ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. E23/2018)

 

28 Μαΐου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗΣ

 

Εφεσείοντας – Εναγόμενος αρ. 5

 

v.

 

ΦΟΙΒΟΣ ΠΕΛΙΔΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΑΛΟΥΣΤ ΣΕΚΕΡΤΕΜΙΑΝ

 

Εφεσίβλητος – Ενάγοντας αρ. 2

 

-----------------------------

 

Ν. Παπαθεοχάρους για Ν. Παπαθεοχάρους & Σία Σ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Γ. Χαραλάμπους για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Μ. Παπαδοπούλου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         Με έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων – Εναγόμενος αρ. 5 προσβάλλει πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που ο ίδιος είχε υποβάλει για παραμερισμό απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον του και στην απουσία του, λόγω μη καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης. Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 αφορούν στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά στην επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος, ενώ ο Λόγος Έφεσης 4 συναρτάται και αυτός με την επίδοση αφού προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείοντας είχε αδιαφορήσει για την δικαστική διαδικασία εναντίον του. Με τον Λόγο Έφεσης 5, προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν είχε παρουσιαστεί εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ με τον Λόγο Έφεσης 6 ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός πως η Έκθεση Απαίτησης της αγωγής δεν είχε επιδοθεί στον Εφεσείοντα.

 

Η αίτηση παραμερισμού στηρίχθηκε στην Δ.17 Θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1] επί της οποίας η Νομολογία είναι πλούσια. Όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση μας Banc de Binary v Philip Lalor E41/18 ημερ. 31.10.2023, η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η σχετική διακριτική ευχέρεια σε τέτοιες αιτήσεις έχουν αναλυθεί εκτενώς σε σωρεία αποφάσεων με κλασική, επί του θέματος, την Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Αναστασία Λοΐζου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. Ε419/16 ημερ. 7.2.2024, όπου γίνεται η πιο κάτω σύνοψη των αρχών με τις οποίες κρίνεται μια αίτηση τέτοιας φύσης:

 

«Είναι καλά γνωστές οι αρχές οι οποίες διέπουν το ζήτημα παραμερισμού εκδοθείσας απόφασης λόγω μη εμφάνισης στη διαδικασία, στη βάση της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Οι παράμετροι που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας κατά την κρίση αιτήσεων του είδους, έχουν εξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων. Ο Αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και αφετέρου, να δοθεί επαρκής δικαιολογία για τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία (βλ. μεταξύ άλλων Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, Φυλαχτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, Mine and Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκο Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28, Μilouka Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη, 1997 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και Λευκίδου ν. Κανναουρίδη, (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528).

 

Κατ' επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία, ότι σε αιτήσεις του είδους, το Δικαστήριο, κατά την ενασχόληση του με τον παράγοντα της παρουσίασης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, δεν επιτρέπεται να προβεί σε αξιολόγηση και κατάληξη σε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί των ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλονται ως υπεράσπιση. Πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία, (merits) ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ταυτόχρονα, είναι καλά εδραιωμένο πως η αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπεράσπισης, προϋποθέτει την προσκόμιση ή παρουσίαση κάποιων αποδεικτικών στοιχείων και γεγονότων, τα οποία εξυπακούεται ότι εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας και τεκμηρίωσης, κατά τρόπο που η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω. Το περιορισμένο αυτό βάρος, βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών. (Τεγγεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289). Στις περιπτώσεις που η προβαλλόμενη υπεράσπιση εξ αντικειμένου δεν έχει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, ελλείποντας έτσι η όποια θεμελίωση της, αναπόδραστα η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη (Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118)».

 

Το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, μπορεί να ασκηθεί μόνο αφού διαπιστωθεί ότι έχει προηγηθεί νομότυπη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος. Όπως λέχθηκε και στην Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ.893:

 

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ.941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1101.

 

Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη.  Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο.  Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά.

 

Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044 αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ.1060)».

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, καθίσταται απαραίτητη πρωτίστως η εξέταση του ζητήματος της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, εφόσον όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε «…η επίδοση κλητηρίου εντάλματος είναι απαραίτητη έτσι ώστε να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να προχωρήσει και το άτομο εναντίον του οποίου εγείρεται δικαστική διαδικασία να γνωρίσει τι αντιμετωπίζει και να μπορεί έτσι να προβάλει την υπεράσπιση του». Αυτό ως απόρροια του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 (3) (α) και (β) του Συντάγματος εκάστου διαδίκου όπως πληροφορηθεί  τους λόγους για τους οποίους τον εγκαλούν στο δικαστήριο και αναπτύξει σ’ αυτό τους ισχυρισμούς του. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Ηλία Μανώλη ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Εφ. 413/11 ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37:

 

«Τέτοιες περιπτώσεις θεμελιακών ελαττωμάτων και συνεπακόλουθης ακυρότητας κατηγοριοποιήθηκαν από τον Upjohn L.J. στην υπόθεση In Re Pritchard, Decd. [1963] Ch. 502, [1963] 1 All ER 873ως ακολούθως:

 

«The authorities do establish one or two classes of nullity such as the following. There may be others, though for my part I would be reluctant to see much extension of the classes. (i) Proceedings which ought to have been served but have never come to the notice of the defendant at all. This, of course, does not include cases of substituted service, or service by filing in default, or cases where service has properly been dispensed with: see, for example, Whitehead v. Whitehead (orse. Vasbor) [1962] 3 W.L.R. 884; [1962] 3 All E.R. 800, C.A.  (ii) Proceedings which have never started at all owing to some fundamental defect in issuing the proceedings. (iii) Proceedings which appear to be duly issued but fail to comply with a statutory requirement: see, for example, Finnegan v. Cementation Co. Ltd. [1953] 1 Q.B. 688.»

 

Παράδειγμα πρόκλησης ακυρότητας ως εκ της μη επίδοσης της διαδικασίας, η οποία ως εκ τούτου δεν περιέρχεται σε γνώση του εναγομένου, παρέχει η υπόθεση Craig vKanssen [1943] K.B. 256, [1943] 1 All ER 108, στην οποία εξηγήθηκε ως κατωτέρω ο λόγος που η παράλειψη επίδοσης εγείρει θεμελιακό ζήτημα:

 

«… it is beyond question that failure to serve process where service of process is required goes to the root of our conceptions of the proper procedure in litigation. Apart from proper ex parte proceedings, the idea that an order can validly be made against a man who has had no notification of any intention to apply for it has never been adopted in this country.»

 

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Pritchard η φράση ex debito justitiae δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκη με περιπτώσεις ακυρότητας, όπως αφέθηκε να νοηθεί στην υπόθεση Craigαλλά καλύπτει κάθε περίπτωση που ο εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό.  Όπως το έθεσε ο Upjohn, L.J.:

 

«The phrase means that the [defendant] is entitled as a matter of right to have it set aside ... This means no more than that, in accordance with settled practice, the court can only exercise its discretion in one way, namely by granting the order sought.»

 

Εν πάση περιπτώσει, σε ότι αφορά την παράλειψη δέουσας επίδοσης, στην υπόθεση White vWeston [1968] 2 W.L.R. 1459, που αφορούσε ακριβώς παράλειψη επίδοσης με συνεπακόλουθη έλλειψη γνώσης της διαδικασίας από τον εναγόμενο, ελέχθη ότι υπό τέτοιες περιστάσεις η απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae και ότι η περαιτέρω συζήτηση ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε η περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ακυρότητα ή ως αντικανονικότητα, θα είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία.

 

Η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία υιοθέτησε την αντίληψη του αγγλικού δικαίου πως κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης.  Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του».

 

 

Από τον φάκελο της αγωγής προκύπτει ότι ο επιδότης καταχώρισε Ένορκη Δήλωση Επίδοσης στις 10.4.2008, αναφέροντας ότι επέδωσε στις 8.4.2008 επίσημο αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος για τον Εφεσείοντα έναντι της υπογραφής της Jackie Pittokopiti την οποία κατονομάζει ως «σύζυγο – συγκάτοικο». Θέση του Εφεσείοντα στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση αποτέλεσε ότι η κα Jacqueline Ann Coe υπήρξε σύντροφος του με την οποία απέκτησε 3 παιδιά, αλλά η συμβίωση τους τερματίστηκε το 2007. Στην πιο πάνω Ένορκη Δήλωση επισυνάφθηκε ως τεκμήριο έγγραφο τιτλοφορούμενο «Δήλωση» της κας Coe η οποία καταγράφει ότι ουδέποτε είχε παντρευτεί με τον Εφεσείοντα, η δε σχέση τους κατέρρευσε το 2007, ξεκίνησε όμως πάλι τον Ιανουάριο 2009. Παραθέτει δε τη δική της εκδοχή ως προς το πως της παραδόθηκε το κλητήριο ένταλμα. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση των όσων αναφέρονται στην Δήλωση της κας Coe, παρά το γεγονός ότι δεν προέβη σε σαφή κατάληξη αναφορικά με το κατά πόσο μπορούσε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της, εν όψει του ότι δεν είχε την μορφή ενόρκου δηλώσεως. Περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι δεν ήταν αναγκαία η συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.39 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά και ότι έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα είναι αποδεκτά ως μαρτυρία. 

 

Δεν μπορεί παρά να προβληματίσει το γεγονός ότι η πλευρά του Εφεσίβλητου δεν ζήτησε να αντεξετάσει τον Εφεσείοντα σε σχέση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, παρά την παράλειψη αντεξέτασης προχώρησε να αξιολογήσει την μαρτυρία του Εφεσείοντος σε αντιπαραβολή με την Δήλωση της κας Coe, η οποία όμως δεν είχε τεθεί ενώπιον του ως μαρτυρία με τον ενδεδειγμένο τρόπο και άρα ήταν περιορισμένης βαρύτητας. Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν να μην γίνουν αποδεκτοί οι λόγοι που προβάλλονταν από μέρους του Εφεσείοντα όσον αφορά στη μη καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης.

 

Θεωρούμε όμως ότι το ζήτημα άπτετο της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή λόγω της κατ’ ισχυρισμό απουσίας επίδοσης του κλητηρίου. Ο Εφεσείων προέβαλε την θέση ότι η κα Coe ούτε σύζυγος του, ούτε συγκάτοικος του ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο δε Εφεσίβλητος απλώς προέβαλε με την ένσταση του την θέση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ανυπόστατοι και αστήριχτοι και αποτελούσαν μία απέλπιδα προσπάθεια του Εφεσείοντος να αποφύγει τις εκ Δικαστικής αποφάσεως υποχρεώσεις του.

 

Τα γεγονότα της παρούσας ομοιάζουν με αυτά στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν Ανδρέα Μιχαήλ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1044 όπου υπήρχε ισχυρισμός ότι κατά την ημερομηνία της επίδοσης ο εκεί εφεσίβλητος βρισκόταν σε διάσταση και δεν συγκατοικούσε με την σύζυγο του, στην οποία είχε επιδοθεί η αγωγή. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ΄αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο. Έχει όμως και συζητηθεί πρόσφατα στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή, 19.11.01. Εφόσον ο εφεσίβλητος έδωσε στην ένορκη του κατάθεση πειστικό λόγο γιατί δεν έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος, τον οποίο αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εναπόκειτο στην εφεσείουσα να αντικρούσει τον ισχυρισμό αυτό, κάτι βεβαίως που δεν έγινε.  Ορθή ήταν επομένως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωση του πως την πιο πάνω ημερομηνία, και συγκεκριμένα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1999, βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγο του με την οποία και δεν συγκατοικούσε, γι΄αυτό και δεν έλαβε γνώση της αγωγής».  

 

 

         Εν προκειμένω, δεδομένης της μη αντεξέτασης του Εφεσείοντος αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για κακή επίδοση του κλητηρίου και απουσίας γνώσης του για την αγωγή, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτόν έγινε νομότυπα ήταν ακροσφαλής. Αυτό επέβαλλε και τον παραμερισμό της απόφασης ex debito justitae, ως χρέος δηλαδή προς την ίδια την  Δικαιοσύνη.

 

Ο πρώτος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει. Η κατάληξη μας αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση των λοιπών Λόγων Έφεσης. Η απόφαση που εξεδόθη εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Εφεσίβλητου στις 20.10.2014 παραμερίζεται ex debito justitae.

 

Ο Εφεσείοντας να καταχωρίσει Σημείωμα Εμφάνισης στην αγωγή αρ. 640/08 εντός 20 ημερών από σήμερα και μετέπειτα να ακολουθηθούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

          Επιδικάζονται έξοδα €3.600 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

 

                                                                   Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                                   Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.



[1] «10.    Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο