ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

         (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2022)

 

20 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                             1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

                   2. ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

 

 

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

   v.

 

      GAZIOGLU AHMET

 

                                                                                                          Εφεσίβλητου.

-------------------

Δ. Μ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Κ. Σάββα (κα), ασκ. δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσείουσα.

Α. Χρ. Ευτυχίου και για Χ. Χατζηλοϊζου, δικηγόροι Εφεσίβλητου.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

          --------------------

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης ημερομηνίας 9.12.2021 του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1358/2017, με την οποία ακυρώθηκε απόφαση της Εφεσείουσας να απορρίψει αίτημα του Εφεσίβλητου για εκ των υστέρων κάλυψη ιατρικών εξόδων του για θεραπείες στο εξωτερικό, μετά από επανεξέταση της υπόθεσης του (εφεξής η «επίδικη απόφαση»).

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης, τα οποία δεν τυγχάνουν αμφισβήτησης, καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση ως εξής:

 

«Το 2009 ο αιτητής, μέσω του Υπουργείου Υγείας, υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση νωτιαίου μυελού των οστών λόγω οξείας λευχαιμίας σε ιατρικό κέντρο στο Ισραήλ.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 11.04.2016 ο αιτητής πληροφόρησε τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας (εφεξής «Γενική Διευθύντρια») πως, λόγω υποτροπής και επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του και κατόπιν σύστασης των θεραπόντων ιατρών του, υποβλήθηκε στο εν λόγω ιατρικό κέντρο στο Ισραήλ σε πρόσθετες εξετάσεις (PET CT) και θεραπείες (συνδυασμός χημειοθεραπείας και ραδιοθεραπείας) και αιτήθηκε εκ των υστέρων κάλυψη των εξόδων του για τις πρόσθετες θεραπείες, βάσει του άρθρου 9 του Σχεδίου Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στον Δημόσιο Τομέα (εφεξής «το Σχέδιο»). Προς υποστήριξη του αιτήματός του επεσύναψε σχετική ιατρική έκθεση της θεράπουσας ιατρού του στο Ισραήλ, ημερομηνίας 05.04.2016.

 

Το αίτημα εξετάστηκε από την Επιτροπή Ειδικών Αιματολογίας, η οποία σε συνεδρία της ημερομηνίας 20.05.2016, μελέτησε την περίπτωση του αιτητή βάσει του άρθρου 2 του Σχεδίου και έκρινε ότι επειδή οι παρεχόμενες θεραπείες είναι εμπειρικές, δεν δικαιούται να τις εγκρίνει, ενώ σε σχέση με τη διενεργηθείσα εξέταση (PET CT) ότι αυτή είναι δικαιολογημένη, εφόσον ζητηθεί.

 

Με επιστολή του, ημερομηνίας 03.06.2016, ο αιτητής απευθύνθηκε εκ νέου στη Γενική Διευθύντρια, επισημαίνοντας πως, τόσο συγκεκριμένος ιδιώτης ιατρός όσο και κυβερνητικός ιατρός τους οποίους επισκέφθηκε, του ανέφεραν ότι η παρεχόμενη στο Ισραήλ συγκεκριμένη θεραπεία (DLI treatment and total neuro-axis radiation supported by chemotherapy), δεν μπορούν να παρασχεθούν στην Κύπρο. Για το λόγο αυτό αιτήθηκε εκ νέου της εγκρίσεως του Υπουργείου για κάλυψη των εξόδων του για τις θεραπείες στις οποίες είχε υποβληθεί, σημειώνοντας την οικονομική του δυσχέρεια να τις καλύψει ο ίδιος.

 

Η Επιτροπή Ειδικών Αιματολογίας, σε συνεδρία της ημερομηνίας 15.06.2016, επανεξέτασε το αίτημα και την περίπτωση του αιτητή και έκρινε, αφενός, ότι οι χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες στις οποίες υποβάλλεται ο ασθενής σε κάθε υποτροπή γίνονται και στην Κύπρο και ως εκ τούτου δε δικαιούται να τις εγκρίνει και, αφετέρου, ότι το PET CT και η χορήγηση DLI, όταν είναι απαραίτητα εγκρίνονται, εφόσον αυτά δεν γίνονται στην Κύπρο. 

 

Με βάση την εν λόγω κρίση της Επιτροπής, η αρμόδια αρχή του Υπουργείου Υγείας, με επιστολή ημερομηνίας 23.06.2016, ενημέρωσε το ιατρικό κέντρο στο Ισραήλ ότι ενέκρινε την επιχορήγηση του PET CT, στο οποίο ο αιτητής υποβλήθηκε στις 22.05.2016, για το ποσό των $1500.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 27.06.2017, η Γενική Διευθύντρια πληροφόρησε τον αιτητή ότι το αίτημά του για κάλυψη των εξόδων για τις θεραπείες στις οποίες είχε υποβληθεί στο εξωτερικό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθότι οι εν λόγω θεραπείες προσφέρονται στην Κύπρο. Επιπρόσθετα, πληροφόρησε τον αιτητή για το δικαίωμα υποβολής ένστασης εναντίον της εν λόγω απόφασης, συμφώνως του Άρθρου 11 του Σχεδίου, δικαίωμα το οποίο ο αιτητής άσκησε με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 14.07.2016, αιτούμενος επανεξέτασης και ικανοποίησης του αιτήματός του στη βάση των γεγονότων της περίπτωσης και της ιατρικής έκθεσης η οποία είχε αποσταλεί προς υποστήριξη του αιτήματος.

 

Περαιτέρω αιτήματα του αιτητή τα οποία υποβλήθηκαν ακολούθως σε σχέση με την κάλυψη των εξόδων για τη διενέργεια επαναληπτικών PET CT στο Ισραήλ, κρίθηκαν από την Επιτροπή Ειδικών Αιματολογίας ως δικαιολογημένα και εγκρίθηκαν από το Υπουργείο Υγείας.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 21.04.2017 ο αιτητής επεσήμανε στη Γενική Διευθύντρια ότι η ένσταση ημερομηνίας 14.07.2016 η οποία είχε υποβληθεί από τον δικηγόρο του, δεν είχε ακόμα απαντηθεί.

 

Η ένσταση, τελικώς, εξετάστηκε, βάσει του άρθρου 10 του Σχεδίου, από το Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 28.06.2017, με το Συμβούλιο να κρίνει ότι τόσο η συνδυασμένη χημειοθεραπεία όσο και η ακτινοθεραπεία προσφέρονται στην Κύπρο και ως εκ τούτου το αίτημα δεν θεωρείται δικαιολογημένο.

 

Στον δικηγόρο του αιτητή απεστάλη από τη Γενική Διευθύντρια επιστολή ημερομηνίας 19.07.2017, στην οποία αναφέρεται πως:

 

«Η Αρμόδια Αρχή αφού έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση/έκθεση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου καθώς και την έκθεση του θεράποντα ιατρού του πελάτη σας αποφάσισε τη μη ικανοποίηση του αιτήματος του για επιδότηση για θεραπεία στο εξωτερικό».

 

Εναντίον της ανωτέρω απόφασης ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγή (sic) με την οποία ο αιτητής διατείνεται καταρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, ήτοι από τη Γενική Διευθύντρια και όχι τον Υπουργό Υγείας, ο οποίος συμφώνως των προνοιών του Σχεδίου, είναι ο αρμόδιος για την εξέταση των ενστάσεων των ασθενών των οποίων το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε. Επιπρόσθετα, είναι η θέση του αιτητή ότι, τόσο η απόφαση της Επιτροπής Ειδικών όσο και η απόφαση του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου, εκδόθηκαν χωρίς δέουσα έρευνα, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα και καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.»

 

Η πρωτόδικη κρίση βασίστηκε στα εξής δύο ευρήματα:

 

Πρώτον, ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι την Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, έστω και αν είχε παρασχεθεί σ’ αυτήν εξουσιοδότηση ημερομηνίας 27.7.2015 από τον Υπουργό Υγείας. Προβαίνοντας, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ανάλυση και σύγκριση των Άρθρων 3, 9 και 10 του Σχεδίου Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα (εφεξής το «Σχέδιο») κατέληξε ότι:

 

«Σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή διαπιστώνω ότι οι σχετικές πρόνοιες του Σχεδίου διακρίνουν την περίπτωση λήψης απόφασης για οικονομική αρωγή κατόπιν σύστασης της αρμόδιας Επιτροπής Ειδικών Ιατρών από την περίπτωση λήψης απόφασης επί προσφυγών ασθενών των οποίων το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, προσφυγές οι οποίες εξετάζονται από το Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο. Στην μεν πρώτη περίπτωση ρητώς προβλέπεται η δυνατότητα εξουσιοδότησης του Υπουργού προς άλλο πρόσωπο για τη λήψη της σχετικής απόφασης αντί αυτού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η σχετική έκθεση του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου υποβάλλεται προς τον Υπουργό για λήψη απόφασης, χωρίς πρόνοια για δυνατότητα εκχώρησης της εν λόγω εξουσίας.

 

Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι η προσκομισθείσα από την πλευρά της καθ' ης η αίτηση εξουσιοδότηση, ημερομηνίας 27.07.2015, από τον Υπουργό Υγείας προς

τη Γενική Διευθύντρια για την άσκηση των δυνάμει του Σχεδίου εξουσιών του, καλύπτει την απόφαση ημερομηνίας 27.06.2017 η οποία λήφθηκε από τη Γενική Διευθύντρια και με την οποία το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε κατόπιν της σύστασης της αρμόδιας Επιτροπής Ειδικών Ιατρών, δεν καλύπτει, όμως, την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 19.07.2017 για απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής του αιτητή βάσει της σχετικής έκθεσης του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου, για την οποία αρμόδιος να αποφασίσει ήταν ο ίδιος ο Υπουργός.

 

Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει υπό τις περιστάσεις ληφθεί από αναρμόδιο όργανο και θα πρέπει να ακυρωθεί, έστω και αν η αρμόδια αρχή δεν θα μπορούσε να είχε αποφασίσει διαφορετικά (Π.Δ. Δαγτόγλου, "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", 2η έκδοση, 1994, παρ. 579 και 582).»

 

 

Δεύτερον, ότι, η επίδικη απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ανέφερε, σχετικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο (η υπογράμμιση και τονισμός είναι του κειμένου):

 

«Επιπρόσθετα, καταλήγω ότι και οι λόγοι ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας είναι βάσιμοι καθότι, τόσο η κρίση της Επιτροπής Ειδικών Ιατρών όσο και αυτή του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου, περιορίστηκαν στη διαπίστωση ότι οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοθεραπείες στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής προσφέρονται στην Κύπρο χωρίς ουδεμία αναφορά ή συσχέτιση με το μακροχρόνιο και βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό του και ιδιαίτερα την επισήμανση στην έκθεση του θεράποντος ιατρού του, ημερομηνίας 05.04.2016 (την οποία ο αιτητής επεσύναψε προς υποστήριξη του αιτήματός του, Ερ. 107 - 106 Τεκμηρίου 3), ότι:

 

«It is important to emphasize that this radiation protocol is very complicated to plan and to give, and it´s done only in tertiary or radiation dedicated medical centers like ours»

 

Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, εκτός από τη γενική υποχρέωση των διοικητικών οργάνων, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να προβαίνουν σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων (αρ. 45 Ν. 158(Ι)/99), για την αξιολόγηση κατά πόσον η πάθηση του αιτούντος οικονομικής αρωγής ασθενούς μπορεί ή όχι να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας (άρθρο 2 του Σχεδίου), προφανώς, απαιτείται εξατομικευμένη αξιολόγηση και κρίση βάσει του συγκεκριμένου ιστορικού κάθε περίπτωσης, με την αόριστη αναφορά σε εξετάσεις και θεραπείες που γενικώς παρέχονται στην Κύπρο να μην είναι επαρκής.

 

Το πρώτο εύρημα περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου βάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος στην αιτιολόγηση του αναφέρει ότι «… με την εξουσιοδότηση ημερομηνίας 27.7.2015 ο Υπουργός Υγείας εξουσιοδότησε τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας να ασκεί όλες τις εξουσίες που απορρέουν από το Σχέδιο Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του να εξετάζει αιτήματα κατόπιν επανεξέτασης από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο, εξουσιοδότηση στην οποία μπορούσε να προβεί με βάση τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεων των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμο (23/1962).»

 

Το δεύτερο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. ανωτέρω) βρίσκεται στο στόχαστρο του δεύτερου λόγου έφεσης, με το αιτιολογικό, μεταξύ άλλων, ότι « η αρμόδια αρχή εξέτασε το αίτημα του Αιτητή και έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση με βάση όλα τα σχετικά στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον της. Το Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο αξιολόγησε το ιατρικό ιστορικό του Αιτητή και/ή όλα τα στοιχεία και/ή εκθέσεις που είχε ενώπιον του και κατέγραψε τις εισηγήσεις του στο σχετικό Πρακτικό, εισηγήσεις στη βάση των οποίων λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.» Πρόσθετα, κατά την Εφεσείουσα «Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης και ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων. Η κρίση της διοίκησης ως προς ειδικά ιατρικά θέματα, όπως είναι το υπό εξέταση θέμα, παραμένει ανέλεγκτη και δεν αναθεωρείται.»

 

Με τα περιγράμματα αγόρευσης τους, οι διάδικοι ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους

υπέρ ή κατά των υπό αναφορά λόγων έφεσης, αναλόγως.

 

Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, κατόπιν μελέτης των ενώπιον μας δεδομένων και στοιχείων, είναι η ακόλουθη:

 

Καταρχάς, ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι παραδεκτό ότι, δόθηκε γραπτή εξουσιοδότηση ημερομηνίας 27.07.2015 από τον Υπουργό Υγείας προς τη Γενική Διευθύντρια για την άσκηση των δυνάμει του Σχεδίου εξουσιών του (εφεξής η «εξουσιοδότηση»). Η εξουσιοδότηση αναφέρει τα εξής:

 

          «Δρ Χριστίνα Γιαννάκη

           Γενική Διευθύντρια

 Υπουργείο Υγείας

 

Θέμα: Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που

δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα

 

Αναφορικά με το πιο πάνω Σχέδιο, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 7/12/2012, αρ. 5728, σας εκχωρώ τις εξουσίες μου που απορρέουν από αυτό, εκτός των εξουσιών που αφορούν το χειρισμό των περιπτώσεων όπου υπάρχει διαφωνία της Επιτροπής Ειδικών και του Αναθεωρητικού Συμβουλίου, την κατ’ εξαίρεση απαλλαγή από την επιβάρυνση εξόδων χωρίς την έγκριση της Επιτροπής, καθώς και την έγκριση εξόδων που υπερβαίνει το ποσό των €200.000 ευρώ, δικαιώματα τα οποία παραμένουν στον Υπουργό.

 

2. Η εκχώρηση διαρκεί μέχρι την ανάκληση της. Η παρούσα εκχώρηση δεν αποκλείει την άσκηση των εξουσιών αυτών από εμένα τον ίδιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου.

 

                                                          Δρ. Γιώργος Παμπορίδης

 

                                                                   Υπουργός Υγείας.»

 

Η εμβέλεια της δοθείσας εξουσιοδότησης προκύπτει ευθέως από το ίδιο το κείμενο της εξουσιοδότησης  (βλ. ανωτέρω) και αφορά στην εξουσιοδότηση άσκησης εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας όλων των εξουσιών του Υπουργού Υγείας δυνάμει του Σχεδίου, εκτός αυτών που ρητώς εξαιρούνται και ρητώς καταγράφονται στην εξουσιοδότηση και στις οποίες δεν εμπίπτει η περίπτωση του Εφεσίβλητου. Ως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά και στην απόφαση του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.5.2018 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 260/2011 ΠΟΙΗΤΑΡΙΔΗ v. ANOPA IΝVESTMENTS LIMITED:

 

«…Είναι νομολογιακά γνωστή η αρχή ότι οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση (βλ. Transnatco Ltd v. Superclima Eng. Ltd. (2010) 1 (A) AAΔ 643 και Καρατσιόλης ν. Royal Sports Betting Ltd. (2008) 1 (A) AAΔ.669)…»

 

Συνεπώς, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση που εκφράστηκε στην πρωτόδικη απόφαση ότι, η εξουσιοδότηση δεν κάλυπτε και τις περιπτώσεις αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 10 του Σχεδίου, ήτοι απόρριψης ασκηθείσας προσφυγής βάσει της σχετικής έκθεσης του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου, όπως ήταν η περίπτωση του Εφεσίβλητου. Ομοίως δεν μας βρίσκει σύμφωνους και η πρωτόδικη προσέγγιση ότι, επειδή δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στο Άρθρο 10 του Σχεδίου που να επιτρέπει την εξουσιοδότηση άλλου προσώπου από τον Υπουργό να αποφασίσει, έπεται ότι τέτοια εξουσιοδότηση δεν μπορούσε νομίμως να δοθεί. Την περίπτωση, βρίσκουμε, διέπουν οι πρόνοιες του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου, Ν. 23/1962 (εφεξής ο «Νόμος»), στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

 

«(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προαναφερθείσας νομοθετικής πρόνοιας πληρούνται. Το Σχέδιο συνιστά διοικητική πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, γενόμενη δυνάμει νόμου, ήτοι του Άρθρου 54 του Συντάγματος, με την οποία καθορίστηκε ο Υπουργός Υγείας ως ο αρμόδιος για την άσκηση των εξουσιών που του παραχωρήθηκαν με βάση το Σχέδιο. Ο Υπουργός Υγείας εξουσιοδότησε εγγράφως, δια τη εξουσιοδοτήσεως ημερομηνίας 27.07.2015, τη Γενική Διευθύντρια, ήτοι «πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ», όπως ασκεί όλα τα καθήκοντα του βάσει του Σχεδίου, πλην συγκεκριμένων που εξαιρέθηκαν και δεν αφορούν στην περίπτωση του Εφεσίβλητου. Ούτε στο Σχέδιο, πόσο μάλλον

«δια Νόμου», ως καθορίζεται στην προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια, δεν προκύπτει ρητή απαγόρευση εκχώρησης τέτοιας εξουσιοδότησης ως η εδώ δοθείσα, ώστε, με αυτό τον τρόπο να αποκλείεται η εφαρμογή του Άρθρου 3 (2)  του Νόμου. Συνεπώς, η πρωτόδικη σκέψη ότι επειδή το Άρθρο 10 του Σχεδίου δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα τέτοιας παραχώρησης αυτό συνηγορεί στη θέση ότι, τέτοια παραχώρηση εξουσιοδότησης για περιπτώσεις όπως η παρούσα δεν είναι επιτρεπτή, έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο  Άρθρο 3 (2) του Νόμου που σαφώς ορίζει ότι τέτοια παραχώρηση εξουσιοδότησης αποκλείεται μόνο εκεί που νομοθετικώς ορίζεται σαφώς το αντίθετο και όχι όταν ο νόμος απλά σιγεί περί τούτου. Συνεπώς, καθίσταται σαφές τόσο ότι η εξουσιοδότηση προς τη Γενική Διευθύντρια ήταν σύμφωνη και επιτρεπτή σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) του Νόμου, όσο και ότι αυτή κάλυπτε και την περίπτωση του Εφεσίβλητου. Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, η θέση του Εφεσίβλητου περί αδυναμίας παραχώρησης τέτοιας εξουσιοδότησης προς τη Γενική Διευθύντρια να αποφασίσει κατ’ επίκληση του ότι, αυτή η ίδια είχε ήδη απορρίψει το αίτημα του Εφεσίβλητου με την απόφαση της ημερομηνίας 27.6.2017 και θα καθίστατο, με αυτόν τον τρόπο, κριτής της αυτής υποθέσεως, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η παραχώρηση της αρμοδιότητας λήψης απόφασης του Υπουργού δια εξουσιοδότησης στη Γενική Διευθύντρια προβλέπεται και καλύπτεται νομοθετικά, ως προηγουμένως επεξηγήθηκε και, συνεπώς, η συγκεκριμένη αμφισβήτηση αυτής κατ’ επίκληση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης διέρχεται υποχρεωτικά μέσα από την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας του Άρθρου 3(2)  του Νόμου, η οποία, ως τέτοια, όφειλε να είχε επαρκώς δικογραφηθεί. Τέτοια δικογράφηση ή οποιαδήποτε δικογράφηση σε σχέση με παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης από την υπό συζήτηση δοθείσα εξουσιοδότηση δεν εντοπίζεται στο δικόγραφο της προσφυγής και, άρα, δεν δύναται να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, δεν συμμεριζόμαστε, με όλο τον σεβασμό, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι σαφές από το πρακτικό της συνεδρίασης του Αναθεωρητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28.6.2017 ότι, τα μέλη του (συμπεριλαμβανομένης και της Διευθύντριας της Αιματολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, καθώς και ιδιώτη αιματολόγου) εξέφρασαν ρητώς, αφού καταγράφουν ότι μελέτησαν το ζήτημα, την επιστημονική τους θέση για το κατά πόσο η πάθηση του αιτητή, αυτή εξετασθείσα εξατομικευμένα σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του και με τα χρονικά όρια που αυτή επιβάλλει, εδύνατο να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας (δια της συνδυασμένης χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας) στα κρατικά νοσηλευτήρια της Κύπρου. Η ιατρική αυτή κρίση, η οποία είναι αυτή που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης, είναι, ως εκ της φύσεως της, εξόχως τεχνικής φύσεως και, ως τέτοια, δεν είναι δεκτική παρέμβασης από το Δικαστήριο. Ως επεξηγήθηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 28.1.2022 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015 ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ:

 

«Επί της ουσίας, δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα και την κρίση των γιατρών των Ιατροσυμβουλίων, τα οποία αφορούν σε κατ' εξοχή επιστημονικά θέματα ειδικών γνώσεων. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στα επιστημονικά δεδομένα μιας απόφασης τεχνικής φύσης, όπως είναι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, εκτός εάν το συμβούλιο ενήργησε με παράνομο τρόπο ή αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας (Eraclidou and another v. TheCompensation Officer through the Ministry of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 268/2005, ημερομηνίας 7.9.2006). Ούτε και ο εφεσείων ουσιαστικά αμφισβήτησε τα ιατρικά ευρήματα ως προς τις σωματικές του ικανότητες. Τα συναρτά μόνο με την ενασχόλησή του ως γκαρσόνι. Δεν προέταξε πως η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να διευθύνει το εστιατόριό του. Στην πραγματικότητα, η γνωμάτευση του ΔΙΣ επισφράγισε την απόφαση στην υπόθεση. Το ΔΙΣ, απαρτιζόμενο από τρεις γιατρούς, ήταν το αρμόδιο σώμα για να αποφασίσει οριστικά για το είδος και το μέγεθος της ανικανότητας του εφεσείοντα. Μετά τις διαπιστώσεις των γιατρών η απόρριψη του αιτήματος ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο. Η ανάγνωση του πορίσματος στο σύνολό του, μαζί με την εισήγηση για ικανότητα για εργασία, αποκαλύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις, η απόφαση της Υπουργού με την παραπομπή στην γνωμάτευση του ΔΙΣ είναι αρκούντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας όλων των σχετικών παραγόντων (βλ. Χατζηρούσου v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 436, Δημοκρατία v. Ιωάννου (2004) 3 ΑΑΔ 243 και Τηλεμάχου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναθεωρητική Έφεση 144/2014, ημερομηνίας 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:C349).»

 

 

Τέλος, ούτε η μνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αναφορά του θεράποντος ιατρού του Εφεσίβλητου ότι «It is important to emphasize that this radiation protocol is very complicated to plan and to give, and it´s done only in tertiary or radiation dedicated medical centers like ours» αναιρεί τον παγιωμένο νομολογιακά  δικαστικό αυτοπεριορισμό όσον αφορά στον έλεγχο τεχνικής φύσεως ή άκρως εξειδικευμένων ζητημάτων. Πέραν από το ότι με το ως ανωτέρω απόσπασμα δεν εκφράζεται οποιαδήποτε άποψη όσον αφορά στη δυνατότητα παροχής της αναγκαίας θεραπείας (και) στην Κύπρο, ακόμα και αν τέτοια άποψη ήθελε θεωρηθεί ότι εξάγεται από το κείμενο, σε περίπτωση διχογνωμίας επί τεχνικών θεμάτων υπερισχύει η κρίση της διοίκησης. Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά, στην απόφαση ημερομηνίας 15.12.2017 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2012 First Elements Euroconsultants Ltd v. Δημοκρατίας:

«Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το διοικητικό Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116: «δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.

 

Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν και τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αναλόγως συνυφασμένων με το αντικείμενο της διαφοράς, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189, Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, xxx xxx Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, xxx Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696, C-440/13,CroceΑmica One Italia Srl κατά Azienda Regionale Emergenza Urgenza (AREU), 11.12.2014, σκέψη 46 και Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ν. xxx xxx Ιωάννου κ.α., Α.Ε. Αρ. 81/11, 22.12.2016 ).»

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης γίνεται, επίσης, αποδεκτός.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητα της. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, περιορίζουμε τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση στα 500 Ευρώ υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο