ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                                                                                   (Ποινική Έφεση Αρ.: 81/24)

 

18 Απριλίου 2024

 

.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΖΟΡΠΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

                     

M. Κέστωρος (κα), για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα    
Σ. Παπουή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας να διατάξει την κράτησή του μέχρι την εμφάνισή του στο Κακουργοδικείο Λευκωσίας, στο οποίο τον παρέπεμψε σε δίκη για εμπρησμό δύο αυτοκινήτων κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Κώδικος (κατηγορία 1) και για απειλή κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του ιδίου Νόμου (κατηγορία 2).

 

        Το αίτημα για κράτηση είχε βασιστεί τόσο στον κίνδυνο φυγοδικίας όσο και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο πρωτόδικος Δικαστής καταλήγοντας ότι συνέτρεχε ο κίνδυνος φυγοδικίας έκρινε πως παρείλκε η εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Αν και, έχοντας υπ’ όψιν το υπόβαθρο που είχε τεθεί, προκαλεί εντύπωση ο πρωτόδικος αυτός χειρισμός, εντούτοις το ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω αφού δεν έχει εφεσιβληθεί το μέρος αυτό της απόφασης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως.

 

        Τις αρχές, στη βάση των οποίων εξετάζονται παρόμοιας φύσης αιτήματα, είχαμε την ευκαιρία να τις παραθέσουμε αναλυτικά στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους λεπτομερώς. Αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε, σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας, ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης ενός κατηγορουμένου κατά τη δίκη του, νοουμένου όμως ότι αυτός ο κίνδυνος δεν διαπιστώνεται αυτομάτως κάθε φορά που συντρέχουν τα προαναφερθέντα τρία στοιχεία αλλά καθηκόντως συνυπολογίζονται και άλλα σχετικά δεδομένα, τα αποκαλούμενα «υποκειμενικά» (Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).

 

        Τονίζουμε περαιτέρω πως η εξουσία ρύθμισης της εμφάνισης ενός υποδίκου κατά τη δίκη του (κράτηση ή όροι) εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι παρεισέφρησαν εξωγενή στοιχεία είτε επειδή παραγνωρίστηκαν προαπαιτούμενα νομολογιακά κριτήρια (Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.α., Ποιν. Έφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21).

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων παραπονείται με τέσσερις λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Δεν εφήρμοσε τον Νόμο και τη νομολογία (πρώτος λόγος), (2) Δεν αναφέρθηκε στη σημασία της ύπαρξης δεσμών με τη Δημοκρατία και δεν τους έλαβε υπ' όψιν (δεύτερος λόγος), (3) Έκρινε εσφαλμένα ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο απόπειρας διαφυγής και ότι δεν είχαν τεθεί ενώπιόν του υποκειμενικοί παράγοντες που να υπερφαλαγγίζουν το δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει την παρουσία στη δίκη (τρίτος λόγος) και (4) Έσφαλε διότι δεν έλαβε υπ' όψιν αφενός ότι οι παρατεθείσες αποφάσεις αφορούσαν αλλοδαπούς χωρίς δεσμούς και αφετέρου ότι ο Εφεσείων είχε αυτοβούλως εμφανιστεί στην Αστυνομία (τέταρτος λόγος). 

 

        Ο εμπρησμός των δύο αυτοκινήτων είχε διαπραχθεί τα ξημερώματα της 13ης Μαρτίου 2024, ενόσω αυτά ήταν σταθμευμένα σε πρατήριο καυσίμων και οι κινήσεις του δράστη, ο οποίος φορούσε μαύρο κράνος μοτοσυκλετιστή, είχαν καταγραφεί σε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Μέρος του παρουσιασθέντος μαρτυρικού υλικού ήταν ότι την προηγούμενη ημέρα, 12.3.24, ο Εφεσείων, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο πρατήριο ENI, ιδιοκτησίας του πατέρα του παραπονούμενου, είχε κινηθεί απειλητικά προς τον ιδιοκτήτη  λέγοντάς του μεταξύ άλλων «Τον γιο σου εν να τον κρούσω τζιαί που τα πόψε εν να έσιεις ένα γιο λλιόττερο» (που συνιστά και τη φερόμενη απειλή της κατηγορίας 2). Η φωτιά τέθηκε σε αυτοκίνητα που ευρίσκοντο σε άλλο πρατήριο, ΠΕΤΡΟΛΙΝΑ, ιδιοκτησίας του γιου (παραπονούμενου). Τόσον ο πατέρας όσον και ο παραπονούμενος γιος, αργότερα παρακολούθησαν τα πλάνα από το κλειστό κύκλωμα και υποστήριξαν στις καταθέσεις τους ότι αναγνώρισαν τον Εφεσείοντα, τον οποίο και γνώριζαν ως πελάτη από προηγουμένως, οπότε βάσει αυτών ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, χωρίς να αποκλείεται κάθε λογική προσδοκία για αθώωση, επισημαίνοντας ότι: «Μέσω του τρόπου βάδισης και κίνησής του, ο Κ…. Σ…. ανέφερε ότι είναι «σίγουρος 100%» ότι ο δράστης του εμπρησμού είναι ο Κατηγορούμενος (βλ. Κυανούν 30). Μέσω του τρόπου που περπατούσε, τις κινήσεις του σώματος και τον σωματότυπο τον αναγνώρισε επίσης ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου που δέχτηκε τον εμπρησμό Σ…. Σ…. (βλ. Κυανούν 43)».

 

        Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης εν πρώτοις δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι «το Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι πρόκειται περί σοβαρού αδικήματος». Ιδιαίτερα για το αδίκημα του εμπρησμού κρίνουμε ότι ορθώς υπέδειξε την προβλεπόμενη ποινή των 14 ετών φυλάκισης, καθώς και το ενδεχόμενο επιβολής πολυετούς φυλάκισης βάσει της υφιστάμενης νομολογίας, σε περίπτωση καταδίκης. Στοιχεία τα οποία ικανοποιούν για τη συνδρομή των δύο πρώτων αντικειμενικών παραγόντων.

 

        Ούτε βέβαια συμφωνούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην υπόμνηση ότι η «διαθέσιμη μαρτυρία δεν αποκλείει κάθε λογική προσδοκία για αθώωση». Ούτως ή άλλως, με δεδομένο ότι σε αυτό το στάδιο κατά την εξέταση του σχετικού παράγοντα, αυτό που ελέγχεται με βάση την ισχύ της μαρτυρίας είναι η πιθανότητα (και όχι η βεβαιότητα) καταδίκης, έπεται ως θέμα λογικής πως το αντίθετο είναι που θα συνιστούσε σοβαρότατο σφάλμα αρχής, δηλαδή ο τυχόν απόλυτος αποκλεισμός της προσδοκίας ή πιθανότητας αθώωσης.

 

        Κατά τα άλλα, ενώπιόν μας και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η υπόθεση στηρίζεται σε φερόμενη μαρτυρία αναγνώρισης. Ενδέχεται δε ότι κατά την ακρόαση θα εγερθούν ζητήματα εφαρμογής των αρχών της R v. Turnbull and others (1976) 3 All E.R. 549, σχετικά με αυτοπροειδοποίηση για τυχόν κινδύνους. Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Khan v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 172/22, ημερ. 27.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B366, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης, κατ' εξοχήν αρμόδιο για τον έλεγχο της δύναμης του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνον εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμή του είναι έκδηλα φτωχή (Tasev v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 416).

 

        Στην παρούσα περίπτωση δεν θα συμφωνήσουμε με την αφοριστική εισήγηση ότι η βάδιση, η κίνηση και ο σωματότυπος κάποιου ουδόλως δύνανται να αποτελέσουν στοιχεία καταδίκης. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα εξαρτηθούν από την εικόνα που θα σχηματίσει και την αξιολόγηση στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο, το οποίο θα εκδικάσει την ουσία. Θα συμφωνήσουμε όμως πως κατά την όλη διεργασία εκτίμησης της ισχύος της μαρτυρίας θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί το ότι στα πλάνα δεν εμφαίνεται το πρόσωπο του δράστη και η φερόμενη μαρτυρία αφορά τον σωματότυπο και τις κινήσεις του δράστη. Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε το εν λόγω στοιχείο να συνεκτιμηθεί αφενός με το ότι ο παραπονούμενος ιδιοκτήτης στην αρχική κατάθεσή του είχε πει πως από τον σωματότυπο και τον τρόπο βαδίσματος υποψιάζεται τον Εφεσείοντα (Κυανούν 4) και αφετέρου ότι ο πατέρας στη δική του κατάθεση είχε πει πως τον αναγνώρισε από το στιλ που περπατά και κινείται (Κυανούν 30). Πρόκειται για στοιχεία τα οποία σχετίζονται με την ισχύ της μαρτυρίας και τα οποία δεν φαίνεται να απασχόλησαν πρωτοδίκως.

 

        Οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης αλληλοσυμπλέκονται αφού στην πραγματικότητα αφορούν όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους υποκειμενικούς παράγοντες οι οποίοι υπεισέρχονται στην εξίσωση και προσμετρούν, όπως είναι ο χαρακτήρας του κατηγορουμένου, η κατοικία του, το επάγγελμά του, τα οικονομικά του, καθώς και άλλων ειδών δεσμοί του με τη Δημοκρατία (βλ. Khan, ανωτέρω). Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Θεοχάρους κ.ά v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48 το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο πιθανόν να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.

 

        Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε αποτίμηση της πιθανότητας διαφυγής του συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Η μόνη αναφορά που εντοπίζουμε είναι πως λόγω της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων δεν μπορούσε «να αποκλειστεί το ενδεχόμενο απόπειρας διαφυγής του προς αποφυγή των συνεπειών που μπορεί να αντιμετωπίσει». Τα όσα υποκειμενικά στοιχεία είχαν αναφερθεί θεωρήθηκαν σωρηδόν ως παράγοντες εγγενείς και πιθανοί για κάθε Κύπριο που αντιμετωπίζει ποινική δίωξη και ότι εν όψει της σοβαρότητας της υπόθεσης δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας υπό οιουσδήποτε όρους. 

 

        Τέτοια υπαρκτά υποκειμενικά στοιχεία ήταν το ότι ο 43χρονος Εφεσείων είναι νυμφευμένος, έχοντας τρία ανήλικα τέκνα ηλικίας οκτώ, έξι και τεσσάρων ετών (εκ των οποίων το μικρότερο είναι βιολογικό του τέκνο) και ότι είναι ο μόνος που συνεισφέρει οικονομικά για τη διαβίωση της οικογένειας, δεδομένου ότι η σύζυγός του δεν εργάζεται. Ο Εφεσείων είχε διέλθει περίοδο εξάρτησης από τα ναρκωτικά κατά τα έτη 2017 έως 2021. Κατά την περίοδο αυτή είχε εμπλακεί σε διάφορα αδικήματα από τα οποία προέκυψαν οκτώ ποινικές υποθέσεις, τις οποίες είχε παραδεχθεί το 2022 και τιμωρήθηκε τον Μάιο του ιδίου έτους στη βασική υπόθεση, με πολύμηνη άμεση φυλάκιση. Είναι σε σχέση με αυτή την ποινή που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, μετά την έκτισή της, κατά τον Απρίλιο του 2023, ο Εφεσείων προσπάθησε να ενταχθεί στην κοινωνία, να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του, δεδομένου ότι είχε πλέον απεξαρτηθεί, έχοντας συμμετάσχει και σε σχετικά προγράμματα απεξάρτησης, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών που εκκρεμούσαν οι υποθέσεις αυτές.  

 

        Έχουμε την άποψη πως τα προαναφερθέντα υποκειμενικά στοιχεία έχρηζαν ειδικότερης ενασχόλησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς και ότι μια τέτοια εξέταση θα οδηγούσε στο ορθό συμπέρασμα ότι δεν ήταν βάσιμη η εκτίμηση πως υπήρχε ορατός κίνδυνος να φυγοδικήσει ο Εφεσείων. Συμφωνούμε πως θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.

 

        Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε εσφαλμένη την πρωτόδικη διαταγή κράτησης, η οποία και ακυρώνεται.

 

        Ο Εφεσείων αφήνεται ελεύθερος υπό τους πιο κάτω όρους:

 

1.        Να καταθέσει το ποσό των €10.000 σε μετρητά.

2.        Να παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα στην Αστυνομία.

3.        Το όνομα του να τεθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία (stop list) και ή η διέλευσή του στις Κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

4.        Να παρουσιάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μεταξύ των ωρών 17:00‑20:00.

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο