ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

27 Μαΐου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

Πολιτική Έφεση Αρ.: E157/2018

(σχ. με E158/2018)

 

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

v.

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΗΚΑΚΗ,

Εφεσίβλητου/Εναγομένου.

 

Πολιτική Έφεση Αρ.: E158/2018

(σχ. με E157/2018)

 

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΖΗΚΑΚΗ,

Εφεσείοντας/Εναγόμενος,

 

v.

 

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

____________________

 

Σ. Καρακατσιάνη (κα) για ΑΡΓΕΝΤΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για  Εφεσείουσα στην Ε157/2018 και για Εφεσίβλητη στην Ε158/2018.

Δ. Ζένιου (κα) για ΕΡΜΗΣ Σ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητη στην Ε157/2018 και Εφεσείουσα στην Ε158/2018.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι πιο πάνω εφέσεις ακούστηκαν μαζί και αφορούν στην απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28.09.2018, αναφορικά με αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε λόγω μη εμφάνισης.  Η ιδιότητα των διαδίκων, ως είναι αντιληπτό, στις δύο εφέσεις, εναλλάσσεται, όμως, για σκοπούς της παρούσας απόφασης, θα χρησιμοποιείται η ιδιότητα που έχουν στην Ε157/2018. 

 

Αντικείμενο της έφεσης Ε157/18 αποτελεί η απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου – στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο – με την οποία παραμερίστηκε, κατόπιν σχετικής αίτησης του εφεσίβλητου, απόφαση, αναφορικά με αξίωση εναντίον του, για οφειλόμενη διατροφή προς όφελος της εφεσείουσας.  Στη βάση αυτής της κατάληξης, το κατώτερο Δικαστήριο παρέπεμψε, δυνάμει του Άρθρου 64Α του Ν.14/1960, τη σχετική αξίωση, για εκδίκαση, στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Το μέρος της αίτησης παραμερισμού του εφεσίβλητου, σχετιζόμενο με άλλη αξίωση, που η εφεσείουσα εξασφάλισε απόφαση εναντίον του, απορρίφθηκε.  Από την εν λόγω απόρριψη προέκυψε η έφεση Ε158/2018, με την οποία ο εφεσίβλητος παραπονείται πως το κατώτερο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι αυτός, αφενός, δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις που δεν εμφανίστηκε στην αγωγή, και αφετέρου, ότι δεν απέδειξε πως είχε καλή υπεράσπιση, ώστε να του παραχωρηθεί άδεια και δικαίωμα να καταχωρήσει εμφάνιση και υπεράσπιση, αλλά και ανταπαίτηση.  

 

Με τους δύο λόγους έφεσης, στην Ε157/2018, η εφεσείουσα προβάλλει τις θέσεις ότι το κατώτερο Δικαστήριο λανθασμένα ήγειρε, αυτεπάγγελτα, στο πλαίσιο αίτησης παραμερισμού απόφασης, το θέμα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αποφασίζει επί θεμάτων διατροφής συζύγων, (πρώτος λόγος έφεσης), και, ότι λανθασμένα κατέληξε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει το μέρος της αξίωσης της εφεσείουσας που αφορά σε «… μηνιαία διατροφή που οφείλει ο εναγόμενος να καταβάλει στον Ενάγοντα…» οπότε, το μέρος αυτό, της απόφασης, παραμερίστηκε ex debito justitiae.

 

Με την έφεση Ε158/2018, ο εφεσίβλητος, με έξι (6) λόγους έφεσης, προσβάλλει την κατάληξη του κατώτερου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ως προς τη δεύτερη αξίωση, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εναντίον του. Οι θέσεις του εφεσίβλητου, όπως διατυπώνονται στην ειδοποίηση εφέσεως, είναι πως το κατώτερο Δικαστήριο, λανθασμένα οδηγήθηκε σε εύρημα ότι έγινε επίδοση και γι’ αυτό δεν ενέκρινε την αίτηση παραμερισμού ex debito justitiae (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα εφάρμοσε την αρχή αναφορικά με τα καθαρά χέρια και πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και/ή δεν σχολίασε ισχυρισμούς που αποδείκνυαν ότι αυτός είχε καλή υπεράσπιση (τρίτος λόγος έφεσης), ότι δεν εφάρμοσε σωστά τις αρχές που διέπουν την εξέταση του αιτήματος παραμερισμού απόφασης (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα κατέληξε πως ο εφεσίβλητος επέδειξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για παραμερισμό της απόφασης (πέμπτος λόγος έφεσης) και, ότι το κατώτερο Δικαστήριο, άσκησε κακώς τη διακριτική του ευχέρεια (έκτος λόγος έφεσης).

 

Με σημεία αναφοράς την αιτιολογία των λόγων έφεσης και τα εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, εξετάζουμε, στη συνέχεια, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αρχίζοντας, λόγω και του περιεχομένου του, από τον πρώτο λόγο έφεσης, στην έφεση Ε157/2018.  Η ουσία της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας είναι πως λανθασμένα το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης του εφεσίβλητου, για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του, αυτεπάγγελτα, το θέμα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Έχουμε εξετάσει τη σχετική εισήγηση.  Φρονούμε πως η απάντηση στη θέση της εφεσείουσας δίδεται, ξεκάθαρα, μέσα από τη νομολογία, η οποία υπαγορεύει πως, το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, έστω και αν δεν έχει εγερθεί, εξετάζεται αυτεπάγγελτα, είτε πρωτόδικα είτε κατ’ έφεση, ως ζήτημα δημόσιας τάξης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας (βλέπε υπόθεση Λάντου κ.α. v. Συμεού, ECLI:CY:AD:2014:A171, Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2010, ημερομηνίας 07.03.2014).

 

Συνακόλουθα, το θέμα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ορθά ηγέρθηκε, από το κατώτερο Δικαστήριο, το οποίο επικαλέστηκε, παραθέτοντας, σχετική νομολογία. Ειρήσθω εν παρόδω, επικροτούμε την επιλογή του κατώτερου Δικαστηρίου να επανανοίξει την υπόθεση, μετά που επιφύλαξε την απόφαση του, επί της αίτησης παραμερισμού, εφόσον εντόπισε ζήτημα δικαιοδοσίας, και να ακούσει τις απόψεις των συνηγόρων των διαδίκων για τέτοιο θέμα, οι οποίοι τοποθετήθηκαν, με αγορεύσεις, και μεταγενέστερα εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Όσον αφορά δε στα συναφή παράπονα της εφεσείουσας, και δη ότι το κατώτερο Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα της δικαιοδοσίας, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης λειτουργώντας ως Εφετείο, σημειώνουμε, κατ’ αρχήν, πως δεν προκύπτει, από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι το θέμα της δικαιοδοσίας, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση), όταν αρχικά εξέδωσε απόφαση, ερήμην, εναντίον του εφεσίβλητου και προς όφελος της εφεσείουσας.  Η αντιμετώπιση του εν λόγω παραπόνου της εφεσείουσας, όπως αυτή το πρόβαλε στο κατώτερο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκδίκασης της αίτησης παραμερισμού, έτυχε απάντησης, μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση, ως ακολούθως:

«Το επιχείρημα της συνηγόρου της ενάγουσας ότι επειδή το τότε Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο θέμα της δικαιοδοσίας κατά την έκδοση της απόφασης του στις 18/11/16, αυτό εξυπακούει ότι και το εξέτασε και αποδέχτηκε δικαιοδοσία, με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο. Δεν θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ πέραν του να επισημάνω ότι η μη αναφορά σε απόφαση επί συγκεκριμένου θέματος, ειδικά νομικής φύσεως, δεν συνεπάγεται δικαστική κρίση επί αυτού.

 

Ούτε όμως συμφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου ότι εξέταση του θέματος δικαιοδοσίας στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, θα καθιστούσε το παρόν Δικαστήριο, Εφετείο του εαυτού του.

 

………………………………………………………………………………

 

Μπορεί η πλευρά του αιτητή να μην ήγειρε ρητά το θέμα της δικαιοδοσίας στην αίτηση της, ζητά όμως όπως και αυτή η πτυχή της εκδοθείσας απόφασης παραμεριστεί, έτσι ώστε να της επιτραπεί να προβάλει την υπεράσπιση της. Θα πρέπει επομένως να εξεταστεί το κατά πόσο η προτιθέμενη υπεράσπιση όντως ικανοποιεί το κριτήριο της «καλής υπεράσπισης». Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο αν το Δικαστήριο που θα «κρίνει» την υπεράσπιση, είναι δικαιοδοτικά αρμόδιο να επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης. Θα ήταν παράδοξο άλλωστε για ένα Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της ουσίας μιας αγωγής, αλλά να έχει δικαιοδοσία να κρίνει αν όντως προβάλλεται καλή υπεράσπιση σε αυτή. Αντίθετη κατάληξη θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα όπως π.χ η περίπτωση αίτησης για συνοπτική απόφαση όπου και εκεί το βασικό κριτήριο είναι η ύπαρξης καλής συζητήσιμης υπεράσπισης. Με την εισήγηση της συνηγόρου, θα σήμαινε ότι ένα Δικαστήριο, ενώ δεν θα μπορούσε να δικάσει μια υπόθεση λόγω του ότι αφορά σε θέματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία άλλου Δικαστηρίου, θα μπορούσε να κρίνει ότι δεν αποκαλύπτεται καλή υπεράσπιση ώστε να επιδικάσει τις αξιώσεις της υπόθεσης στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση.

 

Ευνόητο είναι συνεπώς ότι αν το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε ποτέ δικαιοδοσία να επιδικάσει το συγκεκριμένο μέρος της αξίωσης της ενάγουσας, το μέρος αυτό της εκδοθείσας απόφασης, έστω και αν η πλευρά του εναγόμενου αιτητή δεν έχει εγείρει ρητά το θέμα, θα πρέπει να παραμεριστεί ex debito justitae χωρίς να παρίσταται η ανάγκη να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει ή όχι καλή υπεράσπιση.»

 

Το προαναφερόμενο σκεπτικό του κατώτερου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η ενέργεια του να εξετάσει, υπό τις περιστάσεις, αυτεπάγγελτα το θέμα της δικαιοδοσίας του, ήταν δικαιολογημένη και επιτρεπτή.  Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ερήμην, δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα της δικαιοδοσίας, επειδή δεν τέθηκε από οποιονδήποτε, συνεπώς, το κατώτερο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι όταν εξέταζε το θέμα της δικαιοδοσίας δεν λειτουργούσε ως Εφετείο, αφού δεν υπήρχε προηγούμενη σχετική απόφαση.  Κατ’ επέκταση η επίκληση, εκ μέρους της εφεσείουσας, της υπόθεσης Σιδέρη και άλλων (2010) 1 Α.Α.Δ. 286, ασφαλώς δεν βοηθά τη θέση της, γιατί σε εκείνη την υπόθεση υπήρχε προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση με την οποία το Δικαστήριο είχε αποφανθεί πως είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί συγκεκριμένης αίτησης, και, γι’ αυτό, δεν ήταν επιτρεπτό, αφού συνιστούσε κώλυμα, να εξετάσει νεότερη αίτηση με ίδιο αντικείμενο, ως αυτό που είχε η προγενέστερη αίτηση.

 

Συνακόλουθα, παρ’ ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε εγείρει, στην αίτηση του, το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας, και ως μέρος της ύπαρξης καλής υπεράσπισης, εφ’ όσον το κατώτερο Δικαστήριο είχε την εξουσία να εγείρει τέτοιο ζήτημα, ορθά το ήγειρε, και ορθά το εξέτασε, προς αποκατάσταση της τάξης.  Δεν είναι δε αποδεκτό το επιχείρημα, και η θέση της εφεσείουσας, την οποία απορρίπτουμε, ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε την εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας αναφορικά με το θέμα της διατροφής, και, ότι, επομένως, υπερέβη τις εξουσίες του.

 

Η πλευρά της εφεσείουσας προωθεί, περαιτέρω, τη θέση πως, και αν ακόμη ήταν επιτρεπτό, για το κατώτερο Δικαστήριο, να εξετάσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας, αυτεπάγγελτα, αυτό δεν έπραξε ορθά, όταν διέταξε την παραπομπή της σχετικής αξίωσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά, όφειλε να παραμερίσει την απόφαση και να επιτραπεί στον εφεσίβλητο να καταχωρήσει υπεράσπιση και να ακουσθεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας με προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Έχουμε αξιολογήσει  την εν λόγω θέση της εφεσείουσας.  Δεν την αποδεχόμαστε. Τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για να αποφανθεί για το ζήτημα της δικαιοδοσίας, προερχόμενα κυρίως από την Έκθεση Απαίτησης και τους όρους συμφωνίας, την οποία η εφεσείουσα επικαλέστηκε, κατά την απόδειξη της αξίωσης της, ως προς το οφειλόμενο ποσό της διατροφής της. Δεν χρειαζόταν προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας.  Άλλωστε, παρατηρούμε πως δεν υποδεικνύεται, από πλευράς εφεσείουσας, ποια προφορική μαρτυρία υπήρχε, και η οποία αν προσκομιζόταν θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Κρίνουμε, εν’ όψει των πιο πάνω, πως ο πρώτος λόγος έφεσης, στην Ε157/2018, είναι αβάσιμος.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, στην Ε157/2018, αφορά στην ουσία της κρίσης του κατώτερου Δικαστηρίου, με την οποία έκρινε ότι δεν είχε εξουσία να εκδικάσει το μέρος της αξίωσης της εφεσείουσας, για θέματα που αφορούσαν στη μηνιαία διατροφή που όφειλε να της καταβάλλει ο εφεσίβλητος, και, ως εκ τούτου, παραμέρισε το μέρος της απόφασης, ex debito justitiae, που αφορούσε στην εν λόγω αξίωση.  Εν πάση περιπτώσει, εισηγείται, η πλευρά της εφεσείουσας, πως το ζήτημα αυτό δεν σχετιζόταν με την ύπαρξη ή μη καλής υπεράσπισης, ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να εξεταστεί.

 

Έχουμε αξιολογήσει τις πιο πάνω θέσεις και σχετικά επιχειρήματα. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια αποσπάσματα, από την πρωτόδικη απόφαση, προς καλύτερη κατανόηση της δικής μας τοποθέτησης.  Το θέμα αναλύθηκε και κρίθηκε ως εξής:

«Η διατροφή συζύγων, τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση διαζυγίου, είναι θέμα που προκύπτει από τις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου N.232/1991. Σημειώνω εδώ ότι στον εν λόγω Νόμο γίνεται αναφορά και στον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται το θέμα της διατροφής των συζύγων αλλά και στο θέμα των περιουσιακών διαφορών, σε χωριστά όμως Μέρη του Νόμου (βλ. Μέρη II και III αντίστοιχα).

 

Η ενάγουσα εδράζει όλες τις αξιώσεις της στη συμφωνία που είναι παραδεκτό ότι υπογράφτηκε μεταξύ των διαδίκων στις 04/04/2005 και ισχυρίζεται ότι είναι αποκλειστικά από την εν λόγω συμφωνία που πηγάζουν τα υπό κρίση αγώγιμα δικαιώματα της. Στην Ε/Δ μάλιστα που καταχώρησε προς απόδειξη της υπόθεσης της, στις 18/11/2016, κάνει αναφορά στην υπόθεση Μασούρας Ανδρέας ν. Χρυσταλλένης Παπαμάρκου, (2005) 1 Α.Α.Δ. 385, ώστε να δικαιολογήσει γιατί, ενώ οι αξιώσεις της περιβάλλονται από τη χροιά της οικογενειακής διαφοράς, εντούτοις διεκδικούνται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Όντως, από την απόφαση Παπαμάρκου, αλλά και τις υποθέσεις στις οποίες η εν λόγω αυθεντία παραπέμπει (βλ. μεταξύ άλλων Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1710, Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1047 και Λογγίνος ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι, όταν οι σύζυγοι επιλέξουν να διευθετήσουν τις μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές με γραπτή συμφωνία, τότε οι εν λόγω διαφορές, μεταφέρονται εκτός των προνοιών του Νόμου 232/91, εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου και καθίστανται πλέον συμβατικές διαφορές και εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Πουθενά όμως στις εν λόγω αποφάσεις, αλλά και στον ίδιο τον Ν. 232/91, ο οποίος να σημειωθεί κάνει ειδική αναφορά στο αρ. 18 για την εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να αποδίδει τις θεραπείες που μπορεί να αποδώσει το Οικογενειακό Δικαστήριο αποκλειστικά σε σχέση με τα «ιδιοκτησιακά δικαιώματα» των συζύγων επί της οικογενειακής περιουσίας, δεν αναφέρεται ότι η διατροφή συζύγων συνιστά περιουσιακή διαφορά, η οποία μπορεί να καταστεί αντικείμενο σύμβασης (contract).

 

Αυτό προφανώς διότι η καταβολή διατροφής μεταξύ συζύγων, συνιστά ξεχωριστό και ανεξάρτητο δικαίωμα και αμοιβαία υποχρέωση που πηγάζουν από Νόμο (statutory right/obligation) (βλ. αρ. 3 Ν. 232/91) και όχι δικαίωμα ή υποχρέωση που δεν υπήρχε αλλά δημιουργήθηκε στα πλαίσια σύμβασης με βάση το Κεφ. 149 (contractual right) (βλ. κατ' αναλογία Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 ΑΑΔ 168-

 

«… Το αντικείμενο του Άρθρου 14 είναι αποκλειστικά η ρύθμιση της συμμετοχής των συζύγων στην αύξηση περιουσίας που) επέρχεται μετά το γάμο. Με το Άρθρο 14 προσδίδεται μορφή νομικού δικαιώματος (statutory right) σε πτυχές του δικαιώματος που κτάται κατά το δίκαιο της επιείκειας (Equity) για συμμετοχή σε αύξηση περιουσίας η οποία συντελείται και με τη συνεισφορά προσώπου που δεν είναι ο ιδιοκτήτης του αντικειμένου ή της ακίνητης περιουσίας [βλ. Miltiadous ν. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797]. Το Άρθρο 14 αναφέρεται αποκλειστικά στα θέματα τα οποία πραγματεύεται και δεν περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 17 του Ν. 23/90. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων εξάλλου, η οποία διακηρύσσεται με το Άρθρο 13 του Ν. 232/91, αφήνει και πάλι αμετάβλητη τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 17 του Ν. 23/90

 

Μια συμφωνία επομένως μεταξύ συζύγων που ρυθμίζει την αμοιβαία υποχρέωση και δικαίωμα τους σε διατροφή, δεν ανάγεται, άνευ ετέρου, σε σύμβαση εν τη εννοία του Κεφ. 149. Σίγουρα οι σύζυγοι μπορούν να συμφωνήσουν να ρυθμίσουν το ύψος ή τη συχνότητα της καταβαλλόμενης διατροφής και κατ' εφαρμογή των αρχών της επιείκειας (equity) να δεσμευτούν από τη μεταξύ τους συνεννόηση, όμως μια τέτοια συμφωνία, δεν μεταβάλλει τη φύση του δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης σε διατροφή, από θέσμια σε συμβατική.

 

Διαφορετική βέβαια είναι ίσως η περίπτωση όπου το δικαίωμα σε διατροφή χρησιμοποιείται σε μια σύμβαση ως το αντάλλαγμα για την εξασφάλιση άλλων δικαιωμάτων. Ενδεικτικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι η περίπτωση όπου ο/η σύζυγος αποποιείται του δικαιώματος του/της σε διατροφή με αντάλλαγμα διάφορα άλλα περιουσιακά στοιχεία όπως π.χ. την οικογενειακή κατοικία. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη ικανοποιητική αντιπαροχή, η συμφωνία των συζύγων μπορεί να θεωρηθεί ως νομικά έγκυρη και εκτελεστή σύμβαση. Αυτό άλλωστε είναι που προκύπτει από τις αποφάσεις Κοζάκη, Παπαμάρκου και Λογγίνος ανωτέρω όπου, έστω και αν αφορούσαν αποκλειστικά σε περιουσιακές διαφορές συζύγων και όχι σε διατροφή εντούτοις κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, λόγω της ειδική μνείας που υπήρχε στα εκεί συμφωνηθέντα ως προς το ποιο ήταν το αντάλλαγμα της συμφωνίας των διαδίκων, αντάλλαγμα το οποίο μεταβάλλει μια κατά τ' άλλα οικογενειακή διαφορά σε συμβατική. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην κλασική αγγλική απόφαση Meritt ν Meritt [1970] 1 WLR 1121, η οποία αφορούσε σε πανομοιότυπα θέματα, ήτοι συμφωνία για την παροχή διατροφής από σύζυγο σε σύζυγο μετά από κλονισμό της σχέσης τους. Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι λόγω της ύπαρξης ρητού συμφωνηθέντος ανταλλάγματος στην συμφωνία καταβολής διατροφής, ήτοι η εξόφληση της συζυγικής οικίας και στη συνέχεια η μεταβίβαση της, δεν επρόκειτο πλέον για μια άτυπη συμφωνία μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας στη βάση φυσικής αγάπης και στοργής, στοιχεία βέβαια που απουσίαζαν λόγω του κλονισμού της σχέσης των διαδίκων, αλλά για μια καθαρά έγκυρη και νομικά δεσμευτική σύμβαση.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, υπενθυμίζω ότι για την οποιαδήποτε μορφή διεκδίκησης διατροφής, αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα Οικογενειακά Δικαστήρια. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την Ιωάννου ν. Ιωάννου (1991) Ι ΑΑΔ 186

 

………………………………………………………………………………

 

Δεν θα μπορούσε τέλος να μη γίνει αναφορά στην υπόθεση Κτωρίδης (Αρ.2) (1990) 1 ΑΑΔ 859, όπου τόσο το διάταγμα διατροφής συζύγου που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο όσο και οι διαδικασίες που ακολούθησαν για την είσπραξη της εν λόγω διατροφής, ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω εξ' υπαρχής έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και αυτό στη βάση των λεχθέντων της Δαδακαρίδου ανωτέρω.

 

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικότερα στο μέρος της αξίωσης της ενάγουσας που αφορά σε « ...μηνιαία διατροφή που οφείλει ο Εναγόμενος να καταβάλει στην Ενάγουσα...», ως η εν λόγω αξίωση περιγράφεται στο αιτητικό (prayer) της Ε/Α, παρατηρώ τα εξής:

 

Α.    Κατά πρώτο, οι όροι 32 - 33 της επίδικης συμφωνίας των διαδίκων που προνοούν στο θέμα διατροφής της ενάγουσας, περιορίζονται σε ρύθμιση του ύψους του ποσού και της συχνότητας της εν λόγω διατροφής και καμία αναφορά κάνουν σε οποιοδήποτε αντάλλαγμα, είτε για την καταβολή είτε για το ύψος και τη συχνότητα της διατροφής. Ο μόνος όρος που τίθεται είναι ότι η διατροφή θα καταβάλλεται στην ενάγουσα «…για όσο χρονικό διάστημα αυτή θα παραμένει διαζευγμένη...», όρος όμως που επιβάλλεται από τις ίδιες τις πρόνοιες του αρ. 11 του 232/91 που διέπουν τη λήξη του δικαιώματος σε διατροφή - «αν ο σύζυγος … ξαναπαντρευτεί ή αν συζεί μόνιμα με κάποιο άλλο πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση…».

 

B.    Κατά δεύτερο, η συμφωνία των μερών ως προς το θέμα της διατροφής, δεν σταματά στη ρύθμιση του ύψους και της συχνότητας, αλλά προχωρά και σε συμφωνία τους όπως «...εκδοθούν σχετικά διατάγματα διατροφής για τα πιο πάνω ποσά από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού...». Πρόθεση συνεπώς των μερών ήταν όπως η σχετική συμφωνία τους για την επίμαχη διατροφή, ολοκληρωθεί με την έκδοση σχετικών δικαστικών διαταγμάτων και δη διαταγμάτων από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού που είναι άλλωστε και το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να εκδώσει τέτοιας μορφής διατάγματα.

 

     Κατά τρίτο, έχει ήδη εκδοθεί διάταγμα διατροφής της ενάγουσας από το Οικογενειακό Δικαστήριο την 01/02/05, για το ίδιο ποσό και συχνότητα και το οποίο παρουσιάζεται να βρίσκεται ακόμη σε ισχύ.

 

Δ. Κατά τέταρτο, η ίδια η ενάγουσα είναι που πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, προχώρησε και ενεργοποίησε τη διαδικασία στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την είσπραξη των οφειλόμενων διατροφών, επικαλούμενη ρητά το διάταγμα της 01/02/05.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου σε σχέση με τα σημεία Γ και Δ πιο πάνω, ότι ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι το εν λόγω διάταγμα έπαυσε να ισχύει όταν εκδόθηκε το διαζύγιο των διαδίκων. Πουθενά όμως στο Ν. 232/91 δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να επιβεβαιώνει τη θέση του εναγόμενου. Αν και στο Ν.232/91 περιέχονται πρόνοιες που αφορούν την έκδοση διατάγματος διατροφής τόσο πριν όσο και μετά το διαζύγιο, πουθενά δεν αναφέρεται ότι η έκδοση διαζυγίου συνεπάγεται τη λήξη ή τον τερματισμό προηγούμενου διατάγματος για καταβολή διατροφής (βλ. αρ. 4, 5, 6 και 11). Εν πάσει περιπτωσει, ουδείς εκ των διαδίκων προσκόμισε οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου, από το οποίο να προκύπτει ότι το διάταγμα ημερ. 01/02/05 ακυρώθηκε ή έληξε και αυτό παρά το ότι και οι δύο προέβαλαν διαφορετική εκδοχή ως προς το τι έλαβε χώρα κατά την απόρριψη του εντάλματος φυλάκισης. Σημειώνω εδώ ότι η επί του προκειμένου θέση της ενάγουσας είναι ότι διεκδικεί τις οφειλόμενες διατροφές με βάση τη συμφωνία και όχι με βάση το διάταγμα, αφήνοντας να νοηθεί ότι το διάταγμα εξακολουθεί να ισχύει.

 

Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ξεκάθαρα ότι οι διάδικοι αποφάσισαν να μεταφέρουν τις περιουσιακές τους διαφορές σε γραπτή σύμβαση και εκτός των προνοιών του Ν.232/91 και της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Για τα θέματα διατροφής της ενάγουσας όμως, επέλεξαν ρητά, όπως τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, παραμείνουν στη σφαίρα των «οικογενειακών αστικών διαφορών που εμπίπτουν στον κλάδο του Οικογενειακού Δικαίου» και εντός της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Γιατί άλλωστε να καταστήσουν ως ρητό όρο της συμφωνίας τους ότι αυτή θα ολοκληρωθεί με την έκδοση σχετικών διαταγμάτων από το Οικογενειακό Δικαστήριο, αν πρόθεση τους ήταν όπως καταστήσουν τη συμφωνία τους αυτοτελή πηγή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και δη καθαρά συμβατικών. Αυτό, σε συνδυασμό με την ύπαρξη του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 01/02/05 και την ενέργεια της ενάγουσας να επιχειρήσει την εκτέλεση του στο Οικογενειακό Δικαστήριο, καταδεικνύει ότι η επίδικη συμφωνία δεν μετέφερε τη διαφορά των διαδίκων για το θέμα της διατροφής εκτός των προνοιών του Νόμου 232/91 και της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιλύει διεκδικήσεις διατροφής.

 

Όπως επομένως και αν ήθελε ιδωθεί η συμφωνία των μερών ως προς το θέμα της διατροφής, είτε ως κοινή συνεννόηση είτε ως σύμβαση, η ουσία παραμένει η ίδια, πρόκειται καθαρά για ρύθμιση του δικαιώματος διατροφής της ενάγουσας και συνεπώς θέμα της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Σημειώνω εδώ και το εξής σημαντικό.

 

Ούτε η ύπαρξη του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 01/02/05, ούτε η ύπαρξη του σχετικού εντάλματος φυλάκισης που καταχωρήθηκε από την ενάγουσα στο εν λόγω Δικαστήριο, τέθηκαν υπόψη του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της αίτησης της ενάγουσας για απόφαση στην παρούσα αγωγή κατά την απόδειξη της υπόθεσης της. Αν τα εν λόγω στοιχεία αποκαλύπτονταν, τότε σίγουρα θα δημιουργούνταν ερωτηματικά ως προς το θέμα της δικαιοδοσίας και η έκβαση της υπόθεσης πολύ πιθανόν να ήταν διαφορετική. Υπό αυτή την έννοια, το παράπονο του εναγόμενου ως προς την παραπλάνηση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της απόφασης του στις 18/11/16, ευσταθεί.»

 

 

Από το πιο πάνω σκεπτικό, διαφαίνεται πως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ενδιέτριψε σε βάθος επί του ζητήματος, αφού βεβαίως πρώτα το εντόπισε, και με δικαιολογημένο, νομολογιακά, σκεπτικό έχει οδηγηθεί σε ορθό συμπέρασμα. Δεδομένης της απουσίας προώθησης οποιουδήποτε νομολογιακού αντίλογου, θεωρούμε πως δεν παρέχονται, υπό τις περιστάσεις, περιθώρια επέμβασης από το Εφετείο.  Η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ορθή και η παραπομπή στο Οικογενειακό Δικαστήριο ήταν, νομικά, η ενδεδειγμένη επιλογή.

 

Με βάση τα προλεγόμενα κρίνουμε ότι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, στην Ε157/2018, είναι, επίσης, αβάσιμος.

 

Όσον αφορά στην έφεση Ε158/2018, αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης, έχουμε καταλήξει πως αυτός δεν είναι βάσιμος.  Κύριος ισχυρισμός του εφεσίβλητου, ο οποίος προωθήθηκε με την αίτηση του για παραμερισμό της απόφασης, είναι πως δεν του επιδόθηκε ποτέ η αγωγή.  Το κατώτερο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη θέση του, μεταξύ άλλων, τοποθετήθηκε πως «Τους ισχυρισμούς της επιδότου όμως ως προς το πώς του επιδόθηκε η αγωγή, ο εναγόμενος δεν τους αντίκρουσε με οποιοδήποτε τρόπο, είτε μέσω αντεξέτασης είτε άλλως πως».  Η εν λόγω αναφορά θεωρείται, από τον εφεσίβλητο, λανθασμένη, καθ’ ότι, ως ισχυρίζεται, το κατώτερο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός της μη προσκόμισης άλλης μαρτυρίας, πέραν από την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου στην οποία ανέφερε ότι ουδέποτε του επιδόθηκε η αγωγή.  Κρίνουμε πως η εν λόγω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Εξηγούμε στη συνέχεια.  

 

Ως διαφαίνεται, το κατώτερο Δικαστήριο δεν ενήργησε ως εισηγείται ο εφεσίβλητος.  Προφανώς, έδωσε την αιτιολογία του, ως προς την αιτία που δεν απέδωσε βαρύτητα στην εκδοχή – θέση του εφεσίβλητου, ότι δεν του επιδόθηκε η αγωγή, τονίζοντας, σε άλλο σημείο της απόφασης του, ότι το βάρος απόδειξης τέτοιου ισχυρισμού το έφερε ο εφεσίβλητος.  Θεωρούμε ότι το κατώτερο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις, ορθά έκρινε ως ανωτέρω.  Η μαρτυρία της επιδότριας βρισκόταν εντός του φακέλλου της υπόθεσης, την επικαλέστηκε δε στην ένορκη δήλωση της (συνοδεύουσα την ένσταση της) η εφεσείουσα, συνεπώς, ορθά την έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο.  Δεδομένης της επίκλησης, από την εφεσείουσα, της ένορκης δήλωσης της επιδότριας, και της επιλογής του εφεσίβλητου να μην την αντεξετάσει, ορθά κρίθηκε ως αόριστη η θέση του ότι ουδέποτε του επιδόθηκε η αγωγή.  Εξάλλου, η διεύθυνση του, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, ήταν πάντοτε η ίδια και σ’ αυτήν αναφέρει η επιδότρια ότι του επέδωσε την αγωγή, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να υπογράψει για την παραλαβή της.  Το γεγονός αυτό, ορθά, αξιολογήθηκε, πρωτοδίκως, με παραπομπή στο The Annual Practice 1958, σελ. 102, ως καθόλα αποδεκτή πρακτική επίδοσης. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης, στην Ε158/2018, κρίνεται αβάσιμος.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, στην Ε158/2018, εισηγείται ο εφεσίβλητος, ότι το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε όταν τοποθετήθηκε πως η εφεσείουσα απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, αναφορικά με την ύπαρξη διατάγματος διατροφής και παραπλάνησε το Δικαστήριο, ως προς τη δικαιοδοσία του, ενώ δεν ασχολήθηκε με τέτοιο ζήτημα σε σχέση με ισχυρισμούς του εφεσίβλητου για την απόδειξη καλής υπεράσπισης, και ειδικότερα με τη θέση του ότι η εφεσείουσα απέκρυψε την εξόφληση  του δανείου και τη σύναψη νέου σε άλλη τράπεζα, για μεγαλύτερο ποσό, ενώ παρουσίασε υπόλοιπο του δεύτερου δανείου, ως τεκμήριο – απόδειξη - του ποσού που οφειλόταν.

 

Κρίνουμε πως το ζήτημα δεν έχει τις διαστάσεις που του αποδίδονται με τον παρόντα λόγο έφεσης.  Η αίτηση για απόδειξη της απαίτησης, αλλά, και η αίτηση παραμερισμού απόφασης, στο βαθμό που συσχετίζονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα το αντικείμενο της αίτησης παραμερισμού, δεν δικαιολογούν εξέταση σε βάθος και για τέτοια ζητήματα, και δη απόκρυψης, τα οποία, κατά κανόνα, αφορούν στην εξασφάλιση, μονομερώς, θεραπειών χωρίς να ακουσθεί η άλλη πλευρά.  Ως εκ τούτου, η ενασχόληση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν είχε την εν λόγω χροιά, αλλά, ως κατανοούμε, επρόκειτο για διαπίστωση ως απάντηση σε μία ανάλογη θέση του εφεσίβλητου, χωρίς, όμως, να διαφαίνεται ότι την έχει λάβει υπόψη του στην κατάληξη του.   Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω ζήτημα συναρτάται με τους λόγους έφεσης 3-6 στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια.  

 

Κατ’ επέκταση, τέτοιο ζήτημα δεν ενέχει οποιαδήποτε σημασία στην ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.  Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό να γίνει λόγος για βάσιμο λόγο έφεσης ικανό να ανατρέψει την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 6 αφορούν στην ουσία του συμπεράσματος, και της κατάληξης του κατώτερου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος, αφενός, δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση και πως, αφετέρου, όταν του επιδόθηκε η αγωγή, επέδειξε αδράνεια και δεν αποτάθηκε έγκαιρα στο Δικαστήριο για να ζητήσει τον παραμερισμό της απόφασης.

 

Η ουσία της τοποθέτησης του κατώτερου Δικαστηρίου περιλαμβάνεται στο ακόλουθο σκεπτικό, κατ’ αρχήν, αναφορικά με το θέμα της μη εμφάνισης στην αγωγή, το οποίο έχει ως εξής:

«Ούτε όμως και οι περαιτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου δύναται να δώσουν έρεισμα στις δικαιολογίες που προβάλλει για τη μη εμφάνιση του στην αγωγή.

 

Όπως εύστοχα επισημαίνεται στην Ε/Δ της ενάγουσας και στην αγόρευση της κας Τσαγκαρίδου, ενώ ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της αγωγής και της εκδοθείσας απόφασης τουλάχιστο από τις 20/06/17, παρά ταύτα, μέχρι και τις 06/02/18, ήτοι εφτά και πλέον μήνες αργότερα, καμία αντίδραση επέδειξε. Την αδράνεια του αυτή, ο εναγόμενος επιχειρεί να τη δικαιολογήσει αναφέροντας ότι έλαβε « ...υπόσχεση από την Καθ'ης η αίτηση και διαβεβαίωση μέσω των παιδιών μας ότι δεν θα προχωρούσε σε μέτρα εκτέλεσης...». Καμία όμως σχετική μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς εναγόμενου προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού του αυτού, είτε από τα παιδιά του, που σύμφωνα με τον ίδιο ανέλαβαν να τον βοηθήσουν, είτε άλλως πώς. Ούτε όμως ο επί του προκειμένου ισχυρισμός του πείθει. Το τελευταίο πράγμα που θα ανέμενε κανείς από κάποιον, που ως ο εναγόμενος ισχυρίζεται, ενημερώνεται για την έκδοση απόφασης και τη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον του, στη βάση της ίδιας άδικης και αδικαιολόγητης αξίωσης με αυτή που προβλήθηκε εναντίον το 2013 κατά τη «δίωξη» του μέσω διαδικασίας φυλάκισης, είναι να αφήσει την απόφαση να εκκρεμεί για εφτά και πλέον μήνες, απλά διότι έλαβε διαβεβαίωση μέσω τρίτων, ότι ο διώχτης του δεν θα προχωρήσει. Η δικαιολογία αυτή του εναγόμενου, ουδόλως συνιστά επαρκή λόγο για τον οποίο δεν εμφανίστηκε στην αγωγή ή γιατί καθυστέρησε να προβάλει τα όσα προβάλλει σήμερα με την παρούσα αίτηση.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση σφραγίζει και την τύχη αυτού του μέρους της αίτησης του εναγόμενου εφόσον « ... όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ... η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά»»

 

Συμφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό.  Εύλογα, υπό το φως της μαρτυρίας που βρισκόταν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν έδωσε επαρκή λόγο που δεν εμφανίστηκε στην αγωγή, αλλά, ούτε και για την μη έγκαιρη προσφυγή του για να παραμερίσει την απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του.  Η περίοδος των επτά, και κάτι, μηνών που ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος ότι έλαβε γνώση της απόφασης, δεν ήταν αρκούντως αιτιολογημένη.  Ως προς τον ισχυρισμό ότι του είχε δοθεί υπόσχεση, μέσω των παιδιών τους, πως η εφεσείουσα δεν θα προχωρούσε σε μέτρα εκτέλεσης, δεν φαίνεται να προσδιορίζει χρονικά πότε έγινε αυτό ώστε να αξιολογηθεί αν ήταν δικαιολογημένη η μη λήψη μέτρων ενωρίτερα.  Ως διαφαίνεται, μέσα από τη νομολογία, απαιτείται άμεση αντίδραση και προσφυγή στο Δικαστήριο, για παραμερισμό απόφασης, από τη στιγμή που γίνει αντιληπτή η ύπαρξη της.  Δεν έχει καθιερωθεί συγκεκριμένη προθεσμία αντίδρασης, είναι όμως πολύ σημαντικό να δίδεται πειστική και επαρκής εξήγηση, η οποία να καταδεικνύει ότι υπήρξε έγκαιρη αντίδραση.  Στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Hellenic Bank Public Company Ltd, ECLI:CY:AD:2019:A143, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε66/2014, ημερομηνίας 12.04.2019, ECLI:CY:AD:2019:A143, επιβεβαιώθηκε πρωτόδικη κρίση, ως ορθή, καθ’ ότι δεν είχε δικαιολογηθεί δεόντως η παρέλευση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της έκδοσης απόφασης και της καταχώρισης της αίτησης παραμερισμού, ήτοι περίοδος μόλις 26 ημερών.  Στην ενώπιον μας περίπτωση, υπάρχει και μια πρόσθετη παράμετρος.  Η αγωγή επιδόθηκε, δεόντως, στις 18.11.2013, ωστόσο, για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση δεν υπάρχει εξήγηση για τη μη καταχώριση εμφάνισης.  Περαιτέρω, ακολουθεί η έκδοση της απόφασης στις 18.11.2016, και, στη συνέχεια, στις 20.06.2017, ήτοι, από τον χρόνο που δίδεται ως αφετηρία της γνώσης του εφεσίβλητου για την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώριση αίτησης παραμερισμού, ήτοι για περίοδο επτά (7) μηνών, επίσης, δεν δόθηκε πειστική εξήγηση γιατί ο εφεσίβλητος δεν καταχώρισε την αίτηση του για παραμερισμό.  Ως εκ τούτου, παραμένει κενό.  Δεδομένης της απόρριψης της θέσης του εφεσίβλητου ότι η αγωγή δεν του επιδόθηκε ποτέ, το πιο πάνω κενό, που παραμένει, έχει καταλυτική σημασία. 

 

Προβλήθηκε το επιχείρημα, από πλευράς εφεσίβλητου, ότι το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του, αναφορικά με το ζήτημα του χρόνου που παρήλθε, χωρίς όμως να προβεί σε συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του υπήρξε «ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντίδικου του», συνεπώς, κατά τη θέση του, δεν ήταν δικαιολογημένη η απόρριψη της αίτησης του.  Αξιολογήσαμε και αυτό το επιχείρημα.  Έχουμε την αντίληψη πως, το γεγονός ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν προέβη σε συμπέρασμα με το πιο πάνω λεκτικό δεν εμποδιζόταν να ενεργήσει ως ενήργησε.  Έδωσε, ουσιαστικά, ανάλογο συμπέρασμα με διαφορετικό λεκτικό.  Προφανώς αυτό εννοούσε όταν διατύπωνε τη θέση, στην απόφαση του, πως «… όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ... η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά».

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω, κρίνουμε πως, υπό τις περιστάσεις που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι δεν είχε δικαιολογηθεί επαρκώς η καθυστέρηση η οποία υπήρξε, τόσο για τη μη καταχώριση εμφάνισης όσο και για την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού. Η συνολική συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνιστούσε όντως αδιαφορία και περιφρόνηση των διαδικασιών και των δικαιωμάτων της αντίδικης του - εφεσείουσας, και επομένως, συνιστούσε από μόνη της λόγο απόρριψης της αίτησης του. Το γεγονός ότι καταχώρισε σχετικά έγκαιρα την αίτηση παραμερισμού, μετά που του επιδόθηκε η αίτηση έρευνας, δεν διαγράφει την προγενέστερη συμπεριφορά του.

 

Αναφορικά δε με το παράπονο του εφεσίβλητου ότι λανθασμένα κρίθηκε πως αυτός δεν απέδειξε καλή υπεράσπιση, είναι σημαντικό, θεωρούμε, να παραθέσουμε, συνοπτικά, τους ισχυρισμούς και τα στοιχεία που αυτός επικαλέστηκε, ζητώντας την άδεια για να καταχωρίσει εμφάνιση και υπεράσπιση.  Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από την ένορκη του δήλωση, όπως τα συνόψισε, στην ουσία τους, το κατώτερο Δικαστήριο, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

«...Η Καθ'ης η αίτηση στις ένορκες τις δηλώσεις επιμελώς απέκρυψε από το δικαστήριο ότι εκείνη παρέβη πρώτη τους όρους της επίδικης συμφωνία πολλάκις εις βάρος μου... η ίδια παρέλειψε να καταβάλει αρκετές δόσεις...Περαιτέρω παρά το γεγονός ότι η Καθ'ης η αίτηση συμφώνησε όπως μην αποξενώσει ή υποθηκεύσει την κατοικία μέχρι εξόφλησης αυτής, η ίδια τον Απρίλιο του 2008 υποθήκευσε ξανά την κατοικία για την κατάρτιση νέου δανείου, χωρίς να με ειδοποιήσει... Το δάνειο αναφορικά με την πιο πάνω κατοικία έχει πλήρως εξοφληθεί την 02/05/2008 όταν η ίδια η Καθ'ης η αίτηση έκλεισε και το λογαριασμό...έχω ανταπαίτηση για το πιο πάνω αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό καθότι το χρέος της οικίας είναι εξοφλημένο ως φαίνεται στο τεκμήριο 3 πιο πάνω...Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω η Καθ'ης η αίτηση 6 μήνες μετά τη διάσταση της από μένα και έκτοτε συζεί μόνιμα με κάποιο άλλο πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση...Πιστεύω ότι η αγωγή καταχωρήθηκε και επαναπροωθήθηκε καταχρηστικά, κακόπιστα κι εκδικητικά και η συμπεριφορά της Καθ' ης η αίτηση πρέπει να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο...Πιστεύω ότι η σύμβαση είναι άκυρη ή ακυρώσιμη και εν πάση περιπτώσει τερματισθείσα και δικαιούμαι αποζημιώσεις λόγω παράβασης όρων της μέχρι τον τερματισμό της και αδικαιολόγητου πλουτισμού της Καθ' ης η αίτηση από τον τερματισμό μέχρι την έκδοση της απόφασης.»

 

Ασφαλώς, το κατώτερο Δικαστήριο, αξιολογώντας τις πιο πάνω θέσεις του εφεσίβλητου, όφειλε να έχει ως σημείο αναφοράς του την Έκθεση Απαίτησης και τους όρους της επίδικης συμφωνίας, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εναντίον του εφεσίβλητου, ερήμην, αλλά και στη βάση της οποίας προέβαλε ο εφεσίβλητος την υπεράσπιση του.  Στον βαθμό που η αξίωση της εφεσείουσας δεν σχετίζεται με τη διατροφή, οι όροι της συμφωνίας έχουν ως ακολούθως:

      ΚΑΤΟΙΚΙΑ

2.             α) Ο Α Συμβαλλόμενος δια της παρούσας συμφωνεί και αναγνωρίζει ότι η Κατοικία παραμένει στην ιδιοκτησία της Β Συμβαλλόμενης και ο ίδιος παραιτείται από κάθε δικαίωμα επί αυτής.

β) Η Β Συμβαλλόμενη συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως μη αποξενώσει ή υποθηκεύσει την κατοικία μέχρι εξόφλησης αυτής από τον Α Συμβαλλόμενο

3.             Ο Α Συμβαλλόμενος συμφωνεί , αναλαμβάνει και δεσμεύεται όπως εξοφλήσει ολόκληρο το υπόλοιπο του χρέους το οποίο οφείλεται επί Κατοικίας και/η το οποίο είναι βεβαρημένη η Κατοικία με υποθήκη και /η ασφάλεια ζωής και το οποίο σήμερα ανέρχεται στο ποσό των Λ.Κ.29,041. -

4.             α) Ο Α Συμβαλλόμενος συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως καταβάλλει το ποσό των Λ.Κ. 350 μηνιαίως στην Β Συμβαλλόμενη για την πληρωμή της δόσης για την εξόφληση του χρέους της Κατοικίας (στο οποίο περιλαμβάνεται και το ασφάλιστρο του ασφαλιστικού συμβολαίου με CypriaLife — Home plan συμβόλαιο αρ. 63265) την οποία δόση η Β Συμβαλλόμενη συμφωνεί και δεσμεύεται να καταβάλλει στην Τράπεζα όπου οφείλεται το χρέος.

β)    Σε περίπτωση αλλαγής και/ή τερματισμού του πιο πάνω Συμβολαίου ο Α 'Συμβαλλόμενος συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως συνεχίσει να καταβάλλει το ποσό των Λ.Κ.350.- στην Β' Συμβαλλόμενη για την δόση του αντίστοιχου δανείου της κατοικίας.

γ) Η Β Συμβαλλόμενη συμφωνεί και αναγνωρίζει ότι σε περίπτωση πώλησης της κατοικίας και εξόφλησης του χρέους αυτής η υποχρέωση του Α Συμβαλλόμενου για καταβολή δόσης εκ Λ.Κ. 350 θα τερματίζεται υπό τον όρο ότι την πώληση της κατοικίας δεν θα έχει προκαλέσει ο ίδιος με την καθυστέρηση και/η παράλειψη και/ή άρνηση πληρωμής των οφειλομένων δόσεων. Σε τέτοια περίπτωση ο Α Συμβαλλόμενος θα εξακολουθεί να οφείλει στην Β Συμβαλλόμενη το υπόλοιπο του χρέους της κατοικίας κατά την ημέρα της πώλησης»

 

Παραθέτουμε, επίσης, το σκεπτικό, του κατώτερου Δικαστηρίου, αναφορικά με το ζήτημα της απόδειξης, ή μη, καλής υπεράσπισης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, το οποίο έχει ως εξής:

«Θεωρώ ορθό όπως παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, εξετάσω και τα όσα ο εναγόμενος προβάλλει να συνιστούν καλή υπεράσπιση σε σχέση με αυτή την πτυχή της αξίωσης της ενάγουσας. Παρατηρώ τα εξής:

 

Κατά πρώτο, ο ισχυρισμός του περί προηγούμενης συμβατικής παράβασης της ενάγουσας λόγω παράλειψης της να καταβάλλει τις δόσεις που της πλήρωνε, όπως και ο ισχυρισμός του περί συμβίωσης της με άλλο άντρα σε ελεύθερη ένωση, πέραν της γενικότητας και αοριστίας που χαρακτηρίζει τους εν λόγω ισχυρισμούς, αυτοί δεν επιβεβαιώνονται από κανένα τεκμήριο ή μαρτυρία στη διαδικασία.

 

Κατά δεύτερο, ο ισχυρισμός του περί εξόφλησης του δανείου της κατοικίας και κατ' επέκταση εκπλήρωσης της επίδικης συμφωνίας, καταρρίπτεται, όχι μόνο από τα τραπεζικά έγγραφα που ο ίδιος παρουσίασε και τα οποία δείχνουν ότι το εν λόγω δάνειο εξοφλήθηκε την 02/05/08 με τη σύναψη άλλου δανείου ημερ. 30/04/08 — μεσολαβούσε η 1 η Μαίου η οποία είναι δημόσια αργία (βλ. Τεκ. 3 και 4Ε/Δ εναγόμενου) αλλά και από την ίδια την επίδικη συμφωνία, η οποία στον όρο 4β αναφέρει ότι « ...σε περίπτωση αλλαγής και/ή τερματισμού του (δανείου) ο (εναγόμενος) συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως συνεχίσει να καταβάλλει το ποσό των Λ.Κ.350.- στην (ενάγουσα) για τη δόση του αντίστοιχου δανείου της κατοικίας...». Σε κάθε περίπτωση όμως, η εξόφληση του δανείου της κατοικίας από την εναγόμενη, έστω και με τη σύναψη άλλου προσωπικού δανείου, όχι μόνο δεν αποκλείει την πρώτη από του να αξιώνει την συμφωνηθείσα καταβολή των δόσεων αλλά μάλλον την ενισχύει. Δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής μου ότι το νέο δάνειο φαίνεται να ήταν για μεγαλύτερο ποσό από αυτό που οφείλετο για την κατοικία στις 02/05/08 που έκλεισε ο λογαριασμός, ήτοι €39.805,80, όμως το ποσό που αξίωσε η εναγόμενη, ήτοι €22.724,00, δεν είναι το υπόλοιπο του νέου δανείου αλλά το ποσό που παραμένει από τις €39.805,80 μετά και την αφαίρεση των δόσεων που ο εναγόμενος όντως κατέβαλε μέχρι τον Απρίλιο 2011. Ούτε αυτή η πτυχή της θέσης του εναγομένου επομένως, δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά καλή υπεράσπιση.

 

Σημειώνω τέλος την παραδοχή του εναγόμενου ότι από το 2013, που ως ισχυρίζεται αποφάσισε να τερματίσει την επίδικη συμφωνία, κανένα ποσό κατέβαλε προς την ενάγουσα δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας.»

 

Εξετάσαμε όλα τα παράπονα του εφεσίβλητου, σχετιζόμενα με την κατάληξη του κατώτερου Δικαστηρίου, ότι αυτός δεν απέδειξε καλή υπεράσπιση. Κρίνουμε πως η ενασχόληση του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν στο ορθό πλαίσιο που επιβάλλει η σχετική νομολογία, αλλά και στο βαθμό που ήταν αναγκαίο για τα περιστατικά της υπόθεσης.  Ως προκύπτει από την επίδικη συμφωνία των διαδίκων, ο εφεσίβλητος νομιμοποιούνταν να μην καταβάλλει τη δόση του, και τούτο δυνάμει του όρου 4(γ), μόνο σε περίπτωση πώλησης της κατοικίας και εξόφλησης του χρέους αυτής, και, νοουμένου ότι δεν θα προκαλούσε αυτός την καθυστέρηση ή παράλειψη ή άρνηση πληρωμής των οφειλόμενων από αυτόν δόσεων.  Τέτοιος ισχυρισμός δεν προτάθηκε στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, με την οποία υποστήριξε την αίτηση του για παραμερισμό της απόφασης.  Ο ισχυρισμός του ότι το δάνειο για την κατοικία εξοφλήθηκε δεν τον απάλλασσε από την υποχρέωση του για καταβολή των συμφωνηθέντων δόσεων του, καθ’ ότι η εξόφληση δεν προήλθε, - δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο - από την πώληση της κατοικίας, αλλά όπως ισχυρίστηκε η εφεσείουσα από τη σύναψη νέου δανείου, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραιτήτως αναγκαίο να το αποδείξει η εφεσείουσα για τους σκοπούς της αίτησης, αφού ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να θέσει ισχυρισμούς για βάσιμη υπεράσπιση.  Ούτε και επικαλέστηκε, ο εφεσίβλητος, παράβαση οποιουδήποτε συγκεκριμένου όρου της σύμβασης με παράθεση υποστηρικτικού ισχυρισμού ή γεγονότος, που θα δικαιολογούνταν συμπεράσματα για καλή υπεράσπιση.  Δεν έχει διαλάθει της προσοχής μας ότι ο εφεσίβλητος επικαλέστηκε παράβαση του όρου της συμφωνίας με τον οποίο απαγορευόταν στην εφεσείουσα να υποθηκεύσει, πριν εξοφληθεί το χρέος, την κατοικία, ωστόσο ακόμη και αν αυτό συνέβη, ο εφεσίβλητος δεν υποστήριξε ότι ο εν λόγω όρος, και τέτοια παράβαση, συνδέονταν με την απαλλαγή του από την υποχρέωση του για καταβολή των δόσεων προς εξόφληση του χρέους.  Άλλα θέματα που πρόταξε, αφορούν σε απαιτήσεις του οι οποίες ενδεχομένως να μπορούν να προωθηθούν με ξεχωριστή αγωγή, οπότε θα κριθεί από πρωτόδικο Δικαστήριο αν αυτές ευσταθούν. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται και η θέση του ότι κατέβαλε αχρεωστήτως, προς την εφεσείουσα, ποσά που δεν όφειλε μετά το τέλος των σπουδών των παιδιών τους και η εφεσείουσα, αντί να τα καταθέσει για εξόφληση του χρέους, τα οικειοποιήθηκε, οπότε αυτός θα είχε ανταπαίτηση, ως δήλωσε.

 

Τέλος, όσον αφορά στη θέση του εφεσίβλητου ότι, με βάση μαθηματικούς υπολογισμούς, το ποσό της απόφασης, θα έπρεπε να ήταν στις €18.277,80 και όχι €22.724,00, παρατηρούμε ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε από τον εφεσίβλητο πρωτόδικα, συνεπώς δεν νομιμοποιούμαστε να τον εξετάσουμε κατ’ έφεση (βλέπε υπόθεση Ανωτάτου, Waterworld Holdings Ltd v. Περικλέους κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2015, ημερομηνίας 30.01.2024).  Άλλωστε η θέση του, πρωτοδίκως, ήταν ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό στην εφεσείουσα.

 

Συνακόλουθα, προβάλλει, ως ορθή, η πρωτόδικη κατάληξη πως ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε τις δύο απαραίτητες προϋποθέσεις παραμερισμού της εκδοθείσας εναντίον του απόφασης, στο βαθμό που αφορά την αξίωση για μη καταβληθείσες και συμφωνηθείσες δόσεις εκ μέρους του, προς την εφεσείουσα, και, επομένως, δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης, από το Εφετείο, στην πρωτόδικη απόφαση.   

 

Κατ’ επέκταση των αμέσως πιο πάνω αναφερθέντων, απορρίπτονται, ως αβάσιμοι, και οι λόγοι έφεσης 3-6, στην Ε158/2018, συνυπολογιζόμενων και των επιχειρημάτων που υποστήριξαν τον 2ο λόγο έφεσης.  

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται. Οι εφέσεις Ε157/2018 και Ε158/2018 απορρίπτονται.

 

Όσον αφορά στα έξοδα, εν όψει της απόρριψης και των δύο ξεχωριστών εφέσεων που καταχώρησαν οι διάδικοι, διατάσσουμε, ως κρίνουμε ορθό, όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο