ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε198/2018)

 

29 Μαΐου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ,

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

v.

 

SOGREAH/A.F. MODINOS & S.A. VRAHIMIS,

 

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

____________________

 

 

Δ. Κρονίδης για κ.κ. Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.

Λ. Σιακαλλή (κα) για κ.κ. Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:   Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 23.11.2018, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της Αγωγής 2681/13 και με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, μερικώς, την αίτηση των εναγομένων – εφεσειόντων (στο εξής εφεσειόντων) για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης τους.

 

Με την έκθεση απαίτησης, η οποία καταχωρήθηκε στις 27.09.2013, οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι, οι οποίοι αποτελούν κοινοπραξία (στο εξής εφεσίβλητοι), αξίωναν εναντίον των  εφεσειόντων ποσό €658.239,04, δυνάμει διατακτικών και/ή πιστοποιητικών πληρωμής για εκτελεσθείσα εργασία και υπηρεσίες τις οποίες πρόσφεραν ως σχεδιαστές και/ή ως επιβλέποντες σύμβουλοι μηχανικοί του έργου με την ονομασία «Δεύτερη Φάση (Β. Φάση) του Αποχετευτικού Συστήματος στην Πάφο».  Ήτο η θέση των εφεσιβλήτων ότι προχώρησαν και ολοκλήρωσαν τον σχεδιασμό και/ή την επίβλεψη της παροχής συμβουλών και υπηρεσιών για το έργο, προς πλήρη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους, με βάση τη σύμβαση που είχαν υπογράψει ημερομηνίας 16.05.2005.  Λόγω της μη πληρωμής του ως άνω οφειλόμενου ποσού από τους εφεσείοντες, προχώρησαν στον τερματισμό της σύμβασης.

 

Με την έκθεση υπεράσπισης, η οποία καταχωρήθηκε στις 05.05.2014, οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι όφειλαν οποιοδήποτε ποσό στους εφεσίβλητους. Ισχυρίστηκαν ότι, παρόλο που το τίμημα για τις εκτελεσθείσες εργασίες και υπηρεσίες ήταν €3.336.638,91, οι εφεσίβλητοι είχαν εισπράξει ποσό πέραν των €7.000.000,00. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να ολοκληρώσουν το έργο στο συμβατικό χρονοδιάγραμμα και υπήρχαν συνεχείς αλλαγές, τόσο στα χρονικά πλαίσια, όσο και στο αναγκαίο προσωπικό, με αποτέλεσμα η αμοιβή τους να διπλασιαστεί. Οι εφεσίβλητοι ολοκλήρωσαν το στάδιο του σχεδιασμού του έργου, την επίβλεψη των κατασκευαστικών έργων και παρέδωσαν το έργο,  όμως παρέλειψαν να τους παραδώσουν εκθέσεις αποπεράτωσης του έργου (project completion reports), οι οποίες ήταν ουσιώδους σημασίας. Ουδέποτε ολοκλήρωσαν το στάδιο της συντήρησης (maintenance) του έργου, κατά το οποίο θα εξέδιδαν, μεταξύ άλλων, πιστοποιητικά συντήρησης (maintenance certificates). Υπήρχαν, επίσης, κακοτεχνίες στο έργο, λόγω της ανεπαρκούς κατάρτισης των εφεσιβλήτων, με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν αγωγές, ως επίσης και διαδικασίες διαιτησίας, εναντίον των εφεσειόντων.

 

Επιπροσθέτως, ήτο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ήταν πρόωρος και/ή ανεπίτρεπτος και ότι έγινε καταχρηστικά. 

 

Στις 17.11.2017, οι εφεσείοντες επεδίωξαν την τροποποίηση της υπεράσπισης τους, με την καταχώριση σχετικής αίτησης, βάση της Δ.25 θ.1 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.   Επιζητείτο εκτενής τροποποίηση της υπεράσπισης, προσθήκη ανταπαίτησης για το ποσό ύψους €32.000.000,00 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις και έκδοση δηλώσεων και διαταγμάτων. Επιδιώκετο, επίσης, προσθήκη ως εξ’ ανταπαιτήσεως εναγομένων, τόσο των εφεσιβλήτων, ως κοινοπραξία, όσο και άλλων τεσσάρων φυσικών και νομικών προσώπων. Με την επιδιωκόμενη τροποποίηση, αποδιδόταν στους εφεσίβλητους δόλος και απάτη, καθώς και συνωμοσία με τους πρώην πρόεδρο και διευθυντή του ΣΑΠΑ, με τους οποίους, κατ' ισχυρισμό, σχεδίασαν και εκτέλεσαν τις προσφορές και ανάθεση έργων σε συγκεκριμένους εργολάβους, ώστε να εισπράξουν από αυτούς προμήθειες και μίζες.

 

Η ενόρκως δηλούσα στην αίτηση τροποποίησης, για να στηρίξει το αίτημα της, ανέφερε ότι στις 28.08.2015 έγινε αλλαγή δικηγόρων των εφεσειόντων, οι οποίοι διεπίστωσαν ότι η υπεράσπιση ήταν ελλιπής και έχρηζε τροποποίησης.  Περαιτέρω,  από τα στοιχεία που είχαν προκύψει, επιβάλλετο η προσθήκη ανταπαίτησης, ώστε να καταστεί δυνατή η διεκδίκηση ποσού €32.000.000,00 για τη ζημιά και απώλεια που είχαν υποστεί από τους εφεσίβλητους και τους συνεταίρους τους. Ο καθορισμός των ζημιών που είχαν υποστεί στα πλαίσια εκτέλεσης του έργου, ήτο προϊόν εμπεριστατωμένης έρευνας, δειγματοληπτικού ελέγχου και εξετάσεων που είχε ολοκληρωθεί πολύ πρόσφατα από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες, τεχνικούς συμβούλους και τον μηχανικό του έργου που είχαν διορίσει, καθώς επίσης και επιτόπου ελέγχου και μετρήσεων από ανεξάρτητους ειδικούς τεχνικούς εμπειρογνώμονες, με σκοπό να καθοριστεί αναλυτικά το είδος και η έκταση της ζημιάς και το συνολικό κόστος αποκατάστασης και/ή επιδιόρθωσης τους.

 

Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι εφεσείοντες ανέμεναν την έκβαση δύο ποινικών υποθέσεων του Κακουργιοδικείου Πάφου, την υπ’ αρ. 12057/2014 και την υπ’ αρ. 2821/2015, οι οποίες εκδόθηκαν στις 18.02.2015 και 21.04.2017, αντίστοιχα, και αφορούσαν δωροδοκίες αξιωματούχων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου (ΣΑΠΑ) από εργολάβους, οι οποίοι ανέλαβαν το αποχετευτικό έργο Πάφου.  Οι κατηγορούμενοι αξιωματούχοι του ΣΑΠΑ, και στις δύο υποθέσεις, καταδικάστηκαν. Οι κατηγορούμενοι και άλλοι μάρτυρες κατηγορίας έδιναν μαρτυρίες για πτυχές του σκανδάλου ΣΑΠΑ που ήταν μέχρι τότε άγνωστες στους εφεσείοντες και που αφορούσαν άμεσα και τους εφεσίβλητους, υπό την ιδιότητα τους ως σύμβουλοι μηχανικοί του έργου. Ήτο ισχυρισμός ότι η δωροδοκία των  αξιωματούχων του ΣΑΠΑ από τους εργολάβους έγινε με την εμπλοκή, ανοχή και συμμετοχή των εφεσιβλήτων. Ο ίδιος ο διευθυντής της κοινοπραξίας των εφεσιβλήτων, γνώριζε τα διαδραματιζόμενα, και σε κάποιες περιπτώσεις, πρότεινε συγκεκριμένους εργολάβους να αναλάβουν το έργο, παρότι υπήρχε καλύτερη προσφορά. 

 

Η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης οφείλετο, κατά τους ισχυρισμούς της ενόρκως δηλούσας, και στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος του αρχείου εγγράφων των εφεσειόντων, κατακρατείτο από τις ανακριτικές αρχές, μέχρι την ολοκλήρωση των ποινικών υποθέσεων.

 

Η αίτηση για τροποποίηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων. Ο ενόρκως δηλών, ο οποίος ήτο ένας εκ των προσώπων που οι εφεσείοντες επεδίωκαν να προσθέσουν ως εξ’ ανταπαιτήσεως εναγόμενο, προέβαλε ότι η  αίτηση και/ή ανταπαίτηση που επιχειρείτο  να προστεθεί συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, και ότι προωθείτο κακόπιστα και με σκοπό τον πλήρη επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων μεταξύ των μερών, προς αποφυγή των υποχρεώσεων τους προς τους εφεσίβλητους. Απέρριψε, κατηγορηματικά, τον ισχυρισμό για δήθεν εμπλοκή του στο σκάνδαλο ΣΑΠΑ, διευκρινίζοντας πως η κατηγορία εμπλοκής του, προήλθε αποκλειστικά και μόνον από την ανακριτική κατάθεση στην Αστυνομία ενός εκ των κατηγορουμένων στην υπόθεση Κακουργιοδικείου, ο οποίος το έκανε εκδικητικά προς το πρόσωπο του, γιατί ήταν εκείνος που αρχικά κατήγγειλε τις παράνομες πράξεις του στον Γενικό Ελεγκτή και ήταν η αφορμή για την έναρξη της διαδικασίας διερεύνησης των υποθέσεων.  Ουδέποτε η κοινοπραξία υπέκυψε σε εκβιασμούς για να πιστοποιήσουν ποσά τα οποία ήσαν αποτέλεσμα δόλου, συνωμοσίας και ψευδών παραστάσεων. Ούτε έγινε οποιαδήποτε έρευνα από την Αστυνομία εναντίον τους, ούτε και κατηγορήθηκαν για οτιδήποτε, ούτε ενεπλάκησαν στις ποινικές διαδικασίες που καταχωρήθηκαν εναντίον αξιωματούχων του ΣΑΠΑ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκη ανταπαίτησης, μόνο εναντίον των εφεσιβλήτων.  Απέρριψε δε το αίτημα για προσθήκη των υπόλοιπων προτεινόμενων, ως εναγομένων.  Απέρριψε, επίσης, τις προτεινόμενες τροποποιήσεις που αφορούσαν δόλο και απάτη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές της Νομολογίας, αιτιολογώντας την απόφαση του ότι οι ισχυρισμοί περί δόλου και απάτης θα έπρεπε να εισαχθούν στο δικόγραφο στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, ώστε να γνωρίζει ο αντίδικος την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε την προσθήκη ανταπαίτησης μόνο εναντίον της κοινοπραξίας, και λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του και/ή δεν εφάρμοσε επί τούτου τις αρχές της Νομολογίας και/ή των σχετικών διατάξεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή των διατάξεων του Περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ. 116, στα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, αναφέρθηκε στις αρχές οι οποίες διέπουν τα θέματα τροποποίησης των εγγράφων προτάσεων, με αναφορά στη Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33, όπου λέχθηκαν τα εξής: 

«(1) H τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέρονται του αντιδίκου.  Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα.  Το αποδεικτικό βάρος για τη αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση.  Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από τη προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.  Στην υπόθεση Hipgrave v. Case,  28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε, επίσης, ότι σε αιτήσεις για τροποποίηση ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, χωρίς όμως να είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας και ότι, όπου υπάρχει καθυστέρηση, απαιτείται η παροχή κάποιας εξήγησης, μνημόνευσε δε τις σχετικές αποφάσεις Astor Co κ.α. v. A. & G. Leventis Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223. Πρόσθεσε ότι, η αλλαγή δικηγόρου δεν παρέχει, αφ’ εαυτής, λόγο ο οποίος δικαιολογεί την τροποποίηση, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος (Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου v. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 607).

 

Θα προχωρήσουμε με την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με την εισαγωγή των ισχυρισμών δόλου και απάτης, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Γίνεται επίκληση των δύο ποινικών υποθέσεων αναφορικά με θέματα δεκασμού αξιωματούχων του ΣΑΠΑ.  Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι στην πρώτη δόθηκε απόφαση στις 18.2.2015 ενώ στη δεύτερη στις 24.4.2017.

 

Οι ανακρίσεις των υποθέσεων αυτών,  αποδεκτά άρχισαν από το 2014.  Είναι βέβαια λογικό να μην αναμενόταν οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι του Εναγομένου να ενημερώσουν τους λοιπούς λειτουργούς του Εναγόμενου για τα διαδραματιζόμενα, ώστε να καταστούν γνώστες των γεγονότων.  Δεν εξηγείται όμως ο λόγος αναμονής και της δεύτερης ποινικής υπόθεσης, αφού, όπως διατείνεται στην ένορκη δήλωση της, που συνοδεύει την αίτηση, ήδη από το στάδιο της κατάθεσης του στην Αστυνομία ο κ. Μαληκκίδης περιγράφει τον Σαβέριο Βραχίμη, γνώστη του συστήματος δωροδοκίας.

 

Ο τρίτος λόγος που προβάλλεται, αυτός της κατακράτησης των αρχείων από την Αστυνομία, μπορεί να κριθεί ως λόγος ο οποίος τον εμπόδιζε να έχει όλα τα στοιχεία στα χέρια του, πλην όμως παρατηρείται πως, ενώ η δεύτερη υπόθεση ολοκληρώθηκε με απόφαση στις 24.4.2017, εντούτοις στην αγωγή 3419/13 καταχωρήθηκε εκ μέρους του Εναγόμενου ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου προς την Ενάγουσα Κοινοπραξία και άλλους στις 29.12.2015 με την οποία αποδίδουν ευθύνη για κακοτεχνίες κ.α. προς εκείνους.

……………………………………………………………………………

 

Με την αίτηση επιδιώκεται με τις παραγράφους 19, 20, 21 και 28 απόδοση δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους της Ενάγουσας, απάτης και συμπαιγνίας με τους αξιωματούχους του Εναγομένου τους οποίους κατονομάζει.

……………………………………………………………………………...

Στην παρούσα περίπτωση επιδιώκεται η εισαγωγή τέτοιων ισχυρισμών, πέντε και πλέον χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και τούτο σίγουρα θα φέρει τον διάδικο προ νέων ισχυρισμών τους οποίους θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε πολύ αργοπορημένο στάδιο.»

 

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, στην προφορική αγόρευση του ενώπιον μας, ανέφερε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την τροποποίηση αναφορικά με την προσθήκη αποσπασμάτων από μαρτυρία στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου, συγκεκριμένα την παράγραφο 22(δ), και δεν επέμενε στην περαιτέρω προώθηση της έφεσης επ’ αυτού. Ακολούθως, προέταξε ότι κατά την καταχώριση της υπεράσπισης, οι εφεσείοντες δεν γνώριζαν το δόλο και τη συνομωσία που διαπράχθηκε εναντίον τους, με την ενεργή εμπλοκή των εφεσιβλήτων.  Αυτά άρχισαν να αποκαλύπτονται σταδιακά, από τον Οκτώβριο του 2014 και επομένως, δικαιολογείτο η μη εφαρμογή του κανόνα ότι δεν επιτρέπεται τροποποίηση για να προστεθεί ισχυρισμός για δόλο ή απάτη, παρά μόνο όταν εγείρεται στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας.

 

Αντιθέτως, η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους εφεσίβλητους, υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών με προσοχή.

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπόψη ότι οι ανακρίσεις των ποινικών υποθέσεων άρχισαν από το 2014 και ότι η πρώτη απόφαση Κακουργιοδικείου δόθηκε στις 18.02.2015.  Εύστοχα παρατήρησε ότι δεν εξηγήθηκε ο λόγος αναμονής και της δεύτερης ποινικής υπόθεσης για να καταχωρηθεί η αίτηση τροποποίησης.  Τα γεγονότα που θεμελιώνουν την τροποποίηση έγιναν γνωστά από τον Οκτώβριο του 2014 ή έστω από τις 18.02.2015, ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η πρώτη απόφαση του Κακουργιοδικείου, ενώ η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε στις 17.11.2017.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε τις ευρύτερες αρχές που διέπουν τα θέματα τροποποίησης με στόχο να προστεθεί ισχυρισμός περί δόλου ή απάτης, όπως αυτές αναλύθηκαν στην απόφαση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε4/2017, ημερομηνίας 11.10.2018, ECLY:CY:AD:2018:A440, όπου και λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ισχυρισμοί περί δόλου και απάτης πρέπει να εισάγονται στο δικόγραφο στα αρχικά στάδια για να γνωρίζει ο αντίδικος την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει. Όπως αναφέρεται στο The Annual Practice 1958, Τόμος 1, στη σελίδα 626, δεν επιτρέπεται τροποποίηση με στόχο να προστεθεί ισχυρισμός περί δόλου ή απάτης (fraud) όταν δεν εγείρεται στο αρχικό δικόγραφο, παρά μόνο όταν εγείρεται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Ο λόγος είναι προφανής. Ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να προβάλλεται σε αρχικό στάδιο, ώστε να μπορεί η αντίδικη πλευρά να προβάλει τις θέσεις της επί ενός τόσο σοβαρού θέματος.»

 

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσθήκη εναγομένων.  Στην αιτιολογία αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η προσθήκη των εναγομένων καθίστατο αναγκαία στη βάση των ισχυρισμών περί δόλου και απάτης των εφεσιβλήτων.  Ετέθη, επίσης, ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι αποτελούν ομόρρυθμο συνεταιρισμό, και ότι τόσο ο συνεταιρισμός, όσο και οι συνέταιροι αυτού ευθύνονται από κοινού ή κεχωρισμένως για οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια προκληθεί σε τρίτο. 

 

Η κατάληξη μας ότι δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσθήκη ισχυρισμών για δόλο ή απάτη, συμπαρασύρει και τον δεύτερο λόγο έφεσης, εφόσον συνδέεται άρρηκτα με την αιτούμενη προσθήκη εναγομένων στη βάση διάπραξης, εκ μέρους τους, δόλου ή απάτης.  Οι εφεσείοντες δύνανται να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους σε σχέση με ισχυριζόμενες ζημιές εναντίον των εφεσιβλήτων, μέσω του συνεταιρισμού. Όπως τονίστηκε στην Ελληνίδης κ.ά. v. Καζαντζιάν (1990) 1 Α.Α.Δ. 128, διάδικος σε υποθέσεις που αφορούν συνεταιρισμό, είναι ο συνεταιρισμός, του οποίου τα συμφέροντα οι συνεταίροι υπερασπίζονται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται και η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο