ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 82/2018)

 

29 Απριλίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΔΑ,

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

v.

 

1.      ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

3.      THEMIS PORTFOLIO (H3) MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED,

Εφεσίβλητων/Εναγόμενων.

 

____________________

 

Α. Δημητρίου για κ.κ. Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Π. Σελίπας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Εφεσίβλητο 2.

Γ. Χατζηγιώργης για κ.κ. Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 3.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείοντας ζήτησε, με αγωγή, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας – στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο -  ως ενάγοντας, την ακύρωση υποθήκης που αυτός παραχώρησε προς όφελος των Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Εναγόμενων 3, στα δικαιώματα των οποίων υποκαταστάθηκαν αρχικά οι Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και αργότερα, ως προκύπτει από σχετική ειδοποίηση καταχωρημένη στο Εφετείο στις 31.01.2024, από τους THEMIS PORTFOLIO (H3) MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED – στο εξής οι εφεσίβλητοι 3.  Η αγωγή εναντίον του εναγόμενου 1 – Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας - είχε απορριφθεί πριν την ακρόαση της αγωγής.  Η βασική δικογραφημένη εκδοχή του εφεσείοντα ήταν πως η ακύρωση της υποθήκης ήταν δικαιολογημένη επειδή, κατά το χρόνο που την παραχώρησε, αυτός, ήταν σε πτώχευση, ως εκ τούτου η υποθήκη ήταν άκυρη και εγγράφηκε παράνομα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, αφού άκουσε ως μάρτυρες τον εφεσείοντα και τον Πρωτοκολλητή του οικείου Δικαστηρίου, από τη μια, και τους δύο μάρτυρες που κλήτευσαν οι εφεσίβλητοι 2 και 3 (έναν μάρτυρα έκαστος), από την άλλη, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των προαναφερόμενων μαρτύρων πλην του εφεσείοντα, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του.

 

Κατέληξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο εφεσείοντας δεν απέδειξε ότι (α) ήταν νομικά ανεπίτρεπτη η εγγραφή της υποθήκης, ως εκ τούτου έκρινε πως δεν ήταν παράνομη καθ’ ότι δεν υπήρχε, εν τη εννοία του νόμου, οποιαδήποτε απαγόρευση στην εγγραφή της από το Κτηματολόγιο Λάρνακας και (β) ότι η καταχώριση της αγωγής δεν προσφερόταν για την αιτούμενη, πρωτοδίκως, θεραπεία της ακύρωσης της υποθήκης, υποδεικνύοντας, παράλληλα, ότι υπήρχε και η δυνατότητα για καταχώριση αίτησης παραμερισμού της απόφασης, που εκδόθηκε εναντίον του, στην αγωγή επί της οποίας διατάχθηκε η εκποίηση της υποθήκης, πλην όμως δεν επιλέχθηκε κάτι τέτοιο.

 

Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση με τρεις (3) λόγους έφεσης.  Ο πρώτος λόγος αφορά στη θέση ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η αγωγή του με την κατάληξη, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν ασκήθηκε το ορθό δικονομικό μέτρο, και τούτο κατά λανθασμένη εφαρμογή της νομολογίας. Ο δεύτερος λόγος αφορά στη θέση ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του μη δικογραφημένους ισχυρισμούς, των εφεσίβλητων, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην απόρριψη της αγωγής του.  Ο τρίτος λόγος αφορά στη θέση ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη τους σκοπούς έκδοσης διατάγματος παραλαβής, ή τις πρόνοιες του Περί Πτώχευσης Νόμου, ΚΕΦ. 5, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένο συμπέρασμα και/ή απόφαση.

 

Από την πλευρά των εφεσίβλητων 2 και 3 υποστηρίζεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και αναπτύσσεται, μέσα από τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, σχετική επιχειρηματολογία με επίκληση νομολογίας.

 

Είναι σημαντικό και ουσιώδες να επισημάνουμε πως, ως προκύπτει από το περιεχόμενο των λόγων έφεσης, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετιζόμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων, δεν αμφισβητούνται.  Κατ’ επέκταση δεν αμφισβητούνται ούτε και τα εξαγόμενα, από τη σχετική αξιολόγηση, ευρήματα επί των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, τα οποία, πρωτοδίκως, διατυπώθηκαν ως ακολούθως:

 

«13. Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

(α) Στις 17.8.1994 η Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ καταχώρισε αίτηση για έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης. Η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε προσωπικά στον Σ. Κωνσταντίνου την 15.9.1994. Ακολούθως την 18.10.1994 καταχωρήθηκε αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του η οποία επιδόθηκε προσωπικά σ΄ αυτόν την 18.5.1995. Δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και στις 11.10.1995 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του. Ακολούθως στις 10.9.2002 εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης του το οποίο επιδόθηκε στη σύζυγο του την 25.11.2002. Το εν λόγω διάταγμα δημοσιεύθηκε την 3.11.2002 στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» και την 8.11.2002 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(β) Ο Σ. Κωνσταντίνου μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, για εξασφάλιση χρέους παραχώρησε προς όφελος της εναγόμενης 3 Τράπεζας, την υποθήκη με αρ. Υ2575/98 η οποία εγγράφηκε την 11.8.1998. Το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας μετά από έρευνα στα μητρώα εγγραφής διαπίστωσε ότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε απαγόρευση ή εμπόδιο στην κατάθεση της πιο πάνω υποθήκης. Επισημαίνεται ότι δεν υφίσταται ίχνος μαρτυρίας ότι η Τράπεζα γνώριζε ότι εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του όταν παραχωρούσε πιστωτικές διευκολύνσεις και καταρτιζόταν η σύμβαση υποθήκης.

(γ) Η εναγόμενη 3 καταχώρισε την αγωγή αρ. 4427/2000 εναντίον του Σ. Κωνσταντίνου. Στις 12.7.2002 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εναγόμενης 3 και εναντίον, μεταξύ άλλων, και του Σ. Κωνσταντίνου, για το ποσό των ΛΚ143.373,91 πλέον τόκους και έξοδα ως επίσης εκδόθηκε και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης αρ. Υ2575/98. Στην εν λόγω απόφαση ρητά αναφέρεται ότι αυτή εκδόθηκε στην απουσία του πιο πάνω προσώπου «.  αν και δεόντως επεδόθη προς αυτούς πιστόν αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος . .».

(δ) Ο Σ. Κωνσταντίνου δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος παραλαβής και πτώχευσης ως επίσης και της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου παρά μόνο καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

 

14. Προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση ότι ο Σ. Κωνσταντίνου παραχώρησε και ενέγραψε προς όφελος της Τράπεζας την υποθήκη (11.8.1998) ενώ είχε ήδη εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του (11.10.1995).»

 

Η πρώτη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασιζόμενη στα ευρήματα του, πλην όμως αμφισβητούμενη με τον τρίτο λόγο έφεσης, στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι κατά τον χρόνο της εγγραφής της υποθήκης δεν υπήρχε απαγόρευση, εκ του νόμου, για την εγγραφή της στο Κτηματολόγιο.  Αναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο περιεχόμενο του Άρθρου 9 του ΚΕΦ. 5, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο (11.08.1998) της παραχώρησης της υποθήκης, αλλά και κατά τον χρόνο εγγραφής της, στο Κτηματολόγιο, την ίδια ημέρα.   Το προηγηθέν γεγονός, της έκδοσης διατάγματος παραλαβής περιουσίας εναντίον του εφεσείοντα, από τις 11.10.1995, το οποίο αυτός απέκρυψε από την Τράπεζα, δεν αποτελούσε απαγόρευση εν τη εννοία του σχετικού νόμου, αν και τέτοια απαγόρευση προστέθηκε με τον τροποποιητικό Ν. 206(Ι)/2012, και δη, με την προσθήκη ρητής απαγόρευσης εγγραφής απόφασης ή υποθήκης ή άλλης επιβάρυνσης επί της περιουσίας χρεώστη μετά την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του, καθώς επίσης, και με τον τροποποιητικό Ν. 61(Ι)/2015, προστέθηκε η δυνατότητα διαγραφής υποθήκης, ως εξυπαρχής άκυρης, με αίτημα του επίσημου παραλήπτη ή του διαχειριστή ή του σύνδικου ή οποιουδήποτε πιστωτή.  Παρέπεμψε δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, και στην πρόνοια του Άρθρου 12(1)(α)(β) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν. 9/1965, στην οποία προβλέπεται πως:

«12.-(1) Εκτός ως προνοείται εν άρθρω 29 ή 31, οσάκις ακίνητον υπόκειται εις οιονδήποτε εμπράγματον βάρος ή ο κύριος αυτού τελεί υπό απαγόρευσιν-

(α) ουδεμία δήλωσις μεταβιβάσεως ή υποθήκης τοιούτου ακινήτου γίνεται δεκτή παρά τω αρμοδίω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω

(β) ουδεμία δήλωσις μεταβιβάσεως ή υποθήκης τοιούτου ακινήτου γίνεται δεκτή παρ’ οιωδήποτε ετέρω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω ή παραρτήματι, οσάκις η ύπαρξις του τοιούτου εμπραγμάτου βάρους ή απαγορεύσεως είναι γνωστή εις τον αρμόδιον λειτουργόν του ετέρου τοιούτου Κτηματολογικού Γραφείου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, παραρτήματος

(γ) ουδεμία μεταβίβασις ή υποθήκη τοιούτου ακινήτου δηλωθείσα παρ’ οιωδήποτε ετέρω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω ή παραρτήματι άνευ γνώσεως του αρμοδίου λειτουργού περί της υπάρξεως τοιούτου εμπραγμάτου βάρους ή απαγορεύσεως εγγράφεται παρά τω αρμοδίω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεδομένου ότι αποδέχθηκε πως ούτε η τράπεζα, αλλά ούτε το Κτηματολόγιο Λάρνακας, γνώριζαν για την έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα, έκρινε ότι δεν υπήρχε σχετική απαγόρευση και πως ορθά ενεγράφη η επίμαχη υποθήκη.  Κατ’ επέκταση, κατέληξε πως ο εφεσείοντας δεν απέδειξε ότι η υποθήκη, που αυτός παραχώρησε, ήταν άκυρη ή ότι η εγγραφή της ήταν παράνομη.  Εξαιτίας του λόγου αυτού απέρριψε την αγωγή. 

 

Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε τον λόγο που ο εφεσείοντας ζήτησε την ακύρωση της υποθήκης.  Πρόκειται για τον ισχυρισμό πως όταν παραχώρησε την υποθήκη είχε ήδη εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, κάτι που δεν γνώριζε.  Για το τελευταίο σκέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, δεν αποδέχθηκε τη θέση του, πως δεν γνώριζε ότι είχε εκδοθεί τέτοιο διάταγμα εναντίον του. 

 

Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα και τη θέση του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκαν, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του, πλην όμως δεν αποδεχόμαστε ότι προκύπτει βασιμότητα ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης.  Ως διαφαίνεται, στο νομικό πλαίσιο που διήπε τα γεγονότα της υπόθεσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο που αυτά τελέστηκαν, δεν υπήρχε απαγόρευση για την εγγραφή της επίμαχης υποθήκης, δεδομένου και του γεγονότος ότι δεν υπήρχε γνώση, εκ μέρους των εφεσίβλητων 2 και 3, για την ύπαρξη του διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα, γεγονός το οποίο, σημειωτέον, αυτός απέκρυψε όταν παραχώρησε την υποθήκη.   Επομένως, το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, ορθά κρίθηκε πως εφ’ όσον, το εν λόγω γεγονός, δεν ήταν γνωστό είτε στην τράπεζα είτε στο Κτηματολόγιο, η εγγραφή ήταν καθόλα νόμιμη και επιτρεπτή, και προφανώς, οι μεταγενέστερες χρονικά, των ουσιωδών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, τροποποιήσεις της νομοθεσίας Περί Πτώχευσης, το 2012 και το 2015, δεν είχαν αναδρομική ισχύ, κατ’ επέκταση δεν επηρέασαν το κύρος της εγγραφής της επίδικης υποθήκης.  Ο σκοπός του νόμου δεν είναι ασύνδετος με τις πρόνοιες του και το περιεχόμενο τους.  Κατά τον επίδικο ουσιώδη χρόνο, που ενεγράφη η επίμαχη υποθήκη, δεν σκοπείτο η απαγόρευση εγγραφής της υποθήκης, επομένως το Κτηματολόγιο δεν είχε δικαιολογητική βάση να μην την εγγράψει.

 

Συνακόλουθα, η πρώτη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σχετιζόμενη με τον τρίτο λόγο έφεσης, ήταν ορθή και ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος. 

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, πέραν της πιο πάνω κρίσης, εν’ όψει του ότι οι συνήγοροι των εφεσίβλητων 2 και 3 ήγειραν θέμα ακαταλληλότητας και μη ορθού τρόπου αμφισβήτησης του κύρους της υποθήκης, εξέτασε το θέμα και κατέληξε πως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, η έγερση της αγωγής,  με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν ήταν πρόσφορη για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ήτοι, ακύρωσης της επίμαχης υποθήκης, και ως εκ τούτου η αγωγή ήταν έκθετη σε απόρριψη και γι’ αυτόν τον λόγο.

 

Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν στο ίδιο θέμα, και δη, του κατάλληλου ή πρόσφορου δικονομικού διαβήματος που ο εφεσείοντας επέλεξε να προωθήσει την ακύρωση της υποθήκης.

 

Το σχετικό σκεπτικό, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με επίκληση σχετικής νομολογίας, έχει ως ακολούθως:

 

«…Προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση όπως με λεπτομέρεια έχουν εκτεθεί πιο πάνω ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής αρ. 4427/2000 διέταξε την εκποίηση της υποθήκης. Η πιο πάνω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν παράλειψης του Σ. Κωνσταντίνου να εμφανιστεί. Στην περίπτωση που εκδίδεται απόφαση λόγω παράλειψης του εναγόμενου να εμφανιστεί τότε ο τελευταίος δύναται να καταχωρίσει αίτηση για παραμερισμό της στα πλαίσια των Δ.17 θ.10 και Δ.26 θ.14  των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξηγείται η έλλειψη εμφάνισης όπως και ο χρόνος στον οποίο προέβηκε στο διάβημα και να παρέχονται στοιχεία για εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ώστε να καθίστατο δυνατή η υπό του Δικαστηρίου άσκηση διακριτικής εξουσίας (βλ. Evans v Bartlam {1937} 2 All E.R. 646 (H.L.), Kotsapas & Sons Ltd v Titan Construction & Engineering Co. {1961} C.L.R. 317, Phylactou v Michael {1982} 1 C.L.R. 204, Mine & Quarry Services Ltd v Γεωργίου {1993} 1 Α.Α.Δ. 26).

Αναγνωρίστηκε από τη νομολογία μας ότι μια απόφαση που έχει εκδοθεί εκ συμφώνου μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση που εκδίδεται σε μια αγωγή που καταχωρείται για το σκοπό αυτό. (Emeris v Woodward {1889} 43 Ch. D. 185, Ainsworth v Wilding {1896} 1 Ch. 673). Αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εκ συμφώνου έχουν ακυρωθεί γιατί η συμφωνία είχε στοιχεία παρανομίας (Windhill Local Board of Health v Vint {1890} 45 Ch. D. 351), γιατί λήφθηκε κατόπιν απάτης (Priestman v Thomas {1884} 9 P.D.70, 210, γιατί ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίου λάθους (Wilding v Robinson {1919} 1 K.B.474, Ανδρέου ν P & D Crystal Line Co Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1521 και Halsbury´s Laws of England 3η έκδοση, Τόμος 22, σελ.792).

Η παρούσα υπόθεση δεν είναι τέτοια αφού η απόφαση εκδόθηκε λόγω παράλειψης του Σ. Κωνσταντίνου να εμφανιστεί. Ο ενάγοντας δεν υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Αντ΄ αυτού καταχώρισε την παρούσα αγωγή παρακάμπτοντας τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι προβλέπουν τη διαδικασία παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εναγόμενου.

Στην υπόθεση Pat Jones κ.ά. ν Ξένιας Δημητρίου κ.ά. {1998} 1 Α.Α.Δ. 1526, εκδόθηκε διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση και η αγωγή προχώρησε στην απουσία των εφεσειόντων λόγω μη εμφάνισης και εκδόθηκε απόφαση. Μετά που οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση για την έκδοση της απόφασης καταχώρισαν αγωγή, στην οποία προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι αυτή επετεύχθη δια δόλου και ή ψευδών παραστάσεων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυψαν λόγοι που να δικαιολογούν την ακύρωση της απόφαση και έτσι απέρριψε την αγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι παρόλο ότι η ακύρωση της απόφασης στην προηγούμενη αγωγή ενδείκνυτο να ζητηθεί με αίτηση, εντούτοις, ενόψει της διαπλοκής με τους περί δόλου ισχυρισμούς σχετικά με την επίδοση έκρινε ότι στην έκταση που κάλυπτε αυτή η διαπλοκή δεν ήταν άτοπη η έγερση της στο πλαίσιο της αγωγής των εφεσειόντων.

………………………………………………………………………………

Τονίζεται ότι ο ενάγοντας δεν προβάλλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς για δόλο ή απάτη ή και οτιδήποτε άλλο από μέρους των εναγομένων 2 και 3 ώστε να μην θεωρείται ως άτοπη η έγερση της παρούσας αγωγής. Δεν υφίσταται ίχνος μαρτυρίας ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 γνώριζαν κατά το χρόνο σύναψης και εγγραφής της υποθήκης ότι εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του πιο πάνω προσώπου. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο ενάγοντας διατηρούσε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση για παραμερισμό της απόφασης στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα εκποίησης της υποθήκης και δεν το έπραξε. Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω η έγερση της παρούσας αγωγής δεν είναι πρόσφορη για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και έτσι είναι έκθετη σε απόρριψη.»

 

Προωθήθηκε το επιχείρημα, από τον συνήγορο του εφεσείοντα, πως η καταχώριση αυτοτελούς αγωγής για ακύρωση υποθήκης είναι το αναγνωρισμένο, από τη νομολογία, διάβημα για τις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το Άρθρο 36 του Ν. 9/1965.  Η υποστήριξη του εν λόγω επιχειρήματος έγινε με την επίκληση της υπόθεσης Αγγελίδης v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1771.   Έχουμε αναγνώσει την εν λόγω αυθεντία η οποία, όμως, ως κρίνουμε, ενισχύει και επιβεβαιώνει την πρωτόδικη κρίση.  Εν πάση περιπτώσει δεν βοηθά προς την στοιχειοθέτηση του πρώτου λόγου έφεσης, ως ισχυρίζεται ο συνήγορος του εφεσείοντα.  Τούτο διότι συνιστά, και αυτή η υπόθεση, μέρος της τροχιάς της διαχρονικής νομολογίας, την οποία υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στην προειρημένη υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση, και έκρινε ότι οι επίδικες, εκεί, υποθήκες θα έπρεπε να κριθούν άκυρες, ακριβώς, επειδή στην αγωγή υπήρχαν ισχυρισμοί, οι οποίοι αποδείχθηκαν, πως οι  υποθήκες ήταν συνδεδεμένες με πλαστά γραμμάτια και άρα δεν υπήρχε οφειλή, καθώς και ότι υπήρχαν συνέπειες, από την παρανομία που συνυπήρχε, σχετικές με την καταδολίευση του δημοσίου.  Ως έχει διαπιστωθεί με την εκκαλούμενη εδώ απόφαση,  τέτοιοι ισχυρισμοί, ανάλογοι ή παρόμοιοι, δεν υπήρχαν στην αγωγή του εφεσείοντα.  Επιπρόσθετα, σημειώνουμε πως δεν συνέτρεχε, στην υπόθεση Αγγελίδης (ανωτέρω), το γεγονός της προγενέστερης έκδοσης απόφασης, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, όπου προηγήθηκε έκδοση απόφασης στην αγωγή 4427/2000.

 

Ως υποδείχθηκε πρωτόδικα, θα μπορούσε, ο εφεσείοντας, να επιδιώξει ακύρωση της επίμαχης υποθήκης, με την αγωγή του, αν προέβαλλε ισχυρισμούς περί εξασφάλισης, είτε της υποθήκης, είτε της απόφασης στην αγωγή 4427/2000, με δόλο ή απάτη ή παρανομία.  Ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείοντας δεν είχε τέτοιους δικογραφημένους ισχυρισμούς.  Υπήρχε και άλλη δυνατότητα, υπό τις περιστάσεις, και δικονομική δίοδος για να ζητήσει ακύρωση της επίδικης υποθήκης, για τον συγκεκριμένο λόγο που επικαλούνταν.  Ήταν η καταχώριση αίτησης παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του, με υπόβαθρο την επίμαχη υποθήκη, στην αγωγή 4427/2000, και να ζητήσει άδεια για καταχώριση υπεράσπισης, και, ταυτόχρονα, με ανταπαίτηση να εγείρει τους ισχυρισμούς του, σχετιζόμενους με την εκδοχή που προώθησε με την αγωγή του. Συμφωνούμε με την ανάλυση και προσέγγιση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η επιλογή της ξεχωριστής αγωγής, προηγηθέντων των περιστάσεων που οδήγησαν στην έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα, ελλείψει ισχυρισμών περί δόλου, απάτης ή περί παρανομίας στην παραχώρηση της υποθήκης ή στην εξασφάλιση της απόφασης στην αγωγή 4427/2000, ορθά κρίθηκε, πρωτόδικα, ότι η αγωγή του εφεσείοντα, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, δεν αποτελούσε πρόσφορο μέτρο, για την αιτούμενη θεραπεία.

 

Με αναφορά στα προλεγόμενα δεν διαπιστώνουμε λάθος στην πρωτόδικη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας ή της νομολογίας, συνεπώς η υπό συζήτηση πρωτόδικη κρίση ήταν ορθή.

 

Συναφής θέση και παράπονο του εφεσείοντα, εγειρόμενο με τον δεύτερο λόγο έφεσης, έγκειται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως ενώπιον του ηγέρθηκε αγωγή, ως λανθασμένο ή μη πρόσφορο μέτρο, παρ’ ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρχε δικογραφημένος στην υπεράσπιση των εφεσιβλήτων 2 και 3, αλλά ανέδειξε, λανθασμένα, τέτοιο ζήτημα και το αποφάσισε.

 

Η πιο πάνω θέση δεν γίνεται αποδεκτή.  Το θέμα ηγέρθηκε, ως επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον μας, στις αγορεύσεις, πρωτόδικα, από τους εφεσίβλητους 2 και 3.  Παρ’ ότι δεν υπήρχε σχετική δικογράφηση, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία, αυτεπάγγελτα, υπό τις περιστάσεις που βρίσκονταν ενώπιον του, να συζητήσει και να αποφανθεί για τέτοιο ζήτημα.  Πρόκειται για ζήτημα που άπτεται της εξουσίας και της δικαιοδοσίας του αφού (βλέπε υπόθεση Λάντου κ.α. v. Συμεού κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 572), αν πετύχανε η αγωγή, ένα τέτοιο γεγονός θα λειτουργούσε ως έκδοση αντιφατικής πρωτόδικης απόφασης.  Ορθά υποδείχθηκαν οι δύο διόδοι και οι δικονομικές δυνατότητες που είχε ο εφεσείοντας, προκειμένου να αμφισβητήσει το κύρος της επίμαχης υποθήκης, και όμως δεν επέλεξε καμία από τις δύο.

 

Ενόψει των προλεγόμενων κρίνονται αβάσιμοι και οι λόγοι 1 και 2. 

 

Τέλος, πριν ολοκληρώσουμε την παρούσα απόφαση μας, κλείνουμε με το συμπέρασμα πως η θέση του εφεσίβλητου 3, ότι ο εφεσείοντας δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα έφεση στο όνομα του, προσωπικά, είναι ορθή, καθ’ ότι, την αγωγή, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ήγειρε ο Επίσημος Παραλήπτης ο οποίος, εκ του νόμου, και αρμοδίως, εκπροσώπησε τα συμφέροντα των πιστωτών και της πτωχευτικής περιουσίας του εφεσείοντα.  Η αξίωση για ακύρωση της επίμαχης υποθήκης ηγέρθηκε προς προστασία των πιστωτών.  Με την έφεση όμως, προσωπικά από τον εφεσείοντα, ο οποίος έστω ότι έχει αποκατασταθεί αυτοδίκαια, δεν θα επέλθει οποιαδήποτε προστασία των πιστωτών ή της πτωχευτικής περιουσίας.  Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για διαφορετικό διάδικο.  Η θέση του εφεσείοντα, διατυπωμένη στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι «Στην προκείμενη διάδικος ήταν Πρωτοδίκως και είναι σήμερα κατ’ έφεση ο Επίσημος Παραλήπτης ο οποίος εκπροσωπεί τα δικαιώματα των πιστωτών οι οποίοι ήγειραν την διαδικασία πτωχεύσεως …» περιπλέκει περισσότερο την εκδοχή του, επί του υπό συζήτηση θέματος. Το δε, κοινώς αποδεκτό, γεγονός ότι ο εφεσείοντας αποκαταστάθηκε στις 07.11.2015 αυτοδίκαια δεν αλλάζει τη νομική διάσταση του πράγματος, αφού αντικείμενο της έφεσης δεν είναι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που αφορά σε χρόνο μετά την αποκατάσταση του, αλλά πριν. 

 

Συνακόλουθα, η έφεση είναι απορριπτέα και γι’ αυτό τον λόγο.

 

Στη βάση όλων των προαναφερόμενων η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση, ως ορθή, επικυρώνεται.  Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων 2 και 3 και εναντίον του εφεσείοντα, ύψους €4.000,00, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο