ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 41/2022)

 

18 Απριλίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Θ. Σ.

Εφεσείουσας

v.

Μ. Κ.

Εφεσίβλητου

-----------------------------

 

Αγγελίνα Χρ. Αναξαγόρου (κα) και Κάλλια Κίτσιου (κα) (ασκούμενη δικηγόρος) για Γεώργιος Ν. Τσίκκος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. 

Κύπρος Χ. Τούμπας για Τούμπας & Τούμπας ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο ο οποίος διαλύθηκε. Κατόπιν αίτησης του Εφεσιβλήτου για επίλυση περιουσιακών διαφορών, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε απόφαση υπέρ του και εναντίον της Εφεσείουσας βάσει του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 («ο Νόμος») για ποσό χρημάτων ύψους €28.232 που ο Εφεσίβλητος διέθεσε, σύμφωνα με εύρημα του Δικαστηρίου, για τη δημιουργία του φροντιστηρίου της Εφεσείουσας.

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό εταιρείας συμφερόντων της Εφεσείουσας, το ως άνω επιδικασθέν ποσό στο οποίο ο ίδιος δικαιούτο από τα χρήματα που οι διάδικοι έλαβαν ως δώρα γάμου.  Κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος «δάνεισε το μεγαλύτερο μέρος του μεριδίου του από τα λεφτά που πήραν από τον γάμο τους στην Καθ’ ης η αίτηση ως καταπιστευματοδόχος (trustee) για την ίδρυση και ή δημιουργία του φροντιστηρίου της».  

 

          Στην ανάλυση της νομικής πτυχής το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε στο Άρθρο 14 του Νόμου όπως έχει ερμηνευθεί στην Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1ΑΑΔ 179, απ’ όπου προκύπτει ότι σύζυγος δικαιούται σε απόδοση του μέρους της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου, το οποίο προέρχεται από δική του συμβολή. Εάν δηλαδή δεν αποδειχθεί αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά το κρίσιμο σε κάθε υπόθεση χρονικό σημείο,  τότε δεν μπορεί να πετύχει αίτηση για απόδοση μέρους της περιουσίας του άλλου συζύγου. Το όποιο δικαίωμα του ενός συζύγου σε απόδοση από την περιουσία του άλλου συζύγου είναι συνυφασμένο με την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.

 

          Όπως έχει επισημανθεί στην Παπαϊωάννου v. Παπαϊωάννου (2001) 1 ΑΔΔ 656, το ως άνω Άρθρο 14 του Νόμου αναπαράγει ουσιαστικά τα Άρθρα 1400 και 1401 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Α.Μ. v. Κ.Α., Έφεση Αρ.: 21/2020, 26/2/2024, έγινε μια επισκόπηση της νομολογίας αναφορικά με το πιο πάνω Άρθρο 14 και των συναφών θεμάτων που αναφύονται κατά την εφαρμογή του. 

 

      Στην παρούσα υπόθεση ιδιαίτερα σχετική είναι η απόφαση Γ.Μ.Β. v. T.A., Έφεση Αρ. 15/2020, 24/11/2022 όπου διευκρινίστηκε ότι:

 

 

«Στις υποθέσεις περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, αυτή ή αυτός που διεκδικεί, οφείλει να αποδείξει την αξία της επαύξησης της περιουσίας του άλλου και τη δική του συνεισφορά στην απόκτηση της…». (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

 

      Φαίνεται δε από την εν λόγω απόφαση ότι ο κρίσιμος χρόνος για την απόδειξη της αξίας της επαύξησης ήταν ο χρόνος της διάστασης.

 

          Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στον Εφεσίβλητο το ποσό που θεώρησε ότι του αναλογούσε από τα μετρητά που οι διάδικοι έλαβαν ως δώρα γάμου, το οποίο ποσό «δάνεισε» στην Εφεσείουσα. Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε συγγράμματα του ελληνικού δικαίου και στην Πολιτική Απόφαση Αρείου Πάγου Αρ. 1669/2013, 27/6/2013 από όπου συμπέρανε ότι το ελληνικό δίκαιο ερμηνεύτηκε ώστε «στην περίπτωση προβολής εκ μέρους του ενός συζύγου αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου οι δωρεές του ενός συζύγου προς τον άλλο σύζυγο αυξάνουν την περιουσία του δωρεοδόχου με τη συμβολή του δωρητή και συνυπολογίζονται στην τελική περιουσία του δωρεοδόχου συζύγου για τον προσδιορισμό της υποχρέωσης του προς απόδοση στον δικαιούχο του μέρους της αύξησης της περιουσίας του, που επήλθε με τη συμβολή του τελευταίου.» Αναφέρουμε ότι στην εν λόγω απόφαση, με δωρεά της ενάγουσας συζύγου αγοράσθηκε ακίνητο το οποίο εξακολουθούσε να αποτελεί περιουσία του εναγόμενου συζύγου κατά τον κρίσιμο χρόνο της λύσης του γάμου τους, και έτσι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αποφάσισε ότι αφού υπολογίστηκε σε χρήμα η αξία του κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπολογίστηκε και η συνεισφορά στην οποία δικαιούτο η ενάγουσα.

Προκύπτει από την πιο πάνω ελληνική απόφαση και συγγράμματα στα οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο όπως το Δικαστήριο προβεί σε εύρημα ως προς το ποια ήταν η αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τον κρίσιμο χρόνο, εν προκειμένω τον χρόνο της διάστασης των μερών.

 

 

 

          Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον Εφεσίβλητο και δέχτηκε την μαρτυρία του στο σύνολο της ως ορθή. Σύμφωνα με την παράθεση της εκδοχής του Εφεσιβλήτου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το ποσό που συνείσφερε για τη δημιουργία του φροντιστηρίου της Εφεσείουσας κατά τον μήνα τέλεσης του γάμου τους τον Απρίλιο του 2010, (ποσό που καθορίστηκε με εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε €28.232) σπαταλήθηκε μετέπειτα και πριν τη διάσταση τους, σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στις μονάδες κλιματισμού, στους διαδραστικούς πίνακες, στα μπογιατίσματα, στα έπιπλα και κάθε είδους κατασκευαστικά έργα για το εν λόγω φροντιστήριο. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι ο Εφεσίβλητος αντεξεταζόμενος δήλωσε ότι το εν λόγω φροντιστήριο ήταν ενοικιαζόμενο. Το φροντιστήριο σύμφωνα με τον ίδιο στοίχισε περίπου €120.000. Η διάσταση των διαδίκων επήλθε τον Ιανουάριο του 2014. Από την όλη μαρτυρία δεν προκύπτει ποια ήταν η θέση του Εφεσίβλητου ως προς την αξία της αύξησης της περιουσίας της Εφεσείουσας κατά τον χρόνο της διάστασης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να θεώρησε εσφαλμένα ότι η αύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας ήταν ίση με το ποσό που έλαβε ως δάνειο ή δωρεά από τον Εφεσίβλητο, χωρίς να λάβει υπόψη τη δαπάνη αυτού μέχρι την κρίσιμη ημερομηνία της διάστασης των διαδίκων.

 

          Φαίνεται από τα πιο πάνω ότι ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το εν λόγω ποσό ήταν δωρεά και θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στον καθορισμό της αύξησης της περιουσίας της Εφεσείουσας, εφόσον σύμφωνα με τον Εφεσίβλητο το ποσό σπαταλήθηκε με τον τρόπο που περιγράφεται πιο πάνω, ο Εφεσίβλητος δεν απέδειξε ως όφειλε ποια ήταν κατά την κρίσιμη ημερομηνία της διάστασης, η αύξηση της περιουσίας της Εφεσείουσας που είχε προέλθει από το εν λόγω ποσόν. Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία η δωρεά δεν αποδεικνύει από μόνη της αύξηση της περιουσίας. Αντιθέτως  συνυπολογίζεται με την υπόλοιπη αύξηση της περιουσίας η αξία της οποίας πάντα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή. Κάτι που παρέλειψε να πράξει ο Εφεσίβλητος στην παρούσα.  Ως εκ τούτου λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος απέδειξε την απαίτηση του βάσει του Άρθρου 14 του Νόμου.

 

          Εν όψει των πιο πάνω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν βρίσκει έρεισμα στον Νόμο. Σχετικοί με το ζήτημα αυτό είναι οι πρώτος και τρίτος λόγος έφεσης οι οποίοι επιτυγχάνουν.

 

          Σημειώνεται ότι η νομική πτυχή που ανέπτυξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορά τον Νόμο και, όπως προαναφέραμε, την ερμηνεία που δίδεται στο ελληνικό δίκαιο σε διάφορα συγγράμματα και στην πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε σχέση με τις δωρεές συζύγου και πώς επηρεάζουν το δικαίωμα σε απόδοση λόγω συνεισφοράς, δεδομένης βεβαίως πάντα της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε με σαφήνεια εάν τα χρήματα που κατέβαλε ο Εφεσίβλητος ήταν δωρεά ή δάνειο, ή το αντικείμενο καταπιστεύματος. Εν πάση περιπτώσει δεν αιτιολόγησε την απόφαση του στη βάση των αρχών που αφορούν τα καταπιστεύματα μεταξύ συζύγων.  Επομένως, οι λοιποί λόγοι έφεσης σχετικά με τις αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός σε δωρεά του Εφεσίβλητου και αφετέρου σε δανεισμό και καταπίστευμα, εν όψει της πιο πάνω διαπίστωσης μας καθώς και της επιτυχίας των δύο πιο πάνω λόγων έφεσης, δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.

 

          Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα €2.500 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσιβλήτου.  

 

 

 

                                                                    Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

                                                                    Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο