ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 268/2018)

 

29 Απριλίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

CYMATERIAL LTD,

Εφεσείουσας/Εναγομένης,

 

v.

 

1.        CH & E ROOF CONSTRUCTION CO LTD,

2.        ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

____________________

 

Γ. Μουζουράκη (κα) για κ.κ. Απόστολος Ντορζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Δ. Καρά (κα) με Π. Θεοχάρη (κα) για κ.κ. Αντώνης Κ. Καράς Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.06.2018, με την οποία επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων 1 και 2 – εναγόντων (στο εξής εφεσιβλήτων) το ποσό των €10.000,00, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέδωσε, επίσης, απόφαση, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, υπέρ της εναγομένης/εξ’ ανταπαιτήσεως ενάγουσας (στο εξής εφεσείουσας), για το ποσό της ανταπαίτησης, το οποίο ανέρχετο στα €1.822,53.  Το Δικαστήριο, επίσης, αποφάσισε ότι τόσο στην αγωγή, όσο και στην ανταπαίτηση, κάθε πλευρά θα έπρεπε να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

Τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, ως προέκυπταν από τα δικόγραφα και την προφορική μαρτυρία, ήταν τα ακόλουθα:  Στις 29.02.2012, η εφεσίβλητη αρ. 1 εταιρεία και ο εφεσίβλητος 2, μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας, υπέγραψαν γραπτή συμφωνία για την πώληση, στην εφεσείουσα, της επιχείρησης τους για το συνολικό ποσό των €60.000,00, (Εμπορική εύνοια (goodwill) της επιχείρησης €45.000,00, φορτηγό €5.000,00, φόρκλιφτ €1.500,00, ξύλινο κτίριο €8.500,00 το οποίο έκτισαν σε ενοικιαζόμενο οικόπεδο, όρος Β της σύμβασης).

 

Η εφεσείουσα, συμφώνησε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το τίμημα αγοράς, ως ακολούθως (όρος Γ της σύμβασης):

«1)  Με την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας το συνολικό ποσόν των €30.000 (Τριάντα χιλιάδες Ευρώ) σε διάφορες μεταχρονολογημένες επιταγές μέχρι την 31η Μαρτίου 2012.

 

2) Στις 30 Ιουνίου 2012 ή ενωρίτερα, εφόσον συμπληρωθούν οι πωλήσεις που αναφέρονται πιο κάτω, το ποσόν των €10.000 (Δέκα χιλιάδες Ευρώ) νοουμένου ότι ΟΙ ΠΩΛΗΤΕΣ θα φέρουν συνολικές πωλήσεις στους ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ αξίας €150.000 (Εκατόν πενήντα χιλιάδων Ευρώ). Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν συμπληρωθούν οι προαναφερθέντες πωλήσεις τότε το πληρωτέο ποσόν θα εξοφληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

 

3) Στις 30 Σεπτεμβρίου 2012 ή ενωρίτερα, εφόσον συμπληρωθούν οι πωλήσεις που αναφέρονται πιο κάτω, το ποσόν των €10.000 (Δέκα χιλιάδες Ευρώ) νοουμένου ότι οι ΠΩΛΗΤΕΣ θα φέρουν συνολικές πωλήσεις στους ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ αξίας €300.000 (Τρακόσιων χιλιάδων Ευρώ).  Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν συμπληρωθούν οι προαναφερθέντες πωλήσεις τότε το πληρωτέο ποσόν θα εξοφληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

 

4)  Στις 31 Δεκεμβρίου 2012 ή ενωρίτερα, εφόσον συμπληρωθούν οι πωλήσεις που αναφέρονται πιο κάτω, το ποσόν των €10.000 (Δέκα χιλιάδες Ευρώ) νοουμένου ότι ΟΙ ΠΩΛΗΤΕΣ θα φέρουν συνολικές πωλήσεις στους ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ αξίας €450.000 (Τετρακόσιων πενήντα χιλιάδων Ευρώ).  Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν συμπληρωθούν οι προαναφερθέντες πωλήσεις τότε το πληρωτέο ποσόν θα εξοφληθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία.»

 

 

Ο εφεσίβλητος 2, δυνάμει της συμφωνίας, είχε υποχρέωση να συνεργάζεται ως πωλητής (εξωτερικός συνεργάτης) της εφεσείουσας και θα είχε ως αμοιβή για την προώθηση των πωλήσεων της εφεσείουσας από 3% μέχρι 5%, επί των πλήρως εισπραχθέντων πωλήσεων, αναλόγως της κατηγορίας των προϊόντων που θα είχε διενεργήσει προς όφελος της εφεσείουσας. Οι εφεσίβλητοι, και ειδικότερα ο εφεσίβλητος 2, δεσμεύτηκαν να μεταβιβάσουν όλο το πελατολόγιο τους στην εφεσείουσα. Ήταν, επίσης, ρητός όρος της συμφωνίας, ότι η εφεσίβλητη 1 δεσμευόταν να αγοράζει όλα τα υλικά για τη συνήθη διεξαγωγή των οικοδομικών εργασιών της, από την εφεσείουσα. Επιπροσθέτως, ο εφεσίβλητος 2 δεσμεύτηκε ότι η σύζυγος του και συγγενικά πρόσωπα μέχρι πρώτου βαθμού συγγένειας, δεν θα συνεργάζοντο με άλλη ανταγωνιστική εταιρεία ή επιχείρηση του τομέα δραστηριότητας της εφεσείουσας. 

 

Ήτο, επίσης, παραδεκτό γεγονός ότι η εφεσείουσα, με την υπογραφή της συμφωνίας, κατέβαλε το ποσό των €30.000,00, συμμορφούμενη με τον όρο Γ1) της σύμβασης.

 

Η θέση της εφεσίβλητης 1, στην έκθεση απαίτησης της, ήτο ότι  εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της προς την εφεσείουσα και ότι αντιθέτως, η εφεσείουσα κατέβαλε μόνο το ποσό των €30.000,00, αλλά όχι την πληρωμή του υπόλοιπου ποσού των €30.000,00, προς εξόφληση.  Περαιτέρω, η εφεσείουσα δεν κατέβαλε στον εφεσίβλητο 2 το ποσό των €2.500,00, ως συμφωνημένες προμήθειες και/ή όφελος από την προώθηση πώλησης εμπορευμάτων της εφεσείουσας. Παρόλο που ζήτησαν κατ' επανάληψη από την εφεσείουσα να τους παραδώσει και/ή πιστοποιήσει τις πωλήσεις που διενήργησαν, δυνάμει της συμφωνίας, η εφεσείουσα αρνήθηκε.

 

Η αιτούμενη θεραπεία των εφεσίβλητων στην αγωγή, ήτο η ακόλουθη: 

 

«Στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, οι Ενάγοντες αξιώνουν꞉

«Α) Το ποσό των €30.000 ένεκα χρέους και/ή ως αποζημιώσεις.

Β)    Το ποσό των €2.500 ως συμφωνημένες προμήθειες και/ή συμφωνημένη αμοιβή του ενάγοντος αρ. 2 και/ή αποζημιώσεις.

Γ)    Νόμιμο τόκο.

Δ)    ΦΠΑ, έξοδα, πλέον έξοδα επίδοσης.».

 

Η εφεσείουσα, στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση της, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση της μεταξύ των συμφωνίας, παρέλειψαν να της φέρουν τις συμφωνηθείσες πωλήσεις και επομένως, δεν νομιμοποιούντο να απαιτούν το υπόλοιπο ποσό των €30.000,00, καθ' ότι δεν υλοποίησαν τη δέσμευση τους.  Ως αποτέλεσμα, η αγωγή τους ήτο πρόωρη.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό της άλλης πλευράς ότι δεν κατεβλήθη στον εφεσίβλητο 2 το ποσό των €2.500,00 ως συμφωνημένες προμήθειες, η εφεσείουσα προέβαλε ότι, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, το ποσό των €1.639,72, το οποίο όφειλε στους εφεσίβλητους, συμψηφίσθηκε με οφειλή των εφεσιβλήτων από αγορές και παράδοση εμπορευμάτων για το ποσό των €3.462,25 οι οποίες έγιναν από 21.11.2012 μέχρι 22.5.2013 και ως εκ τούτου, οι εφεσίβλητοι της όφειλαν ποσό €1.822,53, το οποίο ζήτησε ανταπαιτητικά από τους εφεσίβλητους.

 

Στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι η προσπάθεια της εφεσείουσας ήταν, από την υπογραφή της συμφωνίας, η απομάκρυνση τους από την επιχείρηση, προς αποφυγή της καταβολής προμήθειας και/ή του υπολοίπου ποσού των €30.000,00.  Ήτο η δικογραφημένη θέση τους ότι, μετά την υπογραφή της σύμβασης πώλησης της επιχείρησης, έχουν πραγματοποιήσει πωλήσεις μέχρι €200.000,00 και ότι αν δεν ανακόπτονταν από την εφεσείουσα και/ή αν δεν άφηνε η εφεσείουσα κλειστή την επιχείρηση για 2,5 μήνες, τότε οι πωλήσεις τους θα υπερέβαιναν το ποσό των €350.000,00. Οι εφεσίβλητοι, περαιτέρω, ισχυρίστηκαν  ότι όποιες αγορές διενήργησαν, έχουν πληρωθεί και/ή εξοφληθεί και/ή συμψηφισθεί με προμήθειες που δικαιούντο, και ότι παρέμεινε προς εξόφληση από την εφεσείουσα το ποσό των €2.500,00.

 

Κατά την ακρόαση, έδωσαν μαρτυρία από μέρους των εφεσιβλήτων η ΜΕ1, μέτοχος και γραμματέας της εφεσίβλητης 1 εταιρείας και σύζυγος του εφεσίβλητου 2, ως επίσης και αρμόδιος υπάλληλος της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΜΕ2).  Από μέρους της εφεσείουσας, έδωσε μαρτυρία μόνο ο διευθυντής της εταιρείας (ΜΥ1).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του υπέδειξε ότι «η βάση αγωγής στην υπό κρίση υπόθεση αφορά σε ισχυριζόμενη παράβαση σύμβασης λόγω άρνησης ή αμέλειας ή καθυστέρησης στην πληρωμή οφειλόμενου μέρους του τιμήματος της σύμβασης (ήτοι ποσού €30.000) και άλλων προμηθειών που προβλέπονταν στη σύμβαση (ήτοι €2.500) προς όφελος του Ενάγοντος αρ. 2.».  Πρόσθεσε δε τα εξής: «…οι Ενάγοντες δεν αξιώνουν ακύρωση της σύμβασης, παρά μόνον αποζημιώσεις για να λάβουν το πλήρες ποσό που θα λάμβαναν αν εκπληρωνόταν πλήρως η σύμβαση ως το Τεκμήριο 1 υπό Έγγραφο Α, με το σκεπτικό ότι στερήθηκαν της ευκαιρίας να εκπληρώσουν τη σύμβαση με υπαιτιότητα της Εναγομένης …».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στους όρους Β και Γ της σύμβασης, υπέδειξε επίσης ότι η βούληση των μερών ήταν να μην καταστήσουν το χρόνο εκπλήρωσης των τμηματικών υποσχέσεων ως ουσιώδη όρο, και έκρινε ότι η καταχώριση της αγωγής στις 22.04.2013, ήτοι μετά την πάροδο ενός τριμήνου από τη λήξη της τελευταίας προθεσμίας επίτευξης των στόχων πωλήσεων, ως η υπόσχεση των εφεσιβλήτων, έγινε μετά τη λήψη εύλογου χρόνου από τη λήξη της τελευταίας προθεσμίας στις 31.12.2012 (Άρθρο 46 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αγώγιμο δικαίωμα για ένα μέρος του τιμήματος που δικαιούντο με βάση τον όρο Γ της συμφωνίας, ήτοι για το ποσό των €10.000,00 και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους.

 

Η εφεσείουσα, δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή και καταχώρισε την υπό εκδίκαση έφεση, με πέντε λόγους έφεσης.  Συγκεκριμένα, παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου 2 ποσό €10,000.00, αφού τέτοιο ποσό δεν στοιχειοθετείτο ή απαιτείτο με την έκθεση απαίτησης του (1ος λόγος), λανθασμένα δέχτηκε προς κατάθεση, έγγραφα τα οποία παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι και τα οποία αρίθμησε ως τεκμήρια 2-11, ενώ αυτά δεν καλύπτοντο από την έκθεση απαίτησης των (2ος λόγος), ότι λανθασμένα δέχτηκε τις πωλήσεις της ΜΕ1 και γενικά όλες τις πωλήσεις του καταστήματος των εφεσιβλήτων, ως πωλήσεις που έγιναν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων (3ος λόγος), ότι λανθασμένα μετέφερε το βάρος απόδειξης όσον αφορά ποιο ήταν το παλιό και το νέο πελατολόγιο των εφεσιβλήτων στους ώμους της εναγομένης, ενώ οι μόνοι που το γνώριζαν ήταν οι εφεσίβλητοι (4ος λόγος) και ότι είναι παράλογο και αυθαίρετο το εύρημα του ότι ήτο ορθό και δίκαιο να λάβει όλες τις πωλήσεις, ως εμφαίνονταν στα τεκμήρια 2 έως 11 που διενεργήθηκαν στο κατάστημα της εφεσείουσας από την ημερομηνία μεταβίβασης του σ’ αυτή μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών της ΜΕ 1, ως πωλήσεις που μετρούσαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων, προς υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν στον όρο «Γ» της σύμβασης πώλησης (5ος λόγος).

 

Κρίνουμε ότι προέχει η εξέταση του 2ου λόγου έφεσης που αφορά τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς στηρίχθηκε στα τεκμήρια 2-11, λόγω του ότι δεν καλύπτοντο από την έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων και στη συνέχεια, να προχωρήσουμε με τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει ότι εφόσον η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ήτο ότι κατ’ επανάληψη αυτοί τους ζήτησαν να τους παραδώσουν έγγραφα που πιστοποιούσαν τις πωλήσεις που διενήργησαν, δυνάμει της συμφωνίας και ότι δεν τους δόθηκαν, δεν μπορούσαν να αποδείξουν την υπόθεση τους με τα εν λόγω έγγραφα, εφόσον ισχυρίζονταν ότι δεν τα κατείχαν.

 

Η ΜΕ1, για να αποδείξει το μέγεθος των πωλήσεων που ισχυρίστηκε ότι έκαναν οι εφεσίβλητοι, παρουσίασε τα τεκμήρια 2-11 τα οποία, κατά τη θέση της, καταδείκνυαν τις ισχυριζόμενες πωλήσεις, από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης τον Φεβρουάριο του 2012 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2012.

 

Κρίνουμε ότι ο 2ος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός.  Η αγωγή των εφεσιβλήτων βασιζόταν στην απόδειξη του ύψους των πωλήσεων και των προμηθειών που αυτοί δικαιούντο, επομένως τα τεκμήρια 2-11 τα οποία αφορούσαν τις πωλήσεις της εταιρείας και τις προμήθειες, κατατέθηκαν προς τεκμηρίωση των θέσεων αυτών.  Συνεπώς, η κατάθεση τους δεν εξέφευγε της δικογραφίας (βλ. Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836).  

 

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 5, που αφορούν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, και ο λόγος έφεσης 4, που αφορά το βάρος απόδειξης, θα εξεταστούν μαζί, λόγω της συνάφειας τους.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ’ εξοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβαση του στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας καθώς επίσης στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί δικαιολογείται μόνο, όταν τα ευρήματα είναι εξ’ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020, 24.11.22 ECLI:CY:DOD:2022:32, Χατζηχαραλάμπους v. A.CH. TRAVEL & TOURS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 70/2018, ημερ. 24.10.2023).

 

Επίδικο θέμα, στην υπό κρίση υπόθεση, ήτο κατά πόσο υπήρξε εκ μέρους της εφεσείουσας, παράβαση των όρων της συμφωνίας αναφορικά με τις πληρωμές στους εφεσίβλητους.  Το βάρος απόδειξης ήτο στους ώμους των εφεσιβλήτων να τεκμηριώσουν την υπόθεση τους.

 

Η ΜΕ1, μέτοχος και γραμματέας της εφεσίβλητης 1, επεξήγησε ότι σε αρκετές περιπτώσεις ενεργούσε για λογαριασμό τόσο της εφεσίβλητης 1, όσο και του εφεσίβλητου 2, συζύγου της.  Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι έκαναν πωλήσεις αξίας συνολικού ύψους €172.762,30 ως ακολούθως:

 

«·        Η Ενάγουσα 1 από την 22/10/2011 μέχρι και την 29/06/2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 42.200,34. Εγώ, ενεργώντας για λογαριασμό του συζύγου μου Ενάγοντος 2, μέχρι την 30/06/2012 έκανα πωλήσεις  ύψους 37,895,20.

 

·         Η Ενάγουσα 1 τον Ιούλιο του 2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 13,098.04. Εγώ ενεργώντας για λογαριασμό του συζύγου μου Ενάγοντος 2, πέτυχα πωλήσεις ύψους € 22,940.24 για τον ίδιο μήνα.

 

·         Η Ενάγουσα 1 τον Αύγουστο του 2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 8,130.47. Εγώ για λογαριασμό του συζύγου μου Ενάγοντος 2, για τον μήνα Αύγουστο του έτους 2012, έκανα πωλήσεις ύψους € 11,780.87.

 

·         Η Ενάγουσα 1 για τον μήνα Σεπτέμβριο του 2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 9,733.57.

 

·         Εγώ για λογαριασμό του συζύγου μου Ενάγοντος 2, για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2012, έκανα πωλήσεις ύψους € 1695,25.

 

·         Η Ενάγουσα 1 για τον μήνα Νοέμβριο του 2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 11,049.33.

 

·         Η Ενάγουσα 1 για τον μήνα Δεκεμβρίου του 2012 πέτυχε πωλήσεις ύψους € 9068,44.»

 

 

Η ΜΕ1, επεξήγησε ότι για την πληρωμή του πρώτου στόχου πωλήσεων των €150.000,00, λαμβάνονταν υπόψη τόσο οι πωλήσεις που έκανε η εφεσίβλητη 1, όσο και αυτές που έκανε ο σύζυγος της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολίασε τη θέση της ΜΕ1 στη γραπτή δήλωση της, ότι οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ότι έκαναν τελικά συνολικές πωλήσεις ύψους €172.762,30 και όχι €450.000,00, που ήταν ο τελικός στόχος.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Για να αποδείξει το μέγεθος των πωλήσεων που πέτυχαν, η ΜΕ1 παρουσίασε τις καταστάσεις ως τα Τεκμήρια 2 έως 11 υπό Έγγραφο Α, τα οποία δείχνουν τις ισχυριζόμενες πωλήσεις για την περίοδο από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης (Φεβρουάριο του 2012) μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2012. Ισχυρίστηκε ότι αυτές απεδείκνυαν ότι οι Ενάγοντες έκαναν συνολικά το ποσό των €172.762,30σ.

 

Άρα, κατ' ουσίαν παραδέχθηκε η ΜΕ1 με τη μαρτυρία της ότι οι Ενάγοντες ουδέποτε πέτυχαν τον στόχο των €450.000 που ήταν ο τελικός στόχος στο τέλος ολόκληρης της περιόδου που προβλεπόταν στον όρο «Γ» της σύμβασης (ήτοι μέχρι 31.12.2012. Η δικογραφημένη εκδοχή στην παρα. 7 της Ε/Α κατέρρευσε βάσει της μαρτυρίας της αυτής. Συγχρόνως, συρρυκνώθηκε και η εκδοχή που δικογραφήθηκε στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, όπου γινόταν αναφορά σε πωλήσεις μέχρι €200.000, αφού περιόρισε το ποσό στις €172.762,30σ..

 

Αν το Δικαστήριο έβρισκε αξιόπιστη τη μαρτυρία της ΜΕ1, τότε οι Ενάγοντες, το μέγιστο ποσό που θα δικαιούνταν βάσει του όρου «Γ» να λάβουν από την Εναγόμενη είναι €10.000, αφού μέχρι 31.12.2012 που ήταν η ενδεικτική προθεσμία ή/και μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής που έληγε κατά την κρίση μου ο εύλογος χρόνος, δεν είχαν εκπληρώσει την υπόσχεση συνολικά, παρά μόνον για τον πρώτο στόχο πωλήσεων ύψους €150.000.»

 

 

Τα όσα αναφέρονται στα τεκμήρια 2-11 δεν αμφισβητήθηκαν από την εφεσείουσα.  Ο ΜΥ1, στη γραπτή δήλωσή του, ανέφερε ότι η εταιρεία τους ετοίμαζε τις εν λόγω καταστάσεις πωλήσεων, τεκμήρια 2-11 και τις παρέδιδε στους εφεσίβλητους, οι οποίοι ουδέποτε είχαν διαμαρτυρηθεί ότι υπήρξε οποιοδήποτε λάθος.  Αντεξεταζόμενος, επιβεβαίωσε την ορθότητα του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων, όμως πρόσθεσε ότι κάποιες από τις πωλήσεις που αναφέρονταν ότι έγιναν από την ΜΕ1 στο τεκμήριο 3, είχαν περαστεί και προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και ότι θα έπρεπε να αφαιρεθούν.   Ο ΜΥ1 ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι οι πωλήσεις της ΜΕ1 δεν μπορούσαν να προστεθούν στις πωλήσεις των εφεσιβλήτων, γιατί η ΜΕ1 ήταν υπάλληλος και υπεύθυνη του καταστήματος τους από τις 27.04.2012 μέχρι 12.08.2012 και πληρωνόταν για τη δουλειά της με προμήθεια 1% μέχρι 4%, αναλόγως με το πωληθέν εμπόρευμα.  Αντεξεταζόμενος, σε ερώτηση κατά πόσο της έβαζε κοινωνικές ασφαλίσεις, απάντησε αρνητικά, στη συνέχεια είπε ότι δεν θυμόταν, προσθέτοντας ότι η ΜΕ1 ήτο αυτοεργοδοτούμενη.  Η ΜΕ1 αντεξεταζόμενη, αρνήθηκε υποβολή ότι ήτο υπάλληλος της εφεσείουσας και επεξήγησε ότι της ζήτησε ο ΜΥ1, να αναλάβει το κατάστημα ως συνεργάτης, για να συνεχιστούν οι πωλήσεις και να επιτευχθούν οι στόχοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του ΜΥ1 ότι θα έπρεπε να γίνουν κάποιες αφαιρέσεις στα τεκμήρια, εφόσον υπήρχαν διπλές καταχωρήσεις.  Παραθέτουμε απόσπασμα:

 

«Απεναντίας, ο ΜΥ1 υιοθέτησε ως ορθές τις εν λόγω οικονομικές καταστάσεις. Παρά το ότι δεν προσήλθε ο λογιστής της εταιρείας ως μάρτυρας, εντούτοις, οι συγκεκριμένες παρατηρήσεις που διατύπωσε ο ίδιος αναφορικά με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 2 έως 11, ήταν αυταπόδεικτες στην όψη των τεκμηρίων. Θυμίζω ότι υπέδειξε κατά τρόπο συγκεκριμένο και όχι γενικό και αόριστο ποιες εγγραφές που εμφαίνονται στο Τεκμήριο 3 περασμένες προς όφελος της ΜΕ1 ως πωλήσεις για τις οποίες δικαιούτο να λάβει προμήθεια ήταν περασμένες και στο Τεκμήριο 2 επ' ονόματι της Ενάγουσας αρ. 1, επεξηγώντας και τονίζοντας ότι, εφόσον αφορούσαν στις ίδιες πράξεις πωλήσεων, μία φορά θα πρέπει να προσμετρήσουν ως πωλήσεις για σκοπούς του όρου «Γ». Αποδέχομαι ως ορθή και λογική την τοποθέτηση αυτή, αφού είναι αυταπόδεικτο στην όψη των εν λόγω Τεκμηρίων 2 έως 11, ότι τα ονόματα των πελατών, οι αριθμοί τιμολογίων και τα ποσά ήταν τα ίδια για τις πωλήσεις που υπέδειξε ο ΜΥ1 και άρα μία φορά έγιναν πωλήσεις βάσει των εν λόγω τιμολογίων.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε μαθηματικές πράξεις και αφαίρεσε τα ποσά που υπέδειξε ο ΜΥ1 ότι καταγράφονταν δύο φορές και κατέληξε στα ακόλουθα:

«·    Κατά τη λήξη της προθεσμίας 31/12 για τον 3ο στόχο (πωλήσεις €450.000) ως ο όρος «Γ» το επίδικο υποστατικό είχε διενεργήσει συνολικές πωλήσεις €170.034,64σ. ως εξής꞉

·        €143.071,07σ. μέχρι 30/9 ως τα Τεκμήρια 2 έως 8 ως αναφέρθηκε ανωτέρω.

·        €6.845,80σ μέχρι 30/10 ως το Τεκμήριο 9

·        €11.049,33σ μέχρι 30/11 ως το Τεκμήριο 10

·        €9.068,44σ μέχρι 31/12 ως το Τεκμήριο 11.

 

Συνεπώς, με βάση τον όρο «Γ» οι Ενάγοντες κατά την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής θα δικαιούνταν να λάβουν €10.000 στη βάσει των πωλήσεων ως τα Τεκμήρια 2 έως 11, νοουμένου ότι συνυπολογίζονταν όλες οι πωλήσεις της ΜΕ1 (υπό τις πιο πάνω αφαιρέσεις για το λόγο που αναφέρθηκε).

 

……………………………………………………………………………..

 

Κρίνω πως οι ίδιες οι καταστάσεις (Τεκμήρια 2 έως 11) όπως συντάχθηκαν από την Εναγόμενη δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοιο διαχωρισμό, ως αυτόν που εισηγείται ο ΜΥ1, εφόσον παρέμεινε μέχρι τέλους της δίκης άγνωστο ποιο ήταν το πελατολόγιο της Ενάγουσας αρ. 1 που μεταβιβάσθηκε στην Εναγόμενη, ποιοι ήταν οι νέοι πελάτες που έφερε ο Ενάγων αρ. 2 φροντίδη της ΜΕ1 και ποιοι πελάτες ήταν καθαρά και μόνον της Εναγόμενης. Πέραν τούτου, αποδέχομαι ως εύλογη την εξήγηση που έδωσε η ΜΕ1 ότι ο λόγος που ανέλαβε το επίδικο κατάστημα η ίδια, ήταν για να διασφαλισθεί η συνέχιση των εργασιών του και η τήρηση των στόχων της σύμβασης. Γι'αυτό και θεωρώ ορθό και δίκαιο να λάβω υπόψη όλες τις πωλήσεις ως φαίνονται στα Τεκμήρια 2 έως 11 που διενήργησε η πωληθείσα επιχείρηση στο επίδικο κατάστημα αμέσως μετά την ανάληψή της από την Εναγόμενη (ανεξαρτήτως ονόματος πωλητή ή πελάτη), ως πωλήσεις που μετρούσαν για το αν εκπληρώθηκε ο στόχος πωλήσεων που τέθηκε στον όρο «Γ» της σύμβασης πώλησης.»

 

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις των δύο πλευρών, αξιολόγησε ορθά το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας και των κατατεθέντων τεκμηρίων, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, και ότι προσέγγισε ορθά το ζήτημα του βάρους απόδειξης τονίζοντας ότι εν προκειμένω το βάρος απόδειξης, το οποίο απέσεισαν, το είχαν οι εφεσίβλητοι. 

 

Οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Ούτε και ο λόγος έφεσης 1 ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε ποσό €10.000,00 μόνο στον εφεσίβλητο 2 αλλά και στους δύο εφεσίβλητους συνολικά, ως συμβαλλόμενους – πωλητές.

 

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Κρίνουμε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης μας.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας €1.900,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο