ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 113/2024)

 

14 Μαΐου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

EMIL MIHAI ALBU

Εφεσείων

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑---------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα

Α. Μιχαήλ (κα) με Σ. Μιχαήλ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 7.5.2024 με την οποία διατάχθηκε η οκταήμερη κράτηση, μεταξύ άλλων, του Εφεσείοντος προς τον σκοπό συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου σε σχέση με αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσίας για φόνο, απόπειρας φόνου και κλοπής περιουσίας. Για σκοπούς πληρότητας, αναφέρουμε ότι η απόπειρα φόνου εναντίον του παραπονούμενου έλαβε χώρα στις 23.4.2024 και στις 27.4.2024 προσήχθησαν ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας εννέα άτομα για σκοπούς προσωποκράτησης, μεταξύ αυτών και ο εδώ Εφεσείων. Με απόφαση ημερ. 28.4.2024 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για οκταήμερη κράτηση έξι ατόμων και απέρριψε την αίτηση για άλλα τρία άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Εφεσείων (εκεί Ύποπτος αρ. 8). Η απόφαση εφεσιβλήθηκε και επικυρώθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία (βλ. Ιωσήφ κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 104/24 κ.ά., ημερ. 2.5.2024).

 

        Ο Εφεσείων επανασυνελήφθη στις 5.5.2024 και προσήχθη ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας στις 6.5.2024 όπου με απόφαση ημερ. 7.5.2024 διατάχθηκε η οκταήμερη προφυλάκιση του. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο Εφεσείων, όπως τελικά διαμορφώθηκε η θέση του, με πέντε Λόγους Έφεσης, οι οποίοι αφορούν στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε σε μαρτυρία ληφθείσα κατά παραβίαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος (Λόγος Έφεσης 1), σε κατ’ ισχυρισμό αντινομική αξιολόγηση της μαρτυρίας και εσφαλμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ότι δεν είχαν αμφισβητηθεί οι ισχυρισμοί του μάρτυρα (Λόγοι Έφεσης 2 και 4), στο ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον της πλευράς του Εφεσείοντος το μαρτυρικό υλικό (Λόγος Έφεσης 3) και στο ότι δεν προέκυπτε εύλογη υπόνοια σε σχέση με τον Εφεσείοντα (Λόγος Έφεσης 5).

 

        Τις αρχές που διέπουν την εξέταση αιτημάτων προφυλάκισης αναλύσαμε πρόσφατα στην Ιωσήφ κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 104/24 κ.ά., ημερ. 2.5.2024. Επαναλαμβάνουμε ότι για να εγκριθεί διάταγμα προσωποκράτησης θα πρέπει να καταδειχθεί: (i) Ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα, (ii) Ότι η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του, (iii) Ότι οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και (iv) Ότι η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων (βλ. και Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.2024, Αριστοδήμου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 667 και Ζανέττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652).

 

        Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους σκοπούς, καθώς και ότι οι υποψίες αυτές είναι εύλογες έχοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση των αστυνομικών αρχών. Όπως εξηγήθηκε στην Stamataris v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107 οι υπόνοιες είναι εύλογες εφόσον πηγάζουν από τα στοιχεία που έχει στη διάθεση της η Αστυνομία και δικαιολογούνται από αυτά. Στη Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 καταγράφονται τα εξής:

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

 

Διαφωνούμε με την εισήγηση ότι στοιχεία, μη συμπερασματικά αφεαυτών, για τη δημιουργία εύλογης υπόνοιας ενέχουν μηδενική αξία. Εφόσον τα στοιχεία σχετίζονται με την έρευνα μπορεί να συνυπολογισθούν και να συνεκτιμηθούν με άλλα, σχετικά προς το ίδιο αντικείμενο στοιχεία, και αθροιστικά αποτιμούμενα να οδηγήσουν σε συμπεράσματα στα οποία δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν απομονωμένα».

 

        Στη Ζανέττου (πιο πάνω) λέχθηκε ότι κριτής του εύλογου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της Αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου, ενώ παρέμβαση από το Εφετείο χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

        Θέση του Εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την προσωποκράτηση του, βασιζόμενο αποκλειστικά και ή εν μέρει σε μαρτυρία που λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος. Τη θέση αυτή ο ευπαίδευτος συνήγορος στήριξε στο ότι δεν είχε εκδοθεί διάταγμα για λήψη φωτογραφιών που υπήρχαν στο κινητό τηλέφωνο του Εφεσείοντος, καθώς και στο ότι ο αριθμός κλήσης του 6ου Υπόπτου βρισκόταν καταχωρημένος στις επαφές του Εφεσείοντος. Προς υποστήριξη της εισήγησης του παρέπεμψε στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην Nikolova v. Bulgaria, Αίτηση αρ. 31195/96, ημερ. 25.3.1999. Μελέτη της απόφασης αυτής, όμως, οδηγεί στο ότι, παρά την αναφορά σε «detention on remand», αφορούσε περίπτωση όπου η αιτήτρια είχε ήδη κατηγορηθεί και είχαν ήδη εγερθεί ποινικές διαδικασίες εναντίον της, η δε κράτηση της είχε κριθεί επί της σοβαρότητας των αδικημάτων που αντιμετώπιζε και είχε ήδη υπόψη της τη μαρτυρία που υπήρχε εναντίον της. Πρόκειται, συνεπώς, για διαφορετικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας αλλά και για απόφαση επί διαφορετικού συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης όπου ο αστυνομικός ανακριτής ή ο κατήγορος έχουν εξουσία να αποφασίσουν την κράτηση κατηγορούμενου προσώπου («accused»). Το δε επίδικο θέμα στην πιο πάνω απόφαση αφορούσε ακριβώς το κατά πόσον ο ανακριτής που αποφάσισε την κράτηση της αιτήτριας ήταν πρόσωπο επαρκώς ανεξάρτητο από την κατηγορούσα αρχή. Ακολουθεί πως η απόφαση Nikolova δεν μπορεί να υποστηρίξει την εισήγηση του Εφεσείοντος.

 

        Στο στάδιο εξέτασης αίτησης προφυλάκισης η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στο κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση του διατάγματος ως αυτές παρατίθενται πιο πάνω. Δεν είναι το στάδιο στο οποίο το Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσον οποιαδήποτε μαρτυρία έχει ληφθεί παράνομα ή είναι τέτοιας φύσης που να μπορεί να τεθεί ενώπιον Δικαστηρίου που τυχόν θα εκδικάσει την ουσία της υπόθεσης στο μέλλον, αν και εφόσον τέτοια υπόθεση καταχωριστεί. Η μαρτυρία που έχει στη διάθεση της η Αστυνομία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου από εκπρόσωπο της ώστε να καταδειχθεί η διάπραξη αδικήματος και η εύλογη υποψία σύνδεσης του υπόπτου με αυτό, και όχι για να κριθεί η αποδεικτική της αξία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξετάσει κατά πόσο τα προαναφερόμενα στοιχεία λήφθηκαν χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση και επίδοση Δικαστικού διατάγματος, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα.

 

        Ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης 2 και 4

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αναφορά του ότι «…οι σχετικοί ισχυρισμοί του μάρτυρα δεν τέθηκαν, επί της ουσίας τους, εν αμφιβόλω…» κατέγραφε ουσιαστικά ότι από πλευράς Εφεσείοντος  δεν είχε αμφισβητηθεί ο μάρτυρας, ενώ στην πραγματικότητα είχε γίνει το αντίθετο. Μελέτη της απόφασης σε συνάρτηση με τα πρακτικά, όμως, δεν υποστηρίζει την θέση αυτή του συνηγόρου. Εκείνο στο οποίο αναφέρεται το Δικαστήριο είναι στο τι τέθηκε ενώπιον του από πλευράς Αστυνομίας σε σχέση με  την πιθανότητα εμπλοκής του Εφεσείοντος στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η αντεξέταση του ευπαιδεύτου συνηγόρου, όπως καταγράφεται στις σελίδες των πρακτικών στις οποίες ο ίδιος παρέπεμψε, εστιάστηκε στη δύναμη της αναφερθείσας μαρτυρίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του αναφορικά με την πιθανότητα εμπλοκής των υπόπτων αρκούσαν για σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας. Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 2 δεν ευσταθεί.

 

        Όσον αφορά στον Λόγο Έφεσης 4 και στην εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου περί αντινομικής αξιολόγησης της μαρτυρίας από μέρους του Δικαστηρίου, επαναλαμβάνουμε τις αρχές που αναγράφονται για το θέμα της αξιολόγησης στο πλαίσιο της απόφασης μας, η οποία μόλις απαγγέλθηκε από τον αδελφό Δικαστή Πική, Δ., στην Ιωσήφ κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 111/24, ημερ. 14.5.2024. Παρατηρούμε, όμως, ότι στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε σε μία αναφορά ότι η μαρτυρία του μάρτυρα της Αστυνομίας δεν είχε κλονιστεί, διαπίστωση η οποία, έστω και εκτός του πλαισίου αίτησης προφυλάκισης, δεν φαίνεται να επέδρασε επί οποιασδήποτε άλλης κατάληξης του. Μια τέτοια ατέλεια στη διατύπωση σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια εκτροπή η οποία να καθιστά εσφαλμένη την απόφαση για κράτηση (Ζανέττου, ανωτέρω).

 

        Έπεται πως οι Λόγοι Έφεσης 2 και 4 δεν μπορούν να πετύχουν.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Όπως επεξηγήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον μας, αυτό που προσβάλλει ο Εφεσείοντας με τον τρίτο Λόγο Έφεσης είναι το ότι δεν είχε στην κατοχή του το μαρτυρικό υλικό κατά τον χρόνο που ο συνήγορος του αντεξέταζε τον μάρτυρα ώστε να θίξει την αναξιοπιστία του. Θέση του ήταν ότι θα πρέπει να αλλάξει η νομολογία ούτως ώστε να απαιτείται η παράδοση του μαρτυρικού υλικού και στις διαδικασίες προσωποκράτησης.

 

        Η εισήγηση αυτή αγνοεί την ανάγκη όπως μη παρεμβάλλονται εμπόδια στη διερεύνηση του εγκλήματος από την Αστυνομία. Η αποτελεσματική διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου είναι εξάλλου θεμελιώδης στην εξέταση της ανάγκης για προφυλάκιση υπόπτου ώστε, μεταξύ άλλων, αυτός να μην επηρεάσει τις ανακρίσεις. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο» του Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση, σελ. 78:

 

        «…Οι Αστυνομικές Αρχές πρέπει να θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου υλικό το οποίο δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο ύποπτος ενέχεται στη διάπραξη του εγκλήματος. Όμως η αποκάλυψη πληροφοριών για τον σκοπό αυτόν, δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να παρεμβάλλει εμπόδιο στη διερεύνηση του εγκλήματος. Δεν υποχρεούται η αστυνομία να αποκαλύψει είτε τα ονόματα μαρτύρων είτε άλλο μαρτυρικό υλικό το οποίο εύλογα θα μπορούσε να παρεμβάλει κωλύματα στο ανακριτικό έργο».

 

        Υπενθυμίζουμε σχετικά τη βασική αρχή ότι καταθέσεις εις χείρας της Αστυνομίας δεν παρουσιάζονται ή δημοσιοποιούνται σε αυτό το στάδιο, αφού κάτι τέτοιο είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης (Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 165, Μεζερίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 116).

 

        Θεωρούμε ότι οποιαδήποτε διαφοροποίηση της πιο πάνω αρχής θα ήταν επικίνδυνη. Στις Ανακριτικές Αρχές πρέπει να παρέχεται η ευχέρεια να διερευνήσουν έγκλημα αποτελεσματικά. Τονίζεται ότι η προφυλάκιση ατόμου επιτρέπεται για περιορισμένο χρόνο και αυτό μόνο μετά από δικαστική κρίση για την αναγκαιότητα της, παρέχοντας έτσι τα απαραίτητα εχέγγυα για αποφυγή κατάχρησης από μέρους της Αστυνομίας. Με την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου και την καταχώριση υπόθεσης εναντίον προσώπου, το μαρτυρικό υλικό παραδίδεται πλέον στην Υπεράσπιση. 

 

        Συναφώς δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα και ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον Λόγο Έφεσης αυτόν, ο οποίος προστέθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος ισχυρίζεται ότι δεν προέκυπτε εύλογη υπόνοια εναντίον του Εφεσείοντος σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Τόνισε τη συμπερίληψη από το Δικαστήριο της φράσης «μεταξύ άλλων» στο σημείο που αναφέρεται στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του για τον Εφεσείοντα, με την εισήγηση ότι το Εφετείο καλείται να υποθέσει το ό,τι άλλο οδήγησε στην δημιουργία εύλογης υπόνοιας.

 

        Η απομόνωση της πιο πάνω φράσης, όμως, δεν αποδίδει ορθώς το τι λέχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία προέκυπτε επικοινωνία του Εφεσείοντα με τον Ύποπτο αρ. 6 κατά τη μέρα κλοπής δύο μοτοσυκλετών της μάρκας που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την απόπειρα φόνου και, επιπλέον, από φωτογραφικό υλικό που εξασφαλίστηκε από το κινητό του Εφεσείοντος διαπιστώθηκε η ύπαρξη σε αυτό φωτογραφιών μοτοσυκλετών του ιδίου τύπου με τη μοτοσικλέτα των δραστών της διερευνώμενης απόπειρας. Κατέληξε ότι τα πιο πάνω αρκούσαν για σκοπούς της ενώπιον του διαδικασίας προφυλάκισης και ότι προέκυπτε κρίση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας ανάμειξης ή εμπλοκής του Εφεσείοντος στα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

        Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο να δικαιολογεί την παρέμβαση μας. Ισχύουν εν προκειμένω τα όσα επισημάναμε και στην Ιωσήφ ημερ. 2.5.2024 (πιο πάνω) πως η συνολική εικόνα της μαρτυρίας έτεινε κατά λογική προέκταση να συνδέσει τον Εφεσείοντα με τα αδικήματα.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο