ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                              

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 174/20)

 

22 Μαΐου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

Εφεσείων

v.

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Εφεσιβλήτου

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

                    

Δ. Λοχίας, για Ευάγγελος Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα     
Α. Τιμοθέου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δύο λόγους έφεσης ο κατηγορούμενος 2, νυν Εφεσείων Δήμος Λεμεσού, προσβάλλει την καταδίκη του από το Ε.Δ. Λεμεσού:

 

·               Αφενός στο αδίκημα της παράλειψης εργοδότη να διεξαγάγει τις δραστηριότητές του κατά τρόπον που να διασφαλίζεται ότι μη εργοδοτούμενοί του δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο από τη διακίνηση αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας, ήτοι εκσκαφέων και φορτηγών, κατά παράβαση άρθρων του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Ν.89(Ι)/96, καθώς και άρθρων των περί Ελάχιστων Προδιαγραφών Ασφάλειας και Υγείας (Χρησιμοποίηση κατά την Εργασία Εξοπλισμού Εργασίας) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 444/01 (κατηγορία 4).

·               Αφετέρου στο αδίκημα της παράλειψης εργοδότη να έχει στη διάθεσή του γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργοδοτουμένων του και άλλων, κατά παράβαση άρθρων του πιο πάνω Ν.89(Ι)/96, καθώς και άρθρων των περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 173/02 (κατηγορία 5).

 

        Η υπόθεση προέκυψε μετά από ατύχημα στις 7.5.16, ημέρα Σάββατο, στον σκυβαλότοπο (Χ.Υ.Τ.Α) του Εφεσείοντος στο Βατί. Η κατηγορούμενη 1 εταιρεία L.E. Uni Scrap Ltd είχε συμφωνία με τον Εφεσείοντα Δήμο Λεμεσού βάσει της οποίας δικαιούτο να συλλέγει από εκεί ανακυκλώσιμα υλικά. Εκείνην τη μέρα στις 10:15 π.μ. ερπυστριοφόρος εκσκαφέας του Εφεσείοντος, οδηγούμενος από υπάλληλό του και κινούμενος προς τα πίσω, κτύπησε υπάλληλο της κατηγορούμενης 1, προκαλώντας του σύνθλιψη και ακρωτηριασμό δεξιού ποδιού. 

 

        Με την κατηγορία αρ. 4 αποδίδετο στον Εφεσείοντα ότι στις 7.5.16 ενώ ήταν εργοδότης και είχε τον έλεγχο του χώρου στον σκυβαλότοπο, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή κατάλληλων κανόνων κυκλοφορίας και τη λήψη οργανωτικών μέτρων για τη διακίνηση των διαφόρων αυτοκινούμενων εξοπλισμών με αποτέλεσμα ερπυστριοφόρος εκσκαφέας, τον οποίο χειρίζετο εργοδοτούμενος του Εφεσείοντος, να τραυματίσει σοβαρά τον εργοδοτούμενο της κατηγορούμενης 1 Κώστα Ιωάννου (Μ.Κ.2).

 

        Με την κατηγορία αρ. 5 αποδίδετο στον Εφεσείοντα ότι μέχρι τις 7.5.16 παρέλειψε να έχει στη διάθεσή του κατάλληλη γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την εργασία κινδύνων που αφορούσαν την ταυτόχρονη διακίνηση αυτοκινούμενων εξοπλισμών και πεζών προσώπων εντός του σκυβαλότοπου, με αποτέλεσμα εργοδοτούμενοί του και άλλα πρόσωπα να εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω του μη έγκαιρου εντοπισμού των κινδύνων και της μη λήψης προληπτικών και προστατευτικών μέτρων.

 

        Κατά την ακροαματική διαδικασία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν ο επιθεωρητής του Τμήματος Εργασίας (Μ.Κ.1) και ο τραυματισθείς (Μ.Κ.2) ενώ εκ μέρους της κατηγορούμενης 1 κατέθεσε ο διευθυντής της (Μ.Υ.1) και εκ μέρους του κατηγορουμένου 2 Εφεσείοντος κατέθεσαν ο μηχανοδηγός ενός άλλου, ήτοι τροχοφόρου εκσκαφέα (Μ.Υ.2) και ο λειτουργός καθαριότητας του Δήμου (Μ.Υ.3). 

 

        Εισερχόμενη στην αξιολόγηση η πρωτόδικη Δικαστής υπέδειξε ότι τα μέρη δεν διαφωνούσαν με τα γεγονότα που αφορούσαν το συμβάν αλλά με τις διαπιστώσεις του Μ.Κ.1 (επιθεωρητή) σε σχέση με την παράλειψη των κατηγορουμένων να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους εκ του Νόμου και εκ του μεταξύ τους Συμβολαίου. Είναι εμφανές ότι η πρωτόδικη Δικαστής έθεσε ως επίκεντρο τη μαρτυρία του Μ.Κ.1, στον οποίον, αν και τον αναγνώρισε ως συλλέκτη του μαρτυρικού υλικού, καθώς και ως εμπειρογνώμονα σε θέματα ασφάλειας, εντούτοις στηρίχθηκε και για την εξαγωγή ευρημάτων επί των σχετικών γεγονότων, καταλήγοντας για τον ίδιο ως εξής:

 

«Ο ΜΚ1 παρουσίασε θεωρώ, μια αντικειμενική, ορθή και εμπεριστατωμένη εικόνα της όλης κατάστασης, όπως αυτή του αποκαλύφθηκε από τις έρευνες του. Ο ίδιος παρείχε στο Δικαστήριο όλα τα κατάλληλα και επαρκή στοιχεία και υλικό ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του. Καταληκτικά αναφέρω πως αποδέχομαι ότι ο μάρτυρας κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας σε θέματα ασφάλειας και υγείας. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του όσον αφορά τα γεγονότα και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης του ατυχήματος. Όσον αφορά τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις του που αφορούν τις νομικές υποχρεώσεις των κατηγορούμενων με αυτά θα ασχοληθώ κατωτέρω στη νομική πτυχή».

 

        Ο τραυματισθείς Μ.Κ.2 δεν είχε κάμει καλή εντύπωση. Κρίθηκε ότι προσπαθούσε να βοηθήσει τον εαυτό του αντί να καταθέσει την αλήθεια και πως η θέση του ότι δεν είχε εισέλθει εντός της πλατείας του σκυβαλότοπου ενόσω εργάζονταν τα μηχανήματα αντιστρατεύετο αφενός τα ευρήματα του Μ.Κ.1 (που είχαν ήδη γίνει αποδεκτά) και αφετέρου άλλη δήλωση του (ιδίου του Μ.Κ.2) ότι ξεκίνησε να πάει να κοιτάξει αν εργάζονταν τα μηχανήματα και όταν είδε ότι εργάζονταν γύρισε στην εξωτερική πλευρά της πλατείας για να φύγει.

 

        Ο Μ.Υ.1, διευθυντής της κατηγορούμενης 1, έκαμε γενικά καλή εντύπωση, παραδεχόμενος ότι η κατηγορούμενη 1 δεν τήρησε το ωράριο εργασίας, που είχαν συμφωνήσει με τον Εφεσείοντα, ειδικά δε το ωράριο του Σαββάτου, ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά την ώρα του ατυχήματος, ότι γενικώς είχε δώσει κατά καιρούς οδηγίες στον Μ.Κ.2 να μην εισέρχεται εντός της πλατείας ενόσω εργάζονταν τα μηχανήματα και ότι οι εργοδοτούμενοι της εταιρείας τους (συμπεριλαμβανομένου και του Μ.Κ.2) ετύγχαναν επιμόρφωσης για την ασφάλεια. 

 

        Η μαρτυρία του Μ.Υ.2, ο οποίος ήταν ο οδηγός άλλου, τροχοφόρου εκσκαφέα, έγινε επίσης αποδεκτή διότι τα όσα κατέθεσε δεν ήταν αμφισβητούμενα. Εξαίρεση αποτέλεσε η θέση του ότι ο τροχοφόρος εκσκαφέας, τον οποίον οδηγούσε ο ίδιος, είχε σειρήνα, η οποία θέση απερρίφθη διότι αυτό ήταν σε αντίθεση με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

        Τέλος, σε σχέση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, κρίθηκε ορθό όπως οι θέσεις του για τα μέτρα που έλαβε ο Εφεσείων και για το ότι αν ο Μ.Κ.2 δεν εισερχόταν στην πλατεία δεν θα συνέβαινε το ατύχημα, παραμείνουν για αξιολόγηση κατά την εξέταση της νομικής πτυχής. Σημειώθηκε όμως η παραδοχή του ως προς το ότι ο Εφεσείων γνώριζε ότι η κατηγορούμενη 1 εταιρεία δεν τηρούσε το συμφωνηθέν ωράριο εργασίας της στον σκυβαλότοπο. Τέλος ήταν αποδεκτή η θέση του για δικές του τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Μ.Υ.1 όσον αφορά τη μη τήρηση όρων του συμβολαίου από την κατηγορούμενη 1 και τις σχετικές υποδείξεις του προς εκείνον.

 

        Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης η πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε πως τα γεγονότα έγιναν όπως τα είχε καταθέσει και αποτυπώσει στην έκθεσή του ο επιθεωρητής Μ.Κ.1, οπότε και προέβη σε ανάλογα ευρήματα, έχοντας ήδη παραθέσει τις §7.2‑7.18 και τις §7.21‑7.25 αυτής. Εξ αυτών άμεσα σχετικές με το ατύχημα και την παρούσα έφεση είναι, ως έχουν επί λέξει καταγραφεί στην απόφαση, οι ακόλουθες:

 

«7.3 Στην πλατεία απόρριψης των σκυβάλων διακινούνταν σκυβαλοφόρα οχήματα, ένας ερπυστριοφόρος εκσκαφέας και ένας τροχοφόρος εκσκαφέας.

7.4. Μετά την απόρριψη των σκυβάλων από τα οχήματα, οι εκσκαφείς τα έσπρωχναν προς την άκρη της πλατείας.

7.5. Ο ερπυστριοφόρος εκσκαφέας, λόγω του μεγέθους του, μπορούσε να παρασύρει όγκους σκυβάλων μεγάλου ύψους... Από τη θέση του χειριστή διαπίστωσα ότι η ορατότητα σε περιμετρικά κοντινές αποστάσεις από εκσκαφέα ήταν πολύ περιορισμένη λόγω του μεγάλου όγκου και σχήματος του μηχανήματος και του μεγάλου όγκου σκυβάλων που είχε τη δυνατότητα να σπρώχνει.

7.6. Οι σωροί των σκυβάλων αποτελούνταν κυρίως από πολύχρωμες πλαστικές σακούλες που καθιστούσαν δύσκολα αντιληπτούς όσους διακινούνταν μέσα ή κοντά στις σωρούς έστω και αν φορούσαν έγχρωμα διακριτικά γιλέκα.

7.7. Ο παθόντας έφερε τα απαραίτητα Μέσα Ατομικής Προστασίας (Γιλέκο και γάντια).

7.8. Η έκταση του σκυβαλότοπου ήταν αρκετά μεγάλη περίπου 430.000 τ.μ. Δεν παρατηρήθηκε οποιαδήποτε περίφραξη του χώρου, κοντά στην πλατεία υπήρχαν αναχώματα για να αποτρέπουν οχήματα να εισέρχονται στην πλατεία από μην (sic) ελεγχόμενες εισόδους. Φαίνεται όμως τουλάχιστον πεζοί εισέρχονταν στην πλατεία, αρκετά μη εξουσιοδοτημένα άτομα χωρίς ο Δήμος να ενισχύει τα αποτρεπτικά μέτρα.

………………………………………………………………………………………….

7.10. Ο ερπυστριοφόρος εκσκαφέας δεν έφερε ηχητικό σήμα κατά την κίνηση του προς τα πίσω».

 

        Πέραν αυτών, σε σχέση με το ατύχημα και τη γραπτή εκτίμηση κινδύνων, η πρωτόδικη Δικαστής προέβη, μεταξύ άλλων, και στα πιο κάτω ευρήματα:

 

«1) Η κατηγορούμενη 1 μέσω του διευθυντή της και/ή του πατέρα του Σταύρου Γεωργίου έδωσε οδηγίες στον παθόντα να μην εισέρχεται στην πλατεία του σκυβαλότοπου ενώσω (sic) εργάζονταν τα μηχανήματα. Το ίδιο έγινε και τη μέρα του ατυχήματος στις 7/5/2016. Ο παθόντας εισήλθε εντός της πλατείας τη μέρα του ατυχήματος ενώσω (sic) εργάζονταν τα μηχανήματα και το ατύχημα συνέβη εντός της πλατείας.

2) Τη μέρα του ατυχήματος στο σκυβαλότοπο δεν υπήρχε οποιοσδήποτε επιστάτης ή επόπτης και/ή υπεύθυνος εκ μέρους των κατηγορούμενων για να επιτηρεί και/ή να επιβλέπει την εκτέλεση των εργασιών πλην των μηχανοδηγών που ήλεγχαν  την κυκλοφορία εντός της πλατείας. Η απόσταση που θα είχε ο παθόντας από τα μηχανήματα είχε αφεθεί στην κρίση του ιδίου και με βάση τις οδηγίες που είχε λάβει από τους εκπροσώπους της κατηγορούμενης 1.

3)……………………………………………………………………………………….

4) Ο κατηγορούμενος 2 είχε δώσει οδηγία απαγόρευσης εισόδου των πεζών στην πλατεία την ώρα που εργάζονταν τα μηχανήματα του Δήμου και σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν ο ΜΥ1 και ΜΥ3 αναφέρθηκε στον ΜΥ1 ότι δεν ετηρείτο ο όρος του συμβολαίου αναφορικά με την παρουσία των υπαλλήλων του στον χώρο όπου εργάζονταν τα μηχανήματα από την κατηγορούμενη 1.

………………………………………………………………………………………….

9) Ο κατηγορούμενος 2 διέθετε εκτίμηση κινδύνου για τη συλλογή και μεταφορών (sic) αποβλήτων στο σκυβαλότοπο Βατί».

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ειδικότερα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (i) Δεν διέκρινε το ουσιώδες, ήτοι ότι η περισυλλογή των ανακυκλώσιμων υλικών από την πλατεία του σκυβαλότοπου (Χ.Υ.Τ.Α) δεν ενέπιπτε στις δραστηριότητες του Εφεσείοντος και ή πως η εν λόγω εργασία δεν διεξήγετο από την κατηγορούμενη 1 εκ μέρους του Εφεσείοντος αλλά ως αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις δραστηριότητες του Εφεσείοντος, (ii) Δεν αξιολόγησε ορθά και δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στο αναντίλεκτο γεγονός ότι σύμφωνα με την άδεια, την οποία ο Εφεσείων είχε παραχωρήσει στην κατηγορούμενη 1, απαγορεύετο ρητώς η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων της τελευταίας ενόσω διεξήγοντο οι εργασίες του Εφεσείοντος, ήτοι η ταφή αποβλήτων και ή ενόσω εργάζονταν τα μηχανήματά του και (iii) Δεν αξιολόγησε ορθά το ότι ο Μ.Κ.2 εισήλθε παράνομα και ή ως επεμβασίας στη ζώνη εργασίας του Εφεσείοντος λόγω μη επαρκούς επόπτευσης από τον εργοδότη του (την κατηγορούμενη 1) και δη ενώ προηγουμένως είχε εισέλθει ξανά παράνομα στον χώρο και είχε εκδιωχθεί από υπαλλήλους του Εφεσείοντος.

 

        Έχουμε εξετάσει με κάθε δυνατή προσοχή κάθε τι που έχει αναφερθεί γραπτώς και προφορικώς εκ μέρους του Εφεσείοντος, πλην όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις του συνηγόρου του. Κατ' αρχάς διαφωνούμε με την εκφρασθείσα θέση ότι τα ποινικά αδικήματα και ειδικά αυτό της κατηγορίας αρ. 4 δεν αφορά ευθύνη για εργατικό ατύχημα, για λόγους που εξηγούμε κατωτέρω.

 

        Αρχικά υπενθυμίζουμε πως ο Εφεσείων αντιμετώπιζε και την κατηγορία αρ.6 για ακριβώς παρόμοιες παραλείψεις αλλά για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ήτοι από άγνωστο χρόνο μέχρι τις 4.1.17, χωρίς οποιοδήποτε τραυματισμό ή συνέπεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ήταν το ίδιο αδίκημα με αυτό της κατηγορίας αρ. 4 και ότι δεν ήταν ορθό να καταδικαστεί ουσιαστικά για δεύτερη φορά. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν προσέβαλε την κατάληξη αυτή και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Το σημειώνουμε όμως για να διαφανεί η διαφορά της κατηγορίας αρ. 4 από την κατηγορία αρ. 6.    

       

        Περαιτέρω, σημειώνουμε πως μια απλή αναδρομή στον χρόνο διάπραξης, που αναφέρεται στην εν λόγω κατηγορία αρ. 4 και στις λεπτομέρειές της, καταδεικνύει ότι αυτή αφορά την παράλειψη διεξαγωγής των δραστηριοτήτων του κατά τρόπον που να διασφαλίζει ότι μη εργοδοτούμενοί του αλλά πρόσωπα που πιθανόν να επηρεαστούν από τις δραστηριότητές του, δεν θα εκτίθεντο σε κίνδυνο και ειδικότερα αφορά τις παραλείψεις για τη διακίνηση αυτοκινούμενων εξοπλισμών, όχι γενικά και αόριστα αλλά στις 7.5.16 και μάλιστα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Μ.Κ.2, ως ρητώς καταγράφεται. Κατά συνέπειαν, είναι εμφανές πως η συγκεκριμένη κατηγορία αρ. 4 αφορά ενέργειες ή παραλείψεις που σχετίζονται με το ίδιο το ατύχημα.

 

        Εν πρώτοις λοιπόν, ως προς το πρώτο πιο πάνω επιχείρημα της αιτιολογίας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως πρωτοδίκως ο Εφεσείων Δήμος Λεμεσού δεν είχε αμφισβητήσει ότι ήταν «εργοδότης» εν τη εννοία του Ν.89(Ι)/96 σε σχέση με τον συγκεκριμένο σκυβαλότοπο και ορθώς κατά την άποψή μας. Τόσο το γεγονός αυτό όσον και το ότι είχε την ευθύνη διαχείρισης του χώρου, είχαν σημειωθεί μάλιστα ως μη αμφισβητούμενα γεγονότα. Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό πληρούντο οι σχετικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι είχε την ευθύνη για τον χώρο εργασίας, ήτοι τον σκυβαλότοπο, στον οποίον απασχολούντο εργοδοτούμενοι και δη τουλάχιστον οι δύο δικοί του μηχανοδηγοί, καθώς και οι οδηγοί σκυβαλοφόρων οχημάτων. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχαν ερωτηματικά ως προς τον ιδιοκτήτη ή τον υπεύθυνο των εγκαταστάσεων του σκυβαλότοπου και υπ' αυτή την έννοια η υπόθεση διακρίνεται από την υπόθεση Σύλλογος Ανόρθωσης v. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 411

 

        Σε συνάφεια με τα πιο πάνω ευρίσκονται τα αναφερθέντα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ζ. Δημητρίου και Υιοί (Ανυψωτικά) Λτδ (2006) 2 Α.Α.Δ. 467, στην οποία υπήρξε ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος βάσει του Άρθρου 13(5). Αυτό το οποίο συνάγεται και πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο είναι ακριβώς πως στις περιπτώσεις αποδιδόμενων παραλείψεων έναντι τρίτων, μη εργοδοτουμένων αλλά επηρεαζόμενων προσώπων, θα ήταν αντιφατικό να απαιτείται σχέση εργοδότησης με τον τραυματισθέντα ή αποθανόντα.

 

        Προστίθεται δε εδώ πως ακριβώς υπ' αυτή την ιδιότητα, κατόπιν σχετικής διαδικασίας, ο Εφεσείων, είχε ζητήσει προσφορές για την παροχή υπηρεσιών από αδειοδοτημένους οικονομικούς φορείς διαχείρισης αποβλήτων για την περισυλλογή μεταλλικών και πλαστικών αντικείμενων από τον εν λόγω σκυβαλότοπο (Τεκμήριο 14). Μεταξύ μάλιστα των όρων του διαγωνισμού αναφερόταν ότι ο τόπος εκτέλεσης του αντικειμένου της σύμβασης υπηρεσιών ήταν «εντός του σκυβαλότοπου στο Βατί» και περαιτέρω ορίζετο ότι το ωράριο θα ήταν για έξι μέρες μετά τις 1:00 μ.μ. ενώ κάθε Κυριακή θα ήταν ολοήμερο, ότι η είσοδος στον σκυβαλότοπο θα ήταν μετά το πέρας της εργασίας των μηχανημάτων του Εφεσείοντος και σε καμμιά περίπτωση ενόσω αυτά εργάζονται και ότι τα συλλεγόμενα υλικά θα έπρεπε να απομακρύνονται.

 

        Το γεγονός ότι η κατηγορούμενη 1 υπήρξε επιτυχούσα στον διαγωνισμό, στην οποία και κατακυρώθηκε η προσφορά, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν αναιρούσε καθόλου την ιδιότητα του «εργοδότη» που είχε ο Εφεσείων εν σχέσει με τον σκυβαλότοπο, αφού εξακολουθούσε να έχει την ευθύνη της λειτουργίας του χώρου, της εισόδου και εξόδου σε αυτόν, της λειτουργίας μηχανημάτων μέσω εργοδοτουμένων του, καθώς και του ωραρίου εργασίας τόσον αυτών όσον και των εργοδοτουμένων της επιτυχούσας διαχειρίστριας μεταλλικών και πλαστικών αντικείμενων. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιότητα του Εφεσείοντος, η οποία έθετε προς εξέταση τόσον το Άρθρο 13(5) του Ν.89(Ι)/96 όσον και τον κ.5(4) της Κ.Δ.Π. 444/01 και μόνο μέσω τους την §2 του Παραρτήματος II αυτής, επί των οποίων και βασίζετο η κατηγορία αρ. 4, που έχουν ως εξής:

 

Άρθρο 13(5) του Ν.89(Ι)/96

 

«(5) Κάθε εργοδότης πρέπει να διευθύνει την επιχείρησή του ή διεξάγει τις δραστηριότητες του με τέτοιο τρόπο και πρέπει να παρέχει τέτοιες πληροφορίες ώστε να διασφαλίζει, καθόσον είναι ευλόγως εφικτό ότι, πρόσωπα που δεν εργοδοτούνται από αυτόν, αλλά που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησης του δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο».

 

Κ.5(4) της Κ.Δ.Π. 444/01

 

«(4) Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά τη χρησιμοποίηση των εξοπλισμών εργασίας να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του Παραρτήματος II των παρόντων Κανονισμών».

 

§2 του Παραρτήματος II της Κ.Δ.Π. 444/01

 

«2.‑(1) ………………………………………………………………………………...

      (2) Εάν ένας εξοπλισμός εργασίας κινείται μέσα σε ζώνη εργασίας πρέπει να θεσπίζονται και να εφαρμόζονται κατάλληλοι κανόνες κυκλοφορίας.

        (3)(α) Πρέπει να λαμβάνονται οργανωτικά μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων στη ζώνη εργασίας αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας.

      (β) Εάν επιβάλλεται η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων για την καλή εκτέλεση των εργασιών, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή του τραυματισμού τους από τους εξοπλισμούς».

 

        Ενώπιόν μας, αυτό το οποίο θέτει ο Εφεσείων με το προαναφερθέν πρώτο σημείο της επιχειρηματολογίας του είναι τη θέση του ότι η εργασία που εκτελούσε εκείνη τη στιγμή ο εργοδοτούμενος μιας άλλης εταιρείας δεν εμπίπτει στις δραστηριότητες του ιδίου του Εφεσείοντος και άρα ‑κατά την εισήγηση‑ δεν εγείρεται καν ζήτημα εφαρμογής του Άρθρου 13(5). Η πρωτόδικη Δικαστής, παραθέτοντας εκτενές απόσπασμα από την υπόθεση Λίγγης κ.ά v. Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 677, καθοδηγήθηκε ορθώς για διάφορα σχετικά ζητήματα της παρούσας. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τον θανάσιμο τραυματισμό ενός οδηγού φορτηγού, και πάλι μη εργοδοτουμένου της εκεί εφεσείουσας εταιρείας αλλά στις εγκαταστάσεις της, κατά τη διάρκεια επανατοποθέτησης σε φορτηγό κάποιων αγαθών που είχαν άλλο τελικό προορισμό, με περονοφόρο όχημα όχι της εφεσείουσας αλλά της ανεξάρτητης εργολάβου εταιρείας και εργοδότριας του αποβιώσαντος.

 

        Στην εν λόγω υπόθεση, σε σχέση με παρόμοιο ερώτημα, ήτοι το κατά πόσον η φορτοεκφόρτωση αγαθών που είχαν άλλο προορισμό αποτελούσε εργασία η οποία ενέπιπτε στις δραστηριότητες της εκεί εφεσείουσας, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση R v. Associated Octel Ltd (1996) 4 All E.R. 846 (H.L.), υπέδειξε πως πρόκειται για ζήτημα γεγονότων στην κάθε περίπτωση, καθώς και ότι ο χώρος στον οποίο λαμβάνουν χώρα οι εξεταζόμενες δραστηριότητες είναι, σε συνήθεις περιπτώσεις, πολύ σημαντικός και πιθανώς είναι αποφασιστικής σημασίας («The place where the activity takes place will in the normal case be very important, possibly decisive»).

 

        Στην υπόθεση Λίγγης (ανωτέρω) πρωτοδίκως είχε κριθεί πως δεδομένου ότι η εφεσείουσα ασχολείτο με την εμπορία των συγκεκριμένων αγαθών (αυγών), η εργασία για την παραλαβή τους, στις εγκαταστάσεις της, έστω και αν αυτή είχε διεξαχθεί από ανεξάρτητη εργολάβο εταιρεία, ουσιαστικά αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των δραστηριοτήτων της εφεσείουσας και δεν θα μπορούσε να ιδωθεί ως ξεχωριστή διακρινόμενη δραστηριότητα το μέρος της εργασίας το οποίο αφορούσε την επανατοποθέτηση των τεσσάρων παλετών που είχαν άλλο τελικό προορισμό και είχαν εκφορτωθεί μόνο προσωρινά για σκοπούς διευκόλυνσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας την απόφαση ανέφερε: 

 

«Η πιο πάνω κρίση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, αφού θεωρούμε ότι, ουσιαστικά, αυτή υπαγορεύεται από τη λογική των πραγμάτων. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της εφεσείουσας, η εργασία παραλαβής στα υποστατικά της εμπορευμάτων, τα οποία αυτή είχε προμηθευτεί στα πλαίσια της προαναφερθείσας επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, σαφώς, αποτελούσε μέρος της διεξαγωγής της δραστηριότητας αυτής. Η διασύνδεση των δύο, από απόψεως χρόνου αλλά και χώρου, είναι τέτοια, που δε χωρεί περί τούτου οποιαδήποτε αμφιβολία. Και είτε η συγκεκριμένη εργασία διεξαγόταν με ίδια μέσα, ήτοι με μηχανήματα και προσωπικό της εφεσείουσας, είτε με εκμισθωμένα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση, ανωτέρω, δε θα άλλαζε ποσώς».

(έμφαση προστεθείσα)

             

          Στην ίδια υπόθεση, Λίγγης (ανωτέρω), σχολιάζοντας την εισήγηση ότι δεν ετίθετο θέμα ποινικής ευθύνης της εφεσείουσας με βάση το Άρθρο 13(5), το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε πως η περίπτωση που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο αποτελεί μια έκφανση μόνο, αυτού το οποίο συνιστά τον αντικειμενικό σκοπό και την όλη φιλοσοφία του Νόμου, όσον αφορά το πλαίσιο διαπίστωσης της εν λόγω ευθύνης, τον οποίο σκοπό εξαγγέλλει με το Άρθρο 2Α, που προνοεί ότι ο Ν.89(Ι)/96 «... έχει ως αντικειμενικό σκοπό την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας των προσώπων στην εργασία καθώς και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες στην εργασία».

 

        Σχετικές είναι και οι πρόνοιες του Άρθρου 3(7) το οποίο καθορίζει ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις σε διάφορα πρόσωπα (π.χ. στους εργοδότες) για την προστασία άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες ή παραλείψεις των προσώπων αυτών, ισχύει εφόσον επηρεάζεται άμεσα η ζωή, η αρτιμέλεια ή η υγεία των άλλων προσώπων. 

 

        Παρατηρούμε λοιπόν ότι είναι εντός αυτού του πλαισίου που το εδ.(5) του Άρθρου 13 επιβάλλει υποχρέωση διεξαγωγής των δραστηριοτήτων του εργοδότη κατά τρόπον που μη εργοδοτούμενα του πρόσωπα δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο. Όπως συνάγεται από τον πλαγιότιτλο του εν λόγω άρθρου, η υποχρέωση αυτή ανήκει στις «Γενικές Υποχρεώσεις Εργοδοτών». Ως θέμα λογικής η υποχρέωση αυτή διασυνδέεται με την αναφερόμενη στο εδ. (2)(στ)(ii), του ιδίου άρθρου, υποχρέωση επίβλεψης της ορθής εφαρμογής των μέτρων ασφάλειας, υγείας και ευημερίας των εργοδοτουμένων του ή και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του ή από τον τρόπο που διευθύνει την επιχείρησή του. Κατά παρόμοιο τρόπο άμεσα σχετικό είναι και το εδ. (3), το οποίο προνοεί πως τα προβλεπόμενα στον Ν.89(Ι)/96 εφαρμόζονται ακολουθώντας συγκεκριμένες αρχές πρόληψης, μεταξύ των οποίων είναι η αποφυγή των κινδύνων, η καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους και η παροχή των κατάλληλων οδηγιών στην εργασία. Όλα τα πιο πάνω, ασφαλώς καταρρίπτουν την υποβληθείσα εισήγηση ότι «ο Ν.89(Ι)/96 θεσπίστηκε προς διασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία των εργοδοτουμένων προσώπων», σε όποιο βαθμό με αυτή την εισήγηση υποστηρίζεται ότι ο εν λόγω Νόμος δεν διασφαλίζει και πρόσωπα μη ευρισκόμενα σε σχέση εργοδότησης.

 

          Στη βάση των προαναφερθέντων δεν θεωρούμε ότι απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση για το αβάσιμο του πρώτου επιχειρήματος που προβάλλει ο Εφεσείων στην παρούσα. Συγκρίνοντας με τα γεγονότα της υπόθεσης Λίγγης (ανωτέρω), όπου η επαναφόρτωση άσχετων αγαθών κρίθηκε ως μη διαχωρίσιμη δραστηριότητα θα λέγαμε πως πολλώ μάλλον αυτό ισχύει στην παρούσα περίπτωση, στην οποίαν όχι μόνον δεν πρόκειται για άσχετη δράση αλλά αντιθέτως για άρρηκτα συνδεδεμένη δραστηριότητα. Αναφερόμαστε στη συλλογή ανακυκλώσιμων υλικών ως χωροχρονικά άμεσα συνδεδεμένη δράση με την υγειονομική ταφή αποβλήτων. Δεν παραγνωρίζουμε ότι κατά την ανάθεση στην κατηγορούμενη 1 της περισυλλογής τέθηκαν όροι και ωράριο το οποίο διέφερε από το ωράριο εργασίας των μηχανημάτων (εκσκαφέων) του Εφεσείοντος, πλην όμως εδώ δεν εξετάζεται το τι κανονικά θα έπρεπε ενδεχομένως να γίνεται με βάση τη νομική ή συμβατική σχέση του Εφεσείοντος με την κατηγορούμενη 1 αλλά το τι εν τέλει διαδραματίστηκε, με συνέπεια το ατύχημα. Υπό τις περιστάσεις λοιπόν της παρούσας δεν συμφωνούμε ότι, η περισυλλογή των ανακυκλώσιμων υλικών από εργοδοτούμενο τρίτης εταιρείας κατόπιν ανάθεσης από τον Εφεσείοντα σε σκυβαλότοπο τον οποίον ο Εφεσείων ήλεγχε, εξέφευγε των δραστηριοτήτων ταφής αποβλήτων, στις οποίες προέβαινε ο Εφεσείων με δικούς του εργοδοτούμενους και δικά του μηχανήματα.

 

        Τα επόμενα δύο σημεία στην επιχειρηματολογία του Εφεσείοντος εκ πρώτης όψεως δημιουργούν την εντύπωση ότι εγείρουν ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας πλην όμως στην πραγματικότητα με αυτά δεν προσβάλλεται κάποιο πρωτόδικο εύρημα. Ούτως ή άλλως όμως, και παρά τη δομή που ακολουθήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, δεν διαπιστώνουμε να αντιστρατεύονται την κοινή λογική τα συμπεράσματα ή οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή να μην δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που είχε προσκομιστεί.

 

        Αυτό το οποίο συνάγεται, από τα εν τέλει αλληλοσυμπλεκόμενα δύο προαναφερθέντα σημεία, είναι πως ο Εφεσείων παραπονείται ισχυριζόμενος ότι πρωτοδίκως δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία αφενός στο αναντίλεκτο γεγονός ότι βάσει των όρων ανάθεσης στην κατηγορούμενη 1 απαγορεύετο ρητώς η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων της ενόσω εργάζονταν οι εκσκαφείς («τα μηχανήματα») του Εφεσείοντος και αφετέρου στο γεγονός ότι ο τραυματισθείς Μ.Κ.2 είχε εισέλθει παράνομα ή ως επεμβασίας στη ζώνη εργασίας λόγω μη επαρκούς επόπτευσής του από τον εργοδότη του, ήτοι την κατηγορούμενη 1.

 

        Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την προσήκουσα σημασία είτε στην απαγόρευση εισόδου είτε στην παραβίασή της από την κατηγορούμενη 1 και τον εργοδοτούμενο της, τον Μ.Κ.2. Αντιθέτως προς τούτο κατέγραψε ειδικά και απεδέχθη τη θέση του Εφεσείοντος περί του ότι είχε δώσει οδηγίες όπως απαγορευθεί η είσοδος εν ώρα εργασίας των μηχανημάτων και ότι οι προαναφερθέντες όροι απαγόρευσης και του ωραρίου (μετά τις 1:00 μ.μ.) είχαν συμπεριληφθεί στη συμφωνία. Στην πραγματικότητα αυτά περιείχοντο μόνο στους όρους του διαγωνισμού, Τεκμήριο 14, τα έγγραφα του οποίου όμως αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας, Τεκμήριο 16. Φαίνεται δε και από την ανάλυση στην οποία προέβη ότι απορρίπτοντας τα πιο πάνω ως επαρκή και ικανοποιητικά μέτρα ασφαλείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν τόσον το ότι υπήρξαν υποδείξεις προς την κατηγορούμενη 1 για τήρηση του ωραρίου όσο και τις παρατηρήσεις των μηχανοδηγών για απομάκρυνση από την πλατεία εργασίας των εκσκαφέων. Οι λόγοι τους οποίους έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως εξής:

 

«Ο παθόντας εισήλθε από την πύλη που ήλεγχε υπάλληλος του κατηγορουμένου 2, οποίος επέτρεψε την είσοδο σε αυτόν την ώρα που εργάζονταν τα μηχανήματα στην πλατεία. Καμία επίδραση δεν είχε στην ευθύνη του κατηγορουμένου (εννοεί του Εφεσείοντος) αν ο υπάλληλος του γνώριζε και/ή αν γνώριζε κατά πόσο παραβίασε την εντολή που του είχαν δώσει για απαγόρευση εισόδου σε άτομα που δεν έπρεπε να εισέλθουν εντός του χώρου. Σε κάθε περίπτωση αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο υπάλληλος του κατηγορουμένου (εννοεί του Εφεσείοντος) στην πύλη δεν γνώριζε ότι υπήρχε η ανωτέρω απαγόρευση. Κατά την κρίση μου ήταν υποχρέωση του κατηγορουμένου 2 να βεβαιώνεται ότι υπάλληλοι του γνώριζαν και εφάρμοζαν τις οδηγίες του προς αυτούς. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος (εννοεί τον Εφεσείοντα) δεν έλαβε κανένα μέτρο εποπτείας και επιτήρησης ώστε να βεβαιώνεται ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας πεζών την ώρα που εργάζονταν τα μηχανήματα εφαρμόζετο στην πράξη. Αλλά τούτο αφέθηκε να γίνεται από τους μηχανοδηγούς, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση σε χρόνο πριν το ατύχημα έβγαλαν το (sic) παθόντα από την πλατεία. Φυσικά τούτα κατά την κρίση μου δεν ήταν τα κατάλληλα άτομα να προβαίνουν σε τέτοιο έλεγχο αν αναλογιστεί κανείς τη δραστηριότητα που τους είχε ανατεθεί να διεξάγουν (ταφή σκυβάλων) αλλά και τη μειωμένη ορατότητα που είχαν στο χώρο ένεκα του όγκου των σκυβάλων. Τέλος σημειώνω ότι σύμφωνα με τη θέση των μαρτύρων του ο κατηγορούμενος 2 γνώριζε ότι πρόσωπα εισέρχονταν στην πλατεία την ώρα που εργάζονταν τα μηχανήματα παρά ταύτα αρκέστηκε σε υποδείξεις προς την κατηγορούμενη 1 να τηρεί το ωράριο εργασίας και σε παρατηρήσεις των μηχανοδηγών προς τον παθόντα για απαγόρευση εισόδου στην πλατεία. Επίσης επέτρεψε την είσοδο του παθόντα στο σκυβαλότοπο σε μη εργάσιμες ώρες με βάση το συμβόλαιο με την κατηγορούμενη 1. Συνεπώς κατά την κρίση μου ο κατηγορούμενος 2 δεν έλαβε υπό τις περιστάσεις τα ευλόγως εφικτά μέτρα ούτε και έλαβε το καλύτερο υπό τις περιστάσεις μέτρο».

 

Από πολύ παλιά, ακόμα και στο πλαίσιο παλαιότερων σχετικών νομοθεσιών, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να υποδείξει στην Παντελής Κυριάκου & Υιοί Λτδ v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 242 πως: «[Ε]ίναι αποκλειστική ευθύνη των εργοδοτών να μεριμνούν για διασφάλιση συμμόρφωσης με τους κανονισμούς ασφάλειας, άλλωστε είναι οι μόνοι οι οποίοι έχουν τον έλεγχο της εργασίας. Αντίθετα οι εργοδοτούμενοι δεν έχουν εκλογή για τις συνθήκες εργασίας τους». Λίγα χρόνια αργότερα, στην υπόθεση Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Πάφου v. Κώστας Κυριάκου & Υιός Λτδ κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 290 λέχθηκε πως: «[Θ]α πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ακόμα και όταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αφαιρούν τα προφυλακτικά μέτρα μετά την τοποθέτηση τους, η ευθύνη του εργοδότη δεν μειώνεται, γιατί η συνεχής παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας αποτελεί αποκλειστικά δική του ευθύνη. Κάθε εργοδότης πρέπει να διατηρεί συνεχή έλεγχο και επιτήρηση της πιστής εφαρμογής των κανονισμών ασφαλείας». Στη δε υπόθεση Mass Pack Trading Ltd v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας Πάφου (1996) 2 Α.Α.Δ. 142 τονίστηκε ότι: «[Η] υποχρέωση για διατήρηση των μέτρων ασφάλειας και η συντήρηση τους δεν είναι μόνο απόλυτη αλλά και διαρκής».

 

Με τη σειρά μας, θα πρέπει να διευκρινίσουμε, με αναφορά στην υπόθεση Mass Pack Trading Ltd (ανωτέρω), πως ούτε στην παρούσα έχει κάποια σημασία η οποιαδήποτε πιθανή αμέλεια ή ευθύνη του Μ.Κ.2 διότι στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης απλά εξετάζεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι απεδείχθη το ποινικό αδίκημα, δηλαδή η διεξαγωγή δραστηριοτήτων υπό εργοδότη κατά τρόπον που εκτίθεντο σε κίνδυνο τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν εργοδοτούντο από τον ίδιο, πράγμα για το οποίο έχει την αποκλειστική ευθύνη (βλ. Λίγγης, ανωτέρω). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Mass Pack Trading Ltd (ανωτέρω) δεν αποτελεί υπεράσπιση το γεγονός ότι κάποιος εργοδοτούμενος, απειθαρχώντας στις οδηγίες εργάζεται κατά τρόπον που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, η δε πιθανή συντρέχουσα αμέλεια κάποιου εργοδοτούμενου δυνατόν μεν να σχετίζεται με τον καταμερισμό της ευθύνης σε μια πολιτική υπόθεση αλλά όμως δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη του εργοδότη για την τυχόν παράλειψή του. Δεν θεωρούμε ότι ήταν ορθή η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με ένα τέτοιο ζήτημα στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης και δεν θα μας απασχολήσουν περαιτέρω ούτε οι οποιεσδήποτε παρεμφερείς εισηγήσεις του Εφεσείοντος.

 

        Στην παρούσα περίπτωση είναι εμφανές πως ο Εφεσείων περιορίστηκε σε γραπτές συμβατικές πρόνοιες και σε λεκτικές παραινέσεις για την απαγόρευση εισόδου εν ώρα εργασίας των μηχανημάτων. Παράλληλα όμως είναι εμφανέστερο πως το πιο δραστικό, αποτελεσματικό και εφικτό μέτρο, το οποίο ηδύνατο και ώφειλε να λάβει, ήταν η εν τοις πράγμασι απαγόρευση εισόδου εν ώρα εργασίας των μηχανημάτων. Αυτό μπορούσε να γίνει με έναν μόνο τρόπο και δη με το να δοθεί ρητή και σαφής εντολή στον φύλακα της πύλης, (υπάλληλο του Εφεσείοντος), περί απαγόρευσης εισόδου οποιουδήποτε τρίτου προσώπου ενόσω εργάζονται οι εκσκαφείς. Αυτό δεν έγινε όμως, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να προσβάλλεται το εν λόγω εύρημά του. Όλα τα υπόλοιπα συνιστούν αβάσιμες αιτιάσεις προς αποφυγή της ευθύνης που θέτει ο Νόμος, χωρίς βεβαίως να διαθέτουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν προς τέτοια κατεύθυνση. Ο Εφεσείων μάλιστα είχε λάβει γνώση ότι δεν ακολουθούντο ούτε τα συμφωνηθέντα ούτε οι προφορικές υποδείξεις αλλά και πάλι δεν προχώρησε στη λήψη αυτού του απλού και εφικτού μέτρου. Μας φαίνεται, κατ' αναλογίαν προς τα λεχθέντα στην υπόθεση Εταιρεία Γενικών Κατασκευών Λτδ v. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας Λεμεσού (1989) 2 Α.Α.Δ 51, πως και εδώ «... ο έλεγχος ο οποίος γινόταν, ήταν στην ουσία επιφανειακός» και πάντως σίγουρα υπολείπεται του βαθμού και των μέτρων τα οποία απαιτεί το Άρθρο 13(5) του Νόμου.

 

        Σημειώνουμε πως και ο Εφεσείων δέχεται ότι η καθολική απαγόρευση ήταν το «πλέον αποτελεσματικό μέτρο», ισχυριζόμενος όμως ότι το έλαβε. Αναφέρεται βέβαια μόνον στις γραπτές πρόνοιες ή λεκτικές παραινέσεις, χωρίς να εστιάζει στην πραγματική εφαρμογή του, η οποία, ως εξηγήσαμε, ήταν πολύ απλή και δεν έγινε ποτέ.

 

        Στο διάγραμμα αγόρευσής του ο Εφεσείων προβάλλει και ότι οι προαναφερθείσες παράγραφοι του Παραρτήματος II της Κ.Δ.Π. 444/01 εφαρμόζονται στα πλαίσια μείωσης κινδύνου για τους χρήστες του εξοπλισμού εργασίας και για τους λοιπούς εργοδοτούμενούς του. Συναφώς εισηγείται ότι οι οποιοιδήποτε κανόνες απαιτείται να θεσπίζονται μόνο σε σχέση με εργοδοτούμενούς του και όχι σε σχέση με τρίτα πρόσωπα, όπως και ότι οργανωτικά μέτρα πρέπει να λαμβάνονται ώστε να αποφεύγεται η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων του. Βέβαια εν πρώτοις θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως το αδίκημα της κατηγορίας αρ. 4 απεδείχθη στη βάση του Άρθρου 13(5) και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην εξέταση των προνοιών του Παραρτήματος II. Ούτως ή άλλως και ο ίδιος ο Εφεσείων επέμεινε μέχρι τέλους στη γραμμή ότι η είσοδος ήταν γενικά απαγορευμένη και ότι για αυτό δεν απαιτούντο άλλα μέτρα ασφάλειας.

 

        Εν πάση περιπτώσει όμως δεν θα συμφωνούσαμε με την εισήγηση για μια τέτοια συσταλτική ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Παραρτήματος II. Δεν συμφωνούμε ότι οι πρόνοιες αυτές αφορούν μόνον εργοδοτούμενους του συγκεκριμένου εργοδότη και κανένα τρίτο πρόσωπο, ιδιαίτερα όταν, όπως εδώ, πρόκειται για εργοδοτούμενο συνεργάτιδας εταιρείας. Αντιθέτως έχουμε την άποψη πως καλύπτουν γενικά εργοδοτούμενους που ευρίσκονται στη «ζώνη εργασίας». Υπενθυμίζουμε δε πως ο όρος «εργασία» σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν.89(Ι)/96 περιλαμβάνει και οποιοδήποτε καθήκον «εξωτερικού εργάτη», όρος ο οποίος βάσει του Νόμου σημαίνει οποιοδήποτε εργοδοτούμενο πρόσωπο που απασχολείται σε χώρο ο οποίος δεν είναι κάτω από τον έλεγχο του εργοδότη. Αναμφίβολα λοιπόν ο Μ.Κ.2 ήταν εργοδοτούμενος της κατηγορούμενης 1, απασχολούμενος στη ζώνη εργασίας χώρου για τον οποίον ο Εφεσείων ήταν εργοδότης, ως εξηγήθηκε προηγουμένως. Υπό αυτή την ιδιότητα και έχοντας γνώση ότι στην πράξη εισέρχονταν στον σκυβαλότοπο εργοδοτούμενοι της κατηγορουμένης 1, ο Εφεσείων ώφειλε να θεσπίσει και να εφαρμόζει κατάλληλους κανόνες κυκλοφορίας και να λαμβάνει οργανωτικά μέτρα ούτως ώστε να αποφεύγεται η παρουσία πεζών εργοδοτουμένων στη ζώνη εργασίας των αυτοκινούμενων εξοπλισμών. Επειδή υπήρξε και σχετική εισήγηση του κ. Λοχία σημειώνουμε πως κατά τη δική μας άποψη «αυτοκινούμενο» σημαίνει αυτό που κινείται μόνο του, χωρίς επενέργεια εξωτερικών δυνάμεων, δηλαδή που κινείται με δικό του κινητήρα και η λέξη είναι άμεσα σχετική ή και ταυτόσημη ως προς το νόημα της με τη λέξη «αυτοκίνητο» (βλ. ΛΝΕΓ, Μπαμπινιώτη, 1998, Επανεκτύπωση). Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως οι εκσκαφείς του Εφεσείοντος εμπίπτουν εντός της έννοιας αυτής.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ειδικότερα και πάλι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το γεγονός ότι οι δραστηριότητές του στον σκυβαλότοπο δεν διελάμβαναν την παρουσία πεζών εργοδοτουμένων του στον χώρο, οπότε δεν προέκυπτε ανάγκη για την περίληψη προνοιών περί τέτοιων πεζών εργοδοτουμένων στη γραπτή εκτίμηση κινδύνων την οποία παραδεκτώς διέθετε. Αντιθέτως, όπως αναφέρει, απαγόρευε την παρουσία πεζών εργοδοτουμένων κατά τον χρόνο ταφής των αποβλήτων.

 

        Σύμφωνα με τον κ.2 της Κ.Δ.Π. 173/02 «εκτίμηση» σημαίνει την εκτίμηση που γίνεται και μάλιστα αναθεωρείται, όπου αυτό είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του κ.4. Βάσει δε του κ.3 η Κ.Δ.Π. 173/02 εφαρμόζεται σε χώρους εργασίας όπου εφαρμόζεται ο Ν.89(Ι)/96. Αρκούμαστε στο να παραθέσουμε τον κ.4(2) ο οποίος έχει ως εξής:

 

«(2) Ο εργοδότης οφείλει-

 (α) Να έχει στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση-

...........................................................................................................

(ii) των κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία προσώπων που δεν εργοδοτούνται από αυτόν και οι οποίοι δημιουργούνται από ή σε σχέση με τον τρόπο που διεξάγει τις δραστηριότητες του ή διευθύνει την επιχείρησή του.

(β) Με βάση την πιο πάνω γραπτή εκτίμηση ο εργοδότης οφείλει να καθορίζει τα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν και, αν χρειαστεί, το υλικό ή τον εξοπλισμό προστασίας που πρέπει να χρησιμοποιηθεί».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Οι ίδιοι Κανονισμοί ορίζουν τι σημαίνει «προληπτικά και προστατευτικά μέτρα» ως εξής στον κ.2:

 

«"προληπτικά και προστατευτικά μέτρα" σημαίνει τα μέτρα τα οποία έχουν καθορισθεί από τον εργοδότη ή το αυτοεργοδοτούμενο πρόσωπο ως συνέπεια της εκτίμησης, τα οποία είναι αναγκαία να ληφθούν για τη διασφάλιση της ασφάλειας, υγείας και ευημερίας των προσώπων στην εργασία, καθώς και για προστασία οποιωνδήποτε άλλων προσώπων έναντι των κινδύνων για την ασφάλεια και υγεία σε σχέση με τις δραστηριότητες των προσώπων στην εργασία».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Σημειώνουμε ότι πρωτοδίκως είχε κριθεί πως ο Εφεσείων διέθετε μεν γραπτή εκτίμηση κινδύνων για την εργασία στον σκυβαλότοπο, η οποία όμως δεν ήταν η ορθή επειδή, (ως γίνεται αντιληπτό), δεν αναφερόταν στους κινδύνους από την ταυτόχρονη διακίνηση των αυτοκινούμενων εξοπλισμών και πεζών. Θεωρούμε πως ούτε σε αυτή την περίπτωση απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση του θέματος. Αναμφίβολα από τον τρόπο διεξαγωγής των δραστηριοτήτων του Εφεσείοντος στον σκυβαλότοπο δημιουργούντο κίνδυνοι για την ασφάλεια και υγεία προσώπων τα οποία τυχόν εισέρχονταν εν ώρα εργασίας των μηχανημάτων, έστω και αν αυτά τα πρόσωπα δεν εργοδοτούντο από τον ίδιο τον Εφεσείοντα. Ασφαλώς υπήρχαν προληπτικά και προστατευτικά μέτρα τα οποία έπρεπε να ληφθούν. Το σπουδαιότερο τέτοιο προληπτικό ή και προστατευτικό συνάμα μέτρο ήταν η εν τοις πράγμασι απαγόρευση της εισόδου μη εργοδοτουμένων προσώπων εν ώρα εργασίας των μηχανημάτων και αν υπήρχε αναγκαιότητα εισόδου, απαιτείτο συνακόλουθα και η ρύθμιση της διακίνησης εντός του χώρου εργασίας, ούτως ώστε να εξαλείφεται ή ελαχιστοποιείται κατά το δυνατόν, ο οποιοσδήποτε κίνδυνος. Συνεπώς, σε μια κατάλληλη γραπτή εκτίμηση κινδύνων αφενός θα επισημαίνοντο οι κίνδυνοι και αφετέρου θα καθορίζοντο τα ενδεικνυόμενα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Σε αυτό το σημείο ακριβώς εδράζεται η ποινική ευθύνη του Εφεσείοντος. Υπήρχαν κίνδυνοι λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων του και του τρόπου διεξαγωγής των στην πράξη, οπότε ώφειλε να έχει στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει. Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

        Στη βάση των πιο πάνω και οι δύο λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και κατά συνέπειαν η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο