ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/2019)

 

23 Μαΐου, 2024

 

[ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

                                                                                                            Εφεσείων,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

MEΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

 

 

                                                                                                         Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Β. Χατζηχάννας,  για Εφεσείoντα.

 Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του  Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

Γ. Παπαδόπουλος & Ρ. Ευγενίου (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για Ε/Μ.

--------------------

Σεραφείμ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «η ΕΔΥ»), με απόφασή της ημερ. 20.9.2010, διόρισε από την 1.11.2010 το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Μαρδαπήττα (εφεξής «το Ενδιαφερόμενο Μέρος») στη μόνιμη θέση Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Ηλεκτρολομηχανολογικών Υπηρεσιών (θέση πρώτου διορισμού).

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την ως άνω απόφαση με την Προσφυγή Αρ. 1627/2010 η οποία κρίθηκε βάσιμη από το Ανώτατο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 2.9.2014, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη τα εξής:  

(α) κατά την πρόνοια 3(5) του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, πλεονέκτημα αποτελεί μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος αποκτηθείς μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης ή/και διετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης·

(β) κατά τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ (η οποία υιοθέτησε τα πορίσματα της πρώτης) το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε τόσο την πείρα (η οποία συνιστούσε πλεονέκτημα) όσο και σχετικό μεταπτυχιακό δίπλωμα, το οποίο του πίστωσαν ως πρόσθετο προσόν·  αντιθέτως, έκριναν ότι ο Εφεσείων κατείχε μόνο σχετικό μεταπτυχιακό προσόν (βάσει του οποίου τον πίστωσαν με το πλεονέκτημα) χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε κατοχή πείρας από πλευράς του, με αποτέλεσμα το Ενδιαφερόμενο Μέρος  να υπερέχει έναντί του σε πείρα, αυτή δε η υπεροχή του συνιστούσε μέρος της ρητής αιτιολογίας της ΕΔΥ για την επιλογή του τελευταίου·

(γ)  από τα ενώπιόν του στοιχεία, δεν διαγιγνώσκετο η πραγματική βάση εξαγωγής του συμπεράσματος ότι ο Εφεσείων δεν διέθετε τη διετή πείρα που ισοδυναμούσε με πλεονέκτημα, η δε έλλειψη αξιολόγησης της επιμέρους πείρας του σε διάρκεια και ποιότητα καθιστούσε πιθανή την πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, ακολούθως, της ΕΔΥ ως προς το ότι ο Εφεσείων δεν κατείχε αυτή τη διετή πείρα, αυτή δε η πλάνη ήταν ουσιώδης διότι κατ’ αυτό τον τρόπο ο Εφεσείων κρίθηκε να υστερεί έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακολούθησε επανεξέταση αρξάμενη από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία έκρινε ότι ο Εφεσείων διάθετε σχετική διετή πείρα, συμφωνούσης και της ΕΔΥ η οποία πλέον πίστωσε τον Εφεσείοντα με το πλεονέκτημα βάσει αυτής της πείρας και με την κατοχή πρόσθετου προσόντος στη βάση του μεταπτυχιακού του τίτλου.

 

Με άλλα λόγια, κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ πίστωσε τόσο τον Εφεσείοντα όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος με την κατοχή του πλεονεκτήματος στη βάση της διετούς τους πείρας και ως κατόχους πρόσθετου προσόντος στη βάση του μεταπτυχιακού τους τίτλου.  Πλην όμως, η ΕΔΥ  αποφάσισε εκ νέου να διορίσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην επίδικη θέση, λόγω της υπέρτερης αξιολόγησής του κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας και παρέμεινε αλώβητη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής Αρ. 1627/2010), δεδομένου ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος αξιολογήθηκε ως Εξαίρετο, εν συγκρίσει με τον Εφεσείοντα ο οποίος αξιολογήθηκε ως Πάρα Πολύ Καλός.

 

Υπόψιν ότι, ως προς τα λοιπά στοιχεία κρίσης (τα οποία επίσης παρέμειναν ανεπηρέαστα από το ακυρωτικό  αποτέλεσμα της Προσφυγής Αρ. 1627/2010), η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε αμφότερους ως εξαίρετους (εν είδει τελικής αξιολόγησης), στις δε γραπτές εξετάσεις (η βαρύτητα της οποίας προκαθορίστηκε στο 80%, έναντι του 20% της προφορικής εξέτασης) ο μεν Εφεσείων κατετάγη πρώτος με βαθμό 93 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεύτερο με βαθμό 92.

 

Ο Εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 1443/2015 κατά της εν λόγω απόφασης της ΕΔΥ να διορίσει εκ νέου το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην επίδικη θέση (αναδρομικά από 1.11.2010) η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξ ου και η ενώπιόν μας έφεση.

 

Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης που προβλήθηκαν, κρίνουμε καταρχάς αβάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης, κατά τον οποίο η νέα απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου το οποίο απορρέει από την Προσφυγή Αρ. 1627/2010.

 

Δεδικασμένο προκύπτει, μεταξύ άλλων, όταν Δικαστήριο κρίνει λόγο ακύρωσης και τον αποδέχεται (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2/2017 Χαραλάμπους ν. Φραγκούλη κ.α., απόφαση ημερομηνίας 20.6.2023).  Εν προκειμένω, το νομικό σφάλμα το οποίο απορρέει από την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010 και το οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ όφειλαν να διορθώσουν κατά την επανεξέταση ήταν η απουσία δέουσας έρευνας και εξήγησης ως προς την μη πίστωση του Εφεσείοντα με την προβλεπόμενη στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας διετή πείρα.

 

Συνεπώς, κατά την επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ νομιμοποιούντο ακόμη και να επαναλάβουν την κρίση τους περί του ότι ο Εφεσείων δεν κατείχε τη σχετική διετή πείρα, εφόσον όμως αυτή τη φορά η κρίση τους ερείδετο σε επαρκή έρευνα και τεκμηριώνετο με επαρκή αιτιολογία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 15/2017 Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11.10.2023).

 

Εν πάση περιπτώσει, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ κατέληξαν κατά την επανεξέταση σε ευνοϊκό  για τον Εφεσείοντα συμπέρασμα, πιστώνοντάς τον, αυτή τη φορά, με την σχετική διετή πείρα την οποία θεώρησαν ως πλεονέκτημα, κρίνοντας συνακόλουθα ότι ο σχετικός μεταπτυχιακός του τίτλος συνιστούσε πρόσθετο προσόν, εξισώνοντάς τον πλήρως με το Ενδιαφερόμενο Μέρος σε αυτά τα στοιχεία κρίσης.

 

Κατά τα άλλα, το δεδικασμένο της Προσφυγής Αρ. 1627/2010 ουδόλως καταλογίζει πταίσμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ ως προς την κρίση τους για το ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος επίσης κατέχει την ίδια πείρα η οποία του πιστώθηκε ως πλεονέκτημα, οπότε ουδεμίαν υποχρέωση είχαν να επαναπροβληματιστούν και επαναποφασίσουν επί τούτου.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο  απεφάνθη ότι, κατά την επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ συμμορφώθηκαν πλήρως με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής Αρ. 1627/2010.

 

Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων/Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο (κατά την επανεξέταση) εκ νέου διορισμός του Ενδιαφερόμενου Μέρους έγινε χωρίς  να προηγηθεί η οφειλόμενη σύγκρισή τους ως υποψηφίων και χωρίς ο εκ νέου διορισμός να αιτιολογηθεί επαρκώς· πλην όμως, παρατηρούμε ότι αυτές οι αιτιάσεις δεν αφορούν εννοιολογικά τον πρώτο λόγο έφεσης, οπότε είναι δικονομικά απαράδεκτη η παρείσφρησή τους στην αιτιολογία του, με αποτέλεσμα αυτές να είναι ανεπίδεκτες εξέτασης από το Εφετείο (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 7/2017 Νικολάου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 29.9.2023).

 

Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος έφεσης έχουν την ίδια θεματική, καταλογίζοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα επειδή δεν εξέτασε λόγους ακύρωσης οι οποίοι εγέρθηκαν στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010 και τους οποίους το (εκδικάζον αυτήν τότε Ανώτατο Δικαστήριο) δεν εξέτασε.

 

Οι προρρηθέντες λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι, για τους εξής λόγους:

Ως προαναφέρθηκε, στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τον αρχικό διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους αποδεχόμενο τον εκ του Εφεσείοντα προβληθέντα λόγο ακύρωσης περί πλάνης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ ως προς την πείρα του Εφεσείοντα.   Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφασή του και άλλους λόγους ακύρωσης, έναν εκ των οποίων απέρριψε (περί της παράνομης συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της συνεπαγόμενης ακυρότητας της έκθεσής της) και τους ακόλουθους τους οποίους ανέφερε χωρίς όμως να τους εξετάσει και κρίνει, ήτοι την-

(α) παράκαμψη του αποτελέσματος των γραπτών εξετάσεων,

(β) πλάνη ως προς την πείρα η οποία πιστώθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος ως πλεονέκτημα,

(γ) άγνοια περί στοιχείων του προσωπικού φακέλου του Εφεσείοντα τα οποία ανάγονται στην αξία του,

(δ) άγνοια περί της κατάδηλης υπεροχής του Εφεσείοντα σε προσόντα, και  

(ε) προσμέτρηση της συνέντευξης ως μοναδικό κριτήριο επιλογής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο Εφεσείων νομιμοποιείτο (ως επιτυχών διάδικος) να εφεσιβάλει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου επί της Προσφυγής  Αρ. 1627/2010, ακριβώς για να στηλιτεύσει (εάν το επιθυμούσε) ενώπιον του Εφετείου τη μη πρωτόδικη εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης τους οποίους προέβαλε.  Πλην όμως, δεν έπραξε τούτο, οπότε και κωλύετο να εγείρει τους ίδιους λόγους ακύρωσης στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 1443/2015 η οποία αφορούσε την επανεξέταση.

 

Δεδομένου ότι ο Εφεσείων δεν αμφισβητεί το πρωτόδικο εύρημα επί του ότι ο ίδιος δεν εφεσίβαλε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.9.2014 επί της Προσφυγής Αρ. 1627/2010, ώστε να πετύχει την εξέταση των λόγων ακύρωσης οι οποίοι προβλήθηκαν μεν πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσείων, αφενός, νομιμοποιείτο να εφεσιβάλει την μη εξέταση των πρωτοδίκως εγειρόμενων λόγων ακύρωσης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 157/2014 Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 25.6.2021) και, αφετέρου, κωλύετο ενώπιόν του να επαναλάβει τους ίδιους λόγους ακύρωσης στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 1443/2015 (συνεκδικαζόμενες Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 161/2013 και 1/2014 Ιακώβου κ.ά ν. Βραχίμη, απόφαση ημερομηνίας 3.11.2020). Συνεπώς, ορθά τους απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτους.  Το γεγονός ότι, στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, ο Εφεσείων αυτοπροβάλλει έκδηλη δική του υπεροχή του έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους, δεν αναιρεί την ορθότητα του πρωτόδικου συμπεράσματος ως προς το ότι η διοικητική κρίση είναι πλέον ανέλεγκτη ως προς τα σημεία της τα οποία προσεβλήθηκαν αλλά δεν εξετάστηκαν στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010.

 

Ο τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης συμπλέκονται, αφού αφορούν το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης στο οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο (παρότι απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτους λόγους ακύρωσης οι οποίοι εγέρθηκαν ενώπιόν του έστω αν δεν εξετάστηκαν στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010) εξηγεί γιατί «ακόμη και αν εξετάζοντο οι λόγοι ακύρωσης που ο αιτητής εγείρει, και πάλιν αυτοί θα απορρίπτοντο, αφού δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε πλάνη του διορίζοντος οργάνου ή έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε/Μ» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «Συνεπώς, ακόμη και αν εξετάζοντο οι προβαλλόμενοι από τον αιτητή λόγοι, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στην επιλογή του Ε/Μ και το διορίζον όργανο άσκησε εύλογα τη διακριτική του εξουσία».

 

Ο τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης απορρίπτονται, διότι αβάσιμα προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 1443/2015 λόγω του προρρηθέντος σκεπτικού του.

 

Η ρητή πρωτόδικη τοποθέτηση πως, με το ως άνω σκεπτικό, οι επίμαχοι λόγοι ακύρωσης «αν εξετάζοντο […] και παλι αυτοί θα απορρίπτοντο» μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το εφεσιβαλλόμενο σκεπτικό συνίσταται σε εν παρόδω σχόλια (obiter dicta) τα οποία δεν είναι δεκτικά εξέτασης από το Εφετείο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 14/2012 Αναστασιάδη ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 23.1.2018).

 

Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ιδίως προβάλλει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν πληροί τα απαιτούμενα προσόντα για διορισμό στην επίδικη θέση· εντούτοις, τέτοιος λόγος απόρριψης, αφενός, θα μπορούσε να εγερθεί στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010 και, αφετέρου, δεν εγέρθηκε καν στο δικόγραφο της Προσφυγής Αρ. 1443/2015 (την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε με την εφεσιβαλλόμενη του απόφαση), τουλάχιστον με την σαφήνεια και πληρότητα την οποία απαιτεί ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 (NTONEB ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2015), 3 Α.Α.Δ. 350), οπότε εκπίπτει του εφετειακού ελέγχου καίτοι εξετάστηκε πρωτόδικα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2019 Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 20.2.2024).

 

Το ίδιο ισχύει και για αιτίαση η οποία συνοδεύει τον τέταρτο λόγο έφεσης και η οποία καταλογίζει στην ΕΔΥ νομικό σφάλμα επειδή έλαβε υπόψη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις του Ενδιαφερόμενου Μέρους, πράγμα κατ’ ισχυρισμόν αδόκιμο αφού συνέκρινε το Ενδιαφερόμενο Μέρος με τον Εφεσείοντα ο οποίος (ως εξωϋπηρεσιακός υποψήφιος) δεν είχε τέτοιες εκθέσεις.

Εν πάση περιπτώσει, επειδή τουλάχιστον ένας από τους διεκδικούντες τη θέση προήρχετο από τον ιδιωτικό τομέα δεν σημαίνει ότι η ΕΔΥ όφειλε να αγνοήσει τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων που υπηρετούσαν ήδη στον δημόσιο τομέα, αντιθέτως, νομίμως τις έλαβε υπόψη.  Αυτό διότι η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και όπως προβλέπεται ρητώς στο Άρθρο 33 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, η Συμβουλευτική Επιτροπή αποστέλλει στην ΕΔΥ προκαταρκτικό κατάλογο με τους (κατά την κρίση της πρώτης) καταλληλότερους υποψήφιους, αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι (εδάφιο (6)), η δε ΕΔΥ ελέγχει αυτό τον κατάλογο με βάση τα στοιχεία που, μεταξύ άλλων, αναφέρονται στο εδάφιο (6), ώστε να καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων· έπεται ότι, σε όλες τις πληρώσεις θέσεων πρώτου διορισμού, οι ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων που είναι ήδη δημόσιοι υπάλληλοι συνιστούν στοιχείο το οποίο δεσμίως λαμβάνεται υπόψη από την ΕΔΥ κατά την από πλευράς της αξιολόγηση αυτών των υποψηφίων, ασχέτως του αν συνυποψήφιος δεν είναι δημόσιος υπάλληλος.

 

Τέλος, είναι δικονομικά απαράδεκτη και η αιτίαση στον τέταρτο λόγο έφεσης η οποία καταλογίζει σφάλμα στην ΕΔΥ επειδή, κατά την επανεξέταση, έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της ενώπιόν της προφορικής εξέτασης ως την διεξήγαγε κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης, για τον λόγο ότι και πάλι αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν δικογραφείται σαφώς και επαρκώς στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης.

 

Εν πάση περιπτώσει, εφόσον το νομικό πταίσμα για το οποίο η αρχική διαδικασία ακυρώθηκε στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. 1627/2010 δεν αφορούσε την προφορική εξέταση, η ΕΔΥ νόμιμα έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της τελευταίας κατά την επίδικη διαδικασία επανεξέτασης, ως δεικνύει το Άρθρο 34Α(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.

 

Παραμένει προς εξέταση ο έβδομος λόγος έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:

«Λόγος Έφεσης 7

Με βάση τους πιο πάνω λόγους καθίσταται φανερό ότι δεν τηρήθηκαν Άρτια Πρακτικά από την Εφεσίβλητη και παραμένουν πάρα πολλά κενά από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη δεύτερη αυτή Προσφυγή του Εφεσείοντα.

Αιτιολογία

Τούτο γιατί, εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή, αφού κανένα σχόλιο δεν έκανε για τη τήρηση Άρτιων Πρακτικών.

Πολλά τα κενά στην Πρωτόδικη απόφαση.  Η Εφεσίβλητη ούτε καν έλαβε υπόψη το συγγραφικό έργο του Εφεσείοντα, τις επιστημονικές του δημοσιεύσεις και τα άλλα στοιχεία αξίας των φακέλων του, όπου υπερέχει καταφανώς ο Εφεσείων.

Σε τίποτα δεν υπερείχε το ΕΜ.  Η αναφορά της Εφεσίβλητης στα πρακτικά της, ότι το ΕΜ υπερείχε γενικά, είναι άρτια πρακτικά;  Είναι αιτιολογία; Είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου; Είναι αιτιολογία; Γιατί δεν μας λένε που υπερείχε; Γιατί άραγε;

Ελλείπει η δέουσα έρευνα και η σαφής και η πειστική αιτολογία.

Πώς είναι άρτια τα Πρακτικά, αφού αναντίλεκτα το ΕΜ ΔΕΝ κατέχει διετή πείρα στη θέση Επιστήμονα Ηλεκτρολόγου Μηχανικού (όπως τη ζητεί το Σχέδιο Υπηρεσίας), αφού ΟΥΔΕΠΟΤΕ εργάστηκε ως Ηλεκτρολόγος Μηχανικός του Επιστημονικού Προσωπικού.  Λόγω του ότι ήταν διπλωματούχος ΑΤΙ (τριετής φοίτηση), ήταν διορισμένος σε θέση τεχνικού, όχι σε θέση επιστημονικού προσωπικού, στη Δημόσια Υπηρεσία.

Δεν μπορεί και δεν γίνεται, σύμφωνα με τη Νομολογία μας, η συνέντευξη να είναι το μοναδικό και αποκλειστικό κριτήριο επιλογής και μάλιστα πολύ οριακή διαφορά και να παρακάμπτεται, εκτός των άλλων, ο πρωτεύσας στις γραπτές εξετάσεις, δηλαδή στο πιο αδιάβλητο κριτήριο επιλογής.».

Ο έβδομος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος, για τους εξής λόγους:

Δεδομένης της αιτιολογίας την οποία ρητά έδωσε η ΕΔΥ για τον εκ νέου διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους στο πλαίσιο της επανεξέτασης («Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι, δεδομένης της ισοτιμίας των υποψηφίων στα υπόλοιπα στοιχεία, η καλύτερη απόδοση του Μαρδαπήττα στην προφορική εξέταση της Επιτροπής, την οποία η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη, του προσέδωσε υπεροχή έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων και τον κατέστησε καταλληλότερο για διορισμό»), κρίνουμε ότι η προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν προϊόν δέουσας έρευνας (υπό την έννοια της ορθής συστάθμισης των κριτηρίων αξιολόγησης από τα οποία διέποντο οι υποψηφιότητες ενώπιον της ΕΔΥ) και επαρκώς αιτιολογημένη (συνεπώς, δεν «ελλείπουν» πρακτικά ως προς την αιτιολογία), ενόψει και του ανέλεγκτου, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, της διοικητικής κρίσης ως προς τα σημεία τα οποία προσβλήθηκαν αλλά δεν εξετάστηκαν στην Προσφυγή Αρ. 1627/2010.

 

Στο πλαίσιο προσφυγής προσβάλλουσας το διορισμό ή προαγωγή δημοσίου υπάλληλου, είναι ο προσφεύγων που βαρύνεται να αποδείξει την έκδηλη υπεροχή του έναντι του επιλεγόμενου ενδιαφερόμενου μέρους, και όχι η ΕΔΥ το αντίθετο (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 91/2014 Παπά ν. Φραντζή, απόφαση ημερομηνίας 25.2.2021)· το δε Δικαστήριο περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας ο οποίος δεν του επιτρέπει να υποκαθιστά την κρίση της ΕΔΥ (περί του καταλληλότερου υποψηφίου) με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 95/2017 Πηλείδης ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 19.12.2023).

 

Τέλος, η απουσία άρτιων πρακτικών (ως λόγος έφεσης) είναι εννοιολογικά διακριτή από την πλάνη περί τα πράγματα, ώστε να μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο του ως άνω λόγου έφεσης η κατ’ ισχυρισμόν πεπλανημένη συστάθμιση των κριτηρίων αξιολόγησης η οποία παρεισφρέει -με δικονομικά απαράδεκτο τρόπο- στην αιτιολογία αυτού.

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ, ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

                                                        

 

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο