ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2023
συνεκδικαζόμενη με την Ε51/2023)

 

25 Απριλίου, 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε50/2023)

 

  PSJC NATIONAL BANK TRUST

Εφεσείουσα/Ενάγουσα  

και

  1.
DIMITRY ANANYEV
2.
ALEXEI ANANYEV
  
    3. LYUDMILA ANANYEVA
4. DARIA ANANYEVA 

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε51/2023)

 

PSJC NATIONAL BANK TRUST

                                                                       Εφεσείουσας/Ενάγουσας
και

 1. DIMITRY ANANYEV

 2. ALEXEI ANANYEV
      3. LYUDMILA ANANYEVA
4. DARIA ANANYEVA 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων

-----------------------------

Α. Μιχαηλίδης, Α. Γαβριηλίδης, Χ. Πιερή (κα), Δ. Γιαννακού και Ε. Δημητρίου (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου και Γ. Μίτλεττον για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. και Α. Ερωτοκρίτου για A. G. Ερωτοκρίτου LLC, για τους Εφεσίβλητους 1 & 3.

Μ. Ηλιάδης για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 2 & 4.

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Όπως προκύπτει από το κοινό υπόβαθρο γεγονότων, μέσα από τις πρωτόδικες αποφάσεις οι οποίες αμφισβητούνται με τις υπό κρίση εφέσεις, αλλά και τα περιγράμματα και τις αγορεύσεις των συνηγόρων ενώπιόν του Εφετείου, η εφεσείουσα‑ενάγουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού τις αγωγές υπ' αριθμό 2598/2020 και 2944/2020, οι οποίες αφορούν αξιώσεις της εναντίον όλων των εναγομένων. Στην αγωγή 2598/2020 η αξίωση είναι για ποσό €271.076.000 λόγω κατ' ισχυρισμό διάπραξης αστικών αδικημάτων από παράνομες ή δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των εναγομένων, μεταξύ άλλων, ως αξιωματούχων, διευθυντών, μετόχων και/ή με συνδρομή με τις οποίες δύο ρωσικές τράπεζες παραχώρησαν συνολικά 22 δάνεια σε δανειολήπτες με αποτέλεσμα να επέλθει ζημιά δυνάμει του Ρωσικού Δικαίου και διαζευκτικά λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

            Η αγωγή 2944/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αφορά αξίωση της εφεσείουσας εναντίον όλων των εναγομένων για ποσό πέραν των €296.000.000, λόγω κατ' ισχυρισμό διάπραξης αστικών αδικημάτων από παράνομες ή δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των εναγομένων, μεταξύ άλλων, ως αξιωματούχων διευθυντών, μετόχων και/ή με συνδρομή με τις οποίες δύο ρωσικές τράπεζες παραχώρησαν συνολικά 11 δάνεια σε δανειολήπτες με αποτέλεσμα να επέλθει ζημιά δυνάμει του Ρωσικού Δικαίου και διαζευκτικά λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

            Οι αγωγές αφορούν τους ίδιους διάδικους και έχουν καταχωρηθεί σε Κλητήριο Ένταλμα Γενικά Οπισθογραφημένο στο προοίμιο των οποίων αναφέρεται ότι: «Η ενάγουσα ως εκδοχέας (assignee) των σχετικών απαιτήσεων και/ή αγώγιμων δικαιωμάτων και/ή ως νόμιμος διάδοχος (successor) της PJSC PromsvyazbankPSB»)και/ή της JSC ActovazbankAVB») αξιώνει....»

 

            Στις Εκθέσεις Απαίτησης της εφεσείουσας-ενάγουσας και στις δύο αγωγές εντοπίζεται επίσης η ακόλουθη αναφορά στην παράγραφο 16:  

 

  «Με την παρούσα Αγωγή, η Ενάγουσα, ως εκδοχέας των σχετικών απαιτήσεων της PSB και/ή της AVB και/ή ως νόμιμη διάδοχος (legal successor) της AVB, αξιώνει αποζημιώσεις σε σχέση με τις ζημιές που προκλήθηκαν στην AVB και/ή PSB και/ή στην Ενάγουσα ως αποτέλεσμα τεσσάρων δόλιων και ζημιογόνων σχεδίων τα οποία εφαρμόστηκαν υπό την καθοδήγηση των Εναγομένων 1 και 2 και/ή σύμφωνα με τις οδηγίες και/ή τις εντολές τους.»

 

            Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας-ενάγουσας και στις δύο αγωγές όπως προκύπτει από τα δικόγραφα είναι παρόμοιοι και αφορούν χορήγηση συνολικά 33 δανείων σε τρίτους δανειολήπτες από άλλες τράπεζες, τα οποία προκάλεσαν ζημιά ύψους περίπου €600.000.000. Ισχυρίζεται η εφεσείουσα-ενάγουσα ότι τα δάνεια είναι αμφισβητούμενα και ύποπτα και χορηγήθηκαν χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις και με απώτερο σκοπό να μην αποπληρωθούν, με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά στον δανειστή (δηλαδή στις άλλες τράπεζες). Ισχυρίζεται περαιτέρω η εφεσείουσα-ενάγουσα ότι τα δάνεια χορηγήθηκαν δόλια ή με σκοπό ή αποτέλεσμα να προκαλέσουν ζημιά στην PSB και/ή στην AVB και ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ως διευθυντικά στελέχη και/ή μέτοχοι και/ή πρόσωπα που έλεγχαν τις άλλες τράπεζες τις προκάλεσαν να χορηγήσουν τα εν λόγω αμφισβητούμενα δάνεια προς τρίτους δανειολήπτες. Η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων αυτών (29 από τα 33 δάνεια) δόθηκε από την PSB, ενώ τα υπόλοιπα (4 από τα 33 δάνεια) από την AVB.

 

            Ακολούθως, υπογράφτηκαν συμφωνίες εκχώρησης μεταξύ της PSB και της AVB με τις οποίες η εφεσείουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η PSB εκχώρησε στην AVB τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τις διάφορες δανειακές συμβάσεις μεταξύ της PSB και τρίτων δανειοληπτών και παροχών εξασφαλίσεων. Ακολούθως, η AVB (η οποία είχε κατ' ισχυρισμό αποκτήσει τα δικαιώματα της δια εκχωρήσεως από την PSB και ως πιστωτής σε σχέση με τρία δάνεια ενός συγκεκριμένου δανειολήπτη) συγχωνεύτηκε με την εφεσείουσα-ενάγουσα. Η εγκυρότητα και η νομιμότητα αυτών των συμφωνιών αμφισβητείται. Όλες οι συμφωνίες διέπονται από το Ρωσικό Δίκαιο, το οποίο επέλεξαν οι PSB, AVB και η εφεσείουσα-ενάγουσα να συμπεριλάβουν στις εν λόγω συμφωνίες.

 

            Οι εφεσίβλητοι 1 και 3 καταχώρησαν πανομοιότυπες αιτήσεις και στα πλαίσια των δύο αγωγών προωθώντας τη θέση ότι στη βάση του άρθρου 16 του Κεφ. 148 η εφεσείουσα στερείται έννομου συμφέροντος (locus standi) και ότι δεν είχε αποκαλυφθεί αγώγιμο δικαίωμα και/ή εύλογη αιτία αγωγής και/ή ότι οι αγωγές είναι νομικά αβάσιμες και/ή επιπόλαιες και/ή ενοχλητικές γιατί η εφεσείουσα βασίζεται σε κατ' ισχυρισμό εκχωρημένα προς αυτή αγώγιμα δικαιώματα και απαιτήσεις σε σχέση με αστικά αδικήματα.

 

            Η θέση των εφεσίβλητων 1 και 3 είναι ότι η όποια κατ' ισχυρισμό εκχώρηση αγώγιμων δικαιωμάτων προς την εφεσείουσα είναι παράνομη και/ή ανεπίτρεπτη με βάση το άρθρο 16 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, η οποία είναι πρόνοια δημόσιας πολιτικής. Επομένως, η μοναδική βάση αγωγής της εφεσείουσας κατά των εφεσίβλητων είναι κατ' ισχυρισμό αστικά αδικήματα των εναγομένων κατά των PSB και/ή AVB και ότι η εφεσείουσα προωθεί τις αγωγές ως εκδοχέας των δικαιωμάτων (της PSB ως εκχωρήθηκαν στην AVB η οποία συγχωνεύτηκε με την εφεσείουσα) ή ως διάδοχος της AVB για κάποια εκ των δανείων, που με βάση το κυπριακό δίκαιο δεν επιτρέπεται.

 

            Ειδικότερα, οι εναγόμενοι 1 και 3‑εφεσίβλητοι 1 και 3, καταχώρισαν αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 21.12.2021 με την οποία ζητούσαν έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να διατάσσεται η απόρριψη της αγωγής και/ή η διαγραφή της και/ή ο παραμερισμός της και/ή οποιασδήποτε άλλης αίτησης και/ή διαδικασίας έχει καταχωριστεί στο πλαίσιο των αγωγών εναντίον των εναγομένων 1 και 3, καθ' ότι η ενάγουσα στερείται έννομου συμφέροντος (locus standi) και/ή δεν έχει αποκαλυφθεί αγώγιμο δικαίωμα και/ή εύλογη αιτία αγωγής και/ή η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη και/ή επιπόλαιη (frivolous) και/ή ενοχλητική (vexatious).

 

            Και οι δύο αιτήσεις, οι οποίες είναι πανομοιότυπες, υποστηρίζονταν από ένορκη δήλωση της εναγόμενης 3 η οποία αναφέρεται και σε νομική συμβουλή που οι εναγόμενοι έχουν λάβει από εμπειρογνώμονα για θέματα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου και συγκεκριμένα τον κύριο Adrian Briggs QC και επισυνάπτεται ως Τεκμήριο η γνωμάτευση του. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι η εκχώρηση των απαιτήσεων και θεραπευτικών δικαιωμάτων αναφορικά με αστικά αδικήματα είναι αντίθετη με το κυπριακό δίκαιο και την κυπριακή δημόσια πολιτική και ως εκ τούτου η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί τις αγωγές της που στηρίζονται στο ρωσικό δίκαιο με το δεδομένο δε ότι δεν έχει εναντίον των εναγομένων συμβατική ή άλλη απαίτηση. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα εγείρει τις αγωγές εναντίον των εναγομένων ως εκδοχείς απαιτήσεων προερχόμενων από αστικά αδικήματα με αρχικά δικαιούχους την PSB και την AVB.

 

            Ισχυρίζονται επίσης με την αίτηση τους οι εφεσίβλητοι 1 και 3 ότι από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της ενάγουσας προκύπτει ότι στη βάση του Ε.Κ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερ. 11 Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II), εν τοις εφεξής «Κανονισμός Ρώμη II», το εφαρμοστέο δίκαιο στην παρούσα υπόθεση είναι το ρωσικό δίκαιο και γίνεται σχετική αναφορά σε άρθρα του ρωσικού Αστικού Κώδικα. Θέση των εφεσίβλητων 1 και 3 είναι ότι δεν είναι ορθό να συνεχίσουν να υφίστανται οι αγωγές και παρατίθεται σχετική νομική ανάλυση όπως προκύπτει από τα όσα οι συνήγοροι των εναγομένων έχουν συμβουλεύσει την ενόρκως δηλούσα, καθώς επίσης γίνεται σαφής αναφορά στο περιεχόμενο της γνωμάτευσης του εμπειρογνώμονα Briggs QC.

 

            Η εφεσείουσα καταχώρισε ένσταση και στις δύο αιτήσεις προβάλλοντας πολυάριθμους λόγους ένστασης, ισχυριζόμενη ότι η προώθηση των αιτήσεων συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, ο Κανονισμός ΕΚ 864/2007 είναι άσχετος, το άρθρο 16 του Κεφ. 148 δεν τυγχάνει εφαρμογής και εν πάση περιπτώσει οι απαιτήσεις της δεν βασίζονται εξ ολόκληρου σε αστικά αδικήματα βάσει του ρωσικού δικαίου, αλλά διαζευκτικά στον αδικαιολόγητο πλουτισμό o οποίος σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, όσο και το εφαρμοστέο ρωσικό δίκαιο, αποτελεί ξεχωριστή και διακριτή βάση αγωγής. Ισχυρίζεται επίσης ότι τα ζητήματα που εγείρονται με τις επίδικες αιτήσεις πρέπει να αποφασιστούν στο πλαίσιο εκδίκασης των αγωγών και ότι οι αιτήσεις είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμες, βασίζονται σε εσφαλμένη νομική βάση και σε μη αποδεκτή μαρτυρία.

 

            Τις ενστάσεις που έχουν καταχωρηθεί από την εφεσείουσα-ενάγουσα στα πλαίσια των αιτήσεων συνοδεύει ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο των συνηγόρων της εφεσείουσας‑ενάγουσας, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης, έρευνα που έγινε από διεθνές ελεγκτικό οίκο από την οποία προέκυψε ότι τα επίδικα δάνεια αποτελούν δόλιες συναλλαγές στις οποίες όλοι οι εναγόμενοι έχουν συνδράμει, κάθε ένας με το δικό του ρόλο, και αναλύεται το εφαρμοστέο ρωσικό δίκαιο, καθώς και το δικαίωμα και το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας‑ενάγουσας να εγείρει τις επίδικες απαιτήσεις.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 27.3.2023 αποφάσεις επί των εν λόγω αιτήσεων με τις οποίες απέρριψε τις αιτήσεις, συμφωνώντας όμως με τη θέση των εφεσίβλητων 1 και 3-αιτητών ότι στο βαθμό που οι αξιώσεις της εφεσείουσας-ενάγουσας βασίζονται σε εκχωρημένα προς αυτή δικαιώματα αναφορικά με κατ' ισχυρισμό παράνομες δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των εφεσίβλητων, τότε δεν είναι εφικτό να προωθούνται ενώπιόν των κυπριακών δικαστηρίων, διότι τέτοια εκχώρηση «ευθέως συγκρούεται με το άρθρο 16 του Κεφ. 148, ήτοι με διάταξη η οποία προορισμό έχει να διαφυλάξει τη δημόσια πολιτική».

 

            Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο και στις δύο εκκαλούμενες αποφάσεις του, οι οποίες με τη σύμφωνο γνώμη όλων των διαδίκων συνεκδικάστηκαν για σκοπούς της έφεσης και καταχωρήθηκε από κάθε πλευρά ενιαίο περίγραμμα αγόρευσης και για τις δύο εφέσεις, εφόσον έχουν εκδοθεί από τον ίδιο δικαστή με παρόμοιο περιεχόμενο, τουλάχιστον όσον αφορά τη νομική πτυχή του θέματος και για σκοπούς εξοικονόμησης χρόνου και εξόδων, ουσιαστικά πραγματεύτηκε τη νομική πτυχή αίτησης και ένστασης που είχε ενώπιόν του και ειδικότερα τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε και ειδικά τη Δ.19 Κ.26 και Δ.27 Κ.3, όπως και το άρθρο 16 του Κεφ. 148.

 

            Με εκτενή αναφορά στη νομολογία που διέπει το θέμα ως ίσχυε με βάση τους κανονισμούς που εφαρμόζονταν τη δεδομένη χρονική περίοδο, και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά τόσο στις αξιώσεις της εφεσείουσας, όπως αναφέρονται στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και στην Έκθεση Απαίτησης της και τις αξιούμενες θεραπείες σε κάθε υπόθεση, αποφάσισε συγκεκριμένα τα ακολούθα:


«Δεδομένων των πιο πάνω συμπερασμάτων κρίνεται περαιτέρω πως (α) η αγωγή ολόκληρη δεν είναι ορθό και δίκαιο να απορριφθεί, ως ζητείται με την επίδικη Αίτηση, αφού είναι δυνατό αυτή να προχωρήσει έστω με τροποποιήσεις ή άλλο διορθωτικό διάβημα (βλέπε Λοΐζος Λουκά και Υιοί Λτδ, ανωτέρω) (β) δυνάμει της Δ.19 Κ.26 δεν δικαιολογείται η απόρριψη της αγωγής καθ’ ότι δεν παρέχεται τέτοια εξουσία, παρά μόνο μέρος δικογράφου, και (γ) ούτε και διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, αφού κάτι τέτοιο δεν ζητείται ευθέως με την επίδικη Αίτηση, πολύ δε περισσότερο δεν εξειδικεύονται συγκεκριμένες παράγραφοι ή αποσπάσματα προς διαγραφή, και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ορθό εκ μέρους του δικαστηρίου να προβεί σε τέτοια ενέργεια μέσα από μία πολυσέλιδη και πολυσχιδή Έκθεση Απαίτησης με διακλαδώσεις, αν δεν ακούσει τις θέσεις και εισηγήσεις των διαδίκων επί τέτοιου εγχειρήματος. Το ζήτημα, κατά το Δικαστήριο, μπορεί να αντιμετωπισθεί είτε με αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση, είτε με αίτησης των Αιτητών, δυνάμει της Δ.19 Κ.26, για διαγραφή συγκεκριμένων παραγράφων ή αποσπασμάτων της Έκθεσης Απαίτησης, οπότε αναλόγως του αποτελέσματος η αγωγή να προχωρήσει και να εξετασθεί ως έχει ανωτέρω καταλήξει το Δικαστήριο ότι μπορεί να προωθηθεί.

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων η επίδικη Αίτηση αποτυγχάνει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.»

 

          Η εφεσείουσα‑ενάγουσα καταχώρισε πανομοιότυπες εφέσεις εναντίον και των δύο αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην Ειδοποίηση Έφεσης και για τις δύο υποθέσεις προβάλλονται 6 λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 αποτελεί «υπερισχύουσα διάταξη αναγκαστικού δικαίου» εν τη εννοία του άρθρου 16 του Ε.Κ. 864/2007 ημερ. 11 Ιουλίου του 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις Εξωσυμβατικές Ενοχές (Ρώμη II), η οποία τυγχάνει εφαρμογής ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι σχετικές εκχωρήσεις αγώγιμων δικαιωμάτων διέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Ρώμη II από αλλοδαπό δίκαιο και είναι απόλυτα νόμιμες και έγκυρες σύμφωνα με το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο, είναι εσφαλμένη και/ή αντίθετη με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 του Κανονισμού Ρώμη II και/ή είναι προϊόν παράλειψης του Δικαστηρίου να εξετάσει και να εφαρμόσει την εν λόγω νομολογία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη θέση της εφεσείουσας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το άρθρο 26 του Κανονισμού Ρώμη II εξάγεται ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 αποτελεί διάταξη που τα κυπριακά δικαστήρια δικαιούνται και/ή υποχρεούνται να εφαρμόζουν ανεξάρτητα από το κατά πόσο η σχετική εκχώρηση αγώγιμων δικαιωμάτων είναι νόμιμη και έγκυρη σύμφωνα με το αλλοδαπό δίκαιο που ο εν λόγω Κανονισμός καθορίζει ως εφαρμοστέο, είναι εσφαλμένη και/ή αντίθετη με τη νομολογία του ΔΕΕ που αφορά την ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 26 του Κανονισμού Ρώμη II και/ή είναι προϊόν παράλειψης του Δικαστηρίου να εξετάσει και να εφαρμόσει την εν λόγω νομολογία και/ή να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα γεγονότα που περιβάλλουν τις επίδικες εκχωρήσεις που έγιναν από την PSB και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι εν λόγω εκχωρήσεις. Αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 εμποδίζει την εφεσείουσα από το να προωθεί τις σχετικές αξιώσεις της εναντίον των εφεσίβλητων στην Κύπρο στη διαζευκτική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι εσφαλμένη και/ή προϊόν νομικής πλάνης και/ή εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές και/ή τους κανόνες του ρωσικού δικαίου που αφορούν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρόθεση του Κύπριου Νομοθέτη να απαγορεύσει την εκχώρηση δικαιώματος ή ευθύνης σε σχέση με αστικό αδίκημα παρά μόνο με νόμο, εκφράστηκε σαφώς και τελειωτικά στο άρθρο 16 του Κεφ. 148 χωρίς να αφήνει περιθώριο παραπομπής σε άλλες πηγές δικαίου και ότι άντληση καθοδήγησης ευθέως από την αγγλική νομολογία δεν προσφέρεται και ότι το περιεχόμενο του άρθρου 16 του Κεφ. 148 δεν παρέχει περιθώρια παράκαμψης του κανόνα που θεσμοθετήθηκε ώστε να υιοθετηθούν οι εξαιρέσεις που αναγνωρίστηκαν από το αγγλικό δίκαιο και τη νομολογία, είναι εσφαλμένη και αντίθετη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες εκχωρήσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 του Κεφ. 148 και δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση που προνοείται σε αυτό, καθ' ότι η φράση «παρά μόνο με νόμο» στο άρθρο 16 του Κεφ. 148 αναφέρεται μόνο σε κυπριακό νόμο και δεν επιτρέπει την αναγνώριση από τα κυπριακά δικαστήρια εκχωρήσεων που έγιναν στη βάση των διατάξεων αλλοδαπού νόμου και/ή που θεωρούνται από το αλλοδαπό δίκαιο ότι έγιναν «by operation of law» είναι εσφαλμένη και/ή προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας του εν λόγω άρθρου και μη ορθής κατανόησης των σχετικών επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από τους δικηγόρους της εφεσείουσας. Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καθ' υπέρβαση εξουσίας και αντίθετα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε και αποφάσισε τα πιο πάνω ζητήματα στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης για διαγραφή της αγωγής και εσφαλμένα απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι τα εν λόγω ζητήματα δεν μπορούσαν να αποφασιστούν κατά τον τρόπο που εισηγούνται οι εφεσίβλητοι‑αιτητές, χωρίς το σεβαστό Δικαστήριο να ακούσει πλήρη μαρτυρία και πλήρη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο δίκης.

 

            Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο με τις δύο αποφάσεις που εξέδωσε συμφώνησε με τους εφεσίβλητους 1 και 3 ότι στο βαθμό που οι αξιώσεις της εφεσείουσας βασίζονται σε εκχωρημένα προς αυτή δικαιώματα αναφορικά με κατ' ισχυρισμό παράνομες ή δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των εφεσίβλητων (επιχείρημα βεβαίως που δεν εξετάστηκε επί της ουσίας), τότε δεν είναι εφικτό να προωθούνται ενώπιόν των κυπριακών δικαστηρίων, διότι τέτοια εκχώρηση ευθέως συγκρούεται με το άρθρο 16 του Κεφ. 148, ήτοι με διάταξη η οποία προορισμό έχει να διαφυλάξει τη δημόσια πολιτική, και είναι αυτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ουσιαστικά αμφισβητείται με τις εφέσεις.

 

            Σημειώνεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το πιο πάνω εύρημα απέρριψε και τις δύο αιτήσεις που καταχωρήθηκαν από τις εφεσίβλητες 1 και 3, επειδή μικρό μέρος των αξιώσεων των αγωγών βασίζονται σε δικαιώματα που ανακτήθηκαν από την εφεσείουσα σαν αποτέλεσμα συγχώνευσης της με την AVB και όχι μέσω εκχώρησης.

 

            Οι συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρισαν στο Δικαστήριο πλήρως εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης προωθώντας η κάθε πλευρά τη δική της θέση και παραπέμποντας επίσης σε νομολογία τόσο κυπριακή, όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως επίσης και στους σχετικούς νόμους και Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς. Επίσης, με τις προφορικές τους αγορεύσεις ενώπιόν του Εφετείου στο στάδιο της ακρόασης των εφέσεων, υποβοήθησαν σημαντικά το έργο του Δικαστηρίου.

 

            Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5 μπορούν να τύχουν εξέτασης μαζί, αφού με αυτούς ουσιαστικά η εφεσείουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148, αποτελεί «υπερισχύουσα διάταξη αναγκαστικού δικαίου» εν τη εννοία του άρθρου του Κανονισμού 864/2007 Ρώμη II και ότι τα κυπριακά δικαστήρια δικαιούνται και/ή υποχρεούνται να εφαρμόζουν το άρθρο 16 του Κεφ. 148, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η σχετική εκχώρηση ήταν ή δεν ήταν έγκυρη δυνάμει αλλοδαπού δικαίου.

 

            Είναι η θέση μας ότι η εισήγηση των εφεσίβλητων 1 και 3 ότι το άρθρο 16 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 αποτελεί νομοθετική πρόνοια δημόσιας πολιτικής ή δημόσιας τάξης (public policy) της Κυπριακής Δημοκρατίας καθ' ότι η εκχώρηση στην παρούσα περίπτωση θα ενεθάρρυνε ανεπιθύμητη δραστηριότητα με σκοπό την κερδοσκοπία μέσω της δικαστικής διαδικασίας, είναι ορθή.

            Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 16 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο Κεφ. 148 προνοεί τα ακολούθα:

 

«Ευθύνη ή δικαίωμα σε σχέση με αστικό αδίκημα δεν εκχωρείται: Το δικαίωμα οποιασδήποτε θεραπείας για αστικό αδίκημα και οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με αυτό δεν εκχωρούνται διαφορετικά, παρά μόνο από νόμο».

 

            Περαιτέρω τα άρθρα 16 και 26 του Κανονισμού Ρώμη II επιβάλλουν στο Κυπριακό Δικαστήριο να εφαρμόσει ημεδαπές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ρωσικού δικαίου, εάν η εφαρμογή της είναι προδήλως ασυμβίβαστη με την ημεδαπή δημόσια τάξη. Ουσιαστικά εφαρμόζονται οι Κυπριακές Διατάξεις Δημόσιας Τάξης, ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου δικαίου που επέλεξε η εφεσείουσα να συμπεριλάβει στις συμφωνίες εκχώρησης. Παραπέμπουμε αυτούσια στα άρθρα 16 και 26 του Κανονισμού Ρώμη II:

 

«Άρθρο 16 Διατάξεις αμέσου εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του δικαίου που διέπει κατά τα άλλα την εξωσυμβατική ενοχή.

 

Άρθρο 26 Δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή
Η εφαρμογή διάταξης του δικαίου οποιασδήποτε χώρας κατά τον παρόντα κανονισμό μπορεί να αποκλεισθεί μόνον εάν η εφαρμογή αυτή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή».

 

            Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Bank Fur Arbeit (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 585, η οποία υιοθετήθηκε και στη μεταγενέστερη Μιχάλης Λοϊζίδης και άλλοι v. Westacre (2008) 1Α.Α.Δ. 1217, ερμήνευσε την έννοια και την εμβέλεια του όρου «δημόσια τάξη» αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής στην υπόθεση Μιχάλης Λοϊζίδης (ανωτέρω),
 

«Ο όρος «δημόσια τάξη» σύμφωνα με την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Bank Fur Arbeit (19999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 585 περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μία κοινωνία σε δεδομένη χρονική περίοδο αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές και τις άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη».

 

            Το ερώτημα που πρέπει συνεπώς να απαντηθεί είναι κατά πόσο το άρθρο 16 του Κεφ. 148 καθιστά την εκχώρηση από τις PSB και ΑVB προς την εφεσείουσα τυχόν δικαιωμάτων για αστικά αδικήματα των εφεσίβλητων ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη της κυπριακής έννομης τάξης.

 

            Στο σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα ‑ Δίκαιο και Αποφάσεις στη σελίδα 55 καταγράφονται τα ακολούθα σε σχέση με το άρθρο 16 του Κεφ. 148:

«Η πρόνοια αυτή ενσωματώνει το γενικό κανόνα που απαγορεύει την εκχώρηση αγώγιμου δικαιώματος (bare right to litigate). Τέτοια εκχώρηση θα ήταν αντίθετη με τη δημόσια πολιτική (public policy) γιατί θα ενθάρρυνε ανεπιθύμητη δραστηριότητα με σκοπό την κερδοσκοπία μέσω της δικαστικής διαδικασίας. Όπου όμως έχει εκδοθεί απόφαση για αποζημιώσεις, το εξ αποφάσεως χρέος μπορεί να εκχωρηθεί. Επίσης επιτρέπεται η εκχώρηση των καρπών της αγωγής pendente lite, γιατί δεν πρόκειται για εκχώρηση δικαιώματος αγωγής αλλά για εκχώρηση περιουσίας, δηλ. του προϊόντος της αγωγής, αν και όταν πραγματοποιηθεί.

 

Νομοθετικές εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα είναι δυνατές, και παραδείγματα είναι η μεταβίβαση δικαιώματος λόγω θανάτου καθώς και η αρχή της υποκατάστασης (subrogation) στο ασφαλιστικό δίκαιο.»

 

            Το αγγλικό δίκαιο προσέγγισε το θέμα με πολύ αυστηρό τρόπο και ουσιαστικά μέχρι το 1967 το αγγλικό δίκαιο απαγόρευε χωρίς εξαίρεση την εκχώρηση αγώγιμων δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα. Σχετική είναι η υπόθεση Defries v. Milne [1913] 1 Ch 98. Μετά το 1967 υπήρξε τροποποίηση του αγγλικού Ποινικού Κώδικα και ακολούθως η αγγλική νομολογία από το 1967 και μετέπειτα έχει αλλάξει την παλαιότερη αυστηρή προσέγγιση που ίσχυε προηγουμένως, ότι δηλαδή η εμπορία αγώγιμων δικαιωμάτων συνιστούσαν τόσο ποινικό αδίκημα, όσο και αστικό αδίκημα. Στην παράγραφο 26 της γνωμάτευσης του καθηγητή Briggs QC επεξηγούνται και συνοψίζονται οι αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου.

            Ήταν η θέση των εφεσίβλητων 1 και 3-αιτητών, με την οποία συμφώνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στην Κύπρο με βάση το άρθρο 16 του Κεφ. 148 εφαρμόζεται ο αυστηρός κανόνας που ίσχυε στην Αγγλία πριν τις τροποποιήσεις του 1967 με αποτέλεσμα η συμφωνία εκχώρησης να είναι άκυρη, παράνομη και ανεφάρμοστη ενώπιον κυπριακού δικαστηρίου, και μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι πέραν του ότι πρόκειται για κλασσική περίπτωση εμπορίας αγώγιμων δικαιωμάτων («champerty»), ακόμα και αν η εφεσείουσα είχε πετύχει ενώπιόν των ρωσικών δικαστηρίων την έκδοση απόφασης εναντίον των αιτητών ‑ εφεσίβλητων υπό την ιδιότητα της ως εκδοχέας αστικών αδικημάτων που της εκχωρήθηκαν από τις PSBAVB, η απόφαση του ρωσικού δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να εγγραφεί και να εκτελεστεί στην Κύπρο, δυνάμει του άρθρου 12 της Διακρατικής Σύμβασης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας που κυρώθηκε με τον Ν.172/1986 που προνοεί ότι «Νομική συνδρομή δεν θα παρέχεται αν η παροχή αυτής είναι ενδεχόμενο να... βρεθεί σε σύγκρουση με τις θεμελιώδεις νομικές αρχές αυτού (δημόσια τάξη)».

 

            Είναι καταληκτικά η θέση μας ότι η εκχώρηση του όποιου δικαιώματος της PSB προς την AVB ή της PSB προς την εφεσείουσα που αφορά αστικά αδικήματα, δεν μπορεί και ούτε θα πρέπει να επιτραπεί, αφού στη βάση του άρθρου 16 του Κεφ. 148 είναι παράνομη σύμφωνα με την κυπριακή έννομη τάξη και δημόσια πολιτική, αρχές τις οποίες το Κυπριακό Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο να προστατεύει.

 

            Το κατ' ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας ως εκδοχέας δικαιωμάτων για αποζημιώσεις εναντίον των εφεσίβλητων για αστικά αδικήματα, δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο και τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούν να αποδώσουν θεραπεία για μη αναγνωρισμένο και αντίθετο με την κυπριακή δημόσια πολιτική, αγώγιμο δικαίωμα.  Σχετική με τα πιο πάνω είναι και η εφαρμογή του λατινικού αξιώματος «ex turpi causa non oritur actio» και τα όσα έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Antonius HMF Vraes (2009) 1Α.Α.Δ. 802:

«Το ενιαίο του δικαίου επιβάλλει και ενιαία αντιμετώπιση, επιτάσσει δε ισότιμη και κοινή μεταχείριση. Και ενώ αποδίδει δίκαιη και εύλογη θεραπεία αναδυόμενη από διαπιστωθέντα γεγονότα κατατάσσοντας τα στην ορθή νομική τους βάση, ασχέτως της δικογραφικής τους ανεπάρκειας, (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437 και Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320), οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις.»           

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις εκκαλούμενες πρωτόδικες αποφάσεις του, αφού παρέθεσε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας και στις δύο αγωγές, τόσο ως αυτές φαίνονται στο κλητήριο ένταλμα, αλλά και σε παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης της εφεσείουσας, αλλά και τις αξιούμενες θεραπείες, ορθά κατέληξε ότι:

 

    «Προσεκτική ανάγνωση των πιο πάνω αποσπασμάτων τα οποία συνιστούν και τον πυρήνα των δικογραφημένων ισχυρισμών των Καθ' ων η Αίτηση, αποκαλύπτει τα ακόλουθα:

 

 (α) η αξίωση των Καθ' ων η Αίτηση για το ποσό των €271.76 εκατομμυρίων εναντίον των Εναγομένων όλων, μεταξύ αυτών και των Αιτητών - Εναγομένων 1 και 3 - δεν στηρίζεται σε ανάκτηση των ποσών που δανείστηκαν στους δανειολήπτες από τις δύο τράπεζες, PSB και AVB δυνάμει των συμφωνιών δανείου.

(β) μέρος της αξίωσης (19 εκ των 22 δανείων) των Καθ' ων η Αίτηση για το ίδιο ποσό των €271 ,76 εκατομμυρίων βασίζεται, δυνάμει σύμβασης εκχώρησης μεταξύ των PSB και AVB και στη συνέχεια των Καθ' ων η Αίτηση του δικαιώματος αποζημίωσης, σε ισχυρισμούς για παράνομες και δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των Αιτητών (και όλων  των Εναγομένων), οι οποίες συνιστούν μη συμβατικές παραλείψεις και/ή στηρίζονται σε αστικά αδικήματα, κατά παράβαση του ρωσικού δικαίου (άρθρα 1, 10, 1064, του Ρωσικού Αστικού Κώδικα).

(γ) μέρος της αξίωσης (3 εκ των 22 δανείων) των Καθ' ων η Αίτηση για το ίδιο ποσό των €271.76 εκατομμυρίων βασίζεται, δυνάμει συγχώνευσης των AVB με τους Καθ' ων η Αίτηση, σε δικαίωμα αποζημίωσης, για κατ' ισχυρισμόν, παράνομες και δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των Αιτητών (και όλων των Εναγομένων) οι οποίες συνιστούν μη συμβατικές παραλείψεις και/ή στηρίζονται σε αστικά αδικήματα, σε βάρος των AVB, κατά παράβαση του ρωσικού δικαίου (άρθρα 1, 10 και 1064 του Ρωσικού Αστικού Κώδικα).

(δ) η αξίωση των Καθ' ων η Αίτηση που εγείρεται διαζευκτικά, για το ποσό των €271.76 εκατομμυρίων, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ο τρόπος απόκτησης του είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους ισχυρισμούς για παράνομες και δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των Αιτητών (και όλων των Εναγομένων), δυνάμει της σύμβασης εκχώρησης μεταξύ των PSB και AVB και στη συνέχεια των Καθ' ων η Αίτηση, καθώς και της συγχώνευσης των AVB με τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

(ε) σε τρεις (3) από τις είκοσι-δύο (22) συμφωνίες δανείου που έγιναν με δανειολήπτες τα δάνεια παραχώρησαν οι AVB, ως προκύπτει από το Παράρτημα 1(Α.2), που είναι επισυνημμένο στην Έκθεση Απαίτησης.»

 

            Τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία, όσο και η Ρωσική Ομοσπονδία δεσμεύονται από τον Ε.Κ. 864/2007 Κανονισμός Ρώμη II, επομένως επιτρέπεται στα δικαστήρια της Κύπρου να διαφυλάξουν τη δημόσια πολιτική όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία και όπως αυτή διατυπώνεται νομοθετικά ως γενική αρχή επί του θέματος της απαγόρευσης εκχωρήσεων ευθύνης ή δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αναφορά στο άρθρο 16 του Κεφ. 148 σε νόμο o οποίος είναι δυνατό να προνοήσει περί της εξαίρεσης στον κανόνα απαγόρευσης που το εν λόγω άρθρο θέτει, δεν είναι δυνατό να αφορά αλλοδαπό νόμο, αλλά κυπριακό που σε τέτοια περίπτωση θα αποτελέσει αντικείμενο έγκρισης του κυπριακού νομοθετικού σώματος, το οποίο ως εντολέας από τον ίδιο τον Νόμο, το Κεφ. 148, θα δράσει για να θεσμοθετήσει εξαίρεση και προφανώς να κρίνει αν είναι η κατάλληλη περίπτωση και η οποία δεν θα αντίκειται στη δημόσια τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διαφορετική ερμηνεία θα σήμαινε ότι αποδοχή σύγκρουσης διατάξεων αλλοδαπού δικαίου με τη δημόσια πολιτική του κυπριακού κράτους θα άνοιγε τον δρόμο για αμφισβήτηση της δημόσιας πολιτικής και κατ' επέκταση την αλλοίωση της.

 

            Είναι η θέση μας ότι δεδομένου ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 παραμένει ως έχει χωρίς να έχει τροποποιηθεί, αν και έχει θεσμοθετηθεί προ πολλών ετών, δεν υπάρχει πρόθεση από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας για διεύρυνση ή χαλάρωση και τα δικαστήρια οφείλουν να σεβαστούν την εν λόγω ρύθμιση, έστω και αν στο αγγλικό δίκαιο διαφαίνεται, μετά την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 1967, κάποια χαλάρωση και λιγότερο αυστηρή αντιμετώπιση. Επομένως, η αγγλική νομολογία στην οποία παραπέμπει η εφεσείουσα για να υιοθετηθεί από το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 16 του Κεφ. 148, δεν προσφέρεται σε ό,τι αφορά τη νομολογία που προέκυψε μετά την τροποποίηση του 1967.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατή η προώθηση ενώπιόν Κυπριακού Δικαστηρίου απαίτησης για αστικό αδίκημα στη βάση εκχωρημένου δικαιώματος της εφεσείουσας από τρίτο.

 

            Και στις δύο αποφάσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ορθά κατά την άποψη μας, ότι δεν ήταν επιτρεπτή τέτοια προώθηση αγωγής διότι προσκρούει στο άρθρο 16 του Κεφ. 148.  Επίσης ορθά και στις δύο εκκαλούμενες αποφάσεις του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 είναι πρόνοια δημόσιας τάξης και στη βάση του Κανονισμού Ρώμη II ήταν πρόνοια αναγκαστικού δικαίου.

 

            Και στις δύο περιπτώσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ήταν παντελώς άσχετο το κατά πόσο δυνάμει του αλλοδαπού δικαίου που διέπει τη συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων και αστικών αδικημάτων μεταξύ των μερών επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται η εκχώρηση δικαιωμάτων για αστικά αδικήματα.

 

            Τέλος, και στις δύο αποφάσεις ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα κυπριακά δικαστήρια οφείλουν να ακολουθούν την Κυπριακή Νομοθεσία κατά γράμμα και δεν μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους νομολογία και ειδικά αγγλική νομολογία, που αφορά νομοθετική πρόνοια που δεν έχει τροποποιηθεί στην Κύπρο, παρά του ότι έχει τροποποιηθεί στην Αγγλία. Σχετική είναι και η υπόθεση αναφορικά με την S.A.R.E Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Ε94/2019 ημερ. 19.1.2022.

 

            Συμφωνούμε επίσης με την εισήγηση των δικηγόρων των εφεσίβλητων 1 και 3 ότι το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ο περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2015, Ν.169 (I)/2015, είναι άσχετο με την υπό κρίση, αφού αυτός επιτρέπει την εκχώρηση δικαιωμάτων σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις που μεταβιβάζονται. Τα αγώγιμα δικαιώματα που ισχυρίζεται ότι κατέχει η εφεσείουσα στις υπό κρίση περιπτώσεις, είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που προνοούνται στον Νόμο του 2015. Έτσι και αλλιώς έχουμε εξαιρετικές επιφυλάξεις στο κατά πόσο ο Νόμος του 2015 επιτρέπει εκχώρηση αστικών δικαιωμάτων. Αναφέρεται σε αγώγιμο δικαίωμα που κατά τον χρόνο μεταβίβασης εκκρεμεί ή υφίσταται από εναντίον ή προς όφελος του εκχωρητή «σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις». Εν πάση περιπτώσει, η απαίτηση της εφεσείουσας δεν βασίζεται στον Νόμο του 2015.

 

            Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

            Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 16 του Κεφ. 148 εμποδίζει την εφεσείουσα από το να προωθεί τις σχετικές αξιώσεις της εναντίον των εφεσίβλητων στην Κύπρο στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι επίσης εσφαλμένη.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι στον βαθμό που η αξίωση της εφεσείουσας αφορά στα 19 δάνεια που χορήγησε η PSB, δεν είναι επιτρεπτό να προωθείται στα κυπριακά δικαστήρια, αφού όπως διαφαίνεται μέσα από την Έκθεση Απαίτησης και σε αυτή την περίπτωση το δικαίωμα στην αποζημίωση ή αποκατάσταση, καθώς και ο τρόπος απόκτησης του κατ' ισχυρισμό πλουτισμού είναι συνδεδεμένα με τις κατ' ισχυρισμό παράνομες και δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των εφεσίβλητων οι οποίες αντανακλούν σε αστικά αδικήματα.

 

            Επίσης όπως ορθά ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ουσιώδες και σημαντικό να παρατηρηθεί πως εφόσον η αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί επικουρική βάση αγωγής σύμφωνα με το ρωσικό εφαρμοστέο δίκαιο και ότι αυτή εξετάζεται όταν δεν επιτύχει η κύρια βάση αγωγής, προκύπτει το ερώτημα πώς θα ήταν επιτρεπτό να εξεταστεί η επίδικη αξίωση στο βαθμό που σχετίζεται με τα 19 δάνεια που χορήγησε η PSB στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να ακούσει την κύρια αιτία και κύρια βάση αγωγής που προέρχεται από αστικά αδικήματα και να εξετάσει ως επικουρική θεραπεία τον αδικαιολόγητο πλουτισμό;

 

            Είναι ορθές οι πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Είναι τόσο συνδεδεμένα τα θέματα και οι αιτίες αγωγής, που η απόρριψη των λόγων έφεσης 1, 2 και 5 αυτόματα οδηγεί σε απόρριψη και του λόγου έφεσης 3, αφού το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να ισχυριστεί κατά των εφεσίβλητων αδικαιολόγητο πλουτισμό θα ήταν το πρόσωπο που κατ' ισχυρισμό υπέστη τη ζημιά, δηλαδή ο εκχωρητής και όχι ο εκδοχέας. Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εάν ο ισχυρισμός για αδικαιολόγητο πλουτισμό βασιζόταν σε ισχυρισμούς άλλους πέραν των γεγονότων που αντανακλούν στις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας για αστικά αδικήματα και ήταν ασύνδετα με αυτά, προφανώς δεν θα υπήρχε εμπόδιο στην προώθηση της αγωγής στα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

            Με αυτά τα δεδομένα είναι η θέση μας ότι και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Αντικείμενο του έκτου λόγου έφεσης είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, καθ' υπέρβαση εξουσίας και αντίθετα με τη νομολογία αποφάσισε τα ζητήματα που αφορούν τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης για διαγραφή της αγωγής και εσφαλμένα απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι τα εν λόγω ζητήματα έπρεπε να αποφασιστούν αφού το Δικαστήριο άκουγε πλήρη μαρτυρία και πλήρη επιχειρηματολογία στο πλαίσιο της δίκης.

 

            Το πρώτο θέμα που σημειώνουμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τις υπό κρίση αιτήσεις με βάση μη αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα και αποφασίζοντας επί αμιγώς νομικών σημείων. Δεν επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο μία εκδοχή γεγονότων από άλλη. Αποφάσισε δε και τις δύο αιτήσεις και εξέδωσε τις εκκαλούμενες αποφάσεις στα πλαίσια εκδίκασης αιτήσεων για διαγραφή της αγωγής με βάση τη Δ.27 Κ.3 ως ίσχυε τότε, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του Κεφ. 148, αφού ορθά έκρινε ότι αυτά σχετίζονται με τη νομιμοποίηση ή το έννομο συμφέρον της καθ' ης η αίτηση‑εφεσείουσας να διεκδικήσει τις απαιτήσεις της ενώπιόν των κυπριακών δικαστηρίων.

 

            Στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε94/2019 Inversions Gestions I Estudis Internacional L, SLU κ.α. και Αναφορικά με την S.A.R.E. Public Company Limited ημερομηνίας 19 Ιανουαρίου 2022, όπου το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο το άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 επέτρεπε σε διάδικο να αιτηθεί θεραπεία εναντίον «μη μετόχου» σε σχέση με το ζήτημα του κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά προέβηκε σε ευρήματα πριν τη δίκη και χωρίς να αποφασιστεί πρώτα κατά πόσο υπήρχε καταπίεση της μειοψηφίας, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:

 

«Σε ό,τι αφορά την εισήγηση η ότι ήταν πρόωρη η εξέταση του θέματος των θεραπειών, προτού αποφασιστεί δηλαδή το θέμα καταπίεσης της μειοψηφίας, που οι εφεσείοντες ενέταξαν με την ένσταση τους στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων για παραμερισμό της εναρκτήριας αίτησης τους, ούτε με αυτή συμφωνούμε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά  έκρινε ότι στη βάση των ενώπιον του γεγονότων και διαπιστώσεων, ιδιαίτερα ως προς την εμβέλεια του Άρθρου 202 επί του οποίου εδράζοντο οι θεραπείες, ήταν ικανά να καθορίσουν την τύχη της αίτησης.  Σημειώνουμε ότι διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν σύμφωνη με το νόημα και το σκοπό για τον οποίον θεσπίστηκαν οι πιο πάνω θεσμοί, όπου χωρίς τη διεξαγωγή δίκης,  στη βάση αδιαμφισβήτητων και παραδεκτών γεγονότων μπορεί το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής (βλ. Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Παναγιώτου κ.ά (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 558).»

 

            Αναφέρουμε επίσης ότι στην υπόθεση Liberty Life Insurance Company Ltd v. Παναγιώτου και άλλοι (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 558, το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι νομικά σημεία έπρεπε να αποφασιστούν στο τέλος της δίκης, αναφέροντας τα εξής:

 

«Η διαπίστωση αν η δικογραφία αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα, δεν εναπόκειται  στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αλλά συνιστά νομικό ζήτημα και επομένως το Εφετείο είναι σε θέση όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπεράσματα σε σχέση με την υπόσταση του δικογράφου. (Οverseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd a.o. (1977) 1 C.L.R. 248, Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246).

 

Η αιτιολογία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε αρνούμενο να τα επιληφθεί είναι λανθασμένη. Στην αίτηση καθορίζονταν με σαφήνεια τα νομικά σημεία, επισυνάπτονταν τόσο η απόφαση στην αγωγή 4953/00 όσο και η κατ' έφεση. Βάση του αγώγιμου δικαιώματος και στις δύο αγωγές συνιστούσε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου και ως εκ της ιδιότητας τους ως κληρονόμων και δικαιούχων διεκδικούσαν οι ενάγοντες στην αγωγή 4953/00 και στην επίδικη αγωγή. Το δεδικασμένο και η τελεσιδικία ως εκ της περάτωσης της αγωγής 4953/00 συνιστούν στερεό υπόβαθρο γεγονότων, στα οποία το Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει τις εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις που αποδοχή τους θα επέφερε το τέλος της αγωγής.»

 

            Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και εξέτασε τις αιτήσεις στη βάση των νομικών σημείων που ήταν ξεκάθαρα και προέβηκε και στα ευρήματα που αναφέρονται στις εκκαλούμενες αποφάσεις.

 

            Ενόψει των ανωτέρω, είναι η θέση μας ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στο βαθμό που η εφεσείουσα στηρίζει την αξίωση της σε κατ' ισχυρισμό αδικήματα που εκχωρήθηκαν από την PSB προς την AVB ή την εφεσείουσα, δεν μπορεί να προχωρήσει καθ' ότι τα δικαιώματα αυτά δεν επιδέχονται εκχώρησης ως ζήτημα δημόσιας πολιτικής της Κύπρου, η οποία δημόσια πολιτική υπερισχύει του Ρωσικού Δικαίου κατ' εφαρμογή του άρθρου 16 του Κεφ. 148.

 

            Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται και επικυρώνονται οι αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

            Με το δεδομένο ότι οι δύο αιτήσεις έχουν συνεκδικαστεί, κρίνεται ορθό όπως εκδοθεί μία διαταγή για έξοδα. Επιδικάζονται επομένως συνολικά έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων 1 και 3 και εναντίον της εφεσείουσας, ποσό €10.000 πλέον ΦΠΑ.

 

 

                       ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                            

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο