ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 206/22)

 

30 Μαΐου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

M & K TELEFONE LTD

Εφεσείουσα

v.

 

                                1.   ΧΑΡΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

                                2.  ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΣΧΑΛΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσιβλήτων

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Πετρίδης, για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης και Σία, για Εφεσείουσα

Κ. Στυλιανού, για Ευθύμιο Κ. Ιωσήφ, για Εφεσίβλητους

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα, παραπονούμενη στην πρωτόδικη ιδιωτική ποινική διαδικασία, προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης την απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας με την οποία αθώωσε τους Εφεσίβλητους, Κατηγορούμενους 2 και 3, για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής ύψους €20.000 άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.») (κατηγορία αρ. 11). Οι υπόλοιπες κατηγορίες είχαν αποσυρθεί σε παλαιότερο στάδιο, πριν την ακρόαση.

 

        Κατά την ακρόαση κατέθεσαν εκ μέρους της Εφεσείουσας ο διευθυντής της, κ. Γούναρης (Μ.Κ.1) και η τραπεζική υπάλληλος κα Χριστοφίδου (Μ.Κ.2). Στο εκ πρώτης όψεως στάδιο ο πρωτόδικος Δικαστής είχε αθωώσει τους Εφεσίβλητους με απόφασή του ημερ. 3.3.21, κρίνοντας ότι ενώ ήταν διευθυντές εταιρείας κατηγορούντο ως εκδότες της επιταγής και δεν είχε αποδειχθεί το συστατικό στοιχείο της έκδοσής της από τους ίδιους. Είχε καλέσει σε απολογία μόνο την κατηγορούμενη 1 εταιρεία Geo.Ha.Ma. Telecommunications Ltd, την οποία επίσης αθώωσε αργότερα, με την τελική απόφαση ημερ. 18.5.21, με το σκεπτικό ότι η επιταγή έπαυσε να είναι εκτελεστή αφού η Εφεσείουσα, έχοντάς την παραλάβει κατά τον Μάρτιο του 2013, προχώρησε μετά από 2,5 έτη στη συμπλήρωση αφενός του ονόματός της ως δικαιούχου και αφετέρου της ημερομηνίας «9.9.15», χωρίς όμως να είχε λάβει προηγουμένως τη σχετική «αναγκαία» εξουσιοδότηση της κατηγορουμένης 1 εταιρείας.

 

        Η νυν Εφεσείουσα, παραπονούμενη, είχε τότε εφεσιβάλει και τις δύο πιο πάνω πρωτόδικες αποφάσεις. Πρόκειται για την υπόθεση M&K Telefone Ltd v. Geo.Ha.Ma. Telecommunications Ltd κ.ά, Ποιν. Έφ. 73/2021, ημερ. 19.5.22, ECLI:CY:AD:2022:D196, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις εν λόγω αποφάσεις και εν συνεχεία, αφενός παρέπεμψε την υπόθεση στον ίδιο πρωτόδικο Δικαστή για ολοκλήρωσή της με κλήση των νυν Εφεσιβλήτων σε απολογία και αφετέρου αντικατέστησε την αθωωτική με καταδικαστική απόφαση εν σχέσει με την κατηγορούμενη 1 εταιρεία. Όταν οι νυν Εφεσίβλητοι κλήθηκαν σε απολογία, άσκησαν το δικαίωμα της σιωπής και δεν κάλεσαν οποιονδήποτε μάρτυρα.

 

        Ο πρωτόδικος Δικαστής, αξιολογώντας τη μαρτυρία (κάπως πρωθύστερα, ήτοι μετά τη νομική πτυχή), έκρινε ως ειλικρινή τον Μ.Κ.1 και επισημαίνοντας τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 ως αναντίλεκτη λόγω μη αντεξέτασής της, κατέληξε σε ευρήματα γεγονότων ως εξής:

 

        «Οι διάδικοι υπήρξαν συνεργάτες και συγκεκριμένα η παραπονούμενη προμήθευε τα καταστήματα της 1ης κατηγορούμενης στη Λεμεσό με είδη τηλεφωνίας. Για τη μεταξύ τους συνεργασία η παραπονούμενη διατηρούσε σχετικό λογαριασμό. Στα πλαίσια της συνεργασίας τους τον Μάρτη του 2013 παραδόθηκε στην παραπονούμενη η επίδικη επιταγή η οποία είχε υπογραφεί από την 3η κατηγορούμενη διευθύντρια της 1ης κατηγορούμενης η οποία είχε εξουσία να υπογράφει για την έκδοση επιταγών από τον επίδικο λογαριασμό της τελευταίας. Η εν λόγω επιταγή παραδόθηκε στον Μ.Κ.1 κ. Κώστα Γούναρη. Στην επιταγή είχε αναγραφεί επίσης από την 3η κατηγορούμενη το ποσό των €20.000 ολογράφως και αριθμητικά αλλά αυτή δεν είχε χρονολογηθεί ούτε είχε συμπληρωθεί το όνομα του δικαιούχου της. Ο Μ.Κ.1 χωρίς να ενημερώσει σχετικά την 1η κατηγορούμενη ή κάποιον από τους διευθυντές της συμπλήρωσε στην επίδικη επιταγή το όνομα της παραπονούμενης και την ημερομηνία 9.9.2015 και την ίδια ημέρα την παρουσίασε στην Τράπεζα Κύπρου για πληρωμή. Η εν λόγω επιταγή δεν τιμήθηκε και στις 10.9.2015 σφραγίστηκε με την ένδειξη «να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπο». Στη συνέχεια η επίδικη επιταγή παρουσιάστηκε ακόμα 4 φορές για πληρωμή στις 15.9.2015, 18.9.2015, 23.9.2015 και στις 28.9.2015 χωρίς πάλι να τιμηθεί».

 

        Δεδομένου ότι η κατηγορούμενη 1 εταιρεία είχε ήδη καταδικαστεί ως αυτουργός από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε να εξετάσει κατά πόσον είχε στοιχειοθετηθεί η συνέργεια η οποία αποδίδετο στους Εφεσίβλητους στη βάση του Π.Κ.20 πλην όμως κατέληξε αρνητικά, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

        «Λαμβάνοντας υπόψη μου ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε επί τραπεζικού λογαριασμού της 1ης κατηγορούμενης και υπογράφηκε από την 3η κατηγορούμενη κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε η ένοχη πράξη (actus reus) του αδικήματος της συνέργειας στην έκδοσή της από τον 2ο κατηγορούμενο. Το γεγονός ότι αυτός είναι αξιωματούχος της κρίνω ότι δεν επαρκεί για να θεμελιώσει το ως άνω συστατικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Συνακόλουθα ο 2ος κατηγορούμενος αθωώνεται ελλείψει του ως άνω συστατικού στοιχείου του αδικήματος.

        Ακόμα όμως και να αποδεχόμουν την εισήγηση του κ. Πετρίδη ότι αυτός παρακίνησε την 3η κατηγορούμενη να εκδώσει την επίδικη επιταγή κρίνω ότι αυτό δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 20(δ) του Ποινικού Κώδικα αφού αυτή καθ' αυτή η έκδοση μιας επιταγής δεν συνιστά ποινικό αδίκημα.

        Ο Μ.Κ.1 έλαβε την επίδικη επιταγή η οποία δεν είχε χρονολογηθεί τον Μάρτη του 2013. Στις 9.9.2015 τη χρονολόγησε συμπληρώνοντας την εν λόγω ημερομηνία χωρίς όμως να ειδοποιήσει οποτεδήποτε για τούτο τους κατηγορούμενους και την ίδια ημέρα την παρουσίασε στην τράπεζα για να πληρωθεί. Ενώπιόν μου δεν τέθηκε μαρτυρία αναφορικά με το υπόλοιπο του λογαριασμού επί του οποίου εκδόθηκε η επίδικη επιταγή κατά τον Μάρτη του 2013 όταν αυτή παραδόθηκε στον Μ.Κ.1. Κρίνω ότι τούτοι (sic) ήταν αναγκαίο να είχε γίνει για να μπορούσε να εξεταστεί εάν τότε η 3η κατηγορούμενη η οποία υπόγραψε την επίδικη επιταγή γνώριζε όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος από την 1η κατηγορούμενη εταιρεία. Δεν μπορεί δηλαδή να εξεταστεί εάν τότε γνώριζε ή έκλεισε τα μάτια της ώστε να μην γνωρίζει πως ο λογαριασμός της εταιρείας κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε επαρκή υπόλοιπα για να τιμηθεί η επιταγή.  

        Στην απουσία σχετικής μαρτυρίας αναφορικά με το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής τον Μάρτη του 2013 κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε πως η 3η κατηγορούμενη κατά τον χρόνο που υπόγραψε την εν λόγω επιταγή γνώριζε ή έκλεισε τα μάτια της ώστε να μην γνωρίζει εάν θα υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα για να τιμηθεί. Από τη στιγμή που όταν την υπόγραψε δεν γνώριζε πότε θα παρουσιαζόταν δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ούτε ότι δεν θα υπήρχαν επαρκή υπόλοιπα για να τιμηθεί.

        Έχοντας επίσης υπόψη μου ότι η συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής επιτελείται κατά τον χρόνο υπογραφής της επιταγής (Παυλόπουλος (πιο πάνω) κρίνω ότι σε σχέση με την 3η κατηγορούμενη δεν έχει αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος της συνέργειας στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής και συγκεκριμένα πως δεν αποδείχθηκε πως η 3η κατηγορούμενη κατά τον χρόνο που υπόγραψε την εν λόγω επιταγή γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει ότι κατά τον χρόνο που αυτή θα καθίστατο πληρωτέα ήτοι 2½  περίπου χρόνια μετά την έκδοσή της δεν θα υπήρχε το απαραίτητο ποσό για πληρωμή της επίδικης επιταγής στον λογαριασμό της 1ης κατηγορούμενης. Ως εκ τούτου κρίνω ότι η επίδικη κατηγορία δεν έχει αποδειχθεί ούτε εναντίον της 3ης κατηγορούμενης».

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Με τους τρεις λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προβάλλει ότι ο Νόμος έχει εφαρμοστεί πλημμελώς: (1) Σε σχέση με τη νομολογία, (2) Σε σχέση με το Άρθρο 305Α(1) και τον χρόνο κατά τον οποίο συντελείται το αδίκημα και (3) Σε σχέση με τον Π.Κ.20 και τη συνέργεια του Εφεσίβλητου 1 (κατηγορούμενου 2). Ειδικότερα, από πλευράς αιτιολογίας, στα πλαίσια του πρώτου λόγου καταγράφονται στοιχεία μαρτυρίας τα οποία κατά την Εφεσείουσα ενέπλεκαν τους Εφεσίβλητους στο αδίκημα. Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο υποστηρίζεται ότι το αδίκημα συντελείται όταν η επιταγή παραμείνει απλήρωτη για 15 ημέρες μετά την παρουσίαση της, χωρίς να έχει σημασία το νοητικό στοιχείο κατά τον χρόνο έκδοσης της και άρα από τη στιγμή που το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε την κατηγορούμενη 1 εταιρεία, έπεται πως το πρωτόδικο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καταδικάσει τους Εφεσίβλητους. Τέλος εν σχέσει με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι ενώ στη «μαρτυρία» του ο Εφεσίβλητος 1 δεχόταν ότι αυτός είχε παρακινήσει την Εφεσίβλητη 2 να εκδώσει την επιταγή, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι μια τέτοια ενέργεια δεν ενέπιπτε στην έννοια του Π.Κ.20. Παρατίθενται δε και κάποια άλλα στοιχεία από τη «μαρτυρία» («Έγγραφο Β») του Εφεσίβλητου 1 προς υποστήριξη της θέσης ότι αυτός είχε άμεση εμπλοκή στα γεγονότα και στα διοικητικά της κατηγορουμένης εταιρείας τους.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 3

 

        Πριν από οτιδήποτε άλλο, ως θέμα λογικής σειράς, προέχει η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης και ειδικότερα του υποβάθρου το οποίο θέτει η Εφεσείουσα σε σχέση με αυτόν τον λόγο έφεσης. Βασικά, τόσο στο εφετήριο όσο και στο διάγραμμα αγόρευσης της, παραπέμπει σε προφορική και γραπτή «μαρτυρία» του Εφεσίβλητου 1 ενώ καμμιά τέτοια μαρτυρία δεν υπήρξε. Στην πραγματικότητα, μετά την επιτυχία της αρχικής έφεσης και την επαναφορά της υπόθεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο για συνέχιση με την κλήση τους σε απολογία, οι Εφεσίβλητοι επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής. Πράγμα το οποίο και η ίδια η Εφεσείουσα καταγράφει σε άλλα σημεία των πιο πάνω εγγράφων της. Φαίνεται όμως να διέλαθε την προσοχή της ότι τέτοια μαρτυρία είχε προκύψει μόνον όταν η κατηγορουμένη 1, κληθείσα σε απολογία με την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 3.3.21, είχε καλέσει ως μάρτυρα υπεράσπισης της τον Εφεσίβλητο 1 (κατηγορούμενο 2), ο οποίος όμως είχε τότε ήδη αθωωθεί με την ίδια εκείνη πρωτόδικη απόφαση.

 

        Έχουμε την άποψη ότι υπό τις περιστάσεις αυτές η Εφεσείουσα δεν δικαιούται να επικαλείται ή να στηριχθεί στη μαρτυρία εκείνη. Σημειώνουμε πως όχι μόνο δεν είχε αξιολογηθεί τέτοια μαρτυρία στην εδώ εφεσιβαλλόμενη μεταγενέστερη απόφαση ημερ. 1.9.22 αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ταυτόσημη εισήγηση της Εφεσείουσας, λέγοντας πως δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία αφού είχαν παραμείνει σιωπηλοί. Θεωρούμε ότι το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα σιωπής των Εφεσιβλήτων υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου χειρισμού και ορθώς έγινε σεβαστό πρωτοδίκως. Με την πορεία που πήρε η υπόθεση, τα όσα κατέθεσε ο Εφεσίβλητος 1, ως μάρτυρας υπέρ της κατηγορουμένης 1, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και δη εις βάρος του σε μεταγενέστερη διαδικασία στην οποίαν ο ίδιος ως κατηγορούμενος επέλεξε τη σιωπή. Οποιαδήποτε διαφορετική κατάληξη θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορούμενου στην ποινική διαδικασία, κατοχυρωμένο από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250). Κατά συνέπειαν ελλείποντος του σχετικού υποβάθρου δεν ευσταθεί ο τρίτος λόγος έφεσης και απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης Αρ. 1 και 2

 

        Όσον αφορά τους υπόλοιπους δυο λόγους έφεσης έχουμε την άποψη πως είναι αλληλένδετοι, πράγμα το οποίο επιτρέπει ή και επιβάλλει τη συνεξέταση τους. Σχετικά παρατηρούμε ότι με αυτούς δεν προσβάλλονται μεν πρωτογενή ευρήματα γεγονότων αλλά από την άλλη πλευρά εγείρονται κάποια ζητήματα εν σχέσει με πρωτόδικα συμπεράσματα επί πρωτογενών γεγονότων. Τις καθιερωμένες αρχές επέμβασης του Εφετείου σε τέτοια ζητήματα, είχαμε την ευκαιρία να τις συνοψίσουμε σχετικά πρόσφατα στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά, ημερ. 12.9.23, τις οποίες και έχουμε υπ' όψιν. Για σκοπούς της παρούσας αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε ότι γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.α. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204). Μια από τις περιπτώσεις επέμβασης του Εφετείου είναι όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του (Κουρέας ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896).

 

        Με τους δύο εναπομείναντες λόγους έφεσης ουσιαστικά εγείρεται το ζήτημα της συνέργειας των Εφεσιβλήτων στο αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για το οποίο η εταιρεία τους είχε ήδη καταδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Παρομοίως δεδομένη ήταν η διάπραξη του αδικήματος από την εταιρεία και στην πρόσφατη υπόθεση Ανδρέου ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Ποιν. Έφ. 42/2021, ημερ. 22.9.23, στην οποία είχαμε την ευκαιρία να προβούμε σε συνολική επισκόπηση της νομολογίας σε σχέση με το θέμα της συνέργειας. Αναπόφευκτα, κάποια τμήματα της εν λόγω απόφασης παρατίθενται και στην παρούσα, καθότι κρίνονται καθοδηγητικά και χρήσιμα στη δομή του όλου συλλογισμού κατά την εξέταση των εγειρομένων ζητημάτων, σε κάποια εκ των οποίων προσφέρουν απαντήσεις.

 

        Όπως λοιπόν είχαμε αναφέρει και στην πιο πάνω υπόθεση Ανδρέου, προκύπτει ως θέμα απλής γραμματικής ερμηνείας ότι το αδίκημα αυτό τελειούται μόνο μετά την πάροδο άπρακτης της 15ήμερης προθεσμίας, την οποία ο Νομοθέτης θέσπισε ως μια τελευταία ευκαιρία προς αποφυγή της ποινικής ευθύνης. Τα διάφορα αυτά στάδια, τα οποία απαιτούνται για την ολοκλήρωση του αδικήματος, αντικατοπτρίζονται ασφαλώς στα ίδια τα συστατικά του στοιχεία, τα οποία, εν συνόψει, είναι η έκδοση, η παρουσίαση, η μη εξαργύρωση και η μη πληρωμή εντός 15 ημερών από την παρουσίαση. Από νομικής πλευράς θα μπορούσε να λεχθεί ότι το αδίκημα αυτό κατατάσσεται στα σύνθετα πολύπρακτα αδικήματα υπό την έννοιαν ότι η αντικειμενική του υπόσταση πληρούται δια συνδυασμού περισσότερων από μιας πράξεων, οι οποίες δεν είναι αυτοτελώς αξιόποινες. Γενικότερα, μια τέτοια διαπίστωση έχει πρακτική σημασία σε άλλα παρεμφερή ζητήματα, όπως της συμμετοχής στη διάπραξη (ή και της απόπειρας).

 

        Όπως και σε άλλα αδικήματα, έτσι και στην περίπτωση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ένοχος δύναται να κριθεί και ο συμμέτοχος ή συνεργός στη διάπραξή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Π.Κ.20, καθώς και τα νομολογηθέντα σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν την υπόθεση Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319. Βέβαια στις περιπτώσεις που ο αυτουργός ενός αδικήματος είναι κάποιο νομικό πρόσωπο, η ιδιότητα του διευθυντή ή άλλου αξιωματούχου του δεν δύναται από μόνη της (και χωρίς ειδική πρόνοια Νόμου) να στοιχειοθετήσει την καταδίκη βάσει του εν λόγω άρθρου. Απαιτείται μαρτυρία για τη συγκεκριμένη δράση η οποία συνιστά συμμετοχή του φυσικού προσώπου στη διάπραξη του αδικήματος (Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708).

 

        Ένα από τα είδη συμμετοχής ή συνέργειας, ως καθορίζονται στο Π.Κ.20, είναι η παροχή συνδρομής (βοήθειας) σε άλλον ή η παρακίνηση άλλου να διαπράξει αδίκημα («aiding and abetting»). Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, ήτοι η δράση η οποία συνιστά τη συμμετοχή αυτή, είναι δυνατόν να αφορά είτε την προετοιμασία είτε οποιοδήποτε στάδιο της διάπραξης του αδικήματος (Ashworths  Principles of Criminal Law, 2022, 10η έκδοση, σελ. 478).

 

        Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό ότι η συνέργεια, συνδρομή ή βοήθεια δυνατόν να μην αφορά απλά μια μεμονωμένη στιγμιαία πράξη. Υπό τις κατάλληλες περιστάσεις γεγονότων και υποκειμενικής υπόστασης, είναι ενδεχόμενο να αποτελείται από σειρά ενεργειών ή από συνολική συμπεριφορά. Αυτό κατά τη γνώμη μας ήταν το νόημα της πλειοψηφίας (Ναθαναήλ, Δ. και Μιχαηλίδου, Δ.) στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd κ.α. ν. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 518 όταν ανέφερε ότι η συνέργεια δεν είναι στατική ή στιγμιαία αλλά:

 

        «Καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα της παροχής συνδρομής στη διάπραξη αδικήματος ή της παράλειψης εκείνης που συνεισφέρει στη δημιουργία και τέλεση του ποινικού αδικήματος από την αρχή της παροχής της συνδρομής μέχρι και την τυχόν αναίρεση της συνδρομής αυτής».

 

        Όπως επίσης τονίστηκε, ο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας που υπογράφει την επιταγή δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεση του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος. Εννοείται βέβαια πως η συνέργεια είναι δυνατό να εδράζεται και σε πράξεις άλλες, εκτός της υπογραφής, όπως π.χ η σκόπιμη απόσυρση χρημάτων από τον λογαριασμό με πρόθεση τη μη εξαργύρωση επιταγής ακόμα και αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή στο αδίκημα (όπως π.χ. θα συνέβαινε, αν υπήρχε τέτοια πρόθεση, στο υποθετικό ερώτημα που έθεσε το Εφετείο στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261).

 

        Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται από πλευράς γεγονότων συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή της συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea). Με άλλα λόγια εάν κατά τη στιγμή της διενέργειας κάποιας πράξης (ή παράλειψης) δεν συνυπάρχει και το απαραίτητο για το συγκεκριμένο αδίκημα νοητικό στοιχείο, τότε δεν προκύπτει ποινική ευθύνη. Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα Archbold 2015, §17‑113 «… in general the mental element of a crime must exist at the time of the physical act …». Έπεται λοιπόν πως η ένοχη διάνοια θα πρέπει να υφίσταται κατά τη στιγμή της συγκεκριμένης ενέργειας η οποία συνιστά τη συνέργεια. Στην υπόθεση Παυλόπουλος (ανωτέρω), η οποία αφορούσε παρομοίως το αδίκημα της συνέργειας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του εδ. (γ) του Π.Κ.20 λέχθηκε ότι:

 

        «Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000 στη σελ. 70 παρα. Α.5.2, αναφέρεται πως η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, όπως έχει νομολογηθεί, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού».

 

        Ειδικότερα, στην υπόθεση Militos Trading Ltd ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 τονίστηκε πως ο αξιωματούχος εταιρείας ο οποίος υπογράφει επιταγές εκ μέρους της υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα, είναι δυνατόν να υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός νοουμένου όμως ότι αποδεικνύεται η πρόθεσή του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος.

 

        Ως προς την προαναφερθείσα γνώση ή πρόθεση, είναι καλώς θεμελιωμένο ότι σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία για την απόδειξή τους. Κατά κανόνα τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται εμμέσως, με περιστατική μαρτυρία (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 75) ή όπως αλλιώς έχει τεθεί, κατά κανόνα αυτά αναδύονται ως εξυπακουόμενα στοιχεία μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα, τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου και περαιτέρω εννοείται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του (Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646).

 

        Στην υπόθεση Ανδρέου (ανωτέρω) είχαμε εξετάσει αναλυτικά τις υποθέσεις οι οποίες είχαν εκδοθεί μετά την υπόθεση Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721 και συγκεκριμένα τις υποθέσεις Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω), Ιωαννίδη v. Gastop Boutique Ltd κ.ά, Ποιν. Έφ. 161/14, ημερ. 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235, Metron Cyprus Ltd v. Κανιού, Ποιν. Έφ. 64/2015, ημερ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:D429, Κίρλαππου ν. Πέτρου, Ποιν. Έφ. 32/2006, ημερ. 24.4.18, Corina Snacks Ltd ν. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/15, ημερ. 29.5.18 και Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν. Ορφανίδη Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Έφ. 274/15, ημερ. 25.1.19.

 

        Στη βάση των πιο πάνω είχαμε καταλήξει πως το απαύγασμα της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα εκείνου ότι θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, (η οποία εθελοτυφλία συνιστά πτυχή της γνώσης) είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος. Γενικά ως προς την απαιτούμενη ένοχη διάνοια συνεργού θεωρείται καθοδηγητική αυθεντία σήμερα η υπόθεση R. v. Jogee (2006) UKSC 8 στην οποίαν αναδιαμορφώνονται οι σχετικές αρχές, διατηρουμένης όμως πάντοτε της παλαιάς βασικής αρχής ότι το νοητικό στοιχείο συνεργού προϋποθέτει πρόθεση συνδρομής και αυτή με τη σειρά της απαιτεί γνώση των υφιστάμενων γεγονότων τα οποία την καθιστούν ποινικά επιλήψιμη (“… requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal), όπως η εν λόγω αρχή είχε διατυπωθεί στην παλαιότερη κλασσική αυθεντία Johnson v. Youden (1950) 1 K.B. 544 (βλ. Archbold 2023, § 17-68, σελ. 2173).

 

        Η Εφεσείουσα στην παρούσα στήριξε όλα της τα επιχειρήματα στις υποθέσεις Ιωαννίδης, Κίρλαππου και Γρηγορίου (ανωτέρω). Ας σημειωθεί ότι στην παλαιότερη αυτών υπόθεση Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ (ανωτέρω), κρίθηκε, στη βάση των περιστάσεων που είχαν καταδειχθεί, ότι τόσον ο εκτελεστικός πρόεδρος όσον και η σύζυγός του, η οποία υπέγραφε επιταγές ως πληρεξούσια αντιπρόσωπος, «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι επιταγές δεν θα εξαργυρώνονταν. Η εν λόγω φράση εξηγήθηκε αργότερα στην υπόθεση Ιωαννίδη (ανωτέρω). Εκεί η μεταχρονολογημένη επιταγή είχε εκδοθεί στις 10.3.10 και ήταν πληρωτέα στις 31.8.10. Το Εφετείο ανέφερε τα εξής:

 

        «Συμφωνούμε με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω) και θεωρούμε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν», που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή».

 

        Ας σημειωθεί περαιτέρω πως στην πιο πάνω υπόθεση Ιωαννίδη η καταδίκη της διευθύντριας επικυρώθηκε εν όψει του ότι υπέγραψε με πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων και με αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο, βασιζόμενη σε μια αόριστη και μη δεσμευτική υπόσχεση του συζύγου της (ότι θα κατατεθεί κάποιο αόριστο ποσό το οποίο θα εισέπραττε), παρέχοντας έτσι βοήθεια στην εταιρεία να διαπράξει το αδίκημα.

 

        Στη δεύτερη υπόθεση, την οποία επικαλείται η Εφεσείουσα, ήτοι στην υπόθεση Κίρλαππου (ανωτέρω), αφενός οι εκδοθείσες στις  22.6.10 επιταγές ήταν πληρωτέες στις 31.1.13, ήτοι μετά από 2,5 έτη τουλάχιστον και αφετέρου ο λογαριασμός είχε παγοποιηθεί (ΚΑΠ) στις 13.12.10, ήτοι περίπου έξι μήνες μετά την έκδοση των επιταγών. Με αναφορά και στην υπόθεση Regina v. Gilmartin (1983) 2 WLR 547 το Ανώτατο Δικαστήριο (πλειοψηφία) υπέδειξε τις εξυπακουόμενες διαβεβαιώσεις, οι οποίες ενυπάρχουν κατά την έκδοση κάθε επιταγής, ως εξής:

 

        «Στην υπόθεση Gilmartin (ανωτέρω), στην οποία ακολουθήθηκε η υπόθεση Reg. v. Charles (1977) A.C. 177 (που ήταν ποινικές υποθέσεις), τονίστηκε ότι η έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει, πρώτον, ότι ο εκδότης έχει λογαριασμό σε τράπεζα, δεύτερον, ότι έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή για το συγκεκριμένο ποσό και, τρίτον, ότι η επιταγή, όπως συμπληρώθηκε, συνιστά έγκυρη διαταγή (προς την τράπεζα) για την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το τελευταίο στοιχείο περιλαμβάνει, εξυπακουόμενα, και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί, κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της (που είναι πληρωτέα)».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Στην ίδια υπόθεση, Κίρλαππου (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε επίσης στην καταδίκη κατ΄ έφεσιν, θεωρώντας αφενός ότι υπό τις περιστάσεις τεκμαίρετο πως ο διευθυντής γνώριζε ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει, όταν υπέγραφε, κατά πόσον στη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμάτο η επιταγή και αφετέρου ότι η υπογραφή της με αδιαφορία ικανοποιούσε το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea).

 

        Ας σημειωθεί πως η διϊστάμενη άποψη του Οικονόμου, Δ. (μειοψηφία) έγκειτο αφενός στην πρόταξη της γνώσης ή της εθελοτυφλίας (διευθυντή) ως του απαραίτητου νοητικού στοιχείου της συνέργειας και αφετέρου στην απόρριψη της αδιαφορίας ή απερισκεψίας ως επαρκούς νοητικού στοιχείου της (συνέργειας). Έχει όμως τη σημασία του το ότι και η απόφαση της μειοψηφίας κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα (καταδίκης) αφού λήφθηκε υπόψιν η ουσιώδης ανάμιξη του διευθυντή στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας και το ότι δεν μπορούσε παρά να γνώριζε τη χρόνια και διαρκή οικονομική δυσχέρεια ή και δυσπραγία της εταιρείας του, η οποία ήταν τέτοια ώστε, σύντομα μετά την έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, ο λογαριασμός της καταχωρήθηκε στο ΚΑΠ.

 

        Στην τελευταία από τις πιο πάνω, υπόθεση Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ, τονίστηκε πως δεν ήταν ορθή αντιμετώπιση η πρωτόδικη αναφορά ότι η απαιτούμενη, προκειμένου να αποδειχθεί ένοχη διάνοια συνεργού, κατά τη διάπραξη του αδικήματος, συνίσταται στη γνώση του κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής ότι κατά την παρουσίαση της δεν θα εξοφλείτο λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Ήταν περίπτωση στην οποία ο εκτελεστικός πρόεδρος και δικαιούχος υπογραφέας των επιταγών προέβαλε ανωμοτί πως σε καμμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γνωρίζει όταν υπέγραφε (1,5 και 3 μήνες πριν) ότι δεν θα εξαργυρώνονταν οι επιταγές. Το Εφετείο (Παρπαρίνος, Δ. και Χριστοδούλου, Δ.) καταδίκασε κατ΄ έφεσιν λέγοντας μεταξύ άλλων ότι:

 

        «Το ζήτημα όμως δεν τίθεται κατ'  αυτόν τον τρόπο αλλά ότι αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει όταν τις υπόγραφε ότι οι επιταγές, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ετιμούντο κατά το χρόνο πληρωμής τους.

 

        Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής εταιρείας, με αδιαφορία (recklesness) εκ μέρους του Διοικητικού ή Εκτελεστικού Σύμβουλου-Διευθυντή που την υπογράφει και  την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης». (Βλ.  Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18)».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Σε σχέση με την παρούσα περίπτωση το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι πως ο πρωτόδικος Δικαστής, ενώ απεδέχθη ως πλήρως ειλικρινή τον Μ.Κ.1 εντούτοις παρέλειψε να εξαγάγει και καταγράψει από τη μαρτυρία του όλα τα απαραίτητα και σχετικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, ο Μ.Κ.1 στη μαρτυρία του είχε σαφή θέση ότι την επιταγή την παρέλαβε από τα γραφεία της κατηγορουμένης 1 στη Λεμεσό, στην παρουσία και των δύο Εφεσιβλήτων, αφού την υπέγραψε η Εφεσίβλητη 2 και ότι συμφώνησε και με τους δύο ότι αυτή θα λειτουργούσε ως εγγύηση στην περίπτωση που το χρέος υπερέβαινε την αξία της, δηλαδή το ποσό των €20.000. Εν ολίγοις, τα πραγματικά γεγονότα ήταν ότι και οι δύο Εφεσίβλητοι ήταν παρόντες κατά τη συνάντηση τον Μάρτιο του 2013, συμφώνησαν για τη λειτουργία της επιταγής ως εγγυητικής, την υπέγραψε στην παρουσία αλλήλων η Εφεσίβλητη 2 η οποία και την έδωσε εκείνη τη στιγμή στον Μ.Κ.1, διαβεβαιώνοντας τον για όσα όλοι συμφώνησαν («Μου έδωσε αυτήν την επιταγή και μού είπε ότι στην περίπτωση που έχουμε υπόλοιπο μπορείς να την καταθέσεις όποτε θέλεις»).

 

        Ασφαλώς η δήλωση αυτή στην παρουσία και των δύο Εφεσιβλήτων συνιστά μια ρητή διαβεβαίωση, η οποία όμως ούτως ή άλλως ενυπάρχει και ως εξυπακουόμενη διαβεβαίωση, στη βάση της υπόθεσης Gilmartin (ανωτέρω), ήτοι ότι η οικονομική κατάσταση της εκδότριας εταιρείας ήταν τέτοια ώστε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα εξαργυρώνετο κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της εάν και όταν επέλεγε η Εφεσείουσα. Δεν υπάρχει κανόνας ότι θα έπρεπε να ενημερώσει η Εφεσείουσα για την πρόθεση κατάθεσης της επιταγής προς πληρωμή και ήταν εσφαλμένη η αντίθετη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα αυτό. Όπως παρομοίως εσφαλμένη ήταν και η πρωτόδικη θέση ότι «η έκδοση μιας επιταγής δεν συνιστά ποινικό αδίκημα». Αυτή ήταν εσφαλμένη διότι στην πραγματικότητα εάν πληρούνται τα υπόλοιπα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (ακάλυπτη επιταγή), θα μπορούσε να συνιστά αδίκημα, αναλόγως των γεγονότων κάθε υπόθεσης, στην περίπτωση που εκρίνετο ότι η συμμετοχή στην έκδοση της συνοδεύεται και από την αναγκαία ένοχη διάνοια, ως έχει εξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων, κάποιες εκ των οποίων αναλύσαμε προηγουμένως.

 

        Ως προς την ουσία του πράγματος η Εφεσείουσα επιμένει ότι αφού οι Εφεσίβλητοι ήταν δύο εκ των (τριών) διευθυντών της κατηγορουμένης 1, οι οποίοι συνήργησαν στην έκδοση και παράδοση της επίδικης επιταγής με την αντίστοιχη διαβεβαίωση, έπεται πως είχαν υποχρέωση να μεριμνούσαν για την εξαργύρωση της όταν κατατέθηκε και ουδεμία σημασία είχε «το χρεωστικό υπόλοιπο μεταξύ παραπονουμένης και κατηγορουμένης 1 τον Μάρτιο του 2013» ή το νοητικό στοιχείο των Εφεσιβλήτων κατά την έκδοση και παράδοση της επιταγής τον Μάρτιο του 2013 από τους ίδιους. Κατά την Εφεσείουσα το μόνο που έχει σημασία είναι πως έπρεπε να μεριμνούσαν για την πληρωμή της προτού παραμείνει απλήρωτη για 15 ημέρες από την παρουσίαση της.

 

        Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με όσα προβάλλει η Εφεσείουσα. Η αποδοχή της εισήγησης της θα εσήμαινε ότι σε όλες τις περιπτώσεις απλήρωτης επιταγής θα διαπράττετο ποινικό αδίκημα αφού σε όλες εξυπακούεται η ύπαρξη διαβεβαίωσης περί πληρωμής. Δεν είναι όμως αυτό το νόημα της νομολογίας που έχουμε παραθέσει προηγουμένως, στη βάση της οποίας και εξετάζεται το αναφερθέν νοητικό στοιχείο.

 

        Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί στην απουσία του οφειλόμενου υπολοίπου μεταξύ των δύο εταιρειών κατά τον Μάρτιο του 2013, ως εισηγείται η Εφεσείουσα. Εκείνο που είχε σημειώσει είναι την απουσία σχετικής μαρτυρίας για το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή κατά τον Μάρτιο του 2013. Πράγματι δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο αφού η σχετική τραπεζική κατάσταση (Τεκμήριο 8) ξεκινούσε από τις 9.9.15. Αναμφίβολα το στοιχείο αυτό ή και άλλα τα οποία θα φώτιζαν την οικονομική κατάσταση της κατηγορουμένης 1 και παράλληλα τη νοητική κατάσταση των Εφεσιβλήτων είχε τη σημασία του για τη διαπίστωση ένοχης διάνοιας των διευθυντών. Ενδεχομένως όχι μόνο για τον χρόνο έκδοσης της επιταγής αλλά και για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, μέχρι την παρουσίαση της επιταγής στην τράπεζα.

 

        Είναι κατά τη γνώμη μας προφανές πως διαφοροποιούνται από την παρούσα τόσον οι υποθέσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Εφεσείουσα όσο και άλλες στις οποίες επίσης υπήρξε καταδίκη διευθυντών. Το ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ότι σε όλες υπήρχε ήδη οικονομική αδυναμία ή οικονομική δυσχέρεια, γνωστή στον διευθυντή, ο οποίος προχώρησε παρόλα αυτά να συμμετάσχει στην έκδοση, παράδοση και διατήρηση της επιταγής στην κατοχή του αντισυμβαλλόμενου. Έχουμε ήδη αναφερθεί στα γεγονότα των υποθέσεων Ιωαννίδη, Κίρλαππου και Γρηγορίου (ανωτέρω) και δεν απαιτείται επανάληψη ως προς το σημείο αυτό.

 

        Ως επιβεβαιωτική των όσων αναφέρουμε κρίνεται η Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω) υπό την έννοια ότι εκεί ο λογαριασμός όχι μόνον έκλεισε μετά την έκδοση των επιταγών αλλά ήταν προβληματικός και κατά την έκδοση των επιταγών, με αποτέλεσμα από τότε να υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον θα υπήρχαν αργότερα αρκετά κεφάλαια για την εξόφληση των μεταχρονολογημένων επιταγών. Ειδικότερα εκεί ο λογαριασμός έκλεισε περίπου 20 μέρες μετά την έκδοση των επιταγών (και πριν καταστούν πληρωτέες) και θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την απόφαση της πλειοψηφίας:

 

        «Ο διευθυντής υπογράφοντας τις επιταγές εν γνώσει του ότι ο λογαριασμός της εταιρείας ήταν προβληματικός και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια ενέταξε εαυτόν στην έννοια του αυτουργού διά των διατάξεων του Άρθρου 20 του Κεφ. 154, θεωρούμενος ότι συνήργησε ώστε να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του εφόσον σε κανένα στάδιο πριν την επιστροφή των επιταγών δεν τις ανακάλεσε ή δεν φρόντισε να κατατεθούν τα αναγκαία κεφάλαια ώστε οι επιταγές να πληρωθούν δεόντως. ………………………………………...

        ………………………………………………………………………………………….

 

        Επομένως, ο διευθυντής γνώριζε όλα τα δεδομένα, εν γνώσει του υπέγραψε τις επιταγές υπογράφων για την εκδότρια εταιρεία, γνώση απαραίτητη για την καταδίκη κάποιου ως συνεργού (Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544, Churchill v. Walton [1967] 2 A.C. 224 και Mok Wei Tak v. R [1990] 2 A.C. 333). Όπως εξηγείται και στον Archbold (2006) σελ. 1730, παρ. 17‑67, εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο συνεργός κατά το χρόνο της παροχής της συνδρομής μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν πραγματική η δυνατότητα ο αυτουργός (εδώ η εταιρεία), να διαπράξει το αδίκημα».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Στην υπόθεση Metron Cyprus Ltd (ανωτέρω), οι μεταχρονολογημένες επιταγές ήταν πληρωτέες πέντε έως έξι μήνες μετά την έκδοσή τους. Το Εφετείο αναφερόμενο στη νομολογία, υπέδειξε ότι στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω) είχε επιβεβαιωθεί η νομολογιακή αρχή της σημασίας της εθελοτυφλίας (wilful blindness) για να καταδειχθεί γνώση και καταδίκασε κατ' έφεσιν τον διευθυντή, θεωρώντας ως εσφαλμένη πορεία την αποδοχή της θέσης του ότι όταν υπέγραφε δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο θα πληρώνονταν μετά από πέντε ‑ έξι μήνες ενώ μάλιστα υπήρχε και μαρτυρία ότι είχαν επιστραφεί και άλλες επιταγές, όπως και ότι συχνά η εταιρεία «έβγαινε από το όριό της». Συνεπώς και εκεί προϋπήρχε οικονομική δυσκολία σε γνώση του διευθυντή, η οποία κατεδείκνυε τη συνειδητοποίηση του κινδύνου.

       

        Άμεσα σχετιζόμενα με το θέμα είναι και όσα στην υπόθεση Ανδρέου είχαμε παραθέσει τόσο για το θέμα της εθελοτυφλίας (Archbold, 2023, §17-50, σελ. 2166) όσο και για την έννοια της αδιαφορίας ή απερισκεψίας (Regina v. G. (2003) UKHL 50 και Archbold, ανωτέρω, §17-55, σελ. 2168 επ.).

 

        Είναι λοιπόν αντιληπτό πως είχαν τη σημασία τους οποιαδήποτε άλλα στοιχεία θα έτειναν να δείξουν την οικονομική κατάσταση της κατηγορουμένης 1 εταιρείας και κυρίως τη γνώση των Εφεσιβλήτων για οποιαδήποτε τέτοια στοιχεία. Ασφαλώς ένα τέτοιο στοιχείο ήταν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού επί του οποίου είχε εκδοθεί η επιταγή και είναι υπ΄ αυτή την έννοια που πρέπει να ιδωθεί η πρωτόδικη αναφορά ότι ήταν αναγκαία η παρουσίαση του για να εξεταστεί η γνώση ή η απερισκεψία της Εφεσίβλητης 2. Προσθέτουμε βέβαια πως τα ίδια στοιχεία θα είχαν τη σημασία τους και εν σχέσει με τον Εφεσίβλητο 1.

 

        Δεν κρίνουμε ότι ήταν εσφαλμένη η συγκεκριμένη επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η απλή ικανοποίηση του αντικειμενικού στοιχείου της υπογραφής της επιταγής και της ιδιότητας των διευθυντών οι οποίοι είχαν ανάμιξη στην έκδοση της επιταγής δεν θεωρούμε ότι ικανοποιούσε και το υποκειμενικό στοιχείο, ήτοι ότι γνώριζαν ή ώφειλαν να γνωρίζουν πως θα παρέμενε απλήρωτη η επιταγή ή ότι είχαν συνειδητοποιήσει την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου και εθελοτυφλώντας προχώρησαν να συμμετάσχουν στην έκδοση της. Έχουμε την άποψη πως απαιτούντο περισσότερα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση και ελλείψει αυτών δεν μπορούν να γίνονται εικασίες.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω και παρά τις όποιες λεκτικές αδυναμίες ή και σφάλματα στη διατύπωση κρίνουμε πως στο αποτέλεσμα της η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ορθή. Ως εκ τούτου και οι δυο άλλοι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και κατά συνέπειαν η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο