ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε106/2022)

 

 

25 Απριλίου, 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

           TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ
ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) 
                                                                                Εφεσείουσα/Αιτήτρια
και

  ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ‑ ΤΜΗΜΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ 
                                                               Εφεσίβλητος /Καθ' ου η Αίτηση
-----------------------------

 

Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Λ. Γρηγορίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από τον κ. Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΚΟΝΗΣ, Δ.: Την 24.9.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιλαμβανόμενο μονομερούς αιτήσεως, η οποία εδραζόταν στο άρθρο 220[1] του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αποδέχτηκε αίτημα του Εφόρου Φορολογίας για λήψη άδειας προς καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον της εταιρείας Tricor Ltd.

 

             Την 30.9.2020 η εταιρεία Tricor Ltd δια του εκκαθαριστή της, καταχώρισε αίτηση («η Αίτηση») με την οποία επιζητούσε διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται ή να ακυρώνεται το διάταγμα ημερομηνίας 24.9.2019 με το οποίο επιτρεπόταν η καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον της.  Η Αίτηση βασιζόταν μεταξύ άλλων και στη Δ.48 θ.8(4)[2] των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε. Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση του Εφόρου Φορολογίας και οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η εφεσείουσα/αιτήτρια υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη νομική βάση της μονομερούς αίτησης δεν περιέχετο οποιοδήποτε άρθρο ή θεσμός για έκδοση μονομερούς διατάγματος και ως εκ τούτου δεν υπήρχε δικαιοδοτικό πλαίσιο για έκδοση μονομερούς διατάγματος, δεν παρέχετο οποιαδήποτε πληροφορία για το κατ' επείγον της έκδοσης του, ενώ το διάταγμα ημερ. 24.9.2019 δεν είχε οριστεί επιστρεπτέο και δεν δόθηκαν οδηγίες να επιδοθεί σε αυτήν η μονομερής αίτηση και το ως άνω διάταγμα.  Τέλος, υποστήριξε ότι  σύμφωνα με το άρθρο 220 του Κεφ. 113 και τη σχετική νομολογία, η αίτηση θα έπρεπε να γίνει δια κλήσεως και να επιδοθεί στον εκκαθαριστή της.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε αρχικά ότι η εμβέλεια της Δ.48 θ.8(4) εξετάστηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Μακρίδη κ.α., (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1218, όπου κρίθηκε πως η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται με τρόπο που πρωτόδικο Δικαστήριο να καθίσταται Εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου. Ανάφερε επίσης ότι ένας δικαστής δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως Εφέτης του εαυτού του ή ομόβαθμου δικαστηρίου, κανόνας που θεμελιώθηκε στη Ματθαίου v. Σολωμόντος κ.α. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1201, RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571 και Ritchie κ.α. (2008) 1(Α) A.A.Δ. 639.

 

             Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ακολούθως ότι αναδύετο η ανάγκη να εξεταστεί πότε κάποιο Δικαστήριο δύναται με βάση τη Δ.48 θ.8(4) να αναθεωρήσει διάταγμα που έχει εκδοθεί μονομερώς και πότε διαπιστώνεται ενέργεια που συνιστά ανεπίτρεπτη αναθεώρηση άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου.  Παραπέμπει επί τούτου στην υπόθεση Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ. Χ. Περατικός Λίμιτεδ κ.α. v. Περατικού κ.α., Πολ. Αίτηση 32/2019 ημερ.17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα:

«Ανεξάρτητα όμως από τη δυνατότητα χρήσης της Δ.48 θ.8(4), την εμβέλεια και τη σημασία της, το ερώτημα παραμένει: Μπορούσαν οι ενιστάμενοι εδώ να αιτηθούν ακύρωση των ενταλμάτων χωρίς να είχαν μεσολαβήσει διαφορετικά ή άλλα γεγονότα;  Με μόνη τη διαφορετική νομική ανάγνωση επί του θέματος;  Και χωρίς τα εντάλματα να ήταν επιστρεπτέα;  Ένας διάδικος που επηρεάζεται από προσωρινό μέτρο εκδοθέν από Δικαστήριο, (ένας εναγόμενος εναντίον του οποίου εκδόθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα), δύναται βεβαίως να ενστεί ώστε να δείξει λόγο γιατί το διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει ή να οριστικοποιηθεί.  Αυτό δικαιοδοτικά μπορεί να το πράξει πρώτον, διότι καλείται από το ίδιο το εκδώσαν το διάταγμα Δικαστήριο να δείξει λόγο προς την κατεύθυνση αυτή, και δεύτερο, διότι το διάταγμα αποτελούσε ένα προσωρινό μέτρο το οποίο δεν είχε ακόμη τύχει τελειωτικής δικαστικής επεξεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ενιστάμενος δύναται να θέσει γεγονότα τα οποία είτε δεν αποκαλύφθησαν κατά το ex parte στάδιο, είτε προκύπτουν προς αναγκαία επανεξέταση της διατήρησης της ισχύος του διατάγματος. Η νομική επιχειρηματολογία αφορά βεβαίως στα τρία κριτήρια στη βάση των οποίων εκδόθηκε το διάταγμα, αλλά και στο ευρύτερο κριτήριο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το πού κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

Εδώ, δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία ή παράγοντες.»

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι η Δ.48 θ.8(4) δεν μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο ώστε κάποιο πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, επειδή έχει άλλη νομική θεώρηση. Δηλαδή δεν προσφέρεται ο μηχανισμός της Δ.48 θ.8(4) για επανεξέταση απόφασης άλλου Δικαστηρίου, έστω και αν αυτή εκδόθηκε μονομερώς. Στη συνέχεια ανάφερε τα ακολούθα:


«Στην υπό κρίση υπόθεση, ευθύς εξ αρχής, τονίζεται ότι το διάταγμα του οποίου επιδιώκεται ο παραμερισμός δεν ήταν παρεμπίπτον ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε με βάση τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ..6, ώστε να τυγχάνει εφαρμογή(ς) το άρθρο 9 του εν λόγω νόμου και να απαιτείτο όπως το εκδοθέν διάταγμα να οριζόταν επιστρεπτέο ή να εξεταζόταν ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος.

Υπόβαθρο της σχετική(ς) αίτησης ήταν το άρθρο 220 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο προνοεί πως σε περίπτωση που εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον εταιρείας, καμία αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου.

 

Στο πιο πάνω πλαίσιο το Δικαστήριο που εξέτασε την αίτηση εφάρμοσε το άρθρο 220 του περί Εταιρειών Νόμου και χορήγησε την αιτούμενη άδεια, ασκώντας τη σχετική δικαστική του κρίση.

Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις το εάν έπρεπε η σχετική αίτηση να γινόταν δια κλήσεως ή εάν δεν καταγράφονταν οι θεσμοί που να έδιδαν τη δυνατότητα για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος μονομερώς ή το εάν το εκδοθέν διάταγμα δεν ορίστηκε επιστρεπτέο είναι ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση της δικαστική(ς) κρίσης του Δικαστηρίου που εξέδωσε το επίδικο διάταγμα.

 

Όμως, σύμφωνα με τα όσα έχουν κριθεί στην απόφαση Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Κρίνου Ζ. Μακρίδη και άλλων (ανωτέρω), δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει αν ορθώς και ευλόγως είχε εκδοθεί το επίδικο διάταγμα, καθ' ότι σε τέτοια περίπτωση καθίσταται Εφετείο άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου.»

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, έκρινε ότι το να καλείται να παραμερίσει το επίδικο διάταγμα για τους λόγους που προβλήθηκαν από την εφεσείουσα, ισοδυναμούσε με προσπάθεια αναθεώρησης απόφασης άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου επί τη βάσει τυχόν διαφορετικής νομικής θεώρησης, ενέργεια που δεν ήταν επιτρεπτή σύμφωνα με τη νομολογία και συνιστούσε υπέρβαση εξουσίας. Έτσι προχώρησε στην απόρριψη της Αίτησης με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

            Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης. Ως πρώτος λόγος έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση, αποφασίζοντας ότι ήταν στη δικαστική κρίση του Δικαστηρίου η έκδοση του διατάγματος ημερ. 24.9.2019 μονομερώς και χωρίς να οριστεί το διάταγμα επιστρεπτέο για να επιδοθεί μαζί με τη μονομερή αίτηση στην εφεσείουσα ή και τον εκκαθαριστή της, ώστε να ακουστούν ως άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ενώ δεν είχε καταδειχθεί και το κατεπείγον της έκδοσης του διατάγματος ημερ. 24.9.2019.  Επαναλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους είχε ζητηθεί πρωτοδίκως ο παραμερισμός του διατάγματος ημερ. 24.9.2019 λόγω μη επίδοσης στην εφεσείουσα ή και στον εκκαθαριστή της, ώστε να ακουστούν ως άμεσα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.  Παραπέμπει στην υπόθεση Ταμείο Πρ. Προσ. Βιομ. (ΣΕΚ) v. Samoa Cloth. κ.α. (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 289, όπου αποφασίστηκε σύμφωνα με την εφεσείουσα, ότι η διαδικασία για λήψη άδειας για ποινική διαδικασία εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας, αφορά εξίσου το δικαιοδοτικό πλαίσιο του άρθρου 220 του Κεφ. 113, αφού επηρεάζεται η οικονομική κατάσταση της υπό εκκαθάριση εταιρείας.  Γι' αυτό αποφασίστηκε και δόθηκαν οδηγίες όπως επιδοθεί η σχετική αίτηση καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης στον εκκαθαριστή της, o οποίος εκπροσωπεί το σύνολο των πιστωτών για να τοποθετηθεί, κάτι το οποίο δεν συνέβηκε στα πλαίσια της μονομερούς αίτησης και δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε την Αίτηση.        

 

            Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν παρέχεται η ευχέρεια, είτε με τη Δ.48 θ.8(4), είτε και στα πλαίσια του άρθρου 220 του Κεφ. 13 για παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 24.9.2019 και ως εκ τούτου λανθασμένα απέρριψε την Αίτηση. Σύμφωνα με την εφεσείουσα ο μηχανισμός της Δ.48 θ.8(4) δεν περιορίζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις που εξειδικεύονται στο Εδάφιο 1 του θεσμού 8 της Δ.48, αφού είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της ότι οποιοδήποτε πρόσωπο (εκτός από τον αιτητή) που επηρεάζεται από διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς (ex parte), μπορεί να υποβάλει αίτηση δια κλήσεως για ακύρωση ή τροποποίηση του και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να ακυρώσει ή τροποποιήσει τέτοιο διάταγμα με όρους, όπου θα φαινόταν δίκαιοι και ως εκ τούτου ορθά η εφεσείουσα καταχώρισε την Αίτηση. Σύμφωνα με την εφεσείουσα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παρερμήνευσε τη νομολογία στην οποία κάνει αναφορά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία/βιβλιογραφία αναφορικά με το άρθρο 220 του Κεφ. 113, υπήρχε το δικαιοδοτικό πλαίσιο στην Αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 24.9.2019, αφού το εκδοθέν διάταγμα δεν ορίστηκε επιστρεπτέο και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να παραμερίσει το διάταγμα ημερ. 24.9.2019 και να δώσει οδηγίες για επίδοση της μονομερούς αίτησης στην εφεσείουσα ή και στον εκκαθαριστή της ώστε να ακουστούν.

 

            Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

             Θα πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι στο σύγγραμμα, «Η Εκκαθάριση Εταιρειών», Β' έκδοση, του Δρος Αντρέα Π. Ποιητή, σελίδα 359, αναφέρεται ότι η αίτηση για άδεια για έναρξη ή συνέχιση αγωγής ή διαδικασίας εναντίον εταιρείας, μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης της, θα πρέπει να επιδίδεται στον εκκαθαριστή, o οποίος εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εταιρείας και όλων που αντλούν δικαίωμα από αυτή, παραπέμποντας στην Western & Brazilian Telegraph Co. v. Bibby [1880] 42 L. T. 821, English and Empire Digest, Green Band ed., vol.10 p.1112, par.6863 (βλ. επίσης σελ. 358 του ίδιου συγγράμματος). Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Unibrand Secretarial Services Limited, Πολ. Έφεση 214/2016 ημερ.2.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A330, όπου λέχθηκαν τα ακολούθα:


 «Τέτοια άδεια μπορεί να δοθεί κατόπιν αίτησης δια κλήσεως μεταξύ του πιστωτή της εταιρείας που επιδιώκει την έναρξη ή τη συνέχιση αγωγής εναντίον της και του εκκαθαριστή της εταιρείας (βλ. Hagell v. Currie, Re BreechLoading Armoury [1867] W.N. 75, Western and Brazilian Telegraph Company v. Bibby [1880] W.N. 145, [1880] L.T. 821).»

 

 

            Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν τα όσα έχουν λεχθεί στην υπόθεση Ταμείο Πρ. Προσ. Βιομ. (ΣΕΚ) (ανωτέρω), όπου λέχθηκε περαιτέρω ότι «Διαδικασία» στο άρθρο 220 του Κεφ. 113 περιλαμβάνει και ποινική διαδικασία.

 

            Διαφωτιστικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην Constantinos Antoni and Another v. The Cyprus & General Asbestos Co. Ltd (V16) 1 CLR 4 στην οποία παρέπεμψε η πλευρά της εφεσείουσας, όπου το Εφετείο με αναφορά στην Western and Brazilian Telegraph Co (ανωτέρω) αποφάσισε τον παραμερισμό διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς σε διαδικασία για λήψη άδειας για έναρξη αγωγής λόγω διατάγματος εκκαθάρισης, υποδεικνύοντας ότι τέτοιας φύσης διατάγματα δεν θα πρέπει να εκδίδονται μονομερώς (εκτός όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις) αφού θα πρέπει να ακουστεί ο εκκαθαριστής, ο οποίος εκπροσωπεί το σύνολο των πιστωτών. 

 

            Περαιτέρω στην Fabric Sales Ltd v. Eratex Ltd. (C.A.) [1983 F. No. 1892], PRACTICE NOTE, [1984] 1 W.L.R. 863 όπου εκδόθηκαν μονομερώς διάταγμα για λήψη άδειας, στα πλαίσια του άρθρου 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του Κεφ.113, για έναρξη αγωγής εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας και διάταγμα για μη αποξένωση εμπορευμάτων, τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή της υπό εκκαθάριση εταιρείας, αυτά ορίστηκαν επιστρεπτέα.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα πρέπει να δίδεται άδεια μονομερώς (στα πλαίσια του άρθρου 231), εκτός όπου συντρέχουν λόγω κατεπείγοντος, εξαιρετικές περιστάσεις.  Λέχθηκαν τα εξής:

 

«In my view this is one of those exceptional cases, because of its urgency, where it was not improper to proceed by way of an ex parte application to the judge in chambers who was available and who, as Eveleigh L.J. has said, had jurisdiction to make this order, being a judge of the High Court, although it should generally be avoided to make such an application ex parte.  What should then have happened is what we are faced with now: the liquidator, having had this order made against him ex parte with virtually no notice that the application was going to be made, should have gone back on the return date and applied for that order to be discharged, (…) on the ground – if he wished so to contend – that such leave should not have been granted.»

 

(βλ. επίσης McPhersons Law of Company Liquidation, 1η έκδοση, σελ. 328, παρ. 7.61 και Atkins Encyclopaedia of Court Forms in Civil Proceedings, Δεύτερη Έκδοση, Τόμος 10, Έκδοση 1995, σελ. 436).

 

             Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η διαδικασία για λήψη άδειας για έναρξη ή συνέχιση διαδικασίας (περιλαμβανομένης και ποινικής) εναντίον εταιρείας μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης της, θα πρέπει να γίνεται δια κλήσεως.

 

             Όσον αφορά την εμβέλεια της Δ.48 θ.8(4), απόλυτα σχετική είναι η υπόθεση Harazim (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2850, όπου λέχθηκε από τον Ναθαναήλ Δ. (όπως ήταν τότε), ότι με την εμβέλεια που προσδίδει η φυσική, γραμματική έννοια της Δ.48 θ.8(4), το τρίτο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει την ευκαιρία να απευθυνθεί στο Δικαστήριο, αιτούμενο αυτό που ευνοεί τη δική του κατάσταση πραγμάτων, περιορίζοντας, κατ’ ελάχιστον, την επ' αυτού επίπτωση του διατάγματος ως επίσης ότι το λεκτικό της Δ.48 θ.8(4) καθιστά σαφές ότι οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα, μπορεί να αποταθεί για ακύρωση ή διαφοροποίηση του.  Γίνεται επίσης αναφορά στη Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.α. (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1620 ως απόφαση υποβοηθητική ως προς την χρησιμοποίηση της Δ.48 θ.8(4).  Σ΄ αυτήν, ο αιτητής ήταν ήδη διάδικος στην αγωγή και θεωρήθηκε ορθή η χρήση της εν λόγω Διαταγής προς επανεξέταση θέματος, που ρυθμίστηκε ex-parte από επηρεαζόμενο άτομο που επιθυμεί την ακύρωση ή διαφοροποίηση διατάγματος, περιλαμβανόμενης και έκδοσης διατάγματος κατοχής δυνάμει της Δ.43Α.  Λέχθηκε ακόμα, ότι όπως έχει νομολογηθεί, στη σοφία του ο κανονιστικός νομοθέτης θέσπισε την εν λόγω Διαταγή ώστε οι διαφορές να επιλύονται πρωτίστως στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σε πρώτο δηλαδή βαθμό, και μετέπειτα, και εν ανάγκη, και κατ' έφεση και ότι αυτό είναι το ενδεδειγμένο διαδικαστικό μέτρο που προάγει τον σκοπό της δικαιοσύνης (βλ. Τσίμον κ.α. (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1417).

 

            Περαιτέρω στην Παπίρης (2013) 1(Β) ΑΑΔ 1291 επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης φύσεως Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης, στο πλαίσιο αίτησης διάλυσης εταιρείας, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο αναστέλλονταν οι προηγούμενες οδηγίες του Δικαστηρίου για δημοσίευση της αίτησης διάλυσης σε μία καθημερινή εφημερίδα και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μέχρι εκδίκασης δια κλήσεως αίτησης.  Το Δικαστήριο δεν είχε ορίσει το διάταγμα επιστρεπτέο.

 

            Το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση έκρινε ότι μπορούσε να λεχθεί ότι αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, έκδηλη νομική πλάνη αναφορικά με την τήρηση του Νόμου και Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Παρ΄όλα αυτά έκρινε ότι υπήρχε η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου.  Ανέφερε συγκεκριμένα ότι:

 

«Σειρά αποφάσεων καθιέρωσε ότι η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48 Θ.(8)(4) καλύπτει όχι μόνο τις μονομερείς αιτήσεις που αναφέρονται στην Δ.48 Θ.(8)(1). Ο Νικολάου, Δ. στην Πεδίου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1995, έθεσε το θέμα ως ακολούθως:

«.... Η Δ.48, Θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι:

     ……………………………………………………………………………………..

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης υπέδειξα αυτή την πρόνοια στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή. Αναφέρθηκα δε στο ευρύτερο πλαίσιο που θέτει η Δ.48, Θ.8 ως προς τη δυνατότητα κατάθεσης μονομερών αιτήσεων, για να προσθέσω προς εξέταση και την ανησυχία μήπως η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48, Θ.8(4) περιορίζεται σε μόνο τις περιπτώσεις όπου είναι εξ αρχής επιτρεπτή η μονομερής αίτηση αλλά όχι σ' εκείνες όπου απαιτείται εξ αρχής αίτηση διά κλήσεως. Έχω την άποψη ότι η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48, Θ.8(4) καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Το αν ορθά ή λανθασμένα υποβλήθηκε αίτηση μονομερώς είναι ζήτημα που και αυτό μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αίτησης διά κλήσεως βάσει της Δ.48, Θ. 8(4).»

 

(Βλ. επίσης Έλληνας ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 438, Νικολαΐδου ν. Αττίπα κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1620).»

 

Παραπέμπουμε επίσης στην Tricor Ltd Αίτηση Αρ. 72/2022 ημερ. 24/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D206 όπου η εφεσείουσα αιτήθηκε τη λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση εντάλματος Certiorari σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση.  Το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση ανέφερε ότι η καταχώρηση από την εφεσείουσα της αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 24/9/2019 (δηλαδή της Αίτησης) στο πρωτόδικο Δικαστήριο επιβεβαιώνει έμπρακτα την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας.

 

           Κρίνουμε επομένως ότι η Αίτηση η οποία βασιζόταν στη Δ.48 θ.8(4) ήταν το ορθό δικονομικό μέτρο για παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 24.9.2019.

            Η Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο διακρίνεται. Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο εγκρίνοντας, δυνάμει της Δ.48 θ.8(4), αιτήσεις ακύρωσης και παραμερισμού διαταγμάτων που είχαν εξασφαλίσει οι εφεσείοντες/ενάγοντες στο παρελθόν για άδεια εκτέλεσης αποφάσεων, ενήργησε ουσιαστικά ως Εφετείο εξετάζοντας την ορθότητα προηγούμενων αποφάσεων ομόβαθμων δικαστηρίων, δηλαδή εάν καλά ή κακά δόθηκαν τα διατάγματα εκτέλεσης μονομερώς που είχαν εκδοθεί 10 χρόνια, 4 χρόνια και 2 χρόνια προηγουμένως.  Το Εφετείο δεν εξέτασε το ζήτημα της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) να παραμερίζει προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου που είχαν εκδοθεί δυνάμει της Δ.40 θ.8.  Το εξέλαβε ως δεδομένο ότι τέτοια εξουσία υπήρχε.  Το σημαντικό όμως ερώτημα που τέθηκε μέσω της Έφεσης ήταν το κατά πόσον υπό τις περιστάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά ή λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει της Δ.48 θ.8(4).  Το Εφετείο υπέδειξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο  εξετάζοντας εάν καλά ή κακά είχαν δοθεί τα διατάγματα  εκτέλεσης μονομερώς, άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια δεδομένου ότι σύμφωνα με την Δ.40 θ.8 αίτηση για άδεια πραγματοποίησης εκτέλεσης μετά την πάροδο 6 ετών (ως ίσχυε τότε) από την απόφαση ή το διάταγμα μπορεί να γίνει μονομερώς και μάλιστα χωρίς να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση παραπέμποντας στην Μιχαήλ (2012) 1(Α) ΑΑΔ 135 η οποία παραπέμπει στη Δ.48(8)(1) (λθ) και (κκ), (αντίθετα με τη δική μας περίπτωση όπου η αίτηση για λήψη άδειας για καταχώρηση ποινικής υπόθεσης θα πρέπει να γίνεται δια κλήσεως).  Το ίδιο ισχύει και για τη Ματθαίου (ανωτέρω), όπου ο πρωτόδικος Δικαστής ανέλαβε ρόλο Εφετείου αποστερώντας την εφεσείουσα/ εναγόμενη από μαρτυρία ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη θεμελίωση της υπεράσπισης της.  Η υπόθεση RCK Sports Ltd (Αρ. 1) (ανωτέρω) αφορούσε προσωρινό διάταγμα το οποίο στην πραγματικότητα αναιρούσε άλλο προσωρινό διάταγμα σε άλλη πολιτική αγωγή μεταξύ των ιδίων διαδίκων.  Η Ritchie κ.α. (ανωτέρω) αφορούσε την έκδοση διατάγματος για διόρθωση του μητρώου μελών εταιρείας με την εγγραφή ή την προσθήκη νέων μελών, ενώ είχε προηγηθεί άλλο διάταγμα το οποίο απαγόρευε στην εταιρεία να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια με στόχο την μετατροπή ή αλλαγή της νομικής κατάστασης ή της μετοχικής διάρθρωσης ή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Δηλαδή, το μεταγενέστερο διάταγμα ουσιαστικά αναιρούσε το προηγούμενο.

 

            Τέλος, στην Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ. Χ. Περατικός Λτδ κ.α. (ανωτέρω), η οποία αφορούσε αίτηση για έκδοση προνομιακου εντάλματος Certiorari, επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι δεν είναι δυνατό ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, δηλαδή δεν μπορεί εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο να αποφασίζει κατά άλλο τρόπο.  Όμως στην υπόθεση αυτή ο πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε εκδοθέντα διατάγματα παράδοσης και παραλαβής της κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτήτριας 2 εταιρείας, επειδή είχε διαφορετική νομική άποψη από άλλο ομόβαθμο του Δικαστή.  Τα  διατάγματα αυτά είχαν εκδοθεί μονομερώς δικαιωματικά δυνάμει των σχετικών δικονομικών διατάξεων και ήταν αποτέλεσμα τελεσίδικης δικαστικής ρύθμισης, έστω ενδιαμέσως, όταν τα προηγηθέντα προσωρινά διατάγματα είχαν καταστεί απόλυτα ή οριστικά μετά από ακρόαση. 

 

Όλες οι πιο πάνω αναφερθείσες αποφάσεις δεν περιορίζουν την εμβέλεια της Δ.48 θ.8(4) αλλά πραγματεύονται τον τρόπο που η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εξασκείται (βλ. επίσης Τράπεζα Κύπρου, Unibrand Secretarial Services Ltd, Πολιτική Έφεση 214/16 ημερ. 2/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A330, απόφαση πλειοψηφίας (ανωτέρω) και Unibrand Secretarial Services Ltd Πολιτική Αίτηση 148/2017, ημερ. 7/2/2018), ECLI:CY:AD:2018:D65.

 

            Μέσα από την παράθεση της πιο πάνω νομολογίας αναγνωρίζουμε και επιβεβαιώνουμε την αρχή ότι ένα Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρεί αποφάσεις του εαυτού του ή ομόβαθμων Δικαστηρίων, να ενεργεί δηλαδή ως εφετείο εξετάζοντας την ορθότητα προηγούμενων αποφάσεων του εαυτού του ή ομόβαθμων Δικαστηρίων.

 

Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Δεν πρόκειται δηλαδή για περίπτωση υποκατάστασης της υποκειμενικής κρίσης ενός μεταγενέστερου πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της προηγηθείσας υποκειμενικής κρίσης, άλλου πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εδώ, το θέμα ήταν εξόχως θεμελιακό - απτόμενο αρχών δικαίου αλλά και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Όπως έχουμε εξηγήσει ανωτέρω, η διαδικασία έκδοσης άδειας για καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον της εφεσειούσας έπρεπε απαρεγκλίτως να επιδοθεί στον εκκαθαριστή (είτε πριν την παραχώρηση της άδειας είτε μετά σε περίπτωση που το διάταγμα ήταν επείγον), ώστε να διασφαλιζόταν το δικαίωμα του να ακουστεί προτού οριστικοποιηθεί  η εν λόγω άδεια. Ο εκκαθαριστής, επαναλαμβάνουμε, για κάθε νόμιμη διαδικασία, εκπροσωπεί τα συμφέροντα του συνόλου των πιστωτών, όχι μόνο του πιστωτή που αποτείνεται για την άδεια.

 

Το Δικαστήριο που παραχώρησε την άδεια, δεν είχε, υπό τις περιστάσεις, τη διακριτική ευχέρεια να το πράξει, ούτε ήταν ζήτημα δικαστικής κρίσης η παραχώρηση τέτοιας άδειας, μονομερώς. Αυτό θα έπρεπε να αναγνωριστεί από το μετέπειτα πρωτόδικο Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης παραμερισμού της εφεσείουσας που ορθώς και δικαιωματικά αποτάθηκε για θεραπεία δυνάμει της Δ.48 θ.8.8(4). Στη βάση ακριβώς αυτή, θα έπρεπε να προχωρήσει στον παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 24.9.2019.

 

            Καταλήγουμε επομένως ότι η Δ.48 θ.8(4) έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εσφαλμένα έδωσε άδεια για τους λόγους που εξηγήσαμε και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε παραμερίσει το διάταγμα ημερ. 24.9.2019.

 

            Συνεπεία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν, η πρωτόδικη απόφαση όπως και το διάταγμα ημερ. 24.9.2019 παραμερίζονται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.  Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα επίσης παραμερίζεται.  Τα πρωτόδικα έξοδα θα είναι έξοδα υπέρ της εφεσείουσας/αιτήτριας, ως θα υπολογιστούν.

 

                ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

        Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

                                              ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.



[1] 220. Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.

[2] Δ.48 θ.8(4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο