ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 59/2018)

 

29 Μαΐου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

1.  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

2.  ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

 

Αιτητές/Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

(πρώην MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD),

 

Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Αίτηση ημερομηνίας 16.01.2024 για προσθήκη λόγων έφεσης

 

____________________

 

 

κ. Ν. Τσιαπαλής, για  Αιτητές/Εφεσείοντες.

Μ. Καραγιαννίδου (κα) για Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση/Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, εναγόμενοι 2 και 3, σε αγωγή, αμφισβητούν το αποτέλεσμα πρωτόδικης απόφασης με την οποία αποφασίστηκε ότι οφείλουν, ως εγγυητές, στους εφεσίβλητους, οι οποίοι στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν ενάγοντες, το ποσό των €8.543,01, δυνάμει εγγράφων εγγύησης, πλέον τόκο προς 10,5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 05.04.2011 μέχρι εξόφλησης, του τόκου κεφαλαιοποιημένου την 30ην Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρι εξόφλησης.

 

Επιπλέον, πρωτόδικα, επιδικάστηκαν έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή. Η ανταπαίτηση του εφεσείοντα 1 και ενός άλλου προσώπου - εναγόμενου 3 στην αγωγή -, απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους.

 

Οι εφεσίβλητοι, ως εναγόμενοι 2 και 3, αντίστοιχα, στην πρωτόδικη διαδικασία, καταχώρησαν, στις 14.02.2018, την παρούσα έφεση ζητώντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, ως λανθασμένης, προβάλλοντας επτά (7) λόγους έφεσης, οι οποίοι, αυτούσιοι, έχουν ως εξής:

 

«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 1

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως διατυπώνεται στην παρ. 2 σελ. 37 της απόφασης, ότι η εγγύηση των εναγομένων 2 και 3 είναι ξεχωριστή μέχρι του ποσού των Λ.Κ.5000 πλέον τόκους και έξοδα για έκαστον από αυτούς, είναι ανεδαφικό και/ή προϊόν λανθασμένης ανάγνωσης και/ή ερμηνείας των επίδικων εγγράφων και/ή των προθέσεων των μερών, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επίδικα έγγραφα.

………………………………………………………………………………

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 2

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως διατυπώνεται στην σελ. 43 της απόφασης, ότι η αύξηση του ορίου του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού από Λ.Κ. 4000 σε Λ.Κ. 7000 «αποτελεί επουσιώδη μεταβολή ενός εκ των όρων του τεκμ.9», είναι εσφαλμένη και/ή αυθαίρετη και/ή αναιτιολόγητη.

………………………………………………………………………………

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 3

Η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως εκφράζεται στην παρ. 2 της σελ. 43 και στην παρ. 2 της σελ. 37 της απόφασης, ότι σκοπός των συμβαλλομένων-εναγομένων 2 και 3 ήταν να καλυφθούν υποχρεώσεις του εναγομένου 1 προς τους ενάγοντες οι οποίες απορρέουν από την λειτουργία του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού, «περιλαμβανομένου κάθε αύξησης στο συμφωνημένο όριο κίνησης του με το οποίο ουσιαστικά επιτυγχάνεται παράταση ή ανανέωση της λειτουργίας του», είναι ανεδαφική, ατεκμηρίωτη, αυθαίρετη, λανθασμένη και/ή προϊόν λανθασμένης ερμηνείας των επίδικων εγγράφων.

……………………………………………………………………………… 

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 4

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. παρ. 3 της σελ. 43 της απόφασης) ότι ο όρος 2 των τεκμηρίων 10 και 11 (εγγυητηρίων εγγράφων) αποτελεί αφενός μεν απεμπόληση εκ μέρους των εναγομένων 2 και 3 της νομοθετικής προστασίας που τους παρέχει το άρθρο 91 του Κεφ. 149 και αφετέτου αναγνώριση εκ μέρους τους του δικαιώματος της τράπεζας να προβαίνει σε η αύξηση του ορίου του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού χωρίς κάτι τέτοιο να επηρεάζει την εγγύηση τους, είναι ανεδαφική, ατεκμηρίωτη, αυθαίρετη και λανθασμένη και/ή προϊόν λανθασμένης ερμηνείας των επίδικων εγγράφων.

………………………………………………………………………………

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 5

Η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρ. 5 στην σελ. 27 της απόφασης ότι, εξασφαλίσεις στην παροχή επιπλέον πιστωτικών διευκολύνσεων που επιτεύχθηκε με την αύξηση του ορίου του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού, αποτελούσαν οι εγγυήσεις των εναγομένων 2 και 3, είναι αυθαίρετη, ανεδαφική και λανθασμένη και σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε κάτι τέτοιο αποτέλεσε κοινό έδαφος των διαδίκων.

………………………………………………………………………………

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 6

(α)   Το συμπέρασμα και/ή ερμηνεία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την φύση της συμφωνίας το τεκμ. 16 κατά τρόπον ώστε να ευνοείται η ενάγουσα και/ή να αποβαίνει εις βάρος των εναγομένων 2 και 3 είναι λανθασμένη και/ή αυθαίρετη και/ή συγκρούεται με τα γεγονότα και/ή το περιεχόμενο και/ή το γράμμα της συμφωνίας αυτής καθ’ εαυτής.

 

(β)  Ακόμα και στην περίπτωση που η ερμηνεία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη φύση της αναφερόμενης συμφωνίας είναι ορθή, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα και/ή αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι η συμφωνία αυτή αποτελούσε αναφαίρετο δικαίωμα της ενάγουσας το οποίο δεν επηρέαζε τις εγγυητικές υποχρεώσεις των εναγομένων 2 και 3 εφεσειόντων.

………………………………………………………………………………

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 7

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου ανέρχεται στο ποσό των €23.548,97 είναι λανθασμένο και/ή αυθαίρετο και/ή αναιτιολόγητο.»

 

 

Στις 06.11.2023 η έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, οπότε, δόθηκαν σχετικές οδηγίες για ετοιμασία, από τους διάδικους, των περιγραμμάτων αγόρευσης και στη συνέχεια η έφεση να ορισθεί για ακρόαση.

 

Την 16.01.2024 οι εφεσείοντες – στο εξής οι Αιτητές - με την πιο πάνω αίτηση τους – στο εξής η επίδικη Αίτηση – ζήτησαν την τροποποίηση των λόγων έφεσης, ουσιαστικά την προσθήκη δύο λόγων έφεσης, ως ακολούθως:

 

«ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 8

Εσφαλμένα και/ή αυθαίρετα και/ή αναιτιολόγητα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ενάγουσα νόμιμα και χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις των εγγυητών – Εφεσειόντων στις 13.10.2010 μετέφερε από τον επίδικο λογαριασμό ποσό €104.168,94 προς εξόφληση άλλου λογαριασμού του πρωτοφειλέτη – εναγόμενου 1.

 

ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ 9

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ή δεν αξιολόγησε την θέση των εφεσειόντων/εναγομένων 2 και 3 ότι η ενάγουσα – Εφεσίβλητη με την παραχώρηση στον πρωτοφειλέτη – εναγόμενο 1 δανείου ύψους £65,000 δυνάμει συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 05.12.2006, εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση των Εφεσειόντων εναγομένων 2 και 3, ουσιαστικά παραβίασε τους όρους της σύμβασης εγγύησης και/ή προκάλεσε ουσιώδη μεταβολή των όρων της κύριας συμφωνίας και/ή της συμφωνίας εγγύησης και/ή λόγω αυτής είχαν βλαβεί τα δικαιώματα των εγγυητών Εφεσειόντων – εναγομένων 2 και 3 και/ή οι Εφεσείοντες είχαν περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση και ως αποτέλεσμα των ανωτέρω εδικαιολογείτο η απαλλαγή τους από κάθε ευθύνη απορρέουσα από την σύμβαση εγγύησης.»

 

Περαιτέρω, με την επίδικη Αίτηση ζητείται διάταγμα το οποίο να παρατείνει τον χρόνο καταχώρησης του Περιγράμματος Αγόρευσης των εφεσειόντων για περίοδο 45 ημερών από την έγκριση της Αίτησης.

 

Στη νομική βάση της Αίτησης περιλαμβάνονται οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2023, ΜΕΡΟΣ 18, 23, και 41, που, ως καθίσταται αντιληπτό, είναι οι σχετικές, για το αντικείμενο της Αίτησης, δικονομικές διατάξεις.  Ως σχετική είναι και η διάταξη του Άρθρου 30 του Συντάγματος.  Οι υπόλοιπες νομικές διατάξεις που περιέχονται στη νομική βάση της Αίτησης, είναι άσχετες με το αντικείμενο της και/ή έπαυσαν να εφαρμόζονται, συνεπώς η οποιαδήποτε μνεία σ’ αυτές καθίσταται αχρείαστη.

 

Ενάντια στην επίδικη Αίτηση, οι εφεσίβλητοι – στο εξής Καθ’ ων η Αίτηση – καταχώρισαν Ειδοποίηση Περί Πρόθεσης Ένστασης προβάλλοντας εννέα (9) λόγους ένστασης, το περιεχόμενο των οποίων συνίσταται στις θέσεις ότι, η Αίτηση, είναι καταχρηστική, επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση, υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, χωρίς να δοθεί αιτιολογία, ότι οι Αιτητές επέδειξαν αδιαφορία και αδράνεια στην προώθηση της έφεσης, ότι γίνεται προσπάθεια προσθήκης νέων λόγων έφεσης, εντελώς ανεξάρτητων με τους υφιστάμενους, ότι διευρύνονται τα εφέσιμα ζητήματα, και προστίθενται λόγοι που εκτροχιάζουν την πορεία της εκδίκασης της έφεσης, ότι επιδιώκεται για δεύτερη φορά, και καταχρηστικά, παράταση της αρχικά δοθείσας προθεσμίας των 45 ημερών για τα περιγράμματα, χωρίς να δίδεται εξήγηση, ότι οι νέοι λόγοι έφεσης είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμοι, και ανύπαρκτοι, εν πάση περιπτώσει, οι Αιτητές δεν προσκόμισαν μαρτυρία, πρωτόδικα, προς υποστήριξη τέτοιων θέσεων, ότι παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα των Καθ’ ων η Αίτηση και πως οι Αιτητές δεν δικαιούνται τα έξοδα της Αίτησης ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία.

 

Τόσο η επίδικη Αίτηση όσο και η ένσταση υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις.  Το περιεχόμενο τους αφορά στο ιστορικό της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης μέχρι σήμερα, αλλά, και σε επιχειρήματα και θέσεις των διαδίκων, ως εκ τούτου, η παράθεση τους, εκ νέου, για σκοπούς της παρούσας απόφασης, προβάλλει αχρείαστη.  Τα επίδικα ζητήματα, της Αίτησης, άλλωστε διαφαίνεται να είναι καθαρά νομικά, κάποια δε στοιχεία που αφορούν σε γεγονότα είναι εφικτό να εξαχθούν μέσα από τον φάκελο της έφεσης.  Ό,τι είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι πως ο Αιτητής 1 δηλώνει ότι η μη συμπερίληψη των αιτούμενων, να προστεθούν, λόγων έφεσης, επί της ειδοποίησης έφεσης, οφείλεται σε καλόπιστο λάθος και ότι η αναγκαιότητα της Αίτησης προέκυψε κατά τη μελέτη για την ετοιμασία του Περιγράμματος Αγόρευσης των εφεσειόντων – Αιτητών. Σημειωτέον, βεβαίως, ότι η εν λόγω μαρτυρία αμφισβητείται.  Οτιδήποτε αποτέλεσε επιχείρημα των συνηγόρων των διαδίκων αναπτύχθηκε στις γραπτές αγορεύσεις τους, το περιεχόμενο των οποίων διατηρούμε κατά νου και θα αναφερθούμε σ’ αυτό, κατά την ετυμηγορία μας, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, για την αιτιολόγηση της απόφασης μας.

 

Είναι χρήσιμο, φρονούμε, να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο, που κατά την κρίση μας, διέπει την επίδικη Αίτηση.

 

Το ΜΕΡΟΣ 41.8 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, οι οποίοι ισχύουν από 01.07.2023 για διαδικασίες ενώπιον του Εφετείου, παρ’ ότι η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε το 2018, προνοεί ότι «Ειδοποίηση Έφεσης δεν μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς την άδεια του Εφετείου».  Πρόκειται, ως γίνεται κατανοητό, για γενικά διατυπωμένη πρόνοια η οποία, πριν την εφαρμογή της, χρήζει ανάλυσης και ερμηνείας.  Καθοδήγηση, προς αυτήν την διεργασία, δύναται να αντληθεί από τη μέχρι σήμερα σχετική νομολογία, καθ’ ότι, η πρόνοια της Δ.35 Κ.4 των παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας προέβλεπε τροποποίηση έφεσης με παρόμοιο περιεχόμενο (“Any notice of appeal may be amended at any time as the Court of Appeal may think fit). Δεν κρίνουμε πως η μικρή διαφορετικότητα που υπάρχει στο λεκτικό συνιστά έρεισμα διαφορετικής προσέγγισης, αφού θεωρούμε πως το πνεύμα της διάταξης παραμένει το ίδιο.  Αντιλαμβανόμαστε δε πως με αυτή τη θεώρηση συμφωνούν και οι συνήγοροι των δύο πλευρών, εξ’ ου και έχουν επικαλεσθεί νομολογία η οποία ερμήνευσε τη Δ.35 Κ.4

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων, θεωρούμε ορθό να παραπέμψουμε σε σχετική νομολογία η οποία ενασχολήθηκε με την τροποποίηση λόγων έφεσης.  Παραθέτουμε, ως εκ τούτου, σχετικά αποσπάσματα.

 

Στην υπόθεση PANAYIOTIS GEORGHIOU (CATERING) LTD v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

“Σύμφωνα με τη Δ.35 θ.4, οποιαδήποτε ειδοποίηση έφεσης μπορεί να τροποποιηθεί κατά οποιονδήποτε χρόνο, όπως το Εφετείο θα έκρινε πρέπον.  Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επιδράσουν στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ουδέποτε καθορίστηκαν, ούτε και θα μπορούσαν να καθοριστούν, εξαντλητικά. Ισχύει το ίδιο και σε σχέση με την κατά περίπτωση σημασία τους.  Αυτή κατ' ανάγκην προσδιορίζεται μετά από συνεκτίμηση όλων των περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

………………………………………………………………………………

Και εδώ οι αιτήσεις για τροποποίηση υποβλήθηκαν αφού παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την ημέρα της καταχώρισης των ειδοποιήσεων έφεσης. Αυτή όμως η αργοπορία δεν αποτέλεσε αιτία καθυστέρησης στην πορεία της διαδικασίας ούτε επέφερε άλλη επίπτωση. Δεν έχει μεσολαβήσει οτιδήποτε ούτε και η διαδικασία ή οποιαδήποτε πτυχή της θα εξελισσόταν διαφορετικά ή η θέση των εφεσιβλήτων θα ήταν άλλη αν οι αιτήσεις υποβάλλονταν νωρίτερα. Ο χρόνος που παρήλθε, σε συνάρτηση προς την επάρκεια της αιτιολόγησης της καθυστέρησης, δεν μπορεί να αντικρυστεί κατά απομόνωση ως ορισμένης σημασίας και μάλιστα αποφασιστικής σε κάθε περίπτωση.  Δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το σύνολο των περιστατικών, κυρίως από τις επιπτώσεις στην εξέλιξη της διαδικασίας ή στους εφεσίβλητους.  (Βλ. σχετικά Σάββας Σαββίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 A.A.Δ. 249.  Διαφορετικά, η απόρριψη τέτοιων αιτήσεων θα απέληγε να συνιστά είδος κύρωσης.”

 

Στην υπόθεση C.L.R. Stockbrokers Limited v. N.K. Shakolas (Holdings) Ltd, (2015) 1 Α.Α.Δ. 1303, υποδείχθηκε πως:

“Οι παράμετροι κρίσης που επηρεάζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου στο να αποδεχθεί ή μη αίτηση τροποποίησης του εφετηρίου και των λόγων έφεσης έχουν παγιωθεί μέσα από τη νομολογία. Σε πρόσφατες αποφάσεις επαναβεβαιώθηκε ότι γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης υπό ευρεία έννοια, με τον περιορισμό ότι δεν διευρύνονται τα εφέσιμα ζητήματα, δεν προστίθεται λόγος ή λόγοι που εκτροχιάζουν την πορεία της εκδίκασης της έφεσης, δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στην αντίδικη πλευρά και δεν είναι απλώς διευκρινιστικά των υφιστάμενων λόγων. Η νομολογία είναι στην ουσία ταυτόσημη σε όλο το φάσμα του δικαίου και βοήθεια αντλείται και από την πολιτική δικαιοδοσία και από την αναθεωρητική τοιαύτη, (δέστε Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, Muskita Aluminium Industries Ltd v. Alsako Aluminium Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 59 κ.ά.).

 

Ο χρόνος υποβολής της αίτησης για τροποποίηση επίσης αποτελεί παράγοντα που δύναται να προσμετρήσει υπέρ ή εναντίον της αίτησης, εφόσον εάν η ακρόαση έχει ήδη αρχίσει ο σκόπελος που πρέπει να υπερπηδήσει ο αιτούμενος την τροποποίηση είναι μεγαλύτερος. Η έκταση της τροποποίησης ενέχει τη δική της αυτοτελή σημασία έτσι ώστε αναλόγως της επίπτωσης της επί της τροχοδρόμησης του προγραμματισμού της έφεσης, η τροποποίηση δυνατόν να μην εγκριθεί, (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1705.

 

Στο τέλος της ημέρας, η έγκριση της τροποποίησης παραμένει ζήτημα ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπό το πρίσμα του γενικότερου κανόνα ότι είναι επιθυμητό να αποτιμούνται δικαστικώς όλα τα δικαιώματα των διαδίκων, με περαιτέρω έμφαση στην σύγχρονη τάση της νομολογίας να επιτρέπονται οι τροποποιήσεις εκτός και εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι προς το αντίθετο, (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Α.Ε. ν. Βιομηχανίας Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237).”

 

Στην υπόθεση Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι v. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Αρ. 1) (2009) 1 Α.Α.Δ. 59 επισημάνθηκε πως:

“Η τροποποίηση των λόγων έφεσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η οποία πάντοτε ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης (Βλ. απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323). Μια αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης μπορεί να γίνει δεχτή εφόσον υποβάλλεται έγκαιρα και δεν επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα των αντιδίκων. (Βλ. Φακοντή v. Βρυώνη, ανωτέρω). Από πρακτικής άποψης, η τροποποίηση των λόγων έφεσης είναι πιο εύκολο να εγκριθεί, αν επιζητεί την διεύρυνση της αιτιολογίας και την καλύτερη παρουσίαση των επίδικων θεμάτων. Από την άλλη, καθίσταται πιο δύσκολη η έγκριση της όταν επιδιώκεται η ανάπλαση των λόγων έφεσης χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος. Στις περιπτώσεις που γίνεται προσπάθεια να προστεθούν καινούργιοι λόγοι, εντελώς ανεξάρτητοι από τους υφιστάμενους, το εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεχτό (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 9).”

 

Στην υπόθεση Yegiazaryan v. Smagin, ECLI:CY:AD:2021:A279, Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2020, ημερομηνίας 28.06.2021, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

“Σημαντική είναι η διαπίστωση κάθε φορά κατά πόσον πρόκειται για διεύρυνση της αιτιολογίας δια της παροχής εξηγήσεων που άπτονται του πυρήνα του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο οποίος παραμένει βασικά αναλλοίωτος, ή κατά πόσον ο νέος λόγος συνεπάγεται την ανάπλαση της έφεσης και τη διεύρυνση σε μεγάλο βαθμό της υπάρχουσας βάσης της.  Εάν επιχειρείται να προστεθούν θέματα τα οποία δεν είχαν τεθεί με τους υφιστάμενους λόγους έφεσης, τότε η τροποποίηση, κατά κανόνα, δεν είναι επιτρεπτή στην απουσία εξήγησης για τη μη συμπερίληψη εξαρχής και δικαιολόγησης της καθυστέρησης (Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714).

 

Εν προκειμένω δεν πρόκειται για διεύρυνση της αιτιολογίας ή επαναδιατύπωση των λόγων έφεσης με πλέον άρτιο τρόπο (Frederickou Schools Ltd ν. Acuac Inc(1998) 1 AAΔ.155) ή για πλήρωση του κενού της αιτιολογίας υφιστάμενων λόγων έφεσης (Ακίνητα Ανδρέας και Λένια Στροβολίδου Λίμιτεδ (ανωτέρω)) αλλά για προσθήκη ενός νέου αυτοτελούς λόγου έφεσης η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδόμηση της έφεσης πάνω σε αυτοτελώς νέα, διευρυμένη, βάση.  Ικανοποιητική εξήγηση δεν δόθηκε.  Η σχετική αναφορά υπήρξε γενικόλογη και αόριστη.  Όπως έχουμε αναφέρει το επίδικο θέμα της κατάχρησης ήταν σαφέστατο και δεν μπορεί η απουσία του από την έφεση να μην είχε γίνει αντιληπτή με οποιαδήποτε εύλογη επιμέλεια.  Ό,τι προκύπτει είναι πως επιχειρείται αναδόμηση της έφεσης σε χρόνο πολύ καθυστερημένο από την προβλεπόμενη προθεσμία, κάτι που αντίκειται και καταστρατηγεί την σχετική πρόνοια, ανεξάρτητα από τους παράγοντες στους οποίους αναφέρθηκε η πλευρά του εφεσείοντα.  Ούτε και το πνεύμα που διέπει την Δ.25 μπορεί να έχει εν προκειμένω σημασία.”

 

Αναμφίβολα, η μελέτη των υφιστάμενων λόγων έφεσης και των αιτούμενων να προστεθούν δεν συνηγορεί σε συμπέρασμα ότι οι τελευταίοι λόγοι συνιστούν διεύρυνση της αιτιολογίας ή επαναδιατύπωσης των λόγων έφεσης ή, ακόμη, εγχείρημα πλήρωσης κενού στην αιτιολογία των υφιστάμενων λόγων έφεσης.  Ξεκάθαρα, πρόκειται για προσθήκη δύο νέων αυτοτελών λόγων έφεσης, η έγκριση των οποίων, ως κρίνουμε, θα είχε ως αποτέλεσμα την αναδόμηση της έφεσης και τη δημιουργία νέας, πρόσθετης, και διευρυμένης βάσης.  Η αναφορά του Αιτητή 1 ότι η μη συμπερίληψη, από την αρχή, αυτών των λόγων έφεσης, οφείλεται σε καλόπιστο λάθος είναι γενική και αόριστη.  Δεν διευκρινίζεται που οφείλεται το λάθος και από ποιον διαπράχθηκε. Είναι δε σημαντικό να τονίσουμε πως τα δύο ζητήματα, που επιθυμούν οι Αιτητές να αποτελέσουν πρόσθετους λόγους έφεσης, αφορούν σε ζητήματα για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, έδωσε σαφή τοποθέτηση, χωρίς να εξετάζουμε σ’ αυτό το στάδιο αν η θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή ή λανθασμένη, και επομένως με εύλογη επιμέλεια, αν όχι και χωρίς εύλογη επιμέλεια, ήταν αναμενόμενο τέτοια ζητήματα να είχαν συμπεριληφθεί στην ειδοποίηση έφεσης.  Δεν αποδεχόμαστε ότι πρόκειται για καλόπιστο λάθος, ιδιαίτερα όταν είχε μεσολαβήσει και η προδικασία της έφεσης. 

 

Οφείλουμε δε να παρατηρήσουμε πως η υπόθεση C.L.R. Stockbrokers Ltd (ανωτέρω), την οποία επικαλείται ο συνήγορος των Αιτητών, δεν ενισχύει την εκδοχή ότι είναι απολύτως δικαιολογημένο να εγκριθεί η επίδικη Αίτηση.  Όπως και σε εκείνη την υπόθεση, και εδώ, δεν δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση πειστική που δεν επιδιώχθηκε η τροποποίηση των λόγων έφεσης παρά μόνο έξι (6) χρόνια μετά την καταχώριση της έφεσης, και παρ’ ότι δύο μήνες πριν την καταχώριση της Αίτησης, κατά την προδικασία, όπου δόθηκαν οδηγίες για περιγράμματα, δεν ζητήθηκε ή, δεν ηγέρθηκε ζήτημα προσθήκης των λόγων έφεσης πριν την ακρόαση.

 

Επιπλέον, η αναφορά στην υπόθεση Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd, (ανωτέρω), που επίσης επικαλέστηκε ο συνήγορος των Αιτητών, θεωρούμε πως δεν είναι επιτρεπτό να υιοθετηθεί, ως προς το αποτέλεσμα της, δεδομένων των διαφορετικών περιστάσεων που διέπουν την παρούσα Αίτηση.  Συγκεκριμένα (α) στην προειρημένη υπόθεση δεν υπήρχε ένσταση στην τροποποίηση, (β) οι λόγοι έφεσης ήταν αναιτιολόγητοι όλοι, συνεπώς επρόκειτο για συμπλήρωση κενού και όχι για νέους ανεξάρτητους λόγους έφεσης, ως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, (γ) με την απόρριψη της αίτησης η έφεση δεν θα μπορούσε να ακουσθεί και θα απορριπτόταν κατά την ακρόαση, ενώ στην παρούσα, οι Αιτητές - εφεσείοντες θα ακουσθούν με το περιεχόμενο έφεσης που επέλεξαν από την αρχή και για έξι (6) σχεδόν χρόνια, χωρίς να θέσουν θέμα τροποποίησης όταν το Εφετείο, κατά την προδικασία, έδωσε οδηγίες για περιγράμματα και ορισμό της έφεσης για ακρόαση, και (δ) δεν ανατρεπόταν, σε αντίθεση με εδώ, ο προγραμματισμός της υπόθεσης.

 

Κρίνουμε, εν όψει όλων των πιο πάνω, ότι οι λόγοι ένστασης (α), (β), (δ), (ε), και (η) (βλέπε υπόθεση G.A.P. Estates Ltd v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449), ευσταθούν.  Πιο συγκεκριμένα διαπιστώνεται ότι θα επηρεαστούν δυσμενώς τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση, αφού θα υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης, ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση, και ότι πρόκειται για εντελώς ανεξάρτητους λόγους έφεσης, και πως, με την έγκριση, θα επηρεασθούν τα συνταγματικά δικαιώματα των Καθ’ ων η Αίτηση.  

 

Όσον αφορά στους υπόλοιπους λόγους ένστασης αυτοί απορρίπτονται.  Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι Αιτητές επέδειξαν αδιαφορία για την έφεση τους, ή ότι επιδιώκουν καταχρηστικά δεύτερη φορά την παράταση της προθεσμίας για καταχώρηση των περιγραμμάτων.  Παρατηρούμε επίσης ότι ο λόγος ένστασης (θ) είναι συνυφασμένος με την επιτυχία της Αίτησης, και όχι αυτοτελής.

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων, ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, καταλήγουμε πως, υπό τις περιστάσεις, η έγκριση της Αίτησης δεν είναι δικαιολογημένη και προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, το οποίο απαιτεί τη συντομότερη δυνατή ακρόαση της έφεσης και όχι την περαιτέρω καθυστέρηση της.

 

Η επίδικη Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €1.400,00 προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση – εφεσίβλητων και εναντίον των Αιτητών – εφεσειόντων.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο