ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024)

 

25 Απριλίου, 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσείων/Κεντρική Αρχή

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ

ARTHUR PETROV, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ

 

Εφεσιβλήτου/Εκζητούμενου

 

-----------------------------

 

Στάθης Ερωτοκρίτου για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα.

Ηλίας Στεφάνου και Έλενα Καπαρδή (κα), για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος, παρών.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των ΗΠΑ για έκδοση του Εφεσιβλήτου, προκειμένου να δικαστεί εκεί για επτά αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Αυγούστου 2023.

 

Ο Εφεσίβλητος υπέβαλε αντέφεση προσβάλλοντας την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δίωξη του δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ο Εφεσίβλητος κατηγορείται ότι εμπλέκεται στην προμήθεια από τις ΗΠΑ ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και άλλου υλικού προκειμένου αυτό να πωληθεί στη στρατιωτική βιομηχανία της Ρωσίας για χρήση από τον ρωσικό στρατό. Κατηγορείται ότι παρίστανε αναληθώς ότι τα εν λόγω εξαρτήματα προορίζονται για να τύχουν εμπορικής χρήσης στην αγορά της Κύπρου, της Λετονίας και του Τατζικιστάν.

 

Η έκδοση επιδιώκεται δυνάμει του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 («Νόμου 97/1970») και δυνάμει του περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996, (Κυρωτικός) Νόμου του 2008, (Ν.8(ΙΙΙ)/2008).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση έκδοσης, αποδεχόμενο συγκεκριμένη ένσταση που τέθηκε, σύμφωνα με την οποία εν όψει της γερμανικής ιθαγένειας του Εφεσιβλήτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η έκδοση του σε τρίτο κράτος (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) χωρίς προηγουμένως να ενημερωθούν οι αρχές της Γερμανίας. Η πιο πάνω θέση του Εφεσιβλήτου βασίσθηκε στις αποφάσεις του ΔΕΕ Petruhhin, C-182/15 και Pisciotti, C-191/16 («δόγμα Petruhhin).»

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας αρνείται το ότι δεν υπήρξε επικοινωνία με τις γερμανικές αρχές. Επιχειρήθηκε πρωτοδίκως η προσκόμιση, δια επισύναψης στη γραπτή αγόρευση του Γενικού Εισαγγελέα, σχετικής επικοινωνίας μεταξύ των κυπριακών αρχών και των αρχών της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία οι γερμανικές αρχές απάντησαν στις κυπριακές ότι δεν επιθυμούν την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης σε σχέση με τον Εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεσμεύεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως μη λάβει υπόψη του την εν λόγω, επισυνημμένη στην αγόρευση, επικοινωνία. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε με την παρούσα έφεση και την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ελλείψει μαρτυρίας για ενημέρωση του κράτους μέλους της ΕΕ (της Γερμανίας) αναφορικά με το επίδικο αίτημα έκδοσης υπηκόου της σε τρίτο κράτος (στις ΗΠΑ), σύμφωνα με την αρχή που έθεσε το ΔΕΕ στις αποφάσεις Petruhhin και Pisciotti, η συγκεκριμένη ένσταση από πλευράς Εφεσιβλήτου πέτυχε κατά την πρωτόδικη διαδικασία και η αίτηση οδηγήθηκε σε απόρριψη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση το δόγμα Petruhhin, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία επιτρέπει την έκδοση Κυπρίων πολιτών υπό τον όρο της αρχής της αμοιβαιότητας και εν προκειμένω, επιτρέπει την έκδοση πολιτών της στις ΗΠΑ, εφόσον οι ΗΠΑ εκδίδουν υπηκόους τους ακόμη και σε χώρες που δεν εκδίδουν τους δικούς τους υπηκόους προς τις ΗΠΑ.

 

Όπως αναφέραμε στην απόφαση μας ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ARTHUR PETROV, Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024, 8/4/2024,  το ΔΕΕ εισήγαγε στην απόφαση Petruhhin, ειδικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη τα οποία δεν εκδίδουν υπηκόους τους σε περίπτωση που λαμβάνουν αίτηση έκδοσης από τρίτο κράτος για δίωξη πολίτη της ΕΕ ο οποίος είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους και έχει ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το Άρθρο 21 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Κρίθηκε ότι σε τέτοια περίπτωση το κράτος μέλος της ΕΕ που λαμβάνει αίτηση έκδοσης, υποχρεούται να κινήσει διαδικασία διαβούλευσης με το κράτος μέλος της ιθαγένειας του πολίτη της ΕΕ (μηχανισμός Petruhhin), παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να ασκήσει δίωξη το ίδιο (βλ. «Ανακοίνωση της Επιτροπής-Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έκδοση σε τρίτα κράτη», Έγγραφο 2022/C 223/01»).

 

Είμαστε της άποψης ότι η υπόθεση Pisciotti στην οποία βασίσθηκε ειδικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και το δόγμα – Petruhhin εν γένει, εφαρμόζεται μόνο σε κράτος μέλος που διακρίνει βάσει κανόνα του δικαίου του, μεταξύ των υπηκόων του και των υπηκόων άλλων κρατών μελών και επιτρέπει την έκδοση αυτών ενώ δεν επιτρέπει την έκδοση των δικών του υπηκόων.

 

Συναφώς, θα εξετάσουμε κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι χώρα που εν τη εννοία της ως άνω νομολογίας «δεν επιτρέπει την έκδοση» των υπηκόων της.

 

Υπενθυμίζουμε ότι όπως έχει αποφασισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το έργο του Δικαστηρίου στη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου βάσει του Νόμου 97/70 είναι ανακριτικό. Έχει ως λόγο τη διαπίστωση ύπαρξης των προϋποθέσεων για την κίνηση του διεθνούς μηχανισμού του κατ’ ισχυρισμό αδικοπραγήσαντα σε άλλη χώρα για να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του εκεί. Η  διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου έχει ερευνητικό χαρακτήρα. (Βλ. Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261). Η έφεση κατά απόφασης έκδοσης φυγοδίκου έχει τον ίδιο σκοπό με την πρωτόδικη διαδικασία, ήτοι τη διάγνωση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης (βλ. Διευθυντής των Φυλακών ν. Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217). Η όλη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου που διέπεται από τον Νόμο 97/1970 είναι ειδική διαδικασία, (suis generis), προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου (βλ. Λουκά ν Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 5956/2013, 16/10/2013).

 

Όπως προαναφέρθηκε, το κατά πόσον εφαρμόζεται το δόγμα Petruhhin  στην παρούσα υπόθεση εξαρτάται από το κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την επιλογή να μην εκδίδει τους δικούς της υπηκόους στις ΗΠΑ.

 

Η σχετική νομοθετική ρύθμιση απαντάται στο Άρθρο 6 του Νόμου 97/1970, το οποίο προβλέπει:

 

 «Ουδείς θέλει εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου εις Κράτος συνάψαν συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας..…εάν ούτος είναι πολίτης της Δημοκρατίας εξαιρουμένων των περιπτώσεων που επιτρέπεται από το Σύνταγμα»

 

          Το Άρθρο 11 (2) (στ) του Συντάγματος προβλέπει ότι επιτρέπεται η στέρηση ελευθερίας πολίτη της Δημοκρατίας προς τον σκοπό της έκδοσης ή παράδοσής του σύμφωνα με διεθνή σύμβαση που δεσμεύει τη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι τέτοια σύμβαση εφαρμόζεται αντίστοιχα και από τον αντισυμβαλλόμενο.

 

          Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι υπάρχει εκ του νόμου περιορισμός στην έκδοση πολιτών της Δημοκρατίας μόνο στον βαθμό που δεν προνοείται εξαίρεση της περίπτωσης από το Σύνταγμα, ανάλογα δηλαδή με το κατά πόσο η έκδοση τους ζητείται με βάση διεθνή σύμβαση που εφαρμόζεται αντίστοιχα και από την αντισυμβαλλόμενη χώρα που ζητά την έκδοση.

 

          Δεδομένου ότι το δόγμα  Petruhhin εφαρμόζεται όταν οι εθνικοί περί εκδόσεως κανόνες εισάγουν διαφορά ως προς τη μεταχείριση αναλόγως αν ο ενδιαφερόμενος είναι ημεδαπός ή υπήκοος άλλου κράτους μέλους, εκείνο που πρέπει να εξεταστεί είναι εάν Κύπριος υπήκοος θα τύγχανε προστασίας της οποίας δεν τυγχάνει ο Εφεσίβλητος.

 

          Σταθερά τα κυπριακά δικαστήρια αποφάσισαν ότι επιβάλλεται η φιλελεύθερη ερμηνεία διεθνών συμφωνιών για την έκδοση φυγοδίκων προς ευόδωση του ευπρόσδεκτου στόχου στον οποίο αποβλέπουν, που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα. Οι διευθετήσεις για την έκδοση φυγοδίκων, σκοπούν στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος που αποτελεί κοινή επιδίωξη των εθνών. (π.χ. βλ. Hachem (1991) 1 ΑΑΔ, 723 και Γενικού Εισαγγελέα v. Alekseyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2020, 17/2/2021), ECLI:CY:AD:2021:A47.

 

          Επομένως, με βάση τις πιο πάνω αρχές, είμαστε της άποψης πως το κυπριακό δίκαιο επιτρέπει την έκδοση Κυπρίου πολίτη στις ΗΠΑ, νοουμένου ότι η ΗΠΑ εφαρμόζουν τη σύμβαση αντιστοίχως. Αυτό, ως ζήτημα αλλοδαπού δικαίου, απαιτείται όπως αποδειχθεί με μαρτυρία (π.χ. βλ. απόφαση AG, ανωτέρω και BULLOCK κ.α. ν. GORSOAN LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε40/2013, 20/7/2021).

 

Κατόπιν παροχής άδειας στον Εφεσείοντα για προσκόμιση μαρτυρίας που άπτεται του υπό εξέταση πρώτου λόγου έφεσης, αυτός προσκόμισε γνωμάτευση ανώτερου διευθυντικού στελέχους στο ποινικό τμήμα του αμερικανικού Department of Justice, με αρμοδιότητα στον τομέα των διεθνών σχέσεων, ο οποίος τοποθετείται ως εξής: « I note that the United States does -as a matter of law, policy, and practice- extradite its nationals, including to nations that do not extradite theirs. The principle of mutuality does apply between the United States and Cyprus.». (Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση: «Σημειώνω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες – ως ζήτημα δικαίου, πολιτικής και πρακτικής- εκδίδουν τους υπηκόους τους, ακόμη και σε κράτη που δεν εκδίδουν τους δικούς τους. Η αρχή της αμοιβαιότητας εφαρμόζεται μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτείων και της Κύπρου.»)

 

Περαιτέρω, προς υποστήριξη της πιο πάνω τοποθέτησης, με δεύτερη μεταγενέστερη γνωμάτευση από το ίδιο τμήμα, γίνεται ρητή αναφορά στην πρόνοια της νομοθεσίας των ΗΠΑ βάσει της οποίας επιτρέπεται, ως περιγράφεται ανωτέρω, η έκδοση των υπηκόων των ΗΠΑ καθώς και σε απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ του 2019 όπου κρίθηκε η νομιμότητα της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας σε σχέση με έκδοση Αμερικανού υπηκόου στην Τσεχία, χώρα που σύμφωνα με τη γνωμάτευση, διατηρεί με τις ΗΠΑ διμερή συνθήκη έκδοσης με παρόμοια σχετική πρόνοια με αυτή που υπάρχει στη Συνθήκη μεταξύ ΗΠΑ και Κύπρου.

 

          Εν όψει της προσκομισθείσας μαρτυρίας, έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι ΗΠΑ, εφαρμόζουν την ως άνω Συνθήκη με την Κύπρο, αντιστοίχως όπως την εφαρμόζει και η Κύπρος. Ως εκ τούτου, με δεδομένη την νομολογία που προαναφέραμε ως προς τις αρχές του κυπριακού δικαίου αναφορικά με την έκδοση φυγοδίκων, δεν διαπιστώνουμε διάκριση μεταξύ Κυπρίων υπηκόων και του Εφεσιβλήτου ως προς το ενδεχόμενο έκδοσης στις ΗΠΑ.

 

          Καταλήγουμε επομένως, ότι εν προκειμένω, το δόγμα Petruhhin δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον δεν υπάρχει έρεισμα στον κυπριακό νόμο και νομολογία για διάκριση μεταξύ του Εφεσιβλήτου και Κύπριου υπηκόου υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

 

          Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, οι υπόλοιποι δε λόγοι έφεσης καθίστανται άνευ αντικειμένου και δεν χρήζουν εξέτασης.

 

          Στρεφόμαστε στην αντέφεση. Με τον μοναδικό λόγο αντέφεσης υποστηρίζεται από τον Εφεσίβλητο ότι η ερμηνεία του πολιτικού αδικήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένη. Είναι η θέση του ότι τα αδικήματα για τα οποία διώκεται εμπίπτουν στην έννοια του πολιτικού αδικήματος και συνεπώς η έκδοση του δεν επιτρέπεται βάσει του Άρθρου 6 του Νόμου 97/70, το οποίο προβλέπει:

 

          «Γεvικoί περιoρισμoί επί της εκδόσεως

6.-(1) Ουδείς θέλει εκδoθή δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ εις Κράτoς συvάψαv συvθήκηv εκδόσεως μετά της Δημoκρατίας …εάv o Υπoυργός, τo εκδικάζov τηv αίτησιv της εκδόσεως δικαστήριov ή τo επιληφθέv αιτήσεως habeas corpus ή αιτήσεως αvαθεωρήσεως Αvώτατov Δικαστήριov κρίvη ότι-

 

          (α) τo αδίκημα, δι' o oύτoς διώκεται ή κατεδικάσθη είvαι               πoλιτικoύ χαρακτήρoς·…»

 

 

          Προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν νοείται πολιτικό αδίκημα όταν αυτό έχει ως υπόβαθρο την πολεμική σύρραξη μεταξύ δύο ανεξαρτήτων κρατών και τελείται προς προώθηση των συμφερόντων μίας εμπόλεμης πλευράς έναντι άλλης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο πιο κάτω απόσπασμα από την αγγλική απόφαση In re Castioni [1891] 1 QB 149:

 

 «…to bring an offence within the meaning of the words ‘of a political character,’ it must be incidental to and form part of political disturbances».

 

 

          Εν όψει του πιο πάνω αποσπάσματος αποφάσισε: «Συνεπώς βασικό στοιχείο της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος είναι κάποια πολιτική διαταραχή εντός του ίδιου κράτους και μεταξύ των πολιτών του. Η πολιτική αυτή διένεξη πρέπει να είναι μάλιστα που οδηγεί στη διάπραξη του πολιτικού αδικήματος. Η πολεμική σύρραξη μεταξύ δύο ανεξαρτήτων κρατών έχει μία εντελώς διαφορετική διάσταση. Στο πλαίσιο της πολεμικής σύρραξης το κράτος συλλογικά αγωνίζεται για την επιβίωση του, ενώ στο πλαίσιο της πολιτικής διένεξης, οι αντιμαχόμενες πλευρές εντός του ίδιου του κράτους αγωνίζονται για την πολιτική και ιδεολογική τους επικράτηση».

 

          Ο Εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να ανατραπεί εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια για την εφαρμογή του πολιτικού αδικήματος στην παρούσα υπόθεση για τον λόγο ότι υπάρχει πολιτική αναταραχή ήτοι, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, και το αδίκημα για το οποίο επιδιώκεται η έκδοση του Εφεσίβλητου, ήτοι η εξαγωγή όπλων από τις ΗΠΑ στη Ρωσία, έχει διαπραχθεί ως αποτέλεσμα και αποτελεί μέρος της αναταραχής. 

 

          Θεωρούμε ότι η αγγλική νομολογία αλλά και αυτή άλλων χωρών του που ασχολήθηκαν με το υπό κρίση θέμα, είναι καθοδηγητική. H νομολογία που ερμηνεύει διατάξεις σε νομοθεσίες άλλων χωρών δεν είναι δεσμευτική για τα κυπριακά δικαστήρια όμως υπό ορισμένες προϋποθέσεις αναφορά σε αυτές μπορεί να είναι χρήσιμη. Στην  National Iranian Tanker Company Ltd ν. Pastella Marine Company Ltd [1987] 1 CLR 583 λέχθηκαν τα εξής:

 

«While I agree that the language of a Cyprus statute should be the principal guide to its interpretation, it is perfectly legitimate to consult English case law on the interpretation of a similar statute where, as in this case our legislature intended to reproduce an English enactment in our law for the achievement of similar objectives…; provided always that the wording of our statute admits of judicial exegesis as [ the English statute].».

 

         

          Θεωρούμε δε εσφαλμένη τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσιβλήτου ότι η εξέλιξη της αγγλικής νομολογίας καταδεικνύει ότι η ερμηνεία των αδικημάτων πολιτικού χαρακτήρα είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη διεύρυνση στην ερμηνεία της πολιτικής αναταραχής. Αντιθέτως, η τελευταία αγγλική απόφαση επί του θέματος T v. Secretary of State for the Home Department [1996] A.C. 742 παρέθεσε τους περιορισμούς που τέθηκαν διαχρονικά από την αγγλική νομολογία στην εφαρμογή της εξαίρεσης του πολιτικού αδικήματος.

 

          Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Law and Procedure on Extradition, Joyce E. Ferley, Shaw & Sons, Revised Edition 1998, παράγραφο 3.02.1, οι αγγλικές αποφάσεις δεικνύουν ότι κάθε υπόθεση πρέπει να αποφασίζεται με βάση τα δικές τις περιστάσεις εφόσον δεν υπάρχει ισχυρή ερμηνεία του όρου «πολιτικό αδίκημα».

 

          Είναι υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων που προσεγγίζουμε τη νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του Εφεσίβλητου.

 

          Εν πρώτοις επισημαίνουμε ότι η διατύπωση του λόγου αντέφεσης είναι εσφαλμένη εφόσον οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Εφεσείοντας δεν αναφέρονται σε εξαγωγή όπλων, αλλά σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό (electronic components) ο οποίος έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την ενώπιον μας μαρτυρία, τόσο στη στρατιωτική όσο και στην πολιτική βιομηχανία. Υπάρχει ο ισχυρισμός βεβαίως ότι τέτοιος εξοπλισμός έχει χρησιμοποιηθεί σε ρωσικό στρατιωτικό εξοπλισμό στο πεδίο μαχών στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων, κατευθυνόμενων πυραύλων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) και συσκευών ηλεκτρονικού πολέμου και επικοινωνιών (electronic warfare and communication devices).

 

          Η επισήμανση γίνεται εν όψει της θέσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσιβλήτου ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα γεγονότα στην υπόθεση Santhirarajah v. Attorney-General (Cth), 206 FXR 494(2012), (απόφαση μονομελούς Δικαστηρίου της Αυστραλίας) και ότι ως εκ τούτου θα πρέπει να υιοθετηθεί στην παρούσα υπόθεση η κρίση του εν λόγω Δικαστηρίου.

 

          Στην εν λόγω απόφαση η δίωξη περιλάμβανε συνομωσία για προμήθεια όπλων για χρήση εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων στον εμφύλιο πόλεμο που λάμβανε χώρα στην Σρι Λάνκα μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και της οργάνωσης των Ταμίλ LTTE (Απελευθερωτικές Τίγρεις του Ταμίλ Ιλάμ). Ο φυγόδικος ήταν μέλος της οργάνωσης LTTE και ως εκ τούτου το Δικαστήριο εξέλαβε, εν όψει των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι προέβη στις ισχυριζόμενες πράξεις προς υποστήριξη του πολιτικού αγώνα του LTTE. Είναι επομένως, κατά την άποψή μας, διακριτές οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε εύρημα ότι, σε αντίθεση με τον φυγόδικο στην πιο πάνω απόφαση, τόσο από τις ισχυριζόμενες ενέργειες όσο και από την ιδιότητα του Εφεσίβλητου δεν προέκυψε ότι προέβη στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα εξωθούμενος από πολιτικό κίνητρο. Επισημαίνεται ότι το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε.

 

          Πέραν, όμως, της πιο πάνω επισήμανσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που διαφοροποιεί κατά την άποψη μας την παρούσα υπόθεση από την Santhirarajah, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποτελεί περαιτέρω ουσιώδη διάκριση και το ότι στην εν λόγω υπόθεση υπήρχε πολιτική εξέγερση (political struggle) στην Σρι Λάνκα και συγκεκριμένα εμφύλιος πόλεμος και όχι σύρραξη μεταξύ δύο ανεξάρτητων κρατών.

 

          Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σημαντική, εφόσον διαχρονικά η νομολογία σε σχέση με την ερμηνεία της φράσης πολιτικό αδίκημα είναι συνυφασμένη με την πολιτική αναταραχή  (political disturbances) στο εσωτερικό μίας χώρας εναντίον της κυβέρνησης της χώρας  και όχι με τη σύρραξη μεταξύ δύο κρατών, όπως είναι τα δεδομένα στην ενώπιον μας υπόθεση.

 

          Στην Re Meunier [1894] 2 Q.B. 415 όπου ο φυγόδικος κατηγορείτο για πρόκληση εκρήξεων στο Παρίσι στο πλαίσιο αναρχικής δράσης ώστε να προκαλέσει ζημιά στην κυβέρνηση λέχθηκαν τα εξής από το Δικαστήριο:

 

«… the party of anarchy is the enemy of all governments. Their efforts are directed primarily against the general body of citizens. They may, secondarily and incidentally commit an offence against some particular government; but anarchist offences are mainly directed against private citizens.».

 

 

          Στην Santhirarajah, ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ως πρώτο βήμα τον πολιτικό χαρακτήρα της εξέγερσης στο εσωτερικό της Σρι Λάνκα, ήτοι το γεγονός ότι διεξάγετο εμφύλιος πόλεμος και σε δεύτερο στάδιο έκρινε τη στάση που τηρούσαν οι ΗΠΑ σε σχέση με αυτή την εξέγερση, ως πολιτική στάση («political stand»).

 

          Στην παρούσα υπόθεση ο Εφεσείοντας υποστηρίζει ότι με το να επιλέξουν οι ΗΠΑ την ποινικοποίηση των ισχυριζόμενων πράξεων σε σχέση με εξαγωγές στη Ρωσία και όχι την Ουκρανία, επέλεξαν μία από τις δύο πλευρές σε μία πολιτική διαταραχή, κατά παρόμοιο τρόπο όπως στην πιο πάνω υπόθεση. Διαφωνούμε με αυτή τη θέση επειδή ο εν προκειμένω πόλεμος μεταξύ δύο ανεξαρτήτων χωρών δεν αποτελεί πολιτική διαταραχή του τύπου που καλύπτεται από τον Νόμο 97/1970.

 

          Η πιο πάνω εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ερμηνεία του Νόμου 97/1970 επί τούτου είναι ορθή δεδομένου του ιστορικού υπόβαθρου βάσει του οποίου θεσμοθετήθηκε διεθνώς η εξαίρεση για τα πολιτικά αδικήματα. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα International Law, A Treatise, Oppenheim, 8th Edition, Vol. I. σελίδα 704, ο όρος «πολιτικό αδίκημα» θεσμοθετήθηκε σε χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, συνεπεία της Γαλλικής Επανάστασης και των εξεγέρσεων κατά τον 19ο αιώνα εναντίον δεσποτικών και απολυταρχικών καθεστώτων, για την προστασία προσώπων που συμμετείχαν σε επαναστάσεις εναντίον τέτοιων καθεστώτων.

 

          Αν και δεν εντοπίσαμε αγγλική υπόθεση όπου το αδίκημα πηγάζει από δράση εναντίον χώρας εκ μέρους άλλης εχθρικής προς αυτή χώρα  και όχι από εσωτερική αναταραχή, στο πιο πάνω σύγγραμμα International Law, A Treatise, σελίδα 707, αναφέρεται η απόφαση In re Colman, Annual Digest and Reports of Public International Law, 1947, Case No.67, όπου το Εφετείο του Παρισιού, το 1947, αποφάσισε ότι φυγόδικος από το Βέλγιο που κατηγορείτο για μεταφορά όπλων στο πλαίσιο κατασκοπείας εκ μέρους εχθρικής χώρας, θα έπρεπε να εκδοθεί στο Βέλγιο, εφόσον τέτοιο αδίκημα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικό αδίκημα.

 

          Συμφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό. Το πιο πάνω Άρθρο 6 του Νόμου 97/1970 δεν μπορεί να ερμηνευτεί ώστε να παρέχει προστασία σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε δραστηριότητα εναντίον αυτής καθ’ αυτής της οντότητας του κράτους.

 

          Εν όψει της πιο πάνω ανάλυσης, το σκεπτικό της υπόθεσης Santhirarajah δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας.

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσιβλήτου βασίστηκε περαιτέρω και σε αμερικανική νομολογία προς υποστήριξη της θέσης του. Αναφέρθηκε σε απόσπασμα από την απόφαση Escobedo v. United States, 623 F.2d 1098 (5th Cir. 1980) του Εφετείου των ΗΠΑ, όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά με τη Σύμβαση Έκδοσης μεταξύ των ΗΠΑ και του Μεξικού: «This circuit defines a political offense under extradition treaties an offense committed in the course of and incidental to a violent political disturbance, such as war, revolution and rebellion. » 

 

          Υποστήριξε, βάσει του πιο πάνω αποσπάσματος, ότι τα αδικήματα για τα οποία διώκεται ο Εφεσίβλητος εμπίπτουν στον ορισμό του πολιτικού αδικήματος εφόσον σχετίζονται και διαπράχθηκαν σε σχέση με πόλεμο.

 

          Στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ Eain v. Wilkes, 641 F.2d 504 (7th Cir. 1981) έγινε ρητή αναφορά στην Escobedo ανωτέρω και διευκρινίστηκαν τα εξής:

 

«The definition of "political disturbance," with its focus on organized forms of aggression such as war, rebellion and revolution, is aimed at acts that disrupt the political structure of a State, and not the social structure that established the government. »

 

 

          Στην παρούσα υπόθεση ο Εφεσίβλητος, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι δικαιούται κάλυψη από την εν λόγω εξαίρεση, δεν απέδειξε ότι ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας σκοπεύει να ανατρέψει το πολιτικό καθεστώς στην Ουκρανία. Ως εκ τούτου η έννοια του πολέμου στην Escobedo όπως επεξηγήθηκε στην Eain δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας.

 

          Περαιτέρω έρευνα της αμερικανικής νομολογίας, δεικνύει ότι η πιο πάνω αναφορά σε πόλεμο περιορίστηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις σε εσωτερικής φύσεως πολιτική αναταραχή ή εξέγερση.  Στην Quinn v. Robinson, 783 F.2d 776 (9th Cir. 1986) λέχθηκαν τα εξής: «… the political offense doctrine developed out of a concern for the welfare of those engaged in a particular form of political activity — an effort to alter or abolish the government that controls their lives — and not out of a desire to protect all politically motivated violence

 

          Αποφασίστηκε ότι αυτό που καλύπτεται από την εξαίρεση του πολιτικού αδικήματος είναι η πολιτική εξέγερση στο εσωτερικό μιας χώρας:

 

«The term "uprising" refers to a revolt by indigenous people against their own government or an occupying power. That revolt can occur only within the country or territory in which those rising up reside. By definition acts occurring in other lands are not part of the uprising. The political offense exception was designed to protect those engaged in internal or domestic struggles over the form or composition of their own government, including, of course, struggles to displace an occupying power. It was not designed to protect international political coercion or blackmail, or the exportation of violence and strife to other locations — even to the homeland of an oppressor nation. Thus, an uprising is not only limited temporally, it is limited spatially. See 20th Century American Courts, supra p. 30, at 1021 n. 115.»

 

          Η πολιτική αναταραχή που επικαλείται ο Eφεσίβλητος δεν συντελείται στο εσωτερικό του αιτούντος κράτους, ήτοι των ΗΠΑ, όπως προβλέπεται από την αμερικανική ερμηνεία του ορισμού, αλλά συντελείται σε σχέση με τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας εκτός του εδάφους του αιτούντος κράτους. 

 

          Στην Quinn  ανωτέρω, τονίσθηκε ότι εάν οι πράξεις για τις οποίες επιδιώκεται η δίωξη διαπράχθηκαν εκτός της χώρας όπου υπάρχει εξέγερση, τότε δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση του πολιτικού αδικήματος.

 

          Στην παρούσα περίπτωση, το αδίκημα δεν διαπράχθηκε στις χώρες όπου ο Εφεσίβλητος  διατείνεται ότι υπάρχει πολιτική αναταραχή, αλλά στις ΗΠΑ. Επομένως  η ερμηνεία που δόθηκε στον πολιτικό αδίκημα από την αμερικανική νομολογία δεν υποστηρίζει τις θέσεις του.

 

          Ο Εφεσίβλητος υποστηρίζει επίσης ότι το σκεπτικό των  αμερικανικών αποφάσεων Matter of Mackin, 668 F.2d 122 (2d Cir. 1981) και INS v. Doherty, 502 US 314 (1992) εφαρμόζεται στην περίπτωση του.

 

          Είμαστε της άποψης ότι οι εν λόγω αποφάσεις μακράν απέχουν από τις περιστάσεις της παρούσας. Σε αμφότερες τις υποθέσεις ο φυγόδικος ήταν ενεργό μέλος του Provisional Irish Republican Army (PIRA). Στην πρώτη απόφαση το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο PIRA διεξήγαγε πολιτική εξέγερση στη χώρα που ζητούσε την έκδοση, ότι ο φυγόδικος ήταν ενεργό μέλος του και ότι το αδικήματα σχετίζονταν με τον ρόλο του φυγόδικου στην πολιτική εξέγερση. Στην δεύτερη υπόθεση το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο φυγόδικος ήταν μέλος του PIRA το οποίο ήταν μία ιδιαίτερα συγκροτημένη και οργανωμένη ομάδα, σε αντίθεση με άλλες πολιτικές ομάδες χωρίς τέτοια δομημένη μορφή: «PIRA was a highly structured and organized group, unlike many of the "amorphous" political groups».

 

          Σε αντίθεση με τις πιο πάνω υποθέσεις, ο  Εφεσίβλητος δεν ισχυρίζεται ότι λαμβάνει χώρα πολιτική εξέγερση εν τη εννοία της πιο πάνω αμερικανικής νομολογίας, στις ΗΠΑ. Η θέση του είναι ότι ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας αποτελεί πολιτική αναταραχή εν τη εννοία της νομολογίας σε σχέση με τα πολιτικά αδικήματα. Επομένως η περίπτωση του σαφώς δεν εμπίπτει στο σκεπτικό των Matter of Mackin και INS v. Doherty ανωτέρω, εφόσον δεν πληρείται η πρώτη παράμετρος που εφαρμόστηκε σε αυτές, της ύπαρξης πολιτικής εξέγερσης στο αιτούν την έκδοση κράτος. Περαιτέρω, και ουσιωδώς, παρά τις αιτιάσεις του αιτούντος κράτους στις οποίες παραπέμπει ο Εφεσίβλητος, ήτοι ότι μαζί με άλλα δύο πρόσωπα ήταν μέλος ομάδας που εμπλέκετο στις εν λόγω εξαγωγές του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, δεν υπάρχει κάτι ενώπιον μας που να δείχνει ότι ο Εφεσίβλητος είναι μέλος οποιασδήποτε δομημένης πολιτικής οργάνωσης, όπως ήταν ο PIRA στις εν λόγω αποφάσεις. Επομένως ούτε και το σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων υποστηρίζει τις θέσεις του.  

 

          Εν όψει της πιο πάνω ανάλυσης, όλες οι θέσεις του Εφεσίβλητου δεν βρίσκουν έρεισμα στην αμερικανική νομολογία την οποία επικαλείται.

 

          Συνεπώς, η αντέφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. 

 

          Δεδομένης της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα έκδοσης, παραμερίζεται.

 

          Διατάσσεται η κράτηση του Εφεσίβλητου μέχρι αυτός να εκδοθεί στις ΗΠΑ  σύμφωνα με τον Νόμο 97/1970 (βλ. Άρθρο 9(5) του Νόμου 97/1970 και υπόθεση Victor Makushin, (2012) 1 ΑΑΔ 849).

 

          Δίδονται οδηγίες όπως η παρούσα απόφαση κοινοποιηθεί αμελλητί στoν Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. 

 

 

 

 

                                                                             Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                                                                             Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                             Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο