ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 364/18)

17 Απριλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]

                  

Λεωνίδας Μιχαηλίδης

Εφεσείων

v.

 

Λήδα Γρηγορίου

Για εφεσείοντα: κα Μαρία Τόφια για PHC Tsangarides LLC

Για εφεσίβλητη: κα Αναστασία Νικολάου για Π. Μιχαηλίδης & Α. Αντωνίου ΔΕΠΕ

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο εφεσείων με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αξίωνε από την εναγόμενη – εφεσίβλητη η οποία είναι πρώτη εξαδέλφη του, το ποσό των €9.400,00 που κατά τους ισχυρισμούς του, της δάνεισε περί το 2008 όταν αυτή του ζήτησε οικονομική βοήθεια, προκειμένου να  αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η σύμβαση δανείου περιελάμβανε τον όρο ότι ο εφεσείων θα έχει το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή να ζητήσει από την εφεσίβλητη, την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου του δανείου. Αυτό έγινε 4 χρόνια μετά, στις 12.10.2012 όπου με επιστολή του δικηγόρου του, ζήτησε την πληρωμή ολόκληρου του πιο πάνω ποσού αφού όπως υποστήριξε, όλο αυτό το διάστημα η εφεσίβλητη δεν πλήρωσε κανένα ποσόν, έναντι του χρέους της.

Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση της, ισχυρίστηκε ότι λόγω της στενής φιλικής και οικογενειακής σχέσης που είχε με τον εφεσείοντα, αυτός της δώρισε το ποσό των €9.400,00 για να αγοράσει το επίδικο όχημα. Ουσιαστικά δηλαδή, της προσέφερε ως δώρο το επίδικο αυτοκίνητο και σε καμία περίπτωση, η πράξη του αυτή δεν αποτελούσε δάνειο. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων προχώρησε εκδικητικά στην καταχώρηση της αγωγής, λόγω προβλημάτων που δημιουργήθηκαν μετά την δωρεά, στις σχέσεις τους.

Πρωτοδίκως, έδωσε μαρτυρία για τον εφεσείοντα ο ίδιος ενώ για την εφεσίβλητη εκτός από την ίδια, κατέθεσε και ο σύζυγος της. Προκύπτει από την δοθείσα μαρτυρία ως κοινά παραδεκτό γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι διάδικοι συνδέονταν με στενή οικογενειακή αλλά και φιλική σχέση, η οποία όμως σε κάποιο στάδιο πριν τις 12.10.2012, κλονίστηκε οριστικά. Περί το 2008, ήτοι κατά το χρόνο που οι διάδικοι είχαν ακόμη στενές και φιλικές σχέσεις, ο ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των €9.400,00 σε μετρητά για την αγορά ενός αυτοκινήτου, το οποίο ενεγράφη άμεσα, στο όνομα της εφεσίβλητης. Η πρώτη φορά που ο εφεσείων απαίτησε από την εφεσίβλητη το επίδικο ποσό μέσω δικηγόρου υπό την απειλή λήψης δικαστικών μέτρων, ήταν τέσσερα και πλέον χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 12.10.2012.

Υπό τας περιστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά σημειώνει στην απόφαση του ότι το κύριο επίδικο θέμα, ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καταβλήθηκε το επίδικο ποσό για την αγορά του αυτοκινήτου. Υπήρξε διαφορά επί του θέματος από τους διαδίκους, δεδομένου ότι ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι το ποσό καταβλήθηκε στα πλαίσια προφορικής συμφωνίας δανείου με την εφεσίβλητη, ενώ η τελευταία υποστήριξε ότι ο εφεσείων, της δώρισε το επίδικο όχημα λόγω της στενής οικογενειακής τους σχέσης.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τις αρχές του αγγλικού δικαίου αναφορικά με τις συμφωνίες μεταξύ συγγενών που εκ πρώτης όψεως δεν ανάγονται σε νομικά δεσμευτικές συμβάσεις, ήτοι το γνωστό «presumption of advancement», το οποίο καθόρισε σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά ως «τεκμήριο δωρεάς». Ακολούθως έκανε αναφορά στο Άρθρο 25(1)(α) του Κεφ.149, οι πρόνοιες του οποίου θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις ως προς το ποιες συμφωνίες που συνάπτονται λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ των συναλλασσόμενων που έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους και δεν προνοούν για αντιπαροχή, δύνανται παρά ταύτα να δεσμεύσουν τον υποσχόμενο και να εκτελεστούν ως νομικά έγκυρες συμβάσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας, το πιο πάνω Άρθρο 25.1(α) του Κεφ.149. Έγινε επί του προκειμένου παραπομπή στην υπόθεση  Ελληνόπουλου ν. Δημητριάδη (1995) 1 Α.Α.Δ 709, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα ξαδέλφια δεν μπορούν να επικαλεστούν τις πρόνοιες του Άρθρου 25.1(α) ώστε να επιδιώξουν την εκτέλεση μιας προς όφελος τους συμφωνίας, αφού τέτοια συγγένεια δεν εμπίπτει στον ορισμό «στενοί συγγενείς» που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

Εν πάση περιπτώσει, το Άρθρο 25.1(α) του Κεφ.149 προβλέπει ότι η συμφωνία πρέπει να είναι γραπτή, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 25.1(α) του Κεφ. 149 ή της σχετικής με το εν λόγω άρθρο νομολογίας.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπό κρίση υπόθεση  δεν αφορούσε απαίτηση της εφεσίβλητης να αναγνωριστεί ως έγκυρη και δεσμευτική, η κατ’ εκείνην συμφωνία δωρεάς. Αντιθέτως, είναι ο εφεσείων που ισχυρίζεται ότι μεταξύ του ιδίου και της εφεσίβλητης, έχει καταρτιστεί μια νομικά έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση, στo πλαίσιο της οποίας δάνεισε στην εναγόμενη χρήματα, την επιστροφή των οποίων και αξιώνει.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουδείς εκ των διαδίκων και ειδικότερα ο εφεσείων, είχε πρόθεση να δεσμευτεί συμβατικά απέναντι στον άλλο, μέσω συμφωνίας δανείου. Κρίθηκε ότι απουσιάζει παντελώς το στοιχείο της δικαιοπρακτικής βούλησης των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο, το οποίο και προαπαιτείται ώστε να καταρτιστεί μια νομικά έγκυρη και δεσμευτική δανειακή σύμβαση ως ισχυρίζεται ο εφεσείων.

Στο συμπέρασμα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε όχι μόνο διότι έκρινε ότι το τεκμήριο της δωρεάς (presumption of advancement) έχει επιτυχώς ενεργοποιηθεί από την παραδεκτή στενή εξ’ αίματος συγγενική σχέση των διαδίκων και δεν έχει ανατραπεί από την προσκομισθείσα μαρτυρία, αλλά και διότι, από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε, η όλη συμπεριφορά των διαδίκων, καταδεικνύει ως πραγματικό γεγονός ότι τα μέρη, ουδέποτε εκδήλωσαν την απαιτούμενη δικαιοπρακτική βούληση για την συνομολόγηση μιας νομικά έγκυρης και δεσμευτικής σύμβασης δανείου.

Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενεργοποιήθηκε επιτυχώς το τεκμήριο της δωρεάς (presumption of advancement) από την παραδεκτή στενή εξ’ αίματος συγγενική σχέση των διαδίκων και δεν έχει ανατραπεί από τη προσκομισθείσα μαρτυρία.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το τεκμήριο της δωρεάς δεν εφαρμόζεται γενικά σε όλες τις συμφωνίες μεταξύ συγγενών. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει η πρωτόδικη απόφαση, καταδεικνύει ότι το τεκμήριο της δωρεάς ενεργοποιείται σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όπου η συγγένεια είναι ιδιαίτερα στενή και αφορά γονείς, τέκνα και συζύγους, όχι όμως και ξαδέλφια.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έθεσε το βάρος στον ίδιο, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη ή μη της δωρεάς και όχι στην εφεσίβλητη που αποτελεί δικό της ισχυρισμό η δωρεά. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με την νομολογία στην οποία το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει, το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει ότι έχει γίνει δωρεά. Αυτό γιατί το τεκμήριο δωρεάς, στο οποίο έχει στηριχθεί η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το οποίο θα εναπόθετε το βάρος απόδειξης στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι υπήρχε δάνειο και όχι δωρεά, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί και λανθασμένα ενεργοποιήθηκε από το πρωτόδικο  Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης να αποδείξει την δωρεά και όχι στους ώμους του εφεσείοντα να αποδείξει ότι συνομολογήθηκε έγκυρη σύμβαση δανείου.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με το ουσιώδες θέμα, του κατά πόσο υπάρχει συμφωνία δωρεάς και πρόθεση του εφεσείοντα να μην ζητήσει επιστροφή του ποσού.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι και οι τρεις λόγοι έφεσης, περιστρέφονται γύρω από το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έχει ενεργοποιηθεί, το τεκμήριο δωρεάς. Στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο εφεσείων παραπέμποντας σε αγγλική νομολογία, υποστήριξε ότι ακόμα και αν η κύρια προϋπόθεση για την ύπαρξη στενής συγγένειας εφαρμοζόταν στην παρούσα υπόθεση, και πάλι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να δεχθεί ότι ενεργοποιείται το τεκμήριο της δωρεάς. Τούτο διότι η ύπαρξη της συγγένειας μεταξύ των διαδίκων δεν αποτελεί επαρκή λόγο από μόνη της για την αυτόματη ενεργοποίηση του εν λόγω τεκμηρίου (βλ. Bennet ν Bennet (1879) 10 Ch. D. 474).

Η εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης της, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι έχει αποδειχθεί στην παρούσα, η πολύ στενή οικογενειακή σχέση μεταξύ των διαδίκων με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο δωρεάς. Υπό τας περιστάσεις, ο εφεσείων απέτυχε να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο και να αποδείξει ως όφειλε, την πρόθεση των μερών να συνάψουν έγκυρη σύμβαση δανείου.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι το βασικό παράπονο του εφεσείοντα, εστιάζεται στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενεργοποιείται το «τεκμήριο δωρεάς», με αποτέλεσμα να μεταφερθεί το βάρος απόδειξης στον ίδιο, προκειμένου να τεκμηριώσει την πρόθεση σύναψης συμβατικής σχέσης. Θεωρεί ο εφεσείων ότι όπως προκύπτει από την δοθείσα μαρτυρία, το τεκμήριο δωρεάς δεν ενεργοποιείται στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνον γιατί δεν υπάρχει στενός συγγενικός δεσμός μεταξύ των διαδίκων, αλλά και γιατί δεν έχει αποδειχθεί η πολύ φιλική σχέση μεταξύ τους. Κατά τον εφεσείοντα, η εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το βάρος απόδειξης, κατεύθυνε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε λανθασμένα ευρήματα ως προς την πρόθεση των μερών να συνάψουν έγκυρη σύμβαση δανείου.

Ενόψει των πιο πάνω, το πρώτο ζήτημα το οποίο χρήζει διερεύνησης, είναι το αν δικαιολογείται από τα περιστατικά της υπόθεσης, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενεργοποιείται, το τεκμήριο δωρεάς. Είναι σαφές από την νομολογία ότι πρόσωπο που λαμβάνει χρήματα υπό μορφή δανείου, οφείλει να τα επιστρέψει εκτός αν αποδείξει ότι αυτά δόθηκαν χαριστικά και χωρίς την πρόθεση των μερών για έγκυρη σύναψη δανειακής σύμβασης. Σχετική είναι η υπόθεση Volpi and another v Volpi [2022] EWCA Civ 464 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Under normal circumstances in English law, where A receives money from B the money is prima facie repayable unless B can establish that the money was a gift:  Seldon v Davidson [1968] 1 WLR 1083»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Υπό κανονικές συνθήκες στο αγγλικό δίκαιο, όταν ο Α λαμβάνει χρήματα από τον Β, τα χρήματα είναι εκ πρώτης όψεως επιστρεπτέα, εκτός εάν ο Β μπορεί να αποδείξει ότι τα χρήματα ήταν δώρο: Seldon v Davidson [1968] 1 WLR 1083»

Αναφορικά με την νομική έννοια της δωρεάς, στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of EnglandVolume 52, έτους 2014, παρ. 201, αναφέρονται τα πιο κάτω:

«A gift made between living persons (inter vivos) may be defined shortly as the transfer of any property from one person to another gratuitously while the donor is alive and not in expectation of death. It is an act whereby something is voluntarily transferred from the true owner in possession to another person with the full intention that the thing shall not return to the donor. »

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 «Μια δωρεά που γίνεται μεταξύ ζώντων προσώπων (inter vivos) μπορεί να οριστεί εν συντομία ως η μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας από ένα πρόσωπο σε άλλο δωρεάν ενόσω ο δωρητής είναι ζωντανός και όχι εν αναμονή θανάτου. Είναι μια πράξη με την οποία μεταβιβάζεται κάτι οικειοθελώς από τον πραγματικό ιδιοκτήτη που το έχει στην κατοχή του σε άλλο πρόσωπο με πλήρη πρόθεση το πράγμα να μην επιστρέψει στον δωρητή».

Η έννοια της σύμβασης δανείου και ο τρόπος απόδειξης της, καθορίζεται ως εξής στο σύγγραμμα Bullen & Leake & Jacobs Precedents of Pleadings, Volume 2, 19th Ed. Page 309:

«A contract of loan of money is a contract whereby one person lends or agrees to lend a sum of money to another, in consideration of a promise express or implied to repay that sum on demand, or at a fixed or determinable future time, or conditionally upon an event which is a certainly. A claim for money lent is a claim for debt. Where it can be shown (by proof or admission) that A has paid money to B, then in the absence of any presumption of advancement, there is prima facie an obligation to repay upon B; the onus is upon B to establish that the money was intended as a gift».

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Η σύμβαση δανεισμού χρημάτων είναι μια σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο δανείζει ή συμφωνεί να δανείσει ένα χρηματικό ποσό σε άλλο, έναντι μιας υπόσχεσης ρητής ή σιωπηρής αποπληρωμής αυτού του ποσού σε πρώτη ζήτηση, ή σε καθορισμένο ή προσδιορίσιμο μελλοντικό χρόνο, ή υπό όρους από ένα γεγονός που είναι καθορισμένο. Μια απαίτηση για χρήματα που δανείζονται είναι απαίτηση για αποπληρωμή χρέους. Όταν μπορεί να διαφανεί (με απόδειξη ή παραδοχή) ότι ο Α κατέβαλε χρήματα στον Β, τότε, ελλείψει του τεκμηρίου δωρεάς, υφίσταται εκ πρώτης όψεως υποχρέωση επιστροφής στον Β· Ο Β φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα χρήματα προορίζονταν ως δώρο».

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι στην περίπτωση που ο εναγόμενος προβάλει ως υπεράσπιση του σε αγωγή δανείου, τον ισχυρισμό ότι δεν οφείλει να επιστρέψει τα χρήματα γιατί του δόθηκαν χαριστικά, τότε θα πρέπει να αποδείξει ότι επρόκειτο για δωρεά και ότι δεν υπήρχε μεταξύ των μερών, πρόθεση συνομολόγησης έγκυρης σύμβασης δανείου. Κάτι όμως που δεν ισχύει, στις περιπτώσεις που καταδεικνύεται από την μαρτυρία, στενή οικογενειακή σχέση μεταξύ των μερών, στις οποίες ενεργοποιείται μαχητό τεκμήριο ότι τα χρήματα δόθηκαν χαριστικά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το βάρος απόδειξης παραμένει στον ενάγοντα να ανατρέψει το τεκμήριο, προκειμένου να αποδείξει ότι υπήρχε πρόθεση για συνομολόγηση σύμβασης δανείου.

Στην αγγλική νομική ορολογία, το εν λόγω τεκμήριο ονομάζεται «presumption of advancement», το οποίο στην πρωτόδικη απόφαση σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά, αναφέρεται ως «τεκμήριο δωρεάς». Το τεκμήριο εφαρμόζεται συνήθως μεταξύ γονέων και τέκνων ή μεταξύ συζύγων, αν και η αγγλική νομολογία καθορίζει ότι μπορεί να επεκταθεί και σε ευρύτερες οικογενειακές ή άλλες σχέσεις. Κατά πόσον θα εφαρμοστεί το τεκμήριο, καθορίζεται από την αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης και ιδιαίτερα, του πόσο στενή είναι η σχέση των μερών της συναλλαγής.

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα στην σελίδα 746, από την παράγραφο 25-007 του συγγράμματος Snell's "Principles of Equity" 34η έκδοση:

«Nowadays, it is recognised that the rationale of the presumption is broader, and the court may be prepared to draw inferences of A's intention to make a gift to B in situations outside the formal categories where the presumption applied. So, the court may be prepared to draw an inference that a transaction between members of household or family was intended as a gift when that accords with common social experience. »

Σε ελεύθερη μετάφραση

«Σήμερα, αναγνωρίζεται ότι η λογική του τεκμηρίου είναι ευρύτερη και το δικαστήριο μπορεί να είναι διατεθειμένο να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με την  πρόθεση του Α να κάνει δωρεά στον Β σε περιπτώσεις εκτός των τυπικών κατηγοριών στις οποίες εφαρμόζεται το τεκμήριο. Έτσι, το δικαστήριο μπορεί να είναι έτοιμο να συναγάγει το συμπέρασμα ότι μια συναλλαγή μεταξύ μελών ενός νοικοκυριού ή της οικογένειας προοριζόταν ως δώρο, όταν αυτό συνάδει με την κοινή κοινωνική εμπειρία.»   

Σχετική είναι και η υπόθεση Seldon v. Davidson (1968) 2 All E.R. 755 όπου εκτός από γονείς, τέκνα και συζύγους γίνεται αναφορά και σε οποιαδήποτε άλλη εξ’ αίματος συγγενική σχέση, που θα μπορούσε να δώσει έρεισμα για εφαρμογή του τεκμηρίου (or any other such blood relationship which could have given rise to a presumption of advancement).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πορεία του χρόνου, η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού έτυχε κριτικής από τα αγγλικά δικαστήρια, η δε ισχύς του σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, μειώθηκε σημαντικά (βλ. Pettitt v Pettitt [1970] AC 777 at 793).

Χαρακτηριστική αυτής της τάσης είναι η υπόθεση Volpi (ανωτέρω) στην οποία λέχθηκε ότι το σύγχρονο δίκαιο «είναι όλο και λιγότερο ενθουσιώδες για την εφαρμογή του τεκμηρίου, ακόμη και σε σχέσεις όπου ισχύει» (The modern law is increasingly unenthusiastic about the presumption, even in relationships where it does apply). Λέχθηκε επίσης ότι πρόκειται περισσότερο για πραγματικό παρά για νομικό τεκμήριο και ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συναίνεση της δικαστικής γνώμης όπως αποκαλύπτεται από την νομολογία, ως προς το ποιο είναι το πιθανό συμπέρασμα των πραγματικών περιστατικών που πρέπει να εξαχθεί, ελλείψει αποδείξεων για το αντίθετο. Δεν συμβαίνει συχνά, όταν έχουν δοθεί αποδείξεις, το τεκμήριο να έχει σήμερα αποφασιστική ισχύ (It would not often happen that when evidence had been given, the presumption would today have any decisive effect).

Τονίστηκε επίσης στην υπόθεση Volpi (ανωτέρω) ότι το τεκμήριο, είναι μαχητό με την έννοια ότι μπορεί να ανατραπεί αν ο ενάγων παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία ότι δεν είχε καμία πρόθεση δωρεάς και ότι οι διάδικοι είχαν βούληση να συνάψουν έγκυρη σύμβαση δανείου. Το σημαντικό στοιχείο για να αποφασιστεί η ανατροπή του τεκμηρίου, είναι η υποκειμενική πρόθεση του υποτιθέμενου δωρεοπαρόχου (βλ. Lavelle ν. Lavelle [2004] EWCA Civ 223). Η πρόθεση του υποτιθέμενου δωρεοπαρόχου είναι ιδιαίτερα σημαντική και στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι καθοριστική (βλ. Meisels ν. Lichtman [2008] EWHC 661 και Scott v Bridge [2020] EWHC 3116). Έτσι, το ερώτημα δεν είναι αν ο υποτιθέμενος δωρεοπάροχος και ο δωρεοδόχος συμφώνησαν ότι τα χρήματα ήταν δάνειο, αλλά αν ο υποτιθέμενος δωρεοπάροχος  είχε την πρόθεση να προβεί σε δωρεά. Τονίστηκε επίσης στην υπόθεση Volpi (ανωτέρω) ότι δεν υπάρχουν άκαμπτοι κανόνες, σχετικά με το ποια αποδεικτικά στοιχεία είναι αποδεκτά για να αποφασιστεί αυτό το ερώτημα.

Για σκοπούς πληρότητας της νομικής ανάλυσης του θέματος του «presumption of advancement», τονίζουμε ότι στην Αγγλία το εν λόγω τεκμήριο καταργήθηκε για τις σχέσεις μεταξύ συζύγων με την εισαγωγή του αγγλικού Equality Act 2010, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι συνιστούσε αθέμιτη δυσμενή διάκριση. Η κατάργηση όμως ισχύει για συναλλαγές που έγιναν ή θα γίνουν μετά την 1.10.2010, οπόταν τέθηκε σε εφαρμογή ο πιο πάνω νόμος.

Η μείωση της ισχύος του εν λόγω τεκμηρίου σημειώνεται και στο πιο κάτω απόσπασμα από την παράγραφο 25-07 από το σύγγραμμα Snell's "Principles of Equity" 34η στην σελ. 746:

«Aside from the Equality Act 2010, the approach in recent cases has been to strive to determine the real intentions of the parties. It may only resort to the formal presumptions while the direct evidence of those intentions is absent and default rule is needed. Where modern experience indicates that the perception does not provide any firm rational basis for pursuing an intention to make a gift between parties in the position of A and B then it may only be a slight probative value. »

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Εκτός από τον Equality Act 2010, η προσέγγιση στις πρόσφατες υποθέσεις ήταν η προσπάθεια να προσδιοριστούν οι πραγματικές προθέσεις των μερών. Μπορεί να γίνει προσφυγή στα αναγνωρισμένα  τεκμήρια μόνο ενόσω απουσιάζει η άμεση απόδειξη των προθέσεων αυτών και απαιτείται η εφαρμογή του κανόνα. Όταν η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ότι δεν παρέχεται καμία σταθερή λογική βάση για την επιδίωξη μιας πρόθεσης δωρεάς μεταξύ των μερών στη σχέση του Α με τον Β, τότε το τεκμήριο μπορεί να έχει μόνο μικρή αποδεικτική αξία.»

Στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσείων παραπονείται για την εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του τεκμηρίου δωρεάς και της μεταφοράς του βάρους απόδειξης στον ίδιο. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται μεταξύ ξαδέλφων αλλά περιορίζεται σε συγγενικές σχέσεις γονέων με παιδιά και μεταξύ συζύγων.

Δεν συμφωνούμε με αυτή την θέση. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, παρότι η εφαρμογή του τεκμηρίου αφορά κυρίως τις σχέσεις γονέων με τέκνα ή μεταξύ συζύγων, δεν αποκλείεται να ισχύει και σε άλλες συγγενικές σχέσεις, με βασικό κριτήριο του πόσο στενός είναι ο οικογενειακός δεσμός των μερών (βλ. Seldon v. Davidson). Ως αποτέλεσμα, η εφαρμογή ή όχι του τεκμηρίου κρίνεται από την αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης και ιδιαίτερα, του πόσο στενή είναι η σχέση των συγγενών που είναι μέρη της συναλλαγής (βλ. επίσης Snell's "Principles of Equity" ανωτέρω).

Στην παρούσα περίπτωση, η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, κατέδειξε μια ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ των διαδίκων που παρότι ήταν πρώτα ξαδέλφια, συνδέονταν με αδελφική αγάπη. Η εφεσίβλητη ένιωθε τον εφεσείοντα σαν αδελφό της, ο οποίος φρόντιζε να δείχνει στην ίδια και σε άλλους συγγενείς ότι ήταν στο πλευρό τους, παρέχοντας οικονομική βοήθεια λόγω της οικονομικής του άνεσης κατά τον χρόνο αγοράς του αυτοκινήτου. Ήταν ως εκ τούτου εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση, το τεκμήριο δωρεάς.

Ανεξαρτήτως της εφαρμογής του τεκμηρίου δωρεάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι από την μαρτυρία που κρίθηκε ως αξιόπιστη, προκύπτει ότι δεν ήταν πρόθεση των μερών να συνομολογήσουν μια έγκυρη σύμβαση δανείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον  του, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι η συναλλαγή αφορούσε σύμβαση δανείου, αποδεχόμενο ταυτόχρονα την μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι επρόκειτο για δωρεά.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία (βλ. Volpi ανωτέρω), σε υποθέσεις όπως η παρούσα, το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν ο εφεσείων είχε την πρόθεση να προβεί σε δωρεά και ότι δεν υπάρχουν άκαμπτοι κανόνες σχετικά με το ποια αποδεικτικά στοιχεία, είναι αποδεκτά για να αποφασιστεί αυτό το ερώτημα. Σχετικό είναι και το πιο πάνω απόσπασμα από την σελ. 746 του συγγράμματος “Snell's "Principles of Equity” όπου αναφέρεται ότι βασική προσπάθεια, είναι να προσδιοριστούν μέσω της μαρτυρίας οι πραγματικές προθέσεις των μερών.

 Εξ’ άλλου όπως έχει νομολογηθεί, το αξιόπιστο μιας μαρτυρίας δεν κρίνεται με βάση το επίπεδο ή το βάρος απόδειξης (βλ. Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» στην σελίδα 584). Σχετική είναι και η απόφαση R.C.K. Sports ν. Persona Advertising Ltd, (1996) 1Β Α.Α.Δ 1074,1084, όπου λέχθηκε ότι η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως του επιπέδου απόδειξης. Συνεπώς, το θέμα αξιοπιστίας καθίσταται κυρίαρχο, όπου υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια εκ των δύο.

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεξαρτήτως της εφαρμογής του τεκμηρίου της δωρεάς, έκρινε από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του ότι ο εφεσείων είχε πρόθεση να δωρίσει το επίδικο αυτοκίνητο στην εφεσίβλητη. Απέρριψε για τους λόγους του οποίους αναφέρει εξαντλητικά, την μαρτυρία του εφεσείοντα και αποδέχθηκε αυτήν της εφεσίβλητης, αναφορικά με την πρόθεση των μερών να μην συνάψουν σύμβαση δανείου. Είναι σαφές ότι στην μαρτυρία που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη, υπήρχαν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία που εύλογα καταδεικνύουν ότι ο εφεσείων είχε πρόθεση να δωρίσει στην εφεσίβλητη το υπό κρίση αυτοκίνητο και όχι να της δανείσει τα χρήματα για να το αγοράσει.

Όπως είναι νομολογημένο, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πολ. Έφεση Πολ. Έφεση 26/21 ημ. 28.2.2024, είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε τις σχετικές νομολογιακές αρχές και να επαναλάβουμε ότι ευχέρεια για τον παραγκωνισμό πρωτόδικων ευρημάτων περί της αξιοπιστίας, παρέχεται στο Εφετείο μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε πρωτοδίκως. Κρίνουμε πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται με την αξιολόγηση και την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντιθέτως βρίσκουμε ότι από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποδεχόμενο την εκδοχή της εφεσίβλητης, να προβεί στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, είχε πρόθεση να δωρίσει το επίδικο αυτοκίνητο στην εφεσίβλητη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε το πιο πάνω συμπέρασμα, στα ακόλουθα ευρήματα, στα οποία κατέληξε μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας:

·        Στην εξ’ αίματος σχέση των διαδίκων, η οποία παρά το βαθμό της, ήταν ιδιαίτερα στενή,

·        Στην τεράστια γενναιοδωρία που κατ’ επιλογήν του ο εφεσείων επεδείκνυε στους συγγενείς του και δη στην εφεσίβλητη και στο σύζυγο της,

·        Στην αυτόβουλη απόφαση του εφεσείοντα να καταβάλει το επίδικο ποσό παρά το ότι γνώριζε ότι η εναγόμενη αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα και δεν θα μπορούσε να του επιστρέψει τα χρήματα,

·        Στην παράλειψη να συμφωνηθεί ή έστω να συζητηθεί ουσιαστικά, ο τρόπος ή χρόνος αποπληρωμής και,

·        Στην μη επιστροφή οποιουδήποτε ποσού από την εφεσίβλητη για τέσσερα και πλέον χρόνια, σε συνδυασμό με την αδράνεια που επέδειξε ο εφεσείων καθ’ όλο αυτό το διάστημα στο να απαιτήσει οποιοδήποτε ποσό, και το έπραξε μόνο μετά που κλονίστηκαν οι μεταξύ τους σχέσεις.

Συνολική συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω στοιχείων, οδηγούν κατά την κρίση μας στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογο και ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδέποτε οι διάδικοι είχαν πρόθεση να συνάψουν δεσμευτική σύμβαση δανεισμού και ότι ο εφεσείων, είχε πρόθεση να δωρίσει το επίδικο αυτοκίνητο στην εφεσίβλητη.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €1.750,00 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.                  Μ. Τουμαζή, Δ.                  Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο