ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε5/18

23 Απριλίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]

                  

Miltiades Neophytou

Civil Engineering Contractors & Developers Ltd

Εφεσείουσα

v.

Δήμος Πάφου

Για εφεσείουσα: κος Κωνσταντίνος Μέσσιος και κα Γεωργία Βλαδιμήρου για C.D. Messios LLC

Για εφεσίβλητο: κα Κατερίνα Ανδρέου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Δυνάμει γραπτού συμβολαίου εργολαβίας, ο εφεσίβλητος Δήμος Πάφου ανέθεσε στην εφεσείουσα εργοληπτική εταιρεία, την υλοποίηση του έργου «Ανάπλαση και Διαμόρφωση του Παραλιακού Μετώπου Πάφου», συνολικού ποσού €7.466.245,00. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, η έναρξη των εργασιών πραγματοποιήθηκε στις 19.11.2007 και η συμβατική ημερομηνία ολοκλήρωσης, ήταν η 19.5.2009. Η προσωρινή παραλαβή του έργου έγινε με δύο μήνες παράταση, ήτοι την 29.7.2009, εκτός από τις εργασίες για το αργάκι όμβριων υδάτων, που η παράδοση τους έγινε την 30.9.2009.

Είναι η θέση του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οικονομική ανάλυση που ετοίμασαν οι επιμετρητές του έργου σε συνεργασία με το λογιστήριο του Δήμου Πάφου ότι έγινε υπερπληρωμή προς την εφεσίβλητη εργοληπτική εταιρεία, του ποσού των €656.443,19. Το εν λόγω ποσό, διεκδικεί ο Δήμος Πάφου με αγωγή που καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ενόψει των πιο πάνω, από τον Δεκέμβριο του 2014 η Ελεγκτική Υπηρεσία του Κράτους ξεκίνησε έρευνα για εντοπισμό πιθανής διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Είναι εύρημα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που καταγράφεται σε σχετική έκθεση ως αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας, ότι πιθανόν να υπήρξαν εργασίες που υπερχρεώθηκαν και αμοιβές που καταβάλλονταν σε διάφορα πρόσωπα και εταιρείες που είχαν εμπλοκή στο έργο και υπερέβαιναν τα συμφωνημένα ποσά ή ήταν μη συμφωνημένα. Κατά την πορεία των ερευνών προέκυψε ότι και για το Β' Μέρος του επίδικου έργου, πληρώθηκε στον εργολάβο ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ την προσφορά των €623.297,00 και αφορά εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στις προσφορές ή οι οποίες δεν εγκρίθηκαν από το Δήμο Πάφου ή είναι τεχνικά ακατάλληλες.

Είναι η θέση του Δήμου Πάφου πως υπήρξε ελλιπής έλεγχος προς βλάβη των συμφερόντων του και ότι έλαβαν χώρα συμπαιγνίες που στόχευαν στην μεγιστοποίηση του κέρδους προσώπων, που είχαν εμπλοκή στις εργασίες («μίζες»). Η υπόθεση παραπέμφθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα και στο τέλος Ιανουάριου 2017, άρχισε η ποινική διερεύνηση του θέματος από το ΤΑΕ Πάφου. Να σημειώσουμε εδώ ότι σχετικά με την πορεία των πιο πάνω ερευνών, οι διάδικοι με κοινή δήλωση ενώπιον του Εφετείου, ανέφεραν ότι η αστυνομική διεύθυνση Πάφου αφού ολοκλήρωσε την διερεύνηση για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων κατά την εκτέλεση του επίδικου συμβολαίου, κατέληξε ότι δεν προέκυψε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό για την εφεσείουσα.

Είναι παραδεκτό ότι μετά τις πιο πάνω έρευνες για ατασθαλίες, η εφεσείουσα εταιρεία με επιστολή της, ισχυρίστηκε ότι μετά από παρέλευση επτά χρόνων από την ολοκλήρωση των εργασιών του έργου, αναφύεται διαφορά η οποία υπόκειται σε διαιτησία δυνάμει των όρων του συμβολαίου, αξιώνοντας ποσά που είναι κατά την ίδια οφειλόμενα. Ο εφεσίβλητος Δήμος Πάφου δεν αποδέχθηκε την διαδικασία διαιτησίας, ισχυριζόμενος ότι επειδή τέθηκαν ζητήματα δόλου και παράνομων υπερχρεώσεων, θα έπρεπε δυνάμει του Νόμου να ακολουθηθεί δικαστική διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου. Εισήγηση που η εφεσείουσα εταιρεία απέρριψε και προχώρησε στον διορισμό διαιτητή, καλώντας τον εφεσίβλητο Δήμο Πάφου να διορίσει το δικό του διαιτητή  εντός 7 ημερών, δυνάμει των όρων του συμβολαίου.

Ο εφεσίβλητος Δήμος Πάφου μη αποδεχόμενος την διαιτητική διαδικασία,  καταχώρησε αγωγή στο Ε.Δ Πάφου, ζητώντας από την εφεσείουσα την επιστροφή ποσού ύψους €655.443,10 που κατά τους ισχυρισμούς του, καταβλήθηκε αχρεωστήτως και/ή αντισυμβατικά. Πρόσθετα διεκδικεί γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις λόγω δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων, προβάλλοντας τις πιο πάνω θέσεις για δόλιες υπερχρεώσεις και για πληρωμές που αφορούν εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στις προσφορές και δεν εγκρίθηκαν από τον Δήμο Πάφου.

Ταυτόχρονα με την αγωγή, ο εφεσίβλητος καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία αιτήθηκε συντηρητικό διάταγμα που να απαγορεύει στην εφεσίβλητη να προωθήσει διαιτητική διαδικασία βάσει του συνυποσχετικού το οποίο περιέχεται στο επίδικο εργολαβικό συμβόλαιο. Επιζητείτο επίσης ακύρωση του συνυποσχετικού που περιέχεται στο συμβόλαιο εργολαβίας και της έναρξης οιασδήποτε διαιτητικής διαδικασίας άρχισε, δυνάμει  αυτού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της αίτησης, έκανε αναφορά στο Άρθρο 9.2 του περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) σύμφωνα με το οποίο όταν διαφορά παραπέμπεται σε διαιτησία και στη συνέχεια εγείρεται ζήτημα κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους έχει καταστεί ένοχος δόλου, το Δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει στην έκταση που είναι αναγκαίο, όπως το ζήτημα αυτό αποφασιστεί σε δικαστική και όχι διαιτητική διαδικασία. Σε αυτήν την περίπτωση, το Δικαστήριο έχει επίσης εξουσία να διατάξει την ακύρωση οποιουδήποτε συνυποσχετικού ενεργοποιήθηκε, δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται και οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για έκδοση των αιτούμενων συντηρητικών διαταγμάτων. Λέχθηκε ότι με την αγωγή προβάλλονταν ισχυρισμοί δόλου ώστε να δικαιολογείται η εκδίκαση της διαφοράς από το Δικαστήριο και όχι από διαιτητή, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχολιάζοντας την θέση της εφεσείουσας ότι οι ισχυρισμοί δόλου δεν αφορούν την ίδια αλλά υπαλλήλους του Δήμου Πάφου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων ότι δεν ήταν του παρόντος να αποφασισθεί στο στάδιο εκείνο, ενδεχόμενη ουσιαστική εμπλοκή της εφεσείουσας αφού κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε το «οροθετημένο» από τη νομολογία καθήκον του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση συντηρητικού διατάγματος.

Λέχθηκε επίσης ότι πληρείτο και η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση η επάρκεια των αποζημιώσεων δεν είναι το μόνο που ενδιαφέρει. Με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Παναγίδη ν. Παναγίδη (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 397), τονίστηκε ότι ο όρος «αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη», σημαίνει την αδυναμία απόδοσης στον εφεσείοντα των θεραπειών που δικαιούται σύμφωνα με το Νόμο. Η 3η προϋπόθεση σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταδεικνύεται με δεδομένο ότι το Άρθρο 9.2 του περί Διαιτησίας Νόμου δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή διαιτησίας όταν εγείρονται ζητήματα δόλου και ότι αυτά πρέπει να εξεταστούν και επιλυθούν μόνο σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου. Κρίθηκε ως εκ τούτου ότι δεν μπορεί να υπάρξει επάρκεια αποζημιώσεων ή συναφής θεραπεία εάν η εφεσείουσα αφεθεί να συνεχίσει την διαδικασία διαιτησίας, στην οποία συμμετέχει μόνη της.

Κρίθηκε τέλος ότι ήταν δίκαιο ή πρόσφορο να εκδοθούν τα υπό κρίση διατάγματα, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση, η διαφορά θα παραπεμφθεί σε διαιτησία, κατά την οποία ο εφεσίβλητος Δήμος Πάφου δεν θα έχει τη δυνατότητα να εγείρει ζητήματα δόλου της εφεσείουσας, αφού ο διαιτητής δεν εξετάζει τέτοιου είδους ζητήματα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενόψει των πιο πάνω, διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης, απαγορεύοντας στην εφεσείουσα να  προωθήσει την διαιτητική διαδικασία βάσει του συνυποσχετικού που περιέχεται στο επίδικο εργολαβικό συμβόλαιο. Δεν εκδόθηκαν διατάγματα ως οι παράγραφοι Γ και Δ της αίτησης με τα οποία ζητείτο ακύρωση του συνυποσχετικού και της διαιτητικής διαδικασίας αφού κρίθηκε ότι αυτά καλύπτονταν από την έκδοση των διαταγμάτων των παραγράφων Α και Β.

Η εφεσείουσα με 6 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση. Με τους 3 πρώτους λόγους έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα  έκρινε ότι πληρούνται τα κριτήρια του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 χωρίς να υπεισέλθει σε εξέταση, του κατά πόσον υπάρχει εκ πρώτης όψεως δόλος δυνάμει του Άρθρου 9.2 του Κεφ. 4. Ισχυρίζεται ότι πουθενά στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει συγκεκριμένα ότι έχει καταδειχθεί καν εκ πρώτης όψεως δόλος από την πλευρά της εφεσείουσας. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το ζήτημα αυτό, ήταν καταλυτικής σημασίας για την έκβαση της αίτησης αφού κύρια προϋπόθεση του Άρθρου 9.2 του Κεφ. 4, είναι η έγερση ζητήματος ότι ένας εκ των συμβαλλομένων έχει καταστεί ένοχος δόλου και όχι το γενικό συμπέρασμα ότι, στο έργο γενικότερα κάποιοι ήταν υπεύθυνοι για τις κατ’ ισχυρισμό υπερπληρωμές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι όποιες αναφορές σε δόλο ήταν γενικές και αόριστες, αποτελούσαν εικασίες και αφορούσαν τρίτα πρόσωπα και όχι την εφεσείουσα.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η επιχειρηματολογία της εφεσείουσας στους πρώτους τρεις λόγους έφεσης, περιστρέφεται γύρω από το επιχείρημα ότι δεν προβλήθηκαν επαρκείς ισχυρισμοί για διάπραξη δόλου από την ίδια και ως εκ τούτου, ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει τις προϋποθέσεις για έκδοση συντηρητικού διατάγματος. Ενόψει τούτου, και προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσον έχουν αποδειχθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για έκδοση των αιτούμενων συντηρητικών διαταγμάτων, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η εφεσίβλητη αποκαλύπτει με τα δικόγραφα της και την ένορκη δήλωση της αίτησης, εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου από την εφεσείουσα.

Προτού διερευνηθεί το πιο πάνω θέμα, θεωρούμε χρήσιμο να προβούμε σε μια συνοπτική ανάλυση της εξουσίας του Δικαστηρίου να ακυρώσει  διαιτητική διαδικασία στην οποία εγείρονται ζητήματα δόλου, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 9.2 του Περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4), το οποίο έχει ως εξής:

(2) Όταν συμφωνία μεταξύ συμβαλλόμενων προβλέπει ότι τυχόν διαφορές που δυνατόν να προκύψουν μεταξύ τους στο μέλλον παραπέμπονται σε διαιτησία και σε τέτοια διαφορά που αναφύεται στη συνέχεια εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους έχει καταστεί ένοχος δόλου, το Δικαστήριο έχει εξουσία, στην έκταση που είναι αναγκαίο όπως το ζήτημα αυτό αποφασιστεί από το Δικαστήριο, να διατάξει όπως η συμφωνία παύσει να ισχύει και να παραχωρήσει άδεια για ακύρωση οποιουδήποτε συνυποσχετικού που έγινε βάσει της συμφωνίας αυτής.

Η πιο πάνω διάταξη ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Ψηλογένη ν. Νέας Σ.Π.Ε  Π. Πλατρών (2004) 1 Α.Α.Δ 243. Λέχθηκε ότι η ίδια πρόνοια, συναντάται και στο άρθρο 24.2 του αγγλικού Arbitration Act 1950. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Russel on Arbitration 23rd ed. p. 76 para 2-83, στην Αγγλία η πρόνοια αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 107.2 του νέου Arbitration Act 1996. Παρόλα αυτά, η αγγλική νομολογία που ερμηνεύει το άρθρο 24.2 του παλιού αγγλικού νόμου του 1950 είναι βοηθητική επί του θέματος, στο βαθμό που το άρθρο αυτό αναπαράγεται πιστά, από το Άρθρο 9.2. του Περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4).

Στην υπόθεση Ψηλογένη (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν οι αρχές της αγγλικής νομολογίας επί του θέματος όπως διατυπώθηκαν στην θεμελιακή αγγλική απόφαση Russell v. Russell [1880] 14 Ch. D. 471, από την οποία παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα:

«In the case where fraud is charged, the Court will in general refuse to send the dispute to arbitration if the party charged with the fraud desires a public inquiry. But where the objection to arbitration is by the party charging the fraud, the Court will not necessarily accede to it, and will never do so unless a prima facie case of fraud is proved.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Σε υπόθεση όπου διατυπώνεται κατηγορία για δόλο, το Δικαστήριο γενικώς θα αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση σε διαιτησία αν ο διάδικος που κατηγορείται για δόλο επιθυμεί δημόσια έρευνα. Πλην όμως όπου η ένσταση στη διαιτησία εγείρεται από το διάδικο που διατυπώνει την κατηγορία για δόλο, το δικαστήριο δεν θα δεχθεί κατ' ανάγκη την ένσταση, και δεν θα το πράξει ποτέ, εκτός αν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου.»

Λέχθηκε επίσης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση Ψηλογένη ότι σκοπός του άρθρου, είναι η παροχή διακριτικής ευχέρειας στο Δικαστήριο να αποτρέπει ή εμποδίζει την διεξαγωγή διαιτησίας σε υποθέσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί δόλου. Υιοθετείται επί του προκειμένου η αγγλική νομολογία που καθορίζει ότι στις περιπτώσεις που επιδιώκεται η ακύρωση της διαιτησίας από διάδικο που διατυπώνει κατηγορία για δόλο όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, η εξουσία του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται μόνον εκεί όπου αποδεικνύεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου.

Κατά την κρίση μας, η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην πιο πάνω νομολογιακή αρχή, είναι ότι ο διάδικος που επικαλείται τέτοιους ισχυρισμούς και ζητά την ακύρωση της διαιτητικής διαδικασίας, έχει το βάρος να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου, παραθέτοντας και τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του. Δεν είναι αρκετό ως εκ τούτου να προβάλλονται αόριστα ισχυρισμοί για δόλο αλλά να παρατίθενται όλα τα γεγονότα που να στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου.

Από την άλλη, το Δικαστήριο δεν θα αποφασίσει στο στάδιο αυτό, την ουσία της διαφοράς, κατά πόσον δηλαδή ευσταθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι έχει διαπραχθεί δόλος από την πλευρά του καθ’ ου η αίτηση. Είναι ξεκάθαρο ότι στην διαδικασία αυτή, το Δικαστήριο περιορίζεται αυστηρά στο δικαιοδοτικό πλαίσιο του Άρθρου 9.2 του Κεφ. 4 και εξετάζει κατά πόσον τίθενται ζητήματα εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δόλου χωρίς να αποφαίνεται σε τελικό στάδιο για την αλήθεια αυτών των ισχυρισμών.

Στην μεταγενέστερη υπόθεση Χριστοδούλου ν. ΣΠΕ Πολεμίου (2009) 1 Α.Α.Δ 242, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού υιοθέτησε τις αρχές που καθιέρωσε η υπόθεση Ψηλογένη (ανωτέρω), έκρινε ότι δυνάμει του Άρθρου 9.2 του Κεφ.4 και εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ότι ένας από τους συμβαλλομένους είναι ένοχος δόλου, το Δικαστήριο θα πρέπει να ακυρώσει και όχι να αναστείλει την διαιτητική διαδικασία. Στην υπόθεση αυτή υπήρξε ισχυρισμός εκ μέρους του αιτητή ότι η σύμβαση δανείου δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκε η διαφορά σε διαιτησία, ήταν πλαστογραφημένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την διαιτητική διαδικασία, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η διαδικασία ενώπιον του διαιτητή, είχε απλά ανασταλεί και όχι ακυρωθεί.

Μεταγενέστερη αγγλική νομολογία κατέδειξε ότι θα πρέπει να καταδειχθεί σοβαρό («concrete») και συγκεκριμένο («specific») ζήτημα δόλου. Επαναλήφθηκε η αρχή ότι επιφανειακοί ή γενικοί ισχυρισμοί περί δόλου, οι οποίοι δεν υποστηρίζονται από επαρκή μαρτυρία έτσι που να καταδεικνύεται δόλος στον αναγκαίο βαθμό, δεν επαρκούν. Τονίστηκε η ανάγκη να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της ρήτρας διαιτησίας και της συμφωνίας των μερών για παραπομπή σε διαιτησία. Αν με την έγερση οποιουδήποτε ισχυρισμού για δόλο, η συμφωνία των μερών για παραπομπή των διαφορών σε διαιτησία δεν εφαρμοζόταν, τότε δεν θα είχε κανένα νόημα η επιλογή της διαιτητικής διαδικασίας (βλ. μεταξύ άλλων Camilla Cotton Oil Co. v. Granadex S.A. And Tracomin S.A [1976] 2 Lloyd’s Law Reports 10).

Η ίδια αρχή διατυπώνεται ως ακολούθως και στο σύγγραμμα Russell on the Law of Arbitration, 20th ed στη σελ. 156 με αναφορά στο άρθρο 24.2 του Αγγλικού Arbitration Act 1950:

«Under this section of the Act, it is necessary that the dispute involves the question whether any party has been guilty of fraud. To satisfy this a concrete and specific issue of fraud must be raised. Moreover the fraud relied on must be fraud by the party opposing the stay.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Σύμφωνα με αυτό το άρθρο του νόμου, είναι απαραίτητο η διαφορά να αφορά το ερώτημα εάν κάποιο μέρος είναι ένοχο δόλου. Για να ικανοποιηθεί αυτό, πρέπει να τεθεί ένα σοβαρό και συγκεκριμένο ζήτημα δόλου. Επιπλέον, ο προβαλλόμενος δόλος πρέπει να είναι δόλος του διαδίκου που αντιτίθεται στην αναστολή.»

Αναφορά στην πιο πάνω νομολογία, γίνεται και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χρυστάλλα Χατζηχαμπή υπό την ιδιότητα της ως Διαχειρίστρια της Περιουσίας του αποβιώσαντα Πανίκου Χατζηχαμπή κα ν. Αναστασίας Γκάϋ κα Πολ. Έφεση Ε112/2022, ημ. 13.1.2023. Η υπόθεση αφορούσε αγωγή με την οποία ζητείτο μεταξύ άλλων η ακύρωση διάφορων δανειακών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης και παρεμφερούς ρήτρας διαιτησίας λόγω κατ’ ισχυρισμό ψευδών παραστάσεων, υποσχέσεων, απάτης και κακής πίστης των εφεσειόντων σε βάρος των εφεσίβλητων. Να σημειωθεί ότι στην βάση της πιο πάνω ρήτρας διαιτησίας, εκδόθηκε διαιτητική απόφαση, στην απουσία των εναγόντων. Η αίτηση των εναγομένων για παραμερισμό της αγωγής λόγω της ύπαρξης της διαιτητικής απόφασης, απορρίφθηκε πρωτόδικα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατ’ έφεση σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή, ανεξαρτήτως της έκδοσης διαιτητικής απόφασης. Κρίθηκε με αναφορά στην πιο πάνω νομολογία ότι η δικαιοδοσία πηγάζει ακριβώς από τους ισχυρισμούς στην έκθεση απαίτησης για ακύρωση των δανειακών και υποθηκευτικών συμβάσεων εξαιτίας δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων, και όχι μονάχα ακύρωση των διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες ούτως ή άλλως συναποτελούν μέρος της κατ’ ισχυρισμό δόλιας, παραπλανητικής και απατηλής μεθοδολογίας που κατ’ ισχυρισμό υιοθέτησαν οι εφεσείοντες.

Στην παρούσα υπόθεση, ο διάδικος στον οποίο προσάπτεται δόλος είναι η εφεσείουσα, η οποία επιθυμεί την συνέχιση της διαιτησίας. Ως εκ τούτου, δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας, ο εφεσίβλητος που επιζητά την ακύρωση του συνυποσχετικού, οφείλει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συγκεκριμένο και σοβαρό ζήτημα διάπραξης δόλου από πλευράς εφεσείουσας.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίζεται επί του προκειμένου ότι η αναγκαία διεργασία εξέτασης του κατά πόσον προβάλλεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου, δεν έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υποστηρίζει ακόμα ότι εν πάση περιπτώσει, οι ισχυρισμοί δόλου που προβάλει ο εφεσίβλητος, δεν αφορούν την εφεσείουσα, είναι πολύ γενικοί και δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 9.2 του Περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ. 4) για ακύρωση της διαιτητικής διαδικασίας.

Με όλο το σέβας δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω άποψη. Στην ένορκη δήλωση της αίτησης, γίνεται εκτενής αναφορά σε διαπιστώσεις για κατ’ ισχυρισμό αντισυμβατικές και παράνομες πληρωμές προς την εφεσείουσα. Γίνεται επίσης παραπομπή στον έλεγχο από την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, που κατέδειξε ότι υπήρξαν υπερχρεώσεις και ότι οι αμοιβές που καταβλήθηκαν στην εφεσείουσα, υπερέβαιναν τα συμφωνηθέντα. Αναφέρεται  μάλιστα από τον εφεσίβλητο η λέξη «μίζες» κάτι που υπονοεί ότι εμπλέκεται τόσο η εφεσείουσα όσο και εκπρόσωποι του Δήμου Πάφου, σε αυτές τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες χρεώσεις που αφορούσαν πληρωμές προς την εφεσείουσα. Οι σχετικές εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση της αίτησης, στις οποίες γίνεται εκτενής αναφορά στις εν λόγω διαπιστώσεις για τις κατ’ ισχυρισμό υπερπληρωμές προς την εφεσείουσα.

Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση της αίτησης για συντηρητικά διατάγματα ότι περαιτέρω έρευνα, κατέδειξε ότι το ποσό που πληρώθηκε στον εργολάβο του έργου ήτοι στην εφεσείουσα, υπερβαίνει κατά πολύ την αρχική προσφορά και αφορά εργασίες που δεν περιλαμβάνονταν στις προσφορές και σε χρεώσεις που εν πάση περιπτώσει δεν δικαιολογούνται με οποιονδήποτε τρόπο. Παρατίθεται επιπλέον ο ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση της αίτησης ότι υπήρξε με συντονισμένες και σκόπιμες ενέργειες, ελλιπής έλεγχος προς βλάβη των συμφερόντων του Δήμου Πάφου και έλαβαν χώρα συμπαιγνίες που στόχευαν στην μεγιστοποίηση του κέρδους προσώπων που είχαν εμπλοκή στις εργασίες, συμπεριλαμβανομένης και της εφεσείουσας.

Δεν είναι ορθή ως εκ τούτου η θέση της εφεσείουσας ότι δεν παρατίθενται από τον εφεσίβλητο επαρκείς λεπτομέρειες για συμμετοχή σε κατ’ ισχυρισμό δόλιες ενέργειες εκ μέρους της. Ούτε συμφωνούμε με την θέση ότι επειδή γίνεται αναφορά σε πλημμελή έλεγχο των πληρωμών από εκπροσώπους του Δήμου Πάφου ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός για εμπλοκή της εφεσείουσας. Αντιθέτως στην ένορκη δήλωση της αίτησης για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, γίνεται αναφορά σε συμπαιγνία που ζήμιωσε τον Δήμο Πάφου, στην οποία εμπλέκεται κατ’ ισχυρισμό και η εφεσείουσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει μάλιστα ότι στην ένορκη δήλωση της αίτησης, γίνεται αναφορά σε είσπραξη ποσών από την εφεσείουσα ενώ αυτή γνώριζε ότι δεν ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία έγκρισης όπως προβλεπόταν στο επίδικο συμβόλαιο.

Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν συμφωνούμε με την θέση που προβάλει η εφεσείουσα ότι οι ισχυρισμοί περί δόλου όπως προβάλλονται στην ένορκη δήλωση της αίτησης για προσωρινά διατάγματα, είναι γενικοί και αόριστοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατέληξε κατά την κρίση μας ότι δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες από πλευράς εφεσίβλητου, αναφορικά με την εμπλοκή της εφεσείουσας σε κατ’ ισχυρισμό δόλο κατά την εκτέλεση του συμβολαίου.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η διαφορά των διαδίκων στην παρούσα, δεν συνιστά μια συνηθισμένη υπόθεση συμβολαίου εργολαβίας όπου υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την έκταση και την ποιότητα των οικοδομικών εργασιών που θα μπορούσε να επιλυθεί στο πλαίσιο διαιτησίας. Αντιθέτως, τίθενται λεπτομερείς ισχυρισμοί για πολύ σοβαρές δόλιες ενέργειες και συμπαιγνίες από διάφορα πρόσωπα που εμπλέκονταν στις εργασίες εργολαβίας, με αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά του Δήμου Πάφου. Ισχυρισμοί που όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, ήταν τόσο σοβαροί και συγκεκριμένοι που μόνον σε δικαστική διαδικασία μπορούν να εξεταστούν και αποφασιστούν.

Ούτε το γεγονός ότι δεν προέκυψαν ποινικά αδικήματα εναντίον της εφεσείουσας από την έρευνα της αστυνομίας, αλλάζει το σκηνικό. Γεγονός παραμένει ότι ο εφεσίβλητος παρουσίασε πρωτοδίκως, επαρκές και με πλήρη λεπτομέρεια μαρτυρικό υλικό που δικαιολογεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τίθενται στην παρούσα υπόθεση πολύ σοβαρά ζητήματα δόλου, που ενδείκνυται  να ακουστούν από το Δικαστήριο.

Δεν συμφωνούμε επίσης με την θέση που εκφράζεται από πλευράς εφεσείουσας ως προς τον βαθμό του κατ’ ισχυρισμό δόλου που όφειλε να αποδείξει ο εφεσίβλητος, στο στάδιο έκδοσης του προσωρινού διατάγματος.  Να σημειώσουμε ότι η εφεσείουσα παραπονείται μεταξύ άλλων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η ίδια εμπλέκεται σε δόλο και ότι έκρινε ότι δεν πρέπει να αποφασιστεί στο στάδιο της έκδοσης των διαταγμάτων, η επί της ουσίας εμπλοκή ή όχι της εφεσείουσας σε δόλιες πράξεις.

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του Άρθρου 9.2 του Κεφ. 4 και της προαναφερθείσας νομολογίας, ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει επαρκή και όχι αόριστη μαρτυρία που να εμπλέκει τον καθ’ ου η αίτηση σε εκ πρώτης όψεως υπόθεση δόλου. Αυτό όμως που πρέπει να αποδειχθεί είναι «εκ πρώτης όψεως» υπόθεση διάπραξης δόλου από τον καθ’ ου η αίτηση και όχι το κατά πόσον αυτός εμπλέκεται επί της ουσίας σε δόλο. Κάτι που θα αποφασιστεί στο τέλος της αγωγής και αφού το Δικαστήριο ακούσει και αξιολογήσει την σχετική μαρτυρία που θα κατατεθεί ενώπιον του. Η ίδια αρχή αναφέρεται και στην νομολογία που ερμηνεύει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 αναφορικά με την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων όπου το Δικαστήριο δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης αλλά μόνον κατά πόσον  υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής (βλ. Adidas v. Jonitexo (1984) 1 CLR 263 και Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1993) 1 Α.Α.Δ 246).

Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρότι κατέληξε ότι δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες από πλευράς εφεσίβλητου αναφορικά με την εμπλοκή της εφεσείουσας σε κατ’ ισχυρισμό δόλο, πολύ ορθά αναφέρει στην συνέχεια ότι δεν ενδεικνυόταν να αποφασισθεί στο στάδιο εκείνο, η επί της ουσίας εμπλοκή της εφεσείουσας σε δόλιες πράξεις αφού κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε το καθορισμένο από τη νομολογία καθήκον του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση συντηρητικού διατάγματος.

Ορθή είναι επίσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε και την 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για αδυναμία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει νομολογηθεί, η απονομή πλήρους δικαιοσύνης δεν αφορά μόνο την επάρκεια της χρηματικής αποζημίωσης, αλλά εξετάζεται επίσης και η δυνατότητα να μην μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή σε μεταγενέστερο στάδιο, οι θεραπείες που δικαιούται σύμφωνα με το Νόμο (βλ. Παναγίδη ν. Παναγίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 396 και M & Ch Mitsingas Trading Ltd κ.α ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ 1791).

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και εν όψει της φύσης της επίδικης διαφοράς, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιείται και η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αφού είναι σαφές ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία δεν ενδείκνυται η διεξαγωγή διαιτησίας όταν εγείρονται σοβαρά ζητήματα δόλου και ότι αυτά πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση που διαφανεί ότι ευσταθούν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου για τον δόλο που προσάπτει στην εφεσείουσα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει επάρκεια αποζημιώσεων ή συναφής θεραπεία εάν η εφεσείουσα αφεθεί να συνεχίσει την διαδικασία διαιτησίας, στην οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν αυτοί οι ισχυρισμοί.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Με τον 4ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, ο εφεσίβλητος δεν θα έχει τη δυνατότητα να εγείρει ζητήματα δόλου στη διαιτητική διαδικασία. Τέτοια ζητήματα κατά την εφεσείουσα, μπορούν να τεθούν ενώπιον του διαιτητή και σε αυτήν την περίπτωση, ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να ζητήσει από το Δικαστήριο, τα διατάγματα τα οποία ζητά σήμερα.

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Ο εφεσίβλητος έθεσε καθηκόντως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς του για τα υπό κρίση ζητήματα δόλου, τα οποία δυνάμει της προαναφερθείσας νομολογίας θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο.  Δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η υποβολή αρχικά στην διαιτητική διαδικασία των ισχυρισμών αυτών, τους οποίους ο διαιτητής ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να εξετάσει.  Ούτε βέβαια ενδείκνυται η παράλληλη συνέχιση των δυο διαδικασιών, διαιτητικής και δικαστικής, για τα ίδια ακριβώς επίδικα θέματα.

Με τον 5ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβηκε σε εύρημα για την ύπαρξη υπερπληρωμών ενώ με τον 6ο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη και είχε λανθασμένη αντίληψη της αναντίλεκτης μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του.

Ούτε οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι. Εν πρώτοις, ο 5ος λόγος έφεσης αντικρούεται με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης  όπου η εφεσείουσα παραπονείται ότι δεν δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες για δόλο. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ρητά στην απόφαση του ότι δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της αγωγής, περιοριζόμενο στην διαπίστωση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για έκδοση συντηρητικού διατάγματος.

Ούτε εντοπίζουμε λανθασμένη αντίληψη της αναντίλεκτης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να επηρέασε την κατάληξη του για την έκδοση των υπό κρίση συντηρητικών διαταγμάτων όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα με τον 6ο λόγο έφεσης.

Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ειδικά το είδος των αξιώσεων και ισχυρισμών του εφεσίβλητου όπως εμφαίνονται στην ένορκη δήλωση της αίτησης για κατ’ ισχυρισμό σοβαρές δόλιες πράξεις της εφεσείουσας, δικαιολογούν πλήρως την πρωτόδικη απόφαση ως προς την απόδειξη όλων των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για έκδοση των υπό κρίση συντηρητικών διαταγμάτων.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.                    Μ. Τουμαζή, Δ.                       Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο