ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 104/2024

105/2024,

106/2024

& 107/2024)

2 Μαΐου 2024


[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

                   

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 104/2024)

 

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης


                   

(Ποινική Έφεση Αρ.: 105/2024)

 

CHALIL CHAMOUNT

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

(Ποινική Έφεση Αρ.: 106/2024)

ΟΜΑΡ ΣΟΥΛΕΗΜΑΝ

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 107/2024)

RAMI AMAARIN

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Β. Ακάμας μαζί με την Κ. Ιωάννου (κα) για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε. και Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 104/2024.

Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 105/2024.
Α. Ανδρέου μαζί με Χριστοδούλου και Νεάρχου (κα), για τον Εφεσείοντα στην 106/2024.
Γ. Λοΐζου για Κώστας Λοΐζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα στην 107/2024.
Α. Μιχαήλ (κα) μαζί με Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη.


Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

            ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ: Στις 23.4.2024 διενεργήθηκε απόπειρα φόνου δια πυροβολισμών εναντίον του παραπονούμενου. Στα πλαίσια των σχετικών ερευνών το ΤΑΕ Λευκωσίας στις 26.4.2024 συνέλαβε βάσει ενταλμάτων εννέα υπόπτους (εκ των έντεκα), τους οποίους παρουσίασε στις 27.4.2024 στο Ε.Δ Λευκωσίας, ζητώντας την 8ήμερη προφυλάκιση τους, βάσει του Άρθρου 24 της Ποινικής Δικονομίας. Η Επαρχιακή Δικαστής, που εξέτασε την αίτηση, ενέκρινε την προσωποκράτηση μόνο για τους Καθ' ων 1, 4 έως 7 και 9. Εξ αυτών προσέβαλαν την εν λόγω απόφαση, με τις συνεκδικαζόμενες τώρα εφέσεις, οι Καθ' ων 1, 4, 5 και 6. Εναντίον τους διερευνώνται αδικήματα: (i) Συνωμοσίας για κακούργημα, (ii) Συνωμοσίας για φόνο, (iii) Απόπειρας φόνου, (iv) Παράνομης κατοχής και μεταφοράς όπλου, (v) Παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών και (v) Κλοπής περιουσίας, ενώ για τον Καθ' ου 5 διερευνάται και παράνομη κατοχή περιουσίας.

 

             Ας σημειωθεί πως πριν την έναρξη της πρωτόδικης διαδικασίας οι Καθ' ων 1, 4 και 6 ζήτησαν την εξαίρεση της Δικαστού για λόγους αντικειμενικής αμεροληψίας και ειδικότερα επί τω ότι η ίδια Δικαστής είχε κατά την προτεραία επιληφθεί και της αίτησης για έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης των υπόπτων, εκδίδοντας τα στη βάση πανομοιότυπης ένορκης δήλωσης και διαπιστώνοντας την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σύνδεσης των υπόπτων, στοιχείο το οποίο θα ετίθετο ξανά υπό κρίση κατά την αίτηση προφυλάκισης. Με παραπομπή σε νομολογία η πρωτόδικη Δικαστής απέρριψε το εν λόγω αίτημα (Economides v. Police (1983) 2 C.L.R. 301).

 

             Αυθημερόν προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης προφυλάκισης, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσε ο Υπαστ. Γιαννακού, o οποίος αντεξετάστηκε επί μακρόν εν σχέσει με τη γραπτή δήλωση του (Τεκμήριο Α), σε μία διαδικασία που ολοκληρώθηκε τις νυκτερινές ώρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του, την οποία εξέδωσε την επόμενη ημέρα με το προαναφερθέν αποτέλεσμα. Στην εν λόγω απόφαση της η πρωτόδικη Δικαστής αναφέρθηκε στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές και παρέθεσε μέρος της γραπτής και προφορικής μαρτυρίας του Υπαστ. Γιαννακού, την οποία σχολίασε, καταλήγοντας για τους Καθ' ων 1, 4 έως 7 και 9:
(
i) Ότι «η πληροφορία που παρασχέθηκε δεν παρέμεινε απογυμνωμένη αλλά τέθηκε μαρτυρία που φαίνεται να βρίσκεται στην κατοχή της Αστυνομίας η οποία σύνδεσε την πληροφορία με τους υπόπτους», (ii) Ότι τα στοιχεία που τέθηκαν «είναι ικανά αθροιστικά να ικανοποιήσουν την β προϋπόθεση ως προς το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη τους στα υπό διερεύνηση αδικήματα» και (iii) Ότι «μεταξύ των πιο πάνω υπόπτων και μαρτυρίας προκύπτει κάποιος συνδετικός κρίκος», (σε αντίθεση με τους Καθ’ ων 2, 3 και 8 για τους οποίους έκρινε ότι η πληροφορία για ανάμειξη τους παρέμεινε απογυμνωμένη και χωρίς ίχνος μαρτυρίας η οποία να τους συνδέει ευλόγως με τα αδικήματα), (iv) Ότι η κράτηση τους ήταν αναγκαία για σκοπούς των ανακρίσεων, καθώς και λόγω του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.

 

             Οι Καθ’ ων 1, 4 και 6 προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις πανομοιότυπους λόγους έφεσης, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι ταυτίζονται κατ' ουσίαν και με τους τρεις λόγους τους οποίους συμπεριέλαβε ο Καθ' ου 5 στη δική του έφεση. Με αυτούς τους τρεις λόγους ειδικότερα προβάλλεται ότι: (Α) σε αντίθεση με τον νόμο και τις αρχές της νομολογίας εκρίθη ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια σύνδεσης τους με τα αδικήματα, (Β) υπάρχει ανακολουθία, σφάλμα και αντίφαση με την απόρριψη της αίτησης για τους Καθ’ ων 2, 3 και 8 επί τω ότι δεν υπήρχε εύλογη υπόνοια για εκείνους και (Γ) ενώ το αίτημα τέθηκε ενώπιόν του στις 27.4.2024 το πρωτόδικο Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του και την εξέδωσε στις 28.4.2024 διατάσσοντας την 8ήμερη προσωποκράτηση με ισχύ από την ημέρα της απόφασης και όχι από την προηγούμενη μέρα.

 

             Με τον τέταρτο λόγο, τον οποίο προωθούν μόνον οι Καθ' ων 1, 4 και 6, προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού ημερ. 27.4.2024 να μην εξαιρεθεί από την εκδίκαση της αίτησης. Εννοείται ότι εκ της φύσης του θέματος προέχει η εξέταση αυτού του λόγου έφεσης, αλλά τούτο αφού προηγηθεί η παράθεση των αρχών οι οποίες αφορούν την εξέταση αιτημάτων προφυλάκισης.

 

             Τις σχετικές αυτές αρχές είχαμε την ευκαιρία να παραθέσουμε σχετικά πρόσφατα, στην υπόθεση Yordanova v.  Αστυνομίας, Ποιν.  Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.2024, με παραπομπές μας στις υποθέσεις Αριστοδήμου κ.α. v. Αστυνομίας (2014) 2 (Β) Α.Α.Δ. 667 και Ζαννέτου κ.α. v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652. Από την Αριστοδήμου σημειώνουμε ότι για να εγκριθεί διάταγμα προσωποκράτησης θα πρέπει να καταδειχθεί: (i) Ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα, (ii) Ότι η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του, (iii) Ότι οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και (iv) Ότι η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων. Από την υπόθεση Ζαννέτου (ανωτέρω) κρίνουμε καθοδηγητικό εν σχέσει με την έννοια της «εύλογης υπόνοιας», καθώς και την έκταση του εφετειακού ελέγχου, το πιο κάτω απόσπασμα:


«Παρά το περίπλοκο των γεγονότων, οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ενός ατόμου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, είναι σχετικά απλές. Όπως νομολογήθηκε στη Stamataris a.o. v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107 και επιβεβαιώθηκε μετέπειτα και σε πολλές άλλες υποθέσεις, το αντικείμενο διερεύνησης από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του δημιουργεί εξ αντικειμένου εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος ενέχεται στο αδίκημα που διερευνάται (βλ. Aeroporos a.o. v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232, Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116 και Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 942). Οι υποψίες της αστυνομίας θα πρέπει όχι μόνο να είναι γνήσιες αλλά και εύλογες με βάση τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται από την αστυνομία. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Συμιλλίδης, ανωτέρω:‑

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

 

Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφεαυτών, για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενέχουν μηδενική αξία. Εφόσον τα στοιχεία σχετίζονται με την έρευνα μπορεί να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν με άλλα, σχετικά προς το ίδιο αντικείμενο στοιχεία, και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν απομονωμένα.»

 

Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου και όχι το Εφετείο. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι ευρύτατη, ασκείται μέσα σε εύλογα πλαίσια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παρέμβαση χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα (βλ. Μεζερίδη, ανωτέρω και Χούρη, ανωτέρω) ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240). Εκτός των πιο πάνω περιπτώσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για να επέμβει ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη δική του.»

 

 

  Αίτημα Εξαίρεσης (Λόγος Έφεσης αρ. 4)

            Σε σχέση με το αίτημα για εξαίρεση η επιχειρηματολογία των Καθ’ ων 1, 4 και 6 εδράζεται στο ότι η ίδια πρωτόδικη Δικαστής είχε κατά την εξέταση της αίτησης για έκδοση εντάλματος σύλληψης προβεί σε θετική κρίση περί της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας σύνδεσης τους, και μάλιστα στη βάση της ίδιας, εν πολλοίς, ένορκης δήλωσης και της απαράλλακτης πληροφορίας. Κατά την εισήγηση, το πρωτοδίκως υιοθετηθέν επιχείρημα ότι διακρίνονται οι δύο διαδικασίες (αφού στην αίτηση προφυλάκισης απαιτούνται και άλλες προϋποθέσεις) δεν ευσταθεί διότι κατά κανόνα σε διακριτές διαδικασίες είναι που δυνατόν να ανακύψει τέτοιο ζήτημα για μία εκ των προϋποθέσεων και έπρεπε να ληφθεί υπόψιν ότι η ένσταση των Καθ’ ων 1, 4 και 6 θα στηριζόταν στη μη στοιχειοθέτηση εύλογης υπόνοιας, οπότε επιβαλλόταν η εξαίρεση της Δικαστού για λόγους αντικειμενικής αμεροληψίας.

 

             Οφείλουμε, πριν από οτιδήποτε άλλο, να υπενθυμίσουμε ότι, όπως έχει λεχθεί και στην Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 1Α.Α.Δ. 268, το κριτήριο για την εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία στον νουν του μέσου εχέφρονος πολίτη που γνωρίζει τα γεγονότα, δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης δικαστή. Εικασίες μόνο δεν είναι αρκετές (βλ. και Κωνσταντίνου v. Κωνσταντίνου (2009) 1Α.Α.Δ. 761). Ο προαναφερθείς μέσος εχέφρων πολίτης ή άλλως ο αντικειμενικός παρατηρητής, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Typye v.  Αστυνομίας (2008) 1Α.Α.Δ. 279,


«... δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο.»

 

             Με αναφορά και πάλι στον δίκαιο σκεπτόμενο παρατηρητή, στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, προστέθηκε πως «[Η] ουσία παραμένει ότι η θεώρηση εκ μέρους του παραπονούμενου ατόμου ως προς την ύπαρξη φαινομενικής προκατάληψης, θα πρέπει στο τέλος της ημέρας να είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί κατά αντικειμενικό τρόπο.»

           

            Στην υπόθεση Σοφοκλέους ν Ταβελούδη κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 837, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

 

“Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας Δικαστής δεν κωλύεται λόγω προκατάληψης να εξετάσει τρίτη διαδοχική αίτηση για την κράτηση ενός υπόπτου προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, άνκαι έχει ήδη εκδώσει προηγουμένως άλλα δύο διατάγματα κράτησης εναντίον του ίδιου υπόπτου (Economides and Georghiou v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301) και ότι η έκδοση απόφασης από ένα Δικαστή πάνω σε ένα συγκεκριμένο νομικό σημείο, δεν τον εμποδίζει να εξετάσει το ίδιο νομικό σημείο σε άλλη υπόθεση, είτε μεταξύ των ίδιων διαδίκων, είτε μεταξύ άλλων διαδίκων.  (Razis and another v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 309).”

            Άμεσα σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση στην Τυμπιώτης ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 612:

 

  «Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε στην Αγγλική απόφαση Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All ER 65, στην οποία καθορίσθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα. (Βλ. επίσης Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All ER 577 (HL) και Taylor and another v. Lawrence and another [2002] 2 All ER 353). Το βασικό ερώτημα είναι αν η αμφιβολία για τη μη ύπαρξη αμεροληψίας είναι "υποκειμενικά δικαιολογημένη". Στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark (A 154 para 59 [1989]) ένας Δικαστής στη Δανία που είχε εκδώσει διατάγματα για την κράτηση και απομόνωση του κατηγορουμένου, συμμετέσχε αργότερα ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την ποινική υπόθεση εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου. Άνκαι για την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης ο Δικαστής θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχε "μια ιδιαίτερα επιβεβαιωτική υποψία ενοχής" (particularly confirmed suspicion of guilt), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν ειδικά περιστατικά (special circumstances) που θα δημιουργούσαν μια νόμιμη αμφιβολία (legitimate doubt) ως προς την αμεροληψία του Δικαστή για τη μετέπειτα εξαίρεση του. (Βλέπε επίσης την απόφαση Sainte Marie v. France (A 253 - A para 32 [1992]) στην οποία η προηγούμενη συμμετοχή δύο Δικαστών του Γαλλικού Εφετείου που είχαν καταδικάσει τον αιτητή για παράνομη κατοχή όπλων σε σύνθεση άλλου δικαστηρίου που απέρριψε την αίτηση του να αφεθεί ελεύθερος, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δικαιολογήσει ανησυχίες για έλλειψη αμεροληψίας. (Βλ. επίσης Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη και Άλλων (2003) (1Β) Α.Α.Δ. 837).»

 

            Οι πιο πάνω αρχές εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στην προκείμενη περίπτωση. Δεν πλήττεται η αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστηρίου όταν η δικαστής η οποία επιλαμβάνεται αιτήματος αστυνομικής κράτησης προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, εξέδωσε προηγουμένως το ένταλμα σύλληψης. Το δε αντικείμενο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αιτήματος για προσωποκράτηση είναι διαφορετικό από εκείνο που αφορά την έκδοση εντάλματος σύλληψης, βάσει των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών (βλ. μεταξύ άλλων Stamataris v The Police (1983) 2 CLR 107, Χούρη ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56, Ιωάννου ν Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 495).

 

            Δεν συμφωνούμε με την εκφρασθείσα θέση ότι αφού η Δικαστής είχε εκδώσει και τα εντάλματα έπεται πως ήταν προδιαγεγραμμένη και η απόφαση της περί συνδρομής της προϋπόθεσης εύλογης υπόνοιας και προκαθορισμένη η έκβαση της αίτησης προφυλάκισης. Κατ' αρχάς κανένας ορθώς πληροφορημένος, εχέφρων πολίτης και αντικειμενικός παρατηρητής για τον τρόπο λειτουργίας των δικαστηρίων δεν θα σχημάτιζε τέτοια εντύπωση, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο δεν τείνει καν να δείξει ότι η έκδοση εντάλματος σύλληψης οδηγεί απαρέγκλιτα στην προφυλάκιση κάθε συλληφθέντος. Κατά δεύτερον, η παρούσα περίπτωση διαψεύδει αφ' εαυτής το επιχείρημα αφού η ίδια Δικαστής, η οποία είχε εκδώσει τα εντάλματα σύλληψης, αργότερα κατά την αίτηση προφυλάκισης, έκρινε ότι για τους Καθ’ ων 2, 3 και 8 παρέμεινε μόνον η πληροφορία, χωρίς δηλαδή μαρτυρία η οποία να τους συνδέει ευλόγως με τα αδικήματα, απορρίπτοντας την αίτηση για αυτούς. Σαφέστατη απόδειξη ότι τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο ή προκαθορισμένο.

 

           Διαφωνώντας λοιπόν με τις σχετικές εισηγήσεις των εφεσειόντων και απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο έφεσης, θεωρούμε καθήκον μας να υπενθυμίσουμε τις παλαιότερες παραινέσεις, όπως κάθε αίτηση για εξαίρεση δικαστή γίνεται ύστερα από πολλή περίσκεψη και να εδράζεται σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα και όχι αβασάνιστα, ανακόπτοντας αχρείαστα την πορεία εκδίκασης (Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής (αρ. 2) (1993) 3Α.Α.Δ. 69, Αναφορικά με αίτηση Ανδρέα Συμεού (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 974, Α.Β. v. Γ.Δ. Έφεση 23/2021, ημερ. 23.6.2022).


Προϋποθέσεις Κράτησης (Λόγοι Έφεσης  Αρ. 1 και 2)

          Όσον αφορά την ουσία έχουμε την άποψη πως, παρά την ξεχωριστή διατύπωση, εντούτοις οι λόγοι έφεσης υπ’ αρ. 1 και 2 διασυνδέονται, δεδομένου ότι αφορούν την ύπαρξη των προϋποθέσεων και εν τέλει την άσκηση της ευχέρειας υπέρ της προσωποκράτησης των Καθ’ ων 1, 4 , 5 και 6, νυν Εφεσειόντων. Έχουμε εξετάσει με κάθε δυνατή προσοχή τους δύο αυτούς λόγους έφεσης, την υποστηρίζουσα αυτούς αιτιολογία, καθώς και κάθε τι που έχει παρατεθεί είτε γραπτώς ενώπιον μας, υπό τύπον διαγραμμάτων αγόρευσης είτε προφορικώς υπό τύπον προφορικών αγορεύσεων εκατέρωθεν. Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων για λόγους που εξηγούμε κατωτέρω.

          Είναι γεγονός ότι στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δύο ημέρες μετά την απόπειρα φόνου, η Αστυνομία είχε εξασφαλίσει πληροφορία, αναφερόμενη στο ότι ο Καθ’ ου 1 ευρίσκετο σε σύγκρουση με τον παραπονούμενο, με τον οποίο ήρθαν σε σοβαρή ρήξη, και απειλούσε ο ένας τον άλλο ότι θα τον σκοτώσει. Στη βάση της ίδιας πληροφορίας, την πρόθεση του αυτή είχε εκφράσει στους πρώην Καθ’ ων 2 και 3 οι οποίοι προέτρεψαν τον Καθ’ ου 4 να βρει όπλο για εκτέλεση του παραπονούμενου ενώ ο ίδιος ο Καθ’ ου 1 ανέθεσε στον Καθ’ ου 5 να βρει τους εκτελεστές του σχεδίου φόνευσης. Οπότε εν συνεχεία, αφενός ο Καθ’ ου 4 ανέθεσε στον Καθ’ ου 6 να εξασφαλίσει τον οπλισμό μέσω Πύλας και αφετέρου ο Καθ’ ου 5 (μέσω άλλου) βρήκε τον Καθ’ ου 7 ως τον οδηγό και άλλο τρίτο πρόσωπο ως τον εκτελεστή (ο οποίος και καταζητείται). Παράλληλα ο Καθ’ ου 5 προμήθευσε τον Καθ’ ου 7 και το τρίτο πρόσωπο, μέσω του Καθ’ ου 8, με τη μοτοσυκλέτα που χρησιμοποίησαν στην απόπειρα, η οποία και είχε κλαπεί από τη Λεμεσό. Να σημειωθεί πως θα δίδετο και αμοιβή ύψους 20.000 αλλά επειδή δεν επετεύχθη η φόνευση εν τέλει κατεβλήθη μόνο το ποσό των 10.000 στους δράστες. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της πληροφορίας, σε ό,τι αφορά του Καθ’ ων η αίτηση.

 

          Είναι περαιτέρω γεγονός πως, για τους Καθ’ ων 2, 3 και 8, οι έρευνες που ακολούθησαν δεν προσέθεσαν κάτι πέραν της πληροφορίας. Αυτό ήταν που ορθώς επεσήμανε η πρωτόδικη Δικαστής, διαχωρίζοντας τους και απορρίπτοντας την αίτηση προφυλάκισης γι’ αυτούς τους τρεις υπόπτους. Η απόφαση της αυτή δεν έχει προσβληθεί. Ούτε οι νυν Εφεσείοντες διαφωνούν με την απόφαση αυτή. Προβάλλουν όμως, με διάφορους συλλογισμούς, ότι η απόρριψη του αιτήματος για εκείνους εκ των πραγμάτων αφαιρούσε και το οποιοδήποτε υπόβαθρο εύλογης υπόνοιας για τους υπόλοιπους, οπότε έπρεπε και αυτοί να αφεθούν ελεύθεροι. Δεν είναι όμως αυτή η κατάσταση και η συνολική εικόνα που αναδύεται από το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, δηλαδή πέραν της όποιας αρχικής πληροφορίας.

          Κατ’ αρχάς, να σημειωθεί ότι η ρήξη των σχέσεων του Καθ’ ου 1 με τον παραπονούμενο και οι εκατέρωθεν απειλές για φόνευση του ενός από τον άλλο επιβεβαιώθηκαν αργότερα από σχετική γραπτή μαρτυρία. Θεωρούμε ότι ισχύει και στην παρούσα το αναφερθέν στην υπόθεση Αριστοδήμου ν Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 411 ότι η μαρτυρία «αναδεικνύει την ύπαρξη ελατηρίου, στοιχείου αρκετού υπό τις περιστάσεις, για πιθανή σύνδεση του Εφεσείοντα με τη διάπραξη των αδικημάτων.»

 

          Όσον αφορά τον Καθ’ ου 4 εξασφαλίστηκε επίσης γραπτή μαρτυρία ότι εντός σύντομου χρόνου (μετά την απόπειρα φόνου εις βάρος του παραπονούμενου), συναντήθηκε με τον Καθ’ ου 1 και άλλα πρόσωπα για φαγητό. Όντως από μόνο του το στοιχείο αυτό ενδεχομένως να φαντάζει ουδέτερο, πλην όμως σε ένα τέτοιο στάδιο και συνεκτιμούμενο με την μαρτυρία για την πρόθεση ή το κίνητρο του Καθ’ ου 1, ασφαλώς  αποκτά άλλη δυναμική η συνάντηση τους κατά την ημέρα που πραγματοποιείται η απόπειρα και εντός σύντομου χρόνου μετά από αυτήν.

 

          Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογίαν και εν σχέσει με τα επιπρόσθετα στοιχεία τα οποία προέκυψαν από τις έρευνες οικιών ή οχημάτων αναφορικά με τους Καθ’ ων 5 και 6, ιδιαίτερα εάν ληφθούν υπ’ όψιν οι ρόλοι που τους είχαν αποδοθεί. Έτσι, ορθώς συνεκτιμήθηκαν αφενός η ανεύρεση αυτοκινήτου του Καθ’ ου 1 με ποσό €7.000 σε οικία του Καθ’ ου 5 και αφετέρου ένα άδειο κουτί σφαιρών διαμέτρου 9mm στην οικία του Καθ’ ου 6.

 

          Προσθέτουμε εδώ πως έγγραφα των δύο καταζητουμενών προσώπων βρέθηκαν στην κατοχή του Καθ’ ου 7, στην κατοχή του οποίου εντοπίστηκαν και δικά του είδη ένδυσης περιλουσμένα με βενζίνη. Στη δε κατοικία ενός των καταζητουμένων εντοπίστηκε πινακίδα εγγραφής οχήματος του Καθ’ ου 1.

 

          Τονίζουμε ξανά ότι στο στάδιο αυτό, της προσωποκράτησης υπόπτου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων, δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεση της η Αστυνομία ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού. Τα κρίσιμα ερωτήματα εστιάζονται στο γνήσιο και στο εύλογο των υπονοιών υπό το φως των συλλεγέντων στοιχείων αθροιστικά αποτιμούμενα (βλ. Σιμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160). Όπως έχει τονιστεί στην Παναγιώτου ν Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α 375 η υπόνοια είναι εύλογη δεδομένου ότι η υπάρχουσα μαρτυρία τείνει κατά λογική προέκταση να συνδέσει τον ύποπτο με την διάπραξη του αδικήματος.

 

          Έχουμε ελέγξει την πρωτόδικη απόφαση έχοντας υπ’ όψιν τις προαναφερθείσες αρχές. Δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα ή υπέρβαση εξουσίας. Έχουμε την άποψη ότι η συνολική εικόνα της μαρτυρίας έτεινε ακριβώς κατά λογική προέκταση να συνδέσει τους Καθ’ ων 1, 4, 5 και 6 με τα αδικήματα και ότι η κράτηση τους ήταν επιβεβλημένη. Υπενθυμίζουμε ότι στις περιπτώσεις συνωμοσίας ο εντοπισμός των συνεργών και των λεπτομερειών του αδικήματος, είναι στοιχεία πάρα πολύ σχετικά με τη διερεύνηση του αδικήματος (βλ. Stamataris, ανωτέρω).

 

          Υπενθυμίζοντας ότι ο λόγος έφεσης 3 είχε αποσυρθεί κατά τις αγορεύσεις ενώπιον μας, κρίνουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και απορρίπτονται επίσης.

 

          Στη βάση όλων των ανωτέρω οι εφέσεις κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο