ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 306/2018)

 

10 Απριλίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

MAVROPOULOS CONSTRUCTIONS & DEVELOPMENTS LIMITED

 

Εφεσείοντες 

ΚΑΙ

 

 SAKRET ZEIPEKKIS LTD

Εφεσίβλητοι

 

-----------------------------

 

Γρηγόριος Α. Χριστοδουλίδης, για την Εφεσείουσα.

Μιχάλης Κονής για Πανίκος Α. Λεωνίδου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

      ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εξεδόθη υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας για χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρούσε σε σχέση με πωλήσεις προς αυτήν δομικών υλικών και εμπορευμάτων.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία αποδέχτηκε ως ορθή και εμπεριστατωμένη την επίδικη κατάσταση λογαριασμού. Συναφείς είναι και οι δεύτερος και τέταρτος λόγος έφεσης με τους οποίους ουσιαστικά υποστηρίζεται, αφενός, ότι η μη δικογράφηση από την Εφεσίβλητη των συναλλαγών και δοσοληψιών των διαδίκων επί της επίδικης κατάστασης λογαριασμού για τα έτη 2006-2008 θα έπρεπε να οδηγήσει στον αποκλεισμό  της σχετικής με αυτά μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και,  αφετέρου, ότι συνακόλουθα το επίδικο αρχικό υπόλοιπο για το 2009 δεν αποδείχτηκε.

 

          Εν όψει των  νομολογηθέντων στην Επίσημος Παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας Loukos Trading Co Ltd και Άλλος ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 610    το επιχείρημα της Εφεσίβλητης αναφορικά με τις συνέπειες της δικογράφησης δεν είναι ορθό και καθίσταται ατελέσφορο. Λέχθηκαν τα εξής στην πιο πάνω απόφαση, τα οποία και υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσης:

 

«Παραδεδειγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) σημαίνει συμφωνία μεταξύ των μερών σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία του λογαριασμού καθώς και το υπόλοιπο είναι ορθά, συνδυασμένη με υπόσχεση ρητή ή εξυπακουόμενη να πληρωθεί το υπόλοιπο. Επενεργεί ως νέα σύμβαση χωρίς να είναι αναγκαία νέα αντιπαροχή και ο ενάγοντας, του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είναι υποχρεωμένος να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά. Η συμφωνία των μερών ότι το υπόλοιπο είναι ορθό μπορεί να συναχθεί και από την παράδοση της κατάστασης λογαριασμού και την παράλειψη του χρεώστη να ενστεί για τα ποσά του λογαριασμού, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.»

 

          (Η υπογράμμιση έγινε από εμάς)

 

          Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και απορρίπτεται.

 

          Ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης, στον βαθμό που στηρίζονται στη μη δικογράφηση, απορρίπτονται για τους ίδιους λόγους. Τα υπόλοιπα επιχειρήματα που τίθενται με αυτούς τους λόγους έφεσης, είναι ουσιαστικά ότι η Εφεσίβλητη δεν προσκόμισε μαρτυρία για να αποδείξει τα αναφερόμενα στην κατάσταση λογαριασμού ποσά που αφορούσαν στα έτη 2006 μέχρι και 2008 και ότι ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε ότι υπήρχε υπόλοιπο για τα εν λόγω έτη. Συνεπώς, τίθεται η θέση ότι λόγω των πιο πάνω το αρχικό υπόλοιπο για το έτος 2009 έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς αιτιολογία.  

 

          Διαφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις της Εφεσείουσας.  Αντίθετα με όσα αναφέρει η Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ρητώς τις αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία στην ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε σε συμπεράσματα παραθέτοντας λεπτομερή και ενδελεχή αιτιολογία.

 

          Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι απαιτείται θετική μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύονται οι εγγραφές του επίδικου λογαριασμού, (βλ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΡΑΣΑΡΗΣ ν. CYPRUS INVERSTMENT SECURITIES CORPORATION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2010, 10/7/2015 και D. & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 263). Συναφώς, προέβη στα πιο κάτω ευρήματα στη βάση παραδεκτών γεγονότων:

 

«Η συνεργασία πώλησης και παράδοσης εμπορευμάτων των διαδίκων είναι παραδεκτή. Ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, οι Ενάγοντες παρέδιδαν στους Εναγόμενους, κατόπιν παραγγελίας, διάφορα εμπορεύματα για τα οποία εξέδιδαν σχετικό τιμολόγιο και το οποίο επίσης παρέδιδαν στους τελευταίους έναντι της υπογραφής τους καθώς και ότι οι Εναγόμενοι κατά καιρούς προέβαιναν σε διάφορες πληρωμές οι οποίες πιστώνονταν έναντι του υπολοίπου του λογαριασμού τους, δεν αμφισβητείται. Ούτε όμως αμφισβητείται ότι για τις διάφορες αγορές και πληρωμές των Εναγομένων, οι Ενάγοντες τηρούσαν τον επίδικο λογαριασμό και τον οποίο χρεοπίστωναν αναλόγως. Είναι δε παραδεκτό ότι κατά το 2009, ως και τις 07/05/2010, οι Εναγόμενοι αγόρασαν και παρέλαβαν από τους Ενάγοντες τα προϊόντα που καταγράφονται στα τιμολόγια (Τεκ.4) και κατέβαλαν τις πληρωμές που  φαίνονται στις αποδείξεις είσπραξης (Τεκ.5). Συνιστά επίσης παραδεκτό γεγονός ότι, εξαιρουμένου του αρχικού μεταφερόμενου υπολοίπου των €18.913,39, τα όσα καταγράφονται στην κατάσταση του επίδικου λογαριασμού που αφορά στην περίοδο 2009 μέχρι και 2010 (Τεκ.3), είναι ορθά και αληθή

 

 

          Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη θέση της Εφεσείουσας. Όπως εντόπισε, η Εφεσείουσα αμφισβήτησε το πώς κατέληξε ο λογαριασμός της να παρουσιάζει το απαιτούμενο με την αγωγή ποσό το οποίο προέκυπτε σύμφωνα με την Εφεσίβλητη από τις ως άνω αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού. Σύμφωνα με την εκδοχή της Εφεσείουσας κανένα ποσόν δεν όφειλε κατά τη λήξη του 2008, ενώ όφειλε μόνο ένα μικρό ποσό για τις συναλλαγές του 2009-2010. Η θέση της Εφεσείουσας, δια του μάρτυρα υπεράσπισης της, ο οποίος ήταν ένας εκ των δύο μετόχων και διευθυντών της, ήταν ότι ενώ τα τιμολόγια ενέγραφαν το εκάστοτε προηγούμενο υπόλοιπο του λογαριασμού, ούτε ο ίδιος, ούτε ο κάθε υπάλληλος της Εφεσείουσας που τύγχανε να παραλάβει τιμολόγια, ούτε το πρόσωπο που πλήρωνε εκ μέρους της Εφεσείουσας αντιλαμβάνονταν ότι με το να υπογράψουν τα εν λόγω τιμολόγια αποδέχονταν το εκάστοτε αναγραφόμενο σε αυτά υπόλοιπο λογαριασμού. Περαιτέρω ήταν η θέση της Εφεσείουσας δια του μάρτυρα της ότι η Εφεσίβλητη έκανε  λάθος εξ ου και εν τέλει επήλθε η ρήξη στη συνεργασία των διαδίκων. Ορθά, κατά την άποψη μας το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πιο πάνω θέση περί λάθους της Εφεσίβλητης παρέμεινε γενική και αόριστη, χωρίς να εξειδικευθεί και να υποδειχθεί από την Εφεσείουσα το ισχυριζόμενο λάθος.

 

          Απορρίπτοντας επομένως στην ολότητα τους τις θέσεις της Εφεσείουσας εφόσον έκρινε τον μοναδικό μάρτυρα της αναξιόπιστο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως δέχθηκε την εκδοχή της Εφεσίβλητης αιτιολογώντας πλήρως την απόφαση του και συνυπολογίζοντας όλα τα πιο κάτω:

 

          Τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, την αξιόπιστη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσείουσας (η οποία όπως και το παρόν Εφετείο παρατήρησε περιλαμβάνει επεξήγηση των εγγραφών στον επίδικο λογαριασμό), το ότι η μαρτυρία της Εφεσείουσας κρίθηκε αναξιόπιστη και τέλος το ότι η Εφεσείουσα πλην μια γενικής και αόριστης εξήγησης του υπολοίπου, η οποία ουδέποτε προσδιορίστηκε ή εξειδικεύτηκε, καμία συγκεκριμένη καταγραφή δεν αμφισβήτησε και καμία επαρκή μαρτυρία  προσέφερε που να θέτει έστω και ίχνος αμφιβολίας για κάποια εγγραφή. Το τελευταίο δε στοιχείο ορθά λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως της νομολογημένης αρχής ότι εναπόκειτο εν προκειμένω στην Εφεσείουσα να αντικρούσει τα στοιχεία που αποτελούσαν τον λογαριασμό (βλ. Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων H Kωνσταντινίδης Λτδ, (2011) 1 Α.Α.Δ. 462, Κλεάνθους Κλεάνθης και άλλος ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1344, CITI PRINCIPAL INVESTMENS LTD ν. Γιωργαλλά, Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2012, ECLI:CY:AD:2018:A348, ημερ. 10/07/18).

         

          Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας ο πρώτος και τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτονται στην ολότητά τους. 

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι η αποδοχή  της μαρτυρίας του ΜΕ1 στο σύνολο της  ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη και στερείται επαρκούς αιτιολογίας.     

 

Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε  αναφορικά με την επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Α. HADJIYIANNIS CONSTRUCTIONS LTD v. THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση αρ. 361/18, ημερ. 9 Απριλίου, 2024:

 

«Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη Νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Παντελής Αναστάση ν Ανδρέα Φυσέντζου, Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2023 στην Πολ. Εφ. 354/2014). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300) ».

 

          Υπό το φως των πιο επισημαίνουμε ότι τα πιο κάτω σημεία σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 που  αναφέρονται με την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης σε καμία περίπτωση δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για επέμβαση μας στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει προχωρούμε στην εξέταση εκάστου σημείου προς επίρρωση της διαπίστωσης μας.

 

          Πρώτο: Ότι κατά την αντεξέταση του ανέφερε ξεκάθαρα ότι η Εφεσείουσα δεν οφείλει κανένα ποσό για τα έτη 2006-2008 αλλά οι οφειλές αφορούν τα έτη 2009 και 2010. Μελετήσαμε την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα κατά την αντεξέταση. Πράγματι ο ΜΕ1 επεξήγησε ότι οι πληρωμές που έκανε η Εφεσίβλητη κατά την περίοδο 2009 και 2010 πιστώθηκαν  προς εξόφληση του υπολοίπου που υπήρχε για τα προηγούμενα έτη και μέρος αυτών πιστώθηκε σε σχέση με τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για αγορές του 2009. Η εν λόγω μαρτυρία συνάδει πλήρως με την εκδοχή της Εφεσίβλητης  που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτελεί επιβεβαίωση των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε. Επομένως το επιχείρημα της Εφεσείουσας παραμένει μετέωρο και ατελέσφορο.

 

          Δεύτερο: Ότι ο ΜΕ1 δεν ανέφερε ότι είναι εγκεκριμένος λογιστής. Θεωρούμε την παρούσα θέση της Εφεσίβλητης άκρως εσφαλμένη και άστοχη εφόσον ο ΜΕ απάντησε σε ερώτηση του συνηγόρου της Εφεσείουσας κατά την αντεξέτασή του ότι είναι εγκεκριμένος λογιστής.

         

          Τρίτο: Ότι ο ΜΕ1 κατά την αντεξέταση έδωσε γενική, αόριστη και ασαφή εξήγηση σε σχέση με τους όρους «χρεώσεις και πιστώσεις", γεγονός που δεικνύει ότι δεν είναι εγκεκριμένος λογιστής. Επισημαίνουμε συναφώς ότι ο εν λόγω μάρτυς δεν έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Όπως αναφέρεται στη γραπτή δήλωση του έδωσε μαρτυρία λόγω της θέσης του ως οικονομικός σύμβουλος και υπάλληλος της Εφεσίβλητης ο οποίος γνώριζε πολύ καλά και προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης. Επίσης αντεξεταζόμενος,  ως προαναφέρθηκε, από τον συνήγορο της Εφεσείουσας, διευκρίνισε ότι ήταν υπεύθυνος της επίβλεψης του λογιστηρίου της Εφεσίβλητης, ότι ήταν εγκεκριμένος λογιστής και ότι δίδασκε λογιστική. Ως εκ τούτου η θέση της Εφεσείουσας δεν ευσταθεί εφόσον η κατοχή του προσόντος του εγκεκριμένου λογιστή δεν ήταν υπό της περιστάσεις της υπόθεσης απαραίτητη για να κριθεί αξιόπιστη η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα. Επιπλέον, μελέτη των πρακτικών δεικνύει, κατά την άποψη μας, ότι ο ΜΕ1 είχε άριστη αντίληψη των όσων καταγράφονταν στα τεκμήρια, ήτοι στις καταστάσεις λογαριασμού και στα τιμολόγια και προέβη σε σταθερή και ξεκάθαρη εξήγηση του πώς γίνονταν οι χρεώσεις και πιστώσεις. Επομένως δε χωρεί καμία επέμβαση μας στην αξιολόγηση του μάρτυρα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Τέταρτο: Ότι η αναφορά του ΜΕ1 ότι διδάσκει λογιστική σε φροντιστήριο δεν συνοδεύτηκε με σχετικό δίπλωμα ή πτυχίο ή βεβαίωση. Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, σε σχέση με την ιδιότητα υπό την οποία ο μάρτυρας  έδωσε και ιδίως ότι δεν ήταν εμπειρογνώμονας. Επομένως, είμαστε της άποψης ότι, τόσο από τη συνέπεια και σοβαρότητα του στο εδώλιο, όσο και από τις τεκμηριωμένες απαντήσεις του αλλά και από την θέση του ως υπάλληλος της Εφεσίβλητης στην συγκεκριμένη ως άνω θέση, προκύπτει στέρεη βάση για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρα.

 

          Επισημαίνουμε επίσης ότι ο μάρτυς δεν αντεξετάστηκε από τον συνήγορο της Εφεσείουσας σε σχέση με τα επαγγελματικά του προσόντα οπότε η πιο πάνω αιτίαση της Εφεσείουσας στον παρόν στάδιο είναι άστοχη.

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Αναπόδραστα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.900 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                                    Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                                                    Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο