ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 335/2018)

 

 

14 Μαΐου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                         

                        

 

1.  MIXAHΛ ΙΩΑΝΝΗ ΓΙΑΝΝΟΥΚΟΥ

2.   ΣΟΦΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑΝΝΟΥΚΟΥ

Εφεσείοντες

και

          ΜΑΚRIS HOTEL (KAKOPETRIA) LIMITED

Εφεσίβλητη

------------------------------

Κ. Παναγιώτου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ρ. Μούχλη (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στο επίκεντρο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση ημερ.31.8.2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας  (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απέρριψε την Αίτηση/Έφεση 144/2015 που καταχώρησαν οι εφεσείοντες (εφεσείοντες/αιτητές στην πρωτόδικη διαδικασία) κατά της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που εκδόθηκε στις 27.3.2015 στο πλαίσιο αίτησης επίλυσης συνοριακής διαφοράς.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο Διευθυντής με την απόφαση του, έκρινε  ότι η έκταση γης (διαφιλονικούμενο μέρος) σε σχέση με το κοινό σύνορο των τεμαχίων 1364 και 1784 του Φ/Σχ.37/21 στο χωριό Κακοπετριά, αποτελεί μέρος του τεμαχίου 1364 και της εγγραφής 0/7985 στο όνομα της εφεσίβλητης (εφεσίβλητη/καθ’ ης η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία).

 

Η εν λόγω απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένους τους εφεσείοντες, οι οποίοι προσέφυγαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, καταχωρώντας στις 30.4.2015 την Αίτηση/Έφεση 144/2015, ισχυριζόμενοι ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι εσφαλμένη και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί και να αντικατασταθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου ότι το προαναφερθέν διαφιλονικούμενο μέρος αποτελεί μέρος του τεμαχίου 1784 που ανήκει στους εφεσείοντες.

 

          Η πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία, ως επιτάσσει ο κανονισμός 10(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, διεξήχθη στη βάση των γεγονότων που αναφέρονταν στην Αίτηση και τις ένορκες δηλώσεις [περιλαμβανομένων και των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων] και τηρουμένων βεβαίως της δυνατότητας που είχαν τα διάδικα μέρη να αντεξετάσουν δυνάμει της Διαταγής 39 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Προκοπίου v. Ryan κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1982).

 

          Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντος 1, ενώ στη συνέχεια δόθηκε άδεια και καταχωρήθηκαν επιπλέον προς στήριξη της Αίτησης, συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εφεσείοντος 1 ημερ.22.7.2016 και δύο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις του αγρονόμου/τοπογράφου μηχανικού Ιεζεκιήλ Ιεζεκιήλ.

 

Η Ένσταση ημερ.19.11.2015 που καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσίβλητης συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του γραμματέα της εφεσίβλητης, Ιωάννη Χαραλαμπίδη, ενώ δόθηκε άδεια και καταχωρήθηκαν και δύο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις του αγρονόμου/τοπογράφου μηχανικού Χαράλαμπου Γιώρκα. 

 

Επιπρόσθετα, συμφώνως των προνοιών του κανονισμού 6(2) και (3) καταχωρήθηκε προς αξιολόγηση, η αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή.  

 

Τέλος σημειώνεται, ότι ουδείς εκ των διαδίκων ζήτησε κατά την ακροαματική διαδικασία την αντεξέταση ενόρκως δηλούντων και έτσι η πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με την εκατέρωθεν κατάθεση γραπτών αγορεύσεων από μέρους των συνηγόρων των διαδίκων.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της υπόθεσης, στο βάρος απόδειξης που επωμίζεται ο εκάστοτε αιτητής και αφού αξιολόγησε τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών ως αναφύονταν από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις που καταχώρησαν, έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι η εκκαλούμενη απόφαση του Διευθυντή ήταν εσφαλμένη ή ότι έπασχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο και έτσι προχώρησε στην απόρριψη της Αίτησης.     

            Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τέσσερεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αποτέλεσμα που προκύπτει από το εν χρήσει σχέδιο δεν μπορεί να επηρεαστεί από το γεγονός ότι η επί τόπια κατάσταση ήταν διαφορετική από χρόνια σε σχέση με το εν χρήσει σχέδιο. Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τα ορόσημα τέθηκαν με βάση σταθερά ορόσημα και δεν καθίσταται ανακριβές το αποτέλεσμα λόγω αδυναμιών. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαφορετικές μετρήσεις ανάμεσα στους φακέλους Α1449/49 και Α3710/52 δεν συνιστούν σφάλμα και εάν οι αιτητές/εφεσείοντες επέμεναν στην ύπαρξη του κατ’ ισχυρισμού σφάλματος θα έπρεπε να προβούν σε κατάλληλα διαβήματα για τη διόρθωση του.
Τέλος, σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν δημιουργήθηκε ευμενής κατάσταση πραγμάτων υπέρ των αιτητών/εφεσειόντων. Συνακόλουθα τούτου, εσφαλμένα έκρινε ότι οι διαφορές στις μετρήσεις που προέκυπταν δεν θα έπρεπε να προσμετρήσουν υπέρ των αιτητών/εφεσειόντων στα πλαίσια της αρχής της μη ανατροπής των εύλογων προσδοκιών των αιτητών/εφεσειόντων.

 

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσώπησαν τους διαδίκους, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία έχουμε διεξέλθει με κάθε προσοχή.  

 

          Προτού αναφερθούμε στους επιμέρους λόγους έφεσης, αξίζει να προβούμε σε μια σύντομη σκιαγράφηση των εφαρμοστέων νομικών αρχών.  Η υπό εξέταση Αίτηση/’Έφεση καταχωρήθηκε συμφώνως των διατάξεων του άρθρου 80 του Κεφ. 224 εναντίον της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ.27.3.2015 που λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 58 του ίδιου Νόμου για επίλυση συνοριακής διαφοράς.

 

Συνοριακή διαφορά, με την έννοια του άρθρου 58, θεωρείται η αμφισβήτηση ως προς την τοποθέτηση των συνόρων ακινήτου επί του εδάφους με τρόπο που να ανταποκρίνεται προς το σύνορο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εγγραφής ή καθορίζεται σε σχέδιο.  Δεν εμπίπτει στον όρο «συνοριακή διαφορά» αμφισβήτηση ως προς το κατά πόσο η περιγραφή του ακινήτου στο πιστοποιητικό εγγραφής ή ο καθορισμός των συνόρων του σε σχέδιο είναι ορθός ή εσφαλμένος (βλ. Scherife Moustafa Mulla Ibrahim v. Mehmed Salih Souleyman 19 C.L.R. 237, Chrysanthou & Others v. Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622 και Παναγιώτου v. Χατζηκυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362). 

 

Σε τέτοιες διαδικασίες, ο δικαστικός έλεγχος διασφαλίζει το δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στο Δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων του που θίγονται από σφάλματα των διοικητικών αρχών. Εφόσον το θέμα αφορά κατεξοχήν ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιοδοσία για την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης παρέχεται στα πολιτικά Δικαστήρια (βλ. Valana v. Republic, 3 R.S.C.C. 41, Hadjikyriacou v. Hadjiapostolou and Others, 3 R.S.C.C. 89, Charalambides v. Republic, 4 R.S.C.C. 114, Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).  Το Δικαστήριο, στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και έχει εξουσία να ακυρώνει, να τροποποιεί ή να αντικαθιστά την απόφαση ανάλογα με ό,τι κρίνεται δίκαιο σε κάθε περίπτωση (βλ. Αθανάση κ.ά. ν. Χατζημάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208 και Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1Β Α.Α.Δ. 906).

 

Στη Χατζησωφρονίου v. Δημοσθένους (2011) 1Β Α.Α.Δ. 885  υποδείχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ενόψει των πιο πάνω, λόγοι ακύρωσης που λαμβάνονται υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, όπως για παράδειγμα παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας, πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και σε υποθέσεις όπως την παρούσα.  Αναφορικά με την αιτιολογία αυτή επιβάλλεται και από τον Καν. 6 των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956.»

 

Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο δεν αντικαθιστά εύκολα τη δική του κρίση σε βάρος αυτής του Διευθυντή.  Το πράττει μόνον, όταν συντρέχουν ισχυροί λόγοι, οι οποίοι αποδεικνύονται με αποδεκτή μαρτυρία και οι οποίοι συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η εξουσία που έχει ο Διευθυντής με βάση τον Νόμο και τους Κανονισμούς είναι ευρεία και είναι κατά κανόνα το πλέον αρμόδιο πρόσωπο να αποφασίσει, ως ειδικός, τα θέματα που εγείρονται ενώπιον του. Το Δικαστήριο στην απουσία συγκεκριμένων και ισχυρών λόγων δεν πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα του (βλ. Peyiotis and another v. Polemidis (1982) 1 C.L.R. 442, Σολομώντος (ανωτέρω), Αριστοτέλους v. Χατζηκυριάκου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 100 και Είκοσι κ.α. v. Αργυρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1859).

 

Σε περίπτωση αμφισβητουμένων γεγονότων το βάρος είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι εσφαλμένη (βλ. Kafieros and another v. Theocharous and others (1978) 1 C.L.R. 619, Κτωρίδη v. Έπαρχου Λεμεσού κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 541 και Προκοπίου [ανωτέρω]).

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 λόγω συνάφειας και αλληλουχίας θα εξετασθούν μαζί. Με τους λόγους αυτούς, οι εφεσείοντες διαμαρτύρονται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επηρεάστηκε και/ή δεν λήφθηκε υπόψη η επί τόπια κατάσταση η οποία ήταν προ πολλού διαφορετική από το εν χρήσει σχέδιο. Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε το σχέδιο που προκύπτει από το φάκελο ΑΧ209/2001, παραβλέποντας ότι τα επίδικα τεμάχια προέκυψαν από το φάκελο Α3710/52 και άρα τα σταθερά σημεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν λανθασμένα (λόγος έφεσης 1). Παράλληλα, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη ότι ο καθορισμός οροσήμων με βάση σταθερά σημεία που προέρχονται από διαφορετικά φύλλα σχέδια είναι εσφαλμένος (λόγος έφεσης 2).

 

          Με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε ότι τα πιο πάνω παράπονα των εφεσειόντων είναι ανυπόστατα. Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι στην επίλυση συνοριακής διαφοράς, καθοριστικός παράγοντας είναι το εν χρήσει σχέδιο (βλ. Είκοσι [ανωτέρω]) και η χωρομετρική εργασία που έγινε (βλ. Χατζησωφρονίου [ανωτέρω]). Η επί τόπια κατάσταση δεν είναι δυνατόν να υπερισχύσει του εν χρήσει σχεδίου, το οποίο, με τις όποιες τροποποιήσεις θα μπορούσε να υποστεί, αποτελεί αυθεντικό οδηγό (βλ. Ρωσσίδου v. Κυπριανού κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1695).

      

Συναφώς, δεν τεκμηριώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα σταθερά σημεία που χρησιμοποιήθηκαν για καθορισμό των οροσήμων ήταν εσφαλμένα. Όπως εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 17-18 της απόφασης του, προβαίνοντας σε λεπτομερή αντιπαραβολή της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, κ. Ιεζεκιήλ και κ. Γιώρκα, καταδείχθηκε η σχεδιαστική συσχέτιση των σχεδίων επί των τριών σχεδίων κλίμακας 1:1000, 1:2500, 1:5000. Κατ’ επέκταση, δεν αποδέχθηκε τη θέση του κ. Ιεζεκιήλ ότι τα σταθερά σημεία δεν σχετίζονται με τα επίδικα τεμάχια. Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβαίνει σε εύρημα ότι τα εναλλακτικά ορόσημα που υπέδειξε ο εν λόγω εμπειρογνώμονας, ένεκα μεγάλης απόστασης, δεν ήταν καταλληλότερα από το ορόσημα που χρησιμοποιήθηκαν από τον Διευθυντή. Με άλλα λόγια, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε την επί τούτου μαρτυρία του κ. Ιεζεκιήλ, όπως οι εφεσείοντες διαμαρτύρονται στη σελίδα 3 του περιγράμματος αγόρευσης τους, αλλά, αντίθετα, αιτιολογημένα και με αναφορά στη λοιπή δοθείσα μαρτυρία, δεν την αποδέχθηκε. Κανένα σφάλμα επί του προκείμενου δεν διαπιστώνουμε.     

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

          Σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος στην πρωτόδικη διαδικασία ότι υφίστατο διαφορά πέντε ποδών μεταξύ των μετρήσεων στους φακέλους Α1449/49 και Α3710/52. Ομοίως, οι εμπειρογνώμονες των διαδίκων συμφώνησαν ότι υπήρχε διαφορά δέκα ποδών στη μέτρηση της πρόσοψης του τεμαχίου 347/1. Αδιαμφισβήτητη παρέμεινε και η θέση ότι σχέδιο σε κλίμακα 1:5000 (που χρησιμοποιήθηκε για σχεδιασμό του τεμαχίου 347) έχει περιθώριο λάθους +/- 3.5 μέτρα.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο τη θέση του εμπειρογνώμονα της εφεσίβλητης, έκρινε ότι οι πιο πάνω διαφορές ενέπιπταν στο αναφερθέν περιθώριο λάθους. Συνακόλουθα, έκρινε ότι δεν υπήρξε σφάλμα στις μετρήσεις και ότι αν οι εφεσείοντες είχαν διαφορετική άποψη, όφειλαν οι ίδιοι να προβούν στα κατάλληλα διαβήματα για διόρθωση του λάθους. Υπό τις περιστάσεις, ο Διευθυντής - εφαρμόζοντας το εν χρήσει σχέδιο ως τον μόνο αυθεντικό οδηγό - εύλογα και επιτρεπτά, κατέληξε στα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε.

 

          Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σωστή. Διαδικασία για διόρθωση οποιουδήποτε λάθους ή παράλειψης στο κτηματικό μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο, δύναται να υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 61 του Κεφ.224. Η παράλειψη λήψης τέτοιου διαβήματος, καθιστά μετέπειτα διαδικασία επίλυσης συνοριακής διαφοράς δυνάμει του άρθρου 58, στηριζόμενης σε τέτοιο κατ’ ισχυρισμό λάθος, περιορισμένης δυναμικής και εμβέλειας (βλ. Είκοσι [ανωτέρω]).  Υπό τις περιστάσεις, το εν χρήσει σχέδιο ήταν ο αυθεντικός οδηγός για τη λήψη απόφασης από τον Διευθυντή (βλ. Ρωσσίδου v. Κυπριανού κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1695 και Χαραλάμπους v. Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1972) και η όποια ανακρίβεια, δεν προσφέρεται για αμφισβήτηση της κρίσης του στη λήψη απόφασης επί συνοριακής διαφοράς.

 

Εν πάση περιπτώσει, παρά τη διατήρηση του λόγου αυτού έφεσης από τους εφεσείοντες και της παράθεσης μάλιστα αιτιολογίας ότι δεν ήταν ενήμεροι και άρα δεν μπορούσαν να προβούν εγκαίρως σε διορθωτικό διάβημα, τελικώς, στο περίγραμμα αγόρευσης τους φαίνεται να συμφωνούν με την ορθότητα του σχεδίου, αποδίδοντας το κατ’ ισχυρισμό σφάλμα του Διευθυντή σε άλλους παράγοντες. Συγκεκριμένα αναφέρουν τα εξής στη σελ.4:

 

«Ανεξάρτητα όμως από αυτό οι Αιτητές ποτέ δεν θεώρησαν εσφαλμένη την υιοθέτηση των μετρήσεων που προκύπτουν από τον φάκελο Α3710/52 στο εν χρήσει σχέδιο. Απλά το Κτηματολόγιο ερμηνεύει λάθος το εν χρήσει σχέδιο και το εφαρμόζει λάθος στο έδαφος. Κατάσταση που εσφαλμένα δεν διαπίστωσε το Δικαστήριο.»

 

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.       

 

Τέλος, ο λόγος έφεσης 4 αφορά την «ευμενή κεκτημένη κατάσταση πραγμάτων» που κατά την εισήγηση, δημιουργήθηκε υπέρ των εφεσειόντων, δια της προ πολλού καλόπιστης ανέγερσης από μέρους τους κατοικίας στο διαφιλονικούμενο μέρος του συνόρου και της συνακόλουθης το 2001, έκδοσης τελικής έγκρισης σε σχέση μ’ αυτή. Το στοιχείο τούτο, θα έπρεπε, κατά την εισήγηση, να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να προσμετρήσει προς όφελος τους τις διαφορές στις μετρήσεις που προέκυπταν. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, αλλά και ευρύτερα, γίνεται επίκληση τριών προηγούμενων αιτήσεων επίλυσης συνοριακής διαφοράς που φέρονται να κατατέθηκαν από πλευράς εφεσίβλητης (το 1994, 1996 και το 2000) από τις επιτόπιες έρευνες των οποίων δεν προέκυψε καμία παραβίαση «συνόρων».

 

Σε σχέση κατ’ αρχάς με τις κατ’ ισχυρισμό τρεις προηγούμενες επιτόπιες έρευνες, όπως πολύ ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία αναφορικά με το όποιο αποτέλεσμα τους. Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία σε σχέση με την έκδοση τυχόν προηγούμενης, επίσημης απόφασης από μέρους του Διευθυντή.  Συνεπώς, δεν μπορούσε να συναχθεί κανένα συμπέρασμα για «ευμενή κεκτημένη κατάσταση» υπέρ των εφεσειόντων ως απόρροια του ισχυρισμού αυτού. Συνάμα, η συνοριακή διαφορά υφίστατο και ο Διευθυντής, όχι μόνον είχε δικαίωμα, αλλά και εκ του Νόμου και των Κανονισμών, υποχρέωση να την επιλύσει εξ υπαρχής. Έπεται του στοιχείου αυτού, ότι οι κατ’ επίκληση διαφορές στις μετρήσεις επ’ ουδενί, θα έπρεπε να προσμετρήσουν υπέρ των εφεσειόντων.  

 

Σε ό,τι αφορά την έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης,  επισημαίνουμε ότι δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο, της ιδιοκτησίας. Πιστοποιητικό εγγραφής, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη της ιδιοκτησίας. Η απόλυτη ιδιοκτησία όμως διαγιγνώσκεται από συσχετισμό του ακινήτου προς το κτηματολογικό σχέδιο (βλ. Ιωάννου v. Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1Β Α.Α.Δ. 749). Ούτε και η εκ των προτέρων - ακόμα και καλόπιστη - ανέγερση,  κατοικίας είναι δυνατό να επηρεάσει την απόφαση του Διευθυντή, στηριζόμενη στον πλέον αυθεντικό οδηγό, ήτοι το εν χρήσει σχέδιο. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1972, η οποία μνημονεύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Η ύπαρξη παλαιάς υφιστάμενης κατοικίας και τοίχου, καθώς και το γεγονός ότι η συνοριακή γραμμή περνά μέσα από το υπνοδωμάτιο της κατοικίας της εφεσίβλητης, δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν τα εν χρήσει σχέδια και όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις στις οποίες προέβη το κτηματολόγιο με τη χρήση μετροταινίας, έρευνας σε παλαιούς φακέλους διαχωριζόμενων τεμαχίων και σταθερή έρευνα στην γύρω περιοχή.»

          Απορρίπτεται επομένως και ο λόγος έφεσης 4.

 

Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο