ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 241/2018)

 

16 Απριλίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

v.

 

ΖΕΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

____________________

 

Κ. Ανδρέου, ο Εφεσείοντας προσωπικά.

Ε. Νικολάου για κ. Κώστα Π. Χ’’Κωστή, για τον Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείοντας, ως ενάγοντας,  καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού – στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο – αγωγή ισχυριζόμενος ότι ο εφεσίβλητος, που ήταν ο δικηγόρος του και τον εκπροσώπησε σε αίτηση του ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ενήργησε με δόλιο τρόπο, εις βάρος του, και του προκάλεσε χρηματική ζημιά, ψυχική οδύνη και ταλαιπωρία.  Ως εκ τούτου ζήτησε, με την αγωγή του, από το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει προς όφελος του και εναντίον του εφεσίβλητου, ως εναγόμενου, το ποσό των €20.000,00, περίπου, ως οικονομική ζημιά, και το ποσό των €17.000,00 ως αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη και ηθική ικανοποίηση, και/ή για ψυχικές, ηθικές, πνευματικές, σωματικές ζημιές και βλάβες.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα στηρίχθηκε, πρωτόδικα, στη θέση ότι ο εφεσίβλητος, χωρίς καμιά προηγούμενη ενημέρωση προς τον εφεσείοντα, εμφανίστηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και αφού εξαγοράσθηκε από τον εργοδότη του, αποδέχθηκε τη διευθέτηση της απαίτησης, που είχε ο εφεσείοντας εναντίον του εργοδότη του, για πολύ χαμηλό ποσό και χωρίς τη συγκατάθεση ή οδηγίες του.  Κατά τη δίκη, ο εφεσείοντας υποστήριξε την εκδοχή του ενόρκως και παρουσίασε ακόμη έναν μάρτυρα, τον υπεύθυνο Εργασιακών Σχέσεων Λεμεσού και Προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου Λεμεσού.

 

Η εκδοχή του εφεσίβλητου, την οποία υποστήριξε επίσης ενόρκως κατά την πρωτόδικη δίκη, ήταν πως ό,τι έπραξε, ως δικηγόρος του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της υπόθεσης του ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, βασιζόταν σε ρητές οδηγίες και συγκατάθεση του εφεσείοντα, τότε πελάτη του, τον οποίο είχε ενημερώσει, τηλεφωνικώς, στις 11.05.2007, για την πρόταση που είχε υποβληθεί από την πλευρά του εργοδότη του, οπότε προχώρησε στη διευθέτηση.  Ο εφεσίβλητος αποδίδει την αντίδραση του εφεσείοντα στην παραπλανημένη αντίληψη που ο τελευταίος είχε για τα δικαιώματα του και έτσι θεωρεί ότι ξεγελάστηκε, ωστόσο, η διευθέτηση που έγινε κάθε άλλο παρά ζημιά του επέφερε.  Ειδικότερα, ήταν η θέση του εφεσίβλητου πως, υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης του εφεσείοντα, το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να επιδικασθεί, σ’ αυτόν, δεδομένου ότι είχε ήδη πληρωθεί την προειδοποίηση του, θα ήταν το ποσό των ΛΚ862,20.  Συνεπώς οι ΛΚ900,00, που εξασφαλίστηκαν στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης, συνιστούν επιτυχία και δεν δικαιολογείται οποιοδήποτε παράπονο. Επιπλέον, ο εφεσίβλητος αρνείται ότι πληροφόρησε, οποτεδήποτε, τον εφεσείοντα περί υπόδειξης του Δικαστηρίου (προφανώς του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών) όπως του καταβληθεί το ποσό των ΛΚ1.700,00.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, περιλαμβανομένων εγγράφων – τεκμηρίων –, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα, περί χειρισμού με δόλιο τρόπο της υπόθεσης του, από τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα, αφού αποδέχθηκε την εκδοχή του τελευταίου, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα, επιδικάζοντας έξοδα εναντίον του.

 

Την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείοντας αμφισβητεί προβάλλοντας τέσσερεις λόγους έφεσης, οι οποίοι, ουσιαστικά, άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την εκδοχή του και αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου.  Παρεμβάλλει εδώ, ως αξιοσημείωτο, το γεγονός, πως ο μάρτυρας (ΜΕ2), που κλήτευσε ο εφεσείοντας, κρίθηκε αξιόπιστος πλην όμως το Δικαστήριο έκρινε  πως η μαρτυρία του δεν αποδείκνυε τον βασικό ισχυρισμό του εφεσείοντα, περί δόλιου τρόπου ενέργειας εκ μέρους του εφεσίβλητου. Φρονούμε πως είναι δικαιολογημένο να ομαδοποιήσουμε και τους τέσσερεις λόγους έφεσης λόγω των κοινών και συνυφασμένων ζητημάτων που εγείρονται, αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι συνυφασμένος με το παράπονο του εφεσείοντα ότι αυτός δεν ήταν παρών κατά την απόσυρση της υπόθεσης – αίτησης του, ως διευθετηθείσας, στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, παρ’ ότι, από το σχετικό πρακτικό, προκύπτει ότι διατάχθηκε η παρουσία των διαδίκων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, η οποία, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ήταν προϊόν ψευδομαρτυρίας, ότι στις 11.05.2007, και πριν διευθετήσει την υπόθεση του στο Δικαστήριο, τον ενημέρωσε τηλεφωνικά για την δήθεν πρόταση του εργοδότη του και αυτός έδωσε συγκατάθεση. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται λανθασμένη αξιολόγηση και ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστηρίο, της προσαχθείσας μαρτυρίας, και, ειδικότερα, σ’ ότι αφορά στη διαφορά των διαδίκων αναφορικά με την απόσυρση της Αίτησης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο Εργατιών Διαφορών.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση με την οποία δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσείοντα, αλλά του εφεσίβλητου.

 

Τα πιο πάνω παράπονα, συνοδευόμενα και υποστηριζόμενα από ισχυρισμούς περί ψευδών δηλώσεων, στις οποίες κατ’ ισχυρισμό προέβη ο εφεσίβλητος, προκειμένου να ξεγελάσει τον εφεσείοντα, είναι άμεσα συναρτημένα με το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε πάρει την εξουσιοδότηση και/ή συγκατάθεση του εφεσείοντα πριν αποσύρει, ως διευθετηθείσα, την αίτηση του.  Πρόκειται για ουσιώδες και κρίσιμο για την υπόθεση ερώτημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, και δη ότι αυτός, στις 11.05.2007, και πριν δηλώσει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, τηλεφώνησε στον εφεσείοντα, τότε πελάτη του, και τον ενημέρωσε για την πρόταση που είχε υποβληθεί από την αντίδικη πλευρά, και ο εφεσείοντας συμφώνησε.  Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη πως ό,τι έπραξε ο εφεσίβλητος ήταν στη βάση της συγκατάθεσης και/ή των ρητών οδηγιών του εφεσείοντα.  Προφανώς η προαναφερόμενη κατάληξη ήταν προϊόν της αποδοχής της εκδοχής και μαρτυρίας του εφεσίβλητου και της ταυτόχρονης απόρριψης, ως αναξιόπιστης, της μαρτυρίας του εφεσείοντα.

 

Είναι χρήσιμο σ’ αυτό το στάδιο, δεδομένου του περιεχομένου των λόγων έφεσης, να υποδείξουμε πως, όσον αφορά στον έλεγχο, εκ μέρους του Εφετείου, για ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, διατηρούμε κατά νου τις αρχές της σχετικής νομολογίας, ως προς το πότε δικαιολογείται η επέμβαση, από το Εφετείο, στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Ειδικά, παραπέμπουμε στα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση Χατζηχαραλάμπους v. A. CH. TRAVEL & TOURS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 70/2018, ημερομηνίας 24.10.2023 και παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβαση του στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας καθώς επίσης στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί δικαιολογείται μόνο, όταν τα ευρήματα είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020, 24.11.22 ECLI:CY:DOD:2022:32).»

 

Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση πως ο εφεσείοντας έκανε φτωχική εντύπωση στο Δικαστήριο.  Κατ’ αρχήν υποδείχθηκε πως η απαίτηση για €20.000,00, την οποία ο εφεσείοντας πίστευε ότι δικαιούνταν, έναντι του εργοδότη του, καταρρίφθηκε από την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ2, τον οποίο κλήτευσε ο εφεσείοντας.  Ο ΜΕ2 μαρτύρησε πως ο εφεσείοντας δεν δικαιούνταν αποζημιώσεις πέραν των έξι (6) εβδομάδων, ως προνοείται από τη σχετική νομοθεσία και στην απουσία συγκεκριμένης συμφωνίας για άλλες αποζημιώσεις, δεδομένου ότι είχε πληρωθεί από τον εργοδότη του την περίοδο προειδοποίησης.  Κατά τον ΜΕ2, το μέγιστο που μπορούσε να πετύχει ο εφεσείοντας ήταν ΛΚ870,00 πλέον τόκους και έξοδα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε το παράξενο γεγονός ότι, ο εφεσείοντας από τη μια μαρτύρησε πως το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υπέδειξε πως θα έπρεπε να του καταβληθεί ποσό ΛΚ1.700,00, πλην όμως, αυτός από την άλλη το αποδέχθηκε, αδιαμαρτύρητα, ως πρόταση που είχε γίνει από τον εργοδότη του και του είχε μεταφέρει ο εφεσίβλητος, κατά αντίφαση με ό,τι πίστευε, και δη ότι η αποζημίωση του ήταν του ύψους των €20.000,00, περίπου.

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε αποστείλει στον εφεσείοντα επιστολή, ημερομηνίας 11.05.2007, με την οποία τον ενημέρωνε ότι η υπόθεση του ορίστηκε για ακρόαση στις 25.06.2007, ενώ ήταν για οδηγίες, ωστόσο αυτός εμφανίστηκε στο Δικαστήριο στις 25.05.2007, με τον αντίδικο δικηγόρο, και απέσυρε την αίτηση του εφεσείοντα ως διευθετηθείσα στην απουσία του.  Έκρινε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως αυτό το γεγονός απείχε κατά πολύ από απόδειξη «τελειωτικού κτυπήματος» δόλου εκ μέρους του εφεσίβλητου, ως ισχυρίζεται ο εφεσείοντας.  Το γεγονός δε ότι ο εφεσείοντας αποδέχθηκε, στην αντεξέταση του, ότι στο πλαίσιο του τηλεφωνήματος, που του έκανε ο εφεσίβλητος, του ανέφερε και πως ήταν ενδεχόμενο η υπόθεση του να διευθετηθεί πριν τις 25.06.2007, αξιολογήθηκε ως στοιχείο που επιβεβαίωνε αυτό που εν τέλει έγινε στις 25.05.2007.  Ταυτόχρονα, ως κρίθηκε, κατέρριπτε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα πως αν γνώριζε πως η υπόθεση του δεν θα ακουγόταν στις 25.06.2007 αλλά ήταν για οδηγίες, θα υποψιαζόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα διερευνούσε το θέμα από μόνος του, αφού θα υποψιαζόταν την «απάτη» που θα γινόταν εις βάρος του. 

 

Ως μη ικανό στοιχείο, για απόδειξη του ισχυρισμού του εφεσείοντα για δόλια συμπεριφορά του εφεσίβλητου, κρίθηκε και το γεγονός ότι κατά την απόσυρση της αίτησης ο εφεσίβλητος παρέλαβε μεταχρονολογημένη επιταγή ύψους ΛΚ1.200,00 (περιλαμβανομένων των ΛΚ300,00 ως εξόδων) την οποία έδωσε στον εφεσείοντα και την εξαργύρωσε.  Αξιολογήθηκε το γεγονός πως, αφ’ ης στιγμής ο συνήγορος – εφεσίβλητος πήρε την εν λόγω επιταγή, την οποία ο εφεσείοντας εξαργύρωσε και πληρώθηκε στη συνέχεια, δεν ενεργούσε δόλια, έναντι των συμφερόντων του πελάτη του, επειδή απέσυρε την αίτηση πριν την πληρωμή της επιταγής.    

 

Έχοντας μελετήσει με κάθε δυνατή προσοχή τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, θεωρούμε πως η δικαιολογημένη και εύλογη απόρριψη της εκδοχής του, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα των αξιώσεων του εναντίον του εφεσίβλητου, αποδυναμώθηκε σε καθοριστικό βαθμό, με την μη απόδειξη, εκ μέρους του, πως οι αποζημιώσεις που αυτός δικαιούνταν από τον εργοδότη του ήταν περί τις €20.000,00.  Οι όποιες διαπιστώσεις, στη ροή των γεγονότων και της εξέλιξης τους μέχρι την απόσυρση της αίτησης του εφεσείοντα, ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, και δη το γεγονός ότι αυτή έγινε στην απουσία του ή ότι η επιστολή που του απέστειλε ο εφεσίβλητος ανέφερε πως η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ενώ ήταν ορισμένη για οδηγίες, ορθά κρίθηκαν ως μη δυνάμενες, από μόνες τους, να στοιχειοθετήσουν την εκδοχή του εφεσείοντα, περί δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους του εφεσίβλητου, προκειμένου αυτός να τον παραπλανήσει ή να τον ξεγελάσει, και να επωφεληθεί χρηματικά ποσά σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Έχουμε επίσης αξιολογήσει, με τη δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα του εφεσείοντα, με σημεία αναφοράς τα δικόγραφα και την προσαχθείσα μαρτυρία – πρακτικά της δίκης – καθώς και τις θέσεις του εφεσίβλητου.  Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα.  Η πρωτόδικη κρίση ήταν δικαιολογημένη και εύλογη υπό τις περιστάσεις των εγγενών αδυναμιών της μαρτυρίας του εφεσείοντα, τις οποίες ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής υπέδειξε με ευκρίνεια.  Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και επιτρεπτά και κατ’ επέκταση ορθά.  Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνουμε ως ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου, η οποία βρισκόταν σε αρμονία με τη μαρτυρία του ΜΕ2, σ’ ότι αφορά στο ύψος που ο εφεσείοντας δικαιούνταν να αποζημιωθεί για την απαίτηση του εναντίον του εργοδότη του.  

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η έφεση αποτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης ύψους €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο