ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2018)

 

 

31 Μαΐου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                         

                        

 

ΚΑΤ’ ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΔΟΛΙΑΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΚΙΝΗΤΑ ΛΤΔ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ Ε7/2013

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΟΛΙΩΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΝ (ΑΚΥΡΩΣΗ) ΝΟΜΟ, ΚΕΦ.62

 

 

ΑΓΝΗ ΚΑΗ

Εφεσείουσα / Καθ' ης η αίτηση 3

και 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΚΙΝΗΤΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητη / Αιτήτρια

 

 

---------------------------

 

Αναστασία Παπαμιχαήλ (κα) και ασκούμενος δικηγόρος Αντρέας Αυξεντίου για A. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Αντρέας Λαός για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 ------------------------------

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Για τέσσερις και πλέον δεκαετίες ο Γεώργιος Καής, καθ’ ου η αίτηση 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ενοικιαστής της εταιρείας Γεώργιος Κωνσταντινίδης Ακίνητα Λτδ, αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία και εφεσίβλητη ενώπιον μας. Η ενοικίαση αφορούσε σε κατάστημα που βρισκόταν επί της Λεωφόρου Μακαρίου Γ’ 31 στη Λευκωσία. Ως προκύπτει από τη μαρτυρία που δόθηκε πρωτόδικα, παρά το μακροχρόνιο της ενοικίασης, η σχέση των προαναφερθέντων διαδίκων ήταν τρικυμιώδης. Υπήρχαν συνεχώς προστριβές και διαφωνίες σε ό,τι αφορά το εκάστοτε καταβαλλόμενο ενοίκιο, αλλά και σε σχέση με κατ’  ισχυρισμό μετατροπές και αλλαγή χρήσης του καταστήματος. Πολλές ήταν οι αιτήσεις που καταχωρήθηκαν κατά καιρούς στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας από πλευράς της αιτήτριας εταιρείας για καθορισμό ενοικίου (Κ18/88, Κ27/90, Κ42/92, Κ38/96, Κ39/99, Κ57/01, Κ56/03, Κ61/05, Κ68/07 και Κ59/09), αλλά και για παράνομες αλλαγές και χρήση του καταστήματος (Κ112/93 και Κ56/12).  Από πολύ παλαιά, και συγκεκριμένα με την Ε223/90, η αιτήτρια επιδίωξε και την έξωση του καθ’ ου η αίτηση 1 λόγω καθυστέρησης καταβολής οφειλόμενών ενοικίων. Τελικώς, σ’ αυτή την υπόθεση επήλθε διευθέτηση δια της εξόφλησης των καθυστερημένων ενοικίων και της συνακόλουθης απόσυρσης της από το Δικαστήριο.       

 

Οι σχέσεις των διαδίκων άντεξαν μέχρι τις 8.1.2013, οπότε και η αιτήτρια καταχώρησε την Ε7/2013 για έξωση του καθ’ ου η αίτηση 1 (μοναδικός καθ’ ου η αίτηση στο στάδιο εκείνο), ισχυριζόμενη ότι αυτός αυθαίρετα σταμάτησε να καταβάλλει ενοίκια από τον Ιούνιο του 2012. Στις 11.11.2013, εκδόθηκε απόφαση από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, δικαιώνοντας την αιτήτρια, δια της έκδοσης (α) διαταγής για ανάκτηση κατοχής του καταστήματος, (β) απόφασης για καταβολή οφειλόμενών ενοικίων και άλλων χρεώσεων από τον Ιούλιο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2013, (γ) απόφασης για την καταβολή ενδιάμεσων οφελών από τον Φεβρουάριο του 2013 μέχρι παράδοσης της κατοχής, και (δ) απόφασης για την καταβολή των δικηγορικών εξόδων. Η απόφαση τελούσε υπό αναστολή μέχρι τις 28.2.2014.

 

Κατά την περίοδο αναστολής, ο διευθυντής της αιτήτριας φέρεται να διαπίστωσε ότι η σύζυγος και τα δύο τέκνα του καθ’ ου η αίτηση 1 μετακινούσαν από το κατάστημα, μεγάλης αξίας αντικείμενα/εμπορεύματα, ενέργεια που εκλήφθηκε ως προσπάθεια αποξένωσης και παρεμπόδισης εκτέλεσης της προαναφερθείσας απόφασης. Ως εκ τούτου, εξασφαλίστηκε προσωρινό διάταγμα απαγόρευσης απομάκρυνσης/αποξένωσης της πάσης φύσεως  κινητής περιουσίας από το κατάστημα. Παράλληλα, η αιτήτρια προέβη σε  συναφή καταγγελία προς την Αστυνομία. Ακολούθησε αίτηση παρακοής του διατάγματος λόγω μη συμμόρφωσης, η οποία όμως, για συγκεκριμένους λόγους που αφορούσαν στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, απορρίφθηκε.

 

Στις 6.7.2016 και ενώ το οφειλόμενο πόσο δυνάμει της απόφασης ημερ.11.11.2013 περιλαμβανομένων τόκων και εξόδων παρέμενε απλήρωτο και ξεπερνούσε τότε τις €90.000, η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση για ακύρωση μεταβίβασης ακινήτων από τον καθ’ ου η αίτηση 1 προς οικείους του. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω αίτηση η αιτήτρια ζητούσε, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των πιο κάτω πράξεων:

 

1.     την από μέρους του καθ’ ου η αίτηση 1 δωρεά και/ή μεταβίβαση και/ή αποξένωση και/ή εκχώρηση ημερ.11.10.2012 προς τη σύζυγο του Αγνή Καή/καθ’ ης η αίτηση 3, της περιουσίας του, ήτοι του τεμαχίου 606, Τμήμα 0, Φύλλο/Σχέδιο 54/13 στο Στρουμπί Πάφου με αριθμό εγγραφής 0/10213, μερίδιο 1/1, ως γενόμενη προς τον σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του και/ή της αιτήτριας.

 

2.     την από μέρους του καθ’ ου η αίτηση 1 δωρεά και/ή μεταβίβαση και/ή αποξένωση και/ή εκχώρηση ημερ.11.10.2012 προς τη σύζυγο του Αγνή Καή/ καθ’ ης η αίτηση 3, της περιουσίας του, ήτοι του τεμαχίου 211, Τμήμα 0, Φύλλο/Σχέδιο 28/37 στη Φλάσου με αριθμό εγγραφής 0/7983, μερίδιο 1/1, ως γενόμενη προς τον σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του και/ή της αιτήτριας.

 

3.     την από μέρους του καθ’ ου η αίτηση 1 δωρεά και/ή μεταβίβαση και/ή αποξένωση και/ή εκχώρηση ημερ.30.5.2003 προς τον γιο του Χάρη Καή/ καθ’ ου η αίτηση 2,  της περιουσίας του, ήτοι ενός διαμερίσματος επί του τεμαχίου 831, Τμήμα 25, Φύλλο/Σχέδιο 21/460503 στο Δήμο Τρυπιώτη, Λευκωσία με αριθμό εγγραφής 25/2869, μερίδιο 1/1, ως γενόμενη προς τον σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του και/ή της αιτήτριας.

 

Η αίτηση που εδραζόταν τόσο σε διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου Κεφ.62 όσο και του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, έγινε μερικώς δεκτή, αφού με την απόφαση του ημερ.8.3.2018 (η εκκαλούμενη απόφαση), το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την ακύρωση της μεταβίβασης των προαναφερθέντων δύο ακινήτων προς την καθ’ ης η αίτηση 3 και την επανεγγραφή τους στο όνομα του καθ’ ου η αίτηση 1, με ταυτόχρονη επιβάρυνση τους με την εξ αποφάσεως οφειλή. Σε ό,τι αφορά όμως τη μεταβίβαση του διαμερίσματος προς τον καθ’ ου η αίτηση 2, η αίτηση απορρίφθηκε, λόγω κυρίως της μεγάλης χρονικής απόστασης μεταξύ της μεταβίβασης και της γένεσης του επίμαχου χρέους.

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένη την καθ’ ης η αίτηση 3, η οποία ως συμμετέχουσα στην πρωτόδικη διαδικασία της «δόλιας μεταβίβασης» και άμεσα επηρεαζόμενη από το αποτέλεσμα αυτής, καταχώρησε δικαιωματικά έφεση, καθιστώντας τον εαυτό της εφεσείουσα. Εφεσίβλητη ως προαναφέραμε είναι η αιτήτρια εταιρεία.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης  είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι κατά τον χρόνο των μεταβιβάσεων των τεμαχίων στο Στρουμπί και Φλάσου, οι οποίες έγιναν δυνάμει δωρεάς από τον καθ’ ου η αίτηση 1 στην εφεσείουσα, η εφεσείουσα είχε πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης της εφεσίβλητης από του να ανακτήσει το εξ αποφάσεως χρέος της το οποίο της όφειλε ο καθ’ ου η αίτηση 1 δυνάμει της απόφασης ημερ.11.11.2013. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι κατά τον χρόνο μεταβίβασης των τεμαχίων στο Στρουμπί και Φλάσου από τον καθ’ ου η αίτηση 1 στην εφεσείουσα, η εφεσίβλητη έπρεπε να βρίσκεται στη σκέψη της εφεσείουσας. Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει αναφορικά με τις μεταβιβάσεις των τεμαχίων στο Στρουμπί και Φλάσου, από τον καθ’ ου η αίτηση 1, με την αιτιολογία ότι η εφεσείουσα δεν κατέθεσε στην πρωτόδικη διαδικασία. Τέλος, σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η εφεσίβλητη προώθησε την αξίωση της με αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ότι εξαιτίας τούτου η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί ως καταχρηστική των δικαιωμάτων της εφεσείουσας.

 

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσώπησαν τους διαδίκους, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή.  

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 λόγω συνάφειας και αλληλουχίας θα εξετασθούν μαζί. Εξάλλου τόσο στην ειδοποίηση έφεσης (αιτιολογία), όσο και στο περίγραμμα αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται είναι διαπεραστική, αλληλοκαλύπτουσα και τους τρεις αυτούς λόγους έφεσης.

 

Ειδικά για τον 1ον λόγο έφεσης, αφετηρία εξέτασης θα πρέπει να αποτελέσει το άρθρο 3(1) και (2) του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμος Κεφ.62 που προβλέπει τα ακόλουθα:

 

3.  (1) Κάθε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη µεταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο µε πρόθεση να παρεµποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε από αυτούς να ανακτήσουν από αυτόν, τα χρέη αυτού ή αυτών, θα θεωρείται ότι είναι δόλια, και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών. και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε τέτοια δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη µεταβίβαση ή διάθεση, η περιουσία που φέρεται ότι µεταβιβάστηκε ή έτυχε µεταχείρισης κατά άλλο τρόπο δύναται να κατασχεθεί και να πωληθεί προς ικανοποίηση οποιουδήποτε χρέους από δικαστική απόφαση που οφείλεται από το πρόσωπο που προβαίνει στη δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη µεταβίβαση ή διάθεση.

 

(2) Σε οποιαδήποτε αίτηση, βάσει των διατάξεων του Νόµου αυτού για ακύρωση µεταβίβασης ή εκχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας που έγινε σε οποιοδήποτε γονιό, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, όχι µε χρηµατικό αντάλλαγµα ή µε αντάλλαγµα άλλη περιουσία ισοδύναµης αξίας ή µε καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η µεταβίβαση ή εκχώρηση έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε µε πρόθεση να παρεµποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του θα έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω µεταβίβαση ή εκχώρηση.

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση ότι οι μεταβιβάσεις των δύο ακινήτων σε Στρουμπί και Φλάσου αντίστοιχα, έγιναν δια δωρεάς και ότι δικαιοδόχος ήταν η σύζυγος του δικαιοπάροχου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπώς, το βάρος απόδειξης (στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων), ότι η μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει ήταν στους ώμους των δύο προαναφερθέντων προσώπων.

 

Στην υπόθεση Φ. ΖΙΤΤΗ κ.α. ν. ΦΘΑΡΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Α/ΦΟΙ Α. ΚΑΤΣΑΡΗΣ Π. ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2014, ημερ.16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A308, αναφέρθηκαν σχετικά τα ακολούθα:


«Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Κεφ. 62, όταν η μεταβίβαση γίνει σε παιδί, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια και το βάρος απόδειξης, ότι αυτή έγινε καλή τη πίστει, είναι στους ώμους του δικαιοπάροχου. Το εν λόγω μαχητό τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων με την προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας.

 

Η πρόθεση που ο μεταβιβάζων είχε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αποτελεί το ουσιώδες, ώστε να διαπιστωθεί αν η πράξη έγινε για να καθυστερήσει τους πιστωτές του.»   

 

            Παλαιότερα, στην υπόθεση A.N. Vassiliades v. A.N. Vassiliades and Another (1949) XVIII (Part 1) C.L.R. 10, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«The law of Cyprus as stated in sections 2 and 3 of the Fraudulent Transfers Avoidance Laws, 1886 and 1927 makes the intent of the transferor the crucial test for deciding whether the transfer or disposal is to be deemed to be "fraudulent". The fraud contemplated is not what has been called "moral" fraud ; but consists in the intention of the transferor to "hinder'' or "delay" (that is something less than "prevent") his creditors. Whether or not that intention exists, must be decided as an inference of fact on consideration of all the circumstances of the case.»

 

          Όλες οι υπογραμμίσεις δικές μας.

 

(βλ. επίσης Ιωακείμ κ.ά v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (αρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 198 και Γιαννίτσαρος κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Co Ltd) Πολιτική Έφεση Ε151/2015 ημερ. 9.5.2023).

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ μέρους της αιτήτριας/εφεσίβλητης κατέθεσε δια ζώσης ο διευθυντής της, Μιχάλης Κωνσταντινίδης, ο οποίος υιοθέτησε την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος (βλ. σελ.24 της πρωτόδικης απόφασης, όπου το Δικαστήριο σημειώνει ότι «ο μάρτυρας ήταν ακριβής στο λόγο του και επεξηγηματικός για τη σκέψη και τα συμπεράσματα του. Δεν ανετράπη, ούτε αντικρούστηκε επαρκώς η μαρτυρία του»). Περαιτέρω κατάθεσε ο υπάλληλος του Κτηματολογίου Ξενής Γεωργίου, ο οποίος επίσης κρίθηκε αξιόπιστος (βλ. σελ.25  της πρωτόδικης απόφασης όπου το Δικαστήριο σημειώνει ότι «ο κ. Γεωργίου ήταν τυπικός μάρτυρας, δεν αμφισβητήθηκε και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή»). Εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση (σωρευτικά), κατέθεσε μόνον ο καθ’ ου η αίτηση 2, ο οποίος ήταν τότε ενδιαφερόμενος λόγω του διαμερίσματος που του μεταβιβάστηκε από τον πατέρα του το 2003. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τα δύο επίδικα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν στην εφεσείουσα έκρινε στη σελ.26, ότι ο καθ’ ου η αίτηση 2, «δεν ήταν σε θέση και δεν μπόρεσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης για την καλή πίστη σε σχέση με τις μεταβιβάσεις επ΄ ονόματι της μητέρας του».

 

Ως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης (βλ. σελ.25), ο καθ’ ου η αίτηση 2, δήλωσε πλήρη άγνοια σε σχέση με τα οφειλόμενα ενοίκια και τις άλλες αξιώσεις κατά του ενοικιαστή, πατέρα του. Σε σχέση με τα δύο ακίνητα, ισχυρίστηκε, στη βάση πληροφόρησης και μόνον που έλαβε από τη μητέρα του, ότι ήταν δικά της. Το μεν ακίνητο στο Στρουμπί το απέκτησε ως κληρονομιά από τη γιαγιά της, το έδωσε στον σύζυγο της το 2004 για να το αξιοποιήσει με άλλο πρόσωπο, αλλά τελικά δεν αξιοποιήθηκε και της επεστράφη το 2012. Το δε ακίνητο στη Φλάσου ήταν μεν ιδιοκτησίας του πατέρα του, αλλά, διότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, η μητέρα του είχε δανείσει στον πατέρα του ένα ποσό της τάξεως των ΛΚ55.000 περίπου, της το μεταβίβασε δια δωρεάς το 2012, ουσιαστικά για να την εξοφλήσει.   

           

            Με άλλα λόγια, η μόνη μαρτυρία που προσκόμισαν οι καθ’ ων η αίτηση για να αποσείσουν το βάρος απόδειξης καλής πίστης σε σχέση με τη δωρεά των δύο πιο πάνω ακινήτων, ήταν αυτή του γιου τους, ο οποίος αφενός ανέφερε πως αγνοούσε οτιδήποτε σχετιζόταν  με οφειλόμενα ενοίκια και άλλα χρέη του πατέρα του και αφετέρου, σε σχέση με τις δωρεές των ακινήτων προς τη μητέρα του, επανέλαβε απλώς τα όσα υποτίθεται τον πληροφόρησε η ίδια, χωρίς να υποστεί τη βάσανο να τα καταθέσει στο Δικαστήριο «από πρώτο χέρι» η ίδια.  Στο πλαίσιο της κατάληξης του για μη απόσειση του βάρους απόδειξης καλής πίστης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, ότι η εφεσείουσα, χωρίς να δοθεί εξήγηση, δεν κατάθεσε στη διεξαχθείσα διαδικασία.  Δεν συμπέρανε όμως - εξ αυτού και μόνον του γεγονότος - ότι ήταν αδύνατη η απόσειση του βάρους απόδειξης, όπως του καταλογίζεται από την εφεσείουσα με τον 3ον λόγο έφεσης. Η απόσειση του βάρους απόδειξης είναι δυνατή, ακόμα και χωρίς την κατάθεση στο Δικαστήριο του δικαιοδόχου ή και του δικαιοπάροχου ακόμα (βλ. Μ.Ο κ.α. v. LANDMARK SECURITIES Πολιτική Έφεση Ε7/2013, ημερ.22.1.2021), νοουμένου όμως ότι προσκομίζεται άλλη, αποδεκτή και πειστική μαρτυρία που εδώ, όπως κατέληξε το Δικαστήριο, δεν υπήρχε.    

 

            Συνεπώς, ορθή κρίνεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τόσο η εφεσείουσα όσο και ο καθ’ ου η αίτηση 1, δεν απέσεισαν το βάρος καλής πίστης που επωμίζονταν στη βάση του άρθρου 3(2) του Κεφ.62 (βλ. σελ.30 της πρωτόδικης απόφασης).

 

            Στην κατάληξη περί απόσεισης ή μη του βάρους απόδειξης καλής πίστης, λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος της μεταβίβασης σε συνάρτηση και με τις περιβάλλουσες, άλλες περιστάσεις. Η μαρτυρία που δόθηκε επί του προκειμένου βοά.

 

            Τα δύο ακίνητα μεταβιβάστηκαν κατά ή περί τις 11.10.2012. Ο καθ’ ου η αίτηση 1, προφασιζόμενος την ασθένεια και απουσία του διευθυντή της εφεσίβλητης, σταμάτησε να καταβάλλει ενοίκια από τον Ιούνιο του 2012 και τούτο, παρά τις συνεχείς προφορικές οχλήσεις του γιου του διευθυντή. Αυτές οι οχλήσεις με την πάροδο των μηνών εντάθηκαν, σε σημείο που απεστάλη προειδοποιητική επιστολή ημερ.16.10.2012 στον δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση 1. Στην επιστολή αυτή υπήρξε απάντηση στις 17.10.2012, χωρίς όμως να επιτευχθεί κάποια διευθέτηση. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι πριν την αποστολή της επιστολής ημερ.16.10.2012, ο γιος του διευθυντή είχε επικοινωνήσει με τη δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση 1 με σκοπό την καταβολή των καθυστερημένων ενοικίων.            

            Με άλλα λόγια, ενώ ο καθ’ ου η αίτηση 1 σταμάτησε προ μηνών να πληρώνει ενοίκια, προβάλλοντας έπειτα ισχυρισμό για
«δυσβάστακτα ενοίκια για την κρίση που υπήρχε και την επιχείρηση του»  και ενώ την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, δεχόταν οχλήσεις για αποπληρωμή των καθυστερημένων ενοικίων (που στη συνέχεια συναποτέλεσαν την εξ αποφάσεως οφειλή), προέβη σε μεταβίβαση των δύο ακινήτων, με δωρεά προς τη σύζυγο του, εφεσείουσα.

 

            Η χρονική αυτή ταύτιση και οι περιβάλλουσες περιστάσεις, ισχυροποιούν έτι περαιτέρω την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη απόσειση του βάρους απόδειξης καλής πίστης. Το θέμα τελειώνει εκεί. Ακόμα όμως και αν χρειαζόταν περαιτέρω απόδειξη, η μαρτυρία ήταν τόσο ισχυρή που καταδείκνυε σαφώς ότι ο καθ’ ου η αίτηση 1 είχε στη σκέψη του την εφεσίβλητη κατά το χρόνο της μεταβίβασης και ενήργησε με σαφή πρόθεση να την παρεμποδίσει ή καθυστερήσει στην ανάκτηση του χρέους που εν γνώσει του, όχι μόνον ήταν υπό εκκόλαψη, αλλά ως διαφάνηκε στη συνέχεια, αυξήθηκε κατακόρυφα αφού ποτέ ξανά, μέχρι και την έκδοση της απόφασης, δεν καταβλήθηκε οποιοδήποτε  οφειλόμενο ενοίκιο. 

 

            Στο πλαίσιο του 2ου λόγου έφεσης, η εφεσείουσα διαμαρτύρεται για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι  γνώριζε για το χρέος, αλλά και για υποτιθέμενη κατάληξη ότι  «όφειλε να είχε στη σκέψη της την εφεσίβλητη». Κατ’ αρχάς, να σημειώσουμε ότι από το κείμενο της απόφασης δεν προκύπτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, να προέβη στο προαναφερθέν, τελευταίο συμπέρασμα. Ούτε και χρειαζόταν εξάλλου. Όπως σωστά αναγνωρίζεται και στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, η πεμπτουσία του πράγματος είναι ο πιστωτής, να υπήρχε στη σκέψη του δικαιοπάροχου την ώρα της μεταβίβασης, όχι κατ’ ανάγκη του δικαιοδόχου (βλ. Zenios Pambos Trading Ltd κ.α. v. Μιχάλης Χατζηπαύλου Υιος Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ 2322 και Τζιέπρα Σταυρούλλα v. Χαράλαμπου Σάββα (2013) 1 Α.Α.Δ. 2410).           

 

            Σε ό,τι αφορά την υπόδειξη (υπό μορφή παραπόνου) της εφεσείουσας στο ίδιο πλαίσιο, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε τη γνώση της, με αφετηρία το μακρινό 1988, όποτε και προέκυψαν οι πρώτες οικονομικές διαφορές των μερών, αντί με αφετηρία τον Ιούλιο του 2012, οπότε και προέκυψε η οφειλή δια της μη πληρωμής των επιδίκων ενοικίων, όπως έπραξε για τον γιο, καθ’ ου η αίτηση 2 και το διαμέρισμα που του μεταβιβάστηκε, είναι ενδεχομένως ορθή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να συνδέει την κατάληξη του περί γνώσης της εφεσείουσας με το 1988. Οι διαφορές όμως που προέκυψαν το 1988, όπως και εκείνες που προέκυψαν τα επόμενα χρόνια (και υπήρξαν πολλές), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιλύθηκαν και δεν σχετίζονται, άμεσα τουλάχιστον, με την επίδικη οφειλή, αλλά και τις επίμαχες μεταβιβάσεις των ακινήτων. Το σφάλμα όμως αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδόλως επηρεάζει την κατάληξη του. Κατ΄ αρχάς, όπως υποδείξαμε ανωτέρω, είναι το τι υπήρχε στη σκέψη του δικαιοπάροχου που έχει σημασία και όχι του δικαιοδόχου. Πέραν τούτου όμως, με αφετηρία τον Ιούλιο του 2012 (οπότε και γεννήθηκε η οφειλή και η εφεσίβλητη κατέστη πιστωτής του καθ’ ου η αίτηση 1), η μη απόσειση του βάρους απόδειξης καλής πίστης, αλλά και η δολιότητα των δύο μεταβιβάσεων, αναδεικνύεται με περισσή καθαρότητα και σαφήνεια.       

 

            Ως εκ των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

            Ερχόμαστε στον λόγο έφεσης 4. Η πρώτη μας παρατήρηση  είναι ότι το θέμα αυτό δεν τέθηκε πρωτόδικα και συνακόλουθα δεν δόθηκε η ευκαιρία στο πρωτόδικο Δικαστήριο να το εξετάσει. Αν αναλογισθεί κανείς ότι οι καθ’ ων η αίτηση (μεταξύ αυτών και η εφεσείουσα) στην Ειδοποίηση Ένστασης που καταχώρησαν, καταγράφουν 20 ειδικούς λόγους ένστασης, αναδεικνύοντας κάθε λογής επιχείρημα, νομικό και πραγματικό, η απουσία ανάδειξης του συγκεκριμένου (ευθέως τουλάχιστον), δημιουργεί ιδιαίτερη αίσθηση.  Κατά πάγια νομολογιακή αρχή, ζητήματα που δεν εγείρονται στα δικόγραφα ή δεν αναδεικνύονται με ορθολογισμό και σαφήνεια στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν εξετάζονται κατ΄ έφεση (βλ. Θωμά v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και Ορουντιώτης κ.ά v. Loukas Georghiou Management Ltd κ.ά. Πολ. Έφεση 71/2017, ημερ.14.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A453).

 

Αυτού λεχθέντος, η εφεσείουσα με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης εισηγείται ότι η καθυστέρηση στην προώθηση της πρωτόδικης αίτησης ήταν τόσο μακρά που σε συνάρτηση και με άλλα συμβάντα, συνιστά υπό τις περιστάσεις, κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Είναι γεγονός ότι η κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές, μεταξύ των οποίων και η μακρά, υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση μιας διαδικασίας σε συνδυασμό βέβαια με την καταπίεση ή πρόκληση δυσμένειας ή αδικίας στην άλλη πλευρά (βλ. Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, Γενικός Εισαγγελέας v. Βάσου (2005) 2 Α.Α.Δ 653 και Ιωάννου v. Αστυνομίας, (2014) 2Β Α.Α.Δ. 615). Σε περίπτωση κατάχρησης της διαδικασίας, το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να αναστείλει, διακόψει ή απορρίψει τη διαδικασία ως αντιβαίνουσα το δημόσιο συμφέρον, αλλά και για διαφύλαξη του δικαίου και της δικαιοσύνης (βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786, Ευάγγελος Εμπεδοκλή κ.α. (Αρ.3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, Σπύρου ν. Ξενή Ποινική Έφεση 223/14 ημερ.11.11.2015. και Δημοκρατία v. Ηλιάδη, Ποινικές Εφέσεις 348 και 349/18 ημερ.31.5.2019). Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, το ζήτημα ως απτόμενο του δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να τεθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα και κατ’ έφεση ή αυτόβουλα (ex proprio motu) από το ίδιο το Δικαστήριο και να τύχει εξέτασης.

 

          Επί της ουσίας λοιπόν, παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 6.7.2016 και είχε στο επίκεντρο την απόφαση που εκδόθηκε στις 11.11.2013. Η απόφαση υπενθυμίζουμε τελούσε υπό αναστολή μέχρι τις 28.2.2014. Η αναστολή, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξασφαλίστηκε κατόπιν δήλωσης δικηγόρου ενώπιον του, ότι θα πωλούνταν λιανικώς αντικείμενα αξίας που υπήρχαν στους υπόγειους χώρους του καταστήματος, ώστε να εξοφληθούν τα οφειλόμενα ενοίκια (βλ. σελ. 8-9 της πρωτόδικης απόφασης). Αντ’ αυτού βέβαια, κατ’ ισχυρισμό της εφεσίβλητης, υπήρξε προσπάθεια απομάκρυνσης και αποξένωσης αυτών των αντικειμένων και όχι μόνον.  

 

          Η περίοδος από τη λήξη της αναστολής μέχρι την καταχώρηση της αίτησης (περίπου 28 μήνες), υπό τις περιστάσεις, ουδόλως προσεγγίζει τα μεγέθη που να δημιουργούν, υποψία έστω, κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση 1 κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ανίκανος να παρακολουθήσει τη διαδικασία, δεν αλλάζει ποσώς τα δεδομένα. Όπως υποδείξαμε και πιο πάνω, η απόσειση του βάρους απόδειξης που επωμίζονταν οι καθ’ ων η αίτηση, δεν προϋπόθετε απαρεγκλίτως την κατάθεση είτε του δικαιοπάροχου είτε του δικαιοδόχου. Προϋπόθετε την προσκόμιση αποδεκτής και πειστικής μαρτυρίας. Η αδυναμία του καθ’ ου η αίτηση 1 να καταθέσει, προφανώς δεν θορύβησε την εφεσείουσα, αφού δεν έκρινε καν σκόπιμο να καταθέσει η ίδια στην πρωτόδικη διαδικασία και να προσδώσει, πρωτογενή έστω βαρύτητα και δυναμική στους ούτως ή άλλως αμφιβόλου υπόστασης ισχυρισμούς που τέθηκαν εκ μέρους της από τον καθ’ ου η αίτηση 2. Συνεπώς, είναι εντελώς αίολος ο ισχυρισμός είτε για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, είτε συναφώς για παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης.

 

          Απορρίπτεται και ο 4ος λόγος έφεσης.   

 

          Κλείνοντας, υπό μορφή παρένθεσης, σημειώνουμε ότι η απουσία σχετικών λόγων έφεσης, αλλά και οι διαπεραστικές επί του προκείμενου διαπιστώσεις μας που επιλύουν τα επίδικα θέματα στο σύνολο τους, καθιστούν αχρείαστο το όποιο εγχείρημα σχολιασμού των δόλιων μεταβιβάσεων υπό τον φακό των άρθρων 82-90, 91Α - 91Δ και 92 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 που περιλαμβάνονται στη νομική βάση της πρωτόδικης αίτησης.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο