθηκαν πρωτοδίκως, δηλώθηκε μεταξύ άλλων ότι ο εφεσείων δεν αμφισβητεί την νομιμότητα και εγκυρότητα του εντάλματος σύλληψης καθώς και του εντάλματος έρευνας του γραφείου του. Περαιτέρω δηλώθηκε ότι ο εφεσείων δεν διεκδικεί θεραπείες σε σχέση με τη νομιμότητα ή μη της εισόδου των αστυνομικών στο γραφείο του κατά τον επίδικο χρόνο ούτε και της έρευνας που έγινε εκεί. Τέλος, ο εφεσείων κατά την μαρτυρία του διευκρίνισε ότι το παράπονο του δεν περιλαμβάνει ισχυρισμούς ότι υπέστη οιαδήποτε σωματική βία ή βλάβη.

Κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατέθεσαν για τον εφεσείοντα εκτός από τον ίδιο, άλλοι δύο μάρτυρες ενώ για την Δημοκρατία κατέθεσαν δυο αστυνομικοί που συμμετείχαν στην εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας.

Ο εφεσείων επανάλαβε τους ισχυρισμούς του για άκρως υποτιμητική και εξευτελιστική συμπεριφορά των αστυνομικών ενώ οι άλλοι δύο μάρτυρες που κάλεσε, επιβεβαίωσαν ότι φορούσε χειροπέδες καθ’ όλη την διάρκεια της έρευνας. Ο Μ.Ε. 3 που μετέβη στον χώρο ως συνήγορος του εφεσείοντα, ανέφερε ότι ο υπεύθυνος αστυνομικός του είπε ότι δεν τοποθέτησαν χειροπέδες στον πατέρα του εφεσείοντα γιατί «ήταν μεγάλος άνθρωπος».

Η θέση της Δημοκρατίας όπως παρουσιάστηκε στην μαρτυρία που παρουσίασε πρωτοδίκως, είναι ότι η χρήση χειροπέδων ήταν αναγκαία γιατί ο εφεσείων ήταν πρόσωπο που βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση ως ύποπτο για τη διάπραξη πολύ σοβαρών αδικημάτων και γιατί κρίθηκε ότι δεν ήταν ανίκανος ή απίθανο να δραπετεύσει. Επίσης, το συγκεκριμένο γραφείο ήταν άγνωστος χώρος για τα μέλη της αστυνομίας, ο εφεσείων ήταν νεαρός (31 ετών), λεπτός και ευκίνητος. Ήταν επίσης θυμωμένος και αρκετά εκνευρισμένος για τη σύλληψή του και την έρευνα του γραφείου του. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος δραπέτευσης ήταν ορατός.

Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η αναγκαιότητα για την χρήση χειροπέδων αξιολογείτο καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Λόγω του ότι εφεσείων συνέχισε να είναι ανήσυχος και εκνευρισμένος, κρίθηκε ότι η χρήση των χειροπέδων ήταν εύλογη και αναγκαία καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας που ολοκληρώθηκε στις 18:00. Σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της έρευνας, ο εφεσείων συνελήφθη εκ νέου για το αυτόφωρο αδίκημα της παρέμβασης στην ανακριτική διαδικασία όταν είπε στην γραμματέα του δεν ήταν υπόχρεη να δώσει κατάθεση μετά που της ζητήθηκε κάτι τέτοιο από τους αστυνομικούς. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, οι αστυνομικοί  αποχώρησαν από το γραφείο με τους συλληφθέντες. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες από τον εφεσείοντα, ο οποίος ακολούθως επιβιβάστηκε στο αστυνομικό όχημα.  

Αξιολογώντας την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την θέση της Αστυνομίας ότι οι χειροπέδες στον εφεσείοντα ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο, αναγκαίες. Παρότι δέχεται ότι ορθά λήφθηκε υπόψη η ηλικία και η σωματική διάπλαση του εφεσείοντα (31 ετών, λεπτής σωματικής διάπλασης και ευκίνητος) αλλά και το ότι δεν ήταν ανίκανος ή απίθανο να δραπετεύσει, εντούτοις αναφέρει στην συνέχεια ότι δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης.

Συγκεκριμένα δεν έγινε δεκτή η θέση του αστυφύλακα (Μ.Υ.1) ότι ο εφεσείων ήταν θυμωμένος και αρκετά εκνευρισμένος για την σύλληψή του και την έρευνα του γραφείου του. Πέραν τούτου δεν λήφθηκε υπόψη ότι ο εφεσείων δεν προέβαλε αντίσταση στην σύλληψη του. Δεν επέδειξε οποιαδήποτε πρόθεση να δραπετεύσει, ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία ότι επρόκειτο για βίαιο άτομο. Η δε σύλληψη έγινε εντός του χώρου του δικηγορικού του γραφείου, στην παρουσία έξι συνολικά αστυνομικών.

Η ύπαρξη τέτοιου αριθμού μελών της Αστυνομίας στον χώρο του γραφείου που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας, ήταν στοιχεία που κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο  θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη αφού αυτά ήταν άμεσα συνυφασμένα με την πιθανότητα απόδρασης. Ως εκ των πιο πάνω, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο υπεύθυνος αστυνομικός (Μ.Υ.1), άσκησε λανθασμένα την διακριτική του ευχέρεια και ότι η χρήση των χειροπέδων αμέσως μετά την σύλληψη του εφεσείοντα δεν ήταν εύλογη και αναγκαία.

Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της Αστυνομίας ότι ουδέποτε ο εφεσείων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που βρίσκονταν στο χώρο, διαμαρτυρήθηκε για την τοποθέτηση χειροπέδων στον εφεσείοντα. Όσον αφορά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, παρότι έγινε αποδεκτή η θέση του ότι ένιωσε σοκ και ντροπή για τη σύλληψη του, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την εκδοχή του, αναφορικά με τα κατ’ ισχυρισμό ψυχολογικά προβλήματα που του δημιούργησε η σύλληψη, ούτε τον ισχυρισμό ότι χρειάστηκε να λάβει φαρμακευτική αγωγή για να αντιμετωπίσει τα εν λόγω ψυχολογικά προβλήματα.

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στην νομική πτυχή της υπόθεσης με ιδιαίτερη μνεία στο Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (στο εξής ‘Η Σύμβαση’) η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Νόμο 39/62. Αναφορά έγινε και σε Κυπριακή νομολογία σχετική με απαιτήσεις για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1Α Α.Α.Δ. 558 και Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν. Ανδριανής Πάλμα κ.α., (2015) 1 Α.Α.Δ 2489) αλλά και σε νομολογία του ΕΔΑΔ, αναφορικά με το τι συνιστά απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (βλ. μεταξύ άλλων Erdogan Yagiz ν. Turkey, Application no. 27473/02, ημερ. 6.3.2007 και Raninen ν. Finland, 1997 - VIII; 26 EHRR 563).

Στην συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο Άρθρο 9 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155), που καθορίζει τις εξουσίες της αστυνομίας για την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην παράγραφο 2 του Άρθρου 9 σύμφωνα με την οποία, εάν το πρόσωπο που θα συλληφθεί αντιστέκεται βίαια ή αποπειράται να διαφύγει, ο αστυνομικός δύναται να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία μέσα, χρησιμοποιώντας την εύλογη υπό τις περιστάσεις βία και όχι μεγαλύτερη αυτής που είναι αναγκαία για την σύλληψη. Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι χειροπέδες αποτελούν αναμφίβολα ένα από τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς επίτευξη της σύλληψης. Έτσι ενώ η χρήση βίας σε ένα συλληφθέντα που συμπεριφέρεται ήρεμα και συνεργάζεται δεν δικαιολογείται, στην περίπτωση που αυτός αντιστέκεται ή δυσκολεύει την σύλληψη του ή είναι βίαιος, τότε η χρήση χειροπέδων μπορεί να είναι η μόνη επιλογή που έχει ο αστυνομικός.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε επίσης αναφορά στην Αστυνομική Διάταξη 5/39, που καθορίζει την χρήση χειροπέδων από τα αστυνομικά όργανα. Σύμφωνα με αυτήν, σκοπός της χρήσης χειροπέδων είναι «η αποτροπή απόδρασης κρατουμένων ή η αποτροπή πιθανότητας πρόκλησης βλάβης στους εαυτούς τους, σε άλλα πρόσωπα ή σε περιουσία» (βλ. 1.«Εισαγωγή»), Προβλέπεται δε ότι η χρήση τους γίνεται: (α) σε κατάδικους ή υπόδικους, (β) σε πρόσωπα που βρίσκονται υπό αστυνομική κράτηση ως ύποπτα για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων και (γ) σε πρόσωπα που βρίσκονται υπό αστυνομική κράτηση ως ύποπτα για τη διάπραξη οποιωνδήποτε άλλων αδικημάτων και κρίνονται ως επικίνδυνα (βλ. 3.«Χρήση»). Αναφέρεται περαιτέρω ότι τα μέλη της Αστυνομίας δεν πρέπει να χρησιμοποιούν χειροπέδες: (α) σε ανήλικους, γέροντες, τραυματίες ή ανάπηρους, εκτός εάν κριθεί απόλυτα επιβεβλημένο, αφού ληφθούν υπόψη η επιθετική συμπεριφορά του συλληφθέντος, η σοβαρότητα του αδικήματος και ο σωματότυπος του, (β) σε πρόσωπα που είναι ανίκανα να δραπετεύσουν ή που είναι απίθανο να δραπετεύσουν, (γ) σε υπόδικους ή κατάδικους που μεταφέρονται με πλοία ή με αεροσκάφη, εκτός αν είναι επικίνδυνα βίαιοι, ή η φρουρά τους δεν είναι επαρκής, (δ) σε φρενοπαθείς, εκτός υπό κάποιες περιστάσεις και (ε) σε υπόδικους, κατάδικους ή κρατούμενους, που βρίσκονται στην αίθουσα του Δικαστηρίου, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Ως προς τον τρόπο χρήσης τους, αναφέρεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται η χρήση, αυτές να φέρονται στα χέρια των κρατουμένων ασφαλισμένες στο πίσω μέρος του κορμού τους (βλ. 4.«Τρόπος Χρήσης»).

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση χειροπέδων στον εφεσείοντα δεν ήταν αναγκαία. Ανεξαρτήτως τούτου, ακόμη και αν κρινόταν εύλογη και αναγκαία,  το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπό τας περιστάσεις αυτό θα έπρεπε να αποφευχθεί στην παρουσία των πελατών του εφεσείοντα, δεδομένης της ιδιότητας του ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι αστυνομικοί θα μπορούσαν στην προκειμένη περίπτωση δρώντας διακριτικά, να του ζητήσουν να περάσει σε κάποιον άλλο χώρο του γραφείου ώστε να μην είναι ορατός ή να αναμένουν την αναχώρηση των πελατών του πριν του τοποθετήσουν χειροπέδες, κάτι που δεν έγινε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε στην συνέχεια την θέση της Δημοκρατίας ως προς την αναγκαιότητα της συνεχόμενης χρήσης των χειροπέδων καθ’ όλη την διάρκεια εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας. Δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων συνέχισε να είναι ανήσυχος και εκνευρισμένος καθ’ όλον τον προαναφερόμενο χρόνο. Αντιθέτως, έγινε δεκτό ότι ήταν καθόλα συνεργάσιμος στο πλαίσιο της έρευνας. Αναφέρεται επίσης ότι δεν αποδείχθηκε πιθανότητα απόδρασης αφού το γραφείο βρισκόταν στον 2ο όροφο και είχε μόνο μια πόρτα εισόδου – εξόδου. Κρίθηκε περαιτέρω ότι το γεγονός ότι η τοποθέτηση των χειροπέδων έγινε στην παρουσία δύο πελατών του εφεσείοντα, τους οποίους μάλιστα θα συναντούσε για πρώτη φορά, είχε ως αποτέλεσμα ο εφεσείων να νιώσει ντροπή, προσβολή και εξευτελισμό. Τα ίδια συναισθήματα του προκάλεσε και το γεγονός ότι τον είδαν στην συνέχεια να βρίσκεται με τις χειροπέδες άλλος ένα πελάτης του (ο Μ.Ε.2), η σύζυγος του, ο αδελφός του, ο πατέρας του, οι δύο δικηγόροι και οι δύο υπάλληλοι του γραφείου του και μια ασκούμενη δικηγόρος που εργαζόταν εκεί.

Παρά τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν και όλα τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης και συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η σύλληψη ήταν νόμιμη και δεν χρησιμοποιήθηκε βία για την τοποθέτηση των χειροπέδων. Λήφθηκε επίσης υπόψη μεταξύ άλλων ότι το περιστατικό έλαβε χώρα εντός του δικηγορικού γραφείου του εφεσείοντα και τα μέλη της Αστυνομίας δεν άφησαν αυτός να θεαθεί με τις χειροπέδες σε δημόσιο χώρο, οι δε χειροπέδες του αφαιρέθηκαν προτού εξέλθει της πολυκατοικίας και βγει στον δρόμο.

Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι ο εφεσείων κατά την μαρτυρία του, υποστήριξε ότι τα συναισθήματα ντροπής, προσβολής και εξευτελισμού που ένιωσε, προκλήθηκαν ιδιαίτερα εκ του γεγονότος ότι θεάθηκε με τις χειροπέδες από πελάτες του. Σημειώνεται τέλος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από την μαρτυρία δεν προκύπτει ότι τα μέλη της Αστυνομίας είχαν πρόθεση εξευτελισμού ή ταπείνωσης του εφεσείοντα και ότι ο εφεσείων δεν υπέστη εξαιτίας του επίδικου περιστατικού οποιεσδήποτε σωματικές ή ψυχικές βλάβες ή πόνο, ούτε αυτό είχε συνέπειες στην φήμη και εργασία του. Έγινε μεν καχύποπτος αλλά μόνο όσον αφορά την Αστυνομία, γεγονός που ως ο ίδιος μάλιστα είπε του βγήκε σε καλό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει λυπηρό το γεγονός της αδικαιολόγητης χρήσης και διατήρησης των χειροπεδών στον εφεσείοντα για περίοδο 4 σχεδόν ωρών και σημειώνει ότι σε καμία περίπτωση δεν διαφεύγουν της προσοχής ούτε και υποβαθμίζονται τα συναισθήματα ντροπής που ένιωσε όταν θεάθηκε με τις χειροπέδες από πελάτες του. Τα πιο πάνω όμως δεν μπορούν σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση να ιδωθούν απομονωμένα, δηλαδή έξω από το πλαίσιο του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω αναφερθέντα στοιχεία σε συνδυασμό με το σύνολο των λοιπών περιστάσεων της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη μεταχείριση του εφεσείοντα από την Αστυνομία, είναι τέτοιας έκτασης που να μπορεί να θεωρηθεί ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική.

Απορρίφθηκε επίσης εισήγηση του εφεσείοντα ότι η μεταχείριση του εφεσείοντα αποτελεί προσβολή και άλλων ατομικών δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα ελευθερίας, προσωπικής και ιδιωτικής ζωής καθώς και δυσανάλογη και υπέρμετρη αστυνομική βία, η οποία συνιστά επίθεση. Κρίθηκε ότι η υπόθεση θα μπορούσε να κριθεί μόνο στο πλαίσιο των ισχυρισμών για παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης, στην οποία στηρίχθηκε ο εφεσείων στην έκθεση απαίτησης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι παρότι στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά μόνο σε παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης, εντούτοις σύμφωνα με τη νομολογία, το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται από τα ίδια τα γεγονότα της έκθεσης απαίτησης και όχι από τον χαρακτηρισμό που τους δίδεται και ο διάδικος δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία του δίδει ο Νόμος. Παρόλα αυτά στην υπό κρίση περίπτωση, ο ίδιος ο εφεσείων με την μαρτυρία του, περιόρισε την απαίτηση του στο πλαίσιο του Άρθρου 3 της Σύμβασης.  Κρίθηκε ενόψει των πιο πάνω ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για απόδοση θεραπείας σε κάποια άλλη βάση. Ως εκ τούτου, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων αμφισβητεί με δύο λόγους έφεσης την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Στον πρώτο λόγο έφεσης, παραπονείται για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι  δεν δύναται να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη μεταχείριση του εφεσείοντα από την Αστυνομία έφθασε στο ελάχιστο όριο σοβαρότητας που καθορίζεται από την σχετική νομολογία ώστε να θεωρηθεί ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να αποδοθεί θεραπεία σε κάποια άλλη βάση πλην του Άρθρου 3 της Συμβάσης και ότι εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ευρήματα του, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον 2ο λόγο έφεσης. Όπως έχει νομολογηθεί, το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται από τα ίδια τα γεγονότα της έκθεσης απαίτησης και όχι από τον χαρακτηρισμό που τους δίδεται. Έπεται, ότι ο ενάγων δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία του δίδει ο Νόμος με την προϋπόθεση πως τα αναγκαία γεγονότα που εξάγουν το νομικό αυτό αποτέλεσμα είναι δικογραφημένα και η μαρτυρία που δόθηκε στο δικαστήριο είναι ικανοποιητική, ανεξάρτητα του κατά πόσο οι θεραπείες διατυπώνονται με ορθό τρόπο στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης. Σχετική είναι η υπόθεση Marketventures Ltd ν. Δικωμίτη (2009) 1 Α.Α.Δ 383 όπου λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι έστω και αν ο τρόπος διατύπωσης των θεραπειών δεν είναι ορθός, εντούτοις αυτές μπορεί να χορηγηθούν αν από το όλο πνεύμα της έκθεσης απαίτησης, τεκμαίρεται η ορθή αξίωση τους (βλ. επίσης C. Malathouras & Sons Ltd. v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1233, στη σελ. 1240).

Εντούτοις, είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα, ο ίδιος ο εφεσείων περιόρισε την απαίτηση του στο πλαίσιο του Άρθρου 3 της Σύμβασης. Με τις δηλώσεις του συνηγόρου του κατά την κατάθεση παραδεκτών γεγονότων, αλλά και κατά την ένορκη μαρτυρία του, o εφεσείων ήταν αρκετά σαφής ως προς το παράπονο του, το οποίο περιόρισε στο ότι η χρήση χειροπέδων μπροστά στους πελάτες του, τον προσέβαλε και τον εξευτέλισε. Δηλώθηκε επίσης ότι δεν αμφισβητείται η νομιμότητα και εγκυρότητα των ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας και ότι ο εφεσείων δεν διεκδικεί θεραπείες σε σχέση με τη νομιμότητα της εισόδου των αστυνομικών στο γραφείο του. Τέλος ο ίδιος κατά την μαρτυρία του, διευκρίνισε ότι το παράπονο του δεν περιλαμβάνει ότι υπέστη οποιαδήποτε σωματική βία ή βλάβη.

Υπό τας περιστάσεις, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί θεραπεία σε κάποια άλλη βάση, πλην του Άρθρου 3 της Σύμβασης όπως πχ δυσανάλογη και υπέρμετρη αστυνομική βία, η οποία συνιστά επίθεση. Ανεξαρτήτως τούτου, όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω στη συζήτηση του πρώτου λόγου έφεσης, δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να βρει έρεισμα στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και η βάση αγωγής για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.

Ενόψει τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μεταχείριση του εφεσείοντα από την Αστυνομία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απάνθρωπη στο πλαίσιο του Άρθρου 3 της Σύμβασης. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η πιο πάνω κατάληξη είναι αντιφατική αφού έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση του, ότι η χρήση χειροπέδων δεν ήταν αναγκαία και ότι η έκταση της για περίοδο 4 σχεδόν ωρών, δεν μπορεί παρά να προκάλεσε συναισθήματα ντροπής και εξευτελισμού στον εφεσείοντα αφού θεάθηκε με τις χειροπέδες, ιδιαίτερα από πελάτες του.

Προτού εξετάσουμε τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα, όπως διατυπώνονται στο πρώτο λόγο έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στη νομική πτυχή του θέματος και στην νομολογία που ερμηνεύει το Άρθρο 3 της Σύμβασης το οποίο απαγορεύει την υποβολή σε βασανιστήρια και σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Την ίδια προστασία με το άρθρο 3 της Σύμβασης παρέχει και το άρθρο 8 του Συντάγματος (βλ. σύγγραμμα Α.Ν. Λοΐζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Λευκωσία 2001, σελ. 46-49). Στην θεμελιακή υπόθεση Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1Α Α.Α.Δ. 558, αναγνωρίστηκε από την κυπριακή νομολογία το δικαίωμα αγωγής σε πρόσωπο που ισχυρίζεται παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του όπως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και την Σύμβαση. Λέχθηκε ότι χωρίς αυτήν την προστασία, τα δικαιώματα θα απέβαλλαν όχι μόνο το θεμελιώδη, αλλά και αυτόν τούτο το χαρακτήρα τους ως δικαιώματα και θα μετατρέπονταν σε διακηρύξεις καλής συμπεριφοράς.

Λέχθηκε επίσης ότι η προεξάρχουσα αρχή προσδιορισμού επαρκούς θεραπείας για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι εκείνη της δικαίας αποζημίωσης (equitable compensation). Η δίκαιη αποζημίωση είναι το μέτρο των αποζημιώσεων τόσο για την υλική όσο και για τη μη υλική ζημία, γνωστή ως ηθική ζημία (moral damage).  Η βλάβη την οποία περιλαμβάνει η μη υλική ζημία (non-pecuniary) και για την οποία χωρεί αποζημίωση, περιλαμβάνει και την προσωπική δυσχέρεια, έννοια συγγενική προς εκείνη της δυσχέρειας - "hardship" - στο αγγλικό δίκαιο.  Ανησυχία (distress), θλίψη, αγωνία, απώλεια ευκαιριών εργοδότησης, αισθήματα αδικίας, δυσμενής επηρεασμός του τρόπου ζωής, πόνος και οδύνη (pain and suffering), κρίθηκε ότι αποτελούν παραδεκτά κεφάλαια αποζημιώσεων.

Σύμφωνα με την υπόθεση Γιάλλουρος (ανωτέρω), πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου που διασφαλίζει η Σύμβαση, συνιστούν στο αγγλικό δίκαιο το αντικείμενο προστασίας σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων (βλ. το άρθρο ‘torts and human rights από το σύγγραμμα του Λόρδου Bingham «The Business of Judging, Selected Essays and Speeches σελ.169»). Τονίστηκε επίσης στην Γιάλλουρος (ανωτέρω) ότι οι παράμετροι των αποζημιώσεων για την αποτίμηση μη υλικής ζημίας που προκύπτει από παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου διευρύνονται στην πρόσφατη αγγλική νομολογία, σε βαθμό που να προσεγγίζουν τις αρχές της επιείκειας. Οι αποζημιώσεις μπορεί να προσλάβουν επιβαρυντικό χαρακτήρα όπου η βλάβη είναι ποικιλοτρόπως βαριά και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να προσλάβουν τιμωρητικό χαρακτήρα προς παραδειγματισμό.

Στην απόφαση του ΕΔΑΔ Erdogan Yagiz v. Turkey (2007), στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κρατούμενος που ήταν γιατρός στο επάγγελμα, εκτέθηκε αδικαιολόγητα, φέροντας χειροπέδες σε ένα δημόσιο χώρο στάθμευσης στο χώρο εργασίας του, αλλά και κατά τη μεταφορά του στην οικία του, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοί του, μέλη της οικογένειάς του και γείτονες του να τον δουν να βρίσκεται υπό σύλληψη έχοντας τοποθετημένες χειροπέδες στα χέρια του. Λόγω της μη αναγκαιότητας τοποθέτησης χειροπέδων και της δημόσιας έκθεσης του, κρίθηκε ότι ο κρατούμενος έτυχε ταπεινωτικής μεταχείρισης από τις αστυνομικές αρχές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το ΕΔΑΔ θεώρησε ότι μπορούσε εύλογα να καταλήξει ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μεταχείρισης και της εμφάνισης ψυχικής διαταραχής στον Αιτητή, η οποία διαγνώσθηκε δύο μέρες μετά την απόλυση του από την κράτηση. Πέραν τούτου, κρίθηκε ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η έκθεση του Αιτητή με χειροπέδες σε δημόσια θέα, σκοπούσε στο να προκαλέσει μέσα του αισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας, δυνάμενα να τον εξευτελίσουν και πιθανώς να σπάσουν την ηθική του αντίσταση. Υπό το φως των πιο πάνω εξαιρετικών περιστάσεων, κρίθηκε ότι η χρήση χειροπέδων, αποτελούσε εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.

Ως προς την κρίση αναφορικά με το λογικό ή μη της αναγκαιότητας χρήσης χειροπέδων, αναφέρονται στην νομολογία του ΕΔΑΔ, διάφοροι σχετικοί παράγοντες, όπως ο κίνδυνος δραπέτευσης ή χρήσης βίας από πλευράς του κρατουμένου, καθώς επίσης και η πιθανότητα να επηρεαστεί η μαρτυρία σε σχέση με το υπό διερεύνηση εναντίον του αδίκημα, ή ο βαθμός βίας που ασκήθηκε ώστε να επιτευχθεί η τοποθέτηση χειροπέδων, αλλά και η έκταση της έκθεσης του κρατουμένου στο κοινό (βλ. Erdogan Yagizn ανωτέρω, Raninen v. Filand 1997 - VIII 26 EHRR 563, Wieser ν. Austria, Application no. 2293/03, ημερ. 22.5.2007, και Kuzmenko v. Russia, Application no. 18541/04, ημερ. 20.6.2011).

Στην υπόθεση Raninen v. Filand (ανωτέρω), λέχθηκε ότι η χρήση χειροπέδων σε ένα κρατούμενο από μόνη της, δεν ισοδυναμεί με ταπεινωτική μεταχείριση κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης, νοουμένου ότι υπό τις περιστάσεις, θα κριθεί ότι ήταν λογικά αναγκαία. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα πιο κάτω στην παράγραφο 57 της απόφασης:

« 57.   The handcuffing of Mr Raninen had, as conceded by the Government, not been made necessary by his own conduct. Apart from the fact that the measure was itself unjustified, it had been imposed in the context of unlawful arrest and detention. In addition, he had, albeit only briefly, been visible to the public on his entering the military police vehicle outside the prison gate. He claimed that he had felt humiliated by appearing handcuffed in front of members of his support group (see paragraphs 14 and 23 above). These considerations are no doubt relevant for the purposes of determining whether the contested treatment was “degrading” within the meaning of Article 3 of the Convention. »

Σε ελεύθερη μετάφραση:

« 57. Η τοποθέτηση χειροπέδων στον κο Raninen δεν είχε καταστεί αναγκαία λόγω της δικής του συμπεριφοράς, όπως παραδέχθηκε η κυβέρνηση. Πέραν του ότι το ίδιο το μέτρο ήταν αδικαιολόγητο, είχε επιβληθεί στο πλαίσιο παράνομης συλλήψεως και κρατήσεως. Επιπλέον, ήταν, έστω και για λίγο, ορατός στο κοινό κατά την είσοδό του στο όχημα της στρατιωτικής αστυνομίας έξω από την πύλη της φυλακής. Ισχυρίστηκε ότι αισθάνθηκε ταπεινωμένος εμφανιζόμενος με χειροπέδες μπροστά στα μέλη της ομάδας υποστηρίξεώς του (βλ. σκέψεις 14 και 23 ανωτέρω). Οι εκτιμήσεις αυτές είναι αναμφίβολα κρίσιμες για τον καθορισμό του αν η επίμαχη μεταχείριση ήταν «εξευτελιστική» κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης.»

Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η τοποθέτηση των χειροπέδων επηρέασε δυσμενώς την ψυχική του κατάσταση. Τέλος, δεν υποστηρίχθηκε ότι οι χειροπέδες τον είχαν επηρεάσει σωματικά. Με βάση τα πιο πάνω, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η επίμαχη μεταχείριση έφθασε στο ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας που απαιτεί το Άρθρο 3 της Συμβάσης και συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση αυτής της διάταξης.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ακόμη και στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η αναγκαιότητα τοποθέτησης χειροπέδων, το Δικαστήριο δεν θα κρίνει χωρίς άλλο ότι υπάρχει ταπεινωτική συμπεριφορά από πλευράς Αστυνομίας στο πλαίσιο του Άρθρου 3 της Σύμβασης. Αυτό θα κριθεί από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης όπως πχ ο χώρος της σύλληψης, ή χρονική έκταση της χρήσης των χειροπέδων, η πρόθεση των αστυνομικών αρχών να εξευτελίσουν τον κρατούμενο, η άσκηση ή μη σωματικής βίας και οι τυχόν σωματικές και συναισθηματικές βλάβες στον κρατούμενο.    

Στην παρούσα υπόθεση, είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση φαίνεται να αμφιταλαντεύεται ως προς την αναγκαιότατα τοποθέτησης χειροπέδων στον εφεσείοντα. Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώ αρχικά αναφέρει ότι αποδέχεται την θέση του Μ.Υ.1 ότι οι χειροπέδες ήταν αναγκαίες και ότι ορθά λήφθηκε υπόψη η ηλικία και η σωματική διάπλαση του εφεσείοντα (31 ετών, λεπτής σωματικής διάπλασης και ευκίνητος) αλλά και το ότι δεν ήταν ανίκανος ή απίθανο να δραπετεύσει, εντούτοις αναφέρει στην συνέχεια ότι θα λαμβάνει υπόψη και άλλα δεδομένα που δεν δικαιολογούσαν την τοποθέτηση χειροπέδων.

Εν πάση περιπτώσει παρά τις πιο πάνω αμφιταλαντεύσεις, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σαφώς αναφέρει στην συνέχεια ότι λαμβανομένων όλων των υπόλοιπων περιστατικών της υπόθεσης, η τοποθέτηση χειροπέδων στον εφεσείοντα δεν ήταν αναγκαία. Αυτό ακόμα και μετά που συνελήφθη εκ νέου για αυτόφωρο αδίκημα, όταν είπε στην γραμματέα του δεν ήταν υπόχρεη να δώσει κατάθεση. Το εν λόγω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την μην αναγκαιότητα χρήσης χειροπέδων δεν έχει αμφισβητηθεί με ειδοποίηση αντέφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Παρά το πιο πάνω εύρημα για μη αναγκαιότητα  χρήσης χειροπέδων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως εξέτασε κατά πόσον η τοποθέτηση τους, είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει αισθήματα εξευτελισμού του εφεσείοντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβιάστηκε στην περίπτωση του, το Άρθρο 3 της σύμβασης. Παρότι κρίνει ότι η αδικαιολόγητη χρήση και διατήρηση χειροπέδων στον εφεσείοντα για χρονική περίοδο 4 σχεδόν ωρών μπροστά σε πελάτες του, του δημιούργησε αρνητικά συναισθήματα ντροπής, προσβολής και εξευτελισμού, εντούτοις συνυπολογίζοντας τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης έκρινε ότι η συγκεκριμένη μεταχείριση του εφεσείοντα δεν έφθασε στο ελάχιστο όριο σοβαρότητας που καθορίζεται από την νομολογία ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.

Η κατάληξη αυτή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αυθαίρετη ούτε αντιφατική όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Στηρίχθηκε στο συμπέρασμα του ότι δεν αποδείχθηκε τα μέλη της Αστυνομίας να είχαν πρόθεση εξευτελισμού ή ταπείνωσης του εφεσείοντα. Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στην μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι τα μέλη της Αστυνομίας έδρασαν με την τοποθέτηση των χειροπέδων, όντας προκατειλημμένοι εναντίον του εφεσείοντα, καθώς και για να τον εκδικηθούν ή να προκαλέσουν βλάβη στην φήμη του.

Τα πιο πάνω σε συνδυασμό  με τα υπόλοιπα περιστατικά της υπόθεσης όπως μεταξύ άλλων το ότι η σύλληψη ήταν νόμιμη και δεν χρησιμοποιήθηκε βία για την τοποθέτηση των χειροπέδων καθώς επίσης και το ότι ο εφεσείων δεν υπέστη εξαιτίας του επίδικου περιστατικού, οποιεσδήποτε σωματικές ή ψυχικές βλάβες, καταδεικνύουν ότι είναι ορθό και εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη μεταχείριση του εφεσείοντα από την Αστυνομία δεν ξεπέρασε το ελάχιστο όριο που καθορίζεται από την νομολογία ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης (βλ. Raninen ανωτέρω). Πέραν τούτου, από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν έχει αποδειχθεί πρωτοδίκως οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα όπως καθορίζονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ως αποτέλεσμα και ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

                                                                                                                             Αλ. Παναγιώτου, Π.                        

 

 

                                                   Α. Κονής, Δ.                       

 

                                                                                                                      

                                                                                         Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο