ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε6/2019)

 

 

26 Απριλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΦΑΤΑΡΗ
             2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΦΑΤΑΡΗΣ

Εφεσείοντες / Εναγόμενοι

και

             ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ 

Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες

-----------------------------

 

Χρίστος Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ανδρέας Ποιητής μαζί με Παντελίτσα Σιήκκη (κα) για Ανδρέας Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Όπως προκύπτει από τα ενώπιόν μας αναντίλεκτα γεγονότα, οι εφεσίβλητοι‑ενάγοντες καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 4183/2013 εναντίον των εφεσειόντων‑εναγομένων στις 7.11.2013. Στις 8.5.2014 εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων ερήμην τους, οι οποίοι καταχώρισαν αίτηση παραμερισμού της πιο πάνω απόφασης στις 11.7.2018. Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση στις 20.09.2018 και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού με την εκκαλούμενη απόφαση του στις 04.12.2018.

 

            Οι εφεσείοντες ζητούν την ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προβάλλοντας 5 λόγους έφεσης.

            Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στη θυγατέρα των εφεσειόντων, που φέρεται να είναι τυφλή και διανοητικά καθυστερημένη, ήταν καλή, είναι λανθασμένη και αντινομική. Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης, είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένορκη δήλωση που στήριζε την ένσταση των εφεσίβλητων στην αίτηση για παραμερισμό, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη από τους εφεσίβλητους, είναι λανθασμένη, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, που συνιστούσε καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ευρήματα του αποδεικνύουν ότι δεν έγινε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιόν του και ο πέμπτος λόγος έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στερείται αιτιολογίας ή/και επαρκούς αιτιολογίας, με αποτέλεσμα η απόφαση του να είναι αναιτιολόγητη και μη επιδεχόμενη δικαστικόν έλεγχον ή/και δεν είχε τα γνωρίσματα δεόντως αιτιολογημένης απόφασης.

 

            Προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης, αξίζει να σκιαγραφούν επιγραμματικά οι εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές αρχές όπως τις θέσαμε στην πρόσφατη απόφαση μας Alpha Panareti Public Ltd v. Elaine Margaret Hovey Πολιτική Έφεση Αρ. Ε104/2018, ημερ. 27.9.2023:

 

«Αναδεικνύουμε κατ' αρχάς τους (νέους) Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, οι οποίοι δυνάμει του Κανονισμού 60.1(1) (μεταβατική διευθέτηση) έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις 3 Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο και από 1 Σεπτεμβρίου 2023 στις υπόλοιπες δικαιοδοσίες στις οποίες αφορούν, σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1 Σεπτεμβρίου 2023.

 

Ο παραμερισμός ή η διαφοροποίηση απόφασης ερήμην διέπεται από το Μέρος 14 των νέων Κανονισμών. Ο Κανονισμός 14.2 παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 και ο Κανονισμός 14.3 παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια απόφαση. Το Δικαστήριο ασκεί αυτή του τη διακριτική ευχέρεια όταν «ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση» (Κανονισμός 14.3(1)(α)) ή όταν κρίνει «ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος» για να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί (Κανονισμός 14.3(1)(β)). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (Κανονισμός 14.3(2)).

 

Προηγουμένως και κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, ο παραμερισμός απόφασης διέπετο από τη Διαταγή 17, Θεσμός 10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος, με λακωνικότητα, προέβλεπε απλώς τα εξής:

 

«where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary judgment upon such terms as may be just.»

 

Σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης, διαδραμάτισε διαχρονικά η Νομολογία, τόσο η Αγγλική όσο και η δική μας. 

 

Χωρίς αμφιβολία θεμελιακή επί του θέματος είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, η οποία ακολουθήθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μεταξύ αυτών και η Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:  

 

"Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σ'αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης."

 

Στην Bush κ.α. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342 αναφέρονται, στις σελ. 1345-1346, τα ακόλουθα:

 

"Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ.10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae us sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση."

 

 Σε σχέση ειδικά με τη δικαιολόγηση της μη εμφάνισης, σχετική είναι η Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ941 όπου λέχθηκε ότι αίτηση παραμερισμού δύναται να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία να ισοδυναμεί με τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας (βλ. επίσης Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ 26, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α., (2001) 1 Α.Α.Δ. 457,  Καλλής v. Alpha Bank Ltd 2002) 1 (B) A.A.Δ. 793, Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601 και Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64).

  

Το βάρος για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει (όχι να αποδείξει) μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία (βλ.Wakeham v. Bhattti κ.α. Πολ. Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016).   

 

Όπου υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ.816). Συνεπώς, όταν ο καθ' ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται.» 

 

            Όπως προκύπτει μέσα από τον φάκελο της υπόθεσης, η αίτηση παραμερισμού που καταχώρισαν οι εφεσείοντες στις 11.7.2018 στηρίζεται από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1, η οποία προέβηκε σε αυτή και εκ μέρους του εφεσείοντα 2. Ήταν η βασική της θέση ότι είναι σύζυγος του εφεσείοντα 2, με τον οποίο και ζει σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αραδίππου. Έχουν αποκτήσει 5 παιδιά, ένα εκ των οποίων είναι η Μ.Κ. που γεννήθηκε στις 24.3.1985, η οποία διαμένει μαζί τους. Η Μ.Κ. είναι πρακτικά τυφλή, αφού πάσχει από μία πάθηση που ονομάζεται 6 LaurenceMoonBiedl (αμφιβληστροειδοπάθεια) και δεν μπορεί να διαβάζει. Επίσης, έχει κάποιας μορφής νοητική στέρηση και αυτό φαίνεται αμέσως όταν τη δει κάποιος για πρώτη φορά. Αυτοεξυπηρετείται μόνο σε περιορισμένες ανθρώπινες ανάγκες της. Όταν η Μ.Κ. είναι στο σπίτι μόνη της, δεν ανοίγει σε κανένα άγνωστο που δεν έχει ακούσει ή αναγνωρίζει, και ο μόνος τρόπος να τη δει κάποιος είναι να είναι έξω στον κήπο σε συγκεκριμένο μέρος του σπιτιού.

 

            Όπως περαιτέρω αναφέρει η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παραμερισμού, η αγωγή επιδόθηκε στη Μ.Κ. στις 27.1.2014 χωρίς την υπογραφή της, ως αναφέρει η ιδιώτης επιδότης, λόγω του ότι αρνήθηκε να υπογράψει. Όπως περαιτέρω αναφέρει, ουδέποτε πληροφορήθηκαν για την επίδοση από τη θυγατέρα τους Μ.Κ., ούτε εντόπισαν οποιαδήποτε έγγραφα, στη βάση των οποίων να λάμβαναν γνώση για την ύπαρξη της αγωγής.

 

            Στην ίδια ένορκη δήλωση η εφεσείουσα 1 αναφέρει στην παράγραφο 11 «Εμείς πληροφορηθήκαμε για την έκδοση της απόφασης όταν μετά από έρευνα στο Κτηματολόγιο στην ακίνητη περιουσία μας ανακαλύψαμε τα memo που έβαλαν οι ενάγοντες σε όλες τις περιουσίες μας, περίπου τον Οκτώβριο του 2014. Αμέσως πήγαμε στον Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Κοντέας Ε.Π., o οποίος μας είπε ότι έγινε κάποιο λάθος και θα διευθετούσε το θέμα...».

(Δική μας η υπογράμμιση).

 

            Η εφεσείουσα 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για παραμερισμό επισυνάπτει επίσης, μεταξύ άλλων, ως Τεκμήρια δύο ιατρικές βεβαιώσεις (Τεκμήρια 1 και 2), αντίγραφο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που εκδόθηκε ερήμην των εφεσειόντων στις 8.5.2014 (Τεκμήριο 3) και τις ένορκες δηλώσεις της ιδιώτη επιδότη που διενήργησε τις επιδόσεις της αγωγής (Τεκμήρια 4 και 5).

 

            Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, η οποία συνοδευόταν από τρεις ένορκες δηλώσεις. Η μία είναι από δικηγορική υπάλληλο στο γραφείο των δικηγόρων των εφεσίβλητων, η οποία αναφέρεται τόσο στα θέματα υγείας που ισχυρίζεται η εφεσείουσα 1 αναφορικά με τη θυγατέρα της Μ.Κ. και ειδικότερα ότι αυτά δεν τεκμηριώνονται, αλλά επίσης και για τη γνώση που είχαν οι εφεσείοντες 1 και 2 για την έκδοση της απόφασης εναντίον τους, τουλάχιστον από τον Οκτώβρη του 2014 όταν ανακάλυψαν τα memo που είχαν καταχωρηθεί επί της περιουσίας τους.

 

            Η δεύτερη ένορκη δήλωση είναι από τον Ε.Π., Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Κοντέας κατά τον επίδικο χρόνο και τον οποίο επικαλείται στη δική της ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παραμερισμού η εφεσείουσα 1 αναφέροντας ότι είχαν μαζί με τον εφεσείοντα 2 συνάντηση μαζί του όπου τους ανέφερε ότι η απόφαση είχε εκδοθεί κατά λάθος και τους είπε να την αγνοήσουν, στην οποία αρνείται σθεναρά τους ισχυρισμούς αυτούς.

 

            Η τρίτη ένορκη δήλωση είναι από την ιδιώτη επιδότη Κ.Κ., η οποία επέδωσε την αγωγή στη Μ.Κ., στην οποία αναφέρει ότι η Μ.Κ. κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν ενήλικη και διέμενε με τους εφεσείοντες 1 και 2. Πριν επιδώσει την αγωγή μίλησε μαζί της και είναι γεγονός ότι έχει πρόβλημα με την όραση της, αλλά η αντίληψη της είναι τέλεια και αναφέρει επίσης ότι της εξήγησε περί τίνος πρόκειται και αντιλήφθηκε πλήρως, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει επειδή δεν έβλεπε. Κατόπιν αυτού, άφησε τα κλητήρια στο μέρος εκείνο, εξηγώντας της ότι είναι για να δοθούν στον πατέρα και τη μητέρα της. Η Μ.Κ. αντιλήφθηκε πλήρως περί τίνος επρόκειτο.

 

            Όπως δηλαδή είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω, η ένσταση των εφεσίβλητων αφορούσε αφ' ενός στην κανονικότητα και ορθότητα της επίδοσης που έγινε στη Μ.Κ., και αφ' ετέρου στη μεγάλη καθυστέρηση καταχώρισης αίτησης παραμερισμού από τους εφεσείοντες, οι οποίοι γνώριζαν ότι είχε εκδοθεί η απόφαση από το 2014 και επίσης έλαβαν καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού από τις 15.5.2017 στις οποίες φαίνεται ότι είχαν χρεωθεί με δικηγορικά έξοδα τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις κατά το έτος 2014.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατά την άποψη μας, εξέτασε πρώτα τον ισχυρισμό ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στη Μ.Κ. ήταν αντικανονική και κακή, σημειώνοντας ότι τυχόν επιτυχία αυτού του λόγου σημαίνει παραμερισμό της απόφασης, χωρίς να τεθεί θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά σε νομολογία όπου υπογραμμίζεται η πάγια αρχή που έχει καθιερωθεί ότι εάν διαπιστωθεί ότι η επίδοση είναι κακή, τότε το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να την παραμερίσει ex debito justitiae. Ακολούθως, αφού εξέτασε τα ιατρικά πιστοποιητικά (Τεκμήρια 1 και 2) που περιγράφουν την ιατρική κατάσταση της Μ.Κ., τα οποία αναφέρουν απλώς ότι τα προβλήματα των οφθαλμών που αντιμετωπίζει την καθιστούν πρακτικά τυφλή, υπογράμμισε ότι σε κανένα από αυτά τα δύο πιστοποιητικά δεν αναφέρεται ότι είναι διανοητικά ανίκανη. Σημείωσε επίσης ότι δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε πιστοποιητικό περί της διανοητικής της κατάστασης ή οποιοδήποτε συναφές προς τούτο διάταγμα του Δικαστηρίου. Σημείωσε ότι υπάρχει μόνο η αναφορά της μητέρας της Μ.Κ. ότι αυτή έχει κάποιας μορφής νοητική καθυστέρηση και αυτό φαίνεται αμέσως όταν τη δει κάποιος για πρώτη φορά, αναφέροντας παράλληλα το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ορθά κατά την άποψη μας, ότι αυτή η αναφορά δεν μπορεί να αποτελέσει σε καμία περίπτωση ιατρική γνώμη έτσι ώστε το Δικαστήριο να τη λάβει υπόψη, και ότι αποτελεί τη δική της πεποίθηση και τίποτε περισσότερο. Αναφέρει επίσης ότι οι εφεσίβλητοι έχουν ορθά υποστηρίξει ότι τα δύο αυτά ιατρικά πιστοποιητικά δεν καταδεικνύουν ότι το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση της αγωγής είναι διανοητικά ανίκανο, ως αναφέρει η Δ.5 θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυε τότε), αλλά, απεναντίας, η ιδιώτης επιδότης αναφέρει ότι από τη συνομιλία που είχε η ίδια με τη Μ.Κ., αυτή είχε τέλεια αντίληψη.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε συνεπώς τον ισχυρισμό περί μη νομότυπης επίδοσης, κρίνοντας ότι η επίδοση ήταν καλή.

 

            Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε καθ' όλα ορθά και σε πλήρη ευθυγράμμιση τόσο με τις πρόνοιες των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, αλλά και της νομολογίας.

            Σύμφωνα με τη νομολογία και σε ευθυγράμμιση με το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιόν του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του. Αν διαπιστωθεί ότι η επίδοση είναι κακή, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο
ex debito justitiae να παραμερίσει την απόφαση και δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις υποθέσεις ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΙΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ν. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ΤΤΟΜΗ)  (1997) 1Α.Α.Δ. 247, ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. CHR. P. MICHAELIDES (ESTATES) LTD (2002) 1Α.Α.Δ. 43, ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ (2003) 1Α.Α.Δ. 1044, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΖΗΝΑ ΠΟΥΛΛΗ (2001) 3Α.Α.Δ. 1060, ZEHIL v. ROBERTS (2009) 1Α.Α.Δ. 678, ΝΕΜΙΤΣΑΣ ν. CHAPARIAN (2011) 1Α.Α.Δ. 806. Αναφέρουμε επίσης την πιο πρόσφατη απόφαση ΗΛΙΑ ΜΑΝΩΛΗ  Εφεσείοντα / Εναγόμενου αρ. 2 ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ  Εφεσίβλητων/Εναγόντων, Πολιτική Έφεση αρ. 413/2011, ημερ.03.02.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναφέρει τα ακολούθα:

 

«... Η έκδοση, όμως, ερήμην απόφασης επί ανυπόστατου νομικά υπόβαθρου, ήτοι χωρίς (δέουσα) επίδοση, είναι κατά την πάγια νομολογία που παραθέσαμε, νομικά ανυπόστατη, εξ' υπαρχής άκυρη, μη δυνάμενη να διασωθεί. Αυτή είναι η αρχή που εφαρμόστηκε και στην HEWTSON v. FABRE 21 Q.B.D. 6, με αποτέλεσμα να μην είχε σημασία η καθυστέρηση εκ μέρους του εναγόμενου.»

 

            Είναι η θέση μας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση ήταν νομότυπη, είναι ορθή και δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης μας. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, επέτρεπαν την επίδοση αγωγής σε πρόσωπο άνω των 16 ετών που ζει με τον εναγόμενο o οποίος αναζητήθηκε στο σπίτι του ή στην εργασία του και δεν ανευρέθη, o οποίος δεν είναι διανοητικά ασθενής. Αυτά ήταν τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δηλαδή, η Μ.Κ. ήταν άνω των 16 ετών, διέμενε μαζί με τους γονείς της - εναγόμενους- στην οικία τους, όπου αυτοί αναζητήθηκαν και δεν ανευρέθηκαν. Δεν υπάρχει τίποτε που να αποδεικνύει ότι η Μ.Κ. πάσχει από οποιαδήποτε διανοητική ασθένεια που την καθιστά διανοητικά ασθενή στο πλαίσιο και το πνεύμα της σχετικής διάταξης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Δεν προσκομίστηκε κανένα ιατρικό πιστοποιητικό περί τούτου, αντίθετα, υπήρχε η θετική βεβαίωση της ιδιώτη επιδότη Κ.Κ. ότι συνομίλησε μαζί της, της εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης της και τα έγγραφα που άφησε και η Μ.Κ. τα αντιλήφθηκε πλήρως, δεν μπόρεσε όμως να υπογράψει λόγω των προβλημάτων με την όραση της. Πέραν των πιο πάνω, σημειώνουμε επίσης την παράλειψη των συνηγόρων των εφεσειόντων στην αίτηση παραμερισμού, να αντεξετάσουν την ιδιώτη επιδότη για τα θέματα που ορκίστηκε. Επομένως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η επίδοση έγινε νομότυπα, κάτι το οποίο οδηγεί άνευ άλλου στην απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης.

            Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης και τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης που συνιστούσε καταφρόνηση του Δικαστηρίου, υπογραμμίζουμε τα εξής: Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων 1 και 2‑ εφεσειόντων στις 8.5.2014 μετά από επίδοση που έγινε σε αυτούς, στην κόρη τους Μ.Κ. ως ανωτέρω έχει αναφερθεί, στις 27.1.2014. Η αίτηση για παραμερισμό καταχωρήθηκε στις 11.7.2018. Οι εφεσείοντες στη ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για παραμερισμό είχαν, όπως ορθά εντόπισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβεί στις εξής παραδοχές:

 

            ‑ επισύναψαν καταστάσεις λογαριασμού που έλαβαν από τους εφεσίβλητους μετά την έκδοση της απόφασης ως Τεκμήριο 8. Οι καταστάσεις τους δόθηκαν τον Οκτώβριο του 2017 στις οποίες φαίνεται ότι ο λογαριασμός είχε χρεωθεί με δικηγορικά έξοδα στις ημερομηνίες 23.6.2014, 8.10.2014 και 10.10.2014. Παρά το ότι έλαβαν τις καταστάσεις λογαριασμών τον Οκτώβριο του 2017, η αίτηση για παραμερισμό καταχωρήθηκε στις 11.7.2018, δηλαδή μετά την πάροδο πολλών μηνών.


            ‑ αναφέρουν επίσης οι εφεσείοντες ότι έκαναν έρευνα στο Κτηματολόγιο στην ακίνητη περιουσία τους και ανακάλυψαν τα
memo που έβαλαν οι εφεσίβλητοι σε όλες τις περιουσίες τους περίπου τον Οκτώβριο του 2014 και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι αμέσως (δηλαδή τον Οκτώβριο του 2014) επισκέφθηκαν τον Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Κοντέας Ε. Π., ο οποίος τους είπε ότι έγινε κάποιο λάθος και θα διευθετούσε το θέμα. Σημειώνουμε ξανά ότι ο Γραμματέας της Σ.Π.Ε. Κοντέας διαψεύδει τους εφεσείοντες στην ένορκη δήλωση τους σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς τους, επίσης δεν αντεξετάστηκε.

 

            Επομένως με σαφήνεια και βεβαιότητα μπορεί να καταδειχθεί ότι τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2014 οι εφεσείοντες γνώριζαν για την έκδοση απόφασης εναντίον τους και αποφάσισαν να μην πράξουν τίποτε σε σχέση με την ακύρωση της, βασιζόμενοι δήθεν σε διαβεβαιώσεις του Γραμματέα της Σ.Π.Ε. Κοντέας o οποίος όμως τους διαψεύδει.

 

            Η καθυστέρηση η οποία προκύπτει από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι τις 11.7.2018, ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για παραμερισμό, είναι υπέρμετρη και αδικαιολόγητη και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ισοδυναμεί με περιφρονητική παραγνώριση της δικαστικής διαδικασίας.

 

            Σημειώνουμε επίσης ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι είχαν υπεράσπιση, αλλά λανθασμένα δεν τους επέτρεψε να την καταχωρήσουν παραμερίζοντας την απόφαση που εκδόθηκε ερήμην τους, δεν ευσταθεί. Όπως ορθά επισημαίνουν και οι συνήγοροι των εφεσίβλητων, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε με βεβαιότητα ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε εύρημα ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, και αυτό είναι σαφές από το ίδιο το λεκτικό που χρησιμοποίησε στη σελίδα 21 της απόφασης, το οποίο κρίνουμε ορθό όπως παραθέσουμε αυτούσιο:

 

«Θα έλεγα ότι πράγματι φαίνεται ότι ενός είδους εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ίσως να μπορούσε να υπάρχει, αφού φαίνεται ότι ο λογαριασμός υπερχρεώθηκε κατά €167.721,06. Με τη διαπίστωση όμως του Δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης συνιστά περιφρόνηση του Δικαστηρίου, κρίνω ότι αποτελεί καθοριστικής σημασίας ως προς το αποτέλεσμα της αίτησης που δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η αποτυχία αυτής».

 

            Σημειώνουμε περαιτέρω ότι τα όσα ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την καθυστέρηση και την ενδεχόμενη ύπαρξη υπεράσπισης, επιβεβαιώνονται από τη νομολογία που καταδεικνύει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθ' όλα ορθή. Αναφερόμαστε στην υπόθεση MILOUCA MOTOR TRADING LTD v. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΟΥΡΤΗ (1997)  1Α.Α.Δ. 941, όπου έχει αναφερθεί ότι «Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί αίτηση παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντίδικου». Οι ίδιες αρχές έχουν υιοθετηθεί και στη Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, στην οποία έχουν αναφερθεί τα ακολούθα: «Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.»

 

            Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Αντρέας Ψαράς v. Ιωάννη Γιάγκου, (2015) 1 Α.Α.Δ. 1103, όπου αναφέρθηκε ότι

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το συνταγματικό δικαίωμα ενός ατόμου να ακούγεται ενώπιόν του Δικαστηρίου αντισταθμίζεται και εξισορροπείται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει την ολοκλήρωση μιας υπόθεσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, η οποία υποχρέωση επίσης κατοχυρώνεται συνταγματικά.
(Άρθρο 30.2 του Συντάγματος)

 

   Διαφορετικά, ανάφερε, η υιοθέτηση άλλης προσέγγισης και αντιμετώπισης θα ισοδυναμούσε με αυτόματη μονόπλευρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή του εκάστοτε αιτητή για παραμερισμό δικαστικής απόφασης, παραβιάζοντας το συνταγματικό δικαίωμα του ενάγοντα για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο και, συνεπώς, θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία των θεσμών απονομής δικαιοσύνης και έτσι θα τον εξέθετε σε χλευασμό. (Μουγής v. Σπανούδης (1996) 1Α.Α.Δ. 997 και Λυσιώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1Α.Α.Δ. 364)

 

Θεωρούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ορθή και συμβατή με τη νομολογία».


            Επομένως, και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

             
            Αν και το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης έχει κριθεί από την απόρριψη των πρώτου και τρίτου λόγου έφεσης, εντούτοις θα εξετάσουμε συνοπτικά και τους εναπομείναντες λόγους έφεσης, 2, 4 και 5.

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο ένστασης που προέβαλαν οι εφεσείοντες 1 και 2 ότι η ένορκη δήλωση που έγινε από τη δικηγορική υπάλληλο στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων των εφεσίβλητων δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη, αφού σε αυτή η εν λόγω υπάλληλος αναφέρει ότι είναι υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των εφεσίβλητων και έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση, γνωρίζει τα γεγονότα από το file της διαδικασίας και από τα όσα της έχει αναφέρει ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση και οι ενάγοντες‑πελάτες τους.

 

            Σημείωσε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες δεν ζήτησαν να αντεξετάσουν την εν λόγω δικηγορική υπάλληλο για τα όσα αναφέρει.

 

            Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς αυτή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η εν λόγω υπάλληλος ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη για να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

            Θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα, σημειώνοντας την αναφορά της ομνύουσας ότι έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί για να προβεί στην ένορκη δήλωση και υπογραμμίζουμε και εμείς την παράλειψη των συνηγόρων των εφεσειόντων να μην αντεξετάσουν το εν λόγω πρόσωπο σε σχέση με όλα όσα αναφέρει. Διαφωνούμε με τη θέση ότι τα όσα αναφέρει η ενόρκως δηλούσα δηλώνουν ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένη από τους εργοδότες της. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση και είναι λανθασμένη η θέση των δικηγόρων των εφεσειόντων ότι η ένορκη δήλωση της δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

            Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

            Οι τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης αφορούν ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ευρήματα του αποδεικνύουν ότι δεν έκανε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έχει τα γνωρίσματα δεόντως αιτιολογημένης απόφασης και δεν επιδέχεται δικαστικό έλεγχο. Ούτε και αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Το Δικαστήριο έχει καταλήξει στα ευρήματα του αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του όπως τέθηκε μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση για παραμερισμό και την ένσταση που καταχωρήθηκε σε αυτή, και αιτιολογώντας για ποιο λόγο έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά των εφεσίβλητων, ενώ αντίθετα απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1. Πέραν της αναφοράς του στη νομολογία κατά τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του, αναφέρουμε ξανά ότι κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε με αναφορά στις αρχές που η νομολογία έχει καθορίσει, τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στα ευρήματα του. Η απόφαση του πέρα από ορθή, είναι και δεόντως αιτιολογημένη, γι' αυτό και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 επίσης απορρίπτονται.

            Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση απορρίπτεται. Οι εφεσείοντες καταδικάζονται στα έξοδα της έφεσης, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €5.200 πλέον ΦΠΑ.

 

 


                
ΣT. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.


      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.


                                          ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ – ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο