ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 103/24)

 

3 Ιουνίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΖΟΡΠΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

                                                                   (Ποινική Έφεση Αρ.: 108/24)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΖΟΡΠΑ

Εφεσίβλητου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Ε. Ευσταθίου, για Ε. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα στην 103/24 και Εφεσίβλητο στην 108/24       
Σ. Παπουή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη στην 103/24 και Εφεσείοντα στην 108/24

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με την έφεση υπ’ αρ. 103/24, ο Εφεσείων κατηγορούμενος πρωτοδίκως για εμπρησμό αυτοκινήτων, κακόβουλες ζημιές ύψους €58.400 και απειλές, προσβάλλει την ομόφωνη απόφαση του Κακουργοδικείου Λευκωσίας ημερ. 23.4.24 να διατάξει την κράτησή του μέχρι την προγραμματισθείσα για τις 4.6.24 ακρόαση, στη βάση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Με τη δική του έφεση υπ' αρ. 108/24, ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργοδικείου να μην εγκρίνει την κράτηση και στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

        Κατά το στάδιο της παραπομπής, στις 20.3.24, το αίτημα για κράτηση είχε βασιστεί στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Εκεί, ο παραπέμψας Επαρχιακός Δικαστής, καταλήγοντας ότι συνέτρεχε ο κίνδυνος φυγοδικίας (επί τη βάσει του οποίου διέταξε την κράτηση), είχε κρίνει πως παρείλκε η εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Ο κατηγορούμενος είχε ασκήσει έφεση στα πλαίσια της οποίας το Εφετείο έκρινε πως δεν υπήρχε ορατός κίνδυνος φυγοδικίας και, ακυρώνοντας τη διαταγή κράτησης, έθεσε όρους για την εμφάνιση στο Κακουργοδικείο, έχοντας σημειώσει ότι δεν θα απασχολούσε κατ' έφεσιν η μη εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων αφού δεν είχε εφεσιβληθεί το μέρος εκείνο της απόφασης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως (βλ. Ζορπάς v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 81/2024, ημερ. 18.4.24).

 

        Τις σχετικές με αιτήματα κράτησης νομολογιακές αρχές είχαμε την ευκαιρία να παραθέσουμε στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν θεωρούμε ότι απαιτείται σε αυτό το σημείο επανάληψή τους. Σημειώνουμε μόνο πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, το οποίο δεν επεμβαίνει εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Σάρρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/23, ημερ. 10.5.23).

 

Κίνδυνος Επηρεασμού Μαρτύρων (Ποιν. Έφ. 103/24)

 

        Εν σχέσει με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, ενώπιον του Κακουργοδικείου, κατά την υποβολή του αιτήματός της η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι ο ένας εκ των παραπονούμενων στην υπόθεση (Μ.5 στο κατηγορητήριο και παραπονούμενος στην κατηγορία 5) στις 27.3.24 έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία (Έγγραφο Ε) λέγοντας ότι στις 26.3.24 είχε δεχθεί τηλεφωνική κλήση από κινητό με συγκεκριμένο αριθμό. Αυτός που τον κάλεσε του είπε «να με ακούσεις τι εν να σου πω γιατί εν να έχεις μεγάλο πρόβλημα». Ο Μ.5 του απάντησε «Ε Κυριάκο είσαι πελλός;» και του έκλεισε το τηλέφωνο. Από τη φωνή, ο Μ.5, κατάλαβε ότι ήταν ο κατηγορούμενος. Το ίδιο πρόσωπο επιχείρησε να του τηλεφωνήσει ξανά αλλά ο Μ.5 απέκλεισε τον συγκεκριμένο αριθμό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.5, ήτοι τα Έγγραφα Γ και Δ, που αφορούν και την ουσία των παραπόνων, ο κατηγορούμενος, ως επίσης και ο πατέρας του, είναι γνωστά του πρόσωπα αφού προμηθεύονται καύσιμα από τα πρατήρια που διατηρεί ο ίδιος ο Μ.5 και ο γιος του. Ο κατηγορούμενος δηλαδή είναι πρόσωπο με το οποίο είχε ξανά προηγουμένως επαφές.

 

        Κατόπιν παραπομπής στη σχετική νομολογία το Κακουργοδικείο έκρινε πως η μαρτυρία ήταν ικανοποιητική και πως ανεδείκνυε προσπάθεια επηρεασμού μάρτυρος. Έλαβε προς τούτο υπ' όψιν αφενός ότι ο καταγγείλας το τηλεφώνημα, αναγνώρισε από τη φωνή του τον κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν προσωπικώς γνωστός του και αφετέρου ότι από το σύνολο των τεθεισών ενώπιόν του καταθέσεων, αναδύετο μια γενική εικόνα απειλητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του κατηγορουμένου. Η συνολική εκτίμηση ήταν ότι θεμελιώνετο εύλογος φόβος και ανησυχία για πιθανό επηρεασμό της μαρτυρίας εκκρεμούσης της δίκης.

 

        Ο κατηγορούμενος με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι η ως άνω απόφαση στερείται της δέουσας αιτιολογίας και ή παραβιάζει το φυσικό δικαίωμα της υπεράσπισης και ή αντίκειται στην ανθρώπινη λογική. Ειδικότερα, στην επιχειρηματολογία, υποστηρίζεται ότι το Κακουργοδικείο δεν προβληματίστηκε και δεν επιχείρησε να μάθει σε ποιον ανήκε ο αριθμός τηλεφώνου ή από πού προήρχετο το τηλεφώνημα, πράγμα το οποίο θα απεκάλυπτε την αλήθεια και το κατά πόσον η εκδοχή του ιδίου, ότι δεν είχε προβεί στο τηλεφώνημα αυτό, ήταν αληθής ή όχι, ενώ περαιτέρω το Κακουργοδικείο στέρησε «το δικαίωμα από τον Κατηγορούμενο να τον καλέσει αν επιθυμεί να καταθέσει προβάλλοντας την υπεράσπιση στην οποία συμπεριλαμβανόταν ο ισχυρισμός ότι αυτός κρατείτο υπό αστυνομική φρούρηση στα Κρατητήρια Λακατάμιας» την ημέρα του τηλεφωνήματος. Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι δεν ήταν λογικό να σκεφτεί κάποιος ότι θα ήταν δυνατό ο Κατηγορούμενος, ο οποίος εκρατείτο κατόπιν καταγγελίας του ιδίου του M.5, να απευθυνθεί στον ίδιο για να τον επηρεάσει.

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο κατηγορούμενος προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο δεν αξιολόγησε αμερόληπτα και επί ίσοις όροις τη μαρτυρία βάσει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, καθώς και ότι υιοθέτησε άνευ ετέρου ως αληθείς τους ισχυρισμούς του M.5, χωρίς να ασχοληθεί με τους ισχυρισμούς του (Κατηγορουμένου) πως δεν είχε προβεί σε πράξη επηρεασμού μαρτύρων.

 

        Ιεραρχώντας τα επιχειρήματα του Κατηγορουμένου θα πρέπει εν πρώτοις, με αναφορά στην υπόθεση Ψύλλας v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 731 να υπενθυμίσουμε (i) ότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος δεν θεσμοθετεί ιδιαίτερη διαδικασία για την ακρόαση τέτοιων αιτήσεων, (ii) ότι παρότι παλαιότερα καταχωρείτο γραπτή αίτηση εντούτοις αργότερα επικράτησε η προφορική αίτηση και ο προφορικός λόγος, διατηρούμενης φυσικά της δυνατότητας προσαγωγής μαρτυρίας αλλά μόνον όταν κρίνεται απαραίτητο (βλ. και Κλείτου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 213, Todorov v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 789) και τέλος (iii) ότι η διαδικασία προσαρμόζεται προς την ανάγκη να γνωρίζουν οι διάδικοι τι έχουν να αντιμετωπίσουν και να έχουν προπαντός την ευχέρεια να προβάλουν ολοκληρωμένες τις θέσεις τους. Ασφαλώς οι πιο πάνω αρχές είναι επαρκώς γνωστές. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δεν ζητήθηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου η προσκόμιση μαρτυρίας και κατά συνέπειαν ούτε στέρηση τέτοιου δικαιώματος υπήρξε από πλευράς Κακουργοδικείου. Έχουμε την άποψη πως το επιχείρημα ότι ώφειλε το Κακουργοδικείο (ex proprio motu) να καλέσει τον Κατηγορούμενο να καταθέσει είναι παντελώς αβάσιμο. Είναι ενδεικτικό πως ακόμα και σε υποθέσεις στις οποίες δεν εμφανίζεται δικηγόρος για τον κατηγορούμενο, η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης δεν φτάνει μέχρι του σημείου να υποδεικνύει τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης του κατηγορουμένου (Mansour v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 465). Πόσω μάλλον στις περιπτώσεις που εμφανίζεται συνήγορος, αφού η τυχόν δικαστική παρέμβαση θα ήγειρε ζητήματα αμεροληψίας (Χ''Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104).

 

        Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα υπόθεση η συνήγορος του κατηγορουμένου δεν αμφισβητούσε ούτε ότι υπήρξαν τα συγκεκριμένα τηλεφωνήματα στον M.5 ούτε ότι αυτός είχε δώσει περαιτέρω κατάθεση στις 27.3.24 καταγγέλοντάς τα ούτε ότι ο κατηγορούμενος και ο M.5 γνωρίζονταν από προηγουμένως, έστω και αν η κα Κέστωρος αναφερόταν σε μικρότερο διάστημα («... γνωρίζονται το πολύ έξι μήνες»). Βασικά αμφισβητείτο η ταυτότητα του προσώπου το οποίο είχε τηλεφωνήσει ή ακόμα πιο ορθά  αμφισβητείτο η ταύτιση στην οποία είχε προβεί ο Μ.5. Ενώπιόν μας έχει προβληθεί σχετικά το επιχείρημα πως δεν είναι λογικό να σκέφτεται κάποιος ότι θα ήταν δυνατό ο κατηγορούμενος, ο οποίος εκρατείτο κατόπιν καταγγελίας του M.5, να απευθυνθεί στον ίδιο τον M.5 για να τον επηρεάσει, καθότι κάτι τέτοιο παραβιάζει τους κανόνες της λογικής. Ίσως επ’ αυτού θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως ζήτημα λογικής πιο εύκολα θα εγείρετο εάν υποστηρίζετο ότι ένας τρίτος εντελώς αδιάφορος και άσχετος με κάποια υπόθεση προέβαινε σε τέτοια ενέργεια πλην όμως δεν είναι αυτό το σημαντικό.

 

        Το ουσιώδες είναι πως στην παρούσα δεν υπήρχαν οι περιστάσεις ασάφειας της καταγγελίας οι οποίες είχαν παρατηρηθεί αλλού (βλ. Γ.Φ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 265/22, ημερ. 21.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B491). Αντιθέτως, στην παρούσα περίπτωση ο M.5 αναφερόταν σε ακουστική αναγνώριση προσώπου, το οποίο πρόσωπο παραδεκτώς το γνώριζε από προηγουμένως. Από αυτής της πλευράς η παρούσα είχε ομοιότητες με την υπόθεση Κ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 114/23, ημερ. 22.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B223 στην οποίαν αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Με δεδομένη τη θέση της Υπεράσπισης ότι αυτός που είχε τηλεφωνήσει παρέμενε άγνωστος βασιζόμενη στο γεγονός της άρνησης του Εφεσείοντα ότι είχε τηλεφωνήσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την εισήγηση ότι για την υποβολή του αιτήματος κράτησης συνιστούσε όρο εκ των ων ουκ άνευ η ύπαρξη τελικού αστυνομικού πορίσματος επί της καταγγελίας, έκρινε ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφοροποιείτο από εκείνη στην υπόθεση Γ.Φ. v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 265/2022, ημερ. 21/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B491. Όπως ορθώς επεσήμανε, το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως στην υπό κρίση υπόθεση οι καταθέσεις και, κυρίως, η κατάθεση της Παραπονούμενης Γ.Κ. δεν αφορούσε σε άγνωστο πρόσωπο, εφόσον η Παραπονούμενη αυτή «φέρεται να ταυτοποίησε τη φωνή που άκουσε στο τηλέφωνο με συγκεκριμένο γνωστό της πρόσωπο και δη με τον Κατηγορούμενο».

 

        Αυτό το οποίο πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο είναι πως ναι μεν μια γενική δήλωση ότι ένας κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή και θα πρέπει προς τούτο να παρουσιαστεί μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τη δήλωση (Φανιέρος Χαμπή v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472) αλλά από την άλλη δεν απαιτείται απόδειξη ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων και το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι οι οποίοι δύνανται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, όπως έγινε σε σειρά υποθέσεων (Μακαρίτης v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, Aslam v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 191/19, ημερ. 14.11.19, ECLI:CY:AD:2019:B469, Badea v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 120/21, ημερ. 10.8.21, ECLI:CY:AD:2021:B390, Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/11 κ.ά., ημερ. 28.12.21 και Κ.Κ. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

        Στη βάση των πιο πάνω δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη. Εναπόκειτο στην κρίση του Κακουργοδικείου να αποφασίσει το ζήτημα και στη βάση των παρουσιασθέντων στοιχείων ικανοποιήθηκε ότι αυτά αποτελούσαν επαρκές υπόβαθρο μαρτυρίας, το οποίο εκτιμώμενο συνολικά και αντικειμενικά, όντως θεμελίωνε εύλογο φόβο και ανησυχία για πιθανό επηρεασμό μαρτύρων εκκρεμούσης της δίκης. Συμφωνούμε και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον χειρισμό αυτόν ή περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου η έφεση υπ' αρ. 103/24 υπόκειται σε απόρριψη.

 

Κίνδυνος Διάπραξης Άλλων Αδικημάτων (Ποιν. Έφ. 108/24)

 

        Σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, κατά την υποβολή του αιτήματός της η Κατηγορούσα Αρχή είχε αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση Ε.Δ. Λευκωσίας υπ' αρ. 9054/21, ημερομηνίας 23.5.22, στην οποίαν είχαν ληφθεί υπ' όψιν άλλες οκτώ υποθέσεις (732/18, 7456/21, 9313/21, 9365/21, 190/22, 406/22, 502/22, 7964/22). Στη βασική υπόθεση τα αδικήματα αφορούσαν πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος οικογένειας, ανυπακοή σε νόμιμες διαταγές και απειλές ενώ στις υπόλοιπες οκτώ περιλαμβάνοντο αδικήματα κακόβουλης ζημιάς, επιθέσεων με πραγματική σωματική βλάβη, εξύβρισης, ανησυχίας, κλοπών, παράνομης εισόδου, κατοχής ελεγχόμενων φαρμάκων (Τάξεως Α και Β), απειλών, ανυπακοών και αντίστασης κατά νόμιμης σύλληψης. Συνολικά επρόκειτο για 32 αδικήματα εντός τετραετούς περιόδου, ήτοι από 31.10.17 έως 12.1.22. Το εκδικάζον τότε Ε.Δ. Λευκωσίας λαμβάνοντας υπ' όψιν όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις είχε επιβάλει στη βασική υπόθεση συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με ψηλότερη την 28μηνη φυλάκιση. Ο κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε στις 20.3.23 κατόπιν αναστολής υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας όσον αφορούσε το υπόλοιπο της ποινής, υπό τον όρο ότι αυτό θα ενεργοποιείτο εάν ευρίσκετο ένοχος για αδίκημα το οποίο διέπραξε εντός τριετούς περιόδου μετά την αποφυλάκισή του.

 

        Ενώπιον του Κακουργοδικείου η ένσταση του Κατηγορουμένου ως προς αυτόν τον λόγο κράτησης προωθήθηκε επί δύο βάσεων. Κατά πρώτον προβλήθηκε πως μετά την απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου ότι δεν θα εξέταζε τον λόγο αυτόν, ώφειλε η Κατηγορούσα Αρχή να εφεσιβάλει και εφόσον δεν το έπραξε είχε απολέσει κάθε δικαίωμα και κωλύετο ενώπιον του Κακουργοδικείου να ζητά την κράτηση για δεύτερη φορά, βασιζόμενη και πάλι στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Κατά δεύτερον, όσον αφορά την ουσία, η συνήγορος του Κατηγορουμένου είχε υποστηρίξει πως όλα τα παλαιότερα αδικήματα είχαν διαπραχθεί σε μια περίοδο κατά την οποίαν ήταν ουσιοεξαρτώμενος, κάτι το οποίο δεν ισχύει πλέον. 

 

        Στην απόφαση του το Κακουργοδικείο (πλειοψηφία) έθεσε το ερώτημα κατά πόσον ο χειρισμός υπό της Κατηγορούσας Αρχής τής επέτρεπε να θέτει εκ νέου το ίδιο ζήτημα. Εξετάζοντάς το, αναφέρθηκε κατ’ αρχάς σε νομολογία από την οποία προκύπτει: (i) Ότι μετά την αρχική διαταγή για κράτηση το θέμα της περαιτέρω κράτησης εξετάζεται μόνο με αναφορά σε νέα διαφοροποιητικά δεδομένα (Δημητρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416, Μαυρομιχάλης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 κ.ά., ημερ. 22.10.20), (ii) Ότι όταν δεν εφεσιβληθεί απόφαση του παραπέμποντος για κράτηση τότε το ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί εκ νέου στο Κακουργοδικείο εάν δεν υπάρχουν νέα διαφοροποιητικά δεδομένα (S.M. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/2021, ημερ. 6.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B299, M.Β. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2023, ημερ. 23.2.23), (iii) Ότι το Κακουργοδικείο στερείται δικαιοδοσίας να αναθεωρήσει την εγκυρότητα αποφάσεων άλλων πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (Al Hamad v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, Λοΐζου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 247/18, ημερ. 2.10.18, ECLI:CY:AD:2018:B425) και (iv) Ότι μετά την παραπομπή και πριν την εμφάνιση στο Κακουργοδικείο, δεύτερος Επαρχιακός Δικαστής έχει εξουσία να εξετάσει αίτηση κατηγορουμένου για απόλυσή του υπό όρους επί τη βάσει νέων δεδομένων και εάν την εγκρίνει τότε δεν θεωρείται ότι ακυρώνει το παλαιότερο διάταγμα κράτησης αλλά ότι εκδίδει νέο, περαιτέρω διάταγμα στην υπόθεση (βλ. Leftis v. Police (1973) 2 C.L.R. 87).

 

        Στη βάση των πιο πάνω αρχών το Κακουργοδικείο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε το δικαίωμα να θέσει το ίδιο θέμα, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Καταλήγουμε ότι η απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου θα μπορούσε, τουλάχιστον, να είχε εφεσιβληθεί, ανεξαρτήτως της τελικής κατάληξης του για κράτηση με βάση τον κίνδυνο φυγοδικίας αφού, ο λόγος κράτησης που επικαλείτο η Κατηγορούσα Αρχή ήταν αυτοτελής σε σχέση με τον άλλο που είχε γίνει αποδεκτός. Καταλήγουμε ότι ο χειρισμός του όλου θέματος από την Κατηγορούσα Αρχή δεν της επιτρέπει να θέτει το θέμα εκ νέου ενώπιον μας καθότι αφορά θέμα που ζητήθηκε να αποφασιστεί από άλλο Δικαστή ο οποίος άσκησε κρίση επί αυτού, αποφασίζοντας με τον τρόπο που αποφάσισε, να μην ενασχοληθεί δηλαδή με το ζήτημα. Η μη προώθηση έφεσης για τον εν λόγω χειρισμό, συνιστά κατά την άποψη μας, εγκατάλειψη του λόγου κράτησης τον οποίο κωλύεται να προωθεί στην απουσία νέων δεδομένων (βλ. κατ΄ αναλογία Ιωάννου (2003) 1Α ΑΑΔ 390, 391). Η μη καταχώριση εφέσεως είχε ως αποτέλεσμα να μην τεθούν ενώπιον του Εφετείου τα δεδομένα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του παραπέμψαντος Δικαστή και ενώπιον μας. Η κρίση του Εφετείου επομένως θα μπορούσε να ήταν διαφορετική αφού, λόγω του χειρισμού της Κατηγορούσας Αρχής εξέτασε μόνο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Ως εκ τούτου το αίτημα για κράτηση του κατηγορουμένου στη βάση κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων απορρίπτεται».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Η εν λόγω υπόθεση Αναφορικά με αίτηση του Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου (2003) 1 Α.Α.Δ. 390, τις αρχές της οποίας φέρεται να εφήρμοσε κατ' αναλογίαν το Κακουργοδικείο, ήταν περίπτωση στην οποίαν ο καταδικασθείς για φόνο, μετά την απόρριψη της έφεσης που είχε ασκήσει (Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), ζητούσε την έκδοση εντάλματος habeas corpus προβάλλοντας ότι το εκδικάσαν Κακουργοδικείο ήταν παρανόμως και ή παρατύπως συσταθέν. Η καθ΄ ης Δημοκρατία ήγειρε προδικαστικές ενστάσεις υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κατάχρηση διαδικασίας επί τω ότι ο αιτητής είχε ασκήσει ήδη έφεση η οποία είχε απορριφθεί, ότι ο αιτητής εξέτιε νόμιμη ποινή και ότι δεν υπήρχε δικαιοδοσία αναθεώρησης της απόφασης του Εφετείου. Επειδή η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας (και δη έφεσης) θα αποστερούσε τον αιτητή από το δικαίωμα να ζητά habeas corpus, ο εκδικάσας Δικαστής Αρτέμης εξετάζοντας το θέμα και με αναφορά στις υποθέσεις Henderson v. Henderson [1843‑1860] All E.R. Rep. 378, Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296 και Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403 αναφέρθηκε μεν στις νομικές αρχές του δεδικασμένου αλλά εν τέλει απέρριψε την αίτηση λόγω διαπιστωθείσας κατάχρησης αφού παρότι δεν ήταν παράλληλες οι δύο διαδικασίες, εντούτοις ο σκοπός τους ήταν πανομοιότυπος, (ήτοι ανατροπή καταδίκης - απελευθέρωση).

 

        Αντιλαμβανόμαστε βέβαια πως δεν είναι σε σχέση με την κατάχρηση που διείδε την αναλογία το Κακουργοδικείο αλλά σε σχέση με άλλες αναφορές, ήτοι για το δεδικασμένο, οι οποίες στη Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου (ανωτέρω) είχαν ως εξής:

 

«Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε η εναλλακτική θεραπεία, δηλαδή το δικαίωμα έφεσης εκ μέρους του αιτητή και ο αιτητής πράγματι άσκησε το δικαίωμα αυτό και η έφεση του απορρίφθηκε. Κατά την έφεση ο αιτητής θα μπορούσε σίγουρα να εγείρει τα θέματα τα οποία εγείρει στην παρούσα διαδικασία για να αποφασισθούν από το Εφετείο, κάτι το οποίο δεν έπραξε.

 

Με βάση τις νομικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη δεδικασμένου, δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με όσα προβάλλονται σε μια διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν».

 

        Παρά τη μη χρήση του όρου «δεδικασμένο» στην κρινόμενη απόφαση είναι προφανές πως σε αυτό το απόσπασμα και ορολογία είναι που παρέπεμψε το Κακουργοδικείο. Αυτό επιβεβαιώνουν οι φράσεις «να αποφασιστεί από άλλο Δικαστή ο οποίος άσκησε κρίση επί αυτού, αποφασίζοντας με τον τρόπο που αποφάσισε» και «εγκατάλειψη του λόγου κράτησης τον οποίο κωλύεται να προωθεί». Άλλωστε, ήταν ακριβώς σε σχέση με αυτό το θέμα που σημειώθηκε η διαφωνία της μειοψηφίας, η οποία είχε την άποψη πως το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την παραπομπή δεν είχε ασκήσει κρίση και ούτε εξέδωσε απόφαση, οπότε δεν προέκυψε ούτε δεδικασμένο.

 

        Σύμφωνα με τον πιο ευσύνοπτο ορισμό, το «κώλυμα» (estoppel) είναι αποδεικτικός κανόνας βάσει του οποίου κάποιος διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί κάποιο γεγονός (Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 253). Εκτός από το κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα και το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς, την τριάδα των θεμελιωδών κωλυμάτων συμπληρώνει το κώλυμα λόγω δεδικασμένου (estoppel per rem judicatam), για το οποίο στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 2014, Τ. Ηλιάδης & Ν. Σάντης, σ. 914 αναφέρεται ότι:

 

        «Κώλυμα λόγω δεδικασμένου εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασισθεί δικαστικώς με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να το πράξει (R v. West (1962) 2 All ER 624, R v Kent Justices, Ex parte Machin (1952) 1 All ER 1123) και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων με την ίδια ιδιότητα (Alikhani v. Προδρόμου και Άλλης, ΠΕ 22/09, ημ. 10.4.12, Thoday v. Thoday (1964) 1 All ER 341)».

 

        Όπως διευκρινίζεται σε άλλο σημείο του ιδίου συγγράμματος (σ. 921) η εφαρμογή του δεδικασμένου δυνατόν να πάρει τη μορφή κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) ή κωλύματος λόγω επίδικου θέματος (cause of issue estoppel), ενώ ως προς τη δεύτερη αυτή μορφή προστίθεται (σ. 925) ότι με βάση τον σαφή καθορισμό, που είχε γίνει στη Mills v. Cooper (1967) 2 All E.R. 100, ένας διάδικος σε πολιτική υπόθεση δεν δικαιούται να προβάλει γεγονότα ή θέσεις που αποτέλεσαν ουσιώδες ζήτημα σε προηγούμενη διαδικασία ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και που κρίθηκαν ότι ήταν αβάσιμα. Εκτός και αν έχουν προκύψει νέα στοιχεία σχετικώς με την ορθότητα ή μη του ισχυρισμού ο οποίος είχε προβληθεί στην προγενέστερη διαδικασία. Ή ακόμα όταν εντοπίζεται νέα μαρτυρία ή αποδεικνύεται νομικώς εσφαλμένη η παλαιότερη απόφαση (Arnold a.o. v. National Westminster Bank Plc (1991) 3 All E.R. 41).

 

        Παλαιότερα, και δη μέχρι την έκδοση της απόφασης στην D.P.P. v. Humphrys (1976) 2 All E.R. 497, επικρατούσε η άποψη ότι ο κανόνας του κωλύματος λόγω δεδικασμένου εφαρμόζεται και σε ποινικές διαδικασίες. Η άποψη όμως αυτή αργότερα διαφοροποιήθηκε. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με αίτηση Παναγιώτη Λιάκου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1199:

 

        «Ο κανόνας του Δεδικασμένου εφαρμόζεται σε πολιτικές υποθέσεις. Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι ο κανόνας μπορούσε να εφαρμόζεται και σε ποινικές υποθέσεις (Connelly v. D.P.P. [1964] A.C. 524) αλλά με την πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση D.P.P. v. Humphrys [1976] 2 All E.R. 497 αποφασίστηκε ότι το Δεδικασμένο δεν έχει θέση σε ποινικές υποθέσεις».

 

        Παρόμοιες αναφορές βέβαια εντοπίζονται και σε σειρά συγγραμμάτων, όπως στο σύγγραμμα Res JudicataSpencer Bower and Hendley, 5η έκδοση (2019), σ. 209, §14.04, όπου αναφέρεται ότι: The doctrine of res judicata is narrower in the criminal law because, as D.P.P. v. Humphrys established, there are no issue estoppels (βλ. και «Το Δίκαιο της Απόδειξης», ανωτέρω, σ. 927, Halsburys Laws of England, 4η έκδοση (Reissue), Τόμος 16(2), §982, Blackstones Criminal Practice 2023, §12.22).

 

        Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο κανών του δεδικασμένου δεν έχει καμμιά εφαρμογή σε ποινικές υποθέσεις. Ήδη από την υπόθεση Mills v. Cooper (ανωτέρω) είχε τεθεί πως “[T]he general rule applies to criminal proceedings in the form of the rule against double jeopardy” και στην D.P.P. v. Humphrys (ανωτέρω) τονίστηκε, στον λόγο του Lord Hailsham, πως: “[T]he doctrine in criminal proceedings is aimed at the need to prevent double jeopardy and not at the need to effect finality in litigation”. Επαναλήφθηκε δε εμφατικά στην ημεδαπή υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή (2015) 2 Α.Α.Δ. 80 ότι:

 

        «Το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου εφαρμόζεται υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro una et eadem causa ή, nemo debet bis puniri pro una delicto, δηλαδή κανένας δεν υποβάλλεται για δεύτερη φορά στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως το «rule against double jeopardy» (Βλ. το σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2015 Εκδ., παράγραφο 4-221)».

 

        Είναι σε σχέση με τα πιο πάνω ενδεικτικό πως από πολύ παλιά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αναφερόταν σε δεδικασμένο στις περιπτώσεις στις οποίες είχαν προηγηθεί διαταγές κράτησης στην ίδια υπόθεση. Γινόταν όμως δεκτό πάντα ότι οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης και δεν είναι μεταβλητά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388). Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση που η κατηγορουμένη δεν είχε ασκήσει έφεση κατά της αρχικής διαταγής κράτησης (ημερ. 11.12.03) αλλά μόνον για κάποια μεταγενέστερη διαταγή (ημερ. 30.12.03) το Ανώτατο Δικαστήριο την εξέτασε μεν αλλά με αναφορά στην πιο πάνω αρχή και λόγω της μη ύπαρξης διαφοροποιητικών στοιχείων, την απέρριψε διότι όλα όσα είχαν προβληθεί μεταγενέστερα ήταν ήδη δεδομένα και κατά την αρχική διαταγή κράτησης στις 11.12.03 (Ντούμα ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 1).

 

        Παρομοίως και σε υπόθεση όπου οι ισχυρισμοί σχετικά με τον κίνδυνο διαφυγής και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων είχαν εξεταστεί κατ΄ επανάληψη, οπότε το Ανώτατο Δικαστήριο διατύπωσε ξανά την αρχή ότι διαταγή για κράτηση η οποία δεν εφεσιβάλλεται, δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία τα οποία δεν είναι μεταβλητά, ήτοι τα οποία ήταν δεδομένα και για τα οποία δεν υπήρξε οποιαδήποτε αλλοίωση (Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 306). Η ως άνω αρχή τέθηκε σαφέστερα, με αναφορά και στα πρωτόδικα Δικαστήρια, στην υπόθεση Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416 ως εξής:

 

        «Υποδείξαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης των εφέσεων ότι κακώς το Κακουργιοδικείο ουσιαστικά ασχολήθηκε εξ υπαρχής με τα γεγονότα τα οποία διέπουν την κρίση επί της κρατήσεως σε συνάρτηση με τον κίνδυνο μη προσέλευσης στη δίκη και με ευρύτερες αναφορές στην πιθανότητα καταδίκης και την ενδεχόμενη ποινή. Και τούτο διότι η νομολογία καθορίζει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την κρίση του επί του θέματος της κρατήσεως, και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξ αρχής».

(έμφαση προστεθείσα)

 

        Η μεταγενέστερη υπόθεση Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/20 κ.ά., ημερ. 3.9.20, ήταν ακριβώς υπόθεση στην οποίαν η προαναφερθείσα «πρώτη απόφαση» του Κακουργοδικείου είχε επικυρωθεί και κατ΄ έφεσιν. Παρά ταύτα δεν υπήρξε αναφορά σε δεδικασμένο αλλά και πάλι τονίστηκε πως τα μόνα ερωτήματα που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ήταν το νέο στοιχείο της απόσυρσης μιας κατάθεσης μάρτυρος και του μεσολαβούντος χρόνου μέχρι την επόμενη δικάσιμο, εφόσον όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είχαν καλυφθεί στην προηγούμενη απόφαση και δεν ήταν λογικό να επαναξιολογηθούν, δεδομένου ότι επ΄ αυτής της πτυχής δεν είχε τεθεί οτιδήποτε το διαφορετικό.

 

        Είναι ακόμα πιο ενδεικτικό ότι στην Alnaser, Kalfat ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/2020 κ.ά., ημερ. 21.7.20, κρίθηκε πως έστω και αν η πρώτη απόφαση του Κακουργοδικείου για κράτηση είχε επικυρωθεί κατ΄ έφεση εντούτοις δεν μπορούσε να αποτελέσει, άνευ ετέρου, χωρίς άλλη εξέταση και αιτιολόγηση τη βάση για κράτηση, οπότε διετάχθη το Κακουργοδικείο να επανεξετάσει το αίτημα κράτησης. Κατά την ακολουθήσασα επανεξέταση δεν τέθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον του Κακουργοδικείου (εκτός της επιμήκυνσης του χρόνου) και στη νέα έφεση κατά της κράτησης, ήτοι στην υπόθεση Kalfat, Alnaser ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/2020 κ.ά., ημερ. 8.10.20, αφού λέχθηκε πως δεν ήταν ορθή πορεία η εκ νέου εξέταση του μαρτυρικού τονίστηκαν τα εξής:

 

        «Όλα τα άλλα θέματα, τα οποία εξετάστηκαν από το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο της απόφασης του ημερομηνίας 19.12.2019, εφόσον τα δεδομένα παρέμειναν αναλλοίωτα, καλύπτονταν από το δεδικασμένο της πρώτης εφετειακής απόφασης η οποία επικύρωσε την εν λόγω απόφαση του Κακουργιοδικείου. Συνεπώς, δεν ήταν έργο του Κακουργιοδικείου να τα επανεξετάσει ως προς τη στοιχειοθέτηση του λόγου για τον οποίο ζητήθηκε η κράτηση των εφεσειόντων από την Κατηγορούσα Αρχή, με βάση το μαρτυρικό υλικό και τη δύναμή του, ούτε βέβαια είναι δικό μας».

 

        Ήταν βέβαια η πρώτη φορά που υπήρξε αναφορά στον όρο «δεδικασμένο» σε υποθέσεις κράτησης αλλά και πάλι τα λεχθέντα δεν αφίσταντο ποσώς από την προϋπάρχουσα νομολογία. Το αντίθετο μάλιστα, αφού σε επόμενη παράγραφο στην ίδια υπόθεση Alnaser, Kalfat (ανωτέρω) τονίστηκε πως:

 

        «Προκύπτει, ωστόσο, από τη νομολογία ως πάγια αρχή ότι διαταγή για κράτηση που δεν εφεσιβάλλεται δεν αναθεωρείται εκ των υστέρων στο πλαίσιο άλλης έφεσης αφορώσας περαιτέρω διαταγή, σε σχέση με στοιχεία που δεν έχουν, στο μεταξύ, μεταβληθεί (βλ. Μιχαηλίδης ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 306, Ψύλλας ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 388 και Ντούμα ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1). Η ίδια αρχή ισχύει όταν διαταγή για κράτηση εφεσιβάλλεται και επικυρώνεται κατ΄ έφεση, όπως στην προκειμένη περίπτωση».

 

        Παρατηρούμε λοιπόν πως όταν υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή είτε στις περιπτώσεις στις οποίες δεν ασκείται έφεση είτε στις περιπτώσεις στις οποίες ασκείται έφεση και επικυρώνεται η πρωτόδικη κρίση, εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται σε επόμενο αίτημα είναι η τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων ή διαφοροποιητικών στοιχείων. Για σκοπούς δε αυτού του ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις διενεργείται εξέταση, χωρίς δηλαδή να είναι άνευ ετέρου αρκετό το ότι έχει προηγηθεί τελεσίδικη απόφαση. Μάλιστα θεωρούμε πως αυτό ακριβώς ήταν και το νόημα της αμέσως επόμενης υπόθεσης Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 κ.ά., ημερ. 22.10.20, στην οποία λέχθηκε ότι:

 

        «Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ότι, εκκρεμούσης της δίκης, η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης κατηγορουμένου προσώπου διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο. Διαπιστώνεται, έτσι, εφόσον περί τούτου πρόκειται, το περιεχόμενο της νέας μαρτυρίας που έχει, στο μεταξύ, προκύψει και η τυχόν επίδρασή της στην ήδη υπάρχουσα μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, ως προς την πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. Άλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου έχει εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης, της θέσης αυτής οριζομένης από το δόγμα του δεδικασμένου. Η σχετική νομολογία επιβεβαιώθηκε, πολύ πρόσφατα, στην J. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 125/2020 και 126/2020, 8.10.2020. Στην προκειμένη περίπτωση, αναμφίβολα, η απόφαση της πλειοψηφίας στις υποθέσεις Dydi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, καθιέρωσε τέτοιο δεδικασμένο, ήτοι αναφορικά με την ένδειξη της πιθανότητας καταδίκης, στη βάση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής που υπήρχε στις 30.6.2020».

 

        Ήταν ακριβώς με αναφορά στην ύπαρξη νέων διαφοροποιητικών γεγονότων ή στοιχείων που τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν όπως στις υποθέσεις V.B. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/22, ημερ. 21.6.22, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 274/22, ημερ. 23.1.23, ECLI:CY:AD:2023:B14, Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2023, ημερ. 23.2.23, Buesaquillo ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 56/2023, ημερ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:B151, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/23, ημερ. 29.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B230, D.R.M. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/23, ημερ. 30.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B233 και Khasawneh ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 220/23, ημερ. 4.12.23.

 

        Θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω πως σύμφωνα με την υπόθεση D.P.P. v. Mumphrys (ανωτέρω) εάν το κώλυμα δεδικασμένου εφαρμόζετο σε ποινικές υποθέσεις όπως ακριβώς στις αγωγές, τότε θα έπρεπε να εφαρμόζεται ισότιμα τόσο σε σχέση με την Κατηγορούσα Αρχή όσο και σε σχέση με τον Κατηγορούμενο. Όπως συγκεκριμένα λέχθηκε (στον λόγο του Viscount Dilhorne): “I see no escape from the conclusion that if issue estoppel applies in criminal cases, it must apply equally to both parties, to the Crown and the defendant, as it does to the parties to civil litigation”.

 

        Εάν λοιπόν ίσχυε κατά τον ίδιο τρόπο όπως στις αγωγές, είναι ευλόγως αντιληπτό ότι και ένας κατηγορούμενος θα ευρίσκετο στην ανάλογη θέση σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν εξετάστηκε δεόντως η ουσία της κράτησης του και ο ίδιος παρέλειψε να καταχωρίσει έφεση. Για παράδειγμα στην υπόθεση Leftis (ανωτέρω), στην οποία ο Επαρχιακός Δικαστής έκρινε πως δεν είχε εξουσία, εάν δεν καταχωρείτο έφεση, τότε στη βάση του δεδικασμένου δεν θα μπορούσε να εγείρει το θέμα της κράτησης του κατά την πρώτη εμφάνιση στο Κακουργοδικείο ενώ στην πραγματικότητα δεν έτυχε εξέτασης ποτέ το θέμα της κράτησης του. Πράγμα που δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ενδεχομένως να τύχει και σε άλλες περιπτώσεις. Όπως, εν πάση περιπτώσει, θεωρούμε πως συνέβηκε και στην παρούσα υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε απόφαση σε επαρχιακό επίπεδο για τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, ως ορθώς υπέδειξε η μειοψηφία.

 

        Έχει τη σημασία του πως, ακόμα και στη βάση των σχετικών αρχών που εφαρμόζονται σε πολιτικές διαδικασίες, η παρούσα περίπτωση δεν θα συνιστούσε δεδικασμένο αφού είναι σαφές πως δεν υπήρξε κρίση στο συγκεκριμένο ζήτημα (βλ. Zeeland Navigation Company Ltd v. Banque Worms (Αρ. 1) (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 463, Χριστοφίδης κ.ά. ν. Λαϊκής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2166, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», ανωτέρω, σ. 929 και 933). Όπως πιο χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην D.P.P. v. Muphrys (ανωτέρω) για το κώλυμα λόγω δεδικασμένου στις ποινικές υποθέσεις: If it applies, then for the doctrine to operate it must be possible to identify a finding on the particular issue, κάτι που εμφανώς δεν υπήρξε στην παρούσα περίπτωση.

 

        Στη βάση των πιο πάνω και υπό τις περιστάσεις της παρούσας δεν συμφωνούμε ότι είχαν εφαρμογή σε ποινική υπόθεση είτε οι αρχές του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (estoppel per rem judicatam) είτε οι αρχές της παραίτησης από δικαίωμα (waiver), ως εφαρμόζονται σε πολιτικές διαδικασίες. Το Κακουργοδικείο είχε την εξουσία και ώφειλε να εξετάσει και τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Επαναλαμβάνουμε σχετικά τις αρχές που είχαμε παραθέσει στις Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.24, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 47/2024, ημερ. 11.3.24 και Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, Ποιν. Έφ. 84/2024, ημερ. 16.4.24 και τονίζουμε πως για την κατάδειξη του κινδύνου αυτού δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία αλλά αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων στο μέλλον.

 

        Πέραν των όσων παραθέσαμε εισαγωγικά, προσθέτουμε από την απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφωνούμε, ότι πέντε από τα έξι αδικήματα της κρινόμενης υπόθεσης αφορούν κακόβουλες ζημιές και απειλές, ήτοι αδικήματα για τα οποία ο Κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί άλλες επτά φορές συνολικά, σε τρεις από τις προαναφερθείσες υποθέσεις (732/18, 905/21, 9313/21). Υπό αυτές τις περιστάσεις ασφαλώς και δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση περί πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων εκκρεμούσης της δίκης, χωρίς αυτή η εντύπωση να αναιρείται ή αποδυναμώνεται εκ του γεγονότος ότι κατά την επίμαχη τετραετία της προηγούμενης εγκληματικής δράσης του υπήρξε και χρήστης ναρκωτικών.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω, η έφεση του Κατηγορουμένου υπ΄ αρ. 103/24, απορρίπτεται. Η έφεση της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 108/24, επιτυγχάνει και διατάσσεται η κράτηση του Κατηγορουμένου και στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

 

 

                                                                             Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                             Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο