ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ– ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E190/2021)

 

 

 10 Απριλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                     

 

     1. Λ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. 
 2. ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 

  Εφεσείουσες / Καθ' ων η Αίτηση

και

GEORGE PAMBORIDIS LLC 

Εφεσίβλητη / Αιτήτρια

 

 

-----------------------------

 

Π. Κούρτελλος για Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. και για Γιώργος Λ. Σαββίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. & Λ. Πρωτοπαπά (κα) για Λουΐζα Πρωτοπαπά & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.

Γ. Μούντης και ο κ. Γ. Χριστοδούλου για Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

     ----------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με επτά λόγους έφεσης, οι εφεσείουσες (καθ’ ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία) προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ.6.10.2021, με την οποία κατέστησε απόλυτα τα διατάγματα που εξέδωσε μονομερώς στις 11.8.2020 συνακόλουθα της αίτησης ημερ.10.8.2020 (εφεξής η Αίτηση) της εφεσίβλητης (αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία).

Τα επίμαχα διατάγματα έχουν ως ακολούθως:

«Α. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στις Εναγόμενες/Καθ' ων η Αίτηση 1 ή/και 2 και/ή στους αξιωματούχους τους ή/και τους υπαλλήλους τους και/ή τους αντιπροσώπους τους και σε οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν εκ μέρους και/ή κατ' εντολή και/ή για λογαριασμό τους και/ή σύμφωνα με τις οδηγίες τους να επικοινωνούν και/ή να έρχονται σε επαφή με οποιονδήποτε τρόπο ή/και μέσο με τους πελάτες της Ενάγουσας - Αιτήτριας και/ή τα διευθυντικά και/ή άλλα στελέχη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους των πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, και/ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή μέσο να χρησιμοποιούν και/ή κοινοποιούν και/ή επιτρέπουν και/ή ανέχονται την κοινοποίηση ή/και τη χρήση με οποιονδήποτε τρόπο των εμπιστευτικών πληροφοριών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, τα οποία έχουν στην κατοχή τους οι Εναγόμενες 1 και/ή 2 και/ή στα οποία έχει ή είχε πρόσβαση η Εναγόμενη 2 λόγω της προηγούμενης σχέσης εργοδότησης μεταξύ της ιδίας και της Ενάγουσας - Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένων χωρίς περιορισμό των αρχείων πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, των στοιχείων επικοινωνίας πελατών και/ή συνεργατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας και/ή πληροφοριών σε σχέση με τις εργασίες και/ή τον τρόπο εργασιών των πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας και/ή πληροφοριών αναφορικά με την μετοχική τους δομή και/ή άλλα προσωπικά δεδομένα τα οποία απέσπασε και/ή αντέγραψε και/ή ιδιοποιήθηκε η Εναγόμενη 2/Καθ' ης η Αίτηση 2 από την Ενάγουσα — Αιτήτρια και/ή χρησιμοποίησαν μέχρι σήμερα οι Εναγόμενες 1 και/ή 2, μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

B. ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στις Εναγόμενες/Καθ' ων η Αίτηση και/ή στους αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους ή/και σε άτομα τα οποία ενεργούν εκ μέρους ή/και κατ' εντολή τους και/ή σύμφωνα με τις οδηγίες τους, να καταρτίσουν και/ή να προκαλέσουν και/ή να συναινέσουν και/ή να συμφωνήσουν και/ή να αποφασίσουν τη σύναψη συμφωνιών παροχής νομικών και/ή διοικητικών υπηρεσιών και/ή άλλων συναφών υπηρεσιών με τους πελάτες της Ενάγουσας -Αιτήτριας και/ή τα διευθυντικά και/ή άλλα στελέχη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους των πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας και/ή να μεταφέρουν σε αυτές και/ή αποδεκτούν τη συνέχιση από αυτές υφιστάμενων συμφωνιών της Ενάγουσας - Αιτήτριας με πελάτες της, μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Γ. ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τις Εναγόμενες/Καθ' ων η Αίτηση και/ή τους αξιωματούχους και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να παύσουν την περαιτέρω παράνομη χρήση ή/και επεξεργασία καθ' οιονδήποτε τρόπο των προσωπικών δεδομένων των πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας και την πρόκληση παράβασης της υποχρέωσης της Ενάγουσας - Αιτήτριας να κρατά τις εν λόγω πληροφορίες σε εμπιστευτική βάση, μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Δ. ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τις Εναγόμενες 1 και/ή 2. όπως μέχρι και την 21/8/2020, ετοιμάσουν και καταχωρίσουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδώσουν στους δικηγόρους της Ενάγουσας - Αιτήτριας, ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή περιλαμβάνει και/ή παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων, που οι ίδιες και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή κατόπιν οδηγιών τους έχουν στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχο τους, αναφορικά με όλους τους πελάτες ή/και συνεργάτες της Ενάγουσας - Αιτήτριας ή/και τους αντιπροσώπους ή/και υπαλλήλους αυτών με τους οποίους οι Εναγόμενες 1 και 2 έχουν έρθει σε επαφή μετά τον τερματισμό της απασχόλησης της Εναγόμενης 2 με την Ενάγουσα με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος ή άλλως πως ή/και το σύνολο των εμπιστευτικών πληροφοριών σε σχέση με τους πελάτες της Ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένου χωρίς περιορισμό των ηλεκτρονικών διευθύνσεων ή/και άλλων στοιχείων επικοινωνίας των εν λόγω προσώπων, τα οποία έχουν στην κατοχή ή τον έλεγχο τους οι Εναγόμενες 1 και/ή 2.»

 

 

         

Τα αίτια που οδήγησαν την εφεσίβλητη να αποταθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο και να πετύχει την έκδοση των πιο πάνω δραστικών διαταγμάτων, ήταν η κατ’ ισχυρισμό ενέργεια της εφεσείουσας 2 - μετά την αποχώρηση της από την εφεσίβλητη - να αποστείλει, σε συνεργεία με την εφεσείουσα 1, μηνύματα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο προς πελάτες και συνεργάτες της εφεσίβλητης, τα οποία, κατά ισχυρισμό ή συνειρμό απέβλεπαν στο να τους αποσπάσει από την εφεσίβλητη και να ξεκινήσει καινούργια συνεργασία μαζί τους. Με άλλα, απλά λόγια, προέβαινε σε άγρα πελατών [της εφεσίβλητης].

 

 Πιο συγκεκριμένα, από την αρχική ένορκη δήλωση ημερ.10.8.2020 (ακολούθως καταχωρήθηκαν και συμπληρωματικές ημερ.11.8.2020 και 25.6.2021) που συνόδευε τη μονομερή Αίτηση ίδιας ημερομηνίας, προκύπτει ότι η εφεσείουσα 2 προσελήφθη την 1.10.2009 στην εφεσίβλητη (δικηγορική εταιρεία) στη θέση δικηγόρου/συνεταίρου. Από το 2014 μέχρι την απόλυση της στις 12.3.2020, με άμεση ισχύ, κατείχε τη θέση διευθύνουσας συνεταίρου της εφεσίβλητης. Μετά δε την αποχώρηση της απασχολήθηκε/εργοδοτήθηκε στην εφεσείουσα 1 (άλλη δικηγορική εταιρεία). Η εφεσείουσα 2 ήταν κάτοχος μιας μετοχής τάξεως Α στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσίβλητης, την οποία έλαβε στα πλαίσια και υπό την αίρεση της εργοδότησης της από την εφεσίβλητη, χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό για την απόκτηση της. Η εν λόγω μετοχή ήταν προνομιούχα, άνευ δικαιώματος ψήφου και άνευ δικαιώματος μερίσματος, παρά μόνον αν αποφασιζόταν η απόδοση μερίσματος από το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης. Δεν παρείχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης ή σε εμπιστευτικές πληροφορίες που ανήκαν στην εφεσίβλητη. Πέραν της θέσης διευθυντού στην εφεσίβλητη, η εφεσείουσα 2 κατείχε θέση διευθυντού σε θυγατρική της εταιρεία, καθώς και σε εταιρεία πελατών. Μετά την αποχώρηση της, της ζητήθηκε να παραιτηθεί, αλλά αρνήθηκε, με αποτέλεσμα να παυθεί με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.         

 

Περί τα τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου 2020 η εφεσίβλητη ενημερώθηκε από αριθμό πελατών της – οι οποίοι μάλιστα ήταν συμβεβλημένοι με  συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθορισμένης διάρκειας (Retainers) - ότι η εφεσείουσα 2 απέστειλε τόσο στους ίδιους όσο και σε συνεργάτες τους, μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πληροφορώντας τους για την αποχώρηση της από την εφεσίβλητη, την έναρξη συνεργασίας με την εφεσείουσα 1, αλλά και για τη διάθεση τόσο της ίδιας όσο και των λοιπών στελεχών της εφεσείουσας 1 να τους παράσχουν νομικές υπηρεσίες. Δέσμη τέτοιων μηνυμάτων επισυνάφθηκαν ως τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση ήμερ.10.8.2020. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις περιήλθαν στην κατοχή της εφεσείουσας 2 λόγω της εργοδότησης της στην εφεσίβλητη. Μέχρι και σε διευθύντρια ανάπτυξης διεθνούς δικτύου δικηγορικού οίκου, με τον οποίο συνεργαζόταν για 20 χρόνια η εφεσίβλητη, απευθύνθηκε η εφεσείουσα 2 με ανάλογου περιεχομένου ηλεκτρονικό μήνυμα. 

Η εφεσίβλητη έδωσε αμέσως οδηγίες σε επαγγελματίες/ειδικούς επί ηλεκτρονικών υπολογιστών όπως προβούν σε ελέγχους στον κεντρικό εξυπηρετητή (Server), ώστε να διακριβώσουν τυχόν παραβίαση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση από πλευράς εφεσείουσας 2 στα αρχεία πελατών της εφεσίβλητης, χωρίς όμως να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του χρόνου παραβίασης/μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης (παράγραφος 11 ένορκης δήλωσης ημερ.10.8.2020). Επί του προκειμένου, σημειώνουμε ότι είναι ασαφές από την εν λόγω παράγραφο, αν οι εν λόγω επαγγελματίες/ειδικοί διαπίστωσαν κάποιου είδους παραβίαση/μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και υπολειπόταν απλά να καθοριστεί ο χρόνος αυτής ή αν δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα. Η διαφορά φρονούμε, δεν είναι ασήμαντη αφού στην πρώτη περίπτωση όχι μόνον η Αίτηση, αλλά και η αγωγή ολόκληρη, προσλαμβάνει διαφορετική νομική και πραγματική χροιά.  Σημειώνουμε περαιτέρω και την αναφορά ότι εντός 24 ωρών από την απόλυση της εφεσείουσας 2, η εφεσίβλητη τερμάτισε την πρόσβαση της στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, αλλά και στον κεντρικό εξυπηρετητή (Server) της εφεσίβλητης.

Πέραν της καταχώρησης αγωγής στο Δικαστήριο και της υποβολής Αίτησης για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, η εφεσίβλητη προέβη σε καταγγελία στο πειθαρχικό συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (για επιχειρούμενη άγρα πελατών και διάρρηξη σχέσης εμπιστοσύνης δικηγόρου/πελάτη), αλλά και στην Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (για μη εξουσιοδοτημένη απόσπαση και χρήση προσωπικών δεδομένων πελατών).

Μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 2 δεν υπεγράφη γραπτή σύμβαση εργοδότησης, αλλά συνέβαλε και δεσμευόταν από την «πολιτική απορρήτου» της εφεσίβλητης (τεκμήριο 6). Εν πάση περιπτώσει – πάντα κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης – ως εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2 ως δικηγόρος αλλά και ως διευθύνουσα συνέταιρος της εφεσίβλητης είχε εξυπακουόμενο καθήκον εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που περιήλθαν στην κατοχή της, το οποίο διέρρηξε (breach of confidence). Παράλληλα είχε καθήκον πίστης και εμπιστοσύνης (fiduciary duty and duty of fidelity) το οποίο επίσης παραβίασε. Συνάμα, με τις ενέργειες της, με τη συνδρομή και της εφεσείουσας 1, διέπραξε το αστικό αδίκημα της παράνομης παρέμβασης (unlawful interference).

Η αντίδραση των εφεσειουσών υπήρξε σφοδρή. Η σφοδρότητα εμφαίνεται στους 21 ειδικούς λόγους ένστασης που ενσωματώνονται στην Ένσταση τους ημερ.19.8.2020, αλλά και στα όσα διαλαμβάνονται στην ίδιας ημερομηνίας, αρχική ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 2, έκτασης 28 σελίδων. Καταχωρήθηκε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ.28.6.2021. Τόση υπήρξε η ενόχληση των εφεσειουσών που δεν αρκέστηκαν στην καταχώρηση Ένστασης. Καταχώρησαν δική τους ξεχωριστή αίτηση παραμερισμού του Κλητηρίου Εντάλματος, διαγραφής της Αίτησης, διαγραφής της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ημερ.11.8.2020, αλλά και ειδικά του διατάγματος υπό στοιχεία (Δ). Η αίτηση αυτή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε από πρωτόδικο Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) με την ενδιάμεση απόφαση ημερ.27.4.2021.  

 Επί της προκείμενης Αίτησης, οι εφεσείουσες απέρριψαν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης. Έθεσαν θέμα κατά τόπο αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, παράβασης κάθε αρχής δικαίου, αλλά και παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων. Ακόμα καταλόγισαν ανεπίτρεπτη παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ότι κατά την πρώτη εμφάνιση στις 10.8.2020, προέβη σε υποδείξεις και επέτρεψε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ημερ.11.8.2020, προς διόρθωση των διαζεύξεων που υπάρχουν στην αρχική ένορκη δήλωση.

Απ’ εκεί και πέρα η εφεσείουσα 2 δέχεται ότι προσελήφθη από την εφεσίβλητη την 1.10.2009, αλλά μόνον ως δικηγόρος -  επικεφαλής του γραφείου της Λεμεσού - και όχι ως συνέταιρος. Το 2013, μετά το κλείσιμο του γραφείου της Λεμεσού μεταφέρθηκε στο γραφείο της Λευκωσίας. Στις 13.11.2013, κατόπιν αποχώρησης άλλου δικηγόρου που την κατείχε, της μεταβιβάστηκε η μετοχή τάξεως Α για την οποία γίνεται λόγος ανωτέρω.  Η μετοχή αυτή έχει  δικαίωμα μερίσματος. Το Δ.Σ. καθορίζει απλά το ύψος, τον χρόνο και τους όρους υπό τους οποίους θα λαμβάνεται. Τη μετοχή αυτή, μετά την αποχώρηση της, πρότεινε στην εφεσίβλητη να την εξαγοράσει, πλην όμως δεν ανταποκρίθηκε. Πριν τον Ιούλιο του 2015 ανέλαβε καθήκοντα διευθύνουσας συνεταίρου στην εφεσίβλητη. Τη δε απόλυση της, τη θεωρεί παράνομη και έχει κινηθεί νομικά προς διεκδίκηση αποζημιώσεων. Σε ό,τι αφορά τις παραιτήσεις της από τις διάφορες εταιρείες, ουδέποτε αρνήθηκε να το πράξει, νοουμένου όμως ότι υπήρχαν οι αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες.

Σε ό,τι αφορά τη σχέση της με την εφεσείουσα 1, αρνείται το καθεστώς εργοδότησης ή απασχόλησης. Είναι ανεξάρτητη σύμβουλος στις υπηρεσίες που παρέχει στους πελάτες της η εφεσείουσα 1 και υποστηρίζει συμβουλευτικά τις υπηρεσίες αυτές. Σε σχέση με τα ηλεκτρονικά μηνύματα, δεν είχαν σκοπό ούτε να διακόψουν οι παραλήπτες τη συνεργασία τους με την εφεσίβλητη ούτε να συνεργαστούν μαζί της σε θέματα που καλύπτονται από συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα για την αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος και απεστάλησαν από ευγένεια και αβρότητα προς ανθρώπους με τους οποίους είχε συνεργαστεί στο παρελθόν. Δεν έγινε καμία αναφορά στην ποιότητα της εργασίας οποιουδήποτε, ούτε υπήρξε προτροπή για διακοπή υφιστάμενης σχέσης με την εφεσίβλητη και έναρξης νέας σχέσης με την εφεσείουσα 1. Όσον αφορά τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις, τις είχε σε εφαρμογή στο κινητό της τηλέφωνο, καθ’ ότι όλοι όφειλαν να έχουν πρόσβαση στα ηλεκτρονικά τους μηνύματα σε εικοσιτετράωρη βάση. Καμία παρέμβαση στα ηλεκτρονικά συστήματα της εφεσίβλητης δεν υπήρξε.

Πλήρης διαφωνία διατυπώνεται και επί των εφαρμοστέων νομικών αρχών και προϋποθέσεων έκδοσης των διαταγμάτων με ιδιαίτερη αναφορά στο διάταγμα αποκάλυψης υπό στοιχείο (Δ), με καταλογισμό στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένης εφαρμογής των αρχών που προκύπτουν από τη θεμελιακή επί του ζητήματος υπόθεση - Norwich Pharmacal.  

Παρόλα ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και τα κατέστησε απόλυτα. Δεν έγινε ειδική μνεία για τη χρονική ισχύ των διαταγμάτων υπό στοιχεία (Α) – (Γ). Απλά, υιοθετήθηκε η γενική αναφορά που υπήρχε στο αιτητικό της Αίτησης που είναι και η συνήθης σε ενδιάμεσες αιτήσεις, ότι δηλαδή, θα ισχύουν «μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής ή νεωτέρα διαταγή του Δικαστηρίου».   

Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένες τις εφεσείουσες και όπως προαναφέραμε την προσβάλλουν με επτά λόγους έφεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή σε αντίθεση με τις εφαρμοστέες νομικές αρχές, υπερέβη τα όρια του ενδιάμεσου δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, καθιστώντας απόλυτα τα προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 10.8.2020, αφ’ ης στιγμής το λεκτικό των διαταγμάτων καταλήγει και/ή ενσωματώνει συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και/ή νομικό καθεστώς της διαφοράς, ωσάν το Δικαστήριο να έχει προβεί σε αξιολόγηση του ενώπιον του υλικού και σε αντίστοιχα ευρήματα τελικού χαρακτήρα, υιοθετώντας αυτούσιους τους ισχυρισμούς και τις θέσεις της εφεσίβλητης και/ή το λεκτικό των διαταγμάτων είναι γενικό και/ή ασαφές. Σύμφωνα με τον δεύτερο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα και/ή σε αντίθεση με τις αρχές που διέπουν τους κανόνες σύνταξης διαταγμάτων κατέστησε απόλυτο το διάταγμα υπό στοιχείο (Β), ομού δε μετά των διαταγμάτων υπό στοιχεία (Α) και (Γ) οι πρόνοιες των οποίων, απολήγουν σε πλήρη ή δυσανάλογο περιορισμό αστικών δικαιωμάτων και/ή συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης αφού δεν έλαβε υπόψη τη νομική ανάλυση, τη νομολογία και/ή τα συγγράμματα σε συνάρτηση με τα γεγονότα ως αυτά εκτέθηκαν στη γραπτή αγόρευση των εφεσειουσών. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνται οι συνυφασμένες με την 1η και 2η προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι πληρείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32 και τούτο χωρίς να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία και χωρίς να λάβει υπόψη τις θέσεις των εφεσειουσών. Ο έκτος λόγος έφεσης, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της εφεσίβλητης, και τέλος ο έβδομος λόγος έφεσης προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις νομικές αρχές και/ή προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal και/ή εσφαλμένα παρέλειψε να συναρτήσει αυτές με τις ειδικές ενώπιον του περιστάσεις, καταλήγοντας να ασκήσει εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της Αίτησης.

Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους, ενώ αγόρευσαν και προφορικά εστιάζοντας στα κύρια σημεία της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας τους. Διεξήλθαμε με προσοχή τα ομολογουμένως εμπεριστατωμένα και ενδιαφέροντα περιγράμματα αγόρευσης και σχετική αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, εκεί όπου κριθεί αναγκαίο.  

 

Επιστρέφοντας στους επιμέρους λόγους έφεσης, έχουμε έντονα την αίσθηση, ότι, σήμερα, τριάμισι και πλέον χρόνια μετά την αρχική έκδοση των διαταγμάτων και δυόμιση χρόνια μετά που αυτά  κατέστησαν απόλυτα (παραμένουν ακόμα σε ισχύ), προέχει να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης άπτεται κατ’ ουσία του γεγονότος ότι δεν τέθηκε συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός στην ισχύ των διαταγμάτων υπό στοιχεία (Α), (Β) και (Γ). Τούτο, κατά παράβαση κατοχυρωμένων ελευθεριών, όπως της ελευθερίας της εργασίας, της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι και της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής και επαγγελματικής δράσης των εφεσειουσών.

 

Από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης δεν φαίνεται το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξέτασε το ενδεχόμενο να τεθεί  συγκεκριμένο και απολύτως προσδιορίσιμο χρονικό ορόσημο για λήξη των διαταγμάτων. Τουναντίον, υιοθετήθηκε το εισηγούμενο από πλευράς εφεσίβλητης λεκτικό των διαταγμάτων που τα ήθελε να παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής και/ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.

 

Επί τούτου σημειώνεται, ότι η αγωγή, ως προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο, όχι απλώς δεν έχει εκδικαστεί, αλλά ούτε και πλησιάζει να εκδικαστεί αφού δεν έχει καν συμπληρωθεί η δικογραφία.

  

Το κατά πόσο θα έπρεπε να τεθεί χρονικός περιορισμός στα διατάγματα εξαρτάται από την αιτία αγωγής και τη συναρτώμενη φύση της κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξίας και/ή αντισυμβατικής και/ή αντιεπαγγελματικής και/ή άλλης αγώγιμης συμπεριφοράς της εφεσείουσας 2 μετά της κατ’ ισχυρισμό σύμπραξης ή συνδρομής της εφεσείουσας 1.

 

Ασχέτως της μη ύπαρξης γραπτής σύμβασης εργοδότησης μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 2, στη μεταξύ τους σχέση εργοδότησης και ως εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2, υπήρχε εξυπακουόμενο καθήκον πίστης (fidelity), εμπιστευτικότητας  (fiduciary duty) και εμπιστοσύνης (confidentiality)- βλ. Bent Brewery Co. Ltd v. Hogan [1945] 2 All ER 570. Αυτό το καθήκον γενικά, εμποδίζει τον εργαζόμενο από το να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση ή αντίληψη του στην πορεία της εργοδότησης του. Οι πληροφορίες αυτές, διαρκούσης της εργοδότησης δεν δύναται να αποκαλυφθούν σε τρίτα πρόσωπα. Υπό ευρύτερη έννοια, τα στοιχεία πελάτων και συνεργατών, μεταξύ των οποίων και οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις, είναι πληροφορίες που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται στη γνώση/αντίληψη του εργαζόμενου στην πορεία της εργοδότησης του. Δεν νομίζουμε να έχει σημασία επί του προκειμένου, αν τα στοιχεία αυτά είναι αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε κάποιο εξωτερικό δίσκο, χειρόγραφα σημειωμένα σε χαρτί, σε κάποια εφαρμογή στο κινητό τηλέφωνο ή ακόμα αν είναι διασκορπισμένα σε διάφορες σημειώσεις και δεδομένα που κατέχει ο πρώην εργαζόμενος.  

 

Μετά τη λήξη της εργοδότησης, το εξυπακουόμενο καθήκον πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας συνήθως παύουν να ισχύουν. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου ένας πρώην εργαζόμενος μπορεί μετά τη λήξη της εργοδότησης να παρεμποδιστεί με διάταγμα από το να προσποριστεί, εκμεταλλευτεί και/ή ωφεληθεί από παραβίαση του εξυπακουόμενου καθήκοντος που υπήρχε διαρκούσης της εργοδότησης. Τούτο, για να αφαιρεθεί από τον πρώην εργαζόμενο το όποιο αθέμιτο πλεονέκτημα. Τέτοια διατάγματα, μολονότι εφαρμόζονται [και] οι συνήθεις αρχές έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, όπως πολύ ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών, είναι γνωστά ως «Springboard Injunctions».    

 

Στη θεμελιακή επί του θέματος υπόθεση QBE Management Services (UK) Ltd v Dymoke [2012] EWHC 80 (QB) λέχθηκαν τα εξής:

"240 First, where a person has obtained a 'head start' as a result of unlawful acts, the Court has the power to grant an injunction which restrains the wrongdoer, so as to deprive him of the fruits of his unlawful acts. This is often known as 'springboard' relief.

 

241 Second, the purpose of a 'springboard' order as Nourse L.J. explained in Roger Bullivant v Ellis [1987] ICR 464 is "to prevent the defendants from taking unfair advantage of the springboard which [the Judge] considered they must have built up by their misuse of the information in the card index" (at page 476G). May L.J. added that an injunction could be granted depriving defendants of the springboard "which ex hypothesis they had unlawfully acquired for themselves by the use of the plaintiffs 'customers' names in breach of the duty of fidelity" (at 478E-G). The Court of Appeal upheld Falconer J.'s decision restraining an employee who had taken away a customer card index from entering into any contracts made with customers.

 

242 Third, 'springboard' relief is not confined to cases of breach of confidence. It can be granted in relation to breaches of contractual and fiduciary duties (see Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd., unreported Ch.D, Blackburne J. 21/12/99, pp. 18-19), and flows from a wider principle that the court may grant an injunction to deprive a wrongdoer of the unlawful advantage derived from his wrongdoing. As Openshaw J. explained in UBS v Vestra Wealth at paragraphs [3] and [4]:

 

"There is some discussion in the authorities as to whether springboard relief is limited to cases where there is a misuse of confidential information. Such a limitation was expressly rejected in Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd, an unreported decision of Blackburne J made on 21 December 1999, although it seems to have been accepted by Scott J in Balston Ltd v Headline Filters Ltd [1987] FSR 330 at 340. In the 20 years which have passed since that case, it seems to me that the law has developed; and I see no reason in principle by which it should be so limited.

 

In my judgment, springboard relief is not confined to cases where former employees threaten to abuse confidential information acquired during the currency of their employment. It is available to prevent any future or further economic loss to a previous employer caused by former staff members taking an unfair advantage, and 'unfair start', of any serious breaches of their contract of employment (or if they are acting in concert with others, of any breach by any of those others). That unfair advantage must still exist at the time that the injunction is sought, and it must be shown that it would continue unless retrained. I accept that injunctions are to protect against and to prevent future and further losses and must not be used merely to punish breaches of contract."

 

243 Fourth, 'springboard' relief must, however, be sought and obtained at a time when any unlawful advantage is still being enjoyed by the wrongdoer: Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 Nicholls V-C; see also Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834.

 

244 Fifth, 'springboard' relief should have the aim "simply of restoring the parties to the competitive position they each set out to occupy and would have occupied but for the defendant's misconduct" (per Sir David Nicholls VC Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 at [855A]). It is not fair and just if it has a much more far-reaching effect than this, such as driving the defendant out of business [855A],

 

245 Sixth, 'springboard' relief will not be granted where a monetary award would have provided an adequate remedy to the Claimant for the wrong done to it (Universal Thermosensors v. Hibben [1992] I WLR 840 at [855B]).

 

246 Seventh, 'springboard' relief is not intended to punish the Defendant for wrongdoing. It is merely to provide fair and just protection for unlawful harm on an interim basis. What is fair and just in any particular circumstances will be measured by (i) the effect of the unlawful acts upon the Claimant; and (ii) the extent to which the Defendant has gained an illegitimate competitive advantage (see Sectrack NV. v. (1) Satamatics Ltd (2) Jan Leemans [20071 EWHC 3003 Flaux J.). The seriousness or egregiousness of the particular breach has no bearing on the period for which the injunction should be granted. In this regard, it is worth bearing in mind what Flaux J, said at paragraph [68]:

247 Eighth, the burden is on the Claimant to spell out the precise nature and period of the competitive advantage. An 'ephemeral' and 'short term' advantage will not be sufficient

(per Jonathan Parker J. in Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834).»

 

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Forse and others v. Secarma Ltd and others [2019] All ER (D) 156 (Mar) αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«59. Since a springboard injunction should never last longer than is reasonable to remove the unfair advantage secured by the defendant, a judge granting an interim injunction must always do their best to estimate what is the length of the reasonable period. If it is shorter than the period before the trial will commence (the date of which should always be ascertained), they should specify the period and relief will be limited accordingly. If it is at least as long as the period prior to commencement of the trial, it will not normally be necessary to say more than that. In any case, the judge must always state the grounds for their conclusion. They should avoid being too prescriptive because the evidence will be incomplete and untested at the interim stage and, as the present case shows, it may prove to be incorrect and even knowingly false.

 

60. As for the length of the period necessary to remove the unfair advantage, it will all depend on the nature of the advantage and how it can reasonably be expected to be removed, bearing in mind that the object is not to punish the defendant but to correct the wrong to the claimant…»

 

(η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

 

Από την πιο πάνω νομολογία και τις τεθείσες αρχές είναι προφανές πως σε περίπτωση εμπιστευτικών πληροφοριών, μολονότι είναι δυνατό να τύχουν προστασίας και μετά τη λήξη της εργοδότησης με την έκδοση σχετικού διατάγματος, θα πρέπει να υπάρχει χρονικό ορόσημο, το οποίο να καθορίζεται από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Πέραν της τεθείσας μαρτυρίας, στα γεγονότα συγκαταλέγεται σαφώς και το εν γένει (generic) επάγγελμα του πρώην εργαζόμενου σε συνάφεια με τυχόν περιορισμό στην άσκηση του που ενδεχομένως θα επέλθει με την έκδοση του διατάγματος.

 

Η εφεσίβλητη δια των ευπαίδευτων συνηγόρων της εισηγείται ότι οι πιο πάνω αρχές και ειδικά ο χρονικός περιορισμός, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπόθεση αυτή, καθ’ ότι η περίπτωση δεν αφορά απλά εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά εμπορικά μυστικά (trade secrets). Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση υποκλοπής ή αθέμιτης χρήσης εμπορικών μυστικών δεν τίθεται θέμα χρονικού περιορισμού. Το ερώτημα όμως είναι αν όντως η περίπτωση αφορά εμπορικά μυστικά.       

 

          Για σκοπούς και μόνον απλής καθοδηγητικής στάθμισης, παρατηρούμε ότι στο άρθρο 2 του αγγλικού νομοθετήματος,  National Security Act 2023 αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«A ‘trade secret’ means any information, document or other article which (1) is not generally known by, or available to, persons with knowledge of or expertise in the field to which it relates, (2) has actual or potential industrial, economic or commercial value which would be, or could reasonably be expected to de, adversely affected if it became generally known by, or available to, such persons, and (3) could reasonably be expected to be subject to measures to prevent it becoming generally known by, or available to, such persons (whether or not it is actually subject to such measures).»

 

 

 

Στην υπόθεση Faccenda Chicken Ltd v Fowler and others; Fowler v Faccenda Chicken Ltd [1986] 1 All ER 617, χωρίς να δοθεί απόλυτη απάντηση, οροθετήθηκαν παράμετροι προς εξέταση για σκοπούς καθοδήγησης στο αν η περίπτωση αφορά εμπιστευτικές πληροφορίες ή εμπορικά μυστικά. Συγκεκριμένα τέθηκαν τα ακόλουθα δεδομένα αποτίμηση:

 

 

 

     Το αγγλικό Εφετείο (Court of Appeal), υπέδειξε πάντως ότι η κατηγορία των εμπορικών μυστικών (trade secrets) θα πρέπει να καθορίζεται στενά και τα δικαστήρια δεν θα πρέπει με δεξιοτεχνία (astute) να ιχνηλατούν εμπορικά μυστικά, φυλαγμένα (tucked away) σε πλατιές αδικαιολόγητες απαιτήσεις.

 

 

         Τέλος, στη Lansing Linde Ltd v Kerr [1991] 1 All ER 418, σημειώθηκε ότι,

 

«a trade secret is information which, if disclosed to a competitor, would be liable to cause real (or significant) harm to the owner of the secret. I would add first, that it must be information used in a trade or business, and secondly that the owner must limit the dissemination of it or at least not encourage or permit widespread publication... It can thus include not only secret formulae for the manufacture of products but also, in an appropriate case, the names of customers and the goods which they buy. But some may say that not all such information is a trade secret in ordinary parlance. If that view be adopted, the class of information which can justify a restriction is wider, and extends to some confidential information which would not ordinarily be called a trade secret.»  

 

         

          Η πλευρά της εφεσίβλητης, αναλογιζόμενη τη σημασία της παραμέτρου, σε μια προσπάθεια να αναδείξει το εύρος και ύψος του καθήκοντος πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας, ώστε οι επίμαχες πληροφορίες να λογισθούν ως εμπορικό μυστικό και κατ’ επέκταση απεριόριστης προστασίας, επικαλέστηκε την υψηλή θέση που κατείχε η εφεσείουσα 2 στην εφεσίβλητη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα 2 κατείχε υπεύθυνη θέση στην εφεσίβλητη. Προσλήφθηκε ως δικηγόρος – θέση που από μόνη της προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση και υπευθυνότητα - και από το 2014 και εντεύθεν κατείχε τη θέση διευθύνουσας συνεταίρου της εφεσίβλητης. Μέχρι εκεί όμως. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν προκύπτει να βρισκόταν στον πυρήνα της εφεσίβλητης, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η προνομιούχα μετοχή τάξεως Α που κατείχε, ως η ίδια η εφεσίβλητη ισχυρίζεται, δεν της παρείχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης, ούτε και δικαίωμα μερίσματος. Το ότι ήταν διευθύντρια στην εφεσίβλητη και σε κάποιες άλλες εταιρείες, ομοίως δεν της προσέδιδε υψηλή εξουσία, γεγονός που καταδεικνύεται από τη μετέπειτα παύση της.  Το πλέον όμως ενδεικτικό στοιχείο πως δεν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της εφεσίβλητης, είναι ο τρόπος με τον οποίο προαναγγέλθηκε η απόλυση της και μάλιστα με άμεση ισχύ, ήτοι με ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο (τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση ημερ.19.8.2020).

 

Κοντολογίς, δεν θεωρούμε ότι εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2 και μόνον, προσδίδεται στα επίμαχα στοιχεία πελατών και συνεργατών – που  κατ’ ουσία ήταν απλά οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις - αξία τέτοια ώστε να λογίζονται, υπό τις περιστάσεις, ως εμπορικά μυστικά (trade secrets). Αναμφίβολα αποτελούσαν εμπιστευτικές πληροφορίες που προφανώς περιήλθαν στην αντίληψη/γνώση της εφεσείουσας 2 στην πορεία της εργοδότησης της. Οι όποιοι πελάτες όμως, ακόμα και αυτοί που είναι συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθορισμένης διάρκειας (Retainers), δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ως εσαεί «κτήμα» του δικηγορικού γραφείου με το οποίο συνεργάζονται, ώστε να μπορεί, σε τρίτους, να απαγορευθεί στο διηνεκές η επαφή ή σχέση μαζί τους. Εξάλλου, δεν είναι ασύνηθες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιζητούν νομικές υπηρεσίες να απευθύνονται και να συνεργάζονται με περισσότερα από ένα δικηγορικά γραφεία. Πόσο μάλλον, συνεργάτες πελατών ή διεθνή δίκτυα δικηγορικών οίκων.           

 

          Σημειώνουμε ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικού Δικαστηρίου που να καταδεικνύει, με βαθμό σαφήνειας τουλάχιστον, ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στα αρχεία πελατών από μέρους της εφεσείουσας 2. Ούτε ότι η εφεσείουσα 2, καταχράστηκε, οικειοποιήθηκε ή διέρρευσε οποιαδήποτε ευαίσθητα ή προσωπικά στοιχεία πελατών ή υποθέσεων. Προς υποστήριξη του απροσδιορίστου χρόνου ισχύος  των διαταγμάτων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης επικαλούνται στη σελίδα 11 του περιγράμματος αγόρευσης τους, το γεγονός ότι η αγωγή έχει ως βάση και αστικά αδικήματα «όπως τη συνομωσία, την απάτη και τον δόλο». Ίσως κατά τη δίκη να προσκομιστούν στοιχεία και μαρτυρία που να δικαιολογούν τη συμπερίληψη αυτών των αστικών αδικημάτων στην αγωγή. Στα πλαίσια της Αίτησης όμως που οδήγησε στην έκδοση και μετέπειτα οριστικοποίηση των διαταγμάτων, δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία και μαρτυρία που να δημιουργούσαν υπόβαθρο έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων στη βάση τέτοιων αστικών αδικημάτων.    

 

          Πέραν των πιο πάνω, προσμετρήσιμο στοιχείο θα έπρεπε να αποτελέσει και το εν γένει (generic) επάγγελμα των εφεσειουσών, σε συνάρτηση με τη δυστοκία και περιορισμό στην ελεύθερη εξάσκηση του που ενδεχομένως θα είχε η παρατεταμένη ισχύς των διαταγμάτων.

 

          Αν γινόταν η πιο πάνω διεργασία, φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα στοιχεία,  υπό τις περιστάσεις, είναι εμπιστευτικές πληροφορίες και όχι εμπορικά μυστικά (trade secrets). Η διεργασία αυτή θα οδηγούσε σε αποκλεισμό του ενδεχομένου οριστικοποίησης των διαταγμάτων, χωρίς πρώτα τον χρονικό περιορισμό της ισχύος των διαταγμάτων.  Λόγω του αθέμιτου πλεονεκτήματος που ενδεχομένως θα αποκτούσε η εφεσείουσα 2 ως εκ της χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά και του γεγονότος ότι πελάτες προς τους οποίους απευθύνθηκε ήταν συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την εφεσίβλητη, τα διατάγματα φρονούμε, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι και για 12 μήνες.   

 

          Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογείται η συνέχιση της ισχύος τους (ούτε και εξυπηρετούν πλέον οποιοδήποτε σκοπό), σήμερα, τριάμισι και πλέον χρόνια μετά την αρχική έκδοση τους και μάλιστα με ακαθόριστο τέλος, αφού η ισχύς τους συναρτάται με ένα απροσδιόριστο χρονικά γεγονός, ήτοι την τελική εκδίκαση της αγωγής.

 

Έπεται ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και θα πρέπει τα διατάγματα υπό στοιχεία (Α), (Β) και (Γ) να ακυρωθούν.     

 

          Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η εξέταση των λόγων έφεσης 1, 3, 4, 5 και 6.

 

          Παραμένει ο έβδομος λόγος έφεσης που αφορά το διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal υπό στοιχείο (Δ). Συμφώνως της πρωτόδικης απόφασης, θα έπρεπε να υπάρξει συμμόρφωση με το εν λόγω διάταγμα μέχρι τις 21.8.2020. Κατά τους διαλαμβανόμενους ισχυρισμούς, δεν υπήρξε συμμόρφωση με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί αίτηση παρακοής  στις 28.8.2020. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, κ. Μούντης, μας ενημέρωσε πως υπήρξε παραδοχή από τις εφεσείουσες στα πλαίσια αυτής της αίτησης και επιβλήθηκε μάλιστα και ποινή. Από πλευράς της η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειουσών, κα Πρωτοπαπά, μας ενημέρωσε ότι υπήρξε μεν παραδοχή, αλλά η εναντίωση τους στα διατάγματα παραμένει έντονη και σθεναρή. Συναφώς, μας πληροφόρησε ότι κατόπιν που το διάταγμα κατέστη απόλυτο, υπήρξε συμμόρφωση. Σε κάποια άλλη στιγμή έγινε λόγος για απόφαση της Επιτρόπου [προφανώς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα] που κατ’ ισχυρισμό καθιστούσε αδύνατη τη συμμόρφωση.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στις αρχές έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων στις σελ.23-26 της απόφασης του. Σημειώνει πολύ ορθά ότι τέτοια διατάγματα δεν περιορίζονται μόνον στις περιπτώσεις που αναζητείται η ταυτότητα του τελικού αδικοπραγήσαντος, αλλά είναι πιο ευέλικτα και επεκτείνονται και σε περιπτώσεις όπου επιζητούνται πληροφορίες ώστε να μπορέσει ο ενάγοντας να συμπληρώσει την εικόνα «missing piece of the jigsaw» του μεγέθους της συνολικής αδικοπραξίας εναντίον του, αλλά και για πλήρη απονομή δικαιοσύνης. Ομοίως, σημειώνει ορθά, ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας αφού ζυγιστούν προσεκτικά και δίκαια όλοι οι σχετικοί παράγοντες. 

 

Τέτοια διατάγματα εκδίδονται στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας και έχουν ως υπόβαθρο τις αγγλικές υποθέσεις Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioners of Customs & Excise [1973] 2 All E.R. 943 από την οποία απέκτησαν και το όνομα τους και Bankers Trust Co. v. Shabira  [1980] 3 All E.R. 353. Οι κωδικοποιημένες θέσεις της αγγλικής νομολογίας υπάρχουν στην υπόθεση Mitsui & Co. v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 (Ch).

 

 

Οι εν λόγω αποφάσεις έχουν υιοθετηθεί και εφαρμοστεί από τα κυπριακά Δικαστήρια σε αριθμό αποφάσεων, στις οποίες αναγνωρίστηκε ότι για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν τόσο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, όσο και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων αποκάλυψης (βλ. Avila Management Services Ltd κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403). Στην υπόθεση αυτή, παρατίθενται με λεπτομέρεια οι εφαρμοστέες νομικές αρχές (βλ. επίσης Mataquotes Software Ltd v. Dababou Πολ. Έφεση  E324/16, ημερ. 14.11.2018).

 

Στην υπόθεση Re Bernard L Madoff Investment Securities LLC [2009] EWHC 442 (Ch), τονίστηκε ότι σε πολύπλοκες υποθέσεις απάτης και δόλου είναι προς το δημόσιο συμφέρον να υπάρχει πλήρης έρευνα.  Πιο συγκεκριμένα ειπώθηκαν από τον δικαστή Lewison J τα εξής:

 

«I am satisfied that it is in the public interest for an alleged fraud on this scale and of this complexity to be investigated, and on the evidence before me I am therefore satisfied that transfers of the information scheduled to the draft order are necessary for reasons of substantial public interest.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως υποδείξαμε και ανωτέρω, δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία ή μαρτυρία στους κόλπους της Αίτησης που να συνθέτουν, υπόβαθρο έστω, συνομωσίας, απάτης ή δόλου, πόσο μάλλον τέτοιου μεγέθους, έκτασης και εύρους ώστε να απαιτείτο η αποκρυστάλλωση, συμπλήρωση και συνδρομή δια της έκδοσης ενός τέτοιου δραστικού διατάγματος. Όπως προαναφέραμε, η μαρτυρία που προσκομίστηκε αποκάλυπτε απλά την αποστολή των συνημμένων μηνυμάτων δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς πελάτες/συνεργάτες. Συνεπώς, συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειουσών, ότι προσδόθηκε διάσταση που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν προέκυπτε και συνακόλουθα δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκδίδοντας το διάταγμα αποκάλυψης υπό στοιχείο (Δ).

 

Η υπόθεση CHC Software Care Ltd v. Hopkins & Wood [1993] F.S.R.241 την οποία επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης τους διακρίνεται. Πέραν της επιβεβαίωσης των γενικών αρχών και την ακτίνα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, η υπόθεση αφορούσε επιστολή, η οποία κατά τον ισχυρισμό των εναγόντων, ήταν μια από αριθμό άλλων επιστολών παρόμοιου περιεχομένου, ψευδής και συντάχθηκε κακόβουλα. Στη βάση αυτή, οι ενάγοντες ζητούσαν αποζημιώσεις για δυσφήμιση, κακόβουλη ψευδολογία και εμπορικό λίβελο που περιέχετο στις εν λόγω επιστολές. Οι ενάγοντες ζήτησαν και πέτυχαν διάταγμα αποκάλυψης των ονομάτων και διευθύνσεων των προσώπων προς τα οποία είχαν αποσταλεί παρόμοιες επιστολές. Με άλλα λόγια ήταν το  καθαυτό, κατ’ ισχυρισμό ψευδές και κακόβουλο περιεχόμενο των επιστολών που έδωσε το έναυσμα έγερσης απαίτησης. Πέραν της έκτασης της ψευδολογίας, οι ενάγοντες επιθυμούσαν την αποκάλυψη για να αποστείλουν στους παραλήπτες δική τους επιστολή, θέτοντας τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Εδώ ουδόλως προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή τέτοια ανάγκη.       

 

Γίνεται δεκτός και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

          Εν όψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ημερ.6.10.2021 παραμερίζεται. Συνακόλουθα τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται. Επιδικάζονται €5.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσειουσών.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ – ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο