ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ   – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

22 Απριλίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε172/2022)

 

NIKOS G. SIAKOLAS ENTERPRISES LTD,

Εφεσείοντες

v.

 

1.   ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

2.   ΝΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

3.   ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσιβλήτων

 

 

 

Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Ε. Γ. Παρούτη (κα) για Εφεσίβλητους

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, αναζητούσαν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι οι εφεσείοντες επεμβαίνουν, χρησιμοποιούν και κατέχουν παράνομα κατάστημα τους, καθώς επίσης, διάταγμα παράδοσης ελεύθερης κατοχής του καταστήματος, από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους, και άρσης των επεμβάσεων και επαναφοράς του καταστήματος στην προτέρα καλή του κατάσταση. Αναζητείτο, επίσης, απόφαση για καταβολή €2.250.- μηνιαίως, από 1.8.2021, ως ενδιάμεσα οφέλη ή ως αποζημιώσεις για την παράνομη κατοχή και χρήση για όλο το χρονικό διάστημα που οι εφεσείοντες θα κατέχουν παράνομα το εν λόγω κατάστημα μέχρι την παράδοση κατοχής στους εφεσίβλητους.

 

Μετά από καταχώρηση, από τους εφεσίβλητους, σχετικής αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε, συνοπτικώς, απόφαση, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, ως οι απαιτήσεις τους στην έκθεση απαίτησης. Την ενδιάμεση, αυτή, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για έκδοση συνοπτικής απόφασης, είναι που προσβάλλουν οι εφεσείοντες με την παρούσα έφεσή τους, στη βάση, συνολικά, εννέα λόγων έφεσης.

 

Κρίνεται χρήσιμο, σ’ αυτό το στάδιο, να τεθεί το ουσιαστικό, κοινώς αποδεκτό, πραγματικό υπόβαθρο που αφορά την παρούσα.  Οι εφεσείοντες ήταν ενοικιαστές του επιδίκου καταστήματος, δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης, ημερομηνίας 1.6.2016, μεταξύ αυτών και των, κατά τον σχετικό χρόνο, ιδιοκτητών του, ήτοι συγκεκριμένης τρίτης εταιρείας. Ημερομηνία λήξης της εν λόγω ενοικίασης ήταν η 31 Μαΐου 2021. Στην εν λόγω γραπτή συμφωνία, προνοείτο, μεταξύ άλλων, η ευχέρεια ανανέωσης της περιόδου ενοικίασης για περαιτέρω πέντε χρόνια, με το ενοίκιο να τυγχάνει επαναδιαπραγμάτευσης τρεις μήνες πριν τη λήξη του συμβολαίου. Σε περίπτωση μη εξεύρεσης συμφωνίας, ο ενοικιαστής θα έπρεπε να εγκαταλείψει το κατάστημα εντός των επόμενων τριών μηνών, ήτοι, μέχρι τις 30 Αυγούστου 2021.

 

Κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου ενοικίασης, η ιδιοκτησία του εν λόγω καταστήματος μεταβιβάστηκε, αρχικά, σε συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα, και, μετέπειτα, στους εφεσίβλητους, οι οποίοι το αγόρασαν από το τραπεζικό ίδρυμα. Η επίδικη ενοικίαση συνέχισε να ισχύει, με το ενοίκιο να καταβάλλεται, πλέον, στους εφεσίβλητους, ιδιοκτήτες. Οι διαφορές των διαδίκων, ως προς τη λήξη της ενοικίασης, οδήγησαν στην ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία με τις ως άνω απαιτήσεις, στη βάση της κατ’ ισχυρισμό, λήξης της περιόδου ενοικίασης αλλά και τερματισμού, διά επιστολής, ημερομηνίας 22.7.2021, της ενοικίασης και της οποιασδήποτε άδειας χρήσης.

 

Από την πλευρά των εφεσειόντων, τέθηκε, πρωτόδικα, ο ισχυρισμός  περί ανανέωσης της ενοικίασης με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, με το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του ενοικίου να παραμένει. Μετέπειτα, λόγω της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δεν υπογράφηκε νέο ενοικιαστήριο έγγραφο.

 

Προς άρση οποιασδήποτε τυχόν παρεξηγημένης αντίληψης, διευκρινίζεται ότι στην παράθεση πραγματικού υποβάθρου αλλά και νομικής ανάλυσης, η παρούσα περιορίζεται στα όσα αφορούν στην κρίση της πρωτόδικης απόφασης για έκδοση συνοπτικής απόφασης και δεν έχουν σκοπό να εξετάσουν την ουσία της πρωτόδικης αγωγής.

 

Ως λέχθηκε ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν τέθηκαν, από πλευράς εφεσειόντων, οποιεσδήποτε λεπτομέρειες υπεράσπισης και ότι οι αναφορές περί ανανέωσης της ενοικίασης, αφ’ ης στιγμής δεν προσκομίστηκαν συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν τούτο, παρέμειναν μετέωρες. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε τη βεβαίωση της αστυνομίας σε σχέση με την ανανέωση της ενοικίασης από τους εφεσείοντες, ενώ, με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται λανθασμένη ερμηνεία του όρου στη γραπτή συμφωνία περί ανανέωσης της ενοικίασης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται σφάλμα στην αναφορά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν επιθυμούσαν την ανανέωση της ενοικίασης και είχαν εκφράσει την πρόθεσή τους να μην προχωρήσουν σε ανανέωση της ενοικίασης, ενώ σφάλμα αποδίδεται και με τον πέμπτο λόγο έφεσης, στην αναφορά ότι το Τεκμήριο 5 της ένστασης αναφέρεται σε συζητήσεις για ανανέωση της ενοικίασης, η οποία, τελικώς, δεν έγινε διότι το κατάστημα μεταβιβάστηκε στο τραπεζικό ίδρυμα. Με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα θεώρησε δεδομένο ότι οι νέοι ιδιοκτήτες έδωσαν, με επιστολές τους, ειδοποιήσεις στους εφεσείοντες για μη συνέχιση της ενοικίασης, γεγονός που αμφισβητείτο από τους εφεσείοντες, ενώ ουδεμία σημασία ή αναφορά έγινε σε επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων, ημερομηνίας 20.4.2021, στην οποία αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε έλαβαν επιστολή από τους νέους ιδιοκτήτες (7ος λόγος έφεσης). Με τον όγδοο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεσμεύονταν από το ενοικιαστήριο και, κατά συνέπεια, από τις ενέργειες των προηγούμενων ιδιοκτητών του καταστήματος, έπρεπε να δώσει άδεια για υπεράσπιση και όχι να αποφασίσει ότι οι νέοι ιδιοκτήτες δεν επιθυμούσαν την ανανέωση της ενοικίασης. Τέλος, με τον ένατο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στο να προβεί, σ’ αυτό το στάδιο, σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και των ισχυρισμών των εφεσειόντων.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων. Εμφανής προκύπτει να είναι η συνάφεια των λόγων έφεσης, η ουσία των οποίων απολήγει στη θέση ότι υπήρχαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στοιχεία τέτοια που δικαιολογούσαν στο να δοθεί, στους εφεσείοντες, η ευχέρεια να προβάλουν την υπεράσπισή τους.

 

Η έκδοση συνοπτικής απόφασης αποτελεί ένα εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρακάμπτει τη συνήθη διεξαγωγή της δίκης και, επομένως, η εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ και όπου κατά τρόπο εμφανή τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια για νόμιμη υπεράσπιση. Όπου ο εναγόμενος δίνει επαρκείς λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλής υπεράσπισης στην αγωγή ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά ώστε να του παρέχουν το δικαίωμα να ακουστεί μέσω της υπεράσπισης του, τότε θα πρέπει να δίδεται το δικαίωμα αυτό στον εναγόμενο. Εφόσον ο ενάγων ικανοποιήσει τις δικονομικές προϋποθέσεις της Δ.18, το βάρος μετατίθεται στην πλευρά του εναγόμενου για να αποκαλύψει καλή υπεράσπιση ή τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να καταχωρήσει υπεράσπιση. Η απλή άρνηση των ισχυρισμών του ενάγοντα και η απλή δήλωση του εναγομένου ότι έχει καλή υπεράσπιση δεν επαρκεί. (R.C.K. Sports ν. Persona Advertising Ltd, (1996) 1 ΑΑΔ 1074, Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, (1997) 1 ΑΑΔ 782 και J&Μ Loizides Agencies Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, (2011) 1 ΑΑΔ 1280).

 

Όπως αναφέρεται στην ως άνω υπόθεση J&Μ. Loizides Agencies Ltd κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (ανωτέρω): «Όμως δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αρνείται την οφειλή ή να ισχυρίζεται δόλο ή να παραθέτει μια νομική ένσταση. Η ένορκη δήλωση που καταχωρείται για υποστήριξη της ένστασης πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (he must condescend upon particulars) (CY.E.M.S. Co. v. General Co-Operative Industries (1982) 1 C.L.R.897, σελ. 902-905, Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Abdul Aziz Thais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239 και Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. (2005) 1 Α.Α.Δ.818). Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817 στη σελίδα 822 με αναφορά στο σύγγραμμα Supreme Court Practice 1999, 1st Ed., page 174, para. 14/4/9, λέχθηκε ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

 

Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. Σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας το Δικαστήριο ενεργεί μόνο με βάση το ερώτημα κατά πόσο η προβαλλόμενη υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν. Επομένως, η προσέγγιση της μαρτυρίας πρέπει να περιορίζεται, αυστηρά, μέσα στα στενά πλαίσια που καθορίζει η φύση της διαδικασίας, αποκλειστικός στόχος της οποίας είναι η διαπίστωση ύπαρξης καλής υπεράσπισης ή ύπαρξης τέτοιων γεγονότων που να παρέχουν στον εναγόμενο το δικαίωμα υπεράσπισης. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Λούκος Λτδ. κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (αρ.1) (2001) 1 ΑΑΔ 418, 423, «Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης.  Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή.  Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη.  Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18.». Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει, μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας, τις θέσεις και τα επιχειρήματα του (βλ. άρθρο 30 του Συντάγματος).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας, επαρκώς, αποτυπώσει τις νομολογιακές αρχές που αφορούν το ζήτημα, πραγματεύτηκε τα ενώπιον του στοιχεία ως ακολούθως:

 

 

«Εν προκειμένω ο μοναδικός ουσιαστικός λόγος που προβάλλεται από πλευράς Υπεράσπισης είναι πως η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επίδικου υποστατικού δεν ακυρώνει το Ενοικιαστήριο Έγγραφο ημερομηνίας 1.6.2016 και πως οι ενάγοντες δεσμεύονται από τους όρους του. Επίσης πως οι τελευταίοι δεν απεκάλυψαν όλα τα γεγονότα («δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια») και συγκεκριμένα δεν απεκάλυψαν πως η εναγομένη «πάντοτε έλεγε ότι επιθυμούσε την ανανέωση της ενοικίασης».

 

Από το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης του Νίκου Σιακόλα, διευθυντού της εναγομένης, προκύπτει πως σε σχέση με το επίδικο κατάστημα, είχαν υπογραφεί τέσσερα (4) Ενοικιαστήρια Συμβόλαια, μεταξύ του ιδίου ιδιοκτήτη (της Εταιρείας KAthienitis) και τεσσάρων (4) διαφορετικών εταιρειών ως ενοικιαστή.

 

Στο τελευταίο Ενοικιαστήριο Έγγραφο ημερομηνίας 1.6.2016, ενοικιαστής είναι η εναγομένη εταιρεία.

 

Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του καταστήματος, πράγματι δεν επηρέασε την ενοικίαση. Τούτο είναι αδιαμφισβήτητο, αφού και οι ίδιοι οι ενάγοντες πληροφόρησαν την εναγομένη (παράγραφος 10 της Ένορκης Δήλωσης του ενάγοντα 1, Χριστάκη Χριστοφή) πως θα «σεβαστούν» μεν το Ενοικιαστήριο, αλλά παράλληλα δεν επιθυμούσαν ανανέωση της ενοικίασης που έληγε στις 31.5.2021 και καλούσαν την εναγομένη να παραδώσει την κατοχή του καταστήματος μέχρι την 30ην Αυγούστου 2021, όπως προνοούσε το Ενοικιαστήριο.

 

Ο ισχυρισμός της εναγομένης πως οι ενάγοντες «δεσμεύονται» από το Ενοικιαστήριο Έγγραφο, σε σχέση με την ανανέωση της Ενοικίασης, δεν υποστηρίζεται ούτε από τις πρόνοιες του ίδιου του Εγγράφου ούτε από τα στοιχεία που η ίδια παρέθεσε στο Δικαστήριο.

 

Ο συγκεκριμένος όρος του Ενοικιαστηρίου, ο οποίος αναφέρεται στην ανανέωση της ενοικίασης έχει ως εξής:

 

«Επίσης συμφωνείται ότι η ενοικίαση μπορεί να ανανεωθεί για ακόμα 5 χρόνια, όμως το ενοίκιο θα επαναδιαπραγματευτεί 3 μήνες πριν την λήξη του συμβολαίου. Εάν δεν εξευρεθεί συμφωνία, τότε ο ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ θα πρέπει να εγκαταλείψει "ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ" μέσα στους επόμενους τρεις μήνες από την λήξη της ενοικίασης ήτοι μέχρι 30 Αυγούστου 2021».

 

Προκύπτει πως η ενοικίαση δεν ανανεώνετο αυτόματα αλλά «μπορούσε» να ανανεωθεί νοουμένου πως αυτή θα ήταν η επιθυμία και των δύο πλευρών και γινόταν επαναδιαπραγμάτευση του ενοικίου. Οι ενάγοντες είχαν ήδη εκφράσει την πρόθεση τους να μην προχωρήσουν σε ανανέωση της ενοικίασης. Τούτο δεν το αμφισβητεί ούτε η εναγομένη. Συνεπώς ο ισχυρισμός της, περί ανανέωσης της ενοικίασης δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τις πρόνοιες του Ενοικιαστηρίου που επικαλείται αλλά ούτε και από τα γεγονότα όπως η ίδια τα εκθέτει.

 

Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω, πως με τα όσα τέθηκαν από πλευράς εναγομένης, δεν παρέχονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες υπεράσπισης. Όλες οι αναφορές περί ανανέωσης της ενοικίασης παρέμειναν μετέωρες, αφ΄ ης στιγμής δεν προσκομίστηκαν συγκεκριμένα και σαφή στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν τούτο. Σύμφωνα με την νομολογία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει καλή υπεράσπιση, θα πρέπει να εξειδικεύεται με την παράθεση συγκεκριμένων γεγονότων ώστε να ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι λογικά τα γεγονότα εγείρουν την υπεράσπιση την οποία ο εναγόμενος επικαλείται. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει κάμει η εναγομένη.

 

Συνεπώς, βάσει των προαναφερθέντων, κρίνω πως θα πρέπει να ασκήσω την διακριτική μου εξουσία, την οποία και ασκώ υπέρ της έγκρισης της Αίτησης.»

 

          Με κάθε σεβασμό στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι πιο πάνω διαπιστώσεις της, δεδομένων των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το τι προβάλλετο, από τους εφεσείοντες, είναι η ανανέωση της ενοικίασης στο πλαίσιο του συγκεκριμένου όρου. Με άλλα λόγια, το ότι τέθηκε σε εφαρμογή ο συγκεκριμένος όρος. Σ’ αυτό συνηγορεί ο ισχυρισμός, στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης, περί ειδοποίησης των τότε ιδιοκτητών για επιθυμία ανανέωσης της ενοικίασης και συζήτησης για τον καθορισμό του ενοικίου, ώστε να υπογραφεί νέο ενοικιαστήριο. Σ’ αυτό συνηγορεί και η βεβαίωση των τότε ιδιοκτητών (Τεκμήριο 5 στην εν λόγω ένορκη δήλωση) το οποίο αναφέρεται στην ως άνω ειδοποίηση αλλά και διαβεβαιώνει ότι είχαν συμφωνήσει την ανανέωση της ενοικίασης για ακόμα πέντε χρόνια και παρέμενε ο καθορισμός του ενοικίου.

 

Καθ’ όλα σημαντικός είναι και ο ισχυρισμός, στην ως άνω ένορκη δήλωση, περί πληροφόρησης των εφεσιβλήτων για την πιο πάνω ειδοποίηση των τότε ιδιοκτητών για ανανέωση της ενοικίασης, με τους εφεσίβλητους, όμως, να θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται από το ενοικιαστήριο έγγραφο και να ζητούν από τους εφεσείοντες να εγκαταλείψουν το κατάστημα.

 

Είναι σημαντικό να καταστεί αντιληπτό ότι, κατά το στάδιο εξέτασης της αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ζητούμενο δεν ήταν η τελική κατάληξη κατά πόσο η ενοικίαση ανανεώθηκε. Ζητούμενο ήταν κατά πόσο οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν σε συνοπτική απόφαση, τηρουμένων των πιο πάνω νομολογιακών αρχών. Το τι προβλήθηκε, και υποστηρίζετο, υπό τας περιστάσεις, από επαρκή στοιχεία, ήταν, ουσιαστικά, ότι, οι εφεσείοντες ενήργησαν στη βάση της πρόνοιας του ενοικιαστηρίου εγγράφου για ανανέωση της ενοικίασης. Στο στάδιο αυτό, παρέμενε άνευ σημασίας η δεδηλωμένη πρόθεση των εφεσιβλήτων. Με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι δεσμεύονταν από την υφιστάμενη ενοικίαση, αυτοί, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, δεν δικαιολογούνταν να τερματίσουν την ενοικίαση και να απαιτήσουν κατοχή του καταστήματος, εφόσον ενεργοποιήθηκε η διαδικασία που προνοείτο στον ως άνω επίδικο όρο του εγγράφου ενοικίασης.

 

Διατηρούμε την άποψη ότι τα πιο πάνω προβληθέντα ήταν ικανοποιητικά ώστε να παρείχαν, στους εφεσείοντες το δικαίωμα να ακουστούν μέσω της υπεράσπισής τους και ως τέτοια θα έπρεπε να είχαν κριθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Βάσιμος κρίνεται, εκ των πραγμάτων, ο πρώτος λόγος έφεσης, συμπαρασύροντας τους υπόλοιπους, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Δίδεται άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης. Η αγωγή να τεθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου ώστε να δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες.

 

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης. Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται στο ποσό των €5.400.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                    Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.       

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο