ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση αρ. 361/18

 

9 Απριλίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

         

 

1.    Α. HADJIYIANNIS CONSTRUCTIONS LTD

2.    ΗΛΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

3.    ΗΛΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ως διαχειρίστρια της περιουσίας του ανίκανου προσώπου Άριστου Χατζηγιάννη

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

v.

 

THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED

 

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

Μιχάλης Ιωάννου για Μιχάλης Β. Ιωάννου, Έλενα Ιωάννου, Άνθια Ιωάννου, για Εφεσείοντες.

Μαριέλλα Δαμιανού (κα) για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία ΔΕΠΕ,  για Εφεσίβλητους.

 

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

          ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Η υπό κρίση Έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία εξεδόθη απόφαση υπέρ της Ενάγουσας Bank of Cyprus Public Company Limited (η «Τράπεζα») και εναντίον των Εφεσείοντων – Εναγομένων, ενώ απορρίφθηκε η Ανταπαίτηση που οι τελευταίοι είχαν καταχωρίσει. Σημειώνεται ότι, δυνάμει Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αίτηση αρ. 320/21, οι Εφεσίβλητοι έχουν υποκαταστήσει την Τράπεζα στα δικαιώματα της που απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις και πιστωτικές διευκολύνσεις. Κατ’ επέκταση, οι αναφορές μας πιο κάτω στους Εφεσίβλητους περιλαμβάνουν και την Τράπεζα.

         

          Όπως προκύπτει από την Πρωτόδικη Απόφαση και δεν έχει εφεσιβληθεί, η Εφεσείουσα αρ. 1 μέσω του διευθυντή της Εφεσείοντα αρ. 3 υπέγραψε στις 4.7.2005 με την Τράπεζα συμφωνία για παροχή ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό. Ακολούθησε στις 23.11.2006, 30.1.2007 και 4.2.2008 η υπογραφή τριών συμφωνιών αύξησης ορίου.  Οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 ενάχθηκαν επιπλέον υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητές και ενυπόθηκοι οφειλέτες. Με βάση Διάταγμα που εξεδόθη στο πλαίσιο της Αίτησης με αρ. 21/2010 δυνάμει του περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανικάνων Προσώπων Νόμου 23(Ι)/96 (Τεκμήριο 45 στην Πρωτόδικη διαδικασία) την 24.1.2011 ο Εφεσείοντας αρ. 3 κηρύχθηκε ανίκανο πρόσωπο να διαχειρίζεται την περιουσία του και η Εφεσείουσα αρ. 2 διορίστηκε διαχειρίστρια αυτής.

 

         Βασική θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι κατά την υπογραφή των πιο πάνω συμφωνιών, ο Εφεσείοντας αρ. 3 λόγω των προβλημάτων υγείας του δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του ή να διευθύνει τις υποθέσεις του, η δε Τράπεζα εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό προκειμένου να συνάψουν τις συμφωνίες και να εξασφαλίσει αθέμιτο οικονομικό όφελος και άρα το Δικαστήριο θα πρέπει να κηρύξει τις συμφωνίες άκυρες και άνευ οποιασδήποτε νομικής ισχύος.  Σε σχέση με την Εφεσείουσα αρ. 2 δικογραφημένη θέση της αποτελούσε ότι πιέστηκε από τον Εφεσείοντα αρ. 3 και υπαλλήλους της Τράπεζας να υπογράψει την Υποθήκη, όσον αφορά δε στην εγγύηση δικογραφημένη θέση των Εφεσειόντων αρ. 2 και 3 ήταν ότι έχουν απαλλαγεί από αυτές. Προβλήθηκε επίσης η θέση ότι δεν υπήρξε νόμιμος τερματισμός των συμφωνιών.

 

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε θετικά και αποδέχτηκε στην ολότητα της, την μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς Εφεσιβλήτων, ήτοι τα όσα είπαν οι υπαλλήλοι της Τράπεζας Μ.Ε.1, 2 και 3. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς Εφεσειόντων/ Εναγομένων αποτελείτο από την μαρτυρία των Εφεσειόντων αρ. 2 και 3, του Ψυχιάτρου Δρ. Γαλατόπουλου (Μ.Υ.1), ενός υπαλλήλου της Τράπεζας (Μ.Υ.3)  και 3 μαρτύρων όσον αφορά στο θέμα του κατά πόσο οι επιστολές τερματισμού είχαν σταλεί σε ορθή διεύθυνση (Μ.Υ.2, 6 και 7). 

 

          Αναφορικά με το ζήτημα της διεύθυνσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία των Μ.Υ.2 και 6 δεν πρόσφερε οτιδήποτε σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο αυτοί κλητεύθηκαν, ενώ έκρινε επισφαλή την μαρτυρία του Μ.Υ.7 απορρίπτοντας την. Ο υπάλληλος της Τράπεζας κλήθηκε να δώσει μαρτυρία σε σχέση με την προβαλλόμενη από τους Εφεσείοντες θέση περί δωροδοκίας άλλου υπαλλήλου της, ισχυρισμός ο οποίος παρατηρούμε ότι παρέμεινε μετέωρος αφού δεν προσκομίστηκε κάποια θετική μαρτυρία από πλευράς Εφεσειόντων που να τον αποδεικνύει. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι η Εφεσείουσα αρ. 2 δεν ήταν αξιόπιστη ενώ απέρριψε και την μαρτυρία του Εφεσείοντα αρ. 3.

 

          Με την παρούσα Έφεση προσβάλλονται ουσιαστικά η αξιολόγηση και τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τους Λόγους Έφεσης 2 και 3 προσβάλλονται ειδικότερα τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την διανοητική κατάσταση του Εφεσείοντα αρ. 3. Το ίδιο θέμα, όμως, προβάλλεται και ως μέρος της αιτιολογίας των Λόγων Έφεσης 1, 9, 10 και 11. Με τον Λόγο Έφεσης 4 προσβάλλεται το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα αρ. 2 υπέγραψε την Υποθήκη, ενώ οι Λόγοι Έφεσης 5, 6 και 7 αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας σε σχέση με την αποστολή των επιστολών τερματισμού των συμφωνιών, οι ίδιοι δε ισχυρισμοί περιέχονται και στην αιτιολογία των Λόγων Έφεσης 1 και 11. Γενικότερα επισημαίνουμε ότι ο τρόπος σύνταξης των Λόγων Έφεσης δυσχεραίνει την εξέταση αυτών.

 

Κατ’ επέκταση, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της παρούσας Έφεσης σε τρεις ενότητες, ήτοι του ζητήματος της διανοητικής κατάστασης του Εφεσείοντα αρ. 3 κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών, της υπογραφής από μέρους της Εφεσείουσας αρ. 2 της Υποθήκης ή της Εγγύησης και του κατά πόσο υπήρξε ή όχι τερματισμός των συμφωνιών.

 

          Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη Νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Παντελής Αναστάση ν Ανδρέα Φυσέντζου, Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2023 στην Πολ. Εφ. 354/2014). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».

 

Διανοητική Κατάσταση Εφεσείοντα αρ. 3

 

         Σύμφωνα με το Άρθρο 11(α) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, ικανός προς το συμβάλλεσθαι είναι όποιος έχει σώες τις φρένες. Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 12 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149:

 

          «Ορισμός συμβαλλόμενου που έχει σώες τις φρένες

 

12.    Πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σώες τις φρένες για σκοπούς κατάρτισης σύμβασης, αν κατά το χρόνο της κατάρτισης της, δύναται να αντιληφθεί αυτήν και να διαμορφώσει λογική κρίση για τις συνέπειες της επί των συμφερόντων του.

 

Πρόσωπο το οποίο δεν έχει συνήθως σώες τις φρένες, αλλά έχει σώες τις φρένες κατά διαλείμματα, δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που έχει σώες τις φρένες.

 

Πρόσωπο το οποίο συνήθως έχει σώες τις φρένες αλλά κατά διαλείμματα δεν έχει σώες τις φρένες, δεν δύναται να καταρτίσει σύμβαση κατά το χρόνο που δεν έχει σώες τις φρένες».

 

          Είναι γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε την αξιολόγηση του Εφεσείοντα αρ. 3 το Πρωτόδικο Δικαστήριο ξέφυγε του επιτρεπόμενου πλαισίου, αφού πράγματι σε κάποια σημεία προβαίνει σε διαπιστώσεις που εμπίπτουν σε σφαίρα εμπειρογνώμονα. Ιδιαίτερα άστοχη ήταν η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, μετά από παρακολούθηση του Εφεσείοντα αρ. 3 κατά την διάρκεια της δικασίμου, δεν του «προκάλεσε την εντύπωση ατόμου που πάσχει με διπολική διαταραχή», διαπίστωση στην οποία προφανώς δεν ήταν αρμόδιο να προβεί.

 

          Παρά την πιο πάνω παρατήρηση, όμως, σημασία έχει το κατά πόσο αυτό το σφάλμα του Δικαστηρίου επηρέασε την έκβαση της υπόθεσης, με δεδομένο ότι αφορούσε σε διαπίστωση συμπεριφοράς του Εφεσείοντα αρ. 3 μόνο σε ότι αφορά στον χρόνο διεξαγωγής της δίκης.  

 

          Για σκοπούς της υπόθεσης, όμως, ουσιώδης χρόνος σε σχέση με τη διανοητική κατάσταση του Εφεσείοντα αρ. 3 ήταν ο χρόνος κατάρτισης των συμφωνιών. Το Διάταγμα με το οποίο ο Εφεσείοντας αρ. 3 κηρύχθηκε ανίκανο πρόσωπο εξεδόθη σχεδόν 3 χρόνια μετά την υπογραφή της τελευταίας συμφωνίας για αύξηση του ορίου των πιστωτικών διευκολύνσεων. Ο Μ.Υ.1 Ειδικός Ψυχίατρος Δρ. Γαλατόπουλος που κλήθηκε από τους ίδιους τους Εφεσείοντες, ανέφερε στην μαρτυρία του πως παρακολουθούσε τον Εφεσείοντα αρ. 3 από τις 30.4.2001 μέχρι τις 15.6.2007 και μερικές φορές εντός του έτους 2010. Αποτέλεσε θέση του Μ.Υ.1, η οποία έγινε δεχτή από το Δικαστήριο, ότι ασθενής που πάσχει από Διπολική Διαταραχή (Μανιοκατάθλιψη) μπορεί να βιώσει περιόδους «νορμοθυμίας», δηλαδή περιόδους φυσιολογικής λειτουργίας, ενώ με την λήψη σωστής ιατροφαρμακευτικής αγωγής μπορεί  να σταθεροποιήσει την κατάσταση του και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Ήταν επιπλέον θέση του Μ.Υ.1 ότι κατά τις περιόδους φυσιολογικής λειτουργίας δεν είναι αντιληπτό από οποιονδήποτε ότι ένα άτομο πάσχει από διπολική διαταραχή.

 

          Στην απόφαση Παναγιώτης Κοροπούλλης ν Κώστα Μιχαήλ Πηλίδη (2014) 1 Α.Α.Δ 2483 είχαν τεθεί σχεδόν πανομοιότυποι ισχυρισμοί με αυτούς που προβληματίζουν εν προκειμένω. Το εκεί πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επίσης αποδεχτεί μαρτυρία ότι άτομα που πάσχουν από Μανιοκαταθλιπτική Διαταραχή μπορούν να παρουσιάσουν και φάσεις νορμοθυμίας καταλήγοντας ότι δεν είχε αποδειχθεί πως κατά τον κρίσιμο χρόνο της διενέργειας της εκεί επίδικης συναλλαγής ο διάδικος δεν είχε σώας τας φρένας. Λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Με την έφεση, προβάλλεται, κυρίως, η θέση ότι η πιο πάνω κατάληξη, σε σχέση με τη μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου, είναι αντιφατική. Συναφώς, θεωρείται λανθασμένη και η καθοδήγηση την οποία ο Δικαστής άντλησε σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή από την υπόθεση Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis by its Administrator Harilaos D. Demetriades, Advocate (1965) 1 C.L.R. 24. Τοιουτοτρόπως, εγείρεται ευθέως θέμα κατά πόσο ορθώς διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την υπόθεσή του, ενώ, συγχρόνως, τίθεται εμμέσως και το ερώτημα τι θα έπρεπε αυτός να είχε αποδείξει, ώστε να επιτύγχανε η αγωγή. Τα πιο πάνω εγειρόμενα θέματα παραπέμπουν, βεβαίως, στη νομική φύση της υπόθεσης και στο βάρος απόδειξης, το οποίο η πλευρά του ενάγοντος είχε να αποσείσει, δεδομένης της πιο πάνω βάσης αγωγής, την οποία ανέλαβε να προωθήσει.

 

Στα πλαίσια της εξέτασης των πιο πάνω θεμάτων, θα πρέπει, κατ' αρχάς, να λεχθεί ότι μια σύμβαση, για να είναι έγκυρη και νομικά εφικτή, θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει, σχετικά, το Άρθρο 10(1) του Κεφ. 149. Η ικανότητα του συμβάλλεσθαι αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις αυτές. Ένα πρόσωπο δε, για να είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι, θα πρέπει, οπωσδήποτε, να έχει σώας τας φρένας, όπως προβλέπεται ρητά στο Άρθρο 11(1)(α). Περαιτέρω, στο Άρθρο 12, προβλέπονται, ερμηνευτικά και τα εξής:-

 

«12. …»

 

Η περίπτωση της κ. Γεωργιάδη θα μπορούσε, ίσως, να ενταχθεί στην κατηγορία της δεύτερης παραγράφου του Άρθρου 12· αυτή έπασχε, συνήθως, από σοβαρή υποτροπιάζουσα χρόνια ψυχική διαταραχή και τύγχανε, επί σταθερής βάσεως, θεραπείας, ως τρόφιμος αλλά και εκτός της ψυχιατρικής κλινικής. Ο εφεσείων, όμως, δεν πρόβαλε, με ανάλογο ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεώς του, την πιο πάνω κατάσταση αναφορικά με την ψυχική υγεία της κ. Γεωργιάδη, ούτε πρόβαλε, όπως έχει, ήδη, επισημανθεί, τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι, ειδικά ο κ. Πηλίδης, γνώριζαν οτιδήποτε σε σχέση με αυτή. Επομένως, δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό γι' αυτόν να επικαλεστεί τώρα το τεκμήριο, σύμφωνα με το οποίο η κατάσταση ενός προσώπου, το οποίο αποδεδειγμένα δεν έχει σώας τας φρένας, με αποτέλεσμα αυτό να είναι ανίκανο προς το συμβάλλεσθαι, θεωρείται ότι συνεχίζει να υφίσταται, εκτός αν αποδειχθεί ότι αυτή έχει παύσει να ισχύει. Το θέμα αυτό συζητείται στην παράγραφο 1387, σελίδα 717, των Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 30 (reissue).

 

Με την αγωγή, προβλήθηκε, συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι η κ. Γεωργιάδη, «... κατά την περίοδο που προέβη στις πιο πάνω κτηματικές πράξεις ήτο ... ανίκανη να χειρίζεται τα περιουσιακά της στοιχεία λόγω της διανοητικής της κατάστασης ...»· δηλαδή, επειδή δεν είχε σώας τας φρένας. Τίθεται, επομένως, ευθέως θέμα κατά πόσο υπήρξε απόδειξη του πιο πάνω ισχυρισμού. Θα πρέπει, όμως, προηγουμένως, να τονιστεί ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια στον περί Συμβάσεων Νόμο όσον αφορά αυτήν την πτυχή. Μπορεί, βέβαια, να αντληθεί χρήσιμη καθοδήγηση από τη σχετική στο ίδιο αυτό θέμα νομολογία του κοινοδικαίου. Εφαρμόζεται στο δικαιϊκό σύστημα της Κύπρου, δυνάμει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Συγκεκριμένα, σε σχέση με το ποια πλευρά φέρει το βάρος απόδειξης και σε ποια έκταση, σε περίπτωση όπως είναι η παρούσα, αναφέρθηκαν στην υπόθεση Imperial Loan Co. v. Stone [1891 - 94] All E.R. Repr. 412, στη σελίδα 413, τα εξής:-

 

"When a person enters into an ordinary contract, and afterwards alleges that he was so insane at the time he did so that he did not know what he was doing, though he proves that to be so, the contract is as binding on him in every respect and to every extent as if he had been fully sane, unless he also proves that, at the time of making the contract, the person he contracted with knew him to be so insane as not to know what he was doing."

 

Η πιο πάνω διατύπωση ως προς το νόμο βρήκε απήχηση και επιβεβαιώθηκε αργότερα στην υπόθεση Hart v. O'Connour [1985] 2 All ER 880 (P.C.), με την παράθεση και του πιο πάνω αποσπάσματος, αλλά και με τη διαπίστωση, σε άλλο σημείο της απόφασης, στη σελίδα 888, ως προς το νόμο, ότι:-

 

"The original rule at law, ..., was that a contract with a person of unsound mind was void, because there could be no consensus ad idem. This was later qualified by a rule that a person could not plead his own unsoundness to avoid a contract he had made. This in turn gave way to a further rule that such a plea was permissible if it could be shown that the other contracting party knew of the insanity."

 

Παρεμπιπτόντως, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ο Ν. 23(1)/1996 έχει παρομοίως προβλέψει στο Άρθρο 15(2) ότι:-

 

«(2) Το βάρος απόδειξης βαρύνει το πρόσωπο εκείνο που ισχυρίζεται ότι το ανίκανο πρόσωπο δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του κατά το χρόνο της δωρεάς ή της μεταβίβασης. ...» 

 

Με βάση, ουσιαστικά, τα όσα, ως ανωτέρω, ρυθμίζονται από το κοινοδίκαιο, αν και δεν υπήρξε ρητή αναφορά σχετικά, το εκδικάσαν Δικαστήριο κατέληξε πως ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης το οποίο έφερε σύμφωνα με το νόμο. Όπως ορθά έκρινε, η μαρτυρία του ιατρού Αναστασίου ήταν αναποτελεσματική και δε διαφώτιζε, ποσώς, ως προς το ποια ήταν η κατάσταση της κ. Γεωργιάδη κατά τον ουσιώδη χρόνο της διενέργειας της επίδικης συναλλαγής. Η κατάληξη αυτή, από μόνη της, ήταν αρκετή, ώστε να οδηγείτο σε απόρριψη η αγωγή, χωρίς να παρίστατο ανάγκη για εξέταση και της μαρτυρίας η οποία προσφέρθηκε από τους εφεσίβλητους ή εκ μέρους τους».

 

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με τρόπο τεκμηριωμένο επεξήγησε γιατί αποδέχτηκε την μαρτυρία των υπαλλήλων της Τράπεζας Μ.Ε.2 και 3. Αμφότερες οι μάρτυρες είχαν προσωπική εμπλοκή με τα επίδικα θέματα και προσωπική επαφή με τον Εφεσείοντα αρ. 3 για σκοπούς σύναψης των συμφωνιών κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεκτή έγινε η θέση τους ότι ο Εφεσείοντας αρ. 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο έδινε την εντύπωση ενός ατόμου επαγγελματία, υπεύθυνου και συνεργάσιμου. Επισημαίνουμε ότι με την Έφεση δεν γίνεται ειδική αμφισβήτηση του ευρήματος αυτού, παρά μόνο γενική αναφορά περί πλημμελούς και αντιφατικής αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από πλευράς της Εφεσίβλητης.

 

          Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι κρίνουμε αβάσιμους τους Λόγους Έφεσης αλλά και τις αιτιάσεις που αφορούν στην αξιολόγηση των Μ.Ε.1, 2 και 3. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων. Ειδικότερα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε ότι ο Μ.Ε.1 δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με τις καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε, αλλά ούτε και αμφισβητήθηκαν τα ποσά που η Εφεσίβλητη αξίωνε από τους Εφεσείοντες. Την μαρτυρία της Μ.Ε.2 αποδέχτηκε αφού δέχτηκε ότι αυτή είχε προσωπική εμπλοκή και επαφή με τον Εφεσείοντα αρ. 3 αλλά και δεδομένης της εντύπωσης που έδωσε πως απαντούσε χωρίς υπεκφυγές, με σαφήνεια και τεκμηριωμένα. Ανάλογα, για την Μ.Ε.3 επεξήγησε ότι επρόκειτο για άτομο που είχε προσωπική εμπλοκή με τους Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 και απαντούσε με τρόπο πειστικό και τεκμηριωμένο παραπέμποντας σε καταγραφές σε έγγραφα που είχαν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο.

 

          Κατ’ επέκταση δεν έχει καταδεχθεί βάσιμος λόγος ώστε να μην γίνει δεκτή η αξιολόγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εντύπωση που οι Μ.Ε. 2 και 3 αποκόμισαν σε σχέση με τον Εφεσείοντα αρ. 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο κατάρτισης των επίδικων συμφωνιών.

 

          Τονίζουμε ότι στο σημείο αυτό ουδόλως επηρέασε η εσφαλμένη αξιολόγηση της διανοητικής κατάστασης του Εφεσείοντα αρ. 3 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εκείνη αφορούσε στην κατάσταση του Εφεσείοντα αρ. 3 κατά την διάρκεια της δίκης και όχι κατά την κατάρτιση των επίδικων συμφωνιών.

 

          Η Τράπεζα, συνεπώς, δεν είχε γνώση ούτε και αντίληψη της κατ’ ισχυρισμό κακής διανοητικής κατάστασης του Εφεσείοντα αρ. 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ούτε και απέδειξε κάτι τέτοιο η πλευρά των Εφεσειόντων, ως έφερε το βάρος να πράξει. Κατ’ εφαρμογή, συναφώς, της απόφασης Κοροπούλλη (ανωτέρω) οι συμφωνίες παραμένουν δεσμευτικές τόσο επί της Εφεσείουσας αρ. 1 εταιρείας, όσο και επί του Εφεσείοντα αρ. 3.

 

Υπογραφή της Υποθήκης ή της Εγγύησης από μέρους της Εφεσείουσας αρ. 2

 

         Το ζήτημα υπογραφής της Υποθήκης από μέρους της Εφεσείουσας αρ. 2 προβάλλεται συγκεκριμένα με τον Λόγο Έφεσης 4, ενώ στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης 1 περιλαμβάνεται η θέση ότι αυτή δεν υπέγραψε οποιαδήποτε συμφωνία.

 

          Η αξιολόγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την Εφεσείουσα αρ. 2, όμως, δεν παρουσιάζει κενά. Ειδικότερα, η ίδια η Εφεσείουσα αρ. 2 παραδέχτηκε κατά την μαρτυρία της ότι υπέγραψε το Πληρεξούσιο Έγγραφο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 46 και που χρησιμοποιήθηκε για εγγραφή της Υποθήκης Τεκμηρίου 14. Η θέση της κατά την δίκη περιορίστηκε στο ότι δεν διάβαζε τα έγγραφα προτού τα υπογράψει, συμφώνησε δε ότι δεν πιέστηκε από οποιοδήποτε για να τα υπογράψει.

 

          Αποτέλεσε επίσης θέση της Μ.Ε.2, η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Εφεσείουσα αρ. 2 υπέγραψε στην παρουσία της τα εγγυητήρια Τεκμήρια 21 και 24.

 

          Γενικώς η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας αρ. 2 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβαση από μέρους μας, ενώ βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του. Οι σχετικές εισηγήσεις των Εφεσειόντων δεν μπορούν να πετύχουν.

 

Τερματισμός των Συμφωνιών

 

          Θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι οι επιστολές τερματισμού δεν ταχυδρομήθηκαν στην ορθή διεύθυνση και προς τούτο κάλεσαν τους Μ.Υ.2, 6 και 7 για να καταδείξουν ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν σχέση με την διεύθυνση στην οποία στάληκαν οι εν λόγω επιστολές. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είχε αποδειχθεί.

 

          Πέραν του ότι δεν διαπιστώνουμε κάποιο λόγο επέμβασης στην κατάληξη αυτή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η θέση που προωθήθηκε από τους Εφεσείοντες παραγνωρίζει ότι οι επιστολές ταχυδρομήθηκαν στην διεύθυνση που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είχαν δηλώσει στην Τράπεζα. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από την επιστολή ημερ. 10.8.2007 (Τεκμήριο 43) από την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν, οι Εφεσείοντες αρ. 1, 2 και 3 δήλωναν σε όλα τα έγγραφα ότι η διεύθυνση τους είναι η Γρηγόρη Αυξεντίου 2 στον Άγιο Τύχωνα.   Αυτή καταγράφεται στα Τεκμήρια 16, 17, 19 και 21 και σε αυτήν την διεύθυνση στάληκαν οι επιστολές Τεκμήρια 22 και 23.

 

          Όπως προβλέπεται στην παρ. 13 της τελευταίας χρονολογικά συμφωνίας μεταξύ της Τράπεζας και της Εφεσείουσας αρ. 1 (Τεκμήριο 17):

 

«Οποιαδήποτε ειδοποίηση βάσει της παρούσας Συμφωνίας μπορεί να δοθεί στον Χρεώστη γραπτώς με συνηθισμένο ταχυδρομείο ή με το χέρι στη διεύθυνση που δηλώνεται στην παρούσα Συμφωνία ή σε οποιαδήποτε νέα διεύθυνση ήθελε δώσει ο Χρεώστης προς την Τράπεζα, ή στην τελευταία γνωστή του διεύθυνση».

 

          Ομοίως στην παρ. 10 του Εγγυητηρίου Εγγράφου που υπέγραψαν οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 στις 17.4.2008 Τεκμήριο 21 καταγράφεται ότι:

 

«Οποιαδήποτε ειδοποίηση βάσει της παρούσας συμφωνίας μπορεί να δοθεί σε μένα ιδιοχειρώς ή με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που δηλώνεται στην παρούσα συμφωνία ή εις οποιαδήποτε νέα διεύθυνση δώσω στην Τράπεζα ή στην τελευταία γνωστή μου διεύθυνση».

 

          Ορθά συνεπώς έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο τερματισμός των επίδικων λογαριασμών από την Τράπεζα ήταν καθόλα νόμιμος αφού αυτή είχε την υποχρέωση να αποστείλει τις επιστολές στην τελευταία γνωστή διεύθυνση των Εφεσειόντων, πράγμα που έπραξε αποστέλλοντας τες στην διεύθυνση που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είχαν δηλώσει στην Τράπεζα.

 

          Έπεται πως ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης μπορεί να πετύχει. Η Έφεση απορρίπτεται.

 

          Επιδικάζονται €3.200 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων αρ. 1, 2 και 3.

 

 

                                                                             Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

                                                                              Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                             Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο