ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ.: 111/2024,

112/2024

 

14 Μαΐου 2024

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

(Ποινική Έφεση Αρ.: 111/2024)

 

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

                   

(Ποινική Έφεση Αρ.: 112/2024)

 

CHALIL CHAMOUNT

Εφεσείων

v

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑--------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Β. Ακάμας με Κ. Ιωάννου (κα) για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 111/2024

Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην 112/2024

Α. Μιχαήλ (κα) με Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: H απόφαση μας είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από τον Πική Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Οι δυο εφέσεις στρέφονται εναντίον της ανανέωσης προσωποκράτησης των Εφεσειόντων (εφεξής «Εφεσείοντες 1 και 2» όπου απαιτείται) η οποία διατάχθηκε στις 7.5.2024, κατόπιν αίτησης της αστυνομίας προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Εναντίον των Εφεσειόντων διερευνώνται αδικήματα σχετιζόμενα με απόπειρα φόνου η οποία διαπράχθηκε στις 23.4.2024, ήτοι συνωμοσία για φόνο, απόπειρα φόνου, παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου, παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών, συμμετοχής και επιδίωξης κοινού σκοπού, και κλοπής περιουσίας. Το αρχικό διάταγμα προσωποκράτησης ημερομηνίας 28.4.2024, εφεσιβλήθηκε από τους Εφεσείοντες  και άλλους υπόπτους τους οποίους αφορούσε. Η έφεση εκείνη απορρίφθηκε με απόφαση μας ημερομηνίας 2.5.2024, στην οποία αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια για σύνδεση των Εφεσειόντων με τα υπό εξέταση αδικήματα, το διάταγμα προσωποκράτησης εκδόθηκε με γνώμονα τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές και δεν συνέτρεχε λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το διάταγμα ανανέωσης προσωποκράτησης προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης από τον Εφεσείοντα 1 και τρεις λόγους Έφεσης από τον Εφεσείοντα 2, στους οποίους συνοπτικά προβάλλονται οι ακόλουθες θέσεις:

 

Εφεσείων 1

 

(α) To διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από την έκδοση του αρχικού διατάγματος κράτησης δεν αξιοποιήθηκε δεόντως από την αστυνομία επειδή δεν του λήφθηκε κατάθεση από την αστυνομία για τα υπό διερεύνηση αδικήματα (πρώτος λόγος έφεσης).

 

(β) Το αίτημα ανανέωσης προσωποκράτησης εμφορείτο από αλλότρια κίνητρα και ήταν προϊόν κατάχρησης της διαδικασίας (δεύτερος λόγος έφεσης). Τούτο στηρίζεται (i) στα όσα αναφέρονται στον πρώτο λόγο έφεσης, (ii) σε διαφορές ως προς τον ρόλο του πρώτου Εφεσείοντος και άλλων υπόπτων στη φερόμενη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, οι οποίες εντοπίζονται μεταξύ της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αρχικής αίτησης προσωποκράτησης αφενός και της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης για ανανέωση της προσωποκράτησης αφετέρου, με αποτέλεσμα το στοιχείο της εύλογης υπόνοιας να έχει κλονιστεί σε σημαντικό βαθμό. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στα όσα η δεύτερη ένορκη δήλωση αποκαλύπτει σχετικά με τον 7ο ύποπτο, νυν κατάδικο στις Κεντρικές Φυλακές, ο οποίος φέρεται να έχει επίσης οργανωτικό ρόλο στη διάπραξη του εγκλήματος, εφόσον αυτός ανέθεσε αρχικά στον 5ο ύποπτο να εκτελέσει τη δολοφονία, αλλά λόγω του ότι αυτός φοβήθηκε να τον πυροβολήσει, δόθηκαν οδηγίες από τον 3ο ύποπτο στον 6ο ύποπτο να εκτελέσει τη δολοφονία, ενώ ο 5ος ύποπτος εκτελούσε χρέη «τσιλιαδόρου». Δεν υπήρχε μαρτυρία για τον 7ο ύποπτο στο πρώτο αίτημα προσωποκράτησης, ενώ σύμφωνα με την τότε πληροφόρηση της αστυνομίας, ο πρώτος Εφεσείων είχε αναθέσει στον 5ο ύποπτο (νυν 3ο ύποπτο) την ανεύρεση των εκτελεστών του δολοφονικού σχεδίου. (iii) Η μαρτυρία της αστυνομίας στη δεύτερη ένορκη δήλωση αναφέρει ότι ο 5ος και ο 6ος ύποπτος απέκρυπταν στο σπίτι που διέμεναν ένα πιστόλι το οποίο ανήκει στον 7ο ύποπτο. Επί τούτου ο συνήγορος του πρώτου Εφεσείοντος εισηγείται ότι αντεξεταζόμενος ο ενόρκως δηλών δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει εάν το συγκεκριμένο πιστόλι χρησιμοποιήθηκε στην απόπειρα δολοφονίας. Την ίδια θέση υιοθετεί και ο συνήγορος του δευτέρου Εφεσείοντος. Επειδή δε στη δεύτερη ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά και σε πληροφορία της αστυνομίας για προηγούμενες φορές που οι 5ος, 6ος και 8ος ύποπτος έστησαν καρτέρι για να δολοφονήσουν τον παραπονούμενο, ο Εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει για ποια από τις τρεις απόπειρες φόνου θεωρείται ύποπτος, το οποίο δεν ελήφθη καθόλου υπόψη στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (iv) Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι αποστερήθηκε της ευκαιρίας να αντεξετάσει και να αμφισβητήσει τον μάρτυρα της αστυνομίας για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας.

 

(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής καθότι προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του αστυνομικού οργάνου με αποτέλεσμα να μην εξετάσει δεόντως τις εισηγήσεις για αλλότρια κίνητρα και κατάχρηση της διαδικασίας (τρίτος λόγος έφεσης).

 

(δ) Αναιτιολόγητα και εσφαλμένα εκδόθηκε διάταγμα ανανέωσης προσωποκράτησης 8 ημερών χωρίς το αστυνομικό όργανο να εξειδικεύσει ποιες από τις 50 υπολειπόμενες καταθέσεις σχετίζονται με τον Εφεσείοντα 1 (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Εφεσείων 2

 

(α) Το διάταγμα ανανέωσης προσωποκράτησης πάσχει λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών και ανεπαρκούς αιτιολογίας (πρώτος λόγος έφεσης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποτίμησε δεόντως τα ενώπιον του δεδομένα. Ενώ το μοναδικό στοιχείο μαρτυρίας το οποίο αντιμετώπιζε ο Εφεσείων 2 ήταν το γεύμα του με τον Εφεσείοντα 1 και άλλα δυο πρόσωπα το μεσημέρι μετά την απόπειρα δολοφονίας, αυτός δεν ερωτήθη περί τούτου στην ανακριτική κατάθεση που του ελήφθη, ενώ χωρίς επαρκή δικαιολογία λήφθηκε κατάθεση από μόνο ένα εκ των δυο άλλων προσώπων τα οποία συμμετείχαν στο γεύμα. Γενικά εισηγείται ότι δεν αξιοποιήθηκε δεόντως από την αστυνομία το χρονικό διάστημα των 8 ημερών για τη λήψη καταθέσεων. Περί ανεπαρκούς αιτιολογίας προβάλλεται η θέση ότι ακολουθώντας επιφανειακή προσέγγιση το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε όλες τις εισηγήσεις του συνηγόρου του. Υπέπεσε δε σε σφάλμα αρχής προβαίνοντας σε αξιολόγηση του μάρτυρα της αστυνομίας.

 

(β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως δεδομένη την εύλογη υποψία σύνδεσης του δεύτερου Εφεσείοντος με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, μη εξετάζοντας τα όσα επί του προκειμένου ηγέρθηκαν (δεύτερος λόγος έφεσης), κυρίως ότι το στοιχείο της εύλογης υποψίας έχει ουσιαστικά εξασθενήσει με τα νέα δεδομένα τα οποία προέκυψαν ως προς τον διαφορετικό ρόλο μερικών εκ των υπόπτων στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη νέα μαρτυρία για εμπλοκή του 7ου υπόπτου, η οποία κατ’ ισχυρισμό δεν συνάδει με την εκδοχή εμπλοκής του δευτέρου Εφεσείοντος.

 

(γ) Το χρονικό διάστημα των 8 ημερών για το οποίο εγκρίθηκε η ανανέωση της προσωποκράτησης δεν δικαιολογείτο καθότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε πόσες από τις 50 καταθέσεις τις οποίες θα λάβει η αστυνομία αφορούν τον Εφεσείοντα 2 ενώ πολλές εξ αυτών αφορούν άλλους συλληφθέντες ύποπτους (τρίτος λόγος έφεσης).

 

Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν την ανανέωση προσωποκράτησης:

 

(α) «Ο χρόνος της κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το δε αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται σε κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης» (Stamataris v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107, Πέτρου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679).

 

(β) Εύλογα αναμένεται ότι σε περίπτωση ανανέωσης της κράτησης θα δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες για τη φύση της μαρτυρίας, όχι απαραίτητα το περιεχόμενο της, η οποία τείνει να καταδείξει την εμπλοκή του υπόπτου (Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56).

 

Όπως αποφασίστηκε στην κλασσική υπόθεση Stamataris, ανωτέρω) για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί (i) «ότι οι υπόνοιες της αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους σκοπούς», και (ii) «οι υποψίες είναι εύλογες λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή των αστυνομικών αρχών» (βλ. Χούρη, ανωτέρω). Ο αυστηρός έλεγχος ικανοποίησης των εν λόγω προϋποθέσεων επιβάλλεται από το συνταγματικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου. Η μη επιδίωξη της κράτησης για αλλότριους σκοπούς συναρτάται με το γνήσιο των υπονοιών βάσει των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεση της η αστυνομία (βλ. Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160). Η γνησιότητα των υπονοιών είναι το κριτήριο βάσει του οποίου ελέγχεται κατά πόσο η κράτηση επιδιώκεται για αλλότριους σκοπούς. Κατά την εξέταση αιτήματος προσωποκράτησης «δεν αξιολογείται η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και κατά πόσο αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής». Το ζητούμενο είναι η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας το οποίο εξετάζεται με συνολική αποτίμηση της μαρτυρίας στη διάθεση της αστυνομίας (βλ. Συμιλλίδης, ανωτέρω). Η υπόνοια είναι εύλογη όταν η μαρτυρία τείνει κατά λογική προέκταση να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 375, Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 942, Ζανέττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652, Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.2024, Ιωσήφ κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 104/24 κ.ά., ημερ. 2.5.2024). Η εύλογη υπόνοια πρέπει να υπάρχει σε κάθε στάδιο της αστυνομικής διερεύνησης και σε κάθε αίτηση προσωποκράτησης του υπόπτου (βλ. Stamataris, ανωτέρω).

 

Η Έφεση εναντίον διατάγματος προσωποκράτησης δεν αποτελεί μέσο για επανακρόαση. Ό,τι ελέγχεται είναι το εύλογο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Stamataris, ανωτέρω) Παρέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο σε περίπτωση που «κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα με το επίδικο θέμα ή όπου διαπιστώνεται εκτροπή από την πρωτόδικη διαδικασία» [βλ. Συμιλλίδης (ανωτέρω)]. Πιο πρόσφατα στη Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 267/18, ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B399, επαναλήφθηκαν οι πιο πάνω αρχές. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Οικονόμου Δ.:

 

«Περί διακριτικής ευχέρειας ο λόγος. Σε περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις σωστές αρχές δικαίου και δεν παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα, το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Χουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56). Η έφεση δεν παρέχει το μέσο και δεν αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα τους οποίους εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νοουμένου ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα ορθά πλαίσια.  Παραπέμπουμε συναφώς και στην Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 62/2014, ημερ. 9.4.2014, όπου τονίστηκε πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου», αλλά «όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της».  Δεν είναι όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση εφόσον το κύριο παράπονο του εφεσείοντα - ότι δηλαδή τα αποτελέσματα του ανακριτικού έργου στις 8ήμερες κρατήσεις του εφεσείοντα αποδυνάμωσαν τις υπόνοιες εμπλοκής του στα υπό διερεύνηση αδικήματα - δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν κρίνουμε όμως πρέπον να δώσουμε προέκταση στο ζήτημα καθότι το ανακριτικό έργο συνεχίζεται και οποιαδήποτε αναφορά στις υπό αναφορά δεν είναι επιθυμητή».

 

Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση των λόγων έφεσης. Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τη δικαστική απόφαση και διεξήλθαμε τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας. Έχουμε επίσης λάβει υπόψη τα όσα λέχθηκαν στην ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία. Σημειώνουμε ότι η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με ευθύνη όλων των παραγόντων, ήταν ιδιαίτερα πολύωρη και μακρά τελειώνοντας τις μεταμεσονύχτιες ώρες (1:27 π.μ.) κάτι το οποίο δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις εν όψει της φύσης της διαδικασίας και των νομολογιακών αρχών που διέπουν το συγκεκριμένο ζήτημα (βλ. Δημητριάδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 312, Αγαθοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 7, Τσακαρίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 396, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240).  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το χρονικό διάστημα κράτησης των Εφεσειόντων και άλλων υπόπτων το οποίο παρήλθε κρίνοντας ότι χρησιμοποιήθηκε επαρκώς για το ανακριτικό έργο. Πέραν της λήψης 35 επιπρόσθετων καταθέσεων παραλήφθηκαν άλλα 33 κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (πέραν των 20 που παραλήφθηκαν πριν την έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης) τα οποία βρίσκονται στο στάδιο επιθεώρησης και αξιολόγησης. Έχουν επίσης ανακριθεί οι ύποπτοι 2-4, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο δεύτερος Εφεσείων (2ος ύποπτος).

 

Ο συνήγορος του δεύτερου Εφεσείοντος προβαίνει σε συγκριτικό μαθηματικό υπολογισμό του συνολικού αριθμού καταθέσεων (120) οι οποίες λήφθηκαν από την ημερομηνία της απόπειρας φόνου μέχρι την εκπνοή του διατάγματος προσωποκράτησης, (85 καταθέσεις λήφθηκαν πριν το διάταγμα προσωποκράτησης), εισηγούμενος ότι με τους ίδιους ρυθμούς στις επόμενες 8 ημέρες η αστυνομία θα μπορούσε να λάβει πολύ περισσότερο αριθμό καταθέσεων και επομένως δεν αξιοποιήθηκε δεόντως ο χρόνος της κράτησης. Διαφωνούμε με την εν λόγω προσέγγιση και εισήγηση. Ο αριθμός καταθέσεων που δύνανται να ληφθούν από την αστυνομία εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου δεν είναι θέμα συγκριτικού μαθηματικού υπολογισμού. Όπως λέχθηκε στην Πέτρου κ.ά ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679. «Οι μάρτυρες δεν βρίσκονται «στη γραμμή έξω» από το γραφείο του ανακριτή και ο χρόνος εξαρτάται από αριθμό αναρίθμητων παραγόντων, η επίδραση των οποίων δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί με ακρίβεια εκ των προτέρων». Πέραν τούτου η αξιοποίηση του χρόνου της κράτησης αφορούσε την ανάκριση των εν λόγω υπόπτων, τον εντοπισμό και συλλογή 33 κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης τα οποία αξιοποιούντο  ταυτόχρονα, τη συλλογή περαιτέρω πληροφοριών για τη διάπραξη του εγκλήματος και την αναζήτηση τεκμηρίων.

 

Το ότι δεν λήφθηκε μέχρι στιγμής ανακριτική κατάθεση από τον πρώτο Εφεσείοντα (1ος ύποπτος) και άλλους ύποπτους (5ον και 6ον), δεν εξυπακούει ότι δεν αξιοποιήθηκε στο ακέραιο από την αστυνομία ο χρόνος της κράτησης. Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι ο μάρτυρας της αστυνομίας «εξήγησε με πειστικό τρόπο ότι σκοπεύουν να τους λάβουν κατάθεση σε μεταγενέστερο στάδιο, ώστε κατά την ενέργεια αυτή, να τους τεθούν και τα δεδομένα που θα προκύπτουν από την συλλεχθείσα μαρτυρία», διαπιστώνοντας ότι η μη λήψη κατάθεσης από τον Εφεσείοντα 1 δεν καταδεικνύει υπό τις περιστάσεις τη μη αξιοποίηση του χρόνου κράτησης ή την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων στο αίτημα ανανέωσης της προσωποκράτησης.

 

Είναι αυτονόητο ότι εκεί όπου η αστυνομική διερεύνηση αφορά ενέργειες ατόμων στο πλαίσιο συνωμοτικού σχεδίου, η αξιοποίηση του χρόνου κράτησης δεν κρίνεται αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο. Αναλόγως του ρόλου και εμπλοκής του κάθε ύποπτου πολλές φορές χρειάζεται η εξακρίβωση γεγονότων κατά την αστυνομική διερεύνηση πριν τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης. Αυτός είναι ο λόγος που σύμφωνα με τον μάρτυρα της αστυνομίας δεν λήφθηκε ακόμη ανακριτική κατάθεση από τον πρώτο Εφεσείοντα. Ούτε η λήψη ανακριτικής κατάθεσης από ύποπτο εναντίον του οποίου διερευνάται υπόθεση συνωμοσίας τείνουσα να καταδείξει την εμπλοκή του, εξυπακούει τη μη ανανέωση του διατάγματος κράτησης εναντίον του σε περίπτωση που υπολείπεται ανακριτικό έργο προς εξακρίβωση των γεγονότων διάπραξης του εγκλήματος. Όπως λέχθηκε στη Stamataris (ανωτέρω)):

 

«The argument here is that, inasmuch as appellant 1 had made a statement which, judged with other evidence collected by the Police, tended to establish his complicity, if any, in the crime, it was impermissible for the Police Authorities to ask for the prolongation of his detention for the purpose of unravelling the case in its entirety. The investigation into the commission of a crime is not completed when its nature is established, nor does the process of investigation come to an end vis-a-vis any participant in the crime when his complicity becomes apparent or certain. The circumstances under which the crime was committed entailing discovery of the culprits as well, may cast a wholly different complexion of the nature of the crime. And, in the case of conspiracy, bearing in mind the definition of the crime supplied by s.371 of the Criminal Code - Cap. 154, identification of the participants to the crime and details thereto are facts highly relevant to the investigation of the crime. In our judgment, the argument pressed on behalf of appellant 1 is misconceived. The process of investigation of the crime of conspiracy is not completed before the participants are identified and the details established».

 

Τη σημασία του εντοπισμού των συνεργών και των λεπτομερειών των αδικημάτων, με παραπομπή στην πιο πάνω νομολογία, είχαμε τονίσει πρόσφατα στην Ιωσήφ κ.ά. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω). Ο συνήγορος του πρώτου Εφεσείοντος αναφέρθηκε προς υποστήριξη της θέσης του στην υπόθεση Tsirides v. The Police (1973) 2 C.L.R. 204, όπου ένας εκ των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε το διάταγμα ανανέωσης προσωποκράτησης του εφεσείοντος ήταν η μη λήψη κατάθεσης από τον ίδιο κατά την περίοδο των τριών ημερών που τελούσε υπό κράτηση. Εναντίον του διερευνάτο υπόθεση συνωμοσίας για χρήση ένοπλης βίας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπολειπόταν η λήψη πέραν των 200 καταθέσεων από όλη την Κύπρο σε σχέση με τον εφεσείοντα και άλλα 23 άτομα τα οποία συνελήφθησαν την ίδια ημέρα. Στην απόφαση αναφέρεται για την αστυνομία «…had they taken statement from him during that time they might possibly have completed their investigations as far as he was concerned before the expiry of the first remand …”.

 

Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Είναι προφανές από την ένορκη δήλωση του αστυνομικού οργάνου ότι υπολείπεται σημαντικό έργο προς ολοκλήρωση των αστυνομικών ερευνών, οι οποίες αφορούν άμεσα τον πρώτο Εφεσείοντα εν όψει του βασικού ρόλου τον οποίο φέρεται να έχει διαδραματίσει στην απόπειρα φόνου. Υπολείπεται δε ο εντοπισμός σημαντικών τεκμηρίων, όπως είναι κομμάτια του πιστολιού το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη απόπειρα φόνου, τα οποία διασκορπίστηκαν σε τρεις Επαρχίες (αφού πρώτα τεμαχίστηκε με σμιρίλιο) και μέχρι στιγμής ανευρέθηκε μόνο η γεμιστήρας, καθώς και ο εντοπισμός και σύλληψη άλλου εμπλεκομένου προσώπου. Αναζητούνται επίσης κομμάτια από την μοτοσυκλέτα η οποία χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση του εγκλήματος και στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκε, και αριθμός άλλων τεκμηρίων. Ο κίνδυνος επηρεασμού του ανακριτικού έργου ήταν επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο ορθώς δεν αφέθηκαν ελεύθεροι οι Εφεσείοντες από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Σχετικά με τον δεύτερο Εφεσείοντα για τον οποίο προβάλλεται η συναφής θέση ότι δεν αξιοποιήθηκε καταλλήλως ο χρόνος κράτησης επειδή κατά την ανάκριση δεν ερωτήθη περί της συμμετοχής του σε γεύμα με τον πρώτο Εφεσείοντα μετά την απόπειρα φόνου, το οποίο κατά τον συνήγορο του είναι το μοναδικό στοιχείο μαρτυρίας εναντίον του, παρατηρούμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται ότι θα του ληφθεί εκ νέου κατάθεση όπως και για τους ύποπτους 3 και 4, στη βάση μαρτυρίας που προέκυψε. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του αστυνομικού οργάνου σχετικά με το γεύμα αναμένεται από τα διατάγματα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων «να διαπιστωθεί σε ποιο χρονικό πλαίσιο διευθετήθηκε η συνάντηση από τις μεταξύ τους κλήσεις».

 

Τονίζεται ότι από την συλλεγείσα μαρτυρία, η οποία καταγράφεται στην ένορκη δήλωση της αστυνομίας, η συνάντηση για γεύμα δεν είναι η μοναδική μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντος 2. Πρόσθετα αναφέρεται ότι είναι στενός συνεργάτης του Εφεσείοντος 1 και το πρόσωπο το οποίο έδωσε εντολή στον 4ο ύποπτο να τους προμηθεύσει με όπλο μέσω της Πύλας για τη δολοφονία του παραπονούμενου. Από έρευνες της αστυνομίας στην κατοχή του 4ου ύποπτου ανευρέθηκε κενό κουτί σφαιρών διαμετρήματος 9mm «όπως και το διαμέτρημα της σφαίρας που έπληξε τον παραπονούμενο». H διαπίστωση αυτή και η συσχέτιση με το αρχικώς ευρεθέν άδειο κουτί με τις σφαίρες, αποτελεί νέο στοιχείο μαρτυρίας η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια της κράτησης, ενισχύοντας τις υποψίες κατά του δευτέρου Εφεσείοντος. Επομένως ούτε το μέρος αυτό της έφεσης του δεύτερου Εφεσείοντος ευσταθεί.

 

Οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι η ανανέωση της κράτησης για περίοδο 8 ημερών δεν ήταν ευλόγως αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, καθότι δεν εξειδικεύτηκε πόσες από τις 50 υπολειπόμενες καταθέσεις θα λαμβάνονταν από το περιβάλλον του κάθε ύποπτου. Με κάθε σεβασμό η εν λόγω εισήγηση στερείται ερείσματος. Όπως τονίζεται ανωτέρω εκεί όπου διερευνάται εγκληματική ενέργεια βάσει συνωμοτικού σχεδίου με διαφορετική εμπλοκή του κάθε υπόπτου, το έργο της αστυνομικής διερεύνησης και του αναγκαίου χρόνου κράτησης, δεν εξετάζεται αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο. Επιπρόσθετα των 50 καταθέσεων, παραλήφθηκαν συνολικά 53 κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης τα οποία αξιολογούνται ενώ αναμένεται να παραληφθούν ακόμη 10 κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης και γίνονται εξετάσεις προς εντοπισμό άλλων, με σκοπό να εξακριβωθεί η σύνδεση των υπόπτων και οι κινήσεις τους πριν, κατά και μετά την απόπειρα φόνου, ενώ αναζητούνται επιπλέον τεκμήρια και καταζητείται ύποπτος.

 

Σε σχέση με το θέμα της εύλογης υπόνοιας, είναι η βασική θέση των Εφεσειόντων ότι το θεμέλιο της εύλογης υπόνοιας έχει καταρρεύσει στον μέγιστο βαθμό, με αποτέλεσμα το αίτημα για ανανέωση της κράτησης να έγινε καταχρηστικά για αλλότριους σκοπούς. Εισηγούνται επίσης ότι εσφαλμένα η εύλογη υπόνοια ανάμειξης των Εφεσειόντων στα υπό διερεύνηση αδικήματα θεωρήθηκε ως δεδομένη, χωρίς να επανεξεταστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως των νέων δεδομένων που προέκυπταν από τη δεύτερη ένορκη δήλωση της αστυνομίας. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία στην ύπαρξη εύλογης υπόνοιας κρίνοντας ότι αυτή προέκυπτε από την ενώπιον του μαρτυρία. Στον βαθμό δε που η μαρτυρία αποτελούσε επανάληψη των όσων τέθηκαν στην πρώτη αίτηση προσωποκράτησης αυτή ήδη κρίθηκε από το Εφετείο ως αποκαλύπτουσα εύλογη υπόνοια. Σε ό,τι αφορά τη διαφοροποίηση της εικόνας την οποία είχε η αστυνομία για τον ρόλο και εμπλοκή των υπόπτων στην απόπειρα φόνου, ως αυτή προκύπτει από την αίτηση ανανέωσης προσωποκράτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τούτη κρίνεται επαρκής για να καταλήξει στην επιπρόσθετη κρίση ότι η συνολική μαρτυρία «τείνει να καταδείξει με περισσότερη λεπτομέρεια την εμπλοκή της όλης ομάδας στα υπό διερεύνηση αδικήματα».

 

Δεν θεωρούμε σκόπιμο να καταγράψουμε με λεπτομέρεια στο στάδιο αυτό όλες τις διαφορές μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ένορκης δήλωσης του αστυνομικού οργάνου σε ό,τι αφορά την ανάθεση ρόλων μεταξύ των υπόπτων στην εκτέλεση του εγκλήματος. Οι κύριες διαφορές έχουν ήδη εκτεθεί κατά τη συνοπτική παράθεση των λόγων έφεσης. Αρκεί να τονίσουμε ότι δεν φαίνεται με κανένα τρόπο να έχει πληγεί ή εξουδετερωθεί ή ύπαρξη εύλογης υπόνοιας εναντίον των Εφεσειόντων. Τουναντίον ενισχύθηκε. Στην εύλογη υπόνοια εναντίον του δεύτερου Εφεσείοντος έχουμε ήδη αναφερθεί.

 

Όσον αφορά την εύλογη υπόνοια εναντίον του πρώτου Εφεσείοντος, αυτή προκύπτει από τα ακόλουθα στην ένορκη δήλωση του αστυνομικού οργάνου: (α) «γραπτές μαρτυρίες ότι ήρθε σε ρήξη με τον παραπονούμενο και απείλησε ο ένας τον άλλο ότι θα τον σκοτώσει», (β) «αμέσως μετά την απόπειρα φόνου ήταν σε εστιατόριο για φαγητό με τον ύποπτο 2 και άλλα πρόσωπα», (γ) «γραπτή μαρτυρία ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ύποπτο 6 μέσω του τηλεφώνου του υπόπτου 3 του έδωσε συγχαρητήρια για τους πυροβολισμούς», (δ) γραπτή μαρτυρία ότι έστειλε ως αμοιβή 10.000 στον 6ο ύποπτο, ότι τα χρήματα τα οποία παρέδωσε ο 3ος ύποπτος, και ότι κάθε θα έδινε στον 6ο ύποπτο, €1.500 τον μήνα ως μισθό εφ’ όρου ζωής, (ε) «όχημα εγγεγραμμένο στο όνομα του βρέθηκε στην κατοχή του υπόπτου 3, μέσα στο οποίο υπήρχαν 7.000 Ευρώ». (στ) όχημα του οποίου ο ίδιος είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και το οποίο εντοπίστηκε στην οικία του 3ου υπόπτου, εντοπίστηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης σε πρατήριο βενζίνης ESSO όπου έγινε η παράδοση της αμοιβής των €10.000 στον 6ο ύποπτο.

 

Σύμφωνα με την πληροφόρηση της αστυνομίας οι δράστες θα λάμβαναν €20.000 συνολικά αλλά πληρώθηκαν μέχρι στιγμής €10.000 με τη δικαιολογία ότι το θύμα δεν πέθανε και επομένως δεν ολοκλήρωσαν την αποστολή τους.

 

Παρατηρούμε ότι η μαρτυρία που αναφέρεται στα στοιχεία (γ), (δ) και (στ) ανωτέρω, δεν υπήρχε κατά την αρχική αίτηση προσωποκράτησης, ενισχύοντας πλέον έτι περαιτέρω την εύλογη υπόνοια εναντίον του πρώτου Εφεσείοντος. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, μεγάλη έμφαση δίνεται από τους συνηγόρους των Εφεσειόντων στο ότι στην ένορκη δήλωση ανανέωσης της προσωποκράτησης εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο, ο ύποπτος 7, νυν κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές, ο οποίος φέρεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της απόπειρας δολοφονίας.  Τα όσα όμως αναφέρονται σχετικώς για τον 7ο ύποπτο δεν μεταβάλλουν την εύλογη υπόνοια για ανάμειξη του πρώτου Εφεσείοντος στην απόπειρα φόνου, ως ανωτέρω καταγράφεται.

 

Δεν συμφωνούμε επίσης με την εισήγηση των συνηγόρων των Εφεσειόντων ότι στη μαρτυρία του αστυνομικού οργάνου δεν διευκρινίστηκε εάν πρόκειται για το ίδιο ή διαφορετικό πιστόλι που χρησιμοποιήθηκε στην απόπειρα δολοφονίας. Επί τούτου το αστυνομικό όργανο ερωτήθηκε ειδικά κατά την αντεξέταση και διευκρίνισε ότι πρόκειται για διαφορετικό πιστόλι.

 

Άλλη εισήγηση του συνηγόρου του πρώτου Εφεσείοντος 1 είναι ότι επειδή σύμφωνα με τις πληροφορίες της Αστυνομίας, ο 8ος ύποπτος δεν ήταν η πρώτη φορά που μαζί με τους υπόπτους 5 και 6 ήταν σε καρτέρι για να δολοφονήσουν τον παραπονούμενο, ο πρώτος Εφεσείων δεν είναι σε θέση να γνωρίζει για ποια από τις τρεις απόπειρες φόνου τελεί υπό κράτηση. Με κάθε σεβασμό η εν λόγω εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία του αστυνομικού οργάνου από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι εναντίον του Εφεσείοντος διερευνάται η υπόθεση απόπειρας δολοφονίας του παραπονούμενου διαπραχθείσα την 23.4.2024.

 

Ο συνήγορος του πρώτου Εφεσείοντος ισχυρίζεται ότι αποστερήθηκε της ευκαιρίας να αντεξετάσει το αστυνομικό όργανο επί της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, υπό το φως των νέων δεδομένων που προέκυπταν από την ένορκη του δήλωση. Με κάθε σεβασμό το αντίθετο προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας. Ερωτηθείς από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο των αγορεύσεων ο συνήγορος του Εφεσείοντος ανέφερε ότι δεν αντεξέτασε για το θέμα της εύλογης υπόνοιας διότι η εύλογη θεωρείται ότι δεν εξετάζεται, συμφωνώντας με το Δικαστήριο ότι δεν στερήθηκε του δικαιώματος αντεξέτασης. Επισημαίνουμε ότι το θέμα της εύλογης υπόνοιας κρίνεται αντικειμενικά από το Δικαστήριο με βάση τα ενώπιον του γεγονότα. Μεγάλο δε μέρος της αντεξέτασης του αστυνομικού οργάνου αναλώθηκε στις διαφορές μεταξύ των γεγονότων της πρώτης και δεύτερης ένορκης δήλωσης με σκοπό να καταδειχθεί, ως είναι η θέση των συνηγόρων, ότι όχι μόνο το βάθρο της εύλογης υπόνοιας έχει κλονιστεί ουσιωδώς, αλλά και ότι η υπόνοια κατά των Εφεσειόντων δεν ήταν γνήσια και ειλικρινής, και η κράτηση επιδιωκόταν για αλλότριους σκοπούς.

 

Σε ό,τι αφορά την εισήγηση περί αναιτιολόγητης απόφασης και επιφανειακής προσέγγισης διαφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως τις εισηγήσεις των συνηγόρων των Εφεσειόντων λαμβάνοντας υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα για την ανανέωση της προσωποκράτησης. Δεν παραγνωρίζουμε ότι θα μπορούσαν να είχαν επισημανθεί πιο εξειδικευμένα κάποια επιπλέον στοιχεία μαρτυρίας τα οποία είχαν εξασφαλιστεί κατά την περίοδο κράτησης. Αντιλαμβανόμαστε όμως ότι, ως εξηγεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προέβη σε τέτοια ειδική παράθεση για τον κάθε ύποπτο επειδή δεν αμφισβητήθηκε ότι είχαν εξασφαλιστεί τέτοια στοιχεία.

 

Τέλος προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε αξιολόγηση του αστυνομικού οργάνου καταλήγοντας ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι «οι προθέσεις της ανακριτικής ομάδας και κατ’ επέκταση της Αστυνομίας ως προς την προώθηση του υπό κρίση αιτήματος είναι γνήσιες και ειλικρινείς». Εισηγούνται οι συνήγοροι των Εφεσειόντων ότι η εν λόγω αξιολόγηση επισφράγισε «την κατάληξη Αίτησης εν σχέσει με τη θέση του Εφεσείοντα (όπως εξηγείται στον 2ο Λόγο Έφεσης) περί κατάχρησης διαδικασίας από την Αστυνομία και/ ή ότι η Αστυνομία προωθούσε την Αίτηση έχοντας αλλότρια κίνητρα, δηλαδή την κράτηση του Εφεσείοντα για το σκοπό εξεύρεσης μαρτυρίας εναντίον του» Στην υπόθεση Χούρη ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:

 

«Η εκτίμηση των γεγονότων ανάγεται στην κρίση του Δικαστή. Δεν είναι έργο του όμως να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Το αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης είναι η εξακρίβωση της γνησιότητας και το εύλογο των υπονοιών των αστυνομικών Αρχών για συμμετοχή ή σύμπραξη του υπόπτου στη διάπραξη του εγκλήματος».

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας επί συγκρουόμενων εκδοχών γεγονότων. Η μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του από τον μάρτυρα της Αστυνομίας δεν έτυχε ουσιαστικής αμφισβήτησης. Πολλές δε εκ των εισηγήσεων των συνηγόρων των Εφεσειόντων πρωτοδίκως και ενώπιον μας στηρίζονται στη μαρτυρία του. Ναι μεν ήταν σφάλμα η αξιολόγηση του μάρτυρα, αλλά τούτο δεν επέδρασε ουσιωδώς στην εξέταση των θέσεων και ισχυρισμών των Εφεσειόντων περί κατάχρησης της διαδικασίας και ύπαρξης αλλότριων κινήτρων της αστυνομίας, οι οποίοι εξετάστηκαν αντικειμενικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αρνητική κατάληξη. Τούτο έγινε βάσει της τεθείσας μαρτυρίας εκ της οποίας προέκυπτε ότι οι υπόνοιες της αστυνομίας ήταν γνήσιες, ειλικρινείς και εύλογες. Ορθώς δε αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι η μερική μεταβολή της αρχικής εικόνας την οποία είχε η Αστυνομία σε σχέση την εμπλοκή και ρόλο ορισμένων εκ των υπόπτων, «δεικνύει του λόγου το αληθές ως προς το γνήσιο και ειλικρινές των προθέσεων της Αστυνομίας και όχι ότι τούτες περιβάλλονται από αλλότρια κίνητρα, ως οι συνήγοροι των καθ’ ών η Αίτηση εισηγούνται».

 

Υπό το φως των ανωτέρω δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε εύλογα εντός του ορθού νομικού πλαισίου. Ως εκ τούτου οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο