ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 50/2019)

 

30 Μαΐου 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ,  Δ/στες]

 

LOVE BIRDS PET SHOP LIMITED,

Εφεσείοντες

v.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΤΣΙΑΛΛΗ,

Εφεσίβλητου

 

Β. Χριστοφόρου (κα) για Λουκά Π. Λουκά για Εφεσείοντες

Π. Χ’’Παναγιώτου για Εφεσίβλητο

 

------------------------

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον τους και υπέρ του εφεσίβλητου, στην απουσία τους. Η απόφαση εκδόθηκε στις 18.10.2017, για ποσό €13.358.-, πλέον νόμιμο τόκο από 14.10.2016, πλέον €730.-, πλέον νόμιμο τόκο από 14.10.2016 και ΦΠΑ ως έξοδα. Περί τους επτά μήνες μετά, στις 9.5.2018, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση παραμερισμού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και αποδέχτηκε ότι οι εφεσείοντες κατέδειξαν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, εντούτοις έκρινε ότι αυτοί δεν παρείχαν ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη μη εμφάνισή τους στη διαδικασία, ούτε δικαιολόγησαν την καθυστέρησή τους να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης. Θεωρώντας, υπό τας περιστάσεις της υπόθεσης, τη διαγωγή που οι εφεσείοντες επέδειξαν ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου, ώστε να πλήττεται το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της εκδοθείσας, ερήμην, απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ως λανθασμένη, η πρωτόδικη κρίση ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκ μέρους των εφεσειόντων, να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.  Οι εφεσείοντες επικαλούνται τα γεγονότα της υπόθεσης, με βάση τα οποία ενήργησαν μόλις οι νέοι τους δικηγόροι ανέλαβαν, γεγονότα τα οποία, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, παραγνωρίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα έκρινε ότι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης εκ μέρους των εφεσειόντων, δεν ήταν ικανή, από μόνη της, να οδηγήσει σε επιτυχία της υπό κρίση αίτησης. Αποδίδεται, συναφώς, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι παρά το γεγονός ότι, κατά την αιτιολόγηση της απόφασής του, δεν αναφέρεται σε καταφρονητική συμπεριφορά, εκ μέρους των εφεσειόντων, προς τη δικαστική διαδικασία και ενώ αναγνώρισε τις αρχές της νομολογίας για το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, εντούτοις απέρριψε την υπό κρίση αίτηση.

 

Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, ως προκύπτει, η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι η αίτηση εργατικής διαφοράς επιδόθηκε στον διευθυντή τους (ενόρκως δηλούντα προς υποστήριξη της αίτησης παραμερισμού) στις 9.1.2017. Αυτός επικοινώνησε και συναντήθηκε με συγκεκριμένο δικηγόρο στον οποίον ανέφερε όλα τα σχετικά γεγονότα και υπέγραψε σχετική εξουσιοδότηση και κατέβαλε και χρήματα. Είχε την εντύπωση ότι ο εν λόγω δικηγόρος θα εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες. Μεταξύ άλλων, ο ενόρκως δηλών ισχυρίστηκε ότι είχε συχνή επικοινωνία με τον εν λόγω δικηγόρο, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι είχε καταχωρήσει εμφάνιση στην υπόθεση και ότι βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την αντίδικη πλευρά για εξεύρεση εξώδικης διευθέτησης. Μαρτυρία δόθηκε, επίσης, για το τι ακολούθησε, όταν, στις 13.3.2018, επικοινώνησε με τον ενόρκως δηλούντα υπάλληλος τράπεζας και τον πληροφόρησε ότι είχε επιδοθεί στην τράπεζα διάταγμα δέσμευσης ποσού €14.000.- από τον λογαριασμό των εφεσειόντων, αποστέλλοντας του την απόφαση του Δικαστηρίου. Τέθηκαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων για την ενημέρωση που είχαν από τον συνήγορό τους, την αντικατάσταση του από άλλους συνήγορους και την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.

 

Από πλευράς του εφεσίβλητου, πέραν των όσων αφορούν στο θέμα της υπεράσπισης, υπό αμφισβήτηση τέθηκαν οι πιο πάνω αναφορές των εφεσειόντων, με παράλληλη προβολή της, κατ’ ισχυρισμόν του, διαφαινόμενης αδιαφορίας των εφεσειόντων για τη διαδικασία. Τέθηκε δε, προς υποστήριξη της ένστασης, και ένορκη δήλωση του συγκεκριμένου συνηγόρου, στην οποία περιγράφεται μια εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων, με βάση την οποία οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι ο συνήγορος δεν θα καταχωρούσε εμφάνιση προτού του καταβληθεί κάποιο ποσό χρημάτων, οι ίδιοι επέλεξαν να περιμένουν λόγω προσπαθειών διευθέτησης και ενημερώθηκαν για την περίπτωση να εκδοθεί απόφαση εάν δεν καταχωρείτο εμφάνιση. Τέθηκε, επίσης, στη μαρτυρία, έγγραφο των εφεσειόντων προς τον εν λόγω δικηγόρο ότι είναι πλήρως ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες που τους προσφέρθηκαν.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσίβλητου. Προχωρούμε με την παράλληλη εξέταση αυτών, ως αποτέλεσμα της συνάφειάς τους επί της ουσίας.

 

Είναι με επάρκεια που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτύπωσε το νομικό πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, με λεπτομερή αναφορά σε σχετική νομολογία. Ως εξήγησε, μεταξύ άλλων:

 

«Η Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία κατ΄ αναλογία εφαρμόζεται και σε διαδικασίες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με βάση τον Κανονισμό 17 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό του 1999, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση και να παραμερίσει απόφαση που εκδόθηκε στην απουσία των Καθ΄ ων η αίτηση.  Το διάταγμα ακύρωσης μπορεί να δοθεί υπό όρους τους οποίους το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιο υπό τις περιστάσεις.  Η Δ.17 θ.10 δίδει διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να παραμερίζει αποφάσεις οι οποίες εξεδόθηκαν ερήμην.  Γνώμονα άσκησης της εξουσίας αυτής αποτελεί η ανάγκη να εξισορροπηθούν αφ’ ενός το δικαίωμα κάθε διαδίκου να ακουσθεί και αφ’ ετέρου η ανάγκη προόδου και αποπεράτωσης της δίκης.

 

Τα κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση αιτήσεως παραμερισμού απόφασης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης έχουν εκτεθεί επανειλημμένα σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες υιοθετούν την προσέγγιση με τα Αγγλικά Δικαστήρια, όπου ισχύουν παρόμοιοι θεσμοί. (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine & Quarry Services Ltd. V. Ανδρέα Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 941, Δ. Σκάρος v. Π. Χριστοδούλου κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 291, Λουκαϊδου v. Γερολέμου (2000) 1Α Α.Α.Δ. 333, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλ. Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1Β Α.Α.Δ. 1101, Εταιρεία Βοθροκαθαριστών Λεμεσού “Βοθροτεξ’ Λτδ v. Φαντάκη (2001) 1Α Α.Α.Δ. 339, Steven Bush κ.α. v. Γιαννάκη Γιαννή (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1342, Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1101, Ευσταθίου κ.α. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1007, Αργυρού v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1Α Α.Α.Δ. 229, Τεγκεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1Α Α.Α.Δ. 289, Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1Β Α.Α.Δ. 893, Sabine Zehil v. Neil Roberts (2009) 1Α Α.Α.Δ. 678 και Claire Morris v. Saratoga Swimming Pools Ltd (2012) 1A Α.Α.Δ. 647).   

Οι αρχές που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εξηγούνται λεπτομερώς στην απόφαση Phylactou v. Michael (ανωτέρω), στη σελ. 210.  Σε μετάφραση όπως υιοθετήθηκε στην υπόθεση Milouca v. Κούρτη (ανωτέρω) αυτές έχουν ως εξής:

«Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπηση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης:  Την ανάγκη να διασφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.  Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη.  Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.  Εάν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απολεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης – (βλ. παρατηρήσεις του Megaw L.J. στη Lambert v. Mainland Market (1977) 2 All E.R. 826, στη σελ. 833 (c-d)).

Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Siberia Air (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 897:

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.  Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του.  Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης.  Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διαδίκου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.  Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό.»

Στην υπόθεση Κυριακή Τσεσμελόγλου v. Σοφοκλή Σοφοκλέους (2013) 1Α Α.Α.Δ. 64 αναφέρθηκε ότι:

“Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ακύρωση απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης.  Διακρίνονται δύο περιπτώσεις: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει διά ενόρκου δηλώσεως εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του”.»

 

Αποτελεί δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι προκύπτει η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Το συμπέρασμα αυτό, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντέφεσης, εκ μέρους του εφεσίβλητου.

 

Χωρίς να προσβάλλονται με λόγο έφεσης, παραμένουν και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων που αφορούν στην υπό κρίση αίτηση. Αναφέρεται, σχετικά, στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Προκύπτει από τη μακρά νομολογία που υπάρχει στο θέμα, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πρέπει επίσης να πείσουν το Δικαστήριο ότι υπήρχε πραγματικός, σοβαρός και εύλογος λόγος για τη μη παρουσία τους στο Δικαστήριο.

Είναι παραδεκτό ότι η επίδοση έγινε νομότυπα. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν καταχώρησαν έγκαιρα εμφάνιση λόγω του ισχυριζόμενου λάθους του δικηγόρου που αρχικά διόρισαν. Οι Καθ’ ων η αίτηση πληροφορήθηκαν ότι προχώρησε η υπόθεση στις 13/3/18, επικοινώνησαν με τον δικηγόρο που διόρισαν αρχικά, την 3/4/18, δηλαδή περίπου 20 ημέρες μετά, έλαβαν όλους τους φακέλους των υποθέσεων που ο εν λόγω δικηγόρος χειριζόταν για λογαριασμό τους και μετά τις διακοπές του Πάσχα ήτοι κατά την 21/4/18, δηλαδή μετά από ακόμη 17 ημέρες περίπου παρέδωσαν στους νέους δικηγόρους τους το φάκελο της παρούσας υπόθεσης. Οι νέοι δικηγόροι καταχώρησαν την υπό εκδίκαση αίτηση περί τις 18 ημέρες μετά, ήτοι την 9/5/18.

Δεν μπορούμε να πιστέψουμε τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν καταχώρησαν εμφάνιση στην αίτηση λόγω παράλειψης του δικηγόρου που διόρισαν. Από τη μια, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι υπέγραψαν εξουσιοδότηση στον εν λόγω δικηγόρο, τον πλήρωσαν, επικοινωνούσαν μαζί του συχνά για την συγκεκριμένη υπόθεση και ενημερώθηκαν από αυτόν ότι καταχωρήθηκε εμφάνιση, ότι επικοινώνησαν μαζί του και μετά που πληροφορήθηκαν για την έκδοση εναντίον τους απόφασης ότε και εισέπρατταν το αίσθημα ότι δεν τους έλεγε την αλήθεια και από την άλλη, την 3/4/18 υπέγραψαν τη δήλωση, Τεκμήριο 4, ότι δηλαδή είναι πλήρως ευχαριστημένοι με τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν, ενώ ταυτόχρονα δεν παρουσίασαν απόδειξη της πληρωμής που ισχυρίζονται ότι έκαμαν στον δικηγόρο για να καταχωρήσει εμφάνιση. Συνεπώς, δεν δόθηκαν στο Δικαστήριο πειστικές εξηγήσεις, όπως θα έπρεπε, για τον λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης χωρίς τη συμμετοχή των Καθ’ ων η αίτηση.»

 

Ενώ παρακάτω:

 

«Περαιτέρω, από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης φαίνεται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης. Ακόμη και μετά την έκδοση της απόφασης πέρασαν περί τους 7 μήνες για να καταχωρηθεί η αίτηση παραμερισμού κα περί τους δύο μήνες από την ημερομηνία που οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο κ. Πίττακος αντιλήφθηκε ότι προχώρησε η υπόθεση μετά που μίλησε με λειτουργό της τράπεζας η οποία του ανέφερε ότι τους είχε επιδοθεί διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η τράπεζα να δεσμεύσει από λογαριασμό τους ποσό €14.000 και του απέστειλε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.»

 

Για να καταλήξει:

 

«Από τη στιγμή που, όπως αναφέρεται στον Κανονισμό 5 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, εάν ο Καθ’ ου η αίτηση επιθυμεί να αμφισβητήσει την απαίτηση ή μέρος αυτής οφείλει μέσα σε 21 ημέρες από την επίδοση να καταχωρήσει εμφάνιση στην οποία να προσδιορίζονται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους αμφισβητεί το αίτημα, το χρονικό περιθώριο των δύο περίπου μηνών που διέρρευσε από την πληροφόρηση που είχαν οι Καθ’ ων η αίτηση ότι η υπόθεση προχώρησε δεικνύει διαγωγή εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση τέτοια η οποία είναι ασυγχώρητη και περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου, ώστε να πλήττεται το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Θεωρούμε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αδικαιολόγητα καθυστέρησαν και παρέλειψαν να κινηθούν με την πρώτη δυνατή ευκαιρία.»

 

Όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (NTR BEACH DINERS LTD κ.α ν. ADAMOU CONSTRUCTION AND MAINTENANCE LTD, ECLI:CY:AD:2018:A18, Πολιτική Έφεση 373/2012, ημερομηνίας 15.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, ΑΡΕΣΤΗ ν. ΗΛΙΑ (1991) 1 ΑΑΔ 984)

 

Διαπιστώνεται, από τα πιο πάνω, ότι το παράπονο των εφεσειόντων, στον πρώτο λόγο έφεσης, με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν έχει πραγματικό έρεισμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τα γεγονότα που οι εφεσείοντες έθεσαν με τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με τη μη εμφάνισή τους και τις μετέπειτα ενέργειες τους μέχρι και την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού της απόφασης.  Απέρριψε αυτά, εξηγώντας το λόγο για αυτό, και είναι στη βάση αυτή που κατέληξε στο ότι δεν αιτιολογήθηκε, επαρκώς, η μη εμφάνιση των εφεσειόντων και η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης χωρίς τη συμμετοχή των εφεσειόντων.

 

Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το θέμα. Είναι προφανές ότι οι ως άνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογούνται πλήρως στη βάση του τι είχε ενώπιον του. Αν είναι κάτι που θα μπορούσε να παρατηρηθεί, επιπρόσθετα, είναι η μη ξεκάθαρη τελική άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της μαρτυρίας που ο αρχικός συνήγορος των εφεσειόντων προσκόμισε μέσω της ένορκης του δήλωσης. Προφανώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αρκετό το ότι απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, την ως άνω εκδοχή των εφεσειόντων, καθιστώντας άνευ εξήγησης τη μη εμφάνιση τους στη διαδικασία. Είναι προφανές ότι αποδοχή των λεγομένων του εν λόγω συνηγόρου, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε, ούτε απαντήθηκαν οι ισχυρισμοί του, θα καθιστούσε ακόμη πιο προφανή την αδιαφορία των εφεσειόντων για τη δικαστική διαδικασία και τα δικαιώματα του αντιδίκου. Επί δε του ζητήματος της καθυστερημένης προσφυγής στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης, αρκεί να λεχθεί ότι, και επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε, επαρκώς, τους λόγους που, υπό τας περιστάσεις της υπόθεσης, έκρινε την καθυστέρηση αδικαιολόγητη, θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να κινηθούν με την πρώτη δυνατή ευκαιρία.

 

Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε κενό ή σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, ώστε να υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτοντας την αίτηση . Από τα ως άνω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέμεινε εντός των ορθών πλαισίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Ανεξαρτήτως της απόδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης, η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια των επιλογών του εναγομένου (ΤΣΕΣΜΕΛΟΓΛΟΥ ν. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ (ανωτέρω)).

 

Συνακόλουθα, αμφότεροι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Η παρούσα έφεση απορρίπτεται με €2.400.- πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

 

                                                               Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο