ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                     

                                                            (Ποινική Έφεση Αρ.: 67/24)

 

26 Απριλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

M. Νεοφύτου (κα), Δ. Τσολακίδης, Α. Αντωνίου και Χ. Χριστοφόρου, για Εφεσείοντα           
Π. Βαρνάβα, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

         

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει ο Πικής Δ. και με αυτήν συμφωνεί και η Παπαδοπούλου Δ. Ο Χαραλάμπους, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφία)

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για την εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 4), και για την μεταφορά και χρήση πυροβόλου όπλου κατηγορίας Γ8 (κυνηγετικού) χωρίς ειδική άδεια κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι κατά παράβαση των Άρθρων 28(2) και 51 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 2004 (113(Ι)/2004) (κατηγορίες 2 και 3). Αρχικά αντιμετώπιζε κατηγορία απόπειρας φόνου κατά παράβαση του Άρθρου 214(α) του Κεφ. 154, η οποία διακόπηκε μετά από αναστολή ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και προστέθηκε η 4η κατηγορία. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2,5 ετών για την εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, και ενός έτους για την παράνομη μεταφορά και χρήση κυνηγετικού όπλου.

 

        Ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβαλλόταν ως έκδηλα υπερβολική η ποινή φυλάκισης των 2,5 ετών απεσύρθη.  Παραμένει προς εξέταση μόνον ο δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά τη μη αναστολή εκτέλεσης των επιβληθεισών ποινών φυλάκισης. Για την Εφεσίβλητη παρουσιάστηκε ενώπιον μας ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος έχοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος και την κατάσταση της υγείας του μετά τη φυλάκιση, δήλωσε ότι «δεν προτιθέμεθα να φέρουμε ένσταση και θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και αναστολή της ποινής φυλάκισης». Ως εκ τούτου δεν καταχωρίστηκε διάγραμμα αγόρευσης από την Εφεσίβλητη και δεν υπήρξε αντίλογος στον δεύτερο λόγο έφεσης. Η εν λόγω θέση της Εφεσίβλητης με κανένα τρόπο δεν επηρεάζει την εξουσία αλλά και υποχρέωση του Εφετείου, να ελέγξει κατά πόσο η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης, ασκήθηκε εντός του ορθού νομικού πλαισίου με βάση τα ενώπιον του γεγονότα.

 

Με την έφεση δεν αμφισβητείται η ορθότητα των γεγονότων διάπραξης των αδικημάτων ως καταγράφονται στην απόφαση επιβολής ποινής. Παρά ταύτα διεξήλθαμε των γεγονότων, περιλαμβανομένων των διευκρινίσεων οι οποίες ζητήθηκαν από Κακουργοδικείο, για σκοπούς εξέτασης του εναπομείναντος λόγου έφεσης.

 

Εν συντομία τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως. Στις 11.6.2023, μετά που ο Εφεσείων διαπίστωσε ότι υπήρχε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος στην οικία του, πήρε το κυνηγετικό του όπλο (ΔΟΚΟ) με ένα φυσίγγιο και μετέβη προς το σημείο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Προχωρώντας σε κάποια απόσταση είδε ένα άγνωστο άντρα να βρίσκεται εντός της περιουσίας του και να τυλίγει σύρμα του ρεύματος. Του φώναξε «ήντα που κάμνεις δαμέ (sic) ρε κουμπάρε», οπόταν είδε τον άγνωστο άντρα να γυρίζει προς το μέρος του κρατώντας κάτι στα χέρια του μεγέθους 20 πόντων, το οποίο δεν πρόλαβε από τον φόβο του να καταλάβει τι ήταν και εσφαλμένα ένιωσε ότι απειλείτο. Ο άγνωστος άντρας δεν έκανε κίνηση προς το μέρος του. Αμέσως έσκυψε, γέμισε το όπλο και στη συνέχεια πυροβόλησε το θύμα πισώπλατα ενώ αυτό βρισκόταν σε θέση φυγής. Τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν σε διάστημα δευτερολέπτων. Ο πυροβολισμός έγινε από κάποια απόσταση την οποία ο Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει. Ότι το θύμα πυροβολήθηκε πισώπλατα είναι αυτόδηλο και ως εκ της φύσης των τραυματισμών του, ήτοι στη ράχη και στους γλουτούς. Σε διευκρινίσεις του Κακουργοδικείου επί των γεγονότων η συνήγορος του Εφεσείοντος συμφώνησε ότι «την ώρα που πυροβόλησε το θύμα είχε γυρίσει την πλάτη για να φύγει». Επομένως τη στιγμή που ο Εφεσείων πάτησε τη σκανδάλη του όπλου για να πυροβολήσει, το θύμα είχε ήδη γυρίσει τη πλάτη του για να φύγει. Όπως αναφέρεται στην απόφαση (απόσπασμα της οποίας παρατίθεται κατωτέρω) τη στιγμή του πυροβολισμού η απειλή την οποία (εσφαλμένα) αισθάνθηκε ο Εφεσείων από το θύμα, η οποία τον οδήγησε να οπλίσει το κυνηγετικό του όπλο, είχε ήδη εκλείψει. Εντούτοις πάτησε τη σκανδάλη και πυροβόλησε το θύμα πισώπλατα με πρόθεση να του επιφέρει βαριά σωματική βλάβη.

 

 Σε τέσσερεις άλλες περιπτώσεις πριν το επίδικο συμβάν, σε διάστημα μερικών βδομάδων, άγνωστα άτομα είχαν εισέλθει στην οικία του Εφεσείοντος και στον περίγυρο αυτής, κλέβοντας καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος, για το οποίο ο Εφεσείων ειδοποίησε τις αρμόδιες αρχές. Τούτο είχε δημιουργήσει στον Εφεσείοντα συναισθηματική φόρτιση.

 

Μετά το επίδικο περιστατικό περί ώρα 19:00, o Εφεσείων κάλεσε τηλεφωνικώς τον Αστυνομικό Σταθμό Λάνιας αναφέροντας ότι εντόπισε άγνωστο πρόσωπο να κλέβει καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος, έριξε πυροβολισμό στον αέρα (το οποίο ήταν αναληθές) και το πρόσωπο αυτό τράπηκε σε φυγή. Αργότερα, περί ώρα 21:35, το θύμα εντοπίστηκε τραυματισμένο από τον γιό και εγγονό του Εφεσείοντος σε απόσταση περί τα 300 μέτρα μακριά από την περιουσία του Εφεσείοντος. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και ασθενοφόρο το οποίο μετέβη στη σκηνή, παρέλαβε τον τραυματία μεταφέροντας τον στο Τ.Ε.Π.Α. του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Σύμφωνα με ιατρική έκθεση έφερε πολλαπλά τραύματα από πυροβόλο όπλο στη ράχη και στους γλουτούς, ενώ διαπιστώθηκε αιμοπνευμονοθώρακας οξέως, εκτεταμένο υποδόριο αιμάτωμα και κάκωση σπλήνας. Ακολούθως μεταφέρθηκε στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο «MEDITERRANEAN», όπου υποβλήθηκε σε επείγουσα χειρουργική επέμβαση. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για νοσηλεία. Ανάρρωσε ομαλώς χωρίς να υπάρξει μόνιμη βλάβη ή κατάλοιπα από τον τραυματισμό του.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του Εφεσείοντος υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης, η συνήγορος του επανέλαβε τα όσα έθεσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Επιπρόσθετα έκανε λόγο για επιδείνωση της κατάστασης υγείας του μετά την φυλάκιση. Κατά την εισήγηση της δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η αναστολή των ποινών φυλάκισης ένεκα (α) των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος καθότι ενήργησε υπό το κράτος φόβου νομίζοντας εσφαλμένα ότι απειλήθηκε από το θύμα, (β) της συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και την άμεση παραδοχή στις κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε, δεικνύουσα την έμπρακτη του μεταμέλεια, (γ) το λευκό του ποινικό μητρώο, (δ) τον πρότερο του έντιμο βίο και καλό χαρακτήρα, (ε) την προχωρημένη του ηλικία (83 ετών), και (στ) τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει.

 

Σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία παρουσιάστηκαν πρωτοδίκως, παρακολουθείται τακτικά σε καρδιολογικό ιατρείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, χρόνιας κολπικής μαρμαρυγής, ανευρύσματος θωρακικής αορτής, υπερλιπιδαιμίας, αρτηριακής υπέρτασης και λαμβάνει τη μέγιστη φαρμακευτική αρωγή. Παρακολουθείται επίσης στα εξωτερικά ιατρεία του νεφρολογικού τμήματος συγκεκριμένου Νοσοκομείου λόγω χρόνιας Νεφρικής Νόσου Σταδίου ΙΙΙ.

 

Είναι η θέση της συνηγόρου του ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε τη δέουσα σημασία και βαρύτητα στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, τα οποία θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αναστολή των ποινών φυλάκισης.

 

Μετά την επιβολή ποινής, ο Εφεσείων νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού από τις 8.3.2024 μέχρι τις 22.3.2024. Στο εξιτήριο το οποίο τέθηκε ενώπιον μας, αναφέρεται ότι προσήλθε λόγω περιστροφικού τύπου ζάλης και θάμβους οράσεως διάρκειας 2 λεπτών κατά την έγερση σε όρθια θέση. Στις οδηγίες εξόδου αναφέρεται ότι (1) λόγω ανευρύσματος θωρακικής αορτής επιβάλλεται αυστηρή καταμέτρηση αρτηριακής πίεσης και λήψη αντιυπερτασικής αγωγής και διατήρηση συστολικής αρτηριακής πίεσης μικρότερης του 130 mmHg, (2) καρδιολογική παρακολούθηση, (3) ψυχολογική υποστήριξη, (4) επαρκής ενυδάτωση και σίτιση, (5) αγγειοχειρουργική παρακολούθηση στενώσεων καρωτίδων. Επίσης, σύμφωνα με κλινική ψυχολόγο με την οποία συναντήθηκε κατά τη νοσηλεία, διαπιστώθηκαν συναισθήματα άγχους, ανησυχίας, λύπης και δυσκολίας έλευσης ύπνου με την επιβολή της ποινής καθώς και φόβου σχετικού με τις συνθήκες διαβίωσης στο περιορισμένο περιβάλλον της φυλακής.

 

Στο στάδιο των αγορεύσεων πληροφορηθήκαμε από τη συνήγορο του Εφεσείοντος ότι από τις 28.3.2024, βρίσκεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για καρδιολογική παρακολούθηση λόγω αρρυθμίας της καρδίας. Επίσης από την επιβολή της ποινής φυλάκισης ο Εφεσείων κρατείται στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού ώστε να γίνεται καταμέτρηση της αρτηριακής του πίεσης, το οποίο όπως μας λέχθηκε μπορεί μεν να γίνει στις Κεντρικές Φυλακές αλλά είναι δυσχερέστερο το βράδυ μετά τις 8:00μ.μ. Οι θέσεις αυτές δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς της Εφεσίβλητης.

 

Προτού εξετάσουμε το θέμα της αναστολής των ποινών φυλάκισης, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε εν συντομία στους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επιβεβλημένη την ποινή της φυλάκισης εν όψει της σοβαρότητας  και συνθηκών διάπραξης του αδικήματος της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, με τα διάφορα ελαφρυντικά και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος να επηρεάζουν μόνο το ύψος της ποινής. Όλα τα πιο πάνω στοιχεία συνεκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εκ νέου κατά την εξέταση του θέματος της αναστολής των ποινών φυλάκισης, ως επιβάλλει η νομολογία, με σημαντικό ερώτημα κατά πόσο η αναστολή θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Το αδίκημα της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, είναι από τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικά (βλ. Πίσκοπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342). Διαφέρει ουσιωδώς από άποψη σοβαρότητας με το αδίκημα της παράνομης πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, καθότι περιέχει ως πρόσθετο συστατικό στοιχείο, πέραν της παράνομης πράξης, την ηθελημένη πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα. Τούτο αντανακλάται στο ύψος της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής, η οποία είναι η δια βίου φυλάκιση (βλ. Achraf κ.α. v. Αστυνομίας, Π.Ε. 156/21 ημερ. 15.4.2022, ECLI:CY:AD:2022:B154). Ανάλογο αδίκημα υπάρχει στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του Άρθρου 18 του Offences Against the Person Act 1861 (βλ. Archbold 2015, παρ. 19-251, 19-264, 19-265).

 

Η αυστηρή ποινολογική μεταχείριση η οποία επιβάλλεται για το αδίκημα του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα υπογραμμίζεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 8.3.2022, με ενδεικτική αναφορά σε νομολογία. Αναφέρεται ότι δυστυχώς τα «αδικήματα που στρέφονται εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, όχι μόνον δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας κάτι που δικαιολογεί την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών» (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ., 577, Abunazha  v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ., 551, και Hamisi  Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 235/13 και 236/13, απόφαση ημερ. 5.10.2016). 

 

Εκεί όπου η φύση του εγκλήματος καθιστά αναγκαία την επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να εξουδετερώνει το στοιχείο της αποτροπής (βλ. μεταξύ άλλων, Αστυνομία ν. Βακανά, Ποιν. Έφ. 173/2020, ημερ. 20.5.2021, ECLI:CY:AD:2021:B200, Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 134, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132).

 

Σχετικά με τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τη διάπραξη του εγκλήματος στην παρούσα υπόθεση, σημαντική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Κακουργοδικείου:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, όμως, εκείνο το οποίο προβάλλεται από την υπεράσπιση είναι ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ότι, αν και λανθασμένα, ο κατηγορούμενος ενέργησε υπό κράτος φόβου και απειλής ένεκα του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο βράδυ κατά το οποίο υπήρχε εκ νέου διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος μόλις εντόπισε το θύμα να βρίσκεται στην αυλή του και αφού θεώρησε ότι το είδε να κρατά κάτι, ως ανωτέρω αναφέρθηκε και να γυρίζει προς το μέρος του (χωρίς να κάνει οποιαδήποτε κίνηση στο να κατευθυνθεί προς αυτόν), τοποθέτησε το φυσίγγιο στο όπλο που ήδη πήρε πριν να βγει από το σπίτι του και σε δευτερόλεπτα το πυροβόλησε.

 

Όσον και αν λαμβάνουμε υπόψη τα πιο πάνω αλλά και το τί προηγήθηκε τις προηγούμενες ημέρες, καθώς την ηλικία του κατηγορούμενου και ότι ήταν νύκτα, η ενέργεια του κατηγορουμένου αντικειμενικά δεν δικαιολογείται. Όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα το θύμα τη δεδομένη στιγμή ήταν απλά επεμβασίας στην περιουσία του κατηγορούμενου και δεν δικαιολογείτο ούτε χρειαζόταν η οποιαδήποτε άσκηση βίας εναντίον του για το γεγονός αυτό και μόνο. Άλλωστε δεν είναι, ούτε αυτή η θέση που προβάλλει η υπεράσπιση για να δικαιολογήσει την πράξη και ενέργεια του κατηγορουμένου, ούτε ότι επιχείρησε να προστατεύσει την περιουσία του.

 

Εκείνο το οποίο προβάλλεται κατ' ουσία, πέραν των όσων προηγήθηκαν στην περιουσία του κατηγορούμενου, είναι ότι όταν εντόπισε το θύμα, εκείνο ήταν σκυφτό, σηκώθηκε πάνω, θεώρησε ότι κρατούσε κάτι και απειλείτο (λανθασμένα) και μέχρι να οπλίσει το θύμα γύρισε για να φύγει, ήταν σε θέση φυγής, όπως μας λέχθηκε και τότε ο κατηγορούμενος το πυροβόλησε. Όπως και να ειδωθούν τα γεγονότα και αν ακόμη συνυπολογίσουμε την ηλικία του κατηγορούμενου και τα όσα μας τέθηκαν για να δικαιολογήσουν ή καλύτερα να μετριάσουν τη σοβαρότητα της πράξης αυτής, αυτά έχουν μειωμένη σημασία και πόρρω απέχουν από την αντίδραση που θα έπρεπε να επιδειχθεί τη δεδομένη στιγμή. Τονίζεται και επαναλαμβάνεται ότι σε κάθε περίπτωση, το θύμα, κατά την ώρα που ο κατηγορούμενος το πυροβολεί, ήταν σε θέση φυγής και δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίζει, έστω και με βάση τα όσα αναφέρθηκαν εκ μέρους του, να τον θεωρεί ως απειλή».

(Υπογράμμιση δική μας)

 

Με βάση το Αγγλικό κοινοδίκαιο ο ιδιοκτήτης περιουσίας μπορεί να χρησιμοποιήσει βία η οποία δεν υπερβαίνει τα όρια του ευλόγως αναγκαίου υπό τις περιστάσεις για να προστατεύσει τον εαυτό του ή την περιουσία του (βλ. Archbold 2021, παρ. 19-42, Russell on Crime, 12η έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 680 – 683). Ακόμη και αν ο σκοπός του Εφεσείοντος τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν η προστασία του ιδίου ή της περιουσίας του, η χρήση κυνηγετικού όπλου κατά του επεμβασία σαφώς υπερέβαινε τα όρια του ευλόγως αναγκαίου. Τοσούτο δε μάλλον η ρίψη πυροβολισμού κατά του θύματος ενόσω βρισκόταν σε θέση φυγής, με πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί το Κακουργιοδικείο σε άλλο σημείο της απόφασης, από τη στιγμή που ο Εφεσείων αποφάσισε να εξέλθει της οικίας του κρατώντας κυνηγετικό όπλο και φυσίγγιο ήταν πολύ εύκολο πλέον «σε περίπτωση που υπήρχε επεισόδιο να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο δυσανάλογο ή μη λελογισμένο» (βλ. R v. Hastings [2003] EWCA Crim 3730). Η χρήση κυνηγετικού όπλου για την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στο θύμα αποτελούσε επιβαρυντικό παράγοντα.

 

Συμφώνως της νομολογίας η μεγάλη ηλικία του αδικοπραγούντος λειτουργεί ως μετριαστικός παράγοντας. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη ότι ο χρόνος για το ηλικιωμένο άτομο είναι πολυτιμότερος και η επιβολή ποινής φυλάκισης δυσμενέστερη, ένεκα της μειωμένης προσδοκίας ζωής. Σε τέτοια περίπτωση πρέπει να διατηρείται «φως στην άκρη της σήραγγας» για το ηλικιωμένο άτομο (βλ. R v. Lucas, R v. Walsh (2000) All E.R. CD 3, R v. Archer [2007] EWCA 536). Όμως για αδικήματα σοβαρής μορφής, οι προσωπικές περιστάσεις και η μεγάλη ηλικία δεν μπορούν να έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθότι διαφορετικά τα Δικαστήρια θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα σε άτομα ορισμένης ηλικίας, εξουδετερώνοντας τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδης Χρίστου, Ποιν. Έφ. 20/2015, ημερ. 6.11.2017). Όπως τονίστηκε στη Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 176/18, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4: «Όπου το στοιχείο της αποτροπής προβάλλει έντονα, οι προσωπικές περιστάσεις, ακόμη και η ηλικία δεν μπορούν να έχουν ουσιαστική σημασία».  

 

Τα οποιαδήποτε προβλήματα υγείας του καταδικασθέντος δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο για τη μη επιβολή ποινής φυλάκισης σε σοβαρά ποινικά αδικήματα όπου προέχει το στοιχείο της αποτροπής (βλέπε AttorneyGeneral v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93, Asoltanei ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 742, Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 28/14, ημερ. 24.2.2014). Εάν οι προσωπικές περιστάσεις του καταδικασθέντος είναι εξαιρετικές, τότε μπορούν να επενεργήσουν ως ελαφρυντικός παράγοντας ο οποίος δικαιολογεί μείωση της ποινής φυλάκισης. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις υφίστανται αν λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας η φυλάκιση θα προκαλέσει στον καταδικασθέντα ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού (βλ. Zewar (1990) 2 A.A.Δ. 384, Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021).

 

Από την άλλη, όπως υποδεικνύεται στη Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1186, τα προβλήματα υγείας των κρατουμένων μπορούν να αντιμετωπιστούν από το σωφρονιστικό ίδρυμα όπου παρέχεται τέτοια δυνατότητα. Στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 223/19, ημερ. 8.4.2020, λέχθηκε ότι οι αρχές των Φυλακών θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα και ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διαφύλαξη της υγείας των κρατουμένων. Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογία για φυλακισθέντα πρόσωπα. Στην AttorneyGeneral v. Mavrokefalos (ανωτέρω) όπου κρίθηκε επιβεβλημένη η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης αντί προστίμου, λέχθηκε ότι σε περίπτωση που η κατάσταση υγείας του Εφεσείοντος καθιστούσε αναγκαία τη νοσηλεία του, όλα τα αναγκαία μέτρα θα λαμβάνονταν από τη Διεύθυνση των Φυλακών προς αυτή την κατεύθυνση (βλ. και Alexandrou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 165, Voudaskas v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 109, Tsiolis v. The Police (1981) 2 C.L.R. 231, Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373). Κάτι το οποίο διαφάνηκε και στην πράξη στην παρούσα περίπτωση, όπου στον Εφεσείοντα παρέχεται κάθε απαραίτητη ιατρική βοήθεια.

 

Παρότι τα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντος δεν θεωρήθηκαν ότι συνιστούν εξαιρετική περίσταση ή ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη Διεύθυνση των Φυλακών, εντούτοις λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής σε συνάρτηση με την προχωρημένη του ηλικία, τον πρότερον έντιμο του βίο και τους λοιπούς μετριαστικούς παράγοντες, οδηγώντας σε μείωση του ύψους της ποινής φυλάκισης, η οποία άλλως πως θα ήταν πολύ αυστηρότερη. Ορθά δε κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι εν όψει της σοβαρότητας του αδικήματος και των περιστάσεων διάπραξης του, «οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από αυτή της φυλάκισης θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου».

 

Στρεφόμενοι τώρα στην εξέταση του αντικειμένου της έφεσης.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης διέπεται από τον περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (95/1972). Η εν λόγω εξουσία αφορά οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Συμφώνως του Άρθρου 3(2): «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

Οι παράγοντες και κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση ζητήματος αναστολής της ποινής φυλάκισης αναλύθηκαν στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

(Υπογράμμιση δική μας)

(βλ. και Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/17, ημερ. 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μυλωνά, Ποιν. Έφ. 65/2017, ημερ. 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537).

 

Η εξουσία του Εφετείου να επέμβει σε ποινή φυλάκισης πηγάζει από το Άρθρο 145(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Οι αρχές βάσει των οποίων ασκείται η εξουσία αυτή, επαναλαμβάνονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5.10.2016:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η  έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2015  και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779»».

 

 

Στη Δημοκρατία ν. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 168/16, ημερ. 19.4.2018, αναφέρεται ότι η απόφαση για αναστολή της ποινής φυλάκισης ανάγεται στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην απουσία οποιουδήποτε σφάλματος αρχής δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιορδάνους κ.α., Ποιν. Έφ. 222/17, ημερ. 9.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B133). Όπως υπογραμμίζεται στην Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Έφ. 92/17, ημερ. 19.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:D324:

 

«Το θέμα της αναστολής παραμένει πρωτίστως εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο οφείλει να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες, έχοντας υπόψη την εγκληματική συμπεριφορά του αδικοπραγούντος από τη μια και τις προσωπικές του περιστάσεις από την άλλη.

Η ευχέρεια που παρέχει ο Νόμος για αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ευρεία, με το εκδικάζον Δικαστήριο να έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930), περιλαμβανομένης της επιλογής για αναστολή της εκτέλεσής της. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός αν αυτό έχει υποπέσει σε λανθασμένη κρίση στη βάση της λογικής και των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας, (Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 168/2016, ημερομηνίας 19.4.2018, Κ.Π. ν. Αστυνομίας ECLI:CY:AD:2014:B426, Ποιν. Εφ. 207/13, ημερομηνίας 25.6.2014), ECLI:CY:AD:2014:B426».

 

(βλ. και Αστυνομία ν. Μ.Ι. Μιχαήλ, Ποιν. Έφ. 78/19, ημερ. 15.10.2020).

 

Το περιορισμένο πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην εν λόγω διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου επισημαίνεται και στη Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021:

 

«Πεδίο για επέμβαση από το εφετείο, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναστολή ή όχι ποινής φυλάκισης, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27).  Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου».

 

Όπως δε λέχθηκε υπό του Οικονόμου Δ., στην Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

 

«Το έργο δε του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται σε περίπτωση που διαπιστώνονται σφάλματα αρχής και δεν είναι ο ρόλος του να υποκαταστήσει την κρίση του αρμοδίου Δικαστηρίου επί υποκειμενικής αντίληψης».

(Έμφαση δική μας)

 

Εν προκειμένω οι λόγοι για τους οποίους το Κακουργιοδικείο έκρινε ως μη δικαιολογημένη την αναστολή των ποινών φυλάκισης, περιέχονται στο κάτωθι απόσπασμα της απόφασης:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και έχουν αναλυθεί και εξηγηθεί ανωτέρω. Επαναλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο το θύμα, το οποίο εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς. Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου την θεώρηση του κατηγορουμένου, δηλαδή ότι ενέργησε υπό κράτος φόβου και απειλής, κάτι το οποίο όμως αντικειμενικά δεν δικαιολογείτο και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι λανθασμένα ενέργησε. Λάβαμε επίσης υπόψη και το γεγονός ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε πέσει θύμα κλοπής και ότι το συγκεκριμένο βράδι, όταν υποψιάστηκε ότι θα γινόταν το ίδιο, μετά τη διακοπή ρεύματος που αντιλήφθηκε στο υποστατικό του, εξήλθε για να διαπιστώσει τί γινόταν. Το τί επακολούθησε όμως πόρρω απέχει από τη συμπεριφορά που θα έπρεπε να επιδειχθεί υπό τις περιστάσεις. Τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποφάσισε να εξέλθει του υποστατικού του οπλισμένος, δηλαδή κρατώντας το κυνηγετικό του όπλο και φυσίγγιο. Στην ουσία ο κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα από κάποια απόσταση, με τα τραύματα του να είναι στην πλάτη και στους γλουτούς, όταν το εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, χωρίς να προηγηθεί ο,τιδήποτε το ουσιώδες και ενώ το θύμα ήταν σε θέση φυγής.

Δεν παραγνωρίζουμε το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου σε συνδυασμό με την ηλικία του καθώς επίσης το χαρακτήρα του. Ότι δηλαδή πρόκειται για οικογενειάρχη με προσφορά στην πατρίδα και στα κοινά και ότι δεν αναφύεται από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, να αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία ή καλύτερα να είναι ορατό το ενδεχόμενο να διαπράξει εκ νέου αδίκημα. 

Υπόψη μας επίσης λάβαμε και τις υπόλοιπες προσωπικές του συνθήκες και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Ειδικότερα λάβαμε υπόψη την προχωρημένη ηλικία του, όμως, έχουμε αναφερθεί ανωτέρω για τον τρόπο που αυτό το γεγονός λαμβάνεται υπόψη. Έχουμε ενδιατρίψει στα ιατρικά πιστοποιητικά που μας έχουν παρατεθεί και λαμβάνουμε υπόψη μας την κατάσταση της υγείας του. Προκύπτει αυτός να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας, ως περιεγράφηκαν ανωτέρω, όμως, δεν είναι τέτοιας φύσεως που να μπορεί να λεχθεί ότι είναι τέτοιας σοβαρότητας που δεν μπορούν αντιμετωπιστούν από τις Φυλακές (βλ. Μαληκκίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 223/2019, ημερομηνίας 8.4.2020, Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22). Δεν μας τέθηκε άλλωστε και μια τέτοια θέση από την υπεράσπιση. Σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει αυτά (τα προβλήματα υγείας) να αποτελούν μια εξαιρετική και σοβαρή κατάσταση (βλ. χχχ Κώστα v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξης τους και όλα τα ελαφρυντικά και, ιδιαίτερα, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ισοζυγίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Η φύση του αδικήματος της 4ης κατηγορίας και οι περιστάσεις διάπραξης του είναι ιδιαίτερα σοβαρές και παρά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Τυχόν αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω ποινών φυλάκισης θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιου είδους συμπεριφορές και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου και τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

(Υπογράμμιση δική μας).

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση η οποία είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο θα επέτρεπε τη δική μας παρέμβαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη και στάθμισε προσεκτικά όλους τους σχετικούς παράγοντες εντός των καθορισμένων νομολογιακών παραμέτρων. Τα όσα αναφέρονται για τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων ανταποκρίνονται ορθά στα όσα τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου. Η επιείκεια του εξαντλήθηκε στη μείωση του ύψους της ποινής φυλάκισης. Η αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα έδινε λανθασμένα μηνύματα, εξουδετερώνοντας τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής.

 

Κατ’ έφεση τέθηκαν ενώπιον μας και προβλήματα υγείας τα οποία ο Εφεσείων αντιμετώπισε μετά την επιβολή ποινών φυλάκισης, στα οποία αναφερθήκαμε στην αρχή της απόφασης μας. Δεν υπήρξε παράπονο από πλευράς του Εφεσείοντος για μη παροχή της αναγκαίας ιατροφαρμακευτικής αγωγής, φροντίδας και νοσηλείας από τη Διεύθυνση Φυλακών, η οποία φαίνεται να υπήρξε πλήρης.

 

Τέτοια προβλήματα υγείας μπορούν να ληφθούν υπόψη κατ’ έφεση. Άμεσα σχετική είναι η Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, όπου γίνεται επισκόπηση της νομολογίας αφορώσα την προσέγγιση του Εφετείου σε περιπτώσεις επιδείνωσης της κατάστασης υγείας του Εφεσείοντος μετά την καταδίκη του (βλ. και Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)).

 

Στην Barhouch v. Republic (1987) 2 C.L.R. 245, διαπιστώθηκε κατ΄έφεση ότι η ζωή της Εφεσείουσας διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο μετά την σοβαρή επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής της υγείας. Υπέφερε από κατάθλιψη, είχε τάσεις αυτοκτονίας και παρουσίασε όγκο στο στήθος για τον οποίο υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν κακοήθης και αρνείτο λόγω κατάθλιψης να υποβληθεί στην αναγκαία χειρουργική επέμβαση για βιοψία του όγκου. Λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων της υπόθεσης και ως ένδειξη ευσπλαχνίας (mercy), η ποινή της μειώθηκε ανάλογα κατ’ έφεση ώστε να καταστεί δυνατή η άμεση αποφυλάκιση της.

 

Στη Mohamed Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384, το γεγονός ότι ο Εφεσείων χρησιμοποιούσε πατερίτσες λόγω αδυναμίας στο βάδισμα, είχε ακράτεια ούρων και βρισκόταν σε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θεωρήθηκε ως εξαιρετική περίσταση η οποία δικαιολογούσε τη μείωση της ποινής φυλάκισης από 4,5 σε 3,5 έτη.

 

Στην Adli Yousef El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536, προτού ο Εφεσείων έπασχε από οφθαλμική νόσο η οποία του είχε στερήσει την όραση στο δεξί μάτι. Το αριστερό μάτι βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση αλλά και αυτό παρουσίαζε εκφυλιστικές αλλοιώσεις. Ενόσω εξέτιε την ποινή φυλάκισης και παρά την υποβολή σε θεραπεία στο εξωτερικό, η κατά 50% όραση στο αριστερό μάτι που διαπιστώθηκε το 1990, έφθασε στο ποσοστό 70%-80%, ενώ έπασχε από «κρίσεις άγχους και κεφαλαλγίες, λόγω οφθαλμικής νόσου». Το εν λόγω ιστορικό υγείας θεωρήθηκε ως εξαιρετική περίσταση, η οποία, σε συνάρτηση με τον περιορισμένο του ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων και τη συνεργασία του με τις αστυνομικές αρχές οδηγώντας σε σύλληψη άλλων εμπλεκομένων ατόμων, οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 3 και 2 χρόνων, μειώθηκαν σε 2 χρόνια και 18 μήνες αντίστοιχα.

 

Στην Κhalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, μετά τον εγκλεισμό του Εφεσείοντος στις φυλακές διαπιστώθηκε ότι πάσχει από ηπατίτιδα Β και λόγω της φύσης της ασθένειας βρισκόταν συνέχεια στην απομόνωση. Το γεγονός αυτό κρίθηκε ότι συνιστούσε ελαφρυντικό παράγοντα λόγω του ασυνήθιστου βαθμού ταλαιπωρίας που δημιουργούσε στον Εφεσείοντα, δικαιολογώντας τη μείωση της ποινής φυλάκισης από 12 σε 9 μήνες. Στην απόφαση γίνεται παραπομπή σε σχετική Αγγλική νομολογία (βλ. R. v. Leatherbarrow [1992] 13 Cr. App. R. (S) 632, R. v. Bernard [1997] 1 Cr. App. R. (S) 135 και R. v. Green [1992] 13 Cr. App. R. (S) 613). Η ίδια Αγγλική νομολογία ακολουθείται και στη Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 144.

 

Πιο πρόσφατα στην Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021, τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, οδήγησαν σε μείωση ποινής φυλάκισης από 4 σε 2 έτη. Σύμφωνα με ιατρική μαρτυρία ο Εφεσείων έπασχε από ομόζυγο Β-Μεσογειακή Αναιμία και υποβαλλόταν σε τακτικές μεταγγίσεις αίματος, παρουσίαζε σοβαρού τύπου οστεοπόρωση, εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης και αυξημένες διαστάσεις των καρδιακών κοιλοτήτων.  Ταλαιπωρείτο δε λόγω των συχνών μεταγγίσεων και την αποσιδήρωση και παραπονείτο για πόνους στον σπόνδυλο, αδυναμία και φουσκωμένη κοιλιά. Τα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντος δεν κρίθηκαν ως τέτοιας σοβαρότητας που να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη Διεύθυνση των Φυλακών, πράγμα το οποίο θα καθιστούσε την ποινή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση εν τη εννοία του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και Άρθρου 8 του Συντάγματος, δημιουργώντας υποχρέωση για άμεση απελευθέρωση του φυλακισθέντος. Θεωρήθηκαν όμως ως εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις λόγω του ασυνήθιστού βαθμού ταλαιπωρίας στην οποία υπόκειτο λόγω του εγκλεισμού του στις Κεντρικές Φυλακές, δικαιολογώντας περαιτέρω μείωση της ποινής φυλάκισης. Όχι όμως την αναστολή της. Απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο έφεσης, το Εφετείο επισήμανε ότι τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης «θα έδινε το λανθασμένο μήνυμα και θα εξουδετέρωνε την ανάγκη για αποτρεπτική λειτουργία της ποινής».

 

Από την ως νομολογία προκύπτει ότι τα προβλήματα υγείας του αδικοπραγούντος σε περιπτώσεις σοβαρών ποινικών αδικημάτων δύνανται να οδηγήσουν  σε  μείωση αλλά όχι σε αναστολή της ποινής φυλάκισης, νοουμένου ότι αυτά είναι τέτοιας μορφής που προκαλούν στον αδικοπραγούντα ασυνήθιστού βαθμού ταλαιπωρία.

 

Ανάλογη είναι η θέση τις Αγγλικής νομολογίας, η οποία μάλιστα υιοθετείται σε ορισμένες από τις πιο πάνω αποφάσεις (βλ. Khalife (ανωτέρω), Σοφοκλέους (ανωτέρω).  Η κύρια αυθεντία είναι η R v. Bernard (1997) 1 Cr. App. R. (S) 135, όπου ο Εφεσείων υπέφερε από στένωση του οισοφάγου η οποία του δημιουργούσε προβλήματα στη κατάποση, διαβήτη και υπέρταση. Αυτές οι συνθήκες επιδεινώθηκαν λόγω δυσκολιών σχετιζόμενων με τη φυλάκιση και ο Εφεσείων διέτρεχε κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Κατ’ έφεση η ποινή φυλάκισης μειώθηκε από 5 έτη σε 3,5 έτη. Το Αγγλικό Εφετείο μετά από ανασκόπηση της νομολογίας αφορώσα τη σχετικότητα της κακής κατάστασης της υγείας του καταδικασθέντος στον καθορισμό της ποινής, αναφέρθηκε σε τέσσερεις αρχές οι οποίες προκύπτουν από τις αποφάσεις, σελ. 138, 139:

 

“(i) A medical condition which may at some unidentified future date affect either life expectancy or the prison authorities’ ability to treat a prisoner satisfactorily may call into operation the Home Secretary’s powers of release by reference to the Royal Prerogative of mercy or otherwise but it is not a reason for this Court to interfere with an appropriate sentence (Archibald Moore);

(ii) the fact that the offender is an HIV positive, or has a reduced life expectancy, is not generally a reason which should affect sentence (Archibald Moore and Richard Moore);

(iii) a serious medical condition, even when it is difficult to treat in prison, will not automatically entitle an offender to a lesser sentence than would otherwise be appropriate (Wynne);

(vi) an offender’s serious medical condition may enable a court, as an act of mercy in the exceptional circumstances of a particular case, rather than by virtue of any general principle, to impose a lesser sentence than would otherwise be appropriate.”

(Υπογράμμιση δίκη μας)

 

Σημαντική θεωρούμε την επισήμανση στην πρώτη παράγραφο  ανωτέρω, η οποία άπτεται της διαφοράς μεταξύ της εξουσίας που διατηρεί το Κράτος (ανάλογη εξουσία στην Κύπρο παρέχεται βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος) να παραχωρεί χάρη για λόγους ευσπλαχνίας, και της εμβέλειας της εξουσίας του Εφετείου να παρέμβει σε ποινή πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, ούτε το Εφετείο κρίνει την ποινή πρωτογενώς. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στην ποινή περιορίζεται στα πλαίσια που καθορίζει η προαναφερθείσα νομολογία. Περιλαμβανομένων των αρχών της Bernard. Όπως λέχθηκε στην CCC Laundries (Paphos) Ltd v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288, η εξουσία που παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα από το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος αποτελεί:

 

«…καθαρά εξωδικαστική διαδικασία(ς), στη βάση κριτηρίων που ουδόλως σχετίζονται με αυτά που δικαστικά λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο της ορθότητας μιας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια έφεσης».

 

Στην R v. Qazi [2011] 2 Cr. App. R. (S) 8, o Εφεσείων υπέφερε από γενετική ασθένεια η οποία απαιτούσε συχνές μεταγγίσεις αίματος και έγχυση φαρμάκων. Το Εφετείο απέρριψε εισήγηση για κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Λαμβάνοντας όμως υπόψη περαιτέρω ιατρική μαρτυρία για την κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος, εκρίθη έκρινε ότι δικαιολογείτο η μείωση της ποινής φυλάκισης από 5,5 σε 5 έτη.

 

Στην R v. Hall [2013[ 2 Cr. App. R (S) 68, o Εφεσείων ηλικίας 30 ετών υπέφερε από μια προοδευτική κληρονομική ασθένεια η οποία του προκαλούσε σοβαρό πόνο και αναπηρία. Ήταν καθηλωμένος 15 χρόνια σε αναπηρικό καροτσάκι. Λόγω της πολύ κακής κατάστασης της υγείας του η ποινή φυλάκισης του μειώθηκε από 3 χρόνια σε 18 μήνες, λόγω του ασυνήθιστου βαθμού ταλαιπωρίας που υφίστατο ένεκα του εγκλεισμού του στις φυλακές. Στην απόφαση το Αγγλικό Εφετείο επισημαίνει (παρ. 20):

 

“Those who are gravely ill, or severely disabled, or both, may well have to be imprisoned if they commit serious offences. Their condition cannot be a passport to absence of punishment …”. 

 

Στην R v. Newsome [2019] EWCA Crim 921, η Εφεσείουσα υπέφερε από καρκίνο στο έντερο ο οποίος βρισκόταν στο 4ο στάδιο. Κατά την επιβολή της ποινής υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία, περιλαμβανομένων επισκέψεων στο Νοσοκομείο ανά δεκαπενθήμερο. Με θεραπεία, η προσδοκία ζωής της ήταν 18-24 μήνες. Λόγω της παραδοχής και καλού της χαρακτήρα η ποινή της μειώθηκε σε 3 χρόνια και 4 μήνες, και λόγω της πολύ κακής κατάστασης της υγείας της μειώθηκε σε 3 χρόνια. Κατ΄έφεση εφαρμόζοντας της αρχές της Bernard, ως ένδειξη ευσπλαχνίας (mercy), η ποινή της μειώθηκε σε 18 μήνες.

 

(βλ. επίσης R v. Clarke and Cooper [2017] EWCA Crim 393, R v AS & Another [2018] EWCA Crim 318; R v Stevenson [2018] EWCA Crim 318, R v. DM [2021] EWCA Crim 203; Current Sentencing Practice [2023], A1-1425 – A1-1680).

 

Η έρευνα της Αγγλικής νομολογίας μας οδήγησε και στην R v Hussain and Another [2010] EWCA Crim 94, όπου κατ΄έφεση μειώθηκε και αναστάλθηκε ποινή φυλάκισης για αδίκημα εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, ένεκα των εξαιρετικών περιστάσεων της υπόθεσης, οι οποίες επέτρεπαν απόκλιση από τις καθιερωμένες αρχές για λόγους ευσπλαχνίας (mercy) (βλ. Sentencing and Criminal Justice, 7η έκδοση (2021) παρ. 5.6.4.). Όμως τα γεγονότα της Hussain ουσιωδώς διαφέρουν από αυτά της παρούσας υπόθεσης. Τρείς άντρες εισήλθαν αργά το βράδυ στο σπίτι του πρώτου Εφεσείοντος φορώντας μάσκες και οπλισμένοι με μαχαίρια και κουβαλώντας καλώδια δεσίματος (cable ties), με σκοπό να ληστέψουν τον ίδιο και την οικογένεια του. Επρόκειτο για καλά μελετημένη και οργανωμένη ληστεία. Έσπρωξαν τον Εφεσείοντα, τη γυναίκα, τον γιό και την κόρη του στο έδαφος, απειλώντας ότι αν κινηθούν θα τους σκοτώσουν. Η γυναίκα και η κόρη του έκλαιγαν. Ο πρώτος Εφεσείων  φοβήθηκε ότι οι ληστές θα τις βίαζαν. Ο δεύτερος του γιός κατάφερε να ξεφύγει και κάλεσε βοήθεια. Ο πρώτος Εφεσείων δεν γνώριζε τι απέγινε ο δεύτερος του γιός φοβούμενος για τα χειρότερα. Κάτω από συνθήκες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση ο πρώτος Εφεσείων κατάφερε να ξεφύγει. Ένας από τους ληστές κυνηγήθηκε από ομάδα αντρών, περιλαμβανομένου του πρώτου Εφεσείοντος, οι οποίοι τον έριξαν στο έδαφος και τον τραυμάτισαν σοβαρά στο κεφάλι.

 

Η ποινή φυλάκισης αναστάλθηκε λόγω της ισχυρής πρόκλησης την οποία δέχτηκε ο πρώτος Εφεσείων ο οποίος ενήργησε κάτω από έντονη συναισθηματική φόρτιση εν βρασμώ ψυχής, μετά από τον έντονο φόβο τον οποίο ένιωσε για τη ζωή και ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειας, οι οποίοι κατ΄ουσίαν απήχθησαν στο ίδιο τους το σπίτι από ένοπλους ληστές. Από την άλλη η ποινή φυλάκισης του δεύτερου Εφεσείοντος (αδελφού του πρώτου Εφεσείοντος), ο οποίος επίσης κυνήγησε και έλαβε μέρος στην επίθεση του ληστή, δεν αναστάλθηκε καθότι δεν δέχτηκε την ίδια ένταση πρόκλησης και συναισθηματική αγωνία την οποία βίωσε ο αδελφός του.

 

Επανερχόμενοι στα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντος μετά τη φυλάκιση, θεωρούμε ότι αυτά δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τη Διεύθυνση των Φυλακών, περιλαμβανομένης της παροχής νοσοκομειακής φροντίδας εκεί όπου κρίνεται αναγκαίο. Ούτε καταδείχθηκε οποιαδήποτε σημαντική επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του βάσει της ιατρικής μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον μας. Δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς η εικόνα της κατάστασης υγείας του Εφεσείοντος από αυτή την οποία έλαβε υπόψη το Κακουργοδικείο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για μη αναστολή των ποινών φυλάκισης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της εκ προθέσεως πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και δη ότι ο Εφεσείων πυροβόλησε το θύμα με κυνηγετικό όπλο πισώπλατα ενόσω βρισκόταν σε θέση φυγής, καθώς και το σύνολο των ελαφρυντικών και προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντος, περιλαμβανομένων των προβλημάτων υγείας που προέκυψαν μετά τη φυλάκιση, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Κακουργιοδικείου βάσει των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών. Τυχόν αναστολή των ποινών φυλάκισης θα έδινε το λανθασμένο μήνυμα και θα εξουδετέρωνε την ανάγκη για αποτρεπτική λειτουργία της ποινής.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

M. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                     

                                                            (Ποινική Έφεση Αρ.: 67/24)

 

26 Απριλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

                    

M. Νεοφύτου (κα), Δ. Τσολακίδης, Α. Αντωνίου και Χ. Χριστοφόρου, για Εφεσείοντα           
Π. Βαρνάβα, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφία)

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τον μοναδικό προωθούμενο πλέον λόγον έφεσής του ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Κακουργοδικείου Λεμεσού να μην διατάξει την αναστολή εκτέλεσης των συντρεχουσών ποινών φυλάκισης, στις οποίες τον καταδίκασε κατόπιν παραδοχής του, ήτοι (i) της φυλάκισης 2,5 ετών για πράξη σκοπεύουσα την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικος (κατηγορία 4) και (ii) της φυλάκισης ενός έτους για παράνομη χρήση κυνηγετικού πυροβόλου όπλου κατά παράβαση άρθρων του Ν.113(Ι)/04 (κατηγορία 3).

 

        Με τον προαναφερθέντα λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι τόσον οι ιδιαίτερες συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων όσον και οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος καθιστούσαν την περίπτωση κατάλληλη για χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης των ποινών.

 

        Εκ μέρους της Δημοκρατίας, ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως δήλωσε ενώπιόν μας πως έχοντας υπ' όψιν την ηλικία του Εφεσείοντος, την ύπαρξη διαφόρων προβλημάτων υγείας, την επιδείνωση κάποιων συμπτωμάτων από τη μέρα καταδίκης μέχρι και σήμερα, καθώς και το σύνολο των προσωπικών περιστάσεων, δεν υπάρχει ένσταση και πως υπό τις περιστάσεις θεωρούν ότι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και η αναστολή των ποινών φυλάκισης.

 

        Η εξουσία για αναστολή δίδεται από τον περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72 και ειδικότερα από το Άρθρο 3(1) το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί, καθώς και το Άρθρο 3(2), στο οποίο διευκρινίζεται ότι:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου».

 

        Με το πιο πάνω εδ.(2), το οποίο εισήχθη το 2003, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου έχει διευρυνθεί ούτως ώστε να κρίνεται κατά πόσον δικαιολογείται αναστολή στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Όπως έχει τονιστεί στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ 930:

 

«Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

        Στη βάση των πιο πάνω αρχών ο δευτεροβάθμιος έλεγχος έχει ως αντικείμενο την εξέταση της όλης πρωτόδικης διεργασίας. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί στις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται ότι είτε παραγνωρίστηκαν κάποιες από τις περιστάσεις είτε δεν αποδόθηκε σε αυτές η πρέπουσα σημασία.

 

Περιστάσεις Υπόθεσης

 

        Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο Εφεσείων στις 11.6.23 επί σκοπώ πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και χρησιμοποιώντας παράνομα (εντός κλειστής περιόδου κυνηγίου) δίκαννο οπισθογεμές κυνηγετικό όπλο (ΔΟΚΟ) πυροβόλησε τον παραπονούμενο Χρίστο Χριστοδούλου τραυματίζοντάς τον.

 

        Όσον αφορά την παράθεση των γεγονότων μετά την παραδοχή για σκοπούς επιβολής ποινής, θα πρέπει να σημειωθεί πως, με ευθύνη όλων των παραγόντων της δίκης, δεν φαίνεται να τηρήθηκαν με ακρίβεια οι σχετικές νομολογιακές αρχές όπως τις είχαμε συνοψίσει στην υπόθεση Κρυβούς v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 71/2023, ημερ. 21.7.23. Οι αρχές αυτές συνίστανται στο ότι: (i) Τα γεγονότα εξηγούνται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από ό,τι διαγράφονται στις λεπτομέρειες (βλ. «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γ.M. Πικής, 2013, σ.147), (ii) Η Κατηγορούσα Αρχή πληροφορεί με διαύγεια, ακρίβεια και επαρκή λεπτομέρεια για τη βάση της υπόθεσής της («Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ.1016), (iii) Με την παραδοχή ο κατηγορούμενος αποδέχεται τις λεπτομέρειες ως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο αλλά δεν αποδέχεται καμμιά περίσταση τέλεσης η οποία δεν συνιστά συστατικό στοιχείο και καμμιά μαρτυρία η οποία περιλαμβάνεται στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης («Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου, 2020, σ. 326) και (iv) Σε περίπτωση αμφισβήτησης το Δικαστήριο υποχρεούται να προβεί σε έρευνα και σε περίπτωση ουσιαστικής σύγκρουσης των δύο εκδοχών, αν δεν γίνει έρευνα, τότε το Δικαστήριο κατά το δυνατό πρέπει να αποδέχεται την εκδοχή του κατηγορουμένου (βλ. Landau v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ 178).

 

        Στην παρούσα περίπτωση (και με εξαίρεση ένα σημείο το οποίο αφορούσε απλά επανάληψη των συστατικών στοιχείων της σοβαρότερης των κατηγοριών) αντί παράθεσης γεγονότων για τα επίμαχα γεγονότα υπήρξε παραπομπή σε δηλώσεις ή καταθέσεις του κατηγορουμένου και του παραπονούμενου ενώ τα όσα άλλα είχαν παρατεθεί στο Δικαστήριο αφορούσαν τον εντοπισμό του παραπονούμενου μετά τον τραυματισμό του, την πορεία της υγείας του και την αστυνομική διερεύνηση. Τα όσα ανακοινώθηκαν στο Δικαστήριο έχουν εν συνόψει ως εξής (διατηρούμενης της πρωτόδικης αρίθμησης):

 

1.        Στις 11.6.23 και περί ώρα 19:00 ο Εφεσείων τηλεφώνησε στον Α.Σ. Λάνιας, είπε ότι εντόπισε άγνωστο πρόσωπο να κλέβει καλώδιο και ότι πυροβόλησε στον αέρα. Ακολούθως ο άγνωστος τράπηκε σε φυγή.

2.        Στη σκηνή πήγαν μέλη της Αστυνομίας και στην περιοχή συγγενείς του Εφεσείοντος οι οποίοι αναζητούσαν τον άγνωστο.

3.        Στις 21:35 οι συγγενείς του Εφεσείοντος εντόπισαν τον παραπονούμενο τραυματισμένο, σε απόσταση 300μ, οπότε μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο αρχικά στο Γ.Ν. Λεμεσού και ακολούθως στο ιδιωτικό νοσοκομείο Mediterranean.

4.        Στο ιδιωτικό νοσοκομείο υπεβλήθη σε εγχείρηση και μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας («Μ.Ε.Θ»).

5.        Ο παραπονούμενος έφερε πολλαπλά τραύματα από πυροβόλο όπλο στη ράχη και στους γλουτούς, αιμοπνευμονοθώρακα, οξέως εκτεταμένο υποδόριο αιμάτωμα και κάκωση σπλήνας. 

6.        Από τη σκηνή η Αστυνομία παρέλαβε το ΔΟΚΟ, έναν κάλυκα φυσιγγίου και ένα μεταλλικό κόπτη (cutter).

7.        Πλησίον της σκηνής εντοπίστηκε αυτοκίνητο Nissan Note, το οποίο πριν οδηγούσε ο παραπονούμενος.

8.        Το ίδιο βράδυ στην πρώτη ανακριτική του κατάθεση ο Εφεσείων ανέφερε πως στις 9.6.23 υπήρξε διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην οικία του και διαπιστώθηκε ότι κλάπηκε μέρος του σύρματος που τροφοδοτούσε την οικία του με ηλεκτρικό ρεύμα. Στις 11.6.23 αφού διαπίστωσε ότι υπήρχε ξανά διακοπή ρεύματος στην οικία του, πήρε το όπλο και το φυσίγγιο, ως ανέφερε για τη δική του ασφάλεια και προστασία, και μετέβη προς το σημείο της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος. Όταν προχώρησε σε κάποια απόσταση από την οικία του, αντιλήφθηκε έναν άγνωστό του άνδρα να βρίσκεται εντός της περιουσίας του και να τυλίγει σύρμα του ρεύματος οπότε του φώναξε «ήντα που κάμνεις δαμέ (sic) ρε κουμπάρε». Τότε αντιλήφθηκε το πρόσωπο αυτό να στρέφεται εναντίον του κρατώντας κάτι στο χέρι του, το οποίο δεν μπορούσε να διαπιστώσει τι ήταν. Ο κατηγορούμενος τότε, ως ανέφερε λόγω του φόβου που ένιωσε από την κίνηση του αγνώστου άνδρα και για να αμυνθεί, αφού τοποθέτησε το φυσίγγιο στο ΔΟΚΟ, έριξε έναν πυροβολισμό στον αέρα χωρίς να σημαδέψει τον άγνωστο άνδρα τον οποίο στη συνέχεια είδε να τρέπεται σε φυγή.

9.        Αργότερα, κατά την επίστηση της προσοχής του μετά τη σύλληψή του, ο Εφεσείων δεν είπε οτιδήποτε.

10.    Στις 12.6.23 ο ανακριτής τηλεφώνησε στον επικεφαλής της Μ.Ε.Θ. και έμαθε ότι η κατάσταση του παραπονούμενου παρέμενε σταθερή αλλά κρίσιμη και ότι ευρίσκετο σε βαθιά καταστολή.

11.    Στις 18.6.23, στη συμπληρωματική του ανακριτική κατάθεση ο Εφεσείων είπε ότι υιοθετούσε το περιεχόμενο της πρώτης του ανακριτικής κατάθεσης, αναφέροντας ωστόσο σε σχέση με τον πυροβολισμό ότι, όταν ο άγνωστος άνδρας γύρισε προς το μέρος του αυτός κρατούσε ήδη το όπλο και το φυσίγγιο και αμέσως έσκυψε και γέμισε το όπλο. Επειδή ήταν σκυφτός δεν έβλεπε τον άνδρα και σήκωσε το όπλο προς τα πάνω για να αμυνθεί. Όταν πυροβόλησε ο άγνωστος άνδρας γύρισε και έτρεξε να φύγει. Το όλο περιστατικό έγινε μέσα σε 2‑3 δευτερόλεπτα και δεν πρόλαβε να σημαδέψει. Ο κατηγορούμενος ανέφερε πως πυροβόλησε ψηλά στον αέρα για να φοβηθεί ο άγνωστος άνδρας και να φύγει καθότι ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του και φοβόταν ότι θα του κάνει κακό. Ο άγνωστος άνδρας κρατούσε κάτι στα χέρια του μεγέθους 20 πόντων αλλά ο κατηγορούμενος δεν πρόλαβε από τον φόβο του να καταλάβει τι ήταν.

12.    Στις 26.6.23 σε δική του κατάθεση ο παραπονούμενος ανέφερε ότι μετέβηκε στον χώρο που βρισκόταν η παροχή ρεύματος του κατηγορουμένου για να κάνει την ανάγκη του. Άκουσε μια φωνή να φωνάζει «έτον εν τούτος» και αφού είδε τον κατηγορούμενο με το όπλο προσπάθησε να φύγει, άκουσε τον πυροβολισμό και ένιωσε το αίμα στην πλάτη του. Κρύφτηκε και είδε τον κατηγορούμενο να οδηγά και να τον ψάχνει.

13.    Από εξετάσεις της ΥΠ.ΕΓ.Ε διαπιστώθηκε ότι το όπλο είναι κατηγορίας Γ8 και ότι ευρίσκετο σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.

14.    Από το σύνολο της διερεύνησης προέκυψε πως ο κατηγορούμενος στις 11.6.23 σκοπίμως πυροβόλησε τον Χρίστο Χριστοδούλου από το Πελένδρι με σκοπό πρόκλησης σε αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης με το πιο πάνω ΔΟΚΟ. Το θύμα έχει αναρρώσει και δεν υπάρχουν μόνιμες βλάβες ή κατάλοιπα από τον τραυματισμό του.

 

        Στην πραγματικότητα λοιπόν, τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα προ του πυροβολισμού προέκυψαν μέσα από δηλώσεις της Υπεράσπισης κατά την αγόρευση μετριασμού. Αυτά περιελάμβαναν διαδραματισθέντα: (i) Αφενός κατά τις προηγούμενες ημέρες και (ii) Αφετέρου στις 11.6.23, λίγο πριν τον πυροβολισμό.

 

        Η ως άνω πρώτη ενότητα ειδικότερα περιελάμβανε ισχυρισμούς ότι κατά τις προηγούμενες εβδομάδες άγνωστα άτομα είχαν εισέλθει στην οικία του Εφεσείοντος και στον περίγυρο αυτής από όπου έκλεψαν διάφορα καλώδια. Ο Εφεσείων είχε ενημερώσει τις αρμόδιες Αρχές και τον Κοινοτάρχη. Τα περιστατικά αποτέλεσαν θέμα συζήτησης αφού τα περισσότερα ηλικιωμένα άτομα, κάτοικοι του χωριού, διαμένουν μόνα τους και διέτρεχαν κίνδυνο από διαρρήκτες οι οποίοι εισέρχονταν στα σπίτια τους για να κλέψουν καλώδια. Στην οικία του Εφεσείοντος αυτό συνέβη ακόμα τέσσερις φορές.

 

        Η ως άνω δεύτερη ενότητα περιελάμβανε ισχυρισμούς ότι κατά τη συγκεκριμένη μέρα ο Εφεσείων, φορτισμένος από τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, αντιλήφθηκε ότι κάτι είχε συμβεί λόγω του ότι διεκόπη το ρεύμα στο υποστατικό του, οπότε παίρνοντας το κυνηγετικό όπλο του και ένα φυσίγγιο, μετέβη στην αυλή της οικίας του, κινούμενος προς το σημείο εισόδου των καλωδίων στην οικία του, από το οποίο σημείο είχε κλαπεί και τις προηγούμενες φορές καλώδιο. Αντιλήφθηκε εντός της αυλής του να ευρίσκεται ο παραπονούμενος και να κρατά «κάτι» στο χέρι του. Αμέσως ο Εφεσείων ένιωσε ότι κινδυνεύει, λόγω και της μεγάλης του ηλικίας (83 ετών) και φοβήθηκε για το τι θα μπορούσε να συμβεί. Αυτή η συναισθηματική φόρτιση τον οδήγησε στα όσα έπραξε. Ο Εφεσείων θεώρησε ως απειλή το αντικείμενο που κρατούσε ο παραπονούμενος, οπότε φοβήθηκε, έσκυψε και έβαλε το φυσίγγιο στο κυνηγετικό και έριξε έναν πυροβολισμό ο οποίος τον έπληξε στην πλάτη και στους γλουτούς.

 

          Εκ των πραγμάτων και προς επιβεβαίωση των πιο πάνω καθίσταται εξίσου χρήσιμη η ακολουθήσασα διευκρίνιση των γεγονότων, στην οποία είχαν συμβάλει και οι κατάλληλες ερωτήσεις του Κακουργοδικείου και έχει ως εξής:

 

«Δικαστήριο: Άρα βρισκόταν σε κάποιαν απόσταση, του φώναξε, γύρισε προς το μέρος του, τον είδε να κρατά κάτι, χωρίς να στρέφεται προς το μέρος του ή να κατευθύνεται προς το μέρος του.

Κα Νεοφύτου: Δεν έκανε κίνηση προς το μέρος του, γύρισε. Στιγμιαία έγιναν όλα.

Δικαστήριο: Άρα γύρισε, βλέποντάς τον να γυρίζει και να κρατά κάτι λανθασμένα ένιωσε όλα αυτά υπό τις συνθήκες τις προσωπικές, αλλά και τις γενικές.

Κα Νεοφύτου: Ναι, κύριε Πρόεδρε.

Δικαστήριο: Και τον πυροβόλησε.

Κα Νεοφύτου: Ναι. Εκείνη την ώρα έβαλε το φυσίγγιο στο όπλο. Δηλαδή εν ήταν έμφορτο το όπλο όταν βγήκε από το σπίτι. Γι' αυτό επέμενα εγώ για το στιγμιαίο, δηλαδή έγιναν όλα εκείνη τη στιγμή.

Δικαστήριο: Ναι, όμως συμφωνούμε ότι ήταν λάθος αντίληψη.

Κα Νεοφύτου: Βεβαίως.

Δικαστήριο: Και δεν δικαιολογείτο η άσκηση αυτής της βίας.

Κα Νεοφύτου: Ήταν υπέρμετρη.

Δικαστήριο: Ήταν υπέρμετρη, ωραία, συμφωνείτε με αυτά.

Κα Νεοφύτου: Ναι, κύριε Πρόεδρε. Μα γι' αυτό έγινε και η παραδοχή αμέσως μόλις τροποποιήθηκε το κατηγορητήριο.

Δικαστήριο: Όταν τον είδε να κρατά κάτι.

Κα Νεοφύτου: Ναι, απλά εγώ είχα αναφέρει ότι στη σκηνή βρέθηκε ένα cutter, για ό,τι αυτό σημαίνει. Βρέθηκε ένα cutter.

Δικαστήριο: Υπερισχύουν αυτά που είπατε τώρα, σε περίπτωση οποιασδήποτε αντίθεσης με αυτά που αναφέρετε στην αγόρευσή σας και συγκεκριμένα το ότι «ενήργησε υπό κράτος φόβου και υψηλού αισθήματος κινδύνου το οποίο απειλούσε ή μπορούσε να απειλήσει τη ζωή του», όχι as a matter of fact. Αυτά θεώρησε.

Κα Νεοφύτου: Ναι, κύριε Πρόεδρε. 83χρονος παππούς που εν μόνος του μέσα στο χωρκό.

Δικαστήριο: Και το «καμία πρόθεση» το έχετε διευκρινίσει, ότι υπήρχε πρόθεση‑‑

Κα Νεοφύτου: Ναι, απλά ξεχωρίζει από τις άλλες δύο υποθέσεις στις οποίες γίνεται αναφορά ως προς την πρόθεση, δηλαδή αν ήταν προμελετημένο. 

Δικαστήριο: Επίσης, στη σελίδα 14, στην 1η παράγραφο, αναφέρετε ότι «υπό το κράτος κινδύνου και έντονου φόβου», εννοείτε αυτά που ένιωσε.

Κα Νεοφύτου: Ναι, ο ίδιος.

Δικαστήριο: Όχι ότι υπήρχε as a matter of fact αυτό το πράγμα.

Κα Νεοφύτου: Όχι. Και αυτό ζητούμε από το Δικαστήριο, να μπούμε στη θέση του, της ηλικίας, των γεγονότων, των ιατρικών προβλημάτων, το πώς ο ίδιος το αντιλήφθηκε, λανθασμένα».

 

        Ο συνδυασμός των πιο πάνω γεγονότων αναμενόμενα αποτέλεσε το υπόβαθρο και των συνακόλουθων εισηγήσεων της Υπεράσπισης ενώπιον του Κακουργοδικείου, ήτοι ότι ο Εφεσείων ενήργησε λανθασμένα όχι λόγω μίσους, κακίας ή εκδικητικότητας αλλά υπό το κράτος φόβου και απειλής, ότι ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση γεγονότων και μια λανθασμένη απόφαση της στιγμής, ότι ενήργησε ενστικτωδώς εντός δευτερολέπτων λόγω του ότι θεώρησε τον παραπονούμενο ως απειλή λανθασμένα και ότι είχε πάρει το κυνηγετικό για προστασία αφού είχαν ήδη διαρρήξει την οικία του τέσσερις φορές και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει, λόγω και της υφιστάμενης φόρτισης, τι θα εύρισκε μπροστά του.

 

        Το Κακουργοδικείο ασχολούμενο με τη σοβαρότητα του αδικήματος του Π.Κ.228(α) υπέδειξε ορθώς πως αυτή προκύπτει από την προβλεπόμενη ανώτατη ποινή της ισόβιας φυλάκισης, αν και όχι μόνον από αυτή αποκλειστικά, αφού (η σοβαρότητα) εξαρτάται «... σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης (βλ. Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ 391. Περαιτέρω τόνισε και πάλι ορθώς την αποδιδόμενη απαξία σε αδικήματα βίας, την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών και υπέδειξε την ειδοποιό διαφορά του Π.Κ.228 εν σχέσει με τον Π.Κ.231. Αυτή έγκειται στο ότι στο πρώτο υπάρχει πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (Achraf v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 156/21, ημερ. 15.4.22, ECLI:CY:AD:2022:B154) και δεν υστερεί από απόψεως σοβαρότητας από την απόπειρα φόνου του Π.Κ.214, διαφέροντας στα συστατικά τους στοιχεία, αφού εκεί απαιτείται πρόθεση θανάτωσης (Δημοκρατία v. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/2021, ημερ. 8.3.22, ECLI:CY:AD:2022:D89).

 

        Παρόμοιες ποινικές διατάξεις όντως υπάρχουν και στην αγγλική έννομη τάξη. Εξ ου και το Κακουργοδικείο εν σχέσει με τη σοβαρότητα και τον τρόπο αντιμετώπισης, άντλησε καθοδήγηση από σχετική νομολογία, η οποία σχετίζεται με το αντίστοιχο Άρθρο 18 του Offences Against the Person Act 1861 και συγκεκριμένα την υπόθεση Attorney General' s References (1999) 2Cr. App. R. (S)128. Στην εν λόγω υπόθεση τονίζεται πως η σοβαρότητα του αδικήματος, έγκειται στο ότι ενυπάρχει εκούσια ή εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (deliberate or intentional), καθώς και ότι η σοβαρότητα αυξάνεται στις περιπτώσεις χρήσης όπλου, ξυραφιού, μαχαιριού, γυαλιού, ροπάλου ή παρόμοιων αντικείμενων. Η υπέρβαση των ορίων της αυτοάμυνας σχολιάστηκε, στην εν λόγω υπόθεση, με έμφαση στο ότι ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις αρμόζει στερητική της ελευθερίας ποινή κάποιας έκτασης, ως εξής:

 

«Perhaps the least inexcusable example of an offence against section 18 is where a defendant entitled to defend himself responds with unreasonable and excessive force directed against an aggressor. Even then a custodial sentence, probably of some length, will usually be appropriate. In any other case a custodial sentence will almost inevitably follow».

(έμφαση δοθείσα)

 

Το Κακουργοδικείο αναγνώρισε την προαναφερθείσα πτυχή της παρούσας υπόθεσης, υποδεικνύοντας πως αποτελεί διαχρονική αρχή του κοινοδικαίου ότι επιτρέπεται η χρήση λογικής και ανάλογης βίας με σκοπό την προστασία προσώπου ή περιουσίας αλλά ως εκεί (Revil v. Newbery (1996)1 All E.R. 291).

 

        Αξίζει να σημειωθεί περαιτέρω, πως βασικά η αυτοάμυνα είναι δικαίωμα το οποίο καθιστά νόμιμη τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης σε πρόσωπο ή επέμβασης σε περιουσία αλλά αυτό υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Όσον αφορά τα όριά της (άμυνας) η βασική αρχή είναι πως ο αμυνόμενος θα πρέπει να χρησιμοποίησε μόνο την ευλόγως αναγκαία βία υπό τις περιστάσεις, για να αποτρέψει μεγαλύτερο και άλλως αναπότρεπτο κακό. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η αμυντική πράξη δεν θα είναι ποινικά κολάσιμη (βλ. Palmer v. R (1971) 55 Cr. App. R. 223, Νικολάου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 482, Δημακόπουλος v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 170, Μαραγκός v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 251, Verkhvia v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 131).

 

        Ειδικότερα, σε σχέση με περιουσία, είναι γνωστή η αρχή ότι εύλογη βία δύναται να χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπιση της (περιουσίας) αλλά ο ιδιοκτήτης ή κάτοχός της θα πρέπει πρώτα να απαιτήσει από τον εισβολέα ή επεμβαίνοντα (trespasser) να αποχωρήσει, προτού να δικαιούται να χρησιμοποιήσει τόση βία όση είναι αναγκαία για να τον εκδιώξει (βλ. Archbold 2023, σ. 2297, §19‑ 239). Δεν έχει προβληθεί ότι προέβη σε τέτοια ενέργεια ο Εφεσείων και δεν τίθεται τέτοιο θέμα στην παρούσα περίπτωση.

 

        Σαφέστατα όμως ο Εφεσείων προέβαλε στο Δικαστήριο την υπ' αυτού εσφαλμένη εκτίμηση γεγονότων και την εσφαλμένη στιγμιαία ή αστραπιαία απόφαση, ως τα αίτια της δράσης του, τα οποία και απέδωσε στα συναισθήματα φόβου και απειλής που τον είχαν κυριεύσει. Αυτά που προέβαλε ισοδυναμούσαν με ισχυρισμό για πλάνη περί τα πράγματα (mistake of fact) για την οποία στο σύγγραμμα Archbold 2023, σ. 2232, §19‑ 53 αναφέρεται ότι:

 

«The reasonableness or otherwise of the mistake is a factor to be taken into account when determining whether the mistake was or may have been a genuine one. Thus, where a defendant was neither under threatened nor actual attack, but honestly believed that he was, the jury should be directed to consider whether the degree of force used was commensurate with the degree of risk which he believed to be created by the attack under which he believed himself to be: Oatridge (1992) 94 Cr. App. R. 367, CA».

 

          Διευκρινίζεται βέβαια ότι στην παρούσα δεν ετίθετο θέμα προβολής της πλάνης ως υπεράσπισης. Με την παραδοχή στο αδίκημα, καθώς και τις μεταγενέστερες δηλώσεις γινόταν δεκτό πως η χρησιμοποιηθείσα βία (πυροβολισμός) δεν ήταν ανάλογη ή σύμμετρη (commensurate) εν σχέσει με τον κίνδυνο τον οποίο ο Εφεσείων πίστευε ότι δημιουργείτο από την επίθεση την οποία θεωρούσε ότι αντιμετώπιζε. Με άλλα λόγια είναι εμφανές ότι η ενοχή του εστιάζεται ακριβώς στο ότι υπερέβη το όριο της άμυνας ακόμα και σε αυτό το οποίο ο ίδιος πίστευε ότι συνέβαινε. Εξ ου και η παραδοχή του. Με ακόμα απλούστερα λόγια, εκείνη τη νύκτα, αντιλήφθηκε κάποιον στην αυλή του να κρατά κάτι (μήκους 20εκ.) και τον πυροβόλησε θέλοντας να τον τραυματίσει, ενέργεια την οποίαν ορθώς και εντίμως παραδέχεται ως υπέρβαση των όσων δικαιούτο και ώφειλε να πράξει για να προστατεύσει τον εαυτό του και την περιουσία του.

 

        Τα πιο πάνω όμως δεν αναιρούσαν τα όσα είχαν προβληθεί εκ μέρους της Υπεράσπισης για τους λόγους που οδηγήθηκαν τα πράγματα εκεί που κατέληξαν, ήτοι ότι ενήργησε εσφαλμένα λόγω της φόρτισης, του φόβου και της απειλής που ένιωσε, καθώς και ότι ενήργησε στιγμιαία και ενστικτωδώς βάσει λανθασμένης εκτίμησης γεγονότων. Είχε υπάρξει ήδη τέσσερις φορές θύμα κλοπής, εκείνη τη νύκτα υπήρξε ξανά διακοπή ρεύματος και κινούμενος προς το σημείο των καλωδίων αντιλήφθηκε κάποιον εντός της περιουσίας του να κρατά κάτι μήκους 20εκ. χωρίς να μπορεί να διακρίνει τι ακριβώς. Ας σημειωθεί πως τα όσα είχαν προβληθεί από την Υπεράσπιση δεν αμφισβητούντο επ’ ουδενί από τη Δημοκρατία. Το Κακουργοδικείο μάλιστα σε πρώτο στάδιο τα είχε δεχθεί, αν και είχε την άποψη πως είχαν περιορισμένη σημασία, λέγοντας:

 

«Έχουμε διεξέλθει και λαμβάνουμε υπόψη μας τους λόγους που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην επίδειξη αυτής της εγκληματικής συμπεριφοράς, ως εκτέθηκαν από την υπεράσπιση και δεν αμφισβητήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, αλλά σημειώνουμε ευθύς εξ' (sic) αρχής ότι τα όσα προηγήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, δηλαδή οι πράξεις και ενέργειες τρίτου ή τρίτων προσώπων ενάντια στη (sic) περιουσία του κατηγορούμενου καθώς και όλα αυτά τα οποία αμέσως προηγήθηκαν το επίδικο βράδυ με το θύμα, αν και λαμβάνονται υπόψη, έχουν περιορισμένη σημασία, υπό τις περιστάσεις, και με κανένα τρόπο δεν δικαιολογούσαν την άσκηση βίας. Πόσο (sic) μάλιστα αυτής της έκτασης».

 

        Μεταγενέστερα όμως, κατά το στάδιο της εξέτασης της εισήγησης για αναστολή, τα όσα είχαν χαρακτηριστεί ως μη αμφισβητούμενα, φαίνεται να είχαν εξουδετερωθεί εντελώς, αφού πλέον συσχετίστηκαν με το εσφαλμένο της ενέργειας (του πυροβολισμού), οπότε και κρίθηκαν ως αδικαιολόγητα τα συναισθήματα φόβου και απειλής. Πέραν αυτού φαίνεται πως αγνοήθηκε η ακριβής χρονική σειρά των γεγονότων με αποτέλεσμα να ταυτιστεί η λήψη της εσφαλμένης απόφασης για πυροβολισμό με τη θέση φυγής στην οποία εντός δευτερολέπτων ευρίσκετο το θύμα όταν επλήγη από τον πυροβολισμό. Πριν από οποιονδήποτε περαιτέρω σχολιασμό και για να διαφανεί η σημασία των δύο πιο πάνω σημείων, κρίνεται πως εξυπηρετεί η παράθεση αυτούσιου του αποσπάσματος από την εξέταση πρωτοδίκως της εισήγησης για αναστολή:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον κατηγορούμενο, είναι ιδιαίτερα σοβαρά και έχουν αναλυθεί και εξηγηθεί ανωτέρω. Επαναλαμβάνεται ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο το θύμα, το οποίο εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς. Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου την (sic) θεώρηση του κατηγορουμένου, δηλαδή ότι ενήργησε υπό κράτος φόβου και απειλής, κάτι το οποίο όμως αντικειμενικά δεν δικαιολογείτο και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι λανθασμένα ενήργησε. Λάβαμε επίσης υπόψη και το γεγονός ότι το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε πέσει θύμα κλοπής και ότι το συγκεκριμένο βράδυ, όταν υποψιάστηκε ότι θα γινόταν το ίδιο, εξήλθε για να διαπιστώσει τί γινόταν. Το τί επακολούθησε όμως πόρρω απέχει από τη συμπεριφορά που θα έπρεπε να επιδειχθεί υπό τις περιστάσεις. Τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο κατηγορούμενος αποφάσισε να εξέλθει του υποστατικού του οπλισμένος, δηλαδή κρατώντας το κυνηγετικό του όπλο και φυσίγγιο. Στην ουσία ο κατηγορούμενος πυροβόλησε το θύμα από κάποια απόσταση, με τα τραύματα του να είναι στην πλάτη και στους γλουτούς, όταν το εντόπισε να βρίσκεται στην αυλή του, χωρίς να προηγηθεί ο,τιδήποτε (sic) το ουσιώδες και ενώ το θύμα ήταν σε θέση φυγής».

 

        Σε σχέση με το πρώτο σημείο θα πρέπει να σημειωθεί πως το εσφαλμένο της ενέργειας δεν αναιρούσε τη συναισθηματική κατάσταση φόρτισης, φόβου ή απειλής στην οποία ευρίσκετο (βάσει των μη αμφισβητηθέντων) και η οποία ήταν η αιτία για την εσφαλμένη δράση του. Θα μπορούσε αντί φόβος να ήταν ένα άλλο συναίσθημα (π.χ. κακία, εκδικητικότητα, μίσος κ.λπ.), η ψυχική κατάσταση η οποία έσπρωξε εκείνη τη στιγμή τον δράστη να πυροβολήσει, ήτοι κατάσταση η οποία θα λειτουργούσε επιβαρυντικά για τον ίδιο. Εδώ όμως δεν αμφισβητείτο πως αιτία ήταν ο φόβος, η απειλή που αισθάνθηκε και η φόρτιση, αυτά τα οποία στιγμιαία και ενστικτωδώς τον οδήγησαν στη δράση του. Η οποία δράση ως εσφαλμένη και παράνομη τιμωρείται μεν, πλην όμως αυτό γίνεται λαμβανομένων υπ' όψιν αφενός όλων των περιστάσεων που είχαν προηγηθεί και αφετέρου της κατάστασης στην οποία ο ίδιος περιήλθε εκείνη τη στιγμή.

 

        Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, τα γεγονότα, στον βαθμό που επεξηγήθηκαν από την Υπεράσπιση (και έπρεπε να γίνουν αποδεκτά ως είχαν εκτός αν προκαλείτο δίκη Newton Trial) ήταν ότι εν ώρα νυκτός και εντός της αυλής του, όταν ο παραπονούμενος γύρισε προς τον Εφεσείοντα, εκείνος κρατούσε κάτι το οποίο ο Εφεσείων δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν. Ήταν όμως αυτή τη στιγμή που ο Εφεσείων, λόγω του φόβου που αναφέρει, πήρε τη λανθασμένη απόφαση, στράφηκε προς το όπλο, τοποθέτησε το φυσίγγιο και πυροβόλησε ξαναγυρίζοντας προς τα πάνω, πλην όμως κατά τη διαδικασία αυτή, σε στιγμές δευτερολέπτων δηλαδή, ο παραπονούμενος γύρισε να φύγει. Η στροφή λοιπόν του παραπονούμενου και η αναφερθείσα κατά κόρον θέση φυγής προέκυψε σε αυτό το ελάχιστο διάστημα το οποίο χρειάστηκε ο Εφεσείων για να οπλίσει και είχε άμεση χρονική, καθώς και αιτιώδη σχέση με την κίνηση του Εφεσείοντος (να οπλίσει). Με άλλα λόγια ήταν αυτό που είδε ο παραπονούμενος και γύρισε να φύγει. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο Εφεσείων τον είδε σε θέση φυγής και παρά ταύτα αποφάσισε να τον πυροβολήσει. Η απόφαση, καθώς και η κίνηση του Εφεσείοντος είχαν ήδη δρομολογηθεί από την προηγούμενη στιγμή που τον είδε να κρατά κάτι. Αυτό ήταν το νόημα της Υπεράσπισης ότι «στιγμιαία έγιναν όλα».

 

        Σε σχέση με το ζήτημα της αναστολής αρκετές από τις αποφάσεις που είχαν σημειωθεί (για την εξεύρεση του μέτρου) δεν μπορούσαν ούτως ή άλλως να ήταν βοηθητικές αφού λόγω της σοβαρότητας τους αφορούσαν ποινές πέραν των τριών ετών (Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Γ.Ε. ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, Χατζηπέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 468, Γ.Ε. ν. Ανδρέου (2008) 2 Α.Α.Δ. 207). Η δε υπόθεση Kesov v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 348 αφορούσε μόνο την καταδίκη και όχι επικύρωση ποινής.

 

        Στην υπόθεση Ioja v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 624, η οποία αφορούσε το ελαφρύτερο Π.Κ.231, δεν συζητήθηκε θέμα αναστολής αλλά το Εφετείο μείωσε τη φυλάκιση σε 12 μήνες (κατά τρόπον που προέκυπτε αποφυλάκιση λίγο μετά την έφεση) αφενός αφού προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι μετά από λογομαχία και συμπλοκή ο Εφεσείων (42 ετών), τραυμάτισε σοβαρά έναν εκ των παρανόμως εισελθόντων στο διαμέρισμα του, οι οποίοι απαιτούσαν χρήματα και αφετέρου αφού έλαβε υπόψιν τις περιστάσεις και δη ότι ενήργησε υπό έξαψη, πίεση και απειλή μέσα στο δικό του σπίτι.

 

        Ούτε στην υπόθεση Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189 τέθηκε θέμα αναστολής. Μάλιστα για τα γεγονότα της, τα οποία αφορούσαν δύο ξεχωριστά επεισόδια βίας, λέχθηκε από το Εφετείο ότι προκαλούσαν αποτροπιασμό και ότι δικαιολογούσαν ακόμα πιο αυστηρές ποινές από τη φυλάκιση των 2,5 ετών που είχε επιβληθεί.

 

        Η υπόθεση Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 είναι η μόνη στην οποία είχε τεθεί θέμα αναστολής της φυλάκισης των 2,5 ετών για το ίδιο αδίκημα του Π.Κ. 228(Α). Παρότι κρίθηκε ότι οι προσωπικές περιστάσεις θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της αναστολής η αναστολή εκεί είχε απορριφθεί κατά πλειοψηφίαν, και τούτο επειδή αφενός τα περιστατικά ήταν τόσο σοβαρά που δεν τη δικαιολογούσαν και αφετέρου η επιείκεια του Δικαστηρίου εξαντλείτο στο ύψος της επιβληθείσας ποινής.

 

        Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως τα γεγονότα της Ιωσήφ (ανωτέρω) ήταν πολύ πιο σοβαρά από αυτά της παρούσας. Εκεί ο 74χρονος κατηγορούμενος, ο οποίος θεωρούσε τον παραπονούμενο ως υπεύθυνο για τον θάνατο της εγγονής του σε τροχαίο δυστύχημα, κατά την ημέρα του δεύτερου ετήσιου μνημοσύνου της, υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φόρτισης, πήρε το κυνηγετικό του όπλο και μετέβη από τη Λευκωσία στη Λάρνακα, όπου στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας του παραπονούμενου, τον πυροβόλησε στο μπροστινό μέρος του σώματος του και συνέχισε πυροβολώντας τον και στο πίσω μέρος του σώματος του, ενόσω εκείνος έτρεχε να κρυφτεί. Είναι πλήρως κατανοητή η μη χορήγηση της αναστολής στην υπόθεση εκείνη και τούτο εξαιτίας της σοβαρότητας της.

 

        Από την άλλη πλευρά όμως, θα ήταν άδικη η σύγκριση της υπόθεσης στην οποία κάποιος παίρνει το όπλο από μια πόλη και πάει σε άλλη πόλη, στην αυλή κάποιου, με σκοπό να τον πυροβολήσει όχι μια αλλά όσες φορές τα καταφέρει, με υπόθεση στην οποία κάποιος ο οποίος έχει υποστεί τέσσερις κλοπές καλωδίων, με την πιο πρόσφατη προ διημέρου, ευρισκόμενος στο σπίτι του αντιλαμβάνεται ξανά διακοπή ρεύματος και εσφαλμένα βγαίνει με το κυνηγετικό και ένα φυσίγγιο στην αυλή του για να ελέγξει αλλά όταν αντικρύζει τον επεμβαίνοντα, ο οποίος κρατά και κάτι το οποίο ο κατηγορούμενος δεν αντιλαμβάνεται τι είναι, ένεκα της φόρτισης, του φόβου και της απειλής που αισθάνεται αντί να προβεί σε άλλη ενέργεια εντός των ορίων της νόμιμης άμυνας, υπερβαίνει τα όρια και τον πυροβολεί, ως έχει πριν περιγραφεί.

 

Προσωπικά Περιστατικά Εφεσείοντος

 

        Το Κακουργοδικείο κατέγραψε με περισσή επάρκεια τις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος. Είναι 83 ετών, νυμφευμένος και έχει τρία παιδιά ηλικίας 63, 61 και 58 ετών. Όπως αναφέρεται, αυτός προέρχεται από οικογένεια χαμηλού οικονομικού επιπέδου, φοίτησε για δύο έτη σε Λύκειο και εργοδοτήθηκε σε διάφορες εργασίες από νεαρής ηλικίας ενώ μετά την Εισβολή εργάστηκε στα καράβια. Μετά τη συνταξιοδότηση του διέμενε με τη σύζυγο του στο επίδικο προκατασκευασμένο μικρό σπίτι εντός αγροτεμαχίου στην Άλασσα, από όπου μετακόμισαν, μετά τα επίδικα γεγονότα στις 11.6.23 και διαμένουν πλέον με τη θυγατέρα τους στη Λεμεσό, ούτως ώστε να διασφαλίσουν την ασφάλεια τους και κατάλληλη φροντίδα. Είναι λευκού μητρώου και ποτέ πριν δεν είχε εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά ή προστριβές με άλλα πρόσωπα. Διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην κοινότητα του μέσω εθελοντικών δράσεων και περιγράφεται ως άτομο καλού χαρακτήρα και άτομο αξιαγάπητο στην κοινότητα, έχοντας βοηθήσει αρκετά άτομα στο χωριό.

 

        Σε σχέση με τα γεγονότα σημειώθηκε πρωτοδίκως πως είχε εκδηλώσει ανάλογο συναίσθημα, αναγνωρίζοντας τις συνέπειες, μεταμελήθηκε, συνεργάστηκε κατά τη διερεύνηση και προέβη σε άμεση παραδοχή. Στη βάση ιατρικών πιστοποιητικών αντιμετωπίζει υπέρταση, κολπική μαρμαρυγή, ανεύρυσμα θωρακικής αορτής υπερλιπιδαιμία και στομαχικές διαταραχές, για τα οποία ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή ενώ λόγω χρόνιας νεφρικής νόσου (σταδίου III) παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία, όπως και από καρδιολόγο για την καρδιακή ανεπάρκεια (επιπέδου NYHA II-III). Στο Κακουργοδικείο είχαν κατατεθεί εξιτήρια ιατρικά σημειώματα ημερ. 27.9.23 και 11.12.23 για αντίστοιχες νοσηλείες. Λόγω του συμβάντος και σχετικής συμπτωματολογίας ακολουθεί πλέον αντικαταθλιπτική αγωγή και ψυχοθεραπευτική υποστήριξη.

 

        Το Κακουργοδικείο είχε ορθώς σημειώσει τη νομολογιακή αρχή ότι εάν, λόγω κάποιας σωματικής ανικανότητας ή ασθένειας, η φυλάκιση θα προκαλέσει σε κάποιον κατηγορούμενο ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού τότε αυτό επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγοντας (El Kara v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 239). Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η κατάσταση του Εφεσείοντος απέχει από αυτήν ενός υγιούς ανθρώπου, γεγονός που επιφέρει κάποια ταλαιπωρία κατά την περίοδο της φυλάκισης. Όμως τα προβλήματα που είχαν τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου όντως δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις τέτοιες, που θα δικαιολογούσαν από μόνες τους την αναστολή (βλ. Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.21).

 

        Το ότι θα υπάρχει κάποια ταλαιπωρία, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας, διεφάνη αμέσως αφού ο Εφεσείων χρειάστηκε νοσηλεία δύο μέρες μετά την καταδίκη του, οπότε και παρέμεινε νοσηλευόμενος στο Παθολογικό Τμήμα του Γ.Ν. Λεμεσού από τις 8.3.24 έως τις 22.3.24. Εμφανίστηκε ενώπιον μας στις 28.3.24 αλλά όχι κατά την επόμενη δικάσιμο στις 9.4.24 διότι είχε εισαχθεί ξανά σε νοσοκομείο.

 

        Παρότι ζητήσαμε νεότερα ιατρικά πιστοποιητικά εντούτοις μας έχει παραδοθεί μόνο το παλαιότερο εξιτήριο ημερομηνίας 22.3.24, το οποίο αναφέρεται στην ανάγκη για (i) αυστηρή καταμέτρηση αρτηριακής πίεσης, λήψη αντιυπερτασικής αγωγής, και διατήρηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης, (ii) καρδιολογική παρακολούθηση, (iii) ψυχολογική υποστήριξη, (iv) επαρκή ενυδάτωση και σίτιση και (iv) αγγειοχειρουργική παρακολούθηση στενώσεων καρωτίδων.

 

        Συμφωνώ ότι δεν πρόκειται για στοιχεία που καταδεικνύουν επιδείνωση εντός Φυλακών, πέραν της συνήθους ταλαιπωρίας, η οποία αντιμετωπίζεται ακόμα και με διαφοροποίηση του χώρου κράτησης και ιατρικές εξετάσεις ή νοσηλεία, οποτεδήποτε απαιτηθεί. Κρίνεται πως από μόνα τους τα στοιχεία αυτά δεν θα ήταν ικανά να οδηγήσουν σε αναστολή. Μας έχει λεχθεί ότι υπάρχει ανάγκη για τοποθέτηση καταγραφέα ρυθμού (holter) πλην όμως αυτή είναι φορητή ηλεκτρονική συσκευή. Συνεπώς ούτε η αναγκαιότητα αυτή συνιστά περίσταση που από μόνη της αποτελεί εξαιρετική περίσταση.

 

        Σημαντικό στοιχείο των προσωπικών περιστάσεων είναι και η ηλικία ενός κατηγορούμενου, εξ ου και λαμβάνεται πάντοτε υπ΄ όψιν ως σοβαρός ελαφρυντικός παράγοντας η μεγάλη ηλικία και η ενδεχόμενη ταλαιπωρία λόγω αυτής. Πέραν αυτού όμως, επειδή το προσδόκιμο ζωής για ένα άτομο μεγάλης ηλικίας είναι μικρότερο, θα πρέπει σε μια τέτοια περίπτωση να διατηρείται προσδοκία ή ελπίδα αποφυλάκισης πριν το τέλος της ζωής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου, Ποιν. Έφ. 20/2015, ημερ. 6.11.17). Το Κακουργοδικείο καθηκόντως είχε αναφερθεί στο ζήτημα της προχωρημένης ηλικίας του Εφεσείοντος κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής. Πλην όμως παρότι στο σημείο εκείνο παρέθεσε την υπόθεση R. v. Archer (2007) EWCA Crim 536, στην οποία η φυλάκιση είχε μειωθεί κατά τρόπο που ο κατηγορούμενος εκεί να δικαιούται να υποβάλει αίτηση για αποφυλάκιση (parole) στην ηλικία των 78 ετών, εντούτοις αυτό δεν σχολιάστηκε καθόλου σε σχέση με τον Εφεσείοντα ο οποίος είχε υπερβεί την ηλικία αυτή, καθώς και το ισχύον προσδόκιμο ζωής των 80 ετών [Eurostat 21.2.24, Κανονισμοί (ΕΕ) Αρ. 1260/13 και Αρ. 205/14]. Ασφαλώς ούτε η προχωρημένη ηλικία μπορούσε αφ΄ εαυτής και χωρίς οτιδήποτε άλλο να οδηγήσει στην αναστολή πλην όμως απαιτείτο επανεξέταση του στοιχείου κατά την ενασχόληση της εισήγησης για αναστολή, ούτως ώστε να ελεγχθεί εκ δευτέρου η βαρύτητα της βάσει των αρχών της υπόθεσης Ιωσήφ (ανωτέρω).

 

        Στην εν λόγω υπόθεση Ιωσήφ (ανωτέρω), το Εφετείο είχε τονίσει πως δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια και ότι η επιείκεια του Δικαστηρίου είχε εξαντληθεί κατά το στάδιο επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής. Αξίζει εδώ μια αναφορά στην αγγλική υπόθεση R. v. Hussain a.o. (2010) EWCA Crim 94, (2010) 2 Cr. App. R. (5) 399. Στην υπόθεση αυτή δύο αδέλφια ο Μ.Η. 53 ετών και ο Τ.Η. 35 ετών, είχαν βρεθεί ένοχοι μετά από ακρόαση για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (κατά παράβαση του αντίστοιχου άρθρου 18). Επρόκειτο για πάρα πολύ σοβαρή ομαδική επίθεση τεσσάρων ατόμων εναντίον του 56χρονου W.S. σεσημασμένου εγκληματία με βαρύ ποινικό μητρώο. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της υπόθεσης ήταν ότι προηγουμένως, το ίδιο βράδυ, ο W.S. με τουλάχιστον δύο άλλους, οπλισμένους με μαχαίρια και φορώντας κουκούλες προσχεδιασμένα εισήλθαν παράνομα στο σπίτι του Μ.Η., όπου ευρίσκετο με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του, και υπό την απειλή μεγάλων μαχαιριών ακινητοποίησαν όλους στο πάτωμα εκτός από τον μικρότερο γιο, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει μέσω του πάνω ορόφου και να ειδοποιήσει την Αστυνομία, καθώς και τον θείο του, τον Τ.Η., που έμενε πιο κάτω στον ίδιο δρόμο. Λόγω της διαφυγής του μικρού παιδιού δημιουργήθηκε πανικός στους διαρρήκτες, τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν ο Μ.Η. και η θυγατέρα του, κτυπώντας τον W.S. του οποίου κατάφεραν να αφαιρέσουν την κουκούλα. Οι διαρρήκτες κατάφεραν να διαφύγουν από το σπίτι πλην όμως αργότερα το ίδιο βράδυ ο W.S. ανεκόπη από άλλους, μεταξύ των οποίων και ο Μ.H. ενώ κατέφθασαν και τα αδέλφια του, μεταξύ των οποίων ο Τ.Η. Έριξαν στον δρόμο τον W.S. και τον κτύπησαν με ιδιαίτερη αγριότητα με ρόπαλα, προκαλώντας του πολύ σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τέτοιες εκ των οποίων κρίθηκε ανίκανος να παρακολουθήσει αργότερα ποινική διαδικασία που τον αφορούσε.

 

        Το αγγλικό Εφετείο επεσήμανε την αγριότητα και το αδικαιολόγητο της επίθεσης αλλά υπέδειξε και τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα οποία τη διέκριναν από τις συνήθεις υποθέσεις βίας, ενώ περαιτέρω διέκρινε και μεταξύ των δύο αδελφών, καταλήγοντας εν σχέσει με τον ιδιοκτήτη Μ.Η. ο οποίος βίωσε προηγουμένως τη διάρρηξη, σε μείωση της ποινής, καθώς και σε αναστολή της. Είναι χρήσιμη η παράθεση των ακόλουθων αποσπασμάτων από την απόφαση:

 

        «34. We turn to the appeals against sentence. The combination of events which culminated in the serious injuries sustained by Walid Salem is highly unusual. By the time he was lying defenceless on the ground, none of his assailants was acting in self-defence or in Munir Hussain's case in defence of his wife, of his children, of himself, or of his home. This is not, and should not be seen as, a case about the level of violence which a householder may lawfully and justifiably use on a burglar. It is also clear that the violence to which Walid Salem was subjected was not designed to ensure that he would be detained, pending the arrival of the police, to be handed over to them. The burglary was over. No one was in any danger. The purpose of the appellants' violence was revenge: to teach at least one of the burglars a lesson. It was a sustained attack with weapons. The pleas of the eye-witness to desist were ignored. Such violence is not lawful.

               ……………………………………………………………………………………

        37.   Munir Hussain and Tokeer arrived at the scene by different routes and took part in the violence after they had been subjected to different pressures. They must, therefore, be dealt with differently. They were foolish to contest their guilt. An early guilty plea would have made the task of their advocates in mitigation so much easier. On the jury's verdict, they had participated in a very serious attack. It is worth underlining that, in the majority of cases where public violence by a gang produces injuries as series as these, very lengthy prison sentences are required. Indeed it is the kind of mob violence which normally arouses great public concern. However, as we have emphasised, this is not an ordinary or normal case, nor even one which falls within the overwhelming majority of cases, not least because of the character of the two appellants.

               ……………………………………………………………………………………

        44.   Today, as ever, the sentence of the court must address and balance the ancient principles of justice and mercy. In this case the call for a merciful sentence is intense. As we have emphasised, in the normal way group violence of this kind which produces serious injuries, even if the product of a real grievance, must result in substantial sentences of imprisonment. However, taking each of the appellants in their different positions, we consider that the call for mercy must be answered to this extent. We shall reduce each of the sentences on the Tokeer Hussain to two years' imprisonment, which in the normal context would represent a merciful sentence. The sentence will be effective immediately. He was not the victim of any crime. He will not have to live with the consequences of the crime, and he was not subjected to the same intensity of provocation and emotional anguish as his brother.

        45.   For the reasons we have explained, the case of Munir Hussain is one of true exceptionality. In the circumstances which we have endeavoured to explain in this judgment, we have come to the conclusion that we have ample justification for ordering that the sentence on him should be suspended. Accordingly, the sentence will be twelve months' imprisonment suspended for two years with a two year supervision requirement».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Καθίσταται εύκολα αντιληπτό πως τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης ήταν πολύ χειρότερα από αυτά της παρούσας. Αφενός λόγω της ουσιώδους χρονικής και τοπικής απόστασης από τη γενεσιουργό επίμεμπτη συμπεριφορά του θύματος της επίθεσης, μάλιστα κατά τρόπον εκδικητικό, που δεν έθετε καν υπό συζήτηση τυχόν ζητήματα αυτοάμυνας ή υπέρβασης ορίων της και αφετέρου λόγω της βιαιότατης επίθεσης και ιδίως των μονίμων συνεπειών όσον αφορά την υγεία του θύματος.

 

        Έχω την άποψη πως και στην παρούσα περίπτωση η πλάστιγγα θα έπρεπε να κλίνει προς την έγκριση της αναστολής των ποινών. Συμφωνώ ότι καμμιά εκ των περιστάσεων από μόνη της δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας προς την κατεύθυνση της αναστολής. Όμως αισθάνομαι ότι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, καθώς και αυτών του Εφεσείοντος, δικαιολογούσε αυτή την κατάληξη σε μια τέτοια υπόθεση με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά και χωρίς αυτό να σημαίνει την καθιέρωση οποιουδήποτε γενικού κανόνα ή πρακτικής. Ως πρωτεύοντα τέτοια ιδιάζοντα χαρακτηριστικά θεωρώ τις περιστάσεις της υπόθεσης, ως έχουν αναλυθεί πιο πριν, και την προχωρημένη ηλικία του Εφεσείοντος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα δικαιολογείτο η αναστολή στην περίπτωση που απουσίαζε κάποιο άλλο στοιχείο, όπως η πλήρης ανάρρωση του θύματος, η παραδοχή του Εφεσείοντος, τα προβλήματα υγείας του Εφεσείοντος κ.λπ.

 

        Στη βάση όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω, και με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, θα ενέκρινα τον δεύτερο λόγο έφεσης για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης.

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο